Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 238/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης   238/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, τον οποίο όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και από τη Γραμματέα Ε.Δ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ

Των εκκαλούντων: 1) ………. 2) …………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους, Άννα Κουτσαντώνη,

Της εφεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……….» και τον διακριτικό τίτλο  “………….”, με έδρα την Αθήνα, …………, υπό την ιδιότητά της ως μη δικαιούχου και μη υπόχρεου διαδίκου και ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία “………..”, με έδρα το ……. Ιρλανδίας, …………, η οποία ενεργεί ως ειδική διάδοχος των απαιτήσεων της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..» που εδρεύει στην Αθήνα, όπως νόμιμα εκπροσωπείται και η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αντώνιο Πετρουτσά [ΔΕ ΚΑΣΣΑΡΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ- ΤΖΑΝΟΣ ΦΩΤΙΟΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ] με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

Οι νυν εκκαλούντες άσκησαν κατά της νυν εφεσίβλητης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, την από 27.10.2023  (με Γ.Α.Κ. …../2023 και Ε.Α.Κ. ……/2023) ανακοπή τους, κατόπιν δε συζητήσεως αυτής  ερήμην των ανακοπτόντων, εκδόθηκε η 740/2024 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών) που απέρριψε την ανακοπή.

Οι ανακόπτοντες προσέβαλαν την ανωτέρω οριστική απόφαση με την από 16-4-2024 έφεσή τους, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, στις 16.4.2024 με Γ.Α.Κ. …./2024 και Ε.Α.Κ. …./2024. Επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως κατατέθηκε αυθημερόν στη Γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2024 και Ε.Α.Κ. ……/2024, οπότε ορίσθηκε δικάσιμος η 7.11.2024 και μετ’ αναβολή η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος και γράφτηκε στο πινάκιο. Στο ίδιο δικόγραφο οι εκκαλούντες σώρευσαν και αίτηση αναστολής της εκτέλεσης κατ’ άρθρο 938 παρ.2 ΚΠολΔ με αίτημα χορήγησης προσωρινής διαταγής.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η έφεση εκφωνήθηκε με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, η πληρεξούσια δικηγόρος των εκκαλούντων, αφού έλαβε τον λόγο, αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε, ο δε πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της με τις προτάσεις που προκατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 524 παρ. 1 και 2 και 528 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η προφορική συζήτηση ενώπιον των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων είναι υποχρεωτική μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε από το διάδικο που δικάστηκε στον πρώτο βαθμό ερήμην, οπότε, με την τυπική παραδοχή της έφεσης, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, εξαφανίζεται η πρωτόδικη απόφαση μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, χωρίς να απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της έφεσης και αναδικάζεται η υπόθεση από το Εφετείο, η συζήτηση ενώπιον του οποίου γίνεται πλέον προφορικά. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή, που είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση ενώπιον του Εφετείου, δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και έτσι δεν είναι επιτρεπτή η παράσταση κατά τη συζήτηση με κοινή δήλωση των διαδίκων, που υπογράφεται από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, ή με δήλωση του ενός ή ορισμένων μόνο πληρεξουσίων ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση. Η απαγόρευση της παράστασης με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου στην περίπτωση του άρθρου 528 ΚΠολΔ ισχύει όχι μόνο για το διάδικο, ο οποίος δικάστηκε στον πρώτο βαθμό ερήμην, αλλά και για τον αντίδικο του, ο οποίος κανονικά είχε παραστεί στον πρώτο βαθμό. Τούτο σαφώς προκύπτει από τις προαναφερόμενες διατάξεις, γιατί διαφορετικά, χωρίς δηλαδή την πραγματική παράσταση όλων των διαδίκων, προφορική συζήτηση δε νοείται, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα της εκατέρωθεν ακρόασης και της κατ` αντιδικία συζήτησης της υπόθεσης (άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος), αλλά και για να εξασφαλίζεται η ισότητα των όπλων (άρθρο 110 ΚΠολΔ) και η αρχή της δίκαιης δίκης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (ΑΠ 491/2023, ΑΠ 286/2023, ΑΠ 131/2022, ΑΠ 635/2020, ΑΠ 1478/2019, ΑΠ 476/2017 στην ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 271, 272 παρ. 1 και 524 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, αν ο εφεσίβλητος δεν εμφανιστεί ή δεν λάβει μέρος κανονικά στη συζήτηση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει υποχρέωση να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως, αν αυτός κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν κατά τη συζήτηση της έφεσης ερημοδικεί ο εφεσίβλητος, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών, εφόσον ο ίδιος επέσπευσε τη συζήτηση ή κλήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα να παραστεί σε αυτή. Αν ο εφεσίβλητος δεν κλητεύθηκε ή δεν κλητεύθηκε νομίμως ή εμπροθέσμως, το δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση. Σε περίπτωση, επομένως, ερημοδικίας του εφεσίβλητου, η διαδικασία ως προς την έφεση, προχωρεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 4 εδ. α` ΚΠολΔ, σαν να ήταν και αυτός παρών, ενώ το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης, τις προτάσεις που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη από το διάδικο που δεν εμφανίσθηκε, καθώς και τα πρακτικά και τις εκθέσεις που λήφθηκαν κατ’ αυτή, τα οποία είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει μέσα σε πέντε ημέρες από τη συζήτηση ο παριστάμενος διάδικος, διαφορετικά κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση (ΜονΕφΑθ 82/2020, ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΑθ 748/2020, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 351/2021, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 246/2020, ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠειρ 279/2015, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 389/2015, ΤΝΠ Νόμος).

