ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 229/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από το Δικαστή Βασίλειο Τζελέπη, Εφέτη, τον οποίο όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από το Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στην Αθήνα την ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΣΩΝ: ………… και 2) ……………, οι οποίες αμφότερες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Νικόλαο Κουντούρη [ ΜΙΚΕΣ Ν. ΚΟΝΥΝΤΟΥΡΗΣ ΔΙΚΗΓ. ΕΤΑΙΡΕΙΑ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ] ( με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «………….>> που εδρεύει στη ……….. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Γεώργιο Πεζοδρόμο [ΛΑΓΚΑΔΙΑΝΟΣ ΙΑΤΡΙΔΗΣ ΚΑΤΣΑΜΠΑΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ] (με δήλωση κατ’ άρθρο 22 ΚΠολΔ].
Οι ενάγουσες και ήδη εκκαλούσες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών) την από 16.7.2019 αγωγή τους που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης …../2019 και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης ……/2019 και ζήτησε να γίνει δεκτή.
Το Δικαστήριο εκείνο, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, με την υπ` αριθ. 1644/2020 οριστική του απόφαση απέρριψε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν οι ενάγουσες και ήδη εκκαλούσες, με την ένδικη από 27.4.2022 έφεσή τους που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης …../28.4.2022 και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης ……/28.4.2022, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 16.3.2023 και μετ’ αναβολή για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσαν δηλώσεις κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 532, 533 και 535 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η υπόθεση ενώπιον του Εφετείου, στο οποίο αυτή μεταβιβάζεται με την άσκηση της έφεσης, κατά τα όρια που καθορίζονται από αυτή (έφεση) και τους πρόσθετους λόγους, διέρχεται τρία στάδια κατά τα οποία εξετάζονται α) το παραδεκτό της έφεσης(άρθρο 532 παρ. 1 ΚΠολΔ), β) το παραδεκτό καθενός λόγου και γ) το βάσιμο (νομικό και ουσιαστικό) των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). Συνεπώς, κατά το πρώτο στάδιο της έρευνας του το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ερευνά, αυτεπαγγέλτως, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του παραδεκτού της έφεσης, ιδίως δε αν η έφεση ασκήθηκε εμπρόθεσμα και κατά της νόμιμες διατυπώσεις (αρ. 532 ΚΠολΔ). Αντικείμενο της έρευνας κατά το στάδιο αυτό αποτελεί το εκκλητό ή μη της εκκαλούμενης απόφασης, η νομιμοποίηση του εκκαλούντος και του εφεσίβλητου, η κατάθεση του δικογράφου στον αρμόδιο γραμματέα, η νομότυπη σύνταξη της έκθεσης κατάθεσης και η ενέργεια όλων των άνω διατυπώσεων εντός της προθεσμίας του άρθρου 518 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 516, 518 παρ.1 και 144 παρ.1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, αν σε άσκηση έφεσης δικαιούται διάδικος που διαμένει στην Ελλάδα, η προθεσμία της έφεσης είναι τριάντα ημερών και αρχίζει από την επομένη της επίδοσης της απόφασης που περατώνει τη δίκη. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 518 παρ.1, 151,152 παρ.1 και 155 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η παρέλευση άπρακτης της νόμιμης προθεσμίας άσκησης του ενδίκου μέσου της έφεσης, συνεπάγεται έκπτωση απ` αυτή. Εάν δε πάρα ταύτα ασκηθεί έφεση, το Δικαστήριο, κατ` άρθρο 532 του ΚΠολΔ, απορρίπτει αυτήν ως απαράδεκτη (ΑΠ 241/2006, ΑΠ 666/2005, ΑΠ 1705/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το απαράδεκτο αυτό μπορεί να προταθεί σε κάθε στάση της κατ` έφεση δίκης, λαμβάνεται, όμως, υπόψη και αυτεπάγγελτα κατ` άρθρα 151 και 532 του ΚΠολΔ (ΑΠ 332/1986 ΝοΒ 35.32, ΑΠ 1144/1984 ΕλλΔνη 26.37, ΕφΛαρ 302/2012 Δικογραφία 2012.674, ΕφΑΘ 5446/1993 ΑρχΝ 1994.310, ΕφΑΘ 57/1986 Δ 17.238). Εξάλλου, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 518 παρ. 1, 499, 310 παρ. 1, 144, και 122 επ. του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η από την επομένη της επίδοσης της εκκαλουμένης απόφασης στο διάδικο, ή στο νόμιμο αντιπρόσωπό του, ή στον αντίκλητο αυτού, έναρξη της 30ήμερης προθεσμίας για άσκηση της έφεσης κατά το παραπάνω άρθρο 518 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, προϋποθέτει έγκυρη επίδοση της ως άνω απόφασης, ώστε σε περίπτωση ακυρότητας της επίδοσης, που μπορεί να προταθεί από τον εκκαλούντα, δεν αρχίζει η παραπάνω προθεσμία του άρθρου 518 παρ. 1 και τρέχει μόνο η διετής προθεσμία του άρθρου 518 παρ. 2 του αυτού ως άνω Κώδικα [όπως η παρ. 2 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 οι διατάξεις του οποίου σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 για τα ένδικα μέσα και τις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591 – 645 του ΚΠολΔ εφαρμόζονται για τα κατατιθέμενα από 1-1-2016 ένδικα μέσα και αγωγές]. Η ελαττωματικότητα της επίδοσης κατά τα άρθρα 159 παρ. 1, και 160 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ως παράβαση διάταξης που ρυθμίζει τη διαδικασία διαδικαστικής πράξης, που συνεπάγεται ακυρότητα, δε λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αλλά μετά από πρόταση του διαδίκου και υπό τη συνδρομή του στοιχείου της βλάβης, και μόνο αν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, αυτή επέφερε ανεπανόρθωτη βλάβη στον προτείνοντα διάδικο, η οποία δεν μπορεί να επανορθωθεί διαφορετικά. Τούτο δε διότι, για την τήρηση του σχετικού τύπου, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 159, 544 και 559 του ΚΠολΔ, δεν προβλέπεται ακυρότητα, αλλά ούτε χωρεί αναψηλάφηση ή αναίρεση. Το Δικαστήριο δε, έχει εξουσία να δεχθεί ή να απορρίψει την ύπαρξη του προτεινομένου πραγματικού γεγονότος της βλάβης από τα στοιχεία της δικογραφίας, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να διατάξει περί τούτου απόδειξη και η σχετική κρίση του, ως αναγομένη στα πράγματα, δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, κατά το άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ. Μάλιστα η ύπαρξη της βλάβης τεκμαίρεται σε περίπτωση μη παράστασης του διαδίκου στη συζήτηση ή σε περίπτωση εκπρόθεσμης άσκησης διαδικαστικής πράξης (ΕφΛαρ 150/2012 Δικογραφία 2012.323). Ο διάδικος, όμως, που δε μπόρεσε να ασκήσει εμπρόθεσμη έφεση, δύναται, αν η εκπρόθεσμη άσκηση αυτής οφείλεται σε ελαττωματικότητα της επίδοσης της πρωτόδικης απόφασης, να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγουμένη κατάσταση, υπό την έννοια της πρόσδοσης με δικαστική απόφαση στην εκπροθέσμως ασκηθείσα έφεση της έννομης συνέπειας που αυτή θα είχε, αν είχε ασκηθεί εμπροθέσμως. Το αίτημά του δε αυτό με τη συνδρομή της ανεπανόρθωτης βλάβης θα πρέπει να υποβάλλεται με το δικόγραφο της έφεσης ή με τις προτάσεις του, στα οποία θα πρέπει να επικαλείται και τα προς απόδειξη μέσα (ΑΠ 1181/2019, ΑΠ 503/2018, ΑΠ 1724/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 128 παρ. 4 του ΚΠολΔ, αν η επίδοση γίνει με θυροκόλληση, λόγω απουσίας του παραλήπτη από την κατοικία του ή απουσίας ή ανυπαρξίας των άλλων προσώπων, που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου, τότε το αργότερο την επόμενη της θυροκόλλησης εργάσιμη ημέρα πρέπει να παραδοθεί αντίγραφο του θυροκολληθέντος εγγράφου στα χέρια του προϊσταμένου και ελλείψει αυτού του αξιωματικού υπηρεσίας του αστυνομικού τμήματος ή σταθμού της περιφέρειας της κατοικίας και να ταχυδρομηθεί προς τον παραλήπτη έγγραφη ειδοποίηση για το θυροκολληθέν έγγραφο.
Στην προκειμένη περίπτωση οι ενάγουσες και ήδη εκκαλούσες με την από 16.7.2019 με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2019 αγωγή τους, την οποία άσκησαν κατά της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, Τμήματος Ναυτικών Διαφορών, ισχυριζόμενες ότι δυνάμει συμβάσεων θαλάσσιας μεταφοράς που καταρτίστηκαν μεταξύ των διαδίκων, κατά τον αναφερόμενο στην αγωγή χρόνο και ενώ το αναφερόμενο σε αυτή πλοίο, πλοιοκτησίας της εναγομένης, προσέγγιζε το λιμένα της νήσου Ίου προσάραξε σε ύφαλο συνεπεία της οποίας (προσάραξης) επικράτησε μεταξύ των επιβατών φόβος και αγωνία, η οποία επιτάθηκε από την ολιγωρία των μελών του πληρώματος του πλοίου που επέδειξε για την αντιμετώπιση της κατάστασης ανάγκης που είχε ανακύψει, οι ενάγουσες αισθάνθηκαν κίνδυνο απώλειας της ζωής τους και της σωματικής του ακεραιότητας συνεπεία οι πράξεις και παραλείψεις των προστηθέντων της εναγομένης υπαλλήλων που συγκροτούσαν το πλήρωμα του εν λόγω πλοίου να προσβάλλουν την προσωπικότητα αυτών για την αποκατάσταση της οποίας, κατόπιν νομότυπου περιορισμού του αγωγικού αιτήματος τους, ζητούν να υποχρεωθεί η εναγόμενη αφενός να καταβάλει σε καθεμία από αυτές το ποσό των 10.00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την αδικοπρακτική συμπεριφορά της, αφετέρου να αναγνωριστεί η υποχρέωση της τελευταίας να καταβάλει σε αυτές το ποσό των 15.000 ευρώ, αμφότερα τα κονδύλια νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως. Επί της ανωτέρω αγωγής, εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη τακτική διαδικασία, η με αριθμό 1644/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και καταδίκασε τις ενάγουσες στη δικαστική δαπάνη της εναγομένης την οποία όρισε στο ποσό των 1.000 ευρώ. Η ανωτέρω οριστική απόφαση επιδόθηκε στις ενάγουσες, με επιμέλεια της αντιδίκου τους, σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες υπ` αριθμ …/- & …./24.9.2020 εκθέσεις επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών . ….., σε συνδυασμό με τις συνημμένες σ` αυτές, αφενός τις από 24.9.2020 αποδείξεις παραλαβής αντιγράφου θυροκολλημένου εγγράφου (αντιγράφου της απόφασης) στο Αστυνομικό Τμήμα Συντάγματος του Αστυφύλακα …………. που υπέγραψε την απόδειξη και τη σφράγισε με την υπηρεσιακή σφραγίδα με την ιδιότητα του αξιωματικού υπηρεσίας λόγω της απουσίας του διοικητή του ανωτέρω Α/Τ, αφετέρου τις από 25.9.2020 βεβαιώσεις αντιστοίχως της υπαλλήλου των ΕΛΤΑ του ταχυδρομικού πρακτορείου Νέας Σμύρνης …………. ότι παραλήφθηκε και ταχυδρομήθηκε σ` αυτές (εκκαλούσες – ενάγουσες) έγγραφη ειδοποίηση περί της διενεργηθείσης την προηγούμενη ημέρα επίδοσης, η οποία προσυπογράφεται από την ως άνω υπάλληλο, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 4 εδ. γ` του άρθρου 128 του ΚΠολΔ (όπως η περ. γ` αντικαταστάθηκε από το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 3994/2011), με αποτέλεσμα, εφόσον τηρήθηκαν οι νόμιμες διατυπώσεις της, που προβλέπονται στην τελευταία αυτή διάταξη, η επίδοση να θεωρείται ότι συντελέσθηκε στις 19-2-2019 με τη θυροκόλληση του εγγράφου, όπως ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 136 παρ.2 του ιδίου Κώδικα. Κατά της ανωτέρω απόφασης οι ενάγουσες, ως ηττηθείσες στον πρώτο βαθμό διάδικοι, έχοντας προφανές έννομο συμφέρον, που απορρέει από τη βλάβη τους, η οποία προκύπτει αμέσως από το διατακτικό της προσβαλλομένης απόφασης, άσκησαν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 528 του ΚΠολΔ, την ένδικη από 27.4.2022 έφεσή τους, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 28.4.2022 με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης …../28.4.2022 και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης …./28.4.2022, για το παραδεκτό αυτής κατέθεσε το προβλεπόμενο τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 4 ΚΠολΔ παράβολο, επισυναφθέντος στην έφεση με κωδικό ηλεκτρονικού παράβολου …… της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, (παραβολών), με την οποία πλήττει την πρωτόδικη απόφαση για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται στο εφετήριο, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης. Συνεπώς, η ανωτέρω έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ`ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ.2 του Ν. 3994/2011), κατατέθηκε μετά την πάροδο της 30 ήμερης προθεσμίας του άρθρου 518 παρ.1 του ΚΠολΔ, που άρχεται από την επομένη της επίδοσης προς τις εκκαλούσες της εκκαλούμενης απόφασης, και, ως εκ τούτου, ασκήθηκε εκπρόθεσμα.
Οι εκκαλούσες, με το δικόγραφο των προτάσεών τους που νομότυπα προκατέθεσαν στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου και δη στο κεφάλαιο της προσθήκης – αντίκρουσης που έχει επισυναφθεί στο δικόγραφο αυτών, προκειμένου να δικαιολογήσουν το εκπρόθεσμο της άσκησης της έφεσής τους, προσβάλλουν το κύρος της προς αυτές επίδοσης της εκκαλουμένης απόφασης με θυροκόλληση, επικαλούμενες ελαττωματικότητα αυτών και συγκεκριμένα ότι έλαβε χώρα ακύρως η επίδοση τους, διότι: α) ο μάρτυρας που συνέπραξε στην κατάρτιση των κρίσιμων εκθέσεων επίδοσης δεν έχει υπογράψει αυτές, αλλά αντίθετα έχει θέσει μια μονογραφή, η οποία δεν μπορεί να διακριβωθεί σε ποιον ανήκει, β) δεν μπορεί να διακριβωθεί το πρόσωπο του συμπράττοντος μάρτυρα καθώς είναι ελλιπής η αναφορά των στοιχείων του αφού δεν αναφέρεται ούτε το πατρώνυμο του, ούτε και η ακριβής διεύθυνση της κατοικίας του και το ΑΦΜ και γ) ελλείπει η υπηρεσιακή σφραγίδα του αστυνομικού που παρέλαβε το θυροκολληθέν έγγραφο με συνέπεια οι ελλείψεις αυτές να καθιστούν τις γενόμενες δια θυροκολλήσεως επιδόσεις άκυρες και ανυπόστατες. Επί των αιτιάσεων αυτών που βάλλουν κατά του κύρους των ανωτέρω δια θυροκολλήσεως επιδόσεων πρέπει να λεχθούν τα εξής: Από την επισκόπηση του περιεχομένου των κρίσιμων δύο εκθέσεων επιδόσεως ότι για το νομότυπο της κατάρτισης αυτών η θυροκόλληση της εκκαλουμένης απόφασης σε ενσφράγιστο φάκελο στη πόρτα της πολυκατοικίας στην οποία ευρίσκεται η κατοικία αυτών έγινε με την παρουσία μάρτυρα, του οποίου το όνομα, σύμφωνα με τις ίδιες εκθέσεις επιδόσεως, είναι ……….. , κάτοικος …………, άνευ ετέρου προσδιοριστικού στοιχείου, ο οποίος υπέγραψε τις σχετικές εκθέσεις επιδόσεως θέτοντας στο τέλος του εγγράφου κάτω από την αντίστοιχη θέση του μάρτυρα τη μονογραφή του. Ωστόσο, μολότι ως υπογραφή νοείται κατ’ αρχήν η ιδιόχειρη γραφή του ονόματος και του επωνύμου του προσώπου που προσυπογράφει το σχετικό έγγραφο, εντούτοις δεν αποκλείεται η υπογραφή του προσώπου αυτού να τεθεί δίχως αναγραφή ονοματεπωνύμου, με γραφική παράσταση, με συγκοπή συλλαβών, εφόσον αυτή συνηθίζεται στις συναλλαγές και από τον υπογράφοντα, οπότε και δεν μεταπίπτει σε απλή μονογραφή και δεν αποκλείει τη διακρίβωση της ταυτότητάς του, η οποία προκύπτει από το περιεχόμενος των κρίσιμων δύο εκθέσεων επίδοσης. Συνεπώς η έλλειψη της υπογραφής, με την παραπάνω μορφή της σημειώσεως του ονόματος και του επωνύμου του προσώπου του μάρτυρα που συνέπραξε στη δια θυροκολλήσεως επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης στο συνταχθέν από το δικαστικό επιμελητή αποδεικτικό, κάτω από τη θέση της λέξεως “ο μάρτυρας”, δεν καθιστά τούτο άκυρο με εντεύθεν συνέπεια την ακυρότητα της επιδόσεως, εφόσον σε άλλο σημείο του αποδεικτικού επιδόσεως αναγράφεται το ονοματεπώνυμο και η ιδιότητα του συμπράττοντος προσώπου χωρίς να δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητα και την ιδιότητα του προσώπου αυτού ως συμπράττοντος μάρτυρος στη δια θυροκολλήσεως διαδικασία επίδοσης της εκκαλουμένης απόφασης [βλ. σχ. ΑΠ 548/2010 (Ποινική)]. Επιπρόσθετα, οι ανωτέρω αναφερόμενες παραλείψεις της δικαστικής επιμελήτριας στις ως άνω δύο εκθέσεις επίδοσης ( και δη ότι αυτή δεν αναφέρει, ως όφειλε, το πατρώνυμο, διεύθυνση και αριθμό φορολογικού μητρώου της συμπράξαντος μάρτυρος) συνιστούν μεν ελλείψεις, δεν επάγονται, όμως, κατά την προηγηθείσα νομική σκέψη της παρούσας την ανυπαρξία των ένδικων επιδόσεων και σε κάθε περίπτωση δε νοείται πρόκληση βλάβης στις εκκαλούσες συνεπεία των ως άνω ελλείψεων-παραλείψεων της δικαστικής επιμελήτριας και δη η επικαλούμενη από αυτές απώλεια της προθεσμίας προς άσκηση της κρινόμενης εφέσεως, αφού αυτές, αν κατέβαλαν τη μέση δυνατή επιμέλεια θα μπορούσαν εγκαίρως να λάβουν γνώση της επίδοσης της εκκαλουμένης απόφασης και να ασκήσουν εμπροθέσμως την ένδικη έφεση, καθώς, κατά τα προαναφερόμενα, σχετική ειδοποίηση των ΕΛΤΑ για την συστημένη επιστολή της ως άνω δικαστικής επιμελήτριας προς αυτές του άρθρου 128 παρ.4 ΚΠολΔ εστάλη δύο φορές, ήτοι σε καθεμία από αυτές την 25.9.2020, λαμβανομένης υπόψη της απλής ομοδικίας αυτών που προέκυψε από την κοινή εναγωγή της εναγομένης με την άσκηση κοινού αγωγικού δικογράφου για την ικανοποίηση όμοιας αξίωσης που διατηρούσαν αυτές κατά της τελευταίας, πλην, όμως, αυτές ουδέν έπραξαν, παρά προχώρησαν στην άσκηση της κρινόμενης εφέσεως, μόλις στις 28.4.2022, ήτοι εκπρόθεσμα (Μ.ΕφΠειρ. 320/2020). Τέλος από την επισκόπηση των εν λόγω δύο εκθέσεων επιδόσεως, σύμφωνα και με τα όσα εκτέθηκαν στην άνω μείζονα σκέψη κατά την παράδοση της εκκαλουμένης απόφασης στον αρμόδιο αξιωματικό υπηρεσίας του ΑΤ του τόπο κατοικίας των εκκαλουσών (Συντάγματος) τίθεται εκ του νόμου υποχρέωση στο παραλαβόντα το έγγραφο αστυνομικό όργανο προς απόδειξη της παράδοσης απλού αντιγράφου θυροκολληθέντος εγγράφου να θέσει αφενός την υπογραφή του στη συντασσόμενη έκθεση επιδόσεως αφετέρου τη σφραγίδα της υπηρεσίας του κάτωθι της υπογραφής του, υποχρεώσεις οι οποίες προκύπτει ότι τηρήθηκαν και στις δύο εκθέσεις επιδόσεως, απορριπτομένου του ανωτέρω ισχυρισμού των εκκαλουσών περί ελλείψεως της προσωπικής σφραγίδας του παραλαβόντος τα έγγραφα αστυνομικού οργάνου δεδομένου ότι δεν τίθεται τέτοια υποχρέωση από τη διάταξη του άρθρου 129 ΚΠολΔ.
Κατ` ακολουθία όλων των ανωτέρω, η εκ μέρους των εκκαλουσών επίκληση των ελαττωμάτων των γενομένων δύο επιδόσεων δια θυροκολλήσεως της εκκαλουμένης δεν καθιστούν αυτές άκυρες, με την επισήμανση ότι ουδέποτε τέθηκε από αυτές σχετικό αίτημα περί επαναφοράς των πραγμάτων στη πρότερη κατάσταση κατ’ άρθρο 152 ΚΠολΔ, και ως εκ τούτου δεν δύναται να δικαιολογήσει την απώλεια της προθεσμίας των τριάντα ημερών ως προς την άσκηση της έφεσης, η παρέλευση της οποίας επέφερε την έκπτωση από το σχετικό δικαίωμα (ΚΠολΔ 151) και θα πρέπει η έφεση αυτή να απορριφθεί ως απαράδεκτη (άρθρο 532 του ΚΠολΔ), κατ` αυτεπάγγελτη έρευνα, αλλά και κατά την περί τούτου βάσιμη ένσταση της εναγομένης – εφεσίβλητης. Τέλος, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλουσών, λόγω της ήττας τους, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά το νόμιμο αίτημα της, σύμφωνα με το διατακτικό της παρούσας (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) ενώ, λόγω της ήττας των εκκκαλουσών θα πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από αυτές παραβόλου της έφεσής τους στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ), κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 27.4.2022 με ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτ. ………./2022 και ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφ. …./2022 έφεση κατά της υπ` αριθμ. 1644/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήματος Ναυτικών Διαφορών).
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου, ποσού εκατό (100) ευρώ, που καταβλήθηκε εκ μέρους των εκκαλουσών, κατά την άσκηση της εφέσεώς τους με το με αριθμό ………… e-παράβολο .
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τις εκκαλούσες στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του, στον Πειραιά, στις 11-4-2025, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