ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Δ΄ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 234/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Ε.Δ.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ……….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, οδός ……., με Α.Φ.Μ. ………., το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον δικαστικό πληρεξούσιο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Γεώργιο Γεωργόπουλο (με δήλωση, κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Της ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………..» και το διακριτικό τίτλο «……..», που εδρεύει στα …. Σαλαμίνας, στη θέση «….», με Α.Φ.Μ. ………, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Σιγάλα (με δήλωση, κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Η ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗ – ΕΝΑΓΟΥΣΑ, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά του εναγόμενου – εκκαλούντος τις εξής αγωγές: α) την από 8.5.2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2015, β) την από 8.5.2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2015 και γ) την από 29.12.2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2015. Το παραπάνω Δικαστήριο, συνεκδικάζοντας κατά την τακτική διαδικασία τις αγωγές αυτές, εξέδωσε αρχικά την υπ΄αρ. 1.247/2017 μη οριστική απόφασή του και κατόπιν την υπ΄αρ. 3.632/2023 οριστική απόφασή του με την οποία έκανε δεκτές τις αγωγές.
Την απόφαση αυτήν προσβάλλει το εναγόμενο με την κρινόμενη από 21.12.2023 έφεσή του κατά της ενάγουσας – εφεσίβλητης, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………./27.12.2023, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………./7.3.2024, προσδιορίστηκε δε προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ. 24.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνηση της έφεσης από το πινάκιο, τόσο ο δικαστικός πληρεξούσιος του εκκαλούντος όσο και ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης, ύστερα από δήλωσή τους, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσαν προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Η ως άνω υπό κρίση έφεση κατά της υπ΄αρ. 3.632/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθώς και της συμπροσβαλλόμενης με αυτήν προηγηθείσας υπ΄αρ. 1.247/2017 μη οριστικής απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου, που εκδόθηκαν κατά την τακτική διαδικασία, όπως αυτή ίσχυε πριν την τροποποίηση των διατάξεών της με τον ν. 4335/23.7.2015, που δεν καταλαμβάνει τις αγωγές, οι οποίες ασκήθηκαν πριν την 1.1.2016, όπως εν προκειμένω (άρθρο 9 παρ.2 ως άνω νόμου), έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1 ΚΠολΔ) και εντός της 30ημερης προθεσμίας που ορίζεται από το άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ, καθώς, όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση επί του αντιγράφου της εκκαλουμένης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ……………., αυτή επιδόθηκε στις 6.12.2023 και η ένδικη έφεση ασκήθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 27.12.2023 (βλ. την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, έκθεση κατάθεσης). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω, από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, στην ουσία της, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στο πλαίσιο που καθορίζεται από αυτούς (άρθρα 19, 522, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ). Εξάλλου, το εκκαλούν Ελληνικό δημόσιο δεν υποχρεούται στην κατάθεση του προβλεπόμενου, από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ.α ΚΠολΔ, παραβόλου (άρθρο 19 παρ. 1 του καν. δ/τος της 26 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1944 «περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου»).
Κατά τις διατάξεις των νόμων 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) και 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3) του προϊσχύσαντος Βυζαντινορωμαϊκού Δικαίου, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ΕισΝΑΚ, έχουν εφαρμογή για την απόκτηση κυριότητας, εφόσον τα δικαιογόνα γεγονότα έγιναν κατά το χρόνο, που αυτές ίσχυαν, ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία σε ακίνητα, που ανήκαν στο Δημόσιο, ακόμη και αν αυτά ήταν δημόσια δάση ή δασικές εκτάσεις. Σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις, μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, κατόπιν άσκησης νομής επ’ αυτού με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα εκείνου που χρησιδέσποζε, να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και εκείνο του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των ν. 20,12 Πανδ.(5.8) ν. 27 Πανδ. (18.1), 10,15 παρ.3,17 και 48 Πανδ. (41.3), 3 και 5 παρ.1 Πανδ. (41.10), 109 Πανδ. (50.16) και 2 παρ.7 και 1 Πανδ. (51.4), ως “καλή πίστη” θεωρούνταν η ειλικρινής πεποίθηση του χρησιδεσπόζοντος, ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλεται κατ΄ουσία το δικαίωμα κυριότητας άλλου. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών, προς εκείνες των άρθρ. 18 και 21 του ν. ΔΞΗ΄/1912 και των διαταγμάτων “περί δικαιοστασίου”, που εκδόθηκαν βάσει αυτού και του άρθρου 21 του ν.δ. της 22/16.5.1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης”, συνάγεται ότι, προκειμένου περί δημόσιων κτημάτων (ακόμη και εκείνων που περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο με βάση την από 9 Ιουλίου 1832 συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως, καθώς και τα από 6 Ιουνίου 1830 και 7 Ιουλίου 1830 πρωτόκολλα του Λονδίνου), στα οποία περιλαμβάνονται και τα δημόσια δάση, για την κτήση επ΄ αυτών κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, έπρεπε η τριακονταετής, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη του νομέα, νομή να είχε συμπληρωθεί μέχρι και τις 11.9.1915 (Ολ.ΑΠ 75/1987, ΑΠ 1133/2020, ΑΠ 7/2019, ΑΠ 8/2019, ΑΠ 826/2018, ΑΠ 582/2018, ΑΠ 1443/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μον.Εφ.Πειρ. 340/2024, Μον.Εφ.Πειρ. 626/2023, Μον.Εφ.Πειρ. 506/2019 Ιστοσελ.Εφ.Πειρ.). Εφόσον δε, είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11.9.1915 ο χρόνος της έκτακτης χρησικτησίας, δεν έχουν εφαρμογή και δεν ασκούν καμιά έννομη επιρροή σε σχέση με την κυριότητα, που αποκτήθηκε με αυτή, οι διατάξεις του άρθρου 215 του ν. 4173/1929, όπως τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν με τις διατάξεις των άρθρων 37 του α.ν. 1539/1938 και 16 του α.ν. 192/1946, επαναλήφθηκαν δε σε εκείνη του άρθρου 58 του ν.δ. 86/1969 “περί δασικού κώδικος”, με τις οποίες ορίζεται ότι νομέας σε δημόσια κτήματα θεωρείται το Δημόσιο, έστω και αν δεν ενήργησε σ` αυτά καμία πράξη νομής και ότι μόνο η βοσκή επί δημόσιων δασών, μερικώς δασοσκεπών εκτάσεων, λιβαδιών και χορτολιβαδικών εδαφών δεν θεωρείται ποτέ ως πράξη νομής ή οιονεί νομής και ότι η νομή από τρίτους στα ακίνητα αυτά θεωρείται ότι ασκείται μόνο με την υλοτομία ή την εκμετάλλευση αυτών ως ιδιωτικών εκτάσεων με βάση άδεια της δασικής αρχής (ΑΠ 7/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 8/2019 ό.π., ΑΠ 1023/2018 ό.π., Α.Π 1524/2012). Ούτε ασκεί επιρροή στην κυριότητα, που αποκτήθηκε, η μεταγενέστερη διάταξη του άρθρου 62 παρ. 1 του ν. 998/1979 “περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας”, με την οποία ορίζεται ότι “σε κάθε φύσεως αμφισβητήσεις ή διενέξεις ή δίκες μεταξύ του Δημόσιου και φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο επικαλείται ή αξιώνει οποιαδήποτε δικαιώματα εμπράγματα ή όχι επί των δασών, των δασικών εκτάσεων κ.λπ., το ως άνω φυσικό ή νομικό πρόσωπο οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη του δικαιώματος του” και πολύ περισσότερο η εκδιδόμενη με βάση το άρθρο 191 του ν.δ. 86/1969 απόφαση του Νομάρχη, με την οποία κηρύσσεται η επίδικη έκταση δασωτέα ή αναδασωτέα, αφού ο ιδιοκτήτης της συγκεκριμένης έκτασης εξακολουθεί να παραμένει κύριος αυτής και μετά την κήρυξή της ως αναδασωτέα (Ολ.ΑΠ 21/2005, ΑΠ 279/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 7/2019 ό.π.). Περαιτέρω, από τις ρυθμίσεις, που ακολούθησαν της συνθήκης του Λονδίνου της 6 Ιουνίου 1827 και περιέχονται στο πρωτόκολλο του Λονδίνου της 21.1/3.2.1830 “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” και στα ερμηνευτικά αυτού πρωτόκολλα της 4/16.6.1830 και της 19.6/1.7.1830, σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27.6./9.7.1832 συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως “περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος” και του άρθρου 16 του ν. της 21.6/10.7.1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, προκύπτει ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν έγινε καθολικός διάδοχος του Τουρκικού Κράτους, αλλά στην κυριότητά του περιήλθαν εκείνα μόνο τα κτήματα των Οθωμανών, τα οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου κατέλαβε με τις στρατιωτικές δυνάμεις και δήμευσε και εκείνα, τα οποία, κατά το χρόνο υπογραφής των άνω τριών πρωτοκόλλων, είχαν εγκαταλειφθεί από τους αναχωρήσαντες από την απελευθερωθείσα Ελλάδα Οθωμανούς, πρώην κυρίους αυτών και δεν είχαν καταληφθεί από τρίτους έως την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου περί διακρίσεως κτημάτων, όχι, όμως, και όσα, κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης και ακολούθως, κατέχονταν από Έλληνες ιδιώτες, με διάνοια κυρίου, έστω και χωρίς έγκυρο και ισχυρό, κατά το οθωμανικό δίκαιο, τίτλο, ήτοι ταπί, χοτζέτι ή βουγιουρδί (Ολ.ΑΠ 1/2013, ΑΠ 368/2015, ΑΠ 1842/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σημειωτέον ότι, ως προς τα ευρισκόμενα στην Αττική οθωμανικά κτήματα δεν μπορεί να γίνει λόγος για την περιέλευσή τους στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα του πολέμου, αφού η Αττική δεν κατακτήθηκε με τα όπλα, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος, στις 31.3.1833, με βάση την από 27.6./9.7.1832 συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των ελληνικών και των τουρκικών αρχών, ενώ, εξάλλου, κατά τη διάρκεια της τρίτης τουρκικής κυριαρχίας στην Αττική (25.5.1827 έως 31.3.1833) και, ειδικότερα, κατά το έτος 1829, ο Σουλτάνος, ως έχων, κατά το οθωμανικό δίκαιο, την κυριαρχία εφ’ όλης της γης, που ανήκε στο οθωμανικό κράτος, είχε εκδώσει θέσπισμα, με το οποίο παραχώρησε δωρεάν στους Αθηναίους -Οθωμανούς και Έλληνες- την κυριότητα των ήδη κατεχομένων από αυτούς ακινήτων της Αττικής, τα σχετικά δε ιδιοκτησιακά δικαιώματά τους αναγνωρίσθηκαν ακολούθως με το από 21.1./3-2-1830 πρωτόκολλο “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” και με την προαναφερόμενη συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως (ΑΠ 279/2019, ΑΠ 7/2019, ΑΠ 1182/2018, ΑΠ 73/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 826/2018, Μον.Εφ.Πειρ. 506/2019 ό.π.).
Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 369, 1033, 369, 1192, 1194 και 1198 ΑΚ, συνάγεται ότι αποκτά κάποιος κυριότητα ακινήτου με παράγωγο τρόπο, ύστερα από συμφωνία με τον κύριο του ακινήτου ότι μετατίθεται σ` αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία, εφόσον η σχετική συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, επίσης, ότι, μεταξύ των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την απόκτηση της κυριότητας ακινήτου με σύμβαση, είναι, ο μεταβιβάσας να ήταν κύριος του ακινήτου που μεταβιβάστηκε. Περαιτέρω, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του για μια εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία, κατά δε το άρθρο 974 του ίδιου Κώδικα, όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Με τις διατάξεις αυτές, για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του, κατ` άρθρο 1051 ΑΚ. Ακόμη, από τον συνδυασμό των προαναφερόμενων διατάξεων με εκείνες των άρθρων 1094 ΑΚ, 70, 216 παρ.1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι, για την πληρότητα της αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας ακινήτου, του οποίου η κυριότητα αποκτήθηκε με παράγωγο τρόπο, πρέπει ο ενάγων να αναφέρει, εκτός των άλλων, ότι κατέστη κύριος του επίδικου ακινήτου για ορισμένη αιτία με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή και ότι ο άμεσος δικαιοπάροχος του ήταν κύριος του πράγματος που μεταβίβασε. Ο τρόπος κτήσης της κυριότητας επί του επιδίκου από τον δικαιοπάροχο του ενάγοντος δεν είναι στοιχείο της αγωγής. Μόνο, αν ο εναγόμενος ήθελε αμφισβητήσει με τις προτάσεις του της πρώτης πρωτοβάθμιας συζήτησης την κυριότητα του τελευταίου και των προ αυτού κτητόρων του επιδίκου, υποχρεούται ο ενάγων, για το ορισμένο της αγωγής, να αναφέρει είτε με την αγωγή καθ` υποφορά, είτε με τις προτάσεις του της ίδιας συζήτησης της αγωγής ορισμένο νόμιμο τρόπο με τον οποίο ο δικαιοπάροχος του έγινε κύριος του ακινήτου, τέτοιος δε τρόπος μπορεί να είναι εκείνος της κτήσης της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία. Συνίσταται δε ο εν λόγω τρόπος στο ότι ο δικαιοπάροχος του ενάγοντος έχει στη νομή του, δηλαδή στην φυσική του εξουσία με διάνοια κυρίου, το ακίνητο για μια συνεχή εικοσαετία, ενώ κατά το Βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, που ίσχυε μέχρι την εισαγωγή του ΑΚ (στις 23.2.1946), ο τρόπος αυτός συνίστατο στο ότι το ίδιο πρόσωπο είχε στην νομή του με καλή πίστη το ακίνητο για μια συνεχή τριακονταετία. Επίσης, για το ορισμένο της αγωγής, σ` αυτήν την τελευταία περίπτωση, πρέπει ο ενάγων στο δικόγραφο της αγωγής του να αναφέρει τις διακατοχικές πράξεις του δικαιοπαρόχου του στο ακίνητο (ΑΠ 1125/2018, ΑΠ 96/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2065/2009 ΝοΒ 2010.1991, AΠ 1879/2008, Εφ.Πειρ. 584/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αν η αγωγή στηρίζεται σε έκτακτη χρησικτησία, πρέπει ο ενάγων να αναφέρει τις υλικές και εμφανείς πράξεις νομής που άσκησε συνεχώς επί 20 τουλάχιστον έτη πάνω στο ακίνητο, με τις οποίες φανερώνεται η βούλησή του να το έχει σαν δικό του, δυνάμενος να συνυπολογίσει, όπως ήδη προαναφέρθηκε, στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του. Τα ίδια ισχύουν και επί αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας ακινήτου μεταξύ ιδιώτη (ως ενάγοντα) και Ελληνικού Δημοσίου (ως εναγόμενου). Στη σχετική δίκη ο ιδιώτης έχει υποχρέωση, για το ορισμένο της αγωγής του, να επικαλεστεί ότι απέκτησε το επίδικο ακίνητο με κάποιο νόμιμο τρόπο. Σε περίπτωση που ο τίτλος κτήσης του είναι παράγωγος (π.χ. αγορά), εάν το Δημόσιο αμφισβητήσει την κυριότητα του δικαιοπαρόχου του, τότε ο ιδιώτης θα πρέπει, συμπληρώνοντας με τις προτάσεις του την αγωγή στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, να επικαλεστεί τον τρόπο κτήσης κυριότητας των δικαιοπαρόχων του μέχρι να αναχθεί σε πρωτότυπο τρόπο, που κατά κανόνα θα είναι η έκτακτη χρησικτησία (ΑΠ 1125/2018 ό.π., Εφ.Πειρ. 584/2015 ό.π.). Ο ιδιώτης, όμως, δεν είναι υποχρεωμένος να επικαλεστεί και ότι το επίδικο ακίνητο είναι δεκτικό χρησικτησίας (επειδή π.χ. δεν είναι δημόσιο, μετά τη συμπλήρωση έκτακτης χρησικτησίας κατά το Βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο σε βάρος του Δημοσίου, μέχρι τις 11.9.1915) ή ότι εξαιρείται από αυτή, ως δημόσιο κτήμα (άρθρα 21 του Ν.Δ 22.4/16-5-1926 και 4 του Ν.Δ 1539/1938), καθόσον ο ισχυρισμός ότι το ακίνητο δεν είναι δεκτικό ή εξαιρείται της χρησικτησίας δεν αποτελεί στοιχείο του ορισμένου της πιο πάνω αγωγής, αλλά ένσταση, η οποία πρέπει να προταθεί και να αποδειχθεί από το Δημόσιο (ΑΠ 894/2020, ΑΠ 1125/2018 ό.π., ΑΠ 1535/2003, ΑΠ 325/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Τέλος, από τον συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 6 παρ. 2 παρ. α και β και 17 παρ. 4 του ν. 2664/1998, προκύπτει ότι, σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής ως προς το δικαιούχο εμπράγματου δικαιώµατος στα κτηµατολογικά βιβλία, δηλαδή όταν στο κτηµατολογικό φύλλο και δη στις πρώτες εγγραφές αναγράφεται ως δικαιούχος κυριότητας (ή άλλου εµπράγµατου δικαιώµατος) διαφορετικό πρόσωπο από τον πραγµατικό δικαιούχο, µπορεί, όποιος έχει έννοµο συµφέρον, στρεφόµενος κατά του αναγραφόµενου στο κτηµατολογικό φύλλο ως κυρίου ή των καθολικών του διαδόχων και σε περίπτωση που εχώρησε µεταβίβαση και κατά του ειδικού διαδόχου, να ζητήσει την αναγνώριση του προσβαλλόµενου µε την ανακριβή εγγραφή δικαιώµατος και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής. Η εν λόγω αγωγή του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998 απευθύνεται ενώπιον του αρμόδιου καθ΄ύλη και κατά τόπο (Μονοµελούς ή Πολυµελούς) Πρωτοδικείου, το οποίο συγκροτείται από τον κτηµατολογικό Δικαστή (άρθρο 17 παρ. 4 του ν. 2664/1998), δικάζοντος κατά την τακτική διαδικασία. Κρίσιµος δε χρόνος για την ύπαρξη εµπράγµατου δικαιώµατος, που προσβάλλεται µε τις ανακριβείς πρώτες εγγραφές, είναι αυτός της έναρξης του Κτηµατολογίου σε µία περιοχή, όπως καθορίζεται µε σχετική απόφαση του Ο.Κ.Χ.Ε., και όχι αυτός της έγερσης της αγωγής του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 2664/1998 (ΑΠ 1342/2015, Εφ.Αθ. 618/2015, Εφ.Πατρ. 226/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση η ενάγουσα – ήδη εφεσίβλητη εξέθετε στην ως άνω υπό στοιχείο α΄ (από 8.5.2015 και με αριθμό κατάθεσης …………../2015) αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της, ότι είναι κυρία του ακινήτου που βρίσκεται στη θέση …. της περιφέρειας …… Σαλαμίνας, έκτασης 8.059,17 τ.μ., όπως περαιτέρω αυτό περιγράφεται κατά θέση, όρια και αξία στην αγωγή. Ότι, την κυριότητα του ακινήτου αυτού απέκτησε με παράγωγο τρόπο, δυνάμει των αναφερόμενων στην αγωγή τίτλων, που μεταγράφηκαν νόμιμα. Ότι, επικουρικά, την κυριότητα του εν λόγω ακινήτου απέκτησε δυνάμει τακτικής, άλλως έκτακτης χρησικτησίας, κατόπιν προσµέτρησης του χρόνου χρησικτησίας των δικαιοπαρόχων της, που, όπως αναλυτικά εκθέτει, διακατείχαν αυτό ως τµήµα μείζονος ακινήτου και ασκούσαν επ’ αυτού τις αναφερόμενες στο αγωγικό δικόγραφο πράξεις νομής, οι οποίες προσιδιάζουν στην φύση και τον προορισµό του (καλλιέργεια κ.α.), με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, τόσο η ίδια όσο και προηγουµένως, διά της εκτιθέμενης σειράς, διαδοχικώς οι κατονοµαζόµενοι δικαιοπάροχοί της, τουλάχιστον από το έτος 1883 και έκτοτε συνεχώς και αδιαλείπτως έως την άσκηση της ένδικης αγωγής. Ότι, κατά τη διαδικασία της κτηµατογράφησης της περιοχής, το ακίνητο αυτό καταχωρήθηκε εσφαλµένα στα οικεία κτηματολογικά βιβλία του Κτηµατολογικού Γραφείου Αµπελακίων νήσου Σαλαµίνας, ως τμήμα ή σύνολο έκαστου των με ΚΑΕΚ …………… ακινήτων, ως ιδιοκτησία του εναγόμενου – ήδη εκκαλούντος Ελληνικού Δηµοσίου. Ζητούσε, ακολούθως, η ενάγουσα, επικαλουµένη έννοµο συµφέρον, να αναγνωρισθεί κυρία του επίδικου ακινήτου και να διορθωθεί ως ανακριβής η παραπάνω πρώτη κτηµατολογική εγγραφή.
Επίσης, η ενάγουσα – ήδη εφεσίβλητη εξέθετε στην ως άνω υπό στοιχείο β΄ (από 8.5.2015 και με αριθμό κατάθεσης …………/2015) αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της, ότι είναι κυρία του ακινήτου που βρίσκεται στη θέση ………. της περιφέρειας ………. Σαλαμίνας, έκτασης 1.742.41 τ.μ., όπως περαιτέρω αυτό περιγράφεται κατά θέση, όρια και αξία στην αγωγή. Ότι, την κυριότητα του ακινήτου αυτού απέκτησε με παράγωγο τρόπο, δυνάμει των αναφερόμενων στην αγωγή τίτλων, που μεταγράφηκαν νόμιμα. Ότι, επικουρικά, την κυριότητα του εν λόγω ακινήτου απέκτησε δυνάμει τακτικής, άλλως έκτακτης χρησικτησίας, κατόπιν προσµέτρησης του χρόνου χρησικτησίας των δικαιοπαρόχων της, που, όπως αναλυτικά εκθέτει, διακατείχαν αυτό ως τµήµα μείζονος ακινήτου και ασκούσαν επ’ αυτού τις αναφερόμενες στο αγωγικό δικόγραφο πράξεις νομής, οι οποίες προσιδιάζουν στην φύση και τον προορισµό του (καλλιέργεια κ.α.), με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, τόσο η ίδια όσο και προηγουµένως, διά της εκτιθέμενης σειράς, διαδοχικώς οι κατονοµαζόµενοι δικαιοπάροχοί της, τουλάχιστον από το έτος 1883 και έκτοτε συνεχώς και αδιαλείπτως έως την άσκηση της ένδικης αγωγής. Ότι, κατά τη διαδικασία της κτηµατογράφησης της περιοχής το ακίνητο αυτό καταχωρήθηκε εσφαλµένα στα οικεία κτηματολογικά βιβλία του Κτηµατολογικού Γραφείου Αµπελακίων νήσου Σαλαµίνας, ως τμήμα έκαστου των με ΚΑΕΚ ………….. ακινήτων, ως ιδιοκτησία του εναγόμενου – ήδη εκκαλούντος Ελληνικού Δηµοσίου. Ζητούσε, ακολούθως, η ενάγουσα, επικαλουµένη έννοµο συµφέρον, να αναγνωρισθεί κυρία του επίδικου ακινήτου και να διορθωθεί ως ανακριβής η παραπάνω πρώτη κτηµατολογική εγγραφή.