Η νομίμως φερόμενη μετ’ αναβολή από το πινάκιο προς συζήτηση από την αρχική δικάσιμο της 7.11.2024 κατά τις διατάξεις των άρθρων 226 παρ.4 και 498 παρ.2 ΚΠολΔ, από 16.4.2024 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2024 και Ε.Α.Κ. …./2024 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2024 και Ε.Α.Κ. ……/2024) έφεση των …. και ……. κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “…………» ως μη δικαιούχου και μη υπόχρεου διαδίκου και διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία “…….” προς εξαφάνιση της 740/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών), που δικάζοντας την από 27.10.2023 (με Γ.Α.Κ. …./2023 και Ε.Α.Κ. …../2023) ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ των νυν εκκαλούντων κατά της νυν εφεσίβλητης, ερήμην των πρώτων ως ανακοπτόντων, απέρριψε αυτή, αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 περ.α’ ΚΠολΔ εισάγεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου με την ίδια ως πρωτοδίκως ειδική διαδικασία κατ’ άρθρο 591 παρ.7 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, οι ανακόπτοντες είχαν ασκήσει κατά της καθ’ης η ανακοπή την ως άνω από 27.10.2023 ανακοπή τους, αιτούμενοι για τους λόγους που ανέπτυσσαν, την ακύρωση της υπ’ αριθ. ………../15.9.2023 κατασχετήριας έκθεσης του δικ. επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …….., με την οποία εκτίθετο με επίσπευση της καθ’ης και δυνάμει του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθ. ……../2022 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, σε δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό ακίνητο συνιδιοκτησίας τους με ΚΑΕΚ …………… στη νήσο Αίγινα. Κατά τη συζήτηση της ανακοπής, οι ανακόπτοντες δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, οπότε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη του ότι αυτοί (οι ανακόπτοντες) επέσπευσαν τη συζήτηση της υπόθεσης, εφαρμόζοντας τη διάταξη του άρθρου 272 παρ.2 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 591 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, απέρριψε κατ’ ουσίαν την ανακοπή, λόγω ερημοδικίας των ανακοπτόντων. Με την υπό κρίση έφεσή τους ζητούν αφενός να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, αφετέρου επαναφέροντας προς κρίση τον δεύτερο και τον τρίτο εκ των λόγων ανακοπής τους, αφού κρατηθούν αυτοί από το παρόν Δικαστήριο, να γίνουν δεκτοί στην ουσία τους και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης. Στο ίδιο δικόγραφο, οι ανακόπτοντες σωρεύουν αίτηση αναστολής της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης κατ’ άρθρο 938 παρ.2 ΚΠολΔ, πιθανολογώντας την ευδοκίμηση της έφεσής τους και επικαλούμενοι επικείμενο κίνδυνο καθώς λόγω της επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της κύριας κατοικίας τους κινδυνεύουν να μείνουν άστεγοι κι έτσι να υποστούν ανεπανόρθωτη βλάβη, αφού δεν έχουν πια εισοδήματα και ο δεύτερος αντιμετωπίζει πρόβλημα υγείας, οπότε ζητούν να ανασταλεί προσωρινά και μέχρι την έκδοση απόφασης επί της παρούσας έφεσης η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης και ειδικότερα η εκτέλεση της υπ’ αρ. ………/15.9.2023 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικ. επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ………., εταίρου της Αστικής Επαγγελματικής Εταιρείας Δικαστικών Επιμελητών «……………..» και κάθε μεταγενέστερη συναφής πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης, ήτοι και αυτού τούτου του πλειστηριασμού. Επίσης, ζήτησαν και τους χορηγήθηκε στις 22.4.2024, προσωρινή διαταγή με την οποία ανεστάλη η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης έως τη συζήτηση της έφεσης και υπό τον όρο συζήτησης αυτής στις 7.11.2024, χωρίς εγγύηση ή άλλο όρο, όπως η προσωρινή διαταγή διατηρήθηκε από την αρχική δικάσιμο μέχρι τη αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας μετ’ αναβολή δικάσιμο, τέλος δε ο δικαστής αυτού του Δικαστηρίου διατήρησε αυτή μέχρι την έκδοση απόφασης επί της υπό κρίση εφέσεως κατ’ άρθρο 938 παρ.3 ΚΠολΔ.

