ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 239/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, τον οποίο όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και από τη Γραμματέα Ε.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ
Της εκκαλούσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………..» και τον διακριτικό τίτλο «…………», η οποία έφερε πρότερον την επωνυμία «………….» και τον διακριτικό τίτλο «……………», που εδρεύει στον Δήμο Αθηναίων, οδός ……… (Αρ. Γ.Ε.ΜΗ. ………., Κωδικό Αριθμό Καταχώρισης της σύστασης ….., ΑΦΜ ….. Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών) όπως εκπροσωπείται νόμιμα, αδειοδοτηθείσας νομίμως από την Τράπεζα Ελλάδος δυνάμει της με αριθμό 326/2/17.09.2019 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (ΦΕΚ υπ’ αρ. 3533/20.09.2019), ενεργούσας με την ιδιότητά της ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος, διαχειρίστρια και πληρεξούσια των απαιτήσεων των οποίων δικαιούχος τυγχάνει η αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία “………”, με έδρα το …….. Ιρλανδίας (…………..), όπως εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία κατέστη ειδικός διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….», που εδρεύει στην Αθήνα, δυνάμει της από 21.7.2020 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις στο πλαίσιο άρθρων 10 και 14 του ν. 3156/2003, των άρθρων 455 επ. ΑΚ, μεταξύ των οποίων και η απορρέουσα από την ένδικη έννομη σχέση και η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Κωφό [ΔΕ ΣΙΟΥΦΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ],
Των εφεσίβλητων: 1) …………, 2) ……………, οι οποίοι αμφότεροι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους, Θεοδώρα Μαζαράκη με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.
Οι νυν εφεσίβλητοι άσκησαν κατά της νυν εκκαλούσας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, την από 14.12.2023 (με Γ.Α.Κ. ……/2023 και Ε.Α.Κ. ……./2023) ανακοπή τους, κατόπιν δε συζητήσεως αυτής αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε η 1388/2024 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών) που δέχθηκε την ανακοπή και ακύρωσε την προσβληθείσα έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης.
Η καθ’ης η ανακοπή προσέβαλε την ανωτέρω οριστική απόφαση με την από 24-5-2024 έφεσή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, στις 31.5.2024 με Γ.Α.Κ. …./2024 και Ε.Α.Κ. …../2024. Επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως κατατέθηκε στις 20.6.2024 στη Γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2024 και Ε.Α.Κ. …./2024, οπότε ορίσθηκε δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη δικάσιμο αυτή η έφεση εκφωνήθηκε με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, ο μεν πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας, αφού έλαβε τον λόγο, αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε, η δε πληρεξούσια δικηγόρος των εφεσίβλητων ανέπτυξε τους ισχυρισμούς τους, με τις προτάσεις που προκατέθεσε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 24.5.2024 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2024 και Ε.Α.Κ. …./2024 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2024 και Ε.Α.Κ. …/2024) έφεση της ανώνυμης εταιρείας «……..» ως μη δικαιούχου και μη υπόχρεου διαδίκου, διαχειρίστριας και πληρεξούσιας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία “…………………” κατά των …… και της ……… προς εξαφάνιση της 1388/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών), το οποίο δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων την από 4.12.2023 (με αριθ. κατ. ………../2023) ανακοπή των εφεσίβλητων κατά της εκκαλούσας, δέχθηκε αυτή και ακύρωσε την υπ’ αρ. …./9.11.2023 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικ. επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………., έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ, καθώς η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στην καθ’ης η ανακοπή στις 22.5.2024 (βλ. την από 22.5.2024 επισημείωση του δικ. επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ……….. στο αντίγραφο της εκκαλουμένης που προσκομίζει η εκκαλούσα), αυτή δε άσκησε την έφεσή της στις 31.5.2024, δηλαδή εντός της προβλεπόμενης εκ του νόμου προθεσμίας των τριάντα ημερών από την ως άνω επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Επομένως, η έφεση, η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 περ.1 ΚΠολΔ εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου για να δικασθεί με την ίδια ως πρωτοδίκως ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών κατ’ άρθρο 591 παρ.7 ΚΠολΔ, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ). Εξάλλου, για το παραδεκτό του ένδικου μέσου έχει κατατεθεί κατ’ άρθρο 495 παρ.3 Α στοιχ.β’ ΚΠολΔ το με κωδικό . ……. e- παράβολο του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης ποσού 100 ευρώ, εξοφλημένο (βλ. συνημμένα στο εφετήριο αντίγραφο του ως άνω παράβολου και την από 21.5.2024 βεβαίωση της Εθνικής Τράπεζας περί πληρωμής του).