Τέλος, ενάγουσα – ήδη εφεσίβλητη εξέθετε στην ως άνω υπό στοιχείο γ΄ (από 29.12.2015 και με αριθμό κατάθεσης ………./2015) αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της, ότι είναι κυρία του ακινήτου που βρίσκεται στη θέση ………. της περιφέρειας ………. Σαλαμίνας, έκτασης 5.945.94 τ.μ., όπως περαιτέρω περιγράφεται κατά θέση, όρια και αξία στην αγωγή. Ότι, την κυριότητα του ακινήτου αυτού απέκτησε με παράγωγο τρόπο, δυνάμει των αναφερόμενων στην αγωγή τίτλων, που μεταγράφηκαν νόμιμα. Ότι, επικουρικά, την κυριότητα του εν λόγω ακινήτου απέκτησε δυνάμει τακτικής, άλλως έκτακτης χρησικτησίας, κατόπιν προσµέτρησης του χρόνου χρησικτησίας των δικαιοπαρόχων της, που, όπως αναλυτικά εκθέτει, διακατείχαν αυτό ως τµήµα μείζονος ακινήτου και ασκούσαν επ’ αυτού τις αναφερόμενες στο αγωγικό δικόγραφο πράξεις νομής, οι οποίες προσιδιάζουν στην φύση και τον προορισµό του (καλλιέργεια κ.α.), με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, τόσο η ίδια όσο και προηγουµένως, διά της εκτιθέμενης σειράς, διαδοχικώς οι κατονοµαζόµενοι δικαιοπάροχοί της, τουλάχιστον από το έτος 1883 και έκτοτε συνεχώς και αδιαλείπτως έως την άσκηση της ένδικης αγωγής. Ότι, κατά τη διαδικασία της κτηµατογράφησης της περιοχής το ακίνητο αυτό καταχωρήθηκε εσφαλµένα στα οικεία κτηματολογικά βιβλία του Κτηµατολογικού Γραφείου Αµπελακίων νήσου Σαλαµίνας, ως τμήμα έκαστου των με ΚΑΕΚ …….. και ………… ακινήτων, ως ιδιοκτησία του εναγόμενου – ήδη εκκαλούντος Ελληνικού Δηµοσίου. Ζητούσε, ακολούθως, η ενάγουσα, επικαλουµένη έννοµο συµφέρον, να αναγνωρισθεί κυρία του επίδικου ακινήτου και να διορθωθεί ως ανακριβής η παραπάνω πρώτη κτηµατολογική εγγραφή.
Το ανωτέρω Δικαστήριο, συνεκδικάζοντας κατά την τακτική διαδικασία, τις ως άνω αγωγές, εξέδωσε αρχικά την υπ΄αρ. 1.247/2017 εν μέρει οριστική και εν μέρει μη οριστική απόφασή του, με την οποία, αφού έκρινε τις αγωγές παραδεκτές, καθώς τηρήθηκε η απαιτούμενη από τον νόμο προδικασία, εμπροθέσμως ασκηθείσες και νόμιμες, στη συνέχεια, ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης και διέταξε την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, προκειµένου να διενεργηθεί πραγµατογνωµοσύνη, αφενός από αγρονόμο – τοπογράφο μηχανικό, αφετέρου από δασολόγο, προκειμένου να αποφανθούν με έγγραφη αιτιολογημένη γνωμοδότησή τους, ο μεν πρώτος σχετικά µε το εάν τα επίδικα ακίνητα, όπως αυτά περιγράφονται στις ένδικες αγωγές, περιλαμβάνονται εν όλω ή εν μέρει, ή όχι, στους προσκομιζόμενους από την ενάγουσα κατά περίπτωση φερόμενους ως τίτλους ιδιοκτησίας τόσο αυτής όσο και των απώτερων και απώτατων δικαιοπαρόχων της, ο δε δεύτερος σχετικά με το εάν τα εν λόγω ακίνητα αποτελούν εν όλω ή εν μέρει, ή όχι, δασική έκταση, κατά τους ορισμούς του νόμου, ή εάν αντιθέτως είχαν άλλο χαρακτήρα και χρήση κατά το παρελθόν και ποια, καθώς επίσης, ποια είναι η αντίστοιχη φύση των ακινήτων με τα οποία συνορεύουν.
Μετά τη διενέργεια των ανωτέρω διαταχθεισών πραγματογνωμοσυνών από τον αγρονόµο – τοπογράφο µηχανικό . ……., που διορίστηκε με την ως άνω μη οριστική απόφαση, καθώς και από τον δασολόγο ……………, που διορίστηκε με την υπ΄αρ. 1.663/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), σε αντικατάσταση του αρχικά διορισθέντα, με την ως άνω μη οριστική απόφαση, πραγματογνώμονα ……………, κατατέθηκαν από αυτούς, αντίστοιχα, στο πρωτοβάθµιο Δικαστήριο, η από 12.11.2019 (υπ΄αρ. κατάθ. ……./2020) και η από 3.5.2018 (υπ΄αρ. κατάθ. ………/2018) εκθέσεις πραγµατογνωµοσύνης των ανωτέρω πραγματογνωμόνων, εκδόθηκε δε η υπ΄αρ. 3.632/2023 οριστική απόφαση του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία), η οποία έκανε δεκτές τις αγωγές και ως ουσιαστικά βάσιμες και αναγνώρισε ότι η ενάγουσα είναι αποκλειστική κυρία (σε ποσοστό 100%) των επίδικων ακινήτων, δυνάμει παράγωγου τρόπου κτήσης, διέταξε δε τη διόρθωση της αντίστοιχης αρχικής εγγραφής στα κτηµατολογικά βιβλία του Κτηµατολογικού Γραφείου Σαλαµίνας ως προς τα ανωτέρω ακίνητα, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην ως άνω απόφαση (εκκαλουμένη), ώστε να αναγραφεί η ενάγουσα ως αποκλειστική κυρία των επίδικων ακινήτων με τους εκεί αναφερόμενους τίτλους κτήσης, αντίστοιχα, ενώ, τέλος, επέβαλε, εις βάρος του εναγόμενου Ελληνικού Δηµοσίου, τη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας, μειωμένη κατ’ άρθρο 22 παρ.1 του ν. 3693/1957, την οποία όρισε στο ποσό των 293 ευρώ.
Ήδη κατά της ανωτέρω οριστικής απόφασης καθώς και της συμπροσβαλλόμενης με αυτήν προαναφερθείσας μη οριστικής απόφασης, παραπονείται το εναγόμενο – εκκαλούν με την κρινόμενη έφεσή του, για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθούν στο σύνολό τους οι αγωγές της αντιδίκου του και να καταδικαστεί η τελευταία στη δικαστική του δαπάνη και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι οι κρινόμενες αγωγές είναι ορισμένες, όπως ορθά κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθώς περιέχουν όλα τα απαιτούμενα από τον νόμο για τη θεμελίωσή τους στοιχεία, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην οικεία μείζονα σκέψη, παρά τους αβάσιμους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς του εναγόμενου – εκκαλούντος, που επαναφέρει με τους σχετικούς λόγους της κρινόμενης έφεσής του, οι οποίοι είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Ειδικότερα, τα επίδικα ακίνητα περιήλθαν στην ενάγουσα – εφεσίβλητη, κατά τα αναφερόμενα στις αγωγές, όχι ως μέρος ευρύτερης έκτασης, αλλά αυτοτελώς ως διακριτά ακίνητα και όπως αυτά περιγράφονται κατά θέση, είδος, έκταση, όρια και όμορους ιδιοκτήτες, χωρίς να ενδιαφέρει αν σε παρελθόντα χρόνο στους απώτερους δικαιοπαρόχους της ενάγουσας είχαν περιέλθει ως τμήμα μεγαλύτερης εδαφικής έκτασης. Επομένως, δεν απαιτείται η λεπτομερής περιγραφή των επίδικων εντός της μείζονος έκτασης, όπως υποστηρίζει το εναγόμενο – εκκαλούν (βλ. και Μον.Εφ.Πειρ. 669/2023 Ιστοσελ. Εφ.Πειρ.). Εκτός αυτού, αναφέρονται στην αγωγή τα ΚΑΕΚ (Κωδικός Αριθμός Εθνικού Κτηματολογίου) που έχουν λάβει τα γεωτεμάχια, τμήμα των οποίων καταλαμβάνουν τα επίδικα. Περαιτέρω, αναφέρονται στην αγωγή συγκεκριμένες πράξεις νομής, τις οποίες ασκούσαν οι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας, επί των επίδικων ακινήτων (καλλιέργεια, λειτουργία ασβεστοκάμινου εντός αυτών κ.α.).
Σύμφωνα με το άρθρο 126 παρ.1 εδ. δ` ΚΠολΔ, η επίδοση για το Δημόσιο γίνεται σε εκείνους που το εκπροσωπούν σύμφωνα με τον νόμο, ενώ στη διάταξη του άρθρου 5 του ‘’Κώδικα των νόμων περί Δικών του Δημοσίου’’ (διάταγμα 26.6/10-7-1944), ορίζεται ότι μόνο οι κοινοποιήσεις προς τον Υπουργό Οικονομικών οποιουδήποτε δικογράφου επί δικών του Δημοσίου παράγουν νόμιμες συνέπειες και ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και όταν το Δημόσιο εκπροσωπείται δικαστικώς από άλλον, εκτός του Υπουργού των Οικονομικών, είτε από τους διευθυντές των ταμείων ή Οικονομικούς εφόρους ή τελώνες ή άλλο οποιοδήποτε κρατικό όργανο, οπότε η επίδοση προς τον Υπουργό των Οικονομικών απαιτείται προσθέτως, με συνέπεια, στην περίπτωση παράλειψής της, την ακυρότητα, που ερευνάται αυτεπαγγέλτως. Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 6 παρ. 1 του ως άνω διατάγματος, αι προς τον Υπουργόν των Οικονομικών κατά τους κειμένους νόμους επιδόσεις γίνονται εν τω οικήματι εν ω εδρεύει η Διεύθυνσις Νομικών Υπηρεσιών (ήδη Νομικό Συμβούλιο του Κράτους).