Όσον αφορά την υπό κρίση έφεση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος δικαστηρίου, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας μετ’ αναβολή δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα από τη σειρά του οικείου πινακίου, η εφεσίβλητη- καθ’ης η ανακοπή παραστάθηκε με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της, …….., κατά το άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ενώ οι εκκαλούντες εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο τους, ……………. Σύμφωνα, όμως, με τα εκτιθέμενα στην προηγηθείσα  μείζονα σκέψη, εφόσον η έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε από τους διαδίκους που δικάστηκαν στον πρώτο βαθμό ερήμην, είναι υποχρεωτική ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου η προφορική συζήτηση της υπόθεσης και δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ για κανένα από τους διαδίκους. Επομένως, δεν επιτρέπεται παράσταση ούτε της εφεσίβλητης, καίτοι αυτή παρέστη στον πρώτο βαθμό κανονικά, με δήλωση, η δε υποβολή τέτοιας δηλώσεως από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της συνιστά μη προσήκουσα παράστασή της, με δικονομική συνέπεια την ερημοδικία της. Περαιτέρω, από την προσκομιζόμενη από τους εκκαλούντες υπ’ αρ. …………./23.4.2024 έκθεση επίδοσης της δικ. επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών, ……….. προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της ένδικης εφέσεως, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτηση στην αρχική δικάσιμο της 7.11.2024, από την οποία νομίμως εκ του πινακίου αναβλήθηκε η υπόθεση για τη δικάσιμο της 3.4.2025, οπότε θεωρείται πλασματικώς κλητευθείσα η εφεσίβλητη, επιδόθηκε, κατόπιν έγγραφης παραγγελίας της ως άνω πληρεξούσιας δικηγόρου των εκκαλούντων στην εφεσίβλητη νόμιμα κατ’ άρθρο 129 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 498 παρ.2 ίδιου Κώδικα. Επομένως, η εφεσίβλητη θα δικασθεί ερήμην, πλην όμως η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν κι αυτή παρούσα κατ’ άρθρο 524 παρ.4 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, όμως, οι εκκαλούντες δεν προσκόμισαν μέσα σε πέντε ημέρες από τη συζήτηση της εφέσεώς τους, ως όφειλαν κατ’ άρθρο 524 παρ.4 τελ. εδ. ΚΠολΔ, τις προτάσεις της αντιδίκου τους που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη και τα πρακτικά συζήτησης της ανακοπής στον πρώτο βαθμό, ούτε άλλωστε γίνεται επίκληση αυτών με τις προτάσεις τους, με αποτέλεσμα να πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της εφέσεως. Σε ό,τι αφορά όμως τη σωρευόμενη στο ίδιο δικόγραφο αίτηση αναστολής εκτέλεσης του άρθρου 938 παρ.2 ΚΠολΔ, αυτή αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά τις αμέσως ανωτέρω διατάξεις (όπως το άρθρο 938 παρ.2 ΚΠολΔ ισχύει, μετά τη γενόμενη τροποποίησή του με το ν.4842/2021, που τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω, λόγω του χρόνου επιδόσεως της επιταγής προς πληρωμή που επιδόθηκε στους ανακόπτοντες και ήδη αιτούντες στις 14.6.2023) για να δικασθεί με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί παραδεκτά δεδομένου ότι κατατέθηκε, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, την 16.4.2024 κι επιδόθηκε την ίδια ημέρα στην καθ’ης (βλ. την υπ’ αριθ. …../16.4.2024 έκθεση επίδοσης της δικ. επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών …………….), δηλαδή τουλάχιστον πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν την καθορισθείσα ημέρα του πλειστηριασμού στις 24.4.2024, ομοίως, δε, παραδεκτά ασκήθηκε και η έφεση, στο πλαίσιο της οποίας ζητείται η ένδικη αναστολή, καθώς και αυτή έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, ήτοι προ πάσης επιδόσεως της εκκαλουμένης κατ’ άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ και με την κατάθεση του προβλεπομένου, από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, παράβολου, προκειμένου να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος. Επιπλέον η ένδικη ανακοπή, στους δεύτερο και τρίτο λόγους της οποίας στηρίζεται η υπό κρίση αίτηση αναστολής, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 934 παρ.1α ΚΠολΔ, δεδομένου ότι οι επικαλούμενοι λόγοι αφορούν την κατασχετήρια έκθεση, καθώς η ένδικη ανακοπή