Με την παραπάνω από 4.12.2023 ανακοπή τους οι νυν εφεσίβλητοι στρεφόμενοι κατά της εκκαλούσας για τους λόγους που ανέπτυσσαν στο ως άνω δικόγραφο, ζητούσαν να ακυρωθεί η υπ’ αρ. …/9.11.2023 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικ. επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ……….., με την οποία επισπευδόταν πλειστηριασμός της κύριας κατοικίας αυτών, ιδιοκτησίας τους, που θα διενεργείτο με ηλεκτρονικά μέσα, στις 19.6.2024, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ………….. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δικάζοντας κατά προτίμηση τον δεύτερο λόγο της ανακοπής με τον οποίο οι ανακόπτοντες υποστήριζαν ότι καταχρηστικά διενεργείται πλειστηριασμός σε βάρος της κύριας κατοικίας τους, ενόψει του ότι εκκρεμεί η εκδίκαση της αίτησής τους σε δεύτερο βαθμό για την υπαγωγή της οφειλής τους στις ρυθμίσεις του ν. 3869/2010, δέχθηκε αυτόν και, παρελκούσης της ανάγκης εξέτασης των υπόλοιπων λόγων ανακοπής, ακύρωσε την προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης. Ειδικότερα, η εκκαλουμένη δέχθηκε μεταξύ άλλων τα εξής: «Από τα έγγραφα που μετ’ επίκληση προσκομίζονται αποδείχθηκαν τα ακόλουθα, κρίσιμα για την ένδικη υπόθεση, πραγματικά περιστατικά: Στις 10-11-2023 η καθ’ης κοινοποίησε στους ανακόπτοντες την υπ’ αριθμ. ……/9-11-2023 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του Δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το πρωτοδικείο Αθηνών, …………με την οποία επισπεύδεται πλειστηριασμός της κύριας και μοναδικής κατοικίας τους στις 19-6-2024, με βάση το υπ. αριθμ. …./2021 πρώτο εκτελεστό απόγραφο της υπ. αριθμ. …../2021 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και 2) Το με αριθμό …./2022 πρώτο εκτελεστό απόγραφο της υπ.αριθμ. ……/2022 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς για ποσό 45.000 ευρώ που αποτελεί μέρος των επιδικασθέντων κεφαλαίων απαίτησης που απορρέει από τις ανωτέρω διαταγές πληρωμής. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο πρώτος ανακόπτων, άσκησε την από 30-1-2022 με αριθμ.κατ. …./2013 αίτηση για την ένταξη της επίδικης οφειλής του στον νόμο 3869/2010 επί της οποίας εκδόθηκε η υπ.αριθμ. 386/2019 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά, η οποία απέρριψε την αίτηση. Κατά της απόφασης αυτής ο ανακόπτων άσκησε την υπ.αριθμ. ………/2019 έφεση, η οποία συζητήθηκε στις 27-9-2023 και εκκρεμεί η έκδοση απόφασης. Επίσης, κατά τη δικάσιμο της 19-4-2021 συζητήθηκε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά η από 13-3-2020 με ΓΑΚ …../2020 και ΕΑΚ/……/2020 αίτηση της δεύτερης ανακόπτουσας με την οποία ζητούσε να ενταχθεί η επίδικη οφειλή της στις διατάξεις του νόμου 3869/2010 και να εξαιρεθεί από την εκποίηση η κύρια κατοικία της. Επί της ανωτέρω αίτησης εκδόθηκε η υπ.αριθμ. 106/2021 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση. Κατά της απόφασης αυτής, η ανακόπτουσα άσκησε την από 20-4-2022 έφεσή της με ΓΑΚ ……/2022 και ΕΑΚ …/2022, η οποία θα συζητηθεί ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικεόυ Πειραιά, επί της οποίας εκκρεμεί η έκδοση απόφασης. Ενόψει της αναβίωσης της εκκρεμοδικίας των αιτήσεων για ένταξη στις διατάξεις του ν. 3869/2010 που επήλθε με την άσκηση των εφέσεων των ανακοπτόντων κατά των ανωτέρω οριστικών αποφάσεων, στα πλαίσια των οποίων θα κριθεί η εξαίρεση ή μη της εκποίησης της κύριας κατοικίας των ανακοπτόντων σε βάρος της οποίας επισπεύδεται εκτέλεση, η καθής ενεργεί καταχρηστικά, δηλαδή κακόβουλα, κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη και την καλή πίστη. Τούτο διότι ενώ τελεί σε γνώση ότι εκκρεμεί η άσκηση των ανωτέρω εφέσεων κατά των απορριπτικών αποφάσεων και ότι σε περίπτωση που ευδοκιμήσουν και γίνουν δεκτές οι εφέσεις, θα εξαιρεθεί κατά άρθρο 9 του ν. 3869/2010 η εκποίηση της κύριας κατοικίας τους και θα οριστούν μηνιαίες καταβολές προς τούτο, μολαταύτα, προβαίνει σε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της μοναδικής κύριας κατοικίας τους. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσία βάσιμος ο κρινόμενος λόγος ανακοπής και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη έκθεσης κατάσχεσης…». Με τον δεύτερο και τον τρίτο λόγο της έφεσής της η εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 281 ΑΚ και κακή εκτίμηση των αποδείξεων από την εκκαλουμένη και ζητεί γι’ αυτό, να γίνει δεκτή η έφεση στο σύνολό της, να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να απορριφθεί η από 14.12.2023 ανακοπή των εφεσίβλητων. Κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, ο ως άνω δεύτερος λόγος ανακοπής- όπως η ανακοπή νομότυπα κι εμπρόθεσμα έχει ασκηθεί εντός της προθεσμίας των σαράντα πέντε ημερών του άρθρου 934 παρ.1 περ.