Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 153/2025

Αριθμός    153/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα   4ο  

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις   …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ-ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ: 1) …………… και  2) ……………, ., οι οποίοι αμφότεροι δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο Δικηγόρο.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ-ΚΑΘ’ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ:  Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……….» και τον διακριτικό τίτλο «………..», όπως μετονομάσθηκε η ανώνυμη εταιρεία με την προηγούμενη επωνυμία «………..» και τον διακριτικό τίτλο «…………» η οποία εδρεύει στην Αθήνα, με Α.Φ.Μ. …. ΦΑΕ Αθηνών, που εκπροσωπείται νόμιμα, αδειοδοτηθείσας από την ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ δυνάμει της με αριθμό 326/2/17-09-2019 απόφασης της επιτροπής πιστωτικών και ασφαλιστικών θεμάτων ενεργούσας με την ιδιότητα της ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος, διαχειρίστρια και πληρεξούσια των απαιτήσεων των οποίων δικαιούχος τυγχάνει η αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……….», με έδρα στο ………. Ιρλανδίας, η οποία εμφανίζεται ότι έχει καταστεί ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………………» με έδρα στο Δήμο Αθηναίων, δυνάμει της από 21-07-2020 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων δυνάμει μεταβίβασης σ’ αυτήν την τελευταία απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων, δημοσιευθείσας σε περίληψη στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών στον τόμο …. με αριθμό …. και αριθμ. πρωτ. …./22-07-2020 σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003. Η Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρεία με την επωνυμία «………….», με Α.Φ.Μ. …, νομίμως εκπροσωπούμενη, η οποία εδρεύει στην Αθήνα Αττικής, προγενέστερα είχε καταστεί ειδική διάδοχος ως προς την έννομη σχέση που αφορά την παρούσα σύμβαση, της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………….», ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Δικηγόρο Αγγελή Αλεξανδρόπουλο [ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ Ε. ΤΖΑΝΝΙΝΗ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ] (με δήλωση κατ’  άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

Οι εκκαλούντες-αιτούντες κατέθεσαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 31.10.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2023) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 535/2024 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την ανακοπή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες-αιτούντες με την από 12.4.2024 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ……../2024- ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ………/2024) έφεση και την σωρευθείσα στο δικόγραφο αυτής (έφεσης) από 10.4.2024 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2024) αίτηση αναστολής εκτέλεσης, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης-καθ΄ ης η αίτηση, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 260 ΚΠολΔ «1. Αν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης δεν εμφανίζονται όλοι οι διάδικοι ή εμφανίζονται, αλλά δεν μετέχουν κανονικά στη συζήτηση, η συζήτηση ματαιώνεται. 2. Στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 αν οι διάδικοι δεν λάβουν κανονικά μέρος στη δίκη η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώνεται. Αν παρέλθουν εξήντα (60) ημέρες από τη ματαίωση χωρίς να ζητηθεί ο προσδιορισμός νέας συζήτησης, η υπόθεση διαγράφεται από το πινάκιο και η αγωγή θεωρείται ως μη ασκηθείσα. Για τη νέα συζήτηση εφαρμόζονται αναλόγως οι προθεσμίες των άρθρων 215 παράγραφος 2 και 237 παράγραφοι 1 και 2. 3. Η με οποιονδήποτε τρόπο ματαίωση της συζήτησης της υπόθεσης αποτελεί διαδικαστική πράξη του δικαστηρίου». Από τη διάταξη αυτή, η οποία εφαρμόζεται και στην έκκλητη δίκη προκύπτει ότι αν  η μη εμφάνιση ή η μη προσήκουσα εμφάνιση των διαδίκων διαπιστωθεί μετά τη συζήτηση της υποθέσεως κατά τη μελέτη της υποθέσεως ή τη διάσκεψη, η ματαίωση της συζητήσεως κηρύσσεται με δικαστική απόφαση (ΑΠ 801/2019, ΑΠ 1568/2017, ΑΠ 1848/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,  Κ. Οικονόμου, Η έφεση, έκδ. 2017, σελ. 33 επ., Χ. Απαλαγάκη, ΕρμΚΠολΔ, τόμ. Α΄, έκδ. 2019, άρθρα 260, 308, 309, 513 και 532 ΚΠολΔ, Ε. Τσιώρα, «Eφαρμογή του Ν. 4335/2015 στην τακτική και τις ειδικές διαδικασίες– Ζητήματα διαχρονικού δικαίου– Επισκόπηση νομολογίας», Αρμ. 2018, σελ. 1615).