Από την εκτίμηση της ανωμοτί κατάθεσης της νόμιμης εκπροσώπου της ενάγουσας – ήδη εφεσίβλητης, ……… και της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ανταπόδειξης …………., που εξετάστηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την υπ΄αρ. 1.247/2017 μη οριστική απόφαση πρακτικά αυτού, της από 12.11.2019 (με αρ. πράξης κατάθ. ………/2020) έκθεσης πραγματογνωμοσύνης του αγρονόμου – τοπογράφου μηχανικού …….. και της από 3.5.2018 (με αρ. πράξης κατάθ. ……/2018) έκθεση πραγματογνωμοσύνης του δασολόγου ……….., όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων και οι από 24.8.2021 και 11.10.2022 τεχνικές εκθέσεις των ορισθέντων τεχνικών συμβούλων του εναγόμενου – ήδη εκκαλούντος ……… – δασολόγου του Δασαρχείου Πειραιά και ………… – αγρονόμου και τοπογράφου μηχανικού της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιά, Νήσων και Δυτικής Αττικής, καθώς και της υπ΄αρ. …./19.10.2015 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα ……………., που επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα και λήφθηκε, με επιμέλειά της, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθήνας ……………., κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης, σύμφωνα με το άρθρο 422 παρ.1 ΚΠολΔ, κλήτευσης του αντιδίκου της, όπως προκύπτει από την υπ΄αρ. …………/5.10.2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ………… [χωρίς ωστόσο να ληφθεί υπόψη η επίσης επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την ενάγουσα υπ΄αρ. ………./25.10.2016 ένορκη βεβαίωση του ……….., που λήφθηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά ………….., διότι η κλήτευση του αντιδίκου της εναγόμενου, δυνάμει της υπ΄αρ. ……../20.10.2016 έκθεσης επίδοσης του ως άνω δικαστικού επιμελητή, έλαβε χώρα στο Γραφείο του Υπουργού Οικονομικών (αρ. πρωτ. ……../21-10-2016) και όχι στο Κατάστημα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, σύμφωνα με τα αναφερθέντα στην αμέσως παραπάνω παρατεθείσα μείζονα σκέψη, στην Κεντρική Υπηρεσία του οποίου (Ν.Σ.Κ.) διαβιβάστηκε με το υπ΄αρ. πρωτ. ΓΡ.Δ.ΥΠ. …. …../31-10-2016 έγγραφο του Διευθυντή του Γραφείου του Υπουργού Οικονομικών, με αποτέλεσμα η κλήτευση αυτή του εναγόμενου να καθίσταται μη εμπρόθεσμη, όπως βάσιμα επισημαίνεται από το τελευταίο], αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Η ενάγουσα – ήδη εφεσίβλητη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, που εδρεύει στο Δήμο ………. Σαλαμίνας, στη θέση «………….», έχει ως σκοπό, μεταξύ άλλων, την αγορά πλοίων με σκοπό τη διάλυσή τους και την εμπορία των εκ της διάλυσης προκυπτόντων προϊόντων, την κατασκευή, μετασκευή και επισκευή πλοίων, την απόκτηση της κυριότητας και την εκμετάλλευση παντός τύπου πλοίου, την ναυπήγηση αυτών, τη μίσθωση, ναύλωση και η εν γένει εκμετάλλευση και εφοπλισμό πλοίων και πλωτών ναυπηγημάτων, την ίδρυση και λειτουργία ναυπηγείου επί ιδιόκτητου ή μισθωμένου χώρου και τη μίσθωση προς εκμετάλλευση ναυπηγείου, τη διενέργεια ρυμουλκύσεων, καθελκύσεων, ανελκύσεων πλοίων και πλωτών ναυπηγημάτων και παντός είδους σκάφους αναψυχής. Είναι κάτοχος των με αρ. πρωτ. …./14.9.1994 (διάρκειας τριών ετών) και …………/24.9.1998 (αορίστου χρόνου) αδειών λειτουργίας ναυπηγείου – διαλυτηρίου πλοίων στην Κοινότητα ………. Σαλαμίνος του Νομού Αττικής της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αθηνών – Πειραιώς. Η ενάγουσα εταιρεία συστήθηκε αρχικά από τους …… και την ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «………..», δυνάμει του υπ΄αρ. ………/1985 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Πειραιά …………, νόμιμα καταχωρημένου στα βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου Πειραιά με α.α. ……./1985, με την επωνυμία «………» και τον διακριτικό τίτλο «………..», με έδρα τον Δήμο Πειραιά. Εν συνεχεία, δυνάμει του υπ΄αρ. ……../1987 συμβολαίου της ως άνω Συμβολαιογράφου, νόμιμα καταχωρημένου στα βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου Πειραιώς με α.α. …./1987, εξήλθε της εταιρείας η εταίρος «………….» και μεταβίβασε τα 2.000 εταιρικά της μερίδια προς τους: α) …….., τα 400, β) ……., τα 1.000, γ) ………, τα 600. Τροποποιήθηκε δε η επωνυμία της εταιρείας σε «………», ο δε διακριτικός τίτλος αυτής παρέμεινε ο ίδιος. Στη συνέχεια, δυνάμει της με αρ. ……./1987 πράξης της ίδιας Συμβολαιογράφου, νόμιμα καταχωρημένης στα βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου Πειραιά με α.α. ……../1987, μεταφέρθηκε η έδρα της εταιρείας από τον Δήμο Πειραιά στον Δήμο Σαλαμίνας. Ακολούθως, με το υπ΄αρ. ……../1990 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Πειραιά ………….νόμιμα καταχωρημένου στα βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου Πειραιά με α.α. ……./1990, ο εταίρος …………, εξερχόμενος της εταιρείας, πώλησε και μεταβίβασε τα 600 εταιρικά του μερίδια προς την …….., ενώ δυνάμει του υπ΄αρ. ……./1990 συμβολαίου του ίδιου ως άνω Συμβολαιογράφου, νόμιμα καταχωρημένου στα βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου Πειραιά με α.α. ………./1990, ο εταίρος ………., εξερχόμενος επίσης από την εταιρεία, πώλησε και μεταβίβασε τα 1.000 εταιρικά του μερίδια προς τις: α) …………, τα 200 και β) ………., τα 800. Έτσι, εταίροι της ως άνω εταιρείας παρέμειναν οι ……… και οι θυγατέρες του ….. . και ………. Τέλος, δυνάμει του υπ΄αρ. …../5-12-2003 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Πειραιά …………, νόμιμα καταχωρημένου στα βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου Πειραιά με α.α. ………./10.12.2003, τροποποιήθηκε περαιτέρω το καταστατικό της εταιρείας και ειδικότερα εξήλθε αυτής, λόγω θανάτου, ο εταίρος και διαχειριστής, ………, και ανέλαβαν τα εταιρικά του μερίδια, λόγω κληρονομικής διαδοχής, οι ως άνω θυγατέρες του (…… και …………), οι οποίες είναι και οι μόνες πλέον εταίροι της ενάγουσας εταιρείας, νόμιμοι εκπρόσωποι και διαχειρίστριες αυτής από κοινού και χωριστά έκαστη εξ αυτών, όπως προκύπτει από την τελευταία τροποποίηση – κωδικοποίηση του καταστατικού της ενάγουσας εταιρείας, η οποία έλαβε χώρα με το υπ΄αρ. ……../9.6.2009 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Πειραιά ……, νόμιμα καταχωρημένου στα βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου Πειραιώς με α.α. ………/11.6.2009.
Τα επίδικα είναι τρία όμορα ακίνητα, που βρίσκονται στη θέση «……….» (Καρνάγια) της περιφέρειας της Κοινότητας ………. Σαλαμίνας, εκ των οποίων, τα δύο πρώτα εξ αυτών η ενάγουσα τα χρησιμοποιεί ως χώρους εγκατάστασης της επιχείρησης ναυπηγείου, και το τρίτο εξ αυτών, ως βοηθητικό χώρο προσέγγισης και στάθμευσης των οχημάτων των εργαζομένων της στον χώρο του ναυπηγείου. 1) Το επίδικο ακίνητο της πρώτης (α΄) ως άνω υπ΄αρ. καταθ. ………./2015 αγωγής, (υπό στοιχείο I), αποκτήθηκε από την ενάγουσα, δυνάμει της υπ΄αρ. ……/30.12.1985 περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτου της Συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ………..είου Σαλαμίνας (στον τόμο …. με α.α. ….., και, κατά τον ως άνω τίτλο κτήσης, είναι ολικής εκτάσεως μετά της πετρώδους τοιαύτης, μέτρων τετραγωνικών οκτώ χιλιάδων (8.000 τ.μ.) περίπου, ή όσης εκτάσεως και αν είναι και συνορεύει ανατολικώς με ιδιοκτησία αδερφών ………. και νυν με ιδιοκτησία ……, δυτικώς με ιδιοκτησία …….. και νυν με ιδιοκτησία …….., αρκτικώς με ζώνη περιοχής χειμερίου κύματος και μεσημβρινώς με κορυφογραμμή βουνού. Σύμφωνα, δε, με νεότερη καταμέτρηση, όπως προκύπτει από το συνημμένο στην αγωγή από Οκτωβρίου 2012 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ……….., το εν λόγω αγροτεμάχιο έχει έκταση 8.059,17 τ.μ. και τέμνεται από δημόσια οδό, με αποτέλεσμα να αποτελείται σήμερα από δύο τμήματα. Από αυτά: Α) Το πρώτο τμήμα έχει εμβαδό 5.086,61 τ.μ., εμφαίνεται στο ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα με τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα Χ,Ι,Κ,Κ1,Κ2,Κ3,Λ,45,46,47,48,49,50, 51,33,Μ, Χ6,Χ5,Χ4,Χ3,Χ2,Χ1,Χ και συνορεύει: Βορείως σε τεθλασμένη πλευρά Χ-Ι-Κ μήκους 43,81 μέτρων συνολικά και αναλυτικά 32,11 μέτρων (Χ-Ι) συν 11,70 μέτρων (Ι-Κ) με παραλία, Νοτίως σε τεθλασμένη πλευρά Α,45,46,47,48,49,50,51,33,Μ μήκους 46,27 μέτρων συνολικά και αναλυτικά 1,54 μέτρων (Λ-45) συν 4,68 μέτρων (45-46) συν 6,58 μέτρων (46-47) συν 6,62 μέτρων (47-48) συν 9,2 μέτρων (48-49) συν 6,39 μέτρων (49-50) συν 5,77 μέτρων (50-51) συν 2,07 μέτρων (51-33) συν 3,42 μέτρων (33-Μ) με δημόσια οδό, Ανατολικώς σε τεθλασμένη πλευρά Κ-Κ1-Κ2-Κ3-Λ μήκους 113,11 μέτρων συνολικά και αναλυτικά 20,43 μέτρων (Κ-Κ1) συν 47,03 μέτρων (Κ1-Κ2) συν 17,15 μέτρων (Κ2-Κ3) συν 28,50 μέτρων (Κ3-Λ) με γεωτεμάχια με ΚΑΕΚ …., …., ……, στα οποία, σύμφωνα με τις πρώτες εγγραφές στο Κτηματολογικό Γραφείο Σαλαμίνας, αναγράφεται ως δικαιούχος κυριότητας το Ελληνικό Δημόσιο και Δυτικώς σε πλευρά Μ-Χ6-Χ5-Χ4-Χ3-Χ2-Χ1 -Χ μήκους 116,28 μέτρων συνολικά και αναλυτικά 25,33 μέτρων (Μ-Χ6), συν 24,05 μέτρων (Χ6-Χ5) συν 1,84 μέτρων (Χ5-Χ4) συν 3,73 μέτρων (Χ4-Χ3) συν 43,45 μέτρων (Χ3-Χ2) συν 0,44 μέτρων (Χ2-Χ1) συν 17,41 μέτρων (X- Χ1) με γεωτεμάχια με ΚΑΕΚ …., ……, στα οποία, σύμφωνα με τις πρώτες εγγραφές στο Κτηματολογικό Γραφείο Σαλαμίνας, αναγράφεται επίσης ως δικαιούχος κυριότητας το Ελληνικό Δημόσιο. Εντός του ως άνω τμήματος του επίδικου αγροτεμαχίου υπάρχουν πέντε κτίσματα, τα οποία εμφαίνονται στο ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα, που επισυνάπτεται στην αγωγή, και συγκεκριμένα: α) το διώροφο κτίσμα υπό στοιχείο Α, εμβαδού του ισογείου 162,99 τ.