α’ ΚΠολΔ από την επίδοση αντιγράφου της κατασχετήριας έκθεσης στους ανακόπτοντες- δεν είναι νόμιμος και ως τέτοιος έπρεπε να απορριφθεί, έσφαλε δε η εκκαλουμένη που τον δέχθηκε ως νόμιμο και ακολούθως ακύρωσε την προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, κατ’ αποδοχή αυτού. Όπως ορθά προβάλλει η εκκαλούσα, μετά την απόρριψη της αίτησης του οφειλέτη περί υπαγωγής του στο άρθρο 4 παρ.1 του ν. 3869/2010 δεν υπάρχει πλέον εμπόδιο για την αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του από πιστωτή, αφού η τυχόν χορηγηθείσα αναστολή εκτέλεσης με προσωρινή διαταγή θα είχε ως όριο την έκδοση οριστικής απόφασης. Ο νομοθέτης έχει προβλέψει τη δυνατότητα του οφειλέτη, του οποίου η αίτηση για υπαγωγή στις διατάξεις του ν. 3869/2010 απορρίφθηκε πρωτοδίκως να επιτύχει την αναστολή των σε βάρος του μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης και μετά την έκδοση της απορριπτικής απόφασης, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ.2 του ν. 4161/2013 προστέθηκε πέμπτη παράγραφος στο άρθρο 6 του ν. 3869/2010, σύμφωνα με την οποία «Αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης μπορεί να ζητηθεί και μετά την έκδοση της οριστικής απόφασης, εφόσον έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα έφεση από τον οφειλέτη. Η αναστολή χορηγείται εάν πιθανολογείται ότι από την εκτέλεση θα προκληθεί ουσιώδης βλάβη στα συμφέροντα του αιτούντος και ότι θα ευδοκιμήσει η αίτηση. Η χορήγηση της αναστολής επάγεται αυτοδικαίως την απαγόρευση διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη.» Για τη χορήγηση της αναστολής, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, προϋποτίθεται άσκηση εμπρόθεσμα από τον οφειλέτη εφέσεως κατά της απορριπτικής αποφάσεως υπαγωγής του στο ν. 3869/2010. Προσθέτως, απαιτείται πιθανολόγηση ότι από την εκτέλεση δύναται να προκληθεί ουσιώδης βλάβη στα συμφέροντα του οφειλέτη και ότι θα ευδοκιμήσει η έφεση που θα οδηγήσει στην παραδοχή της αιτήσεως αυτού. Ο νόμος δεν προβλέπει ειδική ρύθμιση ως προς την αρμοδιότητα του δικαστηρίου, που διατάσσει την αναστολή, για τον λόγο δε αυτό, πρέπει να τύχει αναλογικής εφαρμογής η διάταξη του άρθρ. 763 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει σήμερα, που ορίζει ότι το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, όπως και το δικαστήριο, που δικάζει την έφεση ή ο πρόεδρός του είναι αρμόδια να αποφασίσουν για την τύχη της άνω αίτησης αναστολής της εκτελεστικής διαδικασίας που έχει ξεκινήσει σε βάρος του οφειλέτη (βλ. ΜΠρΑθ 2001/2025 που παραπέμπει στις ΜΠρΑθ 43/2023 στην ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΜΠρΠατρ 98/2022 στη ΤΝΠ Νόμος, ΜΠρΗρ 1261/2019 στην ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, οι εφεσίβλητοι αναφέρουν στον σχετικό λόγο ανακοπής τους ότι η άσκηση της έφεσής τους κατά της απόφασης που απέρριψε την αίτηση υπαγωγής τους στο ν. 3869/2010 δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα και θεωρούν, χωρίς να έχουν υποβάλει αίτηση αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης κατ’ άρθρο 6 παρ.5 του ν. 3869/2010, ότι μετά την απόρριψη των αιτήσεών τους για την υπαγωγή τους στο νόμο για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά και για την προστασία της πρώτης τους κατοικίας, ότι μόνο το γεγονός ότι συζητήθηκε η έφεση του πρώτου στις 27.9.2023 από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο και αναμένεται η έκδοση απόφασης και ότι εκκρεμεί η εκδίκαση της έφεσης της δεύτερης στις 10.11.2026, καθιστά καταχρηστική τη συμπεριφορά της καθ’ης η ανακοπή να επισπεύσει σε βάρος τους αναγκαστική εκτέλεση κατά της πρώτης τους κατοικίας, ήτοι ότι η συμπεριφορά αυτή υπερβαίνει προφανώς τα όρια που θέτουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, αφού με την προσβαλλόμενη πράξη εκτέλεσης η καθ’ης σπεύδει να αναδιαμορφώσει την περιουσιακή τους κατάσταση, καθιστώντας έτσι την ενδεχομένως θετική απόφαση του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου άνευ αντικειμένου. Ωστόσο, δεν εκθέτουν οι ανακόπτοντες στον σχετικό λόγο της ανακοπής τους προηγηθείσα συμπεριφορά της καθ’ης η ανακοπή, από την οποία μετά την απόρριψη των αιτήσεών τους πρωτοδίκως, τους δημιουργήθηκε η πεποίθηση ότι δεν θα προχωρήσει σε επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της πρώτης κατοικίας τους για να ικανοποιήσει τις κατά εκείνων απαιτήσεις της. Η εκ μέρους τους άσκηση εφέσεων κατά των αποφάσεων που απέρριψαν τις αιτήσεις υπαγωγής τους στον ν. 3869/2010 συνιστά δική τους ενέργεια και όχι ενέργεια της καθ’ης η ανακοπή, ώστε η επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης εκ μέρους της σε βάρος της πρώτης κατοικίας τους, ενώ αναμένεται η έκδοση απόφασης επί της εφέσεως του πρώτου και η συζήτηση της έφεσης της δεύτερης, δεν μπορεί να θεωρηθεί κακόπιστη και καταχρηστική. Ορθά επισημαίνει η εκκαλούσα- καθ’ης η ανακοπή στις προτάσεις της ότι δεν δύναται μέσω της επίκλησης της καταχρηστικότητας δικαστικά να παρακαμφθεί η σαφής νομοθετική βούληση περί προστασίας της πρώτης κατοικίας αποκλειστικά και μόνο στο πλαίσιο του κάθε φορά ισχύοντος ειδικού νομοθετικού καθεστώτος προστασίας αυτής (εν προκειμένω κατά το άρθρο 6 παρ.5 του ν. 3869/29010) και να οδηγηθεί κανείς σε γενική απαγόρευση της κατάσχεσης και πλειστηριασμού της πρώτης κατοικίας, αφού αυτό θα καθιστούσε περιττή την όλη τυπική και αυστηρή διαδικασία που πρέπει να τηρήσει ένας οφειλέτης για να πετύχει την προστασία των ανωτέρω νόμων και θα καταστρατηγούσε τον σκοπό του νομοθέτη και τις σαφείς προβλέψεις των σχετικών διατάξεων, οδηγώντας ταυτόχρονα σε ευμενέστερη θέση τους οφειλέτες οι οποίοι δεν πληρούν τα κριτήρια ένταξης στους ανωτέρω νόμους. Συνακόλουθα, η εκκαλουμένη που εσφαλμένα δέχθηκε ως βάσιμο τον παραπάνω λόγο ανακοπής, αντί να τον απορρίψει ως μη νόμιμο, πρέπει να εξαφανισθεί και αφού κρατηθεί η ανακοπή για να δικασθεί από το παρόν Δικαστήριο, πρέπει να απορριφθεί ως προς τον δεύτερο λόγο ανακοπής. Βέβαια οι εφεσίβλητοι προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως την 159/2024 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που έκρινε εντέλει επί της ως άνω από 29.10.2019 εφέσεως του πρώτου εφεσίβλητου-ανακόπτοντος κατά της ως άνω 386/2019 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά κι αφού δέχθηκε αυτή, εξαφάνισε την αμέσως παραπάνω απόφαση, κράτησε και δίκασε επί της ουσίας τη με αριθμό κατάθεσης …………/2013 αίτηση του πρώτου ανακόπτοντος για τη ρύθμιση των χρεών και τη διάσωση της πρώτης κατοικίας του, τη δέχθηκε εν μέρει, ρύθμισε τα χρέη του και εξαίρεσε από την εκποίηση το δικαίωμα πλήρους κυριότητάς του ποσοστού 50% εξ αδιαιρέτου επί του νυν κατασχεμένου διαμερίσματος επί της οδού ………….. στον Πειραιά. Η έκδοση της παραπάνω απόφασης μπορεί να προβληθεί ως οψιγενές γεγονός με λόγο ανακοπής κατά του τυχόν διενεργηθησόμενου αναγκαστικού πλειστηριασμού στο ποσοστό κυριότητας του εφεσίβλητου στο παραπάνω ακίνητο, πλην όμως δεν μπορεί να επηρεάσει την κρίση του Δικαστηρίου αυτού στην παρούσα δίκη ως προς το νόμω βάσιμο του δεύτερου λόγου της ένδικης ανακοπής.
Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 522, 535 παρ. 1 και 536 παρ. 2 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι το Εφετείο, όταν μετά την παραδοχή βάσιμου λόγου έφεσης κρατεί την υπόθεση προς περαιτέρω συζήτηση, υποκαθιστά το Πρωτοδικείο και καθίσταται αρμόδιο να εξετάσει όλα τα ζητήματα, που είχαν υποβληθεί πρωτοδίκως και είναι αναγκαία για την οριστική διάγνωση της διαφοράς. Αν η αγωγή έχει περισσότερες βάσεις είτε εν σχέσει προς την ανακοπή υπάρχουν και άλλοι λόγοι ανακοπής, δοθέντος ότι οι λόγοι ανακοπής επέχουν θέση ιστορικής βάσεως της αγωγής, το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης δεν περιορίζεται μόνο στις διατάξεις της πρωτόδικης απόφασης, οι οποίες είχαν προσβληθεί με την έφεση, αλλά εκτείνεται και στους λόγους της ανακοπής, που, όμως, δεν είχαν εξεταστεί πρωτοδίκως, διότι δεν δικάζεται πλέον η έφεση αλλά η ανακοπή. Η έρευνα των μη εξετασθεισών πρωτοδίκως λόγων ανακοπής γίνεται από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, διότι τούτο υποκαθίσταται κατά τον νόμο στη θέση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και γι’ αυτό δεν απαιτείται για την ενέργεια αυτή έφεση, αντέφεση ή αίτημα του ανακόπτοντος (ΑΠ 2039/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1556/2012 ΕΔΠολ 2013.559, ΑΠ 920/2011 ΤΝΠ Νόμος, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ, εκδ. 2003, παράγρ. 968 επ., όπου παραπέμπει η ΜονΕφΑθ 3385/2024 στην ΤΝΠ Νόμος, βλ. επίσης Κ. Παναγόπουλο σε Κυριάκου Οικονόμου Η έφεση, Νομική Βιβλιοθήκη 2017, άρθρο 535, σελ. 353). Ερευνητέοι λοιπόν τυγχάνουν από το παρόν Δικαστήριο, οι υπόλοιποι, εκτός του κριθέντος δεύτερου, λόγοι της ένδικης ανακοπής.
Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής τους οι ανακόπτοντες ζητούσαν την ακύρωση της προσβαλλόμενης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης της καθ’ης η ανακοπή εταιρείας γιατί από τα έγγραφα τα οποία επικαλείται και προσάγει σε αποσπάσματα και σε περιλήψεις και όχι αυτούσια και ολόκληρα δεν αποδεικνύεται ότι έχει γίνει νόμιμα εκχώρηση και συνεπώς, δεν αποδεικνύεται ότι η “……………..” κατέστη δικαιούχος των απορρεουσών από την ένδικη σύμβαση απαιτήσεων ή άλλων δικαιωμάτων, ως δήθεν αναφέρεται ότι αποδεικνύεται από το προσαγόμενο αντίγραφο από το απόσπασμα του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών. Ότι στα παραρτήματα και στις περιλήψεις που η καθ’ης προσκόμισε ενώπιον του εκδόντος την προσβαλλόμενη διαταγή, δεν αναγράφονται τα στοιχεία με τα οποία θα μπορούσε το Δικαστήριο να ταυτοποιήσει τα στοιχεία της επίδικης απαίτησης, δεδομένου ότι η μοναδική αναφερόμενη στο έγγραφο πληροφορία που έχει κάποια ομοιότητα με την επίδικη απαίτηση είναι το ονοματεπώνυμο οφειλέτη- πιστούχου, όπου αναγράφεται η ως άνω εταιρεία με την επωνυμία της. Ότι όλα τα υπόλοιπα στοιχεία, τα οποία αφορούν την εν λόγω πιστούχο, δεν ταυτίζονται με την επίδικη απαίτηση από την ως άνω σύμβαση, δεδομένου ότι στην στήλη με την «ημερομηνία της σύμβασης» δεν αναγράφεται οποιαδήποτε ημερομηνία, στη στήλη με τους «αριθμούς λογαριασμού» αναγράφονται άλλοι αριθμοί λογαριασμών, οι οποίοι, όμως ουδόλως ταυτίζονται με τους προαναφερόμενους λογαριασμούς που τηρήθηκαν από την τράπεζα (……………..) για την εξυπηρέτηση της σύμβασης και οι οποίοι προκύπτουν τόσο από την επίμαχη διαταγή πληρωμής, όσο και από τα μνημονευόμενα στα δικόγραφα των διαδίκων και γενικώς, δεν αναγράφονται τα στοιχεία με τα οποία θα μπορούσε το Δικαστήριο να ταυτοποιήσει τα στοιχεία της επίδικης απαίτησης. Ότι ως εκ τούτου, ο λόγος αυτός βάλλει τόσο κατά της τυπικής νομιμοποίησης της καθ’ης, όσο και κατά της ουσιαστικής νομιμοποίησης της τελευταίας, ήτοι αποτελεί και αμφισβήτηση του αν είναι πράγματι φορέας της επιδικασθείσας απαίτησης, αλλά και της επιτασσόμενης απαιτήσεως. Ότι μετά ταύτα επιβάλλεται να γίνει δεκτός ο λόγος ανακοπής και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη κατασχετήρια έκθεση και ότι ο παρών λόγος ανακοπής αποτελεί λόγο ανακοπής των ανακοπών που οι νυν ανακόπτοντες είχαν ασκήσει κατά των ως άνω προσβαλλόμενων διαταγών πληρωμής και των συνταχθεισών κάτωθι αυτών επιταγών προς πληρωμή επί τη βάσει των οποίων επισπεύδεται σε βάρος τους ο πλειστηριασμός, οι δε ως άνω ανακοπές έχουν μεν απορριφθεί πρωτοδίκως, αλλά δεν έχουν τελεσιδικήσει. Ο παραπάνω λόγος της ως άνω ένδικης από 4.12.2023 ανακοπής πρέπει να απορριφθεί κατ’ άρθρο 935 ΚΠολΔ ως απαράδεκτος. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 935 ΚΠολΔ, λόγοι ανακοπής που είναι ήδη γεννημένοι και μπορούν να προταθούν στη δίκη της ανακοπής σύμφωνα με το άρθρο 933 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτοι, όταν προταθούν σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη δίκη όπου ανακύπτει ζήτημα κύρους της αυτής ή άλλης πράξης της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, εφόσον ασκήθηκε ανακοπή εναντίον ορισμένης πράξεως της διαδικασίας της εκτελέσεως, πρέπει με το δικόγραφο αυτής ή με το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων να προταθούν όλοι οι λόγοι που ήταν γεννημένοι και μπορούσαν να προταθούν και αν υπάρχει προθεσμία κατά το άρθρο 934 ΚΠολΔ για την άσκηση νέας ανακοπής δεν είναι δυνατόν να προταθούν οι λόγοι, οι οποίοι ήταν γεννημένοι και μπορούσαν να προταθούν με την προηγούμενη ανακοπή. Το άρθρο 935 ΚΠολΔ αποβλέπει στην ταχεία εκκαθάριση των διαφορών, που αναφύονται στην εκτέλεση και εκείθεν στην εμπέδωση ασφάλειας στις συναλλαγές. Συγκεκριμένα, με αυτό καθιερώθηκε για την ανακοπή του 933 ΚΠολΔ το «σύστημα συγκέντρωσης», σύμφωνα με το οποίο επιβάλλεται να προβάλλονται σε αυτήν όλοι οι έως την ανακοπή γεννημένοι λόγοι, ως ειδική έκφανση της αρχής του άνευ επικουρίας δικάζεσθαι. Με τη διάταξη αυτή του άρθρου 935 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 19 παρ.2 του Ν.4055/2012, η σώρευση στο δικόγραφο της ανακοπής καθίσταται υποχρεωτική, όχι μόνο για τους γεννημένους στην άσκηση λόγους που αφορούν την προσβαλλόμενη με αυτήν πράξη εκτέλεσης αλλά επιπρόσθετα και για όλους τους γεννημένους λόγους όσων άλλων πράξεων προηγήθηκαν. Το απαράδεκτο του άρθρου 935 ΚΠολΔ λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, ισχύει δε μόνο όταν πρόκειται για ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ κι εφόσον έχει ήδη ασκηθεί προηγουμένως μια τέτοια ανακοπή από αυτόν τον ίδιο, που ασκεί (απαράδεκτα) την επόμενη, ανεξάρτητα από το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η προηγούμενη, αν δηλαδή εκκρεμεί προς έκδοση απόφασης ή αν αυτή εκδόθηκε [ΚΕΡΑΜΕΑΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ ΝΙΚΑΣ Ερμηνεία ΚΠολΔ Αναγκαστική Εκτέλεση άρθρο 935σελ. 247επ. εκδ.2021 με τις εκεί παραπομπές σε θεωρία και νομολογία, ΜΕφΛαμ 80/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Εξάλλου, στη μεταγενέστερη δίκη είναι απαράδεκτη η επαναφορά προς συζήτηση λόγων που προβλήθηκαν ήδη με προγενέστερη ανακοπή, εκτός αν η άσκηση της νεότερης ανακοπής