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 3 εδ. α’ του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 «Σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται». Η απόρριψη της έφεσης λόγω της ερημοδικίας του εκκαλούντος γίνεται κατ’ ουσίαν και όχι κατά τύπους, διότι, παρόλο που στην πραγματικότητα οι λόγοι της έφεσης δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά τους, θεωρείται, κατά πλάσμα του νόμου, ότι είναι αβάσιμοι και για την αιτία αυτή πάντοτε απορριπτέοι, αφού δεν δίδεται στο Δικαστήριο η δυνατότητα έκδοσης αντίθετης απόφασης περί παραδοχής τους (ΟλΑΠ 16/1990 ΝοΒ 1990. 1337, ΑΠ 53/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 635/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1478/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 268/2016 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, ο εκκαλών με την απουσία του ή τη μη προσήκουσα παράστασή του τεκμαίρεται ότι παραιτείται από την έφεση και αποδέχεται την πρωτόδικη απόφαση (ΑΠ 476/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 268/2016 ΝΟΜΟΣ). Σημειώνεται, ωστόσο, ότι ήδη στην παρ. 3 εδ. α’ του άρθρου 524 του ΚΠολΔ, όπως αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 28 του Ν. 4842/2021, με έναρξη ισχύος, κατ’ άρθρο 120 εδ. β’ αυτού, από την 01.01.2022, εφαρμοζόμενου και επί εκκρεμών ένδικων μέσων κατ’ άρθρο 116 παρ. 2 β’ αυτού, ορίζεται ότι σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται, εφόσον είναι παραδεκτή, με αποτέλεσμα, κατ’ απόκλιση όσων προεκτέθηκαν, να προηγείται της απόρριψης της έφεσης κατ’ ουσίαν, η εξέταση του παραδεκτού της. Με τη συμπλήρωση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 524 του ΚΠολΔ διευκρινίζεται, με τον πλέον σαφή τρόπο, ότι η απόρριψη της έφεσης ως ανυποστήρικτης είναι απόρριψη επί της ουσίας, άρα δογματικώς προϋποθέτει παραδεκτή άσκησή της. Επομένως, εάν η έφεση είναι για οποιονδήποτε λόγο απαράδεκτη, ιδίως εκπρόθεσμη ή λόγω μη καταβολής του παράβολου του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, ή λόγω έλλειψης άλλων διαδικαστικών προϋποθέσεων, πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτη και όχι ως ανυποστήρικτη, δηλαδή επί της ουσίας. Εξάλλου, το άρθρο 532 του ΚΠολΔ προβλέπει την εξέταση του παραδεκτού της έφεσης, ανεξαρτήτως του εάν ο εκκαλών παρίσταται ή όχι στη δίκη. Ωστόσο, για την κατ’ ουσίαν απόρριψη της έφεσης ως ανυποστήρικτης, μετά την εξέταση του παραδεκτού της, ελέγχεται προηγουμένως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση της έφεσης και, τελικά, αν μεσολάβησε νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των διαδίκων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 110 παρ. 2 του ΚΠολΔ, από την οποία απορρέει η θεμελιώδης δικονομική αρχή της ακρόασης όλων των διαδίκων και η παροχή δυνατότητας σε καθέναν από αυτούς να ακουσθεί από το δικαστήριο και να αναπτύξει τους ισχυρισμούς του. Αν, επομένως, επισπεύδων είναι ο απολειπόμενος διάδικος, τότε δεν απαιτείται κλήτευσή του, ενώ αντίθετα απαιτείται τέτοια κλήτευση, όταν τη συζήτηση επισπεύδει ο παριστάμενος διάδικος. Και εάν μεν ο εκκαλών δεν κλητεύθηκε ή δεν κλητεύθηκε νομίμως ή εμπροθέσμως για να παραστεί κατά τη συζήτηση της έφεσης, το Δικαστήριο κηρύσσει τη συζήτηση απαράδεκτη, αν δε αντιθέτως επισπεύδει ο εκκαλών τη συζήτηση ή κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως από τον εφεσίβλητο να παραστεί σε αυτήν, η έφεση, εφόσον είναι παραδεκτή, απορρίπτεται (ΕφΑθ 222/2024 ΝΟΜΟΣ ΜονΕφΠειρ 259/2023 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 195/2023 στην efeteio-peir.gr, ΕφΑιγ 49/2023 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην διάταξη του άρθρου 938 παρ.2 ΚΠολΔ,  όπως προστέθηκε εκ νέου με το άρθρο 60 του ν. 4842/2021, που, κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 116 παρ.6 περ. γ΄ του νόμου τούτου, εφαρμόζεται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την έναρξη ισχύος του εν λόγω νόμου, δηλαδή την 1.1.2022, στην κατάσχεση ακινήτων εξακολουθεί να μην παρέχεται η δυνατότητα αναστολής της εκτελεστικής διαδικασίας με την άσκηση της ανακοπής, παρά μόνο κατόπιν άσκησης ενδίκου μέσου κατά της απορριπτικής απόφασης, που εκδόθηκε επί της ανακοπής, όχι αυτοδικαίως, αλλά μετά από αίτηση του ασκούντος το ένδικο μέσο, που υποβάλλεται στο Δικαστήριο του ένδικου μέσου όχι αυτοτελώς, αλλά είτε με το ένδικο μέσο, είτε με τις προτάσεις επ΄ αυτού. Το Δικαστήριο του ένδικου μέσου δικάζει την αίτηση αυτή με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και διατάσσει την αναστολή με ή χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι η διενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση του ένδικου μέσου. Επίσης, μπορεί να διαταχθεί η πρόοδος της αναγκαστικής εκτέλεσης αφού δοθεί εγγύηση. Η αναστολή ή η εγγυοδοσία παρέχεται στην περίπτωση αυτή μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί του ένδικου μέσου, κατ’ άρθρο 938 παρ.5 ΚΠολΔ, δεδομένου, όμως, ότι η αίτηση δεν υποβάλλεται κατά τα προαναφερθέντα αυτοτελώς, αλλά με το ένδικο μέσο ή με τις προτάσεις επ’ αυτού, είναι βέβαιο ότι θα συνεκδικασθεί με το ένδικο μέσο και συνεπώς, θα εκδοθεί ενιαία απόφαση και επί της αίτησης αναστολής και επί του ένδικου μέσου. Ως εκ τούτου, πρακτικά η σημασία της υποβολής αίτησης αναστολής, κατόπιν άσκησης ενδίκου μέσου, έγκειται στο ότι παρέχεται από τη διάταξη του άρθρου 938 παρ.3 ΚΠολΔ, η δυνατότητα να ζητηθεί σημείωμα (προσωρινή διαταγή) μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί του ενδίκου μέσου (Χ. Απαλαγάκη, Σ. Σταματόπουλος, Ο Νέος ΚΠολΔ Ερμηνεία κατ’ άρθρο μετά τους ν. 4842 και 4855/2021, τομ. Β, άρθρο 938, σελ.3029 και Π. Ρεντούλη, Ο ΚΠολΔ μετά τους ν. 4842/2021 και 4855/2021, Παρουσίαση των τροποποιήσεων και των θεωρητικών/πρακτικών προεκτάσεων τους, σελ.79).

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 524 παρ. 1 και 2 και 528 του ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την αντικατάσταση του πρώτου αυτών με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α` 87/23.7.2015. Έναρξη ισχύος 1.1.2016-άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 Ν. 4335/2015) και του δευτέρου με το άρθρο 44 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, προκύπτει ότι είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση ενώπιον των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων μόνον στην περίπτωση κατά την οποία η έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε από τον διάδικο που δικάστηκε στον πρώτο βαθμό ερήμην, οπότε, με την τυπική παραδοχή της έφεσης, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, εξαφανίζεται η πρωτόδικη απόφαση, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, χωρίς να απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της έφεσης, και αναδικάζεται η υπόθεση από το εφετείο, η συζήτηση ενώπιον του οποίου γίνεται πλέον προφορικά. Στην περίπτωση αυτή, που είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση ενώπιον του Εφετείου, δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και δεν είναι επιτρεπτή η παράσταση κατά τη συζήτηση με κοινή δήλωση των διαδίκων, που υπογράφεται από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, ή με δήλωση του ενός ή ορισμένων μόνον πληρεξουσίων, ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση. Η κατά το άρθρο 528 του ΚΠολΔ απαγόρευση της παράστασης με δήλωση πληρεξουσίου δικηγόρου ισχύει όχι μόνον για το διάδικο, ο οποίος δικάστηκε στον πρώτο βαθμό σαν να ήταν παρών, αλλά και για τον αντίδικο του, ο οποίος είχε παραστεί κανονικά, (γιατί διαφορετικά προφορική συζήτηση δε νοείται), ώστε να παρέχεται η δυνατότητα εκατέρωθεν ακροάσεως και κατ` αντιδικία συζητήσεως της υποθέσεως, για να εξασφαλίζεται η αρχή της δίκαιης δίκης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ. Εκ τούτων παρέπεται ότι, όταν ασκείται έφεση από διάδικο που δικάστηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό, μετά την έναρξη της ισχύος του Ν. 2915/2001 ήτοι από 1.1.2002 και εντεύθεν, ουδέποτε δύναται να παραληφθεί η προφορική συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή είναι κατά τα παραπάνω υποχρεωτική, και συνεπώς δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και δεν ισχύει ως εκ τούτου η ευχέρεια των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων να προκαταθέσουν δήλωση ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης. Εξάλλου, η απαγόρευση παράστασης με δήλωση αφορά και τους δύο διαδίκους, δηλαδή και αυτόν που παραστάθηκε κανονικά στον πρώτο βαθμό [ΑΠ 1478/2019, 11/2016, ΕφΔυτΜακ 17/2020, ΕφΠειρ(Μον) 341/2021 ό.π].

Στην προκείμενη περίπτωση, νόμιμα φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η από 12.04.2024 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ………/2024 και ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ………../12.4.2024  έφεση των εκκαλούντων και η παραδεκτώς σωρρευθείσα  στο ως άνω δικόγραφο της έφεσης από 10.4.2024 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2024) αίτηση αναστολής εκτέλεσης, κατ’ άρθρο 938 παρ.2 ΚΠολΔ, κατά της με αριθμό 535/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, ερήμην των ανακοπτόντων και ήδη εκκαλούντων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και απέρριψε τη με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) …………/2023, κατ’ άρθρο 933 ΚΠολΔ ασκηθείσα, ανακοπή των ανακόπτοντων  – ήδη εκκαλούντων.

Νόμιμα φέρεται για συζήτηση, η υπό κρίση από 12.04.2024 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ………../2024 και ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ………../12.4.2024 έφεση των εκκαλούντων που ηττήθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, κατά της καθ΄ης η ανακοπή και ήδη εφεσιβλήτης και της με αριθμό 535/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, ερήμην των ανακοπτόντων και απέρριψε την με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) …………../2023 ανακοπή. Έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ.1 στις 12.04.2024 κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ,, καθότι δεν γίνεται επίκληση, ούτε από στοιχεία του φακέλου προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης στην εκκαλούσα, ενώ δεν