μ., που χρησιμοποιείται ως αποθήκη ανταλλακτικών και αναλωσίμων και ο δεύτερος όροφος, εμβαδού 162,99 τ.μ., ο οποίος χρησιμοποιείται ως χώρος γραφείων της ενάγουσας εταιρείας, β) τα ισόγεια κτίσματα υπό στοιχεία Β και Γ, τα οποία έχουν εμβαδόν 14 τ.μ. και 8 τ.μ. αντίστοιχα και χρησιμοποιούνται ως κουζίνα και ως λουτρό και γ) το ισόγεια κτίσματα υπό στοιχεία Δ και Ε, εκ των οποίων το πρώτο έχει εμβαδόν 348,75 τ.μ. και αποτελεί το μηχανουργείο του ναυπηγείου της ενάγουσας και το δεύτερο έχει εμβαδόν 19,5 τ.μ. και αποτελεί βοηθητικό χώρο του μηχανουργείου. Β) Το δεύτερο τμήμα έχει εμβαδό 2.972,56 τ.μ., εμφαίνεται στο συνημμένο στην αγωγή τοπογραφικό διάγραμμα με τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα Γ,Ζ,Η,Θ,ΘΙ,Γ και συνορεύει Βορείως σε τεθλασμένη πλευρά Γ-Ζ-Η μήκους 46,12 μέτρων συνολικά και αναλυτικά 13,81 μέτρων (Γ-Ζ) συν 32,31 μέτρων (Ζ-Η) με δημόσια οδό, Νοτίως σε πλευρά Θ-Θ1 μήκους 47,06 μέτρων με κορυφογραμμή βουνού, Ανατολικώς σε πλευρά Η-Θ μήκους 69,60 μέτρων με γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ ……., το οποίο, σύμφωνα με τις πρώτες εγγραφές στο Κτηματολογικό Γραφείο Σαλαμίνας, εμφανίζεται να ανήκει στο Ελληνικό Δημόσιο και Δυτικώς σε πλευρά Θ1-Γ μήκους 62,16 μέτρων με γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ ……, το οποίο, σύμφωνα με τις πρώτες εγγραφές στο Κτηματολογικό Γραφείο Σαλαμίνας, εμφανίζεται επίσης να ανήκει στο Ελληνικό Δημόσιο. 2) Το επίδικο ακίνητο της δεύτερης (β΄) ως άνω υπ’αρ. κατάθ. ………./2015 αγωγής (υπό στοιχείο II), αποκτήθηκε από την ενάγουσα, δυνάμει του υπ΄αρ. …../1.12.1993 πωλητηρίου συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ………., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (στον τόμο … με α. α. …..) και κατά τον ως άνω τίτλο κτήσης έχει έκταση μέτρων τετραγωνικών χιλίων οκτακοσίων εξήντα τριών (1.863 τ.μ.), εμφαίνεται με τα περιμετρικά κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα Α-Β-Γ-Δ-Α στο από Οκτωβρίου 1993 τοπογραφικό σχεδιάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού ………., το οποίο προσαρτήθηκε στο ως άνω αγοραπωλητήριο συμβόλαιο και συνορεύει: Ανατολικά με ιδιοκτησία πρώην ……., μετέπειτα …….. και σήμερα της ενάγουσας εταιρείας σε πλευρά Α-Β μήκους μέτρων εκατόν τριάντα επτά (137), Δυτικά με ιδιοκτησία κληρονόμων Ιωάννου ……….υ σε πλευρά Γ-Δ μήκους μέτρων εκατόν τριάντα δύο (132), Βόρεια με περιοχή χειμερίου κύματος (ιδιοκτησίας ΟΛΠ) σε πλευρά Α-Δ μήκους μέτρων δεκατεσσάρων (14) και Νότια με οδό νομιμοποιηθείσα με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δημοσίων Έργων σε απαλλοτριωθείσα περιοχή (βάσει της υπ΄αρ. Δ.5741/6706/3.9.1970 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Δημοσίων Έργων, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 216/Δ/30.9.1970), σε πρόσοψη στην οδό αυτή πλευράς του σχεδιαγράμματος Β-Γ μήκους μέτρων δεκαπέντε (15). Σύμφωνα, δε, με νεότερη καταμέτρηση, όπως προκύπτει από το συνημμένο στην αγωγή από Οκτωβρίου 2012 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού …………, το ως άνω αγροτεμάχιο έχει έκταση 1.742,41 τ.μ., εμφαίνεται με τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα Φ1,Φ2,Χ,Χ1,Χ2,Χ3,Χ4,Χ5,Χ6,Μ,Ν,Ξ,Ξ1,Ξ2,Ξ3,Φ1 και συνορεύει: Βορείως σε τεθλασμένη πλευρά Φ1-Φ2-Χ μήκους 13,99 μέτρων με παραλία, Νοτίως σε τεθλασμένη πλευρά Μ-Ν-Ξ-Ξ1 μήκους 15,83 μέτρων συνολικά και αναλυτικά 4,57 μέτρων (Μ-Ν) συν 4,93 μέτρων (Ν-Ξ) συν 6,33 μέτρων (Ξ-Ξ1) με δημόσια οδό πλάτους 3 μέτρων, Ανατολικώς σε τεθλασμένη πλευρά Χ-Χ1-Χ2-Χ3-Χ4-Χ5-Χ6-Μ μήκους 116,25 μέτρων συνολικά και αναλυτικά 17,41 μέτρων (Χ-Χ1) συν 0,44 μέτρων (Χ1-Χ2) συν 43,45 μ. (Χ2-Χ3) συν 3,73μ. (Χ3-Χ4) συν 1,84 μ. (Χ4-Χ5) συν 24,05 μέτρων (Χ5-Χ6) συν 25,33 μέτρων (Χ6-Μ) με γεωτεμάχια με ΚΑΕΚ ……, …., τα οποία, σύμφωνα με τις πρώτες εγγραφές στο Κτηματολογικό Γραφείο Σαλαμίνας, εμφανίζονται να ανήκουν στο Ελληνικό Δημόσιο και Δυτικώς σε πλευρά Ξ1-Ξ2-Ξ3-Φ1 μήκους 112,84 μέτρων συνορεύει με γεωτεμάχια με ΚΑΕΚ ….., ….., τα οποία, σύμφωνα με τις πρώτες εγγραφές στο Κτηματολογικό Γραφείο Σαλαμίνας, εμφανίζονται επίσης να ανήκουν στο Ελληνικό Δημόσιο. 3) Το επίδικο ακίνητο της τρίτης (γ΄) ως άνω υπ΄αρ. κατάθ. ……../2015 αγωγής (υπό στοιχείο III), αποκτήθηκε από την ενάγουσα δυνάμει του υπ΄αρ. ……./19.2.1998 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Σαλαμίνας . …….., που μεταγράφηκε νόμμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (στον τόμο …. με α.α……) και, κατά τον ως άνω τίτλο κτήσης, έχει επιφάνεια πέντε χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων (5.000 τ.μ.), πλέον ή έλαττον, εμφαίνεται με τα περιμετρικά αλφαβητικά γράμματα (Α-Β-Γ-Δ-Ε-Α) στο από Φεβρουαρίου 1998 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου-τοπογράφου μηχανικού ………., το οποίο προσαρτήθηκε στο ως άνω αγοραπωλητήριο συμβόλαιο και συνορεύει Βόρεια επί πλευράς (Α-Ε) μήκους πενήντα επτά (57) μέτρων με παραλία, Νότια επί πλευράς (Α-Β-Γ) ελαφρά τεθλασμένης μήκους εβδομήντα τριών και 20/100 (73,20) μέτρων συνολικά και αναλυτικά είκοσι εννέα και 20/100 (29,20) μέτρων συν σαράντα τεσσάρων (44) μέτρων με δημόσια οδό εγκριθείσα δυνάμει της υπ΄αρ. Δ.5741/6706/3.9.1970 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Δημοσίων Έργων, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 216/Δ/30.9.1970, Ανατολικά επί πλευράς (Ε-Α) μήκους ενενήντα και 60/100 (90,60) μέτρων με ιδιοκτησία άλλοτε κληρονόμων ………… και σήμερα ενάγουσας εταιρείας και Δυτικά επί πλευράς (Γ-Δ) μήκους εκατόν έξι και 50/100 (106,50) μέτρων με ιδιοκτησία κληρονόμων . …… Σύμφωνα, δε, με νεότερη καταμέτρηση, όπως προκύπτει από το συνημμένο στην αγωγή από Οκτωβρίου 2012 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού …….., το ως άνω αγροτεμάχιο έχει έκταση 5.945,94 τετραγωνικά μέτρα, εμφαίνεται με τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα Ο-Ρ-Σ-Τ-Υ-Φ-Ο και συνορεύει Βορειοδυτικά σε πλευρά Τ-Υ μήκους 57,00 μέτρων με παραλία, Νότια Νοτιοανατολικά σε πλευρά Ο-Ρ μήκους 67,53 μέτρων με δημόσια οδό πλάτους 3 μέτρων, Ανατολικά σε πλευρά Ο-Υ μήκους 103,66 μέτρων με γεωτεμάχια με ΚΑΕΚ …, ….., τα οποία, σύμφωνα με τις πρώτες εγγραφές στο Κτηματολογικό Γραφείο Σαλαμίνας, εμφανίζονται να ανήκουν στο Ελληνικό Δημόσιο και Νοτιοδυτικά σε πλευρά Ρ-Τ μήκους 106,70 μέτρων συνορεύει ομοίως με γεωτεμάχια με ΚΑΕΚ …., …, τα οποία, σύμφωνα με τις πρώτες εγγραφές στο Κτηματολογικό Γραφείο Σαλαμίνας, εμφανίζονται επίσης να ανήκουν στο Ελληνικό Δημόσιο. Τα ανωτέρω επίδικα ακίνητα, αποτελούσαν τμήματα ευρύτερης έκτασης, συνολικής επιφάνειας 20 περίπου στρεμμάτων, επί της οποίας ασκούσε, διανοία κυρίου και με καλή πίστη, πράξεις νομής που προσιδίαζαν στη φύση του, όπως καλλιέργεια, κατασκευή ασβεστοκάμινου εντός αυτού κ.α., ο …….., τουλάχιστον από το έτος 1883. Ο τελευταίος μάλιστα, κατόπιν δικαστικής διαμάχης με τον ………. για τη διεκδίκηση της μείζονος ως άνω έκτασης, είχε αναγνωριστεί κύριος αυτής δυνάμει των υπ΄αρ. 58,103,135/1883 και 78/1884 αποφάσεων του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας και των υπ΄αρ. 3300/1884 και 2175/1886 αποφάσεων του Πρωτοδικείου Αθηνών, όπως προκύπτει από τα αναφερόμενα στις υπ΄αρ. 29/1940 και 31/1940 αποφάσεις του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας. Με τις τελευταίες αποφάσεις ακυρώθηκαν, κατόπιν άσκησης σχετικών ανακοπών από τους απώτατους δικαιοπαρόχους της ενάγουσας, τα εκδοθέντα από το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο πρωτόκολλα καθορισμού αποζημίωσης χρήσης των επίδικων εκτάσεων κατά τα έτη 1928-1939. Ακολούθως, δυνάμει του υπ΄αρ. ……../22.11.1913 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (στον τόμο …., με α.α. ….), ο ως άνω Παναγής Μπίλιας πώλησε και μεταβίβασε στους αδελφούς …………., σε ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου σε έκαστο εξ αυτών, την ανωτέρω μείζονα έκταση, η οποία περιγράφεται στο συμβόλαιο αυτό ως ένας αγρός στη θέση ………. του χωρίου ….. της Σαλαμίνας, έκτασης 20 στρεμμάτων, που εκτείνεται από την παραλία μέχρι του μέρους που τρέχουν τα νερά κατά μήκος και κατά πλάτος από του ασβεστοκάμινου του ……. και μέχρι του λάκκου απραγματοποίητου καμινιού και συνορεύει Ανατολικά με καμίνι ……….., Δυτικά με ασβεστοκάμινο, Βόρεια με θάλασσα σε πρόσοψη 162 μέτρων και Νότια με ράχη βουνού. Από τον παραπάνω χρόνο της περιέλευσης της μείζονος έκτασης στη συννομή των αδελφών …………, οι τελευταίοι ασκούσαν, διανοία συγκυρίων και με καλή πίστη, έκαστος κατά το προαναφερόμενο ποσοστό, τις προσιδιάζουσες στη φύση της, διακατατοχικές πράξεις συννομής, και συγκεκριμένα καλλιεργούσαν την έκταση, έκτισαν οικία και άνοιξαν φρέαρ εντός αυτής. Επομένως, αυτοί, κατά την κρίσιμη ημερομηνία της 11.9.1915, είχαν συμπληρώσει καλόπιστη και αδιατάρακτη τριακονταετή νομή επί του εν λόγω ακινήτου, προσμετρώντας στο χρόνο νομής τους και τον χρόνο της νομής του δικαιοπαρόχου τους ………., ο οποίος, όπως προεκτέθηκε, ασκούσε πράξεις νομής επί της έκτασης αυτής από το έτος 1883. Στη συνέχεια, ο …………. με το υπ΄αρ. ………./1922 πωλητήριο συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………., το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (στον τόμο …., με α.