γίνεται κατά το άρθρο 69 παρ.1 δ ΚΠολΔ. Αυτό άλλωστε συνάγεται με σαφήνεια από τη διατύπωση του άρθρου 935 ΚΠολΔ, όπου γίνεται μνεία μόνον για λόγους ανακοπής, που είναι ήδη γεννημένοι και μπορούν να προταθούν στη δίκη της ανακοπής σύμφωνα με το άρθρο 933 ΚΠολΔ, χωρίς να περιορίζεται μόνο σε εκείνους που δεν προτάθηκαν, αν και η προβολή τους ήταν δυνατή (Α. Βαθρακοκοίλης, Η ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, 2022, σελ. 243, παρ. 741-742, όπου παραπέμπει η ΜονΕφΠειρ 330/2024 στην efeteio-peir.gr). Γίνεται δεκτό ότι σε περίπτωση που έχει ασκηθεί ανακοπή κατά της επιταγής προς πληρωμή κατ’ άρθρο 933 ΚΠολΔ και πριν εκδοθεί επ’ αυτής απόφαση του αρμόδιου Δικαστηρίου, ασκηθεί από τον καθ’ου η εκτέλεση οφειλέτη ανακοπή κατά της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, η οποία στηρίζεται στην ήδη ανακοπείσα επιταγή προς πληρωμή, για να αποτραπεί το ενδεχόμενο να συνεχισθεί η αναγκαστική εκτέλεση με την ήδη ανακοπείσα επιταγή προς πληρωμή που στη συνέχεια θα ακυρωθεί για κάποιο βάσιμο λόγο και προκειμένου να μην κριθεί ο ίδιος λόγος ανακοπής κατά της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης απαράδεκτος κατ’ εφαρμογή του άρθρου 935 ΚΠολΔ, πρέπει ο ανακόπτων την αναγκαστική κατάσχεση να διαλάβει στο σχετικό δικόγραφο ότι έχει επικαλεσθεί τον συγκεκριμένο λόγο ανακοπής κατά της επιταγής προς πληρωμή στην ανακοπή που άσκησε κατά αυτής, ότι ο λόγος αυτός αναμένεται να ευδοκιμήσει και ένεκα αυτού να ακυρωθεί με δικαστική απόφαση η ήδη προσβληθείσα επιταγή προς πληρωμή και ότι ως εκ τούτου πρέπει η προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης να ακυρωθεί ως στηριζόμενη σε άκυρη επιταγή προς πληρωμή. Τούτο δε κατ’ εφαρμογή του άρθρου 69 παρ.1 στοιχ.δ του ΚΠολΔ που προβλέπει την προληπτική δικαστική προστασία με άσκηση ένδικου βοηθήματος μεταξύ άλλων και όταν η άσκηση δικαιώματος που θεσπίζεται από το νόμο εξαρτάται από την έκδοση απόφασης, συνήθως διαπλαστικής [βλ. Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Νίκας) σε Ερμηνεία ΚΠολΔ Ι (2000), άρθρο 69, σελ. 149, παρ.5]. Στην περίπτωση αυτή το Δικαστήριο της νέας ανακοπής δύναται να διατάξει κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ την αναβολή της συζήτησης αυτής εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη που αφορά στην με ανακοπή ακύρωση της στηρίζουσας την εκτέλεση επιταγής προς πληρωμή. Ωστόσο, ως προς τον πρώτο λόγο της ένδικης ανακοπής, εφόσον ο μεν πρώτος ανακόπτων έχει συμπεριλάβει τον ίδιο ακριβώς λόγο ανακοπής στην από 1.11.2023 με Γ.Α.Κ. …./2023 και Ε.Α.Κ. ……/2023 ανακοπή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά της από 18.10.2023 επιταγής προς πληρωμή παρά πόδας του α’ εκτελεστού απογράφου της ως άνω υπ’αρ. ……/2021 διαταγής πληρωμής, η δε δεύτερη ανακόπτουσα ομοίως έχει συμπεριλάβει τον ίδιο λόγο ανακοπής στην από 9.11.2023 με Γ.Α.Κ. ……/2023 και Ε.Α.Κ. …./2023 ανακοπή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά της από 18.10.2023 επιταγής προς πληρωμή παρά πόδας του α’ εκτελεστού απογράφου της ως άνω υπ’ αρ. …/2022 διαταγής πληρωμής, δεν μπορούν να προβάλλουν εκ νέου τον ίδιο λόγο ανακοπής κατά της προσβαλλόμενης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης και γι’ αυτό ο σχετικός λόγος ανακοπής τυγχάνει απορριπτέος ως απαράδεκτος κατ’ άρθρο 935 ΚΠολΔ.
Περαιτέρω, συμπληρωματικά στον δεύτερο λόγο της ανακοπής τους περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, οι ανακόπτοντες διαλαμβάνουν ότι δέον να ληφθεί υπόψη ότι η πιστώτρια τράπεζα κατήγγειλε τη μεταξύ τους σύμβαση δανείου στις 12.9.2012, πλην όμως η διαχειρίστρια της απαιτήσεως αυτής κατέθεσε αίτηση προς έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά τον 9ο/2021, δηλαδή εννέα έτη μετά την καταγγελία, στην οποία στηρίζονται οι ως άνω διαταγές πληρωμής, ενώ κοινοποίησε για δεύτερη φορά την ως άνω διαταγή πληρωμής με νέα επιταγή προς πληρωμή (την προσβαλλόμενη) δύο έτη μετά (Οκτώβριος 2023). Ότι μάλιστα από 11.2.2005 έως 5.9.2012, όταν και έκλεισε ο λογαριασμός εξυπηρέτησης του δανείου, εκείνοι είχαν ήδη προβεί σε καταβολές συνολικού ύψους 37.802 ευρώ τουλάχιστον (κεφάλαιο και τόκοι), για συνολικό ποσό δανεισμού 79.919 ευρώ, ενώ και μετά τη μεταφορά του δανείου σε οριστική καθυστέρηση προέβαιναν σε τμηματικές καταβολές προς αποπληρωμή του δανείου. Ότι συνεπώς, από την όλη συμπεριφορά της πιστώτριας τράπεζας αλλά και τη δική τους ευλόγως και καλοπίστως δεν προσδοκούσαν την εκκίνηση της αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος τους και τον σε βάρος τους πλειστηριασμό, ενώ εκκρεμούν τα ως άνω ένδικα μέσα που είχαν ασκήσει εναντίον των ως άνω απορριπτικών αποφάσεων επί των ανακοπών και της αποφάσεως σε δεύτερο βαθμό για την υπαγωγή τους στις ευεργετικές διατάξεις του ν. 3869/2010, επιπλέον δε ότι από τα προσαγόμενα οικονομικά τους στοιχεία προκύπτει η οικονομική αδυναμία τους να ανταποκριθούν στις υπέρογκες απαιτήσεις της καθ’ης. Ωστόσο, ο λόγος αυτός υπήρχε ήδη όταν οι ανακόπτοντες άσκησαν τις προαναφερόμενες ανακοπές τους κατά των από 18.10.2023 επιταγών προς πληρωμή και ως εκ τούτου ομοίως τυγχάνει απαράδεκτος κατ’ άρθρο 935 ΚΠολΔ, αφού όφειλαν να τον προβάλλουν με τις ως άνω προγενέστερες ανακοπές τους του άρθρου 933 ΚΠολΔ.
Παρακάτω, με τον τρίτο λόγο της ένδικης ανακοπής τους, όπως εκτιμάται από το παρόν Δικαστήριο, οι ανακόπτοντες ζητούν να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη κατασχετήρια έκθεση, λόγω ακυρότητας της από 18.10.2023 επιταγής προς εκτέλεση και πληρωμή παρά πόδας του α’ απογράφου εκτελεστού των παραπάνω διαταγών πληρωμής, δεδομένου ότι ο πρώτος έχει ασκήσει την από 1.11.2023 με Γ.Α.Κ. …./2023 και Ε.Α.Κ. …./2023 ανακοπή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά της από 18.10.2023 επιταγής προς πληρωμή παρά πόδας του α’ εκτελεστού απογράφου της ως άνω υπ’αρ. …./2021 διαταγής πληρωμής, η δε δεύτερη ανακόπτουσα έχει ασκήσει την από 9.11.2023 με Γ.Α.Κ. …./2023 και Ε.Α.Κ. ……./2023 ανακοπή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά της από 18.10.2023 επιταγής προς πληρωμή παρά πόδας του α’ εκτελεστού απογράφου της ως άνω υπ’ αρ. …../2022 διαταγής πληρωμής, οι λόγοι των οποίων (ανακοπών) αναμένεται να γίνουν δεκτοί και να ακυρωθούν οι ως άνω επιταγές προς πληρωμή στις οποίες στηρίζεται η προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, με αποτέλεσμα να πρέπει να ακυρωθεί και αυτή, οι δε λόγοι που στηρίζουν τις ανακοπές κατά των επιταγών προς πληρωμή, εκτίθενται στο δικόγραφο της ένδικης ανακοπής. Ο πρώτος εξ αυτών αφορά στην ακυρότητα της προσβαλλόμενης πράξης λόγω ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποίησης της καθ’ης, γιατί δεν αποδεικνύει το δικαίωμά της να εισπράξει οιοδήποτε ποσό, καθώς παρέλειψε να τηρήσει τον ουσιώδη συστατικό τύπο ως προς το ουσιώδες ελάχιστο περιεχόμενο της από 23.12.2020 σύμβασης διαχείρισης, όπου πρέπει να αναφέρονται α) οι προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης, β) οι πράξεις διαχείρισης και γ) η καταβλητέα αμοιβή διαχείρισης. Ο δεύτερος λόγος αφορά σε καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος κατ’ άρθρο 281 ΑΚ εκ μέρους της καθ’ης, καθώς αυτή επιδιώκει να αναδιαμορφώσει την περιουσιακή κατάσταση των ανακοπτόντων, καθιστώντας έτσι την ενδεχομένως θετική απόφαση του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου περί υπαγωγής τους στις διατάξεις του ν. 3869/2010, άνευ αντικειμένου. Ότι η πιστώτρια τράπεζα κατήγγειλε την μεταξύ τους συναφθείσα σύμβαση δανείου στις 12.9.2012, ωστόσο η διαχειρίστρια της απαιτήσεως αυτής κατέθεσε αίτηση προς έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών τον 9ο/2021, ενώ κοινοποίησε για δεύτερη φορά την ως άνω διαταγή πληρωμής με νέα επιταγή προς πληρωμή (την προσβαλλόμενη) δύο έτη μετά (Οκτώβριος 2023). Ότι μάλιστα από 11.2.2005 έως 5.9.2012, όταν και έκλεισε ο λογαριασμός εξυπηρέτησης του δανείου, οι ανακόπτοντες είχαν προβεί σε καταβολές συνολικού ύψους 37.802 ευρώ τουλάχιστον (κεφάλαιο και τόκοι), για συνολικό ποσό δανεισμού 79.919 ευρώ, στην περίπτωση δε της ανακόπτουσας η καθ’ης κατέθεσε αίτηση προς έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής τον 6ο/2022 κι ενώ μετά τη μεταφορά του λογαριασμού του δανείου σε οριστική καθυστέρηση, οι ανακόπτοντες προέβαιναν σε καταβολές προς αποπληρωμή του δανείου, με αποτέλεσμα απ’ όλη τη συμπεριφορά της καθ’ης αλλά και τη δική τους, αυτοί ευλόγως δεν προσδοκούσαν την εκκίνηση της αναγκαστικής εκτέλεσης. Ο τρίτος λόγος αφορά τη μη ύπαρξη απαίτησης βέβαιης και εκκαθαρισμένης, καθώς στην καταγγελία της συμβάσεως δανείου φαίνεται ως οφειλόμενο το ασαφές και μη εκκαθαρισμένο ποσό των 51.394,21 ευρώ, χωρίς να γίνεται διάκριση του άληκτου κεφαλαίου, των ποσών των χρεωλυσίων και των δεδουλευμένων τόκων και των οφειλόμενων τόκων υπερημερίας. Ότι ομοίως από τις προσβαλλόμενες διαταγές πληρωμής και επιταγές προς πληρωμή δεν δύναται να προκύψει ευκρινώς σε τι συνίσταται το αξιούμενο από την τράπεζα ποσό και πώς διαμορφώνεται κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στον παραπάνω λόγο. Ότι σε κάθε περίπτωση η οφειλή έχει επιβαρυνθεί με επιπλέον χρηματικά ποσά πέραν του κεφαλαίου, όπως με τόκους που έχουν ανατοκισθεί, κεφαλαιοποιηθεί και επανατοκισθεί, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο διαχωρισμός και η αφαίρεσή τους από τη συνολική απαίτηση με απλούς μαθηματικούς υπολογισμούς και ως εκ τούτου να μην αποδεικνύεται το ακριβές ύψος της από τα προσκομιζόμενα για την έκδοση διαταγής πληρωμής αποσπάσματα εκ των εμπορικών βιβλίων της καθ’ης. Ο τέταρτος λόγος αφορά σε παράνομα επιτόκια που καταλογίσθηκαν και επιβάρυναν υπέρμετρα και δυσανάλογα την ένδικη απαίτηση εις βάρος των ανακοπτόντων, καθώς υπολογίσθηκαν με βάση έτος 360 ημερών αντί 365 ημερών κι επειδή έγινε παράνομη μετακύλιση σε αυτούς της εισφοράς του ν. 128/1975 που κατά τον νόμο θα έπρεπε να επιβαρύνει την πιστώτρια τράπεζα. Με το παραπάνω περιεχόμενο ο τρίτος λόγος της ένδικης ανακοπής τυγχάνει παραδεκτός και νόμιμος κατ’ άρθρο 933 σε συνδυασμό με το άρθρο 69 παρ.1 στοιχ.δ’ ΚΠολΔ. Όπως προκύπτει από τα σχετικά δικόγραφα αλλά και όπως αναφέρουν οι εφεσίβλητοι-ανακόπτοντες στις ενώπιον το παρόντος Δικαστηρίου προτάσεις τους, η μεν από 1.11.2023 (με Γ.Α.Κ. …../2023 και Ε.Α.Κ. ……/2023) ανακοπή του πρώτου εξ αυτών κατά της από 18.10.2023 επιταγής προς πληρωμή που περιέχει τους ως άνω λόγους ανακοπής συζητήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά στις 22.11.2024 και αναμένεται η έκδοση απόφασης, η δε από 9.11.2023 (με Γ.Α.Κ. …../2023 και Ε.Α.Κ. ……/2023) ανακοπή της δεύτερης κατά της προς αυτήν από 18.10.2023 επιταγής προς πληρωμή που περιέχει τους αυτούς λόγους ανακοπής συζητήθηκε ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου στις 6.12.2024 και αναμένεται και ως προς αυτήν η έκδοση απόφασης. Δεδομένου ότι σε περίπτωση που γίνουν δεκτές οι ως άνω ανακοπές και ακυρωθούν οι πιο πάνω από 18.10.2023 επιταγές προς πληρωμή που στηρίζουν την νυν προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, επηρεάζεται άμεσα η διάγνωση του τρίτου λόγου της ένδικης ανακοπής ότι πρέπει να ακυρωθεί η ανακοπτόμενη κατασχετήρια έκθεση γιατί στηρίζεται σε άκυρη επιταγή προς πληρωμή, συντρέχει λόγος, γενομένου δεκτού του με τις προτάσεις υποβληθέντος αιτήματος των εφεσίβλητων, να αναβληθεί κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ η συζήτηση της υπόθεσης ως προς τον τρίτο λόγο της ανακοπής, έως ότου περατωθούν τελεσίδικα οι δίκες επί των παραπάνω προγενέστερων από 1.11.2023 και 9.11.2023 ανακοπών των εφεσίβλητων-ανακοπτόντων κατά της επιδοθείσας στον καθένα τους από 18.10.2023 επιταγής προς πληρωμή, που εκκρεμούν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται στο παρόν στάδιο, δεδομένου ότι καίτοι απορρίφθηκαν οι δύο πρώτοι λόγοι ανακοπής, παραμένει προς εξέταση ο τρίτος λόγος της ένδικης ανακοπής, κατά αμέσως προεκτεθέντα. Τέλος, επειδή η έφεση έγινε δεκτή και εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη, πρέπει να διαταχθεί κατ’ άρθρο 495 παρ.3 προτελ. εδ. ΚΠολΔ η επιστροφή του κατατεθέντος για την άσκηση της έφεσης παραβόλου στην εκκαλούσα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει την από 24.5.2024 έφεση κατά της 1388/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών) αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση.
Κρατεί και δικάζει την από 4.12.2023 (με Γ.Α.Κ. …./2023 και Ε.Α.Κ. …../2023) ανακοπή.
Απορρίπτει τον πρώτο και τον δεύτερο λόγο αυτής.
Αναβάλλει τη συζήτηση του τρίτου λόγου της ως άνω ανακοπής κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ, έως την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της από 1.11.2023 (με Γ.Α.Κ. …../2023 και Ε.Α.Κ. …./2023) ανακοπής του πρώτου ανακόπτοντος κατά της από 18.10.2023 επιταγής προς πληρωμή και της από 9.11.2023 (με Γ.Α.Κ. ……/2023 και Ε.Α.Κ. …../2023) ανακοπής της δεύτερης ανακόπτουσας κατά της από 18.10.2023 επιταγής προς πληρωμή, αμφότερες ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος για την άσκηση της εφέσεως παράβολου στην εκκαλούσα.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 23.4.2025.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