κατατέθηκε στις 27.10.2023 και ολοκληρώθηκε η άσκησή της με την επίδοσή της στην καθ’ης την 30.10.2023 (βλ. την υπ’ αριθ. …../30.10.2023 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …….. .) εντός της προθεσμίας των 45 ημερών από την επίδοση της κατασχετήριας έκθεσης στους ανακόπτοντες στις 15.9.2023 (βλ. την σχετική επισημείωση στην προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του δικ. επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …………). Περαιτέρω, όπως προεκτέθηκε κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο, η καθ’ης η αίτηση εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ………… με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, ενώ οι αιτούντες εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού από την πληρεξούσια δικηγόρο της, …………….. Ωστόσο, επειδή στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. του ΚΠολΔ), που εφαρμόζεται για την εκδίκαση της προκείμενης αίτησης αναστολής του άρθρου 938 παρ.2 ΚΠολΔ, η συζήτηση είναι προφορική, δεν προβλέπεται δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ κι ως εκ τούτου η παράσταση με δήλωση δεν είναι νομότυπη και ο εκπροσωπούμενος με δήλωση διάδικος θεωρείται απών (βλ. Α. Αλαπάντα σε Απαλαγάκη-Σταματόπουλο, Ο Νέος ΚΠολΔ 1, σελ. 960). Εν προκειμένω, από την προαναφερόμενη προσκομισθείσα από τους εκκαλούντες-αιτούντες υπ’ αρ. ……/23.4.2024 έκθεση επίδοσης της δικ. επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …………….. προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της ως άνω έφεσης, στην οποία σωρεύεται η ένδικη αίτηση αναστολής επιδόθηκε στην καθ’ης με επιμέλεια των αιτούντων νόμιμα κι εμπρόθεσμα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 129 παρ.1 και 498 παρ.2 ΚΠολΔ. Και ναι μεν επί αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων δεν τηρείται πινάκιο, οπότε επιβάλλεται καταρχάς να επιδοθεί η αναβλητική απόφαση του Δικαστηρίου στον αντίδικο για τη μετ’ αναβολή δικάσιμο, με κλήση του να προσέλθει σε αυτή για να συζητήσει την σχετική αίτηση, πλην όμως δεδομένου ότι κατ’ άρθρο 938 παρ.2 ΚΠολΔ, η αίτηση αναστολής υποβάλλεται με το ένδικο μέσο ή τις προτάσεις, εφόσον για το ένδικο μέσο τηρείται πινάκιο κι εφαρμόζονται για τον προσδιορισμό δικασίμου οι διατάξεις του άρθρου 226 ΚΠολΔ κι επομένως η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο στη μετ’ αναβολή δικάσιμο ισχύει ως πλασματική κλήτευση των διαδίκων κατά το εδάφιο 4 του παραπάνω άρθρου, η διάταξη αυτή θα εφαρμοστεί και για την σωρευόμενη στο δικόγραφο της έφεσης, αίτηση αναστολής του άρθρου 938 παρ.2 ΚΠολΔ. Επομένως, η καθ’ης η αίτηση θεωρείται ότι έχει κλητευθεί νόμιμα και στη μετ’ αναβολή δικάσιμο. Ως εκ τούτου, λόγω της μη προσήκουσας παράστασής της δικάζεται ερήμην, πλην όμως η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν κι αυτή παρούσα κατ’ άρθρο 686 παρ.7 ΚΠολΔ.

Ακολούθως, στην ένδικη αίτησή τους οι αιτούντες-εκκαλούντες ιστορούν ότι με επίσπευση της καθ’ης- εφεσίβλητης δυνάμει της από 9.6.2023 έγγραφης εντολής κάτω από ακριβές αντίγραφο του α’ εκτελεστού απογράφου της υπ’ αρ. ………./2022 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατασχέθηκε αναγκαστικά το ακίνητο ιδιοκτησίας τους, που αποτελεί και την κατοικία τους, το οποίο βρίσκεται στη θέση …. του καταργημένου οικισμού «………..» της κτηματικής περιφέρειας του δημοτικού διαμερίσματος Αίγινας του Δήμου Αίγινας, συνταγείσας της υπ’αρ. …../15.9.2023 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικ. επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών …………., για ποσό 142.728,63 ευρώ πλέον των νόμιμων τόκων και εξόδων της εκτέλεσης, προκειμένου να εκπλειστηριασθεί αναγκαστικά, μέσω των ηλεκτρονικών συστημάτων πλειστηριασμού, στις 24.4.2024, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αίγινας ………… Ότι κατά της παραπάνω έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, οι αιτούντες άσκησαν νόμιμα κι εμπρόθεσμα ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την προαναφερόμενη από 27.10.2023 ανακοπή τους κατά της καθ’ης η αίτηση-εφεσίβλητης, για τη συζήτηση της οποίας ορίσθηκε δικάσιμος η 9.2.2024, πλην όμως τον Δεκέμβριο του 2024 (προφανώς εννοούν του 2023), ο πρώτος αιτών διαγνώστηκε με πολλαπλό μυέλωμα και άμεσα εισήχθη προς θεραπεία, με αποτέλεσμα να μην ασχοληθούν με την ανακοπή τους και να ερημοδικασθούν, εκδοθείσας της 740/2023 απόφασης του παραπάνω Δικαστηρίου, η οποία λόγω της ερημοδικίας τους απέρριψε την ανακοπή, χωρίς να εξετάσει τους λόγους της. Κατόπιν αυτού, άσκησαν κατά της ανωτέρω απόφασης ενώπιον τούτου του Δικαστηρίου την από 16.4.2024 έφεσή τους και επαναφέρουν τους δεύτερο και τρίτο λόγους της ανακοπής τους. Ειδικότερα υποστηρίζουν ότι η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης που ξεκίνησε με την κοινοποίηση σε αυτούς της από 9.6.2023 έγγραφης εντολής κάτω από το ακριβές αντίγραφο του α’ εκτελεστού απογράφου της ως άνω υπ’ αριθ. ………/2022 διαταγής πληρωμής και συνακόλουθα η προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης είναι άκυρη ως καταχρηστική. Ότι το δικαίωμα της εφεσίβλητης να ζητήσει την ικανοποίηση της σε βάρος τους απαίτησης, ποσού 142.000 ευρώ περίπου, κατάσχοντας αναγκαστικά το πιο πάνω ακίνητο, ασκείται προφανώς καταχρηστικά, ήτοι αντιβαίνοντας προφανώς στην καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, δεδομένου ότι η απαίτησή της είναι εξασφαλισμένη στο έπακρο, καθώς η αξία του ακινήτου τους, που αποτελεί τη μόνη κατοικία τους, ανέρχεται σύμφωνα με την εκτίμηση πιστοποιημένων εκτιμητών στο ποσό των 415.000 ευρώ τουλάχιστον, ενώ αντίθετα οι ίδιοι θα υποστούν ανεπανόρθωτη βλάβη από την σε βάρος τους επισπευδόμενη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, καθώς περιήλθαν σε αδυναμία προσωρινής εξυπηρέτησης της οφειλής τους, για τον λόγο αφενός ότι αμφότεροι εργάζονταν στον χώρο της εστίασης, που δέχθηκε τεράστιο πλήγμα με τα υγειονομικά μέτρα που ελήφθησαν εξαιτίας της πανδημίας, οι ίδιοι αυτή τη στιγμή δεν έχουν εισοδήματα, τα οποία όλα είναι σε γνώση της εφεσίβλητης, στην οποία πολλάκις έχουν απευθυνθεί ζητώντας ρύθμιση της οφειλής, για την υπέρβαση αυτής της πρόσκαιρης δυσκολίας τους, ώστε η επιδίωξη της ικανοποίησης της απαίτησής της στον συγκεκριμένο χρόνο, και ενώ είναι πλήρως εξασφαλισμένη η απαίτησή της, είναι όλως δυσανάλογη, καθώς οι αιτούντες θα στερηθούν την κατοικία τους, όπου παρά το διαζύγιό τους, λόγω και της σοβαρότατης ασθένειας του δεύτερου, συνοικούν, ώστε εάν δεν είχαν ερημοδικασθεί, η εκκαλούμενη θα είχε εξετάσει στην ουσία τους δεύτερο και τρίτο λόγους ανακοπής και θα τους είχε δεχθεί. Επειδή συντρέχει επικείμενος κίνδυνος να εκπλειστηριαστεί η πιο πάνω μόνη κατοικία τους, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν οι ίδιοι να υποστούν ανεπανόρθωτη βλάβη, ιδίως επειδή ο πρώτος αντιμετωπίζει το πιο πάνω σοβαρό πρόβλημα υγείας, απειλητικό για τη ζωή του και θα υποβληθεί στην αρχή του θέρους του  2024 σε μεταμόσχευση μυελού, παρά δε τις προσπάθειες που έχουν γίνει για ρύθμιση της οφειλής, η εφεσίβλητη δεν συναινεί, ούτε προτείνει λύση που μπορεί να υλοποιηθεί ή έστω να υποβάλλει την οποιαδήποτε πρόταση για καταβολή οποιουδήποτε ποσού με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να μείνουν άστεγοι, επιπλέον δε πιθανολογούν την ευδοκίμηση της ένδικης εφέσεώς τους, ζητούν την αναστολή της πιο πάνω διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης και αυτού τούτου του αναγκαστικού πλειστηριασμού μέχρι την έκδοση απόφασης επί της παρούσας εφέσεως.

Το Δικαστήριο τούτο, ανεξαρτήτως των όσων προσθέτουν οι αιτούντες-εκκαλούντες στην αίτηση αναστολής οφείλει να κρίνει επί των λόγων ανακοπής που επαναφέρουν με την έφεση, ως είχαν διατυπωθεί στο δικόγραφο της ένδικης ανακοπής τους. Με τον δεύτερο λόγο ανακοπής τους οι νυν αιτούντες υποστήριξαν ότι η προσβαλλόμενη κατάσχεση επιβλήθηκε κατά κατάχρηση δικαιώματος κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, λόγω της δυσαναλογίας του ποσού της κατάσχεσης με την εκτιμηθείσα αξία του ακινήτου τους, με αποτέλεσμα τούτο να εμφανίζεται ως μέτρο εξαιρετικής σκληρότητας γι’ αυτούς, ανεξαρτήτως εάν υπάρχουν άλλα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, τα οποία θα μπορούσαν να κατασχεθούν. Ότι ειδικότερα, το κατασχεθέν ακίνητο ιδιοκτησίας τους, που μάλιστα συνιστά το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο και την κύρια κατοικία της πρώτης εξ αυτών, εκτιμώμενης εμπορικής αξίας κατά την προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης 415.000 ευρώ, έχει κατασχεθεί αναγκαστικώς από την καθ’ης για το ποσό των 142.728,63 ευρώ με βάση το α’ εκτελεστό απόγραφο της ως άνω υπ’ αρ. …./2022 διαταγής πληρωμής, για να εκπλειστηριασθεί αναγκαστικά με τιμή πρώτης προσφοράς τις 415.000 ευρώ ενώπιον της συμβολαιογράφου Αίγινας ……………. στις 24.4.2024, πλην όμως η αμέσως παραπάνω εμπορική του αξία βρίσκεται σε προφανή δυσαναλογία με το προδιαληφθέν εκτελούμενο ποσό των 142.728,63 (μόλις το 1/3 της αξίας του ακινήτου), που αποτελεί την απαίτηση της εταιρείας ειδικού σκοπού “……….”, ειδικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας «………………» και της οποίας διαχειρίστρια τυγχάνει η καθ’ης. Ότι συνεπώς η ένδικη αναγκαστική κατάσχεση τυγχάνει σύμφωνα με το άρθρο 281 ΑΚ καταχρηστική ως αντιβαίνουσα στα χρηστά συναλλακτικά ήθη και στην αντικειμενική καλή πίστη, διότι παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, δηλαδή θεωρείται ως ένα υπερβολικά επαχθές μέτρο συγκριτικά με τον σκοπό που επιδιώκεται. Ο λόγος αυτός πιθανολογείται ότι θα απορριφθεί ως μη νόμιμος από το Δικαστήριο που θα δικάσει κατ’ έφεση την ένδικη ανακοπή. Ειδικότερα,  από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281ΑΚ, 116 και 933 ΚΠολΔ, 20 § 1 και 25 § 3 του Συντάγματος συνάγεται ότι άσκηση ουσιαστικού δικαιώματος, που ανήκει στο δημόσιο δίκαιο, αποτελεί και η μέσω αναγκαστικής εκτελέσεως πραγμάτωση της απαίτησης του δανειστή. Επομένως, λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ μπορεί να αποτελέσει και η αντίθεση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως στα αντικειμενικά όρια του άρθρου 281 ΑΚ και η εντεύθεν ακυρότητα της εκτελέσεως, ήτοι και όταν υφίσταται προφανής δυσαναλογία μεταξύ του χρησιμοποιούμενου μέσου και του επιδιωκόμενου σκοπού, ασκούμενου του σχετικού δικονομικού δικαιώματος με κακοβουλία, κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη ή την καλή πίστη (ΑΠ 724/2017, ΑΠ 893/2008 www.areiospagos.gr). Περαιτέρω, οι πράξεις του υπόχρεου και η διαμορφωθείσα υπέρ αυτού κατάσταση πραγμάτων, είναι αναγκαίο να τελούν σε αιτιώδη σχέση προς την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως, τις συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά δεν συγχωρείται να επικαλεσθεί ο υπόχρεος προς απόκρουση του δικαιώματος (Ολ. ΑΠ 62/1990, ΑΠ 563/2003 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠειρ 90/2025 στην ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, η αρχή της αναλογικότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 25 παρ. 3 του Συντάγματος θέτει όρια τα οποία απαγορεύουν τη χρήση μέσων εκτέλεσης, άρα και την επιχείρηση των σχετικών πράξεων εκτέλεσης, όταν τα μέσα αυτά δεν είναι κατάλληλα για να επιτύχουν τον σκοπό της εκτελεστικής διαδικασίας (αρχή της καταλληλότητας), όταν δεν είναι αναγκαία επειδή υπάρχει άλλο ηπιότερο μέσο (αρχή της αναγκαιότητας ή του ηπιότερου μέσου) και τρίτον όταν προκαλούν ζημία που είναι δυσανάλογα μεγάλη και επιβαρυντική για τον θιγόμενο, γιατί τα ωφελήματα που επιδιώκει ο επισπεύδων με τις πράξεις εκτέλεσης δεν βρίσκονται σε αρμόζουσα λογική ακολουθία με τις αρνητικές επιπτώσεις του για τον καθ’ ου η εκτέλεση (αρχή αναλογικότητας υπό στενή έννοια – ΟλΑΠ 43/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, οι πράξεις κατάσχεσης και πλειστηριασμού περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη παραβιάζουν την αρχή της αναγκαιότητας ή του ηπιότερου μέσου, όταν η αξίωση του δανειστή είναι δυνατό να ικανοποιηθεί με άλλο μέσο ασυγκρίτως ηπιότερο για τον οφειλέτη, όπως με κατάσχεση άλλων περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, η αξία των οποίων είναι μικρότερη του αρχικά κατασχεθέντος στοιχείου, αξία βέβαια που καλύπτει την αξίωση του δανειστή, οπότε η επιδίωξη ικανοποίησης αυτής με κατάσχεση περιουσιακού στοιχείου δυσανάλογης αξίας με την απαίτηση και με ζημία του οφειλέτη είναι άκυρη ως καταχρηστική, ενώ οι πράξεις κατάσχεσης και πλειστηριασμού περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας υπό στενή έννοια, όταν εμφανίζονται ως μέτρα εξαιρετικής σκληρότητας για τον συγκεκριμένο οφειλέτη, τα οποία υπερβαίνουν τα ανεκτά όρια της θυσίας του, ενώ ταυτόχρονα η απαίτηση που εκτελείται είναι μικρής αξίας και, συνεπώς, έκδηλη η μεγάλη δυσαναλογία μεταξύ του μέσου εκτέλεσης και του σκοπού για τον οποίο αυτό επιβάλλεται. Μάλιστα, η ακυρότητα των εν λόγω πράξεων εκτέλεσης επέρχεται έστω και αν δεν υπάρχουν άλλα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη τα οποία θα μπορούσαν να κατασχεθούν (ΑΠ 2069/2007 δημ. στην επίσημη ιστοσελίδα του ΑΠ, Κ. Μπότσαρης Η αρχή της διαθέσεως στην αναγκαστική εκτέλεση εκδ. 2017 σελ. 138-142). Επιπλέον δε μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος κατά την παραπάνω διάταξη, παρά μόνο αν το γεγονός αυτό μπορεί να συνδυαστεί και με άλλες περιστάσεις, όπως λ.χ. όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει, όταν ο δανειστής, όπως έχει το δικαίωμα από τη σύμβαση, αποφασίζει να εισπράξει την απαίτησή του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας (διαχείρισης) αυτός μπορεί να αποφασίζει, εκτός αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, υπάρχει υπέρβαση και, μάλιστα, προφανής, των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 333/2019, ΑΠ 1352/2011, ΑΠ 1472/2004, ΕφΠειρ 54/2024, ΕφΠειρ 252/2024, ΕφΑιγ 1/2022, ΕφΛαρ[Μον] 507/2019, ΕφΑθ 5/2018, ΕφΑθ 535/2018, ΕφΘεσ 473/2017, ΕφΛαρ 17/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, όπου παραπέμπει η ΜονΕφΔωδ 261/2024 στην ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, αν υποτεθούν αληθή τα διαλαμβανόμενα στον δεύτερο λόγο της ένδικης ανακοπής, η αναγκαστική κατάσχεση του μοναδικού περιουσιακού στοιχείου και κύριας κατοικίας της πρώτης ανακόπτουσας στην Αίγινα, της οποίας συγκύριοι είναι αμφότεροι οι ανακόπτοντες, εκτιμώμενης εμπορικής αξίας κατά την έκθεση κατάσχεσης 415.000 ευρώ για απαίτηση της επισπεύδουσας ύψους 142.728,63 ευρώ δεν συνιστά κατάχρηση δικαιώματος, λόγω της δυσαναλογίας του ποσού της παραπάνω απαίτησης σε σχέση με την αξία του ακινήτου, καθώς η αναλογία 1 προς 3 που επικαλούνται οι ανακόπτοντες, εφόσον δεν υφίστανται άλλα περιουσιακά στοιχεία των ανακοπτόντων που μπορούν να καλύψουν με την εκπλειστηρίασή τους την παραπάνω οφειλή, δεν συνιστά λόγο να μην προχωρήσει η αναγκαστική εκτέλεση. Ούτε άλλωστε η επισπεύδουσα την εκτέλεση, κατά τα κρατούντα συναλλακτικά ήθη, οφείλει να αναμείνει να αυξηθούν οι οφειλόμενοι τόκοι υπερημερίας, ώστε η συνολική της απαίτηση έναντι των ανακοπτόντων να φτάσει σε μία μεγαλύτερη αναλογία π.χ. 1 προς 2 ως προς την αξία του ως άνω ακινήτου πριν ξεκινήσει σε βάρος τους διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης. Εν κατακλείδι, η κατάσχεση του ακινήτου των ανακοπτόντων για την ικανοποίηση της παραπάνω απαίτησης της επισπεύδουσας δεν αποτελεί υπερβολικά επαχθές μέτρο συγκριτικά με τον σκοπό που επιδιώκεται.

Περαιτέρω, με τον τρίτο λόγο της ανακοπής τους που επαναφέρουν με την από 16.4.2024 έφεσή τους, οι ανακόπτοντες υποστηρίζουν ότι τυγχάνουν εν διαστάσει σύζυγοι, ότι το κατασχεθέν ακίνητο αποτελεί, ως προελέχθη, το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο και την κύρια και μοναδική κατοικία της πρώτης εξ αυτών, όπου και μετοίκησε μετά τον χωρισμό της από τον δεύτερο ανακόπτοντα. Ότι εάν εντέλει εκπλειστηριασθεί, θα μείνει άστεγη, καθώς το εισόδημά της δεν της επιτρέπει να προβεί σε μίσθωση άλλης κατοικίας, μια και τα εισοδήματά της είναι μηδενικά. Ότι ο δεύτερος εκμισθώνει σε τρίτους το ποσοστό του στο ως άνω ακίνητο για να εξασφαλίσει τα προς το ζην, ενώ η υπόλοιπη ακίνητη περιουσία του συνίσταται σε αγρούς με παλαιά κτίσματα στο Δήμο ……. Αργολίδας με μικρή εμπορική αξία και χαμηλό αγοραστικό ενδιαφέρον, ενώ αναποδιές που προέκυψαν στην επαγγελματική του ζωή τον έχουν καταστήσει άνεργο κι έτσι αμφότεροι αδυνατούν να εξασφαλίσουν τα προς το ζην. Ότι έπειτα, η καθ’ης δεν επιχείρησε να τους προτείνει ποτέ λύσεις για τη ρύθμιση των χρεών τους, αντιθέτως προέβη αμέσως στην κατάσχεση της περιουσίας τους, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, έχει αξία 415.000 ευρώ και προφανώς αποτελεί δέλεαρ για εκείνη, δίχως να υπολογίζει πως ασχέτως εμπορικού ενδιαφέροντος, πρόκειται για την οικία της πρώτης ανακόπτουσας. Ότι κατόπιν των ανωτέρω, το Δικαστήριο θα πρέπει να κρίνει ότι η άσκηση του συγκεκριμένου δικαιώματος από