α. …..), πώλησε και μεταβίβασε το ιδανικό του μερίδιο (1/3) επί του εν λόγω ακινήτου, στον ………., ο οποίος, με τη σειρά του, το πώλησε και το μεταβίβασε στον ………., δυνάμει του υπ΄αρ. ……../1924 πωλητηρίου συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Πειραιά ……….., που μεταγράφηκε επίσης νόμιμα στα ίδια ως άνω βιβλία μεταγραφών (στον τόμο …., με α.α. ….). Ακολούθως, οι …………., με το υπ΄αρ. ……../1926 διανεμητήριο συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Σαλαμίνας …….., το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (στον τόμο …., με α.α. …..), διένειμαν μεταξύ τους την προς θάλασσα πρόσοψη του προαναφερθέντος αγρού, έκτασης 20 στρεμμάτων, σε τρία τμήματα, μήκους 56 μέτρων το καθένα σε σχέση με την πρόσοψή του στη θάλασσα, από τα οποία έλαβαν ο ……. το δυτικό, ο ………το ανατολικό και ο ……… το μεσαίο τμήμα. Το διανεμητήριο αυτό συμβόλαιο, όμως, ήταν άκυρο ως προς τον ……., ο οποίος δεν ήταν συγκύριος του ως άνω ακινήτου, αφού είχε πωλήσει και μεταβιβάσει, κατά τα προεκτεθέντα, το ιδανικό του μερίδιο στον ……., που στη συνέχεια το πώλησε και το μεταβίβασε στον ……….., ο οποίος είχε καταστεί συγκύριος του επίκοινου ακινήτου σε ποσοστό 2/3 εξ αδιαιρέτου κατά το χρόνο της διανομής. Ενόψει της μερικής ακυρότητας του διανεμητηρίου συμβολαίου, που δεν παρήγαγε έννομα αποτελέσματα ως προς τον …. ………., καταρτίσθηκε μεταξύ των αδελφών … και … …………. το υπ΄αρ. …./1926 πωλητήριο συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Πειραιώς …., νομίμως μεταγεγραμμένο στα βιβλία μεταγραφών του ως άνω Υποθηκοφυλακείου (στον τόμο …, με α.α. …..), με το οποίο ο ………, έχοντας στην αποκλειστική κυριότητά του έναν αγρό στη θέση ………. ………. Σαλαμίνας, που εκτείνεται από την παραλία και έχει πρόσωπο 112 μ. μέχρι του μέρους που τρέχουν τα νερά και συνορεύει Ανατολικά με …… πρώην και ήδη με αδελφούς …, Δυτικά με …….., Βόρεια με θάλασσα και Νότια με ράχη βουνού, τον οποίο απέκτησε με τα προαναφερθέντα υπ΄αρ. …/1913 και …./1924 πωλητήρια συμβόλαια σε συνδυασμό με το υπ΄αρ. …./1926 διανεμητήριο συμβόλαιο, πώλησε και μεταβίβασε στον . ………. ένα τμήμα του ως άνω αγρού, που συνορεύει ανατολικά με αδελφούς …., δυτικά με υπόλοιπο τμήμα αγρού πωλητή ………., βόρεια με θάλασσα σε πρόσωπο 56 μ. και νότια με ράχη βουνού, έκτασης 7.000 τ.μ., όπως αναγράφεται στον τίτλο κτήσης. Με τη μεταβίβαση αυτή ο ………. απέκτησε στην πλήρη και αποκλειστική κυριότητά του το ανατολικό τμήμα της αρχικής αδιανέμητης έκτασης των 20 στρεμμάτων, το οποίο είχε περιέλθει αρχικά στην αποκλειστική κυριότητα του ……. με το υπ΄αρ. ……../1926 διανεμητήριο συμβόλαιο, στον δε . ………. παρέμεινε το μεσαίο τμήμα της αρχικής αδιανέμητης μείζονος έκτασης. Στη συνέχεια, δυνάμει του υπ΄αρ. …./1926 πωλητηρίου συμβολαίου του ίδιου ως άνω Συμβολαιογράφου, νόμιμα μεταγεγραμμένου στα ίδια ως άνω βιβλία (στον τόμο …, με α.α. ….), ο ………… πώλησε στον …….. ένα τμήμα του ως άνω ακινήτου (το ανατολικό), το οποίο περιγράφεται στο ως άνω συμβόλαιο ως «έν γήπεδον (πρώην αγρός) κείμενον εις θέσιν ………. ………. Σαλαμίνος όσης εκτάσεως και αν είνε, και ούτινος το πλάτος άρχεται από της γωνίας οικοδομής των αδελφών ……. και εξικνείται μέχρις ότου φθάσωμεν προ δύο μέτρων από της ανατολικής γωνίας του πεζοδρομίου του μαγαζιού του πωλητού, το αυτό δε πλάτος έχει τούτο και επί της κορυφογραμμής του λόφου, ως και επί της παραλίας, το δε μήκος άρχεται από της παραλίας και φθάνει μέχρι της κορυφογραμμής του υπερκείμενου λόφου». Με την ίδια περιγραφή το ανωτέρω τμήμα μεταβιβάζεται στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……….», δυνάμει του υπ΄αρ. ……../1928 πωλητηρίου συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Πειραιώς …….., επίσης νόμιμα μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του ως άνω Υποθηκοφυλακείο (στον τόμο …., με α.α.. …..), η οποία, ακολούθως, το μεταβίβασε στον ………, δυνάμει του υπ΄αρ. …./1929 συμβολαίου του ιδίου ως άνω Συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα ως άνω βιβλία μεταγραφών (στον τόμο …., με α.α. …..). Ο τελευταίος το μεταβίβασε με την σειρά του, στον ………, δυνάμει του υπ’ αρ. ………/1929 συμβολαίου του ιδίου ως άνω Συμβολαιογράφου, νόμιμα μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (στον τόμο …., με α.α. …..). Στη συνέχεια, ο ………. μεταβίβασε το ως άνω ακίνητο (το οποίο περιγράφεται στον πιο κάτω τίτλο ως γήπεδο έκτασης ολικής μετά της πετρώδους τοιαύτης 8.000 τ.μ., μετά των οικοδομηθέντων κτιρίων και των εγκατεστημένων μηχανημάτων, έχοντος μορφή ναυπηγείου κατάλληλου για ανελκύσεις και επισκευές παντός είδους πλωτών μέσων), στον ……… δυνάμει του υπ΄αρ. ………/1939 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ………., που μεταγράφηκε νόμιμα στα ίδια βιβλία μεταγραφών (στον τόμο …., με α.α. …..), ο οποίος, στη συνέχεια, το μεταβίβασε στον ……., δυνάμει του υπ΄αρ. ……./1971 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών ………, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (στον τόμο …., με α.α. ….). Τέλος, το παραπάνω ακίνητο εκτέθηκε σε δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό, που διενεργήθηκε στις 15.12.1985 ενώπιον της Συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ………., σε βάρος του οφειλέτη ………….α, στον οποίο αναδείχθηκε υπερθεματίστρια η ενάγουσα εταιρεία, που, κατά τον ως άνω χρόνο είχε την επωνυμία ««………..» και τον διακριτικό τίτλο «…………», η οποία απέκτησε την πλήρη και αποκλειστική κυριότητα του ακινήτου, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, δυνάμει της υπ΄αρ. ……./30.12.1985 περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτου της Συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ………, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (στον τόμο …, με α.α. …..). Σύμφωνα δε με την ως άνω αναφερθείσα από 12.11.1019 (υπ΄αρ. κατάθ. ……/2020) έκθεση πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος με την επίσης προαναφερθείσα υπ’αρ. 1.247/2017 μη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αγρονόμου – τοπογράφου μηχανικού, ……., το υπό στοιχείο I επίδικο ακίνητο, συνολικού εμβαδού 8.059,17 τ.μ., αποτελεί μέρος (και δη το ανατολικό) του ανατολικού τμήματος της αρχικής έκτασης των 20 στρεμμάτων, που περιήλθε στην κυριότητα του απώτατου δικαιοπαρόχου της ενάγουσας, ………. με το υπ΄αρ. …/1926 πωλητήριο συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, το οποίο στη συνέχεια αυτός πώλησε στον …….. και ακολούθως περιήλθε διαδοχικά στους επόμενους κτήτορες μέχρι την περιέλευσή του με αδιάκοπη σειρά τίτλων στην ενάγουσα, το οποίο απεικονίζεται στην από 3.3.1970 οριζοντιογραφία και κτηματολογικό διάγραμμα στη θέση ………. Σαλαμίνας της Δ/νσης Τεχνικών Υπηρεσιών του Νομού Πειραιώς ως το με αριθμό 4 γήπεδο, που αναφέρεται ως ιδιοκτησία …….., καθώς και στο από 11.3.2014 τοπογραφικό διάγραμμα των μηχανικών ….. και ………., που έχει συνταχθεί με υπόβαθρο το από 27.2.1939 διάγραμμα των μηχανικών ………, ως γήπεδο με αριθμό 3, στο οποίο αναγράφεται ότι το ακίνητο αυτό μετά το έτος 1928 κατέχεται από τα ναυπηγεία ………. Εξάλλου, το εναπομείναν τμήμα (το δυτικό) της αρχικής έκτασης, που είχε περιέλθει στο ……. με αγορά από τον αδελφό του ………., δυνάμει του υπ’αρ. …./1926 πωλητηρίου συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……., νόμιμα μεταγεγραμμένου, εκπλειστηριάσθηκε σε δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό, που έλαβε χώρα σε βάρος του οφειλέτη ………. Στον πλειστηριασμό αυτόν αναδείχθηκε υπερθεματιστής ο ………., ο οποίος απέκτησε την κυριότητά του με την υπ’αρ. ……../1933 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης του Συμβολαιογράφου Σαλαμίνας …….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (στον τόμο …., με α.α ….). Στην ανωτέρω περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης το εν λόγω ακίνητο αναφέρεται ως ένας αγρός μετά του επ’ αυτού μαγαζιού και ενός δωματίου, επιφάνειας 3.000 τ.μ., που συνορεύει ανατολικά με Ναυπηγείο ……, δυτικά με . ………., βόρεια με θάλασσα και νότια με ράχη βουνού. Με την ίδια περιγραφή το ως άνω ακίνητο πωλήθηκε και μεταβιβάστηκε από τον ……… στο ………., δυνάμει του υπ’αρ. ………/1934 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, που μεταγράφηκε νόμιμα στα ως άνω βιβλία μεταγραφών (στον τόμο …, με α.α ….). Ο ……… απεβίωσε στις 17.4.1975 και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τους ανιψιούς του: 1) ……, 2) ……., 3) ………., 4) ……, 5) …….., 6) …….., 7) ……., 8) …….., οι οποίοι αποδέχθηκαν την κληρονομία του ως άνω αποβιώσαντος θείου τους, σε ποσοστό 1/8 εξ αδιαιρέτου έκαστος, δυνάμει της υπ΄αρ. ……../1976 πράξης αποδοχής κληρονομίας του Σύμβολαιογράφου Σαλαμίνας …….., που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα ίδια βιβλία μεταγραφών (στον τόμο …., με α.α …). Ο ……….. απεβίωσε στις 28-3-1982 και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου, κατά το προαναφερόμενο ποσοστό του 1/8 εξ αδιαιρέτου στο ως άνω ακίνητο, από τις ……………. και …….. ………., σύζυγο …….., οι οποίες αποδέχθηκαν την κληρονομία του ως άνω συζύγου και πατέρα τους, με την υπ΄αρ. ……./1.12.1993 πράξη αποδοχής κληρονομίας της Συμβολαιογράφου Σαλαμίνας …….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (στον τόμο ……, με α.α. …..). Η ……….. απεβίωσε στις 9.1.1976 και κληρονομήθηκε από τον σύζυγο της …….. και από τους τρεις αδερφούς της, ……, …….. και ……., οι οποίοι αποδέχθηκαν την κληρονομία αυτής, με την υπ΄αρ. ……./20.2.1976 πράξη αποδοχής κληρονομίας του Συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ………., η οποία έχει μεταγραφεί νόμιμα στα ως άνω βιβλία μεταγραφών (στον τόμο …, με α.α. …..). Η ……… απεβίωσε στις 27.7.1989 και κληρονομήθηκε από τις δύο θυγατέρες της, ………. και ………, οι οποίες αποδέχθηκαν την κληρονομία της, δυνάμει της υπ’αρ. ……/1990 πράξης αποδοχής κληρονομίας της Συμβολαιογράφου Αθηνών …………, που μεταγράφηκε νόμιμα στα ως άνω βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (στον τόμο …., με α.α. ….). Ο …… απεβίωσε στις 9.1.1992 και κληρονομήθηκε, δυνάμει της από 21.3.1981 μυστικής διαθήκης του, από τη σύζυγο του …….., η οποία αποδέχθηκε την κληρονομία του με την υπ΄αρ. ……../1992 πράξη αποδοχής κληρονομίας του Συμβολαιογράφου Αθηνών ………, η οποία είναι νόμιμα μεταγεγραμμένη στα ως άνω βιβλία μεταγραφών (στον τόμο …, με α.α. …..). Τέλος, οι : 1) ……, 2) ……, 3) ……., 4) ………, 5) ……., 6) ………., 7) ……., 8) ……., 9) ……… και 10) ………, δυνάμει του υπ΄αρ. ………/1.12.1993 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ………., που επίσης είναι νόμιμα μεταγεγραμμένο στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (στον τόμο ….., με α.α. ……), πώλησαν και μεταβίβασαν κατά πλήρη και αποκλειστική κυριότητα στην ενάγουσα το προαναφερόμενο ακίνητο, που είχε περιέλθει σε αυτούς από την κληρονομία του αρχικού δικαιοπαρόχου τους …….. …. και των μετέπειτα αποβιωσάντων κληρονόμων αυτού. Σύμφωνα επίσης με την ως άνω έκθεση πραγματογνωμοσύνης του αγρονόμου – τοπογράφου μηχανικού, ……….., το υπό στοιχείο II επίδικο ακίνητο, εμβαδού 1.742,41 τ.μ., αποτελεί μέρος (το δυτικό) του ανατολικού τμήματος της αρχικής έκτασης των 20 στρεμμάτων, που περιήλθε στην κυριότητα του …… με το υπ΄αρ. …../1926 πωλητήριο συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………., το οποίο εν συνεχεία απέκτησε ο ……… μέσω δημόσιου αναγκαστικού πλειστηριασμού και ακολούθως περιήλθε διαδοχικά στους επόμενους κτήτορες μέχρι την περιέλευσή του με αδιάκοπη σειρά τίτλων στην ενάγουσα, το οποίο απεικονίζεται στην από 3.3.1970 οριζοντιογραφία και κτηματολογικό διάγραμμα στη θέση ………. Σαλαμίνας της Δ/νσης Τεχνικών Υπηρεσιών του Νομού Πειραιώς ως το αριθμό 3 γήπεδο, που αναφέρεται ως ιδιοκτησία……….. Τέλος, το υπό στοιχείο III επίδικο ακίνητο, εμβαδού 5.945,94 τ.μ., αποτελεί το μεσαίο τμήμα της αρχικής έκτασης των 20 στρεμμάτων, που κατόπιν της προαναφερθείσας διανομής μεταξύ των αδελφών …….., περιήλθε στην κυριότητα του ……. δυνάμει του υπ΄αρ. ……./1926 διανεμητηρίου συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Σαλαμίνας …….., νόμιμα μεταγεγραμμένου, το οποίο απεικονίζεται στην προαναφερθείσα από 3.3.1970 οριζοντιογραφία και κτηματολογικό διάγραμμα στη θέση ………. Σαλαμίνας της Δ/νσης Τεχνικών Υπηρεσιών του Νομού Πειραιώς ως τμήμα του με αριθμό 2 γηπέδου που αναφέρεται ως ιδιοκτησία κληρονόμων ……, καθώς και στο από 11.3.2014 τοπογραφικό διάγραμμα των μηχανικών ….. και ……, που έχει συνταχθεί με υπόβαθρο το από 27.2.1939 διάγραμμα των μηχανικών ………, ως το γήπεδο με αριθμό 2, στο οποίο αναγράφεται ότι το ακίνητο αυτό μετά το έτος 1928 κατέχεται από τους …. και …. ……….. Ο …….. απεβίωσε χωρίς να αφήσει διαθήκη στις 2.7.1953 και κληρονομήθηκε από τη σύζυγο του …….. και τα τρία τέκνα του, ……….. Στις 14.12.1953 απεβίωσε χωρίς να αφήσει διαθήκη η ……, η οποία κληρονομήθηκε από τα τρία τέκνα της, ………., ενώ στις 22.3.1973 απεβίωσε χωρίς να αφήσει διαθήκη ο ………., ο οποίος κληρονομήθηκε κατά ίσα μέρη από τις δύο αδελφές του, …….., οι οποίες, με την υπ΄αρ. ……./1977 πράξη αποδοχής κληρονομίας της Συμβολαιογράφου Σαλαμίνας …….., η οποία έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Σαλαμίνας (στον τόμο …., με α.α. ….), αποδέχθηκαν την κληρονομία του πατέρα τους και της μητέρας τους, ……., ενώ, οι ίδιες, με την υπ΄αρ. ……./1973 πράξη αποδοχής κληρονομίας του Συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ………, η οποία έχει μεταγραφεί νόμιμα στα ως άνω βιβλία (στον τόμο …., με α.α. ….), αποδέχθηκαν την κληρονομία του αδελφού τους ….. Στις 20.2.1983 απεβίωσε, χωρίς να αφήσει διαθήκη, η ………, η οποία κληρονομήθηκε κατά το ιδανικό της μερίδιο 1/4 εξ αδιαιρέτου στο επίδικο υπό στοιχείο III ακίνητο από τους δυο γιους της, … και …………, οι οποίοι αποδέχθηκαν την κληρονομία αυτή, με την υπ΄αρ. 28.945/1983 πράξη αποδοχής κληρονομίας του Συμβολαιογράφου Πειραιώς …………, η οποία έχει μεταγραφεί νόμιμα στα ίδια ως άνω βιβλία μεταγραφών (στον τόμο …., με α.α. …..). Στις 2.4.1996 απεβίωσε χωρίς να αφήσει διαθήκη η ………., η οποία κληρονομήθηκε κατά το ιδανικό της μερίδιο 1/2 εξ αδιαιρέτου στο επίδικο υπό στοιχείο III ακίνητο από τους δυο ανιψιούς της, … και ………., οι οποίοι αποδέχθηκαν την κληρονομία της προαναφερομένης θείας τους με την υπ΄αρ. ……./1998 πράξη αποδοχής κληρονομίας της Συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ……, η οποία έχει μεταγραφεί νόμιμα στα ίδια βιβλία μεταγραφών (στον τόμο …., με α.α. ….). Τέλος, οι ………., δυνάμει του υπ’αρ. ………/19.2.1998 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ……. ………, το οποίο έχει επίσης νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (στον τόμο …., με α.α…..), πώλησαν και μεταβίβασαν στην ενάγουσα το επίδικο υπό στοιχεία III ακίνητο, η οποία κατέστη έτσι πλήρης και αποκλειστική κυρία αυτού με παράγωγο τρόπο βασιζόμενο σε αδιάκοπη σειρά τίτλων, που ξεκινά από τον απώτατο δικαιοπάροχο της, …………., κατά τα αναλυτικά προεκτεθέντα. Ακόμη, προέκυψε ότι τα τρία ως άνω επίδικα ακίνητα βρίσκονται εντός της θεσμοθετημένης Χερσαίας Λιμενικής Ζώνης του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς (ΦΕΚ 311/Β/1961, ΦΕΚ 194/Β/1968 και ΦΕΚ 119/Β/1971), καθώς και εντός ζώνης βαριάς οχλούσας βιομηχανίας. Στο συγκεκριμένο χώρο των επίδικων ασκούνταν από διάφορους ιδιώτες ναυπηγοεπισκευαστικές δραστηριότητες, όπως επισκευές, συντηρήσεις και καθελκύσεις πλοίων, τουλάχιστον από τις αρχές του 20ου αιώνα, ενώ από το έτος 1938, ασκούνται επίσημα καταγεγραμμένες ναυπηγοεπισκευαστικές δραστηριότητες με άδεια από τις αρμόδιες αρχές. Στην περιοχή … ………., όπου βρίσκονται τα επίδικα ακίνητα, είχε αναπτυχθεί ήδη από το έτος 1880 το ναυτιλιακό εμπόριο, ενώ λειτουργούσαν ………., τα οποία γειτνίαζαν με τους ταρσανάδες και αργότερα ναυπηγεία της περιοχής και εξυπηρετούσαν κυρίως το λατομείο της περιοχής, από το οποίο προμηθεύονταν τα υλικά και τα έλιωναν για να φορτωθούν σε μικρά πλοιάρια. Τα επίδικα υπό στοιχεία I και II ακίνητα λειτουργούσαν στην αρχή ως ταρσανάς, στη συνέχεια κατά τη δεκαετία του 1930 εξελίχθηκαν σε μικρό ναυπηγείο και σε χώρους, όπου απέθεταν τα σκάφη τους για το χειμώνα οι κάτοικοι της περιοχής και αργότερα λειτούργησε στο χώρο οργανωμένο ναυπηγείο και διαλυτήριο πλοίων με άδεια της Νομαρχίας Πειραιά. Ειδικότερα, από το έτος 1930 λειτουργούσε, όπως προεκτέθηκε, το ναυπηγείο του ……. και στη συνέχεια το ναυπηγείο του . ………., τα οποία διαδέχθηκε κατά το έτος 1985 η ενάγουσα εταιρεία. Επιπλέον, το έμπροσθεν κομμάτι των υπό στοιχ. I και II επίδικων ακινήτων, ήτοι ο σημερινός αιγιαλός και παραλία, χρησιμοποιούνταν παλαιότερα ως χώρος επισκευής μικρών σκαφών και ως βοηθητικός χώρος φορτοεκφόρτωσης των υλικών, που εξάγονταν από το γειτονικό νταμάρι και των υλικών που παρήγαγαν τα γειτονικά ……….. Περαιτέρω, από το έτος 1986, η ενάγουσα μισθώνει από τον Οργανισμό Λιμένος Πειραιώς (Ο.Λ.Π.) τον χώρο του αιγιαλού δυνάμει μισθωτηρίων συμβολαίων, τα οποία αποτελούν συνέχεια των συμφωνητικών παραχώρησης χρήσης χώρων, που είχε συνάψει ο Ο.Λ.Π. με το Ναυπηγείο ………. από το έτος 1940. Περαιτέρω, εκτός των ως άνω μισθώσεων, η ενάγουσα έχει προβεί σε διάφορες πράξεις νομής στο χώρο του ναυπηγείου, όπως τσιμεντοστρώσεις, περιφράξεις, συντήρηση και αξιοποίηση των χώρων με κατάθεση μελέτης για περίφραξη και για λειτουργία αναψυκτηρίου, για τις οποίες έχει λάβει έγκριση από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού, όπως προκύπτει από την από 11.2.2011 ΥΠΠΟΤ/ΓΔΑΠΚ/Α1/Φ26/84436/4201/2011 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού, αφού η περιοχή όπου βρίσκονται τα επίδικα ακίνητα και λειτουργεί η επιχείρηση του ναυπηγείου έχει κηρυχθεί και οριοθετηθεί ως αρχαιολογικός χώρος Α΄ απολύτου προστασίας. Το επίδικο υπό στοιχεία III ακίνητο λειτουργούσε από το έτος 1940 περίπου έως και σήμερα ως βοηθητικός χώρος για την εκτέλεση λιμενικών εργασιών από το εκάστοτε ναυπηγείο, που βρισκόταν στην ανατολική πλευρά του. Ειδικότερα, στο υπό στοιχεία ΙΙΙ επίδικο ακίνητο, οι ταρσανάδες της περιοχής, ακολούθως δε το γειτονικό ναυπηγείο ………. και στη συνέχεια το ναυπηγείο της ενάγουσας εναπέθεταν για την εκτέλεση μικροεργασιών τα σκάφη που δεν είχαν ανάγκη φύλαξης εντός του περιφραγμένου χώρου του ναυπηγείου, ενώ από το 1970 και μετά ο χώρος αυτός χρησιμοποιείται κυρίως ως χώρος στάθμευσης των οχημάτων τόσο του μόνιμου προσωπικού του ναυπηγείου όσο και των εποχικών εργατών αυτού.