παρήλθε διετία από τη δημοσίευση αυτής στις 09.08.2022 μέχρι την κατάθεσή της στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 19.02.2024   (άρθρα 495 επ. 511, 513 παρ. 1 β, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο άρθρο ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 και έχει εφαρμογή λόγω του χρόνου έκδοσης της εκκαλουμένης απόφασης, καθότι οι σχετικές διατάξεις του εν λόγω νόμου για τα ένδικα μέσα, κατ’ αρθρ. 1 άρθρο ένατο παρ. 2 αυτού έχουν έναρξη εφαρμογής την 1.1.2016). Επομένως, η έφεση, η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 περ.1 ΚΠολΔ εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου για να δικαστεί με την ίδια ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών ως πρωτοδίκως κατ’ άρθρο 591 παρ.7 ΚΠολΔ, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό του ένδικου μέσου έχει κατατεθεί από τους εκκαλούντες κατ’ άρθρο 495 παρ.3Α στοιχ.β’ του ΚΠολΔ το με κωδικό ……………./2024 e-Παράβολο του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης ποσού 100 ευρώ, εξοφλημένο (βλ. συνημμένα στο εφετήριο αντίγραφα του e- Παράβολου και της από 12.04.2024  βεβαίωσης της Γραμματέως  περί εξόφλησης αυτού). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα εκ μέρους της εφεσίβλητου έγγραφα και συγκεκριμένα τη με αριθμό (Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ) …………/12.4.2024 έκθεση κατάθεσης δικογράφου και πράξη ορισμού συζήτησης της Γραμματέα του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, τη συζήτηση της ως άνω έφεσης επέσπευσε ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλούντων, …… .. Σημειωτέον ότι, στο πλαίσιο της ως άνω σωρευθείσας στο δικόγραφο της έφεσης, αίτησης αναστολής, οι ανακόπτοντες– εκκαλούντες ζήτησαν με αίτημά τους, που περιέχεται στο ίδιο δικόγραφο (της έφεσης), τη χορήγηση προσωρινής διαταγής. Το αίτημα αυτό έγινε δεκτό από την Πρόεδρο Υπηρεσίας – Εφέτη, η οποία, με το από 22.04.2024  σημείωμά της, διέταξε την αναστολή της ένδικης διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται από την καθ΄ής εις βάρος των ανακοπτόντων  δυνάμει των προσβαλλόμενων με την ανακοπή πράξεων, και δη της διενέργειας του ορισθέντος την 24.04.2024  πλειστηριασμού των περιγραφόμενων στην ανακοπή ακινήτων των ανακόπτοντων  – εκκαλούντων, έως την εκδίκαση και υπό τον όρο εκδίκασης της ένδικης έφεσης, κατά την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, την οποία όρισε η ίδια Δικαστής.   Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του δικαστηρίου, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο προς συζήτηση της έφεσης, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι εκκαλούντες δεν εμφανίστηκαν κατά τη συζήτηση της έφεσης, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, ενώ η πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης δεν παρέστη αυτοπροσώπως, αλλά έχοντας καταθέσει προτάσεις στις 5.11.2024  προσκόμισε την με ίδια ημερομηνία δήλωσή της, ότι συμφωνεί να συζητηθεί η υπόθεση χωρίς να παραστεί κατά την εκφώνηση της (242 παρ. 2 ΚΠολΔ). Όμως με βάση τα όσα προεκτέθηκαν, αφού η εκκαλούμενη  απόφαση  εκδόθηκε ερήμην των ανακοπτόντων και η συζήτηση  είναι υποχρεωτικά προφορική, ώστε η χρήση της από 4.11.2024 δήλωσης  της  εφεσιβλήτου  καθιστά την παράστασή της  μη προσήκουσα, με συνέπεια την ερημοδικία  της.  Με αυτό το δεδομένο, της απουσίας των  εκκαλούντων και της μη κανονικής παράστασης – ερημοδικίας της  εφεσίβλητης, που διαπιστώθηκε μετά τη συζήτηση,   η συζήτηση της έφεσης πρέπει να κηρυχθεί ματαιωμένη (άρθρο 260 ΚΠολΔ) και να απορριφθεί και η σωρευθείσα στο δικόγραφο της ως άνω έφεσης από 10.4.2024 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2024) αίτηση αναστολής εκτέλεσης, η οποία έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα σε σχέση με την έφεση και δεν ασκείται αυτοτελώς, απαιτείται δε, για την ευδοκίμησή της, να συζητηθεί και να πιθανολογηθεί η βασιμότητα κάποιου από τους λόγους της έφεσης, κατά τα επίσης εκτεθέντα στην οικεία μείζονα σκέψη.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΚΗΡΥΣΣΕΙ τη συζήτηση της έφεσης ματαιωμένη.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ  την από 10.4.2024 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2024) αίτηση αναστολής εκτέλεσης.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 10 Μαρτίου 2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