την καθ’ης υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Ωστόσο και ο λόγος αυτός πιθανολογείται ότι θα απορριφθεί ως μη νόμιμος από το Δικαστήριο που θα δικάσει κατόπιν της ως άνω εφέσεως την ένδικη ανακοπή. Καταρχάς μόνο το γεγονός ότι  επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση κατά της κύριας κατοικίας της ανακόπτουσας που συνιστά και μοναδικό περιουσιακό της στοιχείο δεν καθιστά αυτή χωρίς άλλο καταχρηστική, δεδομένου ότι η προστασία της πρώτης κατοικίας έχει αποτελέσει αντικείμενο ρητών νομοθετικών προβλέψεων (αρχικά του ν. 3869/2010, εν συνεχεία του ν. 4605/2019, έπειτα του ν. 4714/2020 και ακολούθως του ν. 4738/2020), ώστε δεν είναι δυνατό, μέσω της κατασκευής της καταχρηστικότητας δικαστικά να παρακαμφθεί η σαφής νομοθετική βούληση περί προστασίας της πρώτης κατοικίας αποκλειστικά και μόνο στο πλαίσιο του κάθε φορά ισχύοντος ειδικού νομοθετικού καθεστώτος, οδηγώντας ταυτόχρονα σε ευμενέστερη θέση τους οφειλέτες, οι οποίοι δεν πληρούν τα κριτήρια ένταξης στους ανωτέρω νόμους  (ΜονΕφΠειρ 54/2024 στην ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΑνΚρ 19/2024 και ΜονΕφΑνΚρ 10/2023 στην ΤΝΠ Νόμος). Ούτε η επίκληση της ανεργίας του δεύτερου ανακόπτοντος καθιστά καταχρηστική την αναγκαστική κατάσχεση εκ μέρους της δανείστριας του παραπάνω ακινήτου συνιδιοκτησίας των ανακοπτόντων, προκειμένου τούτο να εκπλειστηριασθεί και να ικανοποιήσει αυτή την απαίτησή της από το πλειστηρίασμα, αφού οι αναποδιές στην επαγγελματική ζωή συνιστούν κινδύνους που αναλαμβάνει ο κάθε εργαζόμενος και δεν επιρρίπτονται στους δανειστές τους παρά μόνο υπό τις ειδικές προϋποθέσεις και τις διαδικασίες που προβλέπει ο νομοθέτης για την απαλλαγή των οφειλετών και όχι υπό τη γενική επίκληση του άρθρου 281 ΑΚ. Τέλος, δεν καθίσταται καταχρηστική η αναγκαστική κατάσχεση του ακινήτου των ανακοπτόντων από την καθ’ης, επειδή αυτή δεν πρότεινε ποτέ λύσεις για τη ρύθμιση των χρεών των ανακοπτόντων αλλά προέβη αμέσως στην κατάσχεση του ακινήτου τους, αξίας 415.000 ευρώ, αφενός γιατί η καθ’ης η ανακοπή δεν είχε τέτοια υποχρέωση, αφετέρου γιατί οι ανακόπτοντες υποστηρίζουν με τον παραπάνω λόγο ανακοπής, η πρώτη ότι έχει μηδενικά εισοδήματα, ο δεύτερος ότι διαθέτει κατά τα λοιπά μικρής εμπορικής αξίας και χαμηλού αγοραστικού ενδιαφέροντος ακίνητη περιουσία στο Δήμο …….. Αργολίδας και δη αγρούς με παλαιά κτίσματα, ενώ ο ίδιος τυγχάνει άνεργος και ότι έτσι αμφότεροι αδυνατούν να εξασφαλίσουν τα προς το ζην, με αποτέλεσμα ο σχετικός ισχυρισμός τους περί ρύθμισης οφειλής να καθίσταται αόριστος, αφού δεν προσδιορίζουν πως με μηδενικά εισοδήματα θα μπορούσαν να ανταποκριθούν σε οποιαδήποτε συμφωνία ρύθμισης της οφειλής τους, απεναντίας δε τυχόν ρευστοποίηση μέσω πλειστηριασμού του παραπάνω κατασχεθέντος ακινήτου τους θα μπορούσε να τους εξασφαλίσει από το υπόλοιπο του πλειστηριάσματος, μετά την ικανοποίηση της απαίτησης της καθ’ης, ικανό κεφάλαιο για να αντιμετωπίσουν τις στεγαστικές και τις άλλες βιοτικές ανάγκες τους. Δεδομένου, λοιπόν, ότι δεν πιθανολογείται η ευδοκίμηση κάποιου από τους προβαλλόμενους με την από 16.4.2024 έφεση λόγους της από 27.10.2023 ανακοπής των αιτούντων, οπότε παρέλκει η εξέταση της συμπλεκτικά σωρευμένης προϋπόθεσης της συνδρομής στο πρόσωπό τους της ανεπανόρθωτης βλάβης, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση από 16.4.2024 αίτηση αναστολής εκτέλεσης. Δικαστικά έξοδα δεν επιβάλλονται σε βάρος των αιτούντων από την απόρριψη της αίτησής τους, καθώς η καθ’ης η αίτηση δεν παρέστη προσηκόντως και δικάσθηκε ερήμην, οπότε δεν λαμβάνεται υπόψη τυχόν αίτημά της για επιδίκαση δικαστικών εξόδων.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει την από 16.4.2024 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2024 και Ε.Α.Κ. …../2024 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2024 και Ε.Α.Κ. ……/2024) έφεση και τη σωρευόμενη σε αυτή αίτηση αναστολής εκτέλεσης του άρθρου 938 παρ.2 ΚΠολΔ ερήμην της εφεσίβλητης- καθ’ης η αίτηση.

Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της έφεσης.

Απορρίπτει την από 16.4.2024 αίτηση αναστολής εκτέλεσης.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 23.4.2025.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