Με την ένδικη έφεσή του, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της, το εναγόµενο Ελληνικό Δηµόσιο υποστηρίζει, επαναλαµβάνοντας τους πρωτοδίκως προβληθέντες ισχυρισµούς του, ότι η κυριότητα των επίδικων ακινήτων τα οποία αποτελούν τμήματα των ΑΒΚ ………. δηµόσιων κτημάτων και δασική έκταση, περιήλθαν σε αυτό: α) µε τη συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως και τα πρωτόκολλα του Λονδίνου, β) άλλως κατά τις διατάξεις των άρθρων 1,2,3 του από 29.11.1836 β.δ., γ) άλλως κατά τις διατάξεις του από 3/15.12.1833 β.δ. ως λιβάδια ή βοσκότοποι, δ) άλλως κατά τις διατάξεις του από 10.7.1837 β.δ. ως αδέσποτα κατά τον χρόνο εκείνο και ε) άλλως µε τακτική και έκτακτη χρησικτησία, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην έφεση. Οι ισχυρισµοί αυτοί, όμως, και συνεπώς οι ως άνω λόγοι της έφεσης, είναι απορριπτέοι για τους εξής λόγους: ο πρώτος ως µη νόµιµος, διότι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη
μείζονα σκέψη, για ακίνητα, όπως τα επίδικα, τα οποία ευρίσκονται εντός της Αττικής, δεν δύναται να γίνει λόγος για περιέλευσή τους στο Ελληνικό Δηµόσιο «δικαιώµατι πολέµου», αφού η Αττική δεν είχε κατακτηθεί διά των όπλων, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος την 31η Μαρτίου 1833 βάσει της από 27.6/9.7.1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως. Οι δε δεύτερος, τρίτος και τέταρτος εκ των ως άνω ισχυρισμών, πέραν της αοριστίας τους, καθώς το εναγόμενο επαναλαμβάνει το πραγματικό των ως άνω διατάξεων, χωρίς περαιτέρω προσδιορισμό, σε κάθε περίπτωση αλυσιτελώς προβάλλονται, καθώς, όπως εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, ακόμη κι αν θεωρηθούν τα επίδικα δημόσια κτήματα και δασική έκταση ή αδέσποτα, δεν αναιρείται η δυνατότητα κτήσης κυριότητας επ΄ αυτών με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, συμπληρωθέντος του χρόνου αυτής, έως το έτος 1915, όπως συνέβη εν προκειμένω. Σε κάθε περίπτωση, ουδόλως αποδείχθηκε η ουσιαστική βασιμότητα των ανωτέρω ισχυρισμών του εναγόμενου – εκκαλούντος, αφού από το προδιαληφθέν αποδεικτικό υλικό και τα όσα αναλυτικά εκτέθηκαν, δεν προέκυψε ότι τα επίδικα ανήκαν κάποτε σε Οθωµανούς ή ότι υπήρξαν λιβάδι ή βοσκότοπος κατά την ηµεροµηνία της 3/15.12.1833, ή ότι ήταν αδέσποτα. Ακόμη, δεν αποδείχθηκε ότι αυτά ήταν δασικές εκτάσεις. Όπως αναφέρει ο προαναφερθείς πραγματογνώμονας ……. – δασολόγος, στην ως άνω από 3.5.2018 (υπ΄αρ. κατάθ. …../2018) έκθεση πραγματογνωμοσύνης του, προκύπτει ότι οι επίδικες με τις ένδικες αγωγές εκτάσεις με ΚΑΕΚ ……………, οι οποίες καταλαμβάνουν τμήματα των ως άνω υπό στοιχεία I, II, III ακινήτων της ενάγουσας και που κατά τις αρχικές εγγραφές στο Εθνικό Κτηματολόγιο έχουν καταχωρηθεί ως ιδιοκτησίες του Ελληνικού Δημοσίου, βρίσκονται σε πλαγιά λόφου, η οποία παρουσιάζει βόρεια έκθεση και κλίση 5-10 %. Το έδαφος των εκτάσεων είναι γαιώδες/ημιβραχώδες με βραχώδεις μικροεξάρσεις και καλύπτονται στο σύνολο τους από πενιχρή θαμνώδη και φρυγανώδη βλάστηση με αρχικό ποσοστό κάτω του 10%, η οποία σταδιακά έχει υποβαθμιστεί σε ποσοστό κάτω του 5%. Ειδικά για το γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ …. η μορφή της βλάστησης στην έκταση αυτή εμφανίζεται αραιή δασική, θαμνώδης και φρυγανώδης με ποσοστό κάτω του 20%, η οποία στην πάροδο του χρόνου υποβαθμίστηκε και μετά το 1979 εμφανίζεται σε ποσοστό κάτω του 10%. Σε σχέση με το γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ …………. η πενιχρή θαμνώδης και φρυγανώδης βλάστηση με αρχικό ποσοστό κάτω του 10%, δεν υφίσταται πλέον, καθώς η έκταση παραμένει εκχερσωμένη στο μεγαλύτερο τμήμα της με επίπεδη μορφή για χρήση στάθμευσης και προσέγγισης στην παρακείμενη ναυπηγοεπισκευαστική μονάδα. Στην ευρύτερη περιοχή των επίδικων εκτάσεων έχει δημιουργηθεί χώρος νεωλκείου για την επισκευή και συντήρηση σκαφών καθώς και συνεχόμενα κτίσματα, τα οποία εξυπηρετούν τις ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες, που εκτελούνται στο χώρο αυτό. Από το έτος 1945 έως και το έτος 2005 οι επίδικες εκτάσεις δέχονταν συνεχώς ανθρωπογενείς παρεμβάσεις, όπως διανοίξεις δρόμων, χώρων στάθμευσης και εκσκαφές για την εξυπηρέτηση της όμορης ναυπηγοεπισκευαστικής δραστηριότητας. Η μορφή των εκτάσεων αυτών δεν συνιστά δασοβιοκοινότητα, ούτε συγκροτείται οργανική ενότητα ή φυσικό οικοσύστημα, κατατάσσονται δε στις χορτολιβαδικές εκτάσεις της παρ. 6β του άρθρου 3 του ν. 998/1979, όπως αυτό έχει αντικατασταθεί από το άρθρο 32 του ν. 4280/2014 και δεν δεσμεύονται από τις ισχύουσες δασικές διατάξεις. Σε σχέση με τα λοιπά επίδικα γεωτεμάχια με ΚΑΕΚ ……….. συνομολογείται από τους διαδίκους ότι δεν αποτελούν δασικές εκτάσεις. Οι παραπάνω διαπιστώσεις του πραγματογνώμονα δεν αναιρούνται από τα όσα αναφέρει στην από 24.8.2021 τεχνική έκθεσή της, η δασολόγος ………., σύμφωνα με την οποία, τμήματα των επίδικων εκτάσεων περιλαμβάνονται με κωδικούς ΠΔ, ΠΑ, ΑΝ, ΔΑ, ΔΔ στον αναρτημένο δασικό χάρτη για την περιοχή της Σαλαμίνας δυνάμει της υπ΄αρ. 28325/10.3.2021 απόφασης της Διεύθυνσης Δασών Πειραιά, ο οποίος δεν έχει ακόμα κυρωθεί. Κι αυτό διότι, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 19 του ν. 3889/2010, μόνο οι οριστικοί δασικοί χάρτες, μετά τη δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, έχουν πλήρη αποδεικτική ισχύ σε κάθε διοικητική ή δικαστική αρχή για όλα τα τμήματα, που αποτελούν δασικές εν γένει εκτάσεις ενώ, αντίθετα, από τους προσωρινούς δασικούς χάρτες δεν υφίσταται δέσμευση ως προς τα εμπράγματα δικαιώματα για τα τμήματα αυτών, που αποτυπώνονται ως δασικές εκτάσεις (ΑΠ 621/2015, Εφ.Πατρ. 268/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση, ακόμα και αν υποτεθεί ότι οι πιο πάνω εκτάσεις είναι δασικές ή χορτολιβαδικές κατά το άρθρο 3 παρ.1,2,3,5α΄ του ν. 998/1979, εφαρμογή έχει το άρθρο 15 του ν. 3208/2003, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 43 παρ.9 του ν. 4280/2014 (ΦΕΚ Α 159/8.8.2014), στο οποίο ορίζεται ότι «τα δάση και οι δασικές εν γένει εκτάσεις των περιοχών των τέως δήμων Σολυγείας, του νομού Κορινθίας, Ειδυλίας του νομού Αττικής, της νήσου Σαλαμίνας του νομού Αττικής, καθώς και της νήσου Σκύρου του νομού Ευβοίας, τα οποία υπέκειντο σε διαχείριση ως ιδιωτικά σύμφωνα με τις 102746/1889/1318/6.6.1890, 96855/1.11.1894, 6419/23.6.1909 και 70534/30.11.1894 αντίστοιχες διαταγές του Υπουργείου Οικονομικών, αναγνωρίζονται ως ιδιωτικά. Επίσης, ως ιδιωτικές αναγνωρίζονται οι εκτάσεις των περιπτώσεων α’ και β’ της παραγράφου 5 του άρθρου 3 του παρόντος νόμου, όπως ισχύει, των ανωτέρω περιοχών. Στις παραπάνω εκτάσεις δεν περιλαμβάνονται ως ανήκοντα στο Δημόσιο: α) Το ελατοδάσος Κιθαιρώνος μετά των αναδασωθεισών κλιτύων του, της περιοχής Ειδυλλίας, β) τα δάση και οι δασικές εκτάσεις της διαλυμένης Μονής του Αγίου Νικολάου και της περιοχής ‘’Κολώνας’’ της νήσου Σαλαμίνας». Περαιτέρω, όσον αφορά τον πέμπτο ως άνω ισχυρισμό του εναγόμενου, αυτός ως προς την επικαλούμενη από το Δημόσιο κτήση κυριότητας των επιδίκων ακινήτων με τακτική χρησικτησία, είναι πρωτίστως απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος, διότι δεν επικαλείται κάποιο τίτλο κτήσης. Σε κάθε περίπτωση είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, όπως και ο ισχυρισμός του περί κτήσης της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, διότι, κατά τα αναλυτικά παραπάνω εκτεθέντα, δεν αποδείχθηκε ότι το εναγόμενο άσκησε πράξεις νομής επί των επιδίκων. Αντίθετα, όπως προαναφέρθηκε, τουλάχιστον από το έτος 1883, τη νομή της μείζονος έκτασης των 20 στρεμμάτων, τμήματα της οποίας αποτελούν τα επίδικα ακίνητα, ασκούσαν όλοι οι προαναφερόμενοι απώτεροι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας και κατόπιν η ίδια η ενάγουσα, οι οποίοι ουδέποτε την απώλεσαν. Κατά την κρίσιμη δε ημερομηνία της 11ης.9.1915, οι προαναφερθέντες απώτεροι δικαιοπάροχοι αυτής, ………., είχαν ήδη καταστεί συγκύριοι της ευρύτερης ως άνω έκτασης, την οποία στη συνέχεια διένειμαν μεταξύ τους και προέκυψαν τα επίδικα ακίνητα, τόσο με παράγωγο τόπο και δη από τον ……. δυνάμει του υπ΄αρ. ……./1913 αγοραπωλητηρίου συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Πειραιά ………….., νομίμως μεταγεγραμμένου, αλλά και με πρωτότυπο τρόπο, ήτοι δυνάμει έκτακτης χρησικτησίας του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, καθώς κατά την ημερομηνία αυτή είχαν συμπληρώσει, με προσμέτρηση του χρόνου χρησικτησίας του άμεσου δικαιοπαρόχου τους, τον οποίο διαδέχθηκαν στη νομή, τριάντα έτη καλόπιστης νομής επί της μείζονος ως άνω έκτασης. Τα ανωτέρω δεν επηρεάζονται από το γεγονός ότι τα επίμαχα ακίνητα έχουν καταχωρηθεί ως τμήματα των δημοσίων κτημάτων με ΑΒΚ ………, καθώς και ως τμήματα δασικών εκτάσεων, που περιλαμβάνονται στα δασικά πολύγωνα με κωδικό ………., σύμφωνα με τον προσωρινό δασικό χάρτη της περιοχής, καθώς, η απλή πράξη της καταχώρησης αυτών στα δημόσια κτήματα ή τις δασικές εκτάσεις του δημοσίου δεν μπορεί να αναιρέσει την αποδειχθείσα, κατά τα ως άνω αναφερθέντα, νομή των απώτερων δικαιοπαρόχων της ενάγουσας επ΄ αυτών. Άλλωστε, στο υπ΄αρ. …./3.8.1974 έγγραφο της Οικονομικής Εφορίας Σαλαμίνας προς το Υπουργείο Οικονομικών, που επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα – εφεσίβλητη, ρητά αναφέρεται ότι στο βιβλίο καταχώρησης δημοσίων κτημάτων δεν έχει καταχωρηθεί ο τίτλος κτήσης του εναγόμενου επί των κτημάτων με ΑΒΚ ………., ότι τα κτήματα αυτά δεν φέρονται εγγεγραμμένα στη μερίδα του εναγόμενου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, καθώς και ότι δεν προκύπτει ο τίτλος, βάσει του οποίου το εναγόμενο απέκτησε κυριότητα επ΄αυτών. Τα εκδοθέντα δε από το εναγόμενο, κατόπιν των αναφερόμενων στην έφεσή ενεργειών του που προηγήθηκαν, από 7.3.1940 πρωτόκολλα αποζημίωσης σε βάρος των ….., κληρονόμων …. και . ………., για τη χρήση δημοσίου κτήματος για τα έτη 1928-1939, ακυρώθηκαν, όπως εκτέθηκε και παραπάνω, κατόπιν ασκηθέντων κατ΄ αυτών ανακοπών, δυνάμει των υπ΄αρ. 29 και 31/1940 αποφάσεων του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας, με την αιτιολογία ότι η εν λόγω έκταση ανήκε στον ……., που είχε αναγνωριστεί κύριος αυτής με τις προαναφερθείσες στην αρχή της παρούσας δικαστικές αποφάσεