ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
4Ο ΤΜΗΜΑ
Αριθμός Απόφασης 139/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ………….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΚΑΘ’ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ : Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, που εδρεύει στην Αθήνα (οδός …………….), που εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από την δικαστική πληρεξούσια του Ν.Σ.Κ. Φραντζέσκα Κοντιζά, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ : ……………., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, Γεώργιο Κούτση, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 25.8.2010 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./3.9.2010 αγωγή, επί της οποίας αρχικά εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 2641/2013 εν μέρει μη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που διέταξε την επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να προσκομισθεί σχετικό έγγραφο και να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη και μετά την επαναφορά της υπόθεσης για συζήτηση, η υπ’αριθμ. 3597/2018 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που την έκανε δεκτή.
Τις αποφάσεις αυτές προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου το ηττηθέν εναγόμενο και ήδη εκκαλούν, με την από 25.10.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……../26.10.2018 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου …………./13.12.2018 έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθμ.729/2020 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, που διέταξε την επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη, κατά τα αναφερόμενα σ’αυτήν.
Ήδη φέρεται για περαιτέρω συζήτηση με την από 10.5.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου …………./10.5.2023 κλήση του εφεσιβλήτου, που προσδιορίστηκε να συζητηθεί, κατά την στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο.
Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις, που προκατέθεσαν, αντίστοιχα.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Με την από 10.5.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ……../10.5.2023 κλήση του εφεσιβλήτου, νόμιμα φέρεται για περαιτέρω συζήτηση και έκδοση απόφασης, μετά την διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, που διατάχθηκε με την υπ’αριθμ.729/2020 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς και τις υπ’αριθμ. 113/2020, 572/2022 και 734/2022 αποφάσεις του ίδιου Δικαστηρίου περί αντικατάστασης του εκάστοτε διορισθέντος πραγματογνώμονα, η κρινόμενη από 25.10.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………./26.10.2018 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………./13.12.2018 έφεση του ηττηθέντος εναγομένου, ήδη εκκαλούντος, Ελληνικού Δημοσίου, που στρέφεται κατά της υπ’αριθμ. 3597/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία, μετά την έκδοση της υπ’αριθμ. 2641/2013 εν μέρει μη οριστικής απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου και τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, που διατάχθηκε μ’αυτήν, η οποία συνπροσβάλλεται, καθ’ο μέρος βλάπτει το εκκαλούν και έκανε δεκτή, ως κατ’ουσίαν βάσιμη, καθ’ο μέρος κρίθηκε νόμιμη, την από 25.8.2010 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../3.9.2010 αγωγή του . ………, ήδη εφεσιβλήτου, περί αναγνώρισης της κυριότητας του επί του επίδικου ακινήτου, ως κληρονόμου του αληθούς κυρίου πατρός του και διόρθωσης της ανακριβούς πρώτης εγγραφής, ως ιδιοκτησίας του Ελληνικού Δημοσίου, στο οικείο κτηματολογικό φύλλο. Η ένδικη έφεση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 1 και 520 § 1 ΚΠολΔ, καθόσον από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι έγινε νομότυπη επίδοση της εκκαλουμένης οριστικής απόφασης, επιμελεία του ενάγοντος, στις 26.9.2018 στο εναγόμενο-εκκαλούν, συντασσομένης της προσκομιζομένης υπ’αριθμ……../26.9.2018 έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………….., το δε πρωτότυπο του δικογράφου της εφέσεως κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 26.10.2018, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Σημειωτέον, ότι για το παραδεκτό της δεν απαιτείται να κατατεθεί το αναλογούν παράβολο υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρο 495 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ, όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015), δεδομένου ότι το Δημόσιο και τα ΝΠΔΔ, κατά το άρθρο 19 § 1 του Κωδ. Δ/τος της 26.6/10.7.1944 σε συνδυασμό με άρθρο 36 ΠΔ. 28/1931 (ΦΕΚ Α’ 239/1931), απαλλάσσονται της προκαταβολής των τελών της δίκης, μεταξύ των οποίων και το εν λόγω παράβολο. Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω τακτική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ.
II. Η ποιοτική ή ποσοτική αοριστία του δικογράφου της αγωγής, υπάρχει αν ο ενάγων δεν αναφέρει στην αγωγή με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποτελούν προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα δικαίου, στον οποίο στηρίζεται το αίτημα της αγωγής. Στην περίπτωση αυτή, η αγωγή απορρίπτεται ως αόριστη και η σχετική παράβαση ελέγχεται αναιρετικά, με τη διάταξη του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, καθόσον το Δικαστήριο παραλείπει να κηρύξει ακυρότητα του δικογράφου, κατά παράβαση της δικονομικής διατάξεως του άρθρου 216 ΚΠολΔ, κατά την οποία η αγωγή, εκτός των άλλων αναγκαίων για το ορισμένο αυτής στοιχείων, πρέπει να περιέχει και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, ώστε ουδεμία να γεννάται αμφιβολία περί της ταυτότητας του. Περαιτέρω από το άρθρο 1094 ΑΚ, συνάγεται ότι αναγκαία στοιχεία της διεκδικητικής ή αναγνωριστικής της κυριότητας ακινήτου αγωγής είναι, μεταξύ άλλων, η ακριβής περιγραφή του ακινήτου κατά θέση, έκταση και όρια, καθώς και κατά ιδιότητα ως οικοπέδου, αγρού κλπ, ώστε να μη γεννάται αμφιβολία για την ταυτότητα του. Όταν το επίδικο ακίνητο φέρεται στην αγωγή, ως τμήμα μεγαλυτέρου ακινήτου, ο ενάγων έχει υποχρέωση, εκτός από την έκταση του επιδίκου τμήματος, να προσδιορίσει τη θέση του μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο, έτσι ώστε ο εναγόμενος να αντιτάξει άμυνα περί συγκεκριμένου επιδίκου αντικειμένου, το δε Δικαστήριο να τάξει το προσήκον θέμα αποδείξεως και σε περίπτωση παραδοχής της αγωγής να είναι δυνατή η εκτέλεση. Δεν απαιτείται όμως για το ορισμένο της αγωγής να αναφέρονται στο αγωγικό δικόγραφο οι όμοροι ιδιοκτήτες, οι πλευρικές διαστάσεις, το σχήμα και ο ακριβής προσανατολισμός του ακινήτου, ούτε να επισυνάπτεται τοπογραφικό διάγραμμα (ΑΠ 369/2022, ΑΠ 9/2020, ΑΠ 781/2016).
III. Με την από 25.8.2010 αγωγή του, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι έχει καταστεί αποκλειστικός κύριος ενός αγροτεμαχίου, κείμενου στη θέση «……» επί της χερσονήσου «…. ή . ……» Αμπελακίων Σαλαμίνας, όπως επαρκώς περιγράφεται, με ΚΑΕΚ ……….., με παράγωγο τρόπο, λόγω κληρονομίας εκ διαθήκης του αποβιώσαντος στις 14.8.2009 πατρός του, . ……… ……, που το είχε αποκτήσει με το υπ’αριθμ……../1992 συμβόλαιο αγοράς, άλλως με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, αφού νέμεται τούτο, διανοία κυρίου, με καλή πίστη, από το χρόνο θανάτου του πατέρα του, ασκώντας τις αναφερόμενες επ’αυτού πράξεις αδιαλείπτως, προσμετρώντας στον χρόνο της δικής του νομής και τον χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του, αλλά και των απώτερων και απώτατων, σε μείζονα έκταση, δικαιοπαρόχων του από το έτος 1850, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα και ότι κατά τη διαδικασία κτηματογράφησης της περιοχής, το ανωτέρω ακίνητο καταχωρίστηκε, ως ανήκον στο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, με αποτέλεσμα να προσβάλλεται το δικαίωμα της κυριότητας του επ’ αυτού, ως κληρονόμου του αποκλειστικά κυρίου κατά τον κρίσιμο χρόνο. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι είναι αποκλειστικός κύριος του επίδικου ακινήτου και να διαταχθεί η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο κτηματολογικό φύλλο τούτου, του οικείου κτηματολογικού βιβλίου, του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, ώστε να καταχωρηθεί ο ίδιος, ως κύριος, σε ποσοστό 100%.
IV. Επί της ως άνω αγωγής, εκδόθηκε αρχικά η υπ’αριθμ. 2641/2013 εν μέρει οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία, αφού απέρριψε τις αγωγικές βάσεις της περί κτήσεως της κυριότητας του ένδικου ακινήτου, αφενός με παράγωγο τρόπο, ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας και αφετέρου, κατά πρωτότυπο τρόπο με τακτική χρησικτησία, ως μη νόμιμη και έκρινε ότι, κατά τα λοιπά, η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, ακολούθως, διέταξε την επανάληψη της συζήτησης, κατ’άρθρο 254 ΚΠολΔ, προκειμένου: α) να προσκομισθεί σχετικό έγγραφο από την αρμόδια προς τούτο υπηρεσία, ήτοι από το Δήμο Σαλαμίνας ή από τη Νομαρχία Πειραιώς ή από την αρμόδια Πολεοδομική Αρχή από το οποίο να προκύπτει εάν στη …… Σαλαμίνας υφίσταται οικισμός οριοθετημένος, ο πληθυσμός του οποίου σύμφωνα με την τελευταία (προ ενάρξεως εφαρμογής του ν.3127/2003) απογραφή δεν υπερβαίνει τους 2.000 κατοίκους και β) να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη από τον διορισθέντα πραγματογνώμονα, …………, αγρονόμο – τοπογράφο μηχανικό, σχετικώς με τα ακόλουθα ζητήματα : α) εάν, σε περίπτωση που υφίσταται οριοθετημένος οικισμός ….., το περιγραφόμενο στην υπό κρίση αγωγή επίδικο ακίνητο βρίσκεται τοποθετημένο εντός αυτού, β) εάν το ένδικο ακίνητο εμπίπτει εντός του ΑΒΚ … ή του ΑΒΚ …. δημοσίου κτήματος και γ) εάν το επίδικο ακίνητο εμπίπτει στη χωρική αρμοδιότητα της τέως Κοινότητας … ή της τέως Κοινότητας ….. Στην συνέχεια και μετά την διενέργεια της διαταχθείσης πραγματογνωμοσύνης, εκδόθηκε η εκκαλουμένη οριστική απόφαση, με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού δέχθηκε ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο έναρξης του Κτηματολογίου στην περιοχή, το επίδικο ακίνητο είχε αποκτήσει, κατά κυριότητα, ο κληρονομούμενος από τον ενάγοντα, . ………., με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, απορρίπτοντας τις ενστάσεις περί ιδίας κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου, ακολούθως, έκανε δεκτή την αγωγή, καθ’ο μέρος κρίθηκε νόμιμη και κατ’ουσίαν, αναγνωρίζοντας την κυριότητα του δικαιοπαρόχου του ενάγοντος, . ……… στο επίδικο αγροτεμάχιο και διατάσσοντας τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής, ως ιδιοκτησίας του Ελληνικού Δημοσίου, στο οικείο κτηματολογικό φύλλο με ΚΑΕΚ ……………., του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, με την καταχώρηση του κληρονομούμενου από τον ενάγοντα, ως αποκλειστικά κυρίου με έκτακτη χρησικτησία.
Κατά της, ως άνω, οριστικής αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, συνπροσβαλλομένης και της εν μέρει οριστικής υπ’αριθμ. 2641/2013 απόφασης, παραπονείται το ηττηθέν εναγόμενο, με την κρινόμενη έφεση του, για τους αναφερόμενους λόγους, που στο σύνολο τους ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, όπως ειδικότερα εκτίθεται σ’ αυτήν και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης και της συνπροσβαλλομένης, καθ’ο βλάπτει τα δικαιώματα του, την αναδίκαση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο, ώστε να απορριφθεί η αγωγή, καθ’ολοκληρίαν. Επ’αυτής εκδόθηκε η υπ’αριθμ.729/2020 απόφαση του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, που διέταξε την επανάληψη της συζήτησης, κατ’άρθρο 254 ΚΠολΔ, προκειμένου να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη από τον ορισθέντα πραγματογνώμονα, ………., πολιτικό μηχανικό και να γνωμοδοτήσει, σχετικά με τα ακόλουθα ζητήματα: α) εάν η περιοχή με την επωνυμία «…………..» της Σαλαμίνας, η οποία φέρεται κατά την απογραφή του πληθυσμού της Ελλάδας κατά τα έτη 1971, 1981, 1991 και 2001 να έχει ιδιαίτερο αριθμό κατοίκων, έναντι των λοιπών περιοχών της Σαλαμίνας, αποτελεί οικισμό κατά την έννοια που εκτίθεται στο σκεπτικό της (υπό στοιχείο ΙΙΙ), δηλαδή όχι αποκλειστικώς κατά το άρθρο 1 του από 20/30-8-1985 π.δ/τος, αλλά βάσει οποιασδήποτε σχετικής διάταξης νόμου (όπως το άρθρο 3 του π.δ.168/2008 και π.δ.410/1995) και εάν ο τυχόν αυτός οικισμός διαθέτει, νομίμως, διακριτά όρια (πριν την έναρξη εφαρμογής του ν. 3127/2003), β) εάν, σε καταφατική περίπτωση των ως άνω υπό στοιχείο α΄, το ένδικο ακίνητο βρίσκεται εντός του εν λόγω οικισμού και γ) εάν το ένδικο ακίνητο, εν όλω ή εν μέρει, αφορά σε δασική ή λειβαδική, ή εκχερσωμένη έκταση, άλλως σε καλλιεργήσιμο αγρό και μέχρι πότε στο παρελθόν διαπιστώνονται, (βάσει της μορφολογίας του και της τυχόν παλαιάς περιφράξεως του ή άλλων δεδομένων), ίχνη καλλιέργειας του και με τι είδους φυτεύματα, σε συνδυασμό με την αντίστοιχη φύση των λοιπών ακινήτων με τα οποία συνορεύει. Μετά τις υπ’αριθμ.113/2020, 572/2022 και 734/2022 αποφάσεις του Δικαστηρίου τούτου περί αντικατάστασης του εκάστοτε διορισθέντος πραγματογνώμονα και την διενέργεια της διαταχθείσης από 2.5.2023 με αριθμό κατάθεσης στην γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου 7/9.5.2023 έκθεσης πραγματογνωμοσύνης, του ………, τοπογράφου μηχανικού, επαναφέρεται η υπόθεση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου για περαιτέρω συζήτηση και έκδοση απόφασης.
V. Με το ανωτέρω περιεχόμενο η κρινόμενη αγωγή, ως προς την περιγραφή του επιδίκου ακινήτου είναι ορισμένη και πλήρης, ώστε να μη γεννάται καμιά αμφιβολία περί της ταυτότητας αυτού, αφού περιγράφεται επαρκώς κατά θέση, έκταση και όρια, τόσο η αμφισβητούμενη έκταση, η οποία προέρχεται από κατάτμηση της μείζονος έκτασης και δεν αποτελεί πλέον τμήμα αυτής, για την οποία (αμφισβητούμενη) αναφέρονται και οι πλευρικές διαστάσεις, όσο και η μεγαλύτερη έκταση της οποίας αποτελούσε τμήμα, χωρίς να απαιτούνται άλλα επιπλέον στοιχεία, δηλαδή ο προσανατολισμός και η θέση του ενδίκου ακινήτου εντός της ευρύτερης έκτασης των δικαιοπαρόχων του ενάγοντος και η επισύναψη στην αγωγή τοπογραφικού διαγράμματος, που να απεικονίζει τη θέση και τα όρια του επιδίκου ακινήτου εντός της ευρύτερης έκτασης, καθώς και τα όρια της τελευταίας σε σχέση με άλλα όμορα σε αυτή αγροτεμάχια και δη με το σύστημα γεωγραφικών συντεταγμένων ΕΓΣΑ’87. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δεν απέρριψε την αγωγή, ως απαράδεκτη, ένεκα αοριστίας, ως προς την περιγραφή του ακινήτου, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια που προβλέπεται από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ, της παρά τον νόμο μη κηρύξεως απαραδέκτου και, συνεπώς, ο σχετικός πρώτος λόγος έφεσης είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος.
VI. Από τις διατάξεις των άρθρων 983 και 1051 ΑΚ, προκύπτει ότι με το θάνατο του κληρονομούμενου η νομή ακινήτου που είχε αυτός, μεταβιβάζεται στον κληρονόμο αυτοδικαίως από το νόμο και χωρίς αποδοχή της κληρονομιάς και μεταγραφή της σχετικής δήλωσης ή του κληρονομητηρίου. Ο καθολικός και ο ειδικός διάδοχος δικαιούται να συνυπολογίσει και το χρόνο νομής του προκτήτορα του στο δικό του χρόνο, εφόσον τόσον αυτός, όσο και οι διάδοχοι έχουν νομή χρησικτησίας και δεν εχώρησε διακοπή στη διαδοχή της νομής ανάμεσα τους. Στην έκτακτη χρησικτησία για το συνυπολογισμό της νομής των προκτητόρων αρκεί ειδική διαδοχή στη νομή, η οποία επέρχεται ακόμη και αν πρόκειται για μεταβίβαση του ακινήτου με άτυπη και αφηρημένη ή αναιτιώδη σύμβαση ή αν δεν υπάρχει καλή πίστη του νομέα ή αν δεν έχει μεταγραφεί ο μεταβιβαστικός τίτλος. Αρκεί η διαδοχή να στηρίζεται στη βούληση του δικαιοπαρόχου του νομέα, χωρίς να εξετάζεται αν η σύμβαση είναι άκυρη για κάποιον λόγο (ΑΠ 369/2022). Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των νόμων 8 παρ.1 Κωδ. (7.39), 9 παρ.1 Βασ. (50.14), 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ.1 Πανδ. (18.1) και 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3) του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, οι οποίες, κατά το άρθρο 51 του ΕισΝΑΚ, έχουν εφαρμογή για τον πριν από την εισαγωγή του ΑΚ χρόνο, μπορούσε να αποκτηθεί κυριότητα επί ακινήτου και με έκτακτη χρησικτησία, κατόπιν ασκήσεως επ’ αυτού νομής με καλή πίστη και με διάνοια κυρίου επί συνεχή τριακονταετία, εκείνος δε που χρησιδέσποζε μπορούσε να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο όμοιας νομής του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Η ειδική διαδοχή επί ακινήτου επερχόταν μόνο με έγκυρη δικαιοπραξία, υποβαλλόμενη στο συμβολαιογραφικό τύπο, κατά την ισχύουσα πριν από την εισαγωγή του ΑΚ διάταξη του άρθρου 45 του Κώδικα Χαρτοσήμου, η οποία αποτελεί απαραίτητο κατά νόμο σύνδεσμο μεταξύ του ήδη νομέα και των προκτητόρων του για τον ως άνω συνυπολογισμό του χρόνου χρησικτησίας και η οποία, αν λείπει, αποκλείει το συνυπολογισμό αυτό, ενώ η καθολική διαδοχή επερχόταν, ανάλογα με το αν ο κληρονόμος ήταν, κατά τον χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, ανήλικος και τελούσε υπό την άμεση πατρική εξουσία ή με το αν αυτός ήταν ενήλικος. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν. 12 Πανδ. (28.7), ν. 14 παρ. 8 Πανδ. (11.7) και ν.69 Πανδ. (29.2) του προϊσχύσαντος του ΑΚ βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, οι εκούσιοι ή εξωτικοί κληρονόμοι, στους οποίους περιλαμβάνονται η σύζυγος, καθώς και οι μη υπεξούσιοι κατιόντες του κληρονομουμένου, δηλαδή οι ενήλικοι κατιόντες, αποκτούν την κληρονομιά με μονομερή δήλωση της βούλησης τους για αποδοχή αυτής, που αποτελεί δικαιοπραξία μη απευθυντέα (υπεισέλευση στην κληρονομιά). Η δήλωση αυτή μπορεί να είναι είτε ρητή (έγγραφη ή προφορική), είτε σιωπηρή, συναγόμενη από συμπεριφορά ή πράξεις που φανερώνουν την πρόθεση εκείνου που καλείται στην κληρονομία για ανάμειξη σ’ αυτήν και απόκτηση της. Το δικαίωμα των εξωτικών κληρονόμων να δηλώσουν αποδοχή της κληρονομίας με τους ανωτέρω τρόπους, προκειμένου να καταστούν κληρονόμοι του θανόντος, με υπεισέλευση στην κληρονομία του, δεν υπέκειτο σε προθεσμία – επειδή ήταν προσωπικό – χάνονταν με το θάνατο του κληρονόμου. Επίσης κατά το ίδιο δίκαιο, η από την κληρονομία κτήση εμπραγμάτου δικαιώματος επί ακινήτου δεν υποβαλλόταν σε μεταγραφή και η κτήση της κληρονομίας είχε αναδρομικά αποτελέσματα, ήτοι ανέτρεχε στο χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου (ΑΠ 369/2022).
Περαιτέρω, από τις ρυθμίσεις που περιέχονται στο πρωτόκολλο του Λονδίνου της 21-1/3-2-1830 “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” και στα ερμηνευτικά αυτού πρωτόκολλα της 4/16-6-1830 και της 19-6/1-7-1830, σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27-6/9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως “περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος” και του άρθρου 16 του νόμου της 21-6/10-7-1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, προκύπτει ότι στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου περιήλθαν εκείνα τα ακίνητα που βρίσκονταν εντός της ζώνης που μέχρι την 3-2-1830 είχε καταλάβει με τις στρατιωτικές του δυνάμεις και ανήκαν είτε στο Οθωμανικό Δημόσιο είτε σε Οθωμανούς ιδιώτες, καθώς και όσα εγκαταλείφθηκαν από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους και κατέστησαν αδέσποτα. Η κτήση των ακινήτων αυτών έγινε διά δημεύσεως «πολεμικώ δικαιώματι». Εξάλλου, όσον αφορά τα Οθωμανικά κτήματα τα ευρισκόμενα κατά τον χρόνο διακήρυξης της ανεξαρτησίας του νέου ελληνικού κράτους (3-2-1830) εντός εδαφών τελούντων υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή, αλλά εν συνεχεία παραχωρηθέντων βάσει της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως στην ελληνική κυριαρχία, όπως ειδικότερα η Αττική και τμήματα της Βοιωτίας και της Φθιώτιδας, όσα από αυτά ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο περιήλθαν βάσει της ίδιας συνθήκης στο Ελληνικό Δημόσιο, ενώ όσα ανήκαν σε Οθωμανούς ιδιώτες παρέμειναν στην ιδιοκτησία τους με δικαίωμα πώλησης τους εντός προθεσμίας. Περαιτέρω, όσον αφορά όσα ακίνητα βρίσκονταν είτε στην ελληνική είτε στην τουρκική ζώνη κατοχής, κατά την 3.2.1830, εκείνων των εδαφών που τελικά αποτέλεσαν το πρώτο ελληνικό κράτος και κατέχονταν από Έλληνες ιδιώτες με διάνοια κυρίου, έστω και με άκυρο κατά το οθωμανικό δίκαιο τίτλο, (ήτοι ταπί, χοτζέτι ή βουγιουρδί), αυτά αναγνωρίσθηκαν ως ανήκοντα στους τελευταίους. Ειδικά, όμως, για τα οθωμανικά κτήματα που βρίσκονται στην Αττική και στην περιοχή της Εύβοιας, δεν μπορεί να γίνει λόγος για περιέλευση τους στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα του πολέμου, αφού οι περιοχές αυτές δεν κατακτήθηκαν με τα όπλα, αλλά παραχωρήθηκαν στο Ελληνικό Κράτος στις 31-3-1833, με βάση την από 27-6/9-7-1832 Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των ελληνικών και των τουρκικών αρχών (ΑΠ 279/2019, ΑΠ 7/2019, ΑΠ 73/2018, ΑΠ 222/2017, ΑΠ 638/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 161/2020). Εξάλλου, κατά το Οθωμανικό Δίκαιο και, ειδικότερα κατά το άρθρο 3 του Οθωμανικού Νόμου Περί Γαιών της 7 Ραμαζάν 1274 (χριστιανικού έτους 1856), που ναι μεν δεν εφαρμόζεται στις περιοχές, όπως η Αττική, που παραχωρήθηκε στο νέο Ελληνικό Κράτος με τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης στις 31.03.1833, πλην όμως, αποδίδει το δίκαιο που ίσχυε σχετικά με τη διάκριση των γαιών, κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας, οι γαίες διακρίνονταν στις ακόλουθες πέντε κατηγορίες: (α) τις γαίες καθαρής ιδιοκτησίας (“μούλκια” – οικοδομήματα, εργαστήρια, αμπελώνες), των οποίων την κυριότητα είχε αυτός, που τις εξουσίαζε και μπορούσε να τις διαθέσει ελεύθερα προς τρίτους με άτυπη συμφωνία περί μεταβίβασης, (β) τις δημόσιες γαίες (“μιριγιέ” – καλλιεργήσιμα χωράφια, λιβάδια και δάση), των οποίων η κυριότητα ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο και επί των οποίων οι ιδιώτες μπορούσαν να αποκτήσουν μόνο δικαίωμα εξουσιάσεως (τεσσαρούφ), (γ) τις αφιερωμένες γαίες (“βακούφια”), των οποίων η χρήση και εκμετάλλευση γινόταν υπέρ κάποιου αγαθοεργού σκοπού και οι οποίες θεωρούνταν ως πράγματα εκτός συναλλαγής, (δ) τις εγκαταλελειμμένες σε κοινότητες γαίες (“μετρουκέ” – οι δημόσιοι δρόμοι, οι πλατείες), οι οποίες ήταν προορισμένες για την κοινή χρήση και ανήκαν στο Δημόσιο και (ε) τις νεκρές γαίες (“μεβάτ” – τα βουνά, τα ορεινά και πετρώδη μέρη, τα αδέσποτα δάση), οι οποίες αποτελούσαν γαίες που κανείς δεν κατείχε, δεν εξουσίαζε και δεν καλλιεργούσε και ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο (ΟλΑΠ 1/2013, ΑΠ 826/2018, ΑΠ 1182/2018, ΑΠ 1443/2015). Τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα επί των οθωμανικών γαιών αποδεικνύονταν με τους σχετικούς οθωμανικούς τίτλους, οι κυριότεροι των οποίων αναφέρονταν στα “ταπιά” και στα “χοτζέτια”. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1 του ΒΔ της 3/15.12.1833, 1 και 3 του ΒΔ της 17/29.11.1836, συνάγεται ότι για τις εδαφικές εκτάσεις, οι οποίες, κατά την έναρξη της ισχύος των εν λόγω ΒΔ, είχαν το χαρακτήρα λιβαδίου ή δάσους και για τις οποίες δεν είχαν αναγνωριστεί ιδιοκτησιακά δικαιώματα τρίτων, υπάρχει υπέρ του Δημοσίου τεκμήριο κυριότητας, το οποίο μπορούσε να ανατραπεί μόνον εφόσον αποδεικνυόταν 30ετής καλόπιστη νομή του τρίτου έως τις 11.9.1915 (ΑΠ 826/2018, ΑΠ 1392/2010). Εξάλλου, κατά το προϊσχύσαν δίκαιο και ειδικότερα, το άρθρο 2 § 1 του α.ν.1539/1938 “περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων”, το άρθρο 16 του από 21.06/03.07.1837 νόμου “περί διακρίσεως κτημάτων”, τα οποία διατηρήθηκαν σε ισχύ με το άρθρο 53 του ΕισΝΑ.Κ., όπως και κατά το άρθρο 972 του ΑΚ, τα αδέσποτα ακίνητα, δηλαδή εκείνα, τα οποία μπορεί να εξουσιάσει ο άνθρωπος, αλλά δεν υπάρχει κύριος αυτών, ανήκουν στο Δημόσιο, έστω και αν επ` αυτών ουδεμία πράξη νομής ενήργησε. Το Δημόσιο, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, αποκτά πρωτοτύπως κυριότητα και συγχρόνως με την κυριότητα αποκτά αυτοδικαίως και τη νομή του ακινήτου, ανεξαρτήτως αν έλαβε τη φυσική εξουσία αυτού ή αν ενήργησε πάνω σ` αυτό πράξεις διακατοχής (ΑΠ 7/2019, ΑΠ 132/2000, ΑΠ 532/1980). Σε βάρος του Δημοσίου ήταν δυνατόν να αποκτηθεί κυριότητα από ιδιώτη σε δημόσιο δάσος, ή λιβάδι όπως και σε κάθε άλλο δημόσιο κτήμα, σύμφωνα με το ισχύσαν, μέχρι την εισαγωγή του ΑΚ, βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, [ν.8 παρ.1 κωδ. (7.39), ν. 9 παρ.1 Πανδ. (50.14), ν. 2 παρ.20 Πανδ. (41.4), ν. 6 παρ.1 Πανδ. (44.3), ν. 76 παρ.1 Πανδ. (18.1), ν. 7 παρ.3 Πανδ. (23.3)], με έκτακτη χρησικτησία, προϋποθέσεις της οποίας ήταν η άσκηση νομής, έστω και χωρίς νόμιμο τίτλο, επί 30 τουλάχιστον χρόνια, με καλή, όμως, πίστη, δηλαδή με την ειλικρινή πεποίθηση ότι με την άσκηση της νομής δεν προσβάλλονται τα δικαιώματα κυριότητας τρίτων [ν.20 παρ.12 Πανδ. (5.8), ν.27 Πανδ.(18.1), ν.10,18 και 48 Πανδ. (41.3), ν.3 Πανδ.(41.10) και ν.109 Πανδ.(50.16)] και με δυνατότητα προσμέτρησης στον χρόνο νομής του χρησιδεσπόζοντος, του χρόνου όμοιας νομής του δικαιοπαρόχου του, εάν είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, εφόσον, όμως, ο χρόνος της χρησικτησίας είχε συμπληρωθεί το αργότερο μέχρι και την 11.9.1915, όπως συνάγεται από τις προαναφερθείσες διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 18 και 21 του Ν. της 21.6/3.7.1837 «περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων», καθώς και από τις διατάξεις του Ν. ΔΞΗ΄/1912 «περί δικαιοστασίου», σε συνδυασμό με τα εκτελεστικά αυτού διατάγματα και με το άρθρο 21 του ν.δ. της 22.4/16.5.1926 «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης» (ΑΠ 279/2019, ΑΠ 850/2019, ΑΠ 7/2019, ΑΠ 8/2019, ΑΠ 826/2018, ΑΠ 1753/2017, ΑΠ 638/2016, ΑΠ 629/2016, ΑΠ 384/2014 ΕλλΔνη 2015, 705).
Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 §§ 1 2 του Ν.3127/2003 για την “τροποποίηση και συμπλήρωση των νόμων 2308/1995 και 2644/1998 για τη κτηματογράφηση και το Εθνικό Κτηματολόγιο και άλλες διατάξεις”, σε ακίνητο που βρίσκεται μέσα σε σχέδιο πόλεως ή μέσα σε οικισμό που προϋφίσταται του έτους 1923 ή μέσα σε οικισμό κάτω των 2000 κατοίκων που έχει οριοθετηθεί, ο νομέας θεωρείται κύριος έναντι του Δημοσίου, εφόσον: α) νέμεται μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού (19.3.2003) αδιαταράκτως για δέκα έτη το ακίνητο, με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία, υπέρ του ιδίου ή του δικαιοπαρόχου του, που έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί μετά την 23.2.1945, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη ή β) νέμεται, μέχρι της έναρξης ισχύος του νόμου αυτού, ακίνητο αδιαταράκτως για χρονικό διάστημα 30 ετών, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη. Στον χρόνο νομής που ορίζεται στις περιπτώσεις α΄ και β΄ προσμετράται και ο χρόνος νομής των δικαιοπαρόχων που διανύθηκε με τις ίδιες προϋποθέσεις. Σε κακή πίστη βρίσκεται ο νομέας, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 ΑΚ. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται για ακίνητο μέχρι 2000 τ.μ.». Η ρύθμιση αυτή ως ειδική και εξαιρετική επιτρέπει μεταξύ άλλων την απόκτηση της κυριότητας με τακτική – έκτακτη χρησικτησία σε ακίνητα του Δημοσίου, που βρίσκονται εντός σχεδίου πόλεως ή οριοθετημένο οικισμό, εφόσον κάποιος που απέκτησε με καλή πίστη τη νομή νέμεται αδιατάρακτα αυτό για τριάντα έτη που φθάνουν χρονικά μέχρι την έναρξη ισχύος του παραπάνω νόμου, δηλαδή μέχρι την 19.3.2003, υπό τις λοιπές διαλαμβανόμενες προϋποθέσεις στην § 1 περ α` και β` του ίδιου νόμου. Η έννοια όμως του «νέμεται αδιατάρακτα» στην ως άνω διάταξη του άρθρου 4 του Ν. 3127/2003, δεν αναφέρεται σε προσβολή και προστασία της νομής του νεμόμενου το δημόσιο κτήμα από τον κατά πλάσμα του νόμου αληθή νομέα του δημοσίου κτήματος που είναι το Δημόσιο, αλλά σε μη παρενόχληση του νεμομένου το δημόσιο κτήμα, η οποία μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο μπορεί να προστατεύσει τη νομή του επί του δημοσίου κτήματος το Ελληνικό Δημόσιο και τέτοιος είναι η κοινοποίηση πράξης της αρμόδιας Αρχής περί καθορισμού αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης του δημοσίου κτήματος. Από το χρονικό σημείο κατά το οποίο ο νεμόμενος το δημόσιο κτήμα λαμβάνει υπόψη ότι υφίσταται παρενόχληση, από τον κατά νόμο αληθή νομέα αυτού Ελληνικό Δημόσιο, παύει να νέμεται αδιατάρακτα με την έννοια της παραπάνω διάταξης (ΟλΑΠ 11/2015, ΧρΙΔ 2015, 590, ΑΠ 1813/2017, ΑΠ 190/2017, ΑΠ 165/2017, ΑΠ 201/2016, ΑΠ 1446/2015, ΑΠ 2166/2014, ΑΠ 1023/2013, ΑΠ 1518/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης, από τη διατύπωση των διατάξεων του ανωτέρω άρθρου 4 § 1 του ν.3127/2003 («εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη»), συνάγεται ότι το βάρος απόδειξης της καλής πίστης δεν το έχει ο επικαλούμενος κυριότητα, νομέας, αλλά αντιθέτως το Δημόσιο βαρύνεται με την απόδειξη της κακής πίστης του επικαλούμενου κυριότητα νομέα ή του δικαιοπαρόχου του (ΑΠ 786/2012 και ΑΠ 1777/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η ανωτέρω όμως ρύθμιση, ως ειδική και εξαιρετική, εφαρμόζεται μόνο προκειμένου περί ακινήτων του Δημοσίου, όχι όμως και επί ακινήτων ανηκόντων στην κυριότητα των Ο.Τ.Α. ή άλλων ν.π.δ.δ. (ΑΠ 184/2018, ΑΠ 1564/2010, ΑΠ 1824/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όπως τούτο προκύπτει από την αδιάστικτη γραμματική διατύπωση των παραπάνω διατάξεων που αναφέρονται μόνο σε ακίνητα του Δημοσίου, κατ’ αποκλεισμό άλλων νομικών προσώπων, αλλά και από το γενικότερο δικαιοπολιτικό σκοπό τους.
VII. Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, …….. και ……….. αντίστοιχα, που εξετάσθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την συνεκκαλούμενη υπ’ αριθμ.2641/2013 εν μέρει οριστική απόφαση, πρακτικά του ίδιου Δικαστηρίου και εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως εκάστου μάρτυρα, την από 14.4.2015 με αριθμό κατάθεσης στην γραμματεία του πρωτόδικου Δικαστηρίου …../7.5.2015 έκθεση πραγματογνωμοσύνης, την οποία συνέταξε ο διορισθείς με την ανωτέρω μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, πραγματογνώμονας, …….., αγρονόμος- τοπογράφος μηχανικός, την από 2.5.2023 με αριθμό κατάθεσης στην γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου …./9.5.2023 έκθεση πραγματογνωμοσύνης, του………, τοπογράφου μηχανικού, που ορίστηκε με την υπ’αριθμ.734/2022 απόφαση, σε εκτέλεση της διαταχθείσης με την υπ’αριθμ.729/2020 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου πραγματογνωμοσύνης, την από 1.6.2023 τεχνική έκθεση του ….….., τοπογράφου μηχανικού, επί της πραγματογνωμοσύνης του …. ………, που συντάχθηκε ύστερα από αίτηση του εναγομένου-εκκαλούντος και προσκομίζεται από αυτό, κατ’άρθρο 390 ΚΠολΔ, επιτρεπτά στην κατ’έφεση δίκη (529 παρ.1ΚπολΔ) και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, ανεξάρτητα αν τα προσκομιζόμενα έγγραφα πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 340 παρ.1 και 591 παρ.1 ΚΠολΔ), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 139/2009, ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004, 723), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ.4 ΚΠολΔ) και λογικής, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων, ……….., απέκτησε, λόγω κληρονομικής διαδοχής, του πατέρα του, …………., ο οποίος απεβίωσε στις 14.8.2009. καταλείποντας την από 4.2.2009 ιδιόγραφη διαθήκη του, νομίμως δημοσιευθείσα με τα υπ’αριθμ. …../2010 Πρακτικά συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ένα αγροτεμάχιο, μετά της εντός αυτού ανεγερθείσας οικίας, που βρίσκεται στην ειδικότερη θέση «……………», της κτηματικής περιφέρειας Αμπελακίων Σαλαμίνας Αττικής, έχει εμβαδόν 280τ.μ. κατά μεν την κατωτέρω συμβολαιογραφική πράξη αποδοχής κληρονομιάς, καθώς και το από Απριλίου 2009 τοπογραφικό διάγραμμα της αρχιτέκτονα μηχανικού ……, όπου εμφαίνεται με τα περιμετρικά στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Α, ενώ, σύμφωνα με την επιμέτρηση του Εθνικού Κτηματολογίου, 285 τ.μ., το οποίο έχει λάβει ΚΑΕΚ …………. και συνορεύει, σύμφωνα με την ίδια συμβολαιογραφική πράξη αποδοχής κληρονομιάς, βόρεια με οδό ονομαζόμενη ……., νότια με ιδιοκτησία αγνώστου με ΚΑΕΚ ………., ανατολικά με ιδιοκτησία αγνώστου με ΚΑΕΚ ………. και δυτικά με οδό ονομαζόμενη ………… Ήδη ο ενάγων έχει προβεί στην αποδοχή του κληρονομιαίου ακινήτου δυνάμει της υπ’αριθμ……/2011 συμβολαιογραφικής πράξης αποδοχής κληρονομιάς, της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας …………
Η περιοχή «…..» αποτελεί αυτοτελή οικισμό, κατά την έννοια του άρθρου 3 του π.δ.168/2008 και διαθέτει γεωγραφικά διακριτά όρια, εντός των οποίων εμπίπτει το ένδικο ακίνητο, όπως απεικονίζεται στον επισυναπτόμενο χάρτη Χ1 στο παράρτημα Β, που προσαρτάται στην από 2.5.2023 έκθεση δικαστικής πραγματογνωμοσύνης. Ο οικισμός «…..» αναγνωρίστηκε στις 14.3.1971 και προσαρτήθηκε στην τότε Κοινότητα Αμπελακίων, που μεταγενέστερα αποτέλεσε μαζί με την Κοινότητα Σεληνίων, τον Δήμο Αμπελακίων, ήδη Δήμο Σαλαμίνας και εντός αυτού υφίστανται ρυμοτομημένα οικοδομικά τετράγωνα, αστικές υποδομές και πλήθος κατοικιών, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’60, που αναπτύχθηκε οικιστικά, ο δε πληθυσμός του απογράφεται κατά τις απογραφές της ΕΣΥΕ. Ειδικότερα, από την ερμηνεία των αεροφωτογραφιών των ετών 1945 έως 1998, στις οποίες προέβη ο διορισμένος από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο πραγματογνώμονας, προκύπτει ότι το επίδικο και η ευρύτερη περιοχή, κατά την περίοδο 1945-1962 εμφάνιζε αγροτική μορφή, με σποραδικές γεωργικές καλλιέργειες και αραιή φρυγανική βλάστηση μη δασικού χαρακτήρα. Μετά το 1962 και μέχρι το 1984 παρατηρούνται έντονες ανθρωπογενείς παρεμβάσεις με σταδιακή υποβάθμιση της βλάστησης, διανοίξεις οδών και έντονη οικοδομική δραστηριότητα μεταβάλλοντας τον χαρακτήρα του σε οικιστική περιοχή.
Το προαναφερθέν ακίνητο είχε περιέλθει στον κληρονομούμενο, ……….., λόγω αγοράς από την …………, δυνάμει του υπ’ αριθ. ……./1992 συμβολαίου πώλησης της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ………, νομίμως μεταγραφέντος στον τόμο ….. και με α.α. …. των οικείων βιβλίων του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας. Εντεύθεν και δη μέχρι τον ως άνω θάνατο του στις 14.8.2009, ασκούσε αδιαλλείπτως και αδιακωλύτως επ’ αυτού, διανοία κυρίου, χωρίς ουδέποτε να ενοχληθεί από το Ελληνικό Δημόσιο ή από οποιονδήποτε τρίτο, όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση και στον προορισμό του διακατοχικές πράξεις, συνυπολογιζομένου στο δικό του χρόνο χρησιδεσποτείας και του χρόνου χρησιδεσποτείας της προαναφερόμενης δικαιοπαρόχου του, η οποία είχε εγκατασταθεί στη νομή του εν λόγω ακινήτου το έτος 1971, κατόπιν αγοράς του από την ………….., δυνάμει του υπ’αριθμ……/1971 συμβολαίου πώλησης του συμβολαιογράφου Πειραιώς …………., νομίμως μεταγεγραμμένου στον τόμο ….. και με α.α. …… των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας. Συγκεκριμένα, για συνολικό χρονικό διάστημα μείζον της τριακονταπενταετίας, τόσο ο δικαιοπάροχος του ενάγοντος, ήδη αποβιώσας, . …………., όσο και πριν από αυτόν, μέχρι δε την προς αυτόν μεταβίβαση, η …………, προέβαιναν συνεχώς, με διάνοια δικαιούχων εμπράγματου δικαιώματος, στην επίβλεψη, προστασία από τρίτους, καλλιέργεια κηπευτικών και οπωροφόρων δέντρων, καθαρισμό και την χρησιμοποίηση του επίδικου ακινήτου πρωτίστως, ως θερινή κατοικία, αφού η εν λόγω ………….. είχε ανεγείρει εντός αυτού αυθαίρετη οικία, αναφορικά με την οποία επιμελήθηκε της απόκτησης τίτλου οριστικής μη κατεδάφισης αυθαιρέτου, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 3 Ν. 720/1977 (από 2.10.1978 έγγραφο επιγραφόμενο ως «δήλωσις ή βεβαίωσις» άρθρου 1 ν.δ.105/1969, καθώς και φωτοαντίγραφο του υπ’αριθμ. …../2.10.1978 σημειώματος καταθέσεως α’ δόσεως εισφοράς άρθρου 2 Ν.720/1977 της Διεύθυνσης Πολεοδομίας Πειραιώς) και την πλήρη σύνδεση του με τα δίκτυα κοινής ωφέλειας, χωρίς να ενοχληθούν από οποιονδήποτε τρίτο, συμπεριλαμβανομένου και του Ελληνικού Δημοσίου.
Η απώτερη δικαιοπάροχος, . ………, είχε καταστεί κυρία ευρύτερης έκτασης 95.987 τ.μ. δυνάμει του υπ’ αριθ. …/1961 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών … ….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο … με αύξοντα αριθμό ….., αμέσως δε μετά την αγορά της, προέβη σε κατάτμηση αυτής σε περισσότερα, αυτοτελή, αγροτεμάχια, σύμφωνα με το από Ιουλίου 1961 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού …………, τα οποία διαχωρίζονταν από ιδιωτικές οδούς και τα μεταπωλούσε σε τρίτους, που προέβαιναν σε περιφράξεις, φύτευση καλωπιστικών φυτών και δέντρων και ανέγερση αυθαίρετων κτισμάτων. Οι δικαιοπάροχοι της ……… ήταν 25 άτομα τέκνα, διάδοχοι, λόγω κληρονομικής διαδοχής, του αρχικού – απώτερου δικαιοπαρόχου αυτών, . ……… του …., που απεβίωσε αδιάθετος το έτος 1932 και κληρονομήθηκε από τη σύζυγο του . ……… και τα δέκα τέκνα του: 1) . ………, 2) …. ………, 3) .. ………, 4) . ………, 5) . ………, 6) .. ………, 7) ………, 8) ………, 9) ……… και 10) …………., οι οποίοι αναμίχθηκαν στην κληρονομιά ασκώντας τις υλικές πράξεις νομής που προσιδίαζαν στη φύση του ακινήτου, όπως επίβλεψη, οριοθέτηση, παραχώρηση δικαιώματος ξύλευσης και βόσκησης, με καλή πίστη και την πεποίθηση ότι δεν προσβάλλουν δικαίωμα τρίτου. Ειδικότερα, η …. ……… κατέστη, κατά τα ανωτέρω, συγκυρία κατά ποσοστό 450/1800 και κατά ποσοστό 135/1800, οι λοιποί κληρονόμοι, εξ αδιαιρέτου με παράγωγο τρόπο, λόγω κληρονομικής διαδοχής, με βάση τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου. Όταν, κατά το έτος 1937, απεβίωσε και η . ………, οι ανωτέρω, τέκνα αυτής και του . ………, κατέστησαν κληρονόμοι αυτής στο από 450/1800 ποσοστό συγκυριότητας της και συγκύριοι μεταξύ τους κατά ποσοστό 180/1800 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, λόγω κληρονομικής διαδοχής με βάση τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, αναμειχθέντες στην κληρονομιά και ασκώντας τις ίδιες παραπάνω πράξεις νομής. Στη συνέχεια απεβίωσε από τους συγκύριους ο ………., χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλίποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς του, εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, τη σύζυγο του ……….., και τα πέντε (5) τέκνα του: 1) . ………, 2) . ………, 3) . ………, 4) ………, και 5) . ………, οι οποίοι αποδέχθηκαν την επαχθείσα σ’ αυτούς κληρονομιά, σε ποσοστό 180/1800 εξ αδιαιρέτου, του κληρονομούμενου……… επί του ανωτέρω ακινήτου, δυνάμει της υπ’ αριθ. ……./1961 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών ………., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας και έτσι κατέστησαν συγκύριοι αυτού, κατά ποσοστό 45/1800, 27/1800, 27/1800, 27/1800, 27/1800 και 27/1800 εξ αδιαιρέτου, αντίστοιχα, ενώ, επιπλέον, από το χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου συζύγου και πατρός τους (1951), νέμονταν από κοινού το ακίνητο, κατά τα ανωτέρω ποσοστά, ασκώντας, ειδικότερα, όλες τις υλικές πράξεις που προσιδίαζαν στη φύση και τον προορισμό του, όπως οριοθέτηση, επίβλεψη, άτυπη παραχώρηση σε τρίτους προς βόσκηση και ξύλευση. Κατά το έτος 1952, απεβίωσε από τους συγκύριους, ο ……….., χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλίποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς του και συνεπώς, εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, τη σύζυγο του ………… και τα έξι (6) τέκνα του: 1) ………, 2) . ………, 3) . ………, 4) . ………, 5) . ………, και 6) …. ………, ενώ, κατά το έτος 1954 απεβίωσε και ο υιός του, … ……… (6ος), χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλίποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς του και εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, τη μητέρα του … ……… και τα πέντε (5) αδέλφια του, ……………., οι οποίοι αποδέχθηκαν, καταρχήν, την επαχθείσα σ’ αυτούς κληρονομιά του συζύγου και πατέρα τους, . ………, αντίστοιχα, για λογαριασμό τους, αλλά και για λογαριασμό του μεταποβιώσαντος υιού τους και αδελφού, αντίστοιχα, …. ………, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι αυτού, αποτελούμενη από το ποσοστό 180/1800 εξ αδιαιρέτου του κληρονομούμενου …. ……… επί του ανωτέρω ακινήτου, δυνάμει της υπ’αριθμ………../1961 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών …………, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας και έτσι κατέστησαν συγκύριοι αυτού, κατά ποσοστό 45/1800, 22,50/1800, 22,50/1800, 22,50/1800, 22,50/1800, 22,50/1800 και 22,50/1800 εξ αδιαιρέτου, αντίστοιχα και ακολούθως, αποδέχτηκαν την επαχθείσα κληρονομιά του υιού και αδελφού τους, . ………, συγκείμενη από το 22,50/1800 εξ αδιαιρέτου ποσοστό του επί του ανωτέρω ακινήτου, δυνάμει της υπ’αριθ………./1961 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών ……….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας και έτσι το ποσοστό συγκυριότητας τους επί του ακινήτου αυτού, ανήλθε σε 48,75/1800 [45/1800 + 3,75/1800 (22,50/1800 : 6)], 26,25/1800 [22,50/1800 + 3,75/1800 (22,50/1800 : 6)], 26,25/1800, 26,25/1800, 26,25/1800 και 26,25/1800 εξ αδιαιρέτου αντίστοιχα, ενώ, επιπλέον, από το χρόνο θανάτου των κληρονομούμενων, συζύγου και πατρός τους και υιού και αδελφού τους (1952 και 1954), αντίστοιχα, συννέμονταν το ακίνητο κατά τα ανωτέρω ποσοστά, ασκώντας όλες τις υλικές πράξεις, που προσιδίαζαν στη φύση και τον προορισμό του, όπως οριοθέτηση, επίβλεψη, άτυπη παραχώρηση σε τρίτους προς βόσκηση και ξύλευση. Κατά το έτος 1958, απεβίωσε από τους συγκυρίους ο . ……… ., χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλίποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς του και κατ’ επέκταση εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, τη σύζυγο του . ………, ., τα επτά (7) εν ζωή αδέλφια του: 1) …………., 2) ………., 3) ………., 4) ………, 5) ………., 6) ……….. και 7) ……….., τα πέντε (5) τέκνα του προαποβιώσαντος (1951) αδελφού του, .: α) …….., β) ……., γ) ………, δ) …….. και ε) …….. και τα πέντε (5) τέκνα του προαποβιώσαντος (1952) αδελφού του, ………..: α) ………, β) …….., γ) ……., δ) …….. και ε) ……….., οι οποίοι αποδέχτηκαν την επαχθείσα σ’ αυτούς κληρονομιά, συγκείμενη από το 180/1800 εξ αδιαιρέτου ποσοστό του κληρονομούμενου ……… επί του ανωτέρω ακινήτου, δυνάμει της υπ’ αριθ. ………../1961 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών ………., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας και έτσι κατέστησαν συγκύριοι αυτού, κατά ποσοστό 90/1800, 190/1800 [180/1800 + 10/1800 (180/1800 : 2 : 9)], 190/1800, 190/1800, 190/1800, 190/1800, 190/1800, 190/1800, 29/1800 [27/1800 + 2/1800 (10/1800 : 5)], 28,25/1800 [26,25/1800 + 2/1800 (10/1800 : 5)], 28,25/1800, 28,25/1800, 28,25/1800 και 28,25/1800 εξ αδιαιρέτου, αντίστοιχα, ενώ, επιπλέον, από το χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου συζύγου, αδελφού και θείου τους (1958), αντίστοιχα, νέμονταν εξ αδιαιρέτου το ακίνητο κατά τα ανωτέρω ποσοστά, ασκώντας όλες τις υλικές πράξεις, που προσιδίαζαν στη φύση και τον προορισμό του, όπως οριοθέτηση, επίβλεψη, άτυπη παραχώρηση σε τρίτους προς βόσκηση και ξύλευση. Το έτος 1960 απεβίωσε από τους συγκύριους η ………., χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλίποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς εξ αδιαθέτου κληρονόμους της, το σύζυγο της, ……….. και τα πέντε (5) τέκνα τους: 1) ………., 2) ………, 3) ………, 4) ………. και 5) …………., οι οποίοι αποδέχτηκαν την επαχθείσα σ’ αυτούς κληρονομιά, συγκείμενη από το 190/1800 εξ αδιαιρέτου ποσοστό της κληρονομούμενης …………. επί του ανωτέρω ακινήτου, δυνάμει της υπ’ αριθ. ……./1961 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών ………., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας και έτσι κατέστησαν συγκύριοι αυτού, κατά ποσοστό 47,50/1800, 28,50/1800, 28,50/1800, 28,50/1800, 28,50/1800 και 28,50/1800 εξ αδιαιρέτου, αντίστοιχα, ενώ από το χρόνο θανάτου της κληρονομούμενης συζύγου και μητέρας τους (1960), αντίστοιχα, νέμονταν από κοινού το ακίνητο κατά τα ανωτέρω ποσοστά, ασκώντας όλες τις υλικές πράξεις, που προσιδίαζαν στη φύση και τον προορισμό του, όπως οριοθέτηση, επίβλεψη, άτυπη παραχώρηση σε τρίτους προς βόσκηση και ξύλευση. Όπως ήδη προαναφέρθηκε, οι ανωτέρω συγκύριοι δυνάμει του υπ’αριθμ……/1961 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών ………., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …. με αύξοντα αριθμό …., δηλαδή οι: 1) ………. (190/1800), 2) …….. (190/1800), 3) ………. (190/1800), 4) ………. (190/1800), 5) ….. . (190/1800), 6) ………. (190/1800), 7) ……….. (45/1800), 8) ………. (29/1800), 9) . ……… . (29/1800), 10). ……… . (29/1800), 11) ………. (29/1800), 12) ………… (29/1800), 13) ………. (48,75/1800), 14) ………. (28,25/1800), 15) ………… (28,25/1800), 16) ………… (28,25/1800), 17) ………… (28,25/1800), 18) ………… |28,25/1800), 19) …………. (90/1800), 20) …………. (47,50/1800), 21) …………. (28,50/1800), 22) ……….. (28,50/1800), 23) …………. (28,50/1800), 24) ………….. (28,50/1800) και 25) ………. (28,50/1800), μεταβίβασαν, λόγω πώλησης, το ανωτέρω ακίνητο των 95.987 τ.μ., στην …… (ή …..) συζ. ….. ………, το γένος ………. και της παρέδωσαν τη νομή αυτού. Σημειωτέον, ότι ο δικαιοπάροχος των ανωτέρω, . ……… ……. ή ………, είχε αποκτήσει το ακίνητο αυτό, ως ευρύτερη έκταση 111.987 τ.μ., κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου από κληρονομία από τον πατέρα του ….., που απεβίωσε το έτος 1899, κατά τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, ως μοναδικός ενήλικος κληρονόμος του, που αναμίχθηκε στην κληρονομιά, ασκώντας τη συννομή επ’ αυτού, κατά τον ίδιο τρόπο, όπως ο κληρονομούμενος πατέρας του και μάλιστα, με καλή πίστη, δηλαδή με την ειλικρινή πεποίθηση ότι δεν προσβάλλει δικαίωμα τρίτου και κατά το υπόλοιπο 1/2 εξ αδιαιρέτου της μείζονος έκτασης, το έτος 1908, με παράγωγο τρόπο και συγκεκριμένα, λόγω αγοράς από τους συγκυρίους – λόγω κληρονομικής διαδοχής, με βάση τις διατάξεις της εξ αδιαθέτου διαδοχής του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου-, υιούς του ….. ………, …… και . ………, δυνάμει του υπ’αριθμ.136/1908 συμβολαίου του συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας, ………., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …. με αύξοντα αριθμό …… Τμήμα της μείζονος έκτασης, εμβαδού 16.000 τ.μ. μεταβίβασε ο …….. ………, λόγω πώλησης, στον …………, το έτος 1925, δυνάμει του υπ’ αριθμ……/29.3.1925 πωλητήριου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Σαλαμίνος, που μεταγράφηκε νόμιμα, οπότε απέμεινε το ακίνητο των 95.987 τ.μ., το οποίο οι ως άνω διάδοχοι του πώλησαν, κατά τα προαναφερθέντα, το έτος 1961, στην .. ………, ενώ όσο ζούσε και μέχρι τον κατά το έτος 1932 θάνατο του, το νεμόταν, το ήμισυ εξ αδιαιρέτου από το χρόνο που υπεισήλθε ενεργά στην κληρονομιά του πατρός του και το υπόλοιπο ήμισυ εξ αδιαιρέτου από το χρόνο αγοράς, με διάνοια κυρίου, καλλιεργώντας το πεδινό τμήμα του και ασκώντας κτηνοτροφία στο υπόλοιπο.
Οι δικαιοπάροχοι αυτού, ………. ……… και ο αδελφός του ………., είχαν καταστεί κύριοι, κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου ο καθένας, της ανωτέρω μείζονος έκτασης, η οποία συνόρευε ανατολικά με ακίνητο κληρονόμων …., δυτικά με ακίνητο κληρονόμων ………., κλπ. και βόρεια με θάλασσα (Κόλπο Αμπελακίων) και ακίνητα αγνώστων και νότια με θάλασσα, επιφανείας 111.987 τ.μ., καθώς, είχαν εγκαταστήσει εντός αυτής ποιμνιοστάσια, την χρησιμοποιούσαν ως βοσκότοπο και καλλιεργούσαν τα καλλιεργήσιμα τμήματα της, όπως και όλοι οι μετέπειτα διάδοχοι αυτών, είχε δε περιέλθει σ’αυτούς, πριν από το 1845, οπότε ολοκληρώθηκαν οι εργασίες της Επιτροπής επί των διαφιλονικουμένων δασών στη Σαλαμίνα. Η Επιτροπή αυτή, με την υπ’αριθμ.305/24.1.1845 απόφαση της, αναγνώρισε τα δάση της νήσου Σαλαμίνας, ως ιδιωτικά, εκτός από εκείνα που ανήκαν στην ήδη κατά το χρόνο εκείνο διαλυμένη Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου, καθώς και εκείνων που είχαν καταχωρηθεί στα βιβλία δημοσίων κτημάτων και στα οποία δεν ανήκε το ανωτέρω μείζον ακίνητο των 111.987 τ.μ.
Τις ίδιες δε πράξεις νομής συνέχισε, με καλή πίστη, ο . ………, αρχικά ως συννομέας (1899) από τον θάνατο του πατέρα του και τελικώς, ως αποκλειστικός κύριος και νομέας (1908), λόγω αγοράς του ιδανικού μεριδίου των τέκνων του . ………, ως κληρονόμων του. H . ………, η οποία απέκτησε, όπως εκτέθηκε, το εδαφικό τμήμα των 95.987 τ.μ., από τους κληρονόμους ……… το έτος 1961, έκανε και αυτή διακατοχικές νομής στην έκταση αυτή, την οποία τοπογράφησε και κατέτμησε σε μικρότερα τμήματα, όπως εμφαίνεται στο από Ιουλίου 1961 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού, ………., τα οποία μεταβίβασε σε τρίτους και μεταξύ αυτών, το υπ’αριθμό 1 του οικοδομικού τετραγώνου Ν, εμβαδού 280 τ.μ., ήτοι το επίδικο ακίνητο, στην δικαιοπάροχο του δικαιοπαρόχου του ενάγοντος, …………, η οποία ανήγειρε σε αυτό ισόγεια εξοχική κατοικία, επιφανείας 46τ.μ..
Τα όρια του ακινήτου, το ½ του οποίου αγόρασε το έτος 1908 ο . ………, ενώ ήδη νεμόταν το υπόλοιπο ½, όπως αναφέρονται στο με αρ. …./1908 συμβόλαιο είναι ανατολικώς αγρός …….., δυτικώς … και αγρός ………, αρκτικώς και μεσημβρινώς θάλασσα. Ως έκταση αναφέρεται έκταση 50 περίπου στρέμματα, όμως την εποχή εκείνη ήταν συνήθης πρακτική η έκταση να αναφέρεται κατά προσέγγιση (ώστε μπορεί να είναι και παραπάνω) με απλή αναφορά των ορίων. Το ίδιο ανατολικό όριο (κληρονόμοι ….) αναφέρεται και στον τίτλο κτήσεως της Ελένης ………, ταυτίζονται επίσης το βόρειο και νότιο όριο (αρκτικώς – μεσημβρινώς), που είναι η θάλασσα (προς βορράν κόλπος Αμπελακίων και νότο θάλασσα Σεληνίων). Το επίδικο ακίνητο (αρ.7 του σχεδιαγράμματος βρίσκεται στο μέσο και πλησίον του ανατολικού ορίου της ιδιοκτησίας της . ……… και του δημοσίου κτήματος με αρ. ΑΒΚ …. (από 28.2.2013 διάγραμμα εφαρμογής του κόλπου «….», βάσει του αρχικού από 27.2.1939 τοπογραφικού διαγράμματος των μηχανικών ………… με τοποθέτηση του ΑΒΚ …. και του επιδίκου ακινήτου και το από 5.10.2011 τοπογραφικό διάγραμμα της τοπογράφου μηχανικού ………..). Αφού, συνεπώς το επίδικο ακίνητο βρίσκεται πλησίον του αναμφισβήτητου κοινού ορίου (ανατολικό) των τίτλων ………- ……… δεν υπάρχει αμφιβολία, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ότι περιλαμβάνεται στον τίτλο κτήσεως του απώτερου δικαιοπαρόχου του ενάγοντος, . ………, χωρίς την ανάγκη αποσαφήνισης του εύρους της αληθινής έκτασης της ιδιοκτησίας αυτού, ή του δυτικού ορίου αυτής.
Στο από 27.2.1939 τοπογραφικό διάγραμμα των μηχανικών …………., απεικονίζεται με αύξοντα αριθμό ….. το δημόσιο κτήμα με ΑΒΚ …., το οποίο έχει εμβαδόν 288.190 τ.μ., εντός του οποίου, οριοθετείται η ιδιοκτησία της . ………, όπου καταγράφεται ανατολικώς επίσης η ιδιοκτησία ………. και στη συνέχεια, προς νότον, όπως είναι η διαμόρφωση της Χερσονήσου, ακολουθεί η θάλασσα. Το ανωτέρω τοπογραφικό διάγραμμα επικαιροποιήθηκε με το υπ’αριθμ…../29.3.1874 όμοιο της μηχανικού, …….., ενώ στο σχετικό βιβλίο καταγραφών το δημόσιο κτήμα ΑΒΚ …. χαρακτηρίζεται ως «γαίαι». Περαιτέρω, σύμφωνα με το υπ’αριθμ…../3.8.1974 έγγραφο της Οικονομικής Εφορίας Σαλαμίνας, τα δημόσια κτήματα ΑΒΚ … έως ΑΒΚ …., συνολικού εμβαδού 402.060 τ.μ., αποτελούν αγρούς και όχι δασικές εκτάσεις, βρίσκονται εντός των ορίων της Κοινότητας Αμπελακίων και το Ελληνικό Δημόσιο δεν κατέχει τίτλους ιδιοκτησίας. Εξάλλου, σύμφωνα με το ίδιο έγγραφο, το Ελληνικό Δημόσιο, ήδη από το έτος 1940, κοινοποίησε στους αγρότες της περιοχής πρωτόκολλα προσδιορισμού του μισθώματος για τις κατεχόμενες απ’αυτούς εκτάσεις, τα οποία κατόπιν άσκησης των προβλεπόμενων ανακοπών, ακυρώθηκαν με αντίστοιχες αποφάσεις του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας και το Ελληνικό Δημόσιο καταδικάστηκε στην σχετική δαπάνη. Ειδικότερα, το έτος 1940 το Ελληνικό Δημόσιο, εξέδωσε σε βάρος του ……….., μεταξύ των απώτερων δικαιοπαρόχων της .. ……… και κατ΄επέκταση του ενάγοντος, το από 7 Απριλίου του 1940 πρωτόκολλο γνωμοδοτήσεως της, κατά το άρθρον 5 του Ν. 5595, Επιτροπής, με το οποίο του επέβαλε να πληρώσει ως μίσθωμα για τη χρήση τριάντα περίπου στρεμμάτων γης από την παραπάνω έκταση, το ποσό των 150 δραχμών για τα έτη 1928-1939. Όμως κατόπιν άσκησης ανακοπής από τον ανωτέρω το πρωτόκολλο αυτό ακυρώθηκε με την 27/29.7.1940 απόφαση του Ειρηνοδίκη Σαλαμίνος, καθώς κρίθηκε ότι «εκ των κατατεθέντων νομίμως εξετασθέντων μαρτύρων εν συνδυασμώ προς τα υπ’ αριθμ. …../1908 συμβόλαια του Συμ/φούντος Ειρηνοδίκου Σαλαμίνης, …./1910 Συμ/φου Σαλαμίνος ……… και …./1925 Συμ/φου Σαλαμίνος ………., απεδείχθη ότι η έκτασις η αφορώσα τα ανακοπτόμενα Πρωτόκολλα μετ΄άλλης συνεχομένης προς δυσμάς εκτάσεως ανήκεν εις τον πάππον του ανακόπτοντος ……….. κατεχομένη και νεμομένη υπ’ αυτού μέχρι του θανάτου του επισυμβάντος προ 50ετίας, ότι περιήλθε αύτη εις τον υιόν του και πατέραν του ανακόπτοντος …. και τούτου δε αποβιώσαντος εν έτει 1932 εις τον ανακόπτοντα όστις έκτοτε κατέχη και νέμεται ταύτην ήτοι απεδείχθη ότι ο ανακόπτων είναι κύριος νομεύς και κάτοχος της εκτάσεως…».
Σημειωτέον, ότι, σύμφωνα με την από 18.111998 έκθεση ελέγχου της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιά, το δημόσιο κτήμα ΑΒΚ ……, αποτελεί αγροτεμάχιο, βρίσκεται στην περιοχή των Αμπελακίων και αποτελείται από δομημένα και χέρσα τμήματα.
Περαιτέρω, οι Κοινότητες Αμπελακίων και Σεληνίων, όπως σημειώνεται στο από 27.2.1939 τοπογραφικό, διεκδικούσαν ολόκληρη την έκταση του ΑΒΚ ….., που καταγράφεται ως έκταση του Δημοσίου. Συγκεκριμένα, οι κοινότητες αυτές άσκησαν αγωγές κατά της .. ……… και ειδικότερα, η Κοινότητα Σεληνίων, την από 5.8.1963 αγωγή της ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιώς (αριθ. έκθ. κατ.: …../16.8.1963), ζητώντας να αναγνωρισθεί κυρία εδαφικού τμήματος, εμβαδού 15 στρεμμάτων και 600 μέτρων, που ισχυριζόταν ότι είχε καταλάβει η εναγομένη, ως κυρία (2) ακινήτων, εμβαδών 456,250 και 6 στρεμμάτων, που είχε αποκτήσει, ως καθολική διάδοχος του Δήμου Σαλαμίνας και κατά τη σύσταση τούτου και την από 15.4.1965 αγωγή της (αριθ. έκθ. κατ. ……./5.5.1965), με όμοιο περιεχόμενο, αγωγές όμως που ουδέποτε συζητήθηκαν. Η κοινότητα Αμπελακίων άσκησε στο ίδιο Δικαστήριο την από 30.12.1964 αγωγή της κατά της . ……… (αριθ. έκθ. κατ. ……/30.12.1964), με την οποία, αφού στήριζε την κτήση κυριότητας στα περιστατικά που τη στήριζαν και οι αγωγές της τότε Κοινότητας Σεληνίων, ζητούσε να αναγνωριστεί κυρία του αναλυτικά περιγραφόμενου τμήματος, εμβαδού 90 στρεμμάτων περίπου, το οποίο, με βάση τα διαλαμβανόμενα, είχε καταλάβει, χωρίς νόμιμο δικαίωμα, η εναγόμενη, καθώς και να υποχρεωθεί η τελευταία να της αποδώσει τη νομή αυτού. Η δίκη όμως αυτή καταργήθηκε με εξώδικο συμβιβασμό (υπ’αριθμ……/1969), ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιώς ………., που εγκρίθηκε με την υπ’ αριθ. 31/1969 απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου Αμπελακίων, όπως τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθ. 81/1969 απόφαση του και την υπ’ αριθ. πρωτ.17802/10.6.1969 απόφαση της Νομαρχίας Πειραιώς, όπως τροποποιήθηκε με την υπ’αριθμ.2496/4.2.1970 απόφαση της, μετά την καταβολή από την τότε εναγόμενη προς την Κοινότητα Αμπελακίων ποσού 200.000δρχ. και έτσι έπαψε η αμφισβήτηση της κυριότητας της επί της έκτασης των 95.987τ.μ.
Εξάλλου, το έτος 1969 με την υπ’αριθμ. Ε.13862/5745/2.8.1969 ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Δ 169/13.9.1969) κηρύχθηκε αναγκαστική απαλλοτρίωση στη Χερσόνησο Κυνόσουρας στο βόρειο τμήμα αυτής, εμβαδού 466.911τ.μ., καταλαμβάνοντας και τμήμα του ΑΒΚ …. (από 18.10.2011 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου τοπογράφου ……….. και τοπογράφου μηχανικού …………… της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιώς) για την επέκταση της χερσαίας ζώνης του λιμένα του Πειραιά, υπέρ και με δαπάνες του ΟΛΠ, ενώ με την υπ’αριθμ.Ε.2987/1524/23.3.1970 ΚΥΑ (ΦΕΚ Δ΄ 65/2.4.1970) ανακλήθηκε εν μέρει η ανωτέρω απαλλοτρίωση για τμήμα εμβαδού 4.087τ.μ.. Σύμφωνα με το υπ’αριθμ………./19.12.1970 έγγραφο του Οικονομικού Επιθεωρητή της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογίας του Υπουργείου Οικονομικών, για την έκταση που επρόκειτο να απαλλοτριωθεί από τον ΟΛΠ στην θέση …. της κοινότητας Αμπελακίων, το Δημόσιο δεν αξίωσε δικαιώματα κυριότητας. Επίσης, κηρύχθηκε αναγκαστική απαλλοτρίωση και στο νότιο τμήμα, εμβαδού 427.115τ.μ., με την ΚΥΑ Ν.349/175/16.2.1972 (ΦΕΚ Δ 45/25.2.1972), η οποία ανακλήθηκε με την υπ’αριθμ. Ε.4159/2170/Ν.11549/29.4.1975 ΚΥΑ των υπουργών Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Δ΄114/24.5.1975). Οι αποφάσεις κήρυξης απαλλοτρίωσης μεταγράφηκαν κανονικά στις μερίδες των φερόμενων ως ιδιοκτητών και μεταξύ αυτών και της απώτερης δικαιοπαρόχου του ενάγοντος, …. ………, η οποία αναγνωρίστηκε δικαιούχος της αποζημίωσης με την υπ’ αριθμ.44/1971 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, αναφορικά με την πρώτη απαλλοτρίωση, για εδαφικά τμήματα, που εμπίπτουν στο φερόμενο ως δημόσιο κτήμα ΑΒΚ …., στην δε υπ’αριθμ. 93/1974 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, που καθόρισε προσωρινή τιμή μονάδος αποζημίωσης, αναφέρεται η ίδια ως φερόμενη δικαιούχος αποζημίωσης. Έπεται, ότι αν επρόκειτο για αδιαμφισβήτητη έκταση, που ανήκε στο Δημόσιο, δεν θα παρίστατο ανάγκη καθόλου να κηρυχθούν οι ως άνω απαλλοτριώσεις. Με αφορμή την πρώτη απαλλοτρίωση, διενεργήθηκε έρευνα για τα δικαιώματα του Δημοσίου και τις καταπατήσεις εκτάσεων στη Χερσόνησο Κυνόσουρας, από την οποία προέκυψε ότι, εκτός από τις ίδιες τις καταχωρήσεις στα βιβλία δημοσίων κτημάτων, δεν κατέστη δυνατό να τεκμηριωθούν με άλλο τρόπο δικαιώματα του Δημοσίου, καθώς δεν υπήρχε καταχωρημένος τίτλος κτήσεως του Δημοσίου, ούτε στο βιβλίο δημοσίων κτημάτων, ούτε στο υποθηκοφυλακείο (με αριθμ. πρωτ. 15.10.1970 έγγραφο του μηχανικού ……… και Επιθεωρητή ……… και το με αριθμ. πρωτ. …../3.8.1974 έγγραφο του Οικονομικού Εφόρου Σαλαμίνας ……….). Κατόπιν αυτών η καταχώρηση του επιδίκου (και της ευρύτερης έκτασης που αυτό βρίσκεται), ως Δημοσίου κτήματος, δεν τεκμηριώνει την κυριότητα του Δημοσίου και δεν αναιρεί τις πράξεις νομής του ενάγοντος και των δικαιοπαρόχων τούτου, οι οποίες ήταν συνεχείς και αδιάλειπτες με αφετηρία, με βάση τα όσα προεκτέθηκαν, το έτος 1845 (νομή από τους απώτερους δικαιοπαρόχους ευρύτερης έκτασης, 111.987 τ.μ. και μετά την πώληση τμήματος αυτής 16.000 τ.μ., της εναπομείνασας έκτασης 95.987 τ.μ., τμήμα του οποίου αποτελεί το επίδικο). Σημειώνεται, ότι τα περί άσκησης των προαναφερόμενων διακατοχικών πράξεων από τους απώτερους δικαιοπαρόχους του ενάγοντος, . ……… έως την αγορά από την . ………, έχουν γίνει δεκτά και με τις υπ’ αριθμ. 634/2017, 650/2017, 499/2018, 436/2019, 437/2019, 286/2020 349/2020 και 16/2021, ήδη τελεσίδικες αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου, επί αγωγών που άσκησαν έτεροι κάτοικοι στην ίδια περιοχή, που αγόρασαν ομοίως εδαφικά τμήματα από την ………, για τα ιδιοκτησιακά τους δικαιώματα.
Περαιτέρω, λαμβανομένων υπόψη των ίδιων ως άνω αποδεικτικών μέσων, το εν λόγω ακίνητο, μολονότι εμπίπτει εντός των ορίων του καταγεγραμμένου ΑΒΚ …. Δημοσίου Κτήματος (από 14-4-2015 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος με την υπ’αριθμ.2641/2013 απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πραγματογνώμονα, ………, αγρονόμου- τοπογράφου μηχανικού), ωστόσο, δεν αποδείχθηκε, ως κάτωθι ειδικότερα αναφέρεται, ότι ανήκε καθ’ οιονδήποτε χρόνο στην ακίνητη περιουσία του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου και ως έχον περιέλθει σε αυτό με τις οικείες κατ’ επικουρική σώρευση παρατιθέμενες αιτίες κτήσης.
Ειδικότερα, το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο επαναφέρει με την έφεση του, ένσταση ιδίας κυριότητας, που είχε προβάλει και πρωτοδίκως, επικαλούμενο ότι το επίδικο αγροτεμάχιο, ως τμήμα του υπ’ αριθ. ΑΒΚ …. δημοσίου κτήματος, συνολικής έκτασης 288.180 τ.μ., περιήλθε στην κυριότητα τούτου, ως διαδόχου του Οθωμανικού Δημοσίου «δικαιώματι πολέμου», άλλως δυνάμει του πρωτοκόλλου του Λονδίνου της 19.6/1.7.1830 και της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως του 1832, ως έκταση που ανήκε στους Οθωμανούς υπηκόους και κατελήφθη από αυτό, άλλως ως δημόσια δασική έκταση για την οποία δεν τηρήθηκε η διαδικασία, που προβλεπόταν με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 3 του από 17/29.11.1836 β.δ., άλλως με τα προσόντα της τακτικής άλλως έκτακτης χρησικτησίας νεμόμενο αυτό με διάνοια κυρίου, καλή πίστη και νόμιμο τίτλο από τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους μέχρι και το χρόνο άσκησης της αγωγής, άλλως ως βοσκοτόπι ή λιβάδι, άλλως ως αδέσποτο, βάσει του από 21.6/10.7.1837 Νόμου «περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων», σε συνδυασμό με τα άρθρα 2παρ.1 α.ν.1539/1938 και 58 παρ.1 ν.δ.86/1969.
Οι ερειδόμενοι στις παραπάνω διατάξεις ισχυρισμοί του Ελληνικού Δημοσίου, που προβάλλονται από αυτό προς αντίκρουση της εναντίον του ασκηθείσας αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας ακινήτου, αποτελούν ενστάσεις, ως γεγονότα διακωλυτικά της γένεσης του δικαιώματος κυριότητας του ενάγοντος και όχι αιτιολογημένη άρνηση της σε βάρος του αγωγής (ΑΠ 1182/2018, ΑΠ 946/2017, ΑΠ 148/2016, ΑΠ 112/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 349/2020, ΕφΠειρ 436/2019, 437/2019) και πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι κατ’ουσίαν, αφού δεν αποδείχθηκαν από κανένα αποδεικτικό μέσο, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι τα ευρισκόμενα στην Αττική και στην νήσο Σαλαμίνα οθωμανικά κτήματα δεν περιήλθαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα του πολέμου, αφού η Αττική και η Σαλαμίνα δεν κατακτήθηκαν με τα όπλα, αλλά παραχωρήθηκαν στο Ελληνικό Κράτος στις 31.3.1833, με βάση την από 27.6/9.7.1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των ελληνικών και τουρκικών αρχών, καθώς και του ότι κατά τη διάρκεια της τρίτης τουρκικής κυριαρχίας στην Αττική (δηλαδή από τις 25.5.1827 έως τις 31.3.1833) και ειδικότερα κατά το έτος 1829, ο Σουλτάνος είχε εκδώσει θέσπισμα, με το οποίο παρεχώρησε δωρεάν στους Αθηναίους (Οθωμανούς και Έλληνες) την κυριότητα των ήδη κατεχομένων απ’αυτούς ακινήτων της Αττικής, τα σχετικά δε ιδιοκτησιακά τους δικαιώματα αναγνωρίστηκαν, ακολούθως, με το από 21.1/3.2.1830 πρωτόκολλο ανεξαρτησίας της Ελλάδας και με την πιο πάνω Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως (ΑΠ 1132/2020, ΑΠ 769/2020, ΑΠ 832/2020 ΑΠ 279/2019, ΑΠ 7/2019).
Επίσης, ουδόλως αποδείχθηκε ότι το επίδικο άνηκε στο Οθωμανικό Δημόσιο, ή σε Οθωμανούς ιδιώτες και εγκαταλείφθηκε από τους τελευταίους, ούτε ότι μετά την απελευθέρωση δεν καταλήφθηκε από τρίτους έως την έναρξη ισχύος του νόμου της 21.6./10.7.1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, με αποτέλεσμα να καταστεί αδέσποτο και να δημευθεί, όπως προβλέπεται στην ανωτέρω Συνθήκη και τα Πρωτόκολλα, προκειμένου να καταστεί κύριος αυτού το Ελληνικό Δημόσιο.
Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι η επίδικη έκταση ήταν δασική κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του από 17/29.11.1836 β.δ/τος, ούτε βοσκότοπος ή λιβάδι, κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του β.δ. της 12.12.1833 “περί διορισμού και φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λιβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834”, ώστε να ισχύει το τεκμήριο κυριότητας, που θεσπίσθηκε υπέρ του Δημοσίου με τις διατάξεις των ως άνω διαταγμάτων σε όλα τα δάση και τα λιβάδια, που υπήρχαν πριν από την ισχύ του στα όρια του Ελληνικού Κράτους και δεν αναγνωρίσθηκαν νομίμως ότι ανήκουν σε ιδιώτες (ΑΠ 894/2020, ΑΠ 34/2019).
Εξάλλου, το ΑΒΚ 61 Δημόσιο Κτήμα, μέρος του οποίου αποτελεί και το επίδικο ακίνητο, κατά τα ως άνω αποδειχθέντα, καταγράφηκε το πρώτον ως δημόσια έκταση συνολικού εμβαδού 288 στρεμμάτων και 180 τ.μ. περί τα τέλη της δεκαετίας του 1930, χωρίς οποιαδήποτε αναφορά σε δασικό χαρακτήρα αυτού, τουναντίον δε, στην πρώτη στήλη του οικείου βιβλίου καταγραφής κτημάτων η οποία επιγράφεται ως «Είδος Κτήματος» το επί θέματι ΑΒΚ … Δημόσιο Κτήμα αναφέρεται ως «Γαίαι», επισημαινόμενου, άλλωστε, ότι με το ……/27.3.1845 έγγραφο του επί των Οικονομικών Υπουργείου, κατόπιν της υπ’ αριθ. 305/24.1.1845 απόφασης της Επιτροπής, επί των διαφιλονικούμενων δασών, είχε αναγνωριστεί ότι τα δάση της νήσου Σαλαμίνας, εξαιρουμένων δε μόνο των ανήκοντων στην διαλυθείσα Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου, αποτελούν ιδιωτικές δασικές εκτάσεις (υπ’αριθμ…../13.6.1845 συμβολαιογραφικού εγγράφου του συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας ………..) και συνεπώς, κατά τον οικείο χρόνο, δεν θα μπορούσε να καταγραφεί οποιαδήποτε δασική έκταση, παρεκτός των ανηκουσών στην διαλυθείσα Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου, στις οποίες δεν συμπεριλαμβάνεται το επίδικο γεωτεμάχιο (με αριθμ. πρωτοκ. …../2011 έγγραφο της Διεύθυνσης Δασών Πειραιώς), ως δημόσια τοιαύτη. Επιπλέον, από την ερμηνεία αεροφωτογραφίας του έτους 1945 από τον ορισθέντα από το παρόν Δικαστήριο πραγματογνώμονα, . ………, διαπιστώθηκε, όπως διαλαμβανεται στην από 2.5.2023 έκθεση πραγματογνωμοσύνης, ότι στην ευρύτερη περιοχή του επιδίκου ακινήτου παρατηρούνται σποραδικές καλλιέργειες και φρυγανική βλάστηση με αραιούς, διάσπαρτους δασικούς θάμνους πυκνότητας κάτω του 5%, οι οποίοι δεν συνιστούν δασοβιοκοινότητα, ούτε φυσικό οικοσύστημα, η δε υπό εξέταση έκταση του ένδικου ακινήτου εμφανίζει αγροτική μορφή, εντός της οποίας δεν υπάρχει ίχνος βλάστησης με ξυλώδη κορμό.
Εξάλλου, ο ισχυρισμός του Ελληνικού Δημοσίου ότι κατέστη κύριος του επιδίκου με τακτική, άλλως με έκτακτη χρησικτησία αποδείχθηκε αβάσιμος, καθόσον ουδέποτε το εναγόμενο-εκκαλούν χρησιδέσποσε αυτό, αφού ουδεμία πράξη νομής άσκησε επ’ αυτού ουδέποτε, δεδομένου ότι, όπως προεκτέθηκε, όλα τα πρωτόκολλα γνωμοδοτήσεως, που αφορούσαν την χερσόνησο Κυνόσουρας, ακυρώθηκαν κατόπιν άσκησης ανακοπών, μεταξύ των οποίων και εκείνο, που αφορούσε τον . ………, απώτερο δικαιοπάροχο του ενάγοντος, οι δε κηρυχθείσες ως άνω απαλλοτριώσεις της ευρύτερης έκτασης και η αναγνώριση της απώτερης δικαιοπαρόχου, . ………, μεταξύ των δικαιούχων της προβλεπόμενης αποζημίωσης, καταδεικνύουν εναργώς ότι αυτή δεν ανήκε στο Ελληνικό Δημόσιο, άλλωστε από την έρευνα που διενεργήθηκε για τα δικαιώματα του Δημοσίου και τις καταπατήσεις εκτάσεων στη Χερσόνησο Κυνόσουρας, προέκυψε ότι, εκτός από τις ίδιες τις καταχωρήσεις στα βιβλία δημοσίων κτημάτων, δεν κατέστη δυνατό να τεκμηριωθούν με άλλο τρόπο δικαιώματα του Δημοσίου στα ΑΒΚ …. έως ΑΒΚ …. δημόσια κτήματα, καθώς δεν υπήρχε καταχωρημένος τίτλος κτήσεως του Δημοσίου.
Εκ των ανωτέρω αποδεικνύεται ότι το επίδικο ακίνητο ήταν δεκτικό χρησικτησίας, κατά τον κρίσιμο αγωγικό χρόνο και δεν αποτελούσε δημόσιο κτήμα, ώστε να απαιτείται να έχει συμπληρωθεί τριακονταετής καλόπιστη νομή μέχρι τις 11.9.1915, ως αβασίμως διατείνεται το εναγόμενο-εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, ανεξαρτήτως του ότι, κατά την ανωτέρω ημερομηνία, ο απώτερος δικαιοπάροχος, . ………, είχε συμπληρώσει με προσμέτρηση του χρόνου χρησικτησίας των άμεσων δικαιοπαρόχων του, τους οποίους διαδέχτηκε στη νομή, 30ετή καλόπιστη νομή σε αυτό.
Με αυτές τις παραδοχές, ο κληρονομούμενος από τον ενάγοντα πατέρας του, …………., απέκτησε την κυριότητα επί του επιδίκου, με πρωτότυπο τρόπο και δη με έκτακτη χρησικτησία, ασκώντας ο ίδιος, αλλά και οι απώτεροι και απώτατοι, ως άνω, δικαιοπάροχοι του, τις προσιδιάζουσες στην φύση και τον προορισμό του πράξεις νομής, ήτοι βοσκή, καλλιέργεια, ανέγερση οικίας, διαμονή, επίβλεψη, οριοθέτηση, καθαρισμό, σύνδεση με παροχές κοινής ωφελείας, συντήρηση, συνεχώς και αδιαλείπτως τουλάχιστον από το έτος 1850 έως την έναρξη του κτηματολογίου στην περιοχή του Δήμου Αμπελακίων Σαλαμίνας (6.10.2005), ήτοι για χρονικό διάστημα μείζονος των 150 ετών, προσμετρουμένου στο χρόνο νομής του, του χρόνου νομής των δικαιοπαρόχων του, οι οποίοι ασκούσαν καλόπιστα τις προσιδιάζουσες πράξεις νομής, αρχικά κατά το προϊσχύσαν βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο και μετά, κατά τον αστικό κώδικα, για χρονικό διάστημα κατά πολύ μείζονος των τριάντα ετών και είκοσι ετών, αντίστοιχα, εξακολούθησε δε αυτός να νέμεται το επίδικο ακίνητο με καλή πίστη, διανοία κυρίου, μέχρι τον θάνατο του (14.8.2009), χωρίς να του γνωστοποιηθεί δικαίωμα του Ελληνικού δημοσίου ή έτερου τρίτου προσώπου επ’αυτού και γενικά να διαταραχθεί από κανέναν. Πλην όμως, κατά την έναρξη λειτουργίας του Κτηματολογικού Γραφείου Αμπελακίων Σαλαμίνας, το επίδικο ακίνητο με ΚΑΕΚ …………. εσφαλμένα καταχωρήθηκε, ως ανήκον, κατά πλήρη κυριότητα, στο εναγόμενο εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, αντί στον εν ζωή τότε, δικαιοπάροχο του ενάγοντος, … ………, αληθή κύριο τόσο με παράγωγο, όσο και με πρωτότυπο τρόπο, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας και συνεπώς, αυτή η πρώτη εγγραφή στο Κτηματολογικό Γραφείο Σαλαμίνας, ελέγχεται, ως ανακριβής και προσβάλλει το εμπράγματο δικαίωμα κυριότητας του κληρονομούμενου από τον ενάγοντα, πατρός του και, ως εκ τούτου, πρέπει να διορθωθεί, ώστε να καταχωρηθεί αυτός, ως αποκλειστικά κύριος. Κατά συνέπεια, πρέπει η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή κατ’ουσίαν, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών του εναγομένου-εφεσιβλήτου και των ενστάσεων ιδίας κυριότητας, που προτάθηκαν πρωτοδίκως και επαναφέρονται με την έφεση του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ως ουσιαστικά αβασίμων.
Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως, αναγνωρίζοντας τον δικαιοπάροχο του ενάγοντος, .. ………, εν ζωή, κατά την έναρξη του Κτηματολογίου στην περιοχή, ως πλήρη και αποκλειστικό κύριο του επίδικου γεωτεμαχίου και διατάσσοντας την σχετική διόρθωση της πρώτης εγγραφής στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων των διαλαμβανομένων αντίθετων ισχυρισμών του εκκαλούντος στους συναφείς δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, πέμπτο, έκτο και έβδομο λόγους της εφέσεως του, με τους οποίους αποδίδονται στην εκκαλουμένη οι εν λόγω πλημμέλειες, ως ουσιαστικά αβασίμων.
VIII. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, εφόσον δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι έφεσης, πρέπει να απορριφθεί η έφεση, ως αβάσιμη, κατ’ ουσίαν και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, σε βάρος του εκκαλούντος, λόγω της ήττας του (άρθρα 178 παρ.1, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), μειωμένα όμως, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ.1, 2 και 3 του ν. 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αριθμ.18 του ΕισΝΚΠολΔ και όπως τούτο ισχύει μετά την υπ’αριθμ.134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β΄11/20.1.1993), που εκδόθηκε κατ’εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του ν.1738/1987, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την ένδικη έφεση.
Δέχεται την έφεση τυπικά.
Απορρίπτει αυτήν κατ’ουσίαν.
Επιβάλλει στο εκκαλούν τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά, στις 4 Μαρτίου 2025.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, με άλλη σύνθεση, λόγω μετάθεσης και αποχώρησης της Δικαστού Ελένης Νικολακοπούλου, Εφέτη, αποτελούμενη από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Φεβρωνία Τσερκέζογλου, Πρόεδρο Εφετών και με την ίδια Γραμματέα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 5 Μαρτίου 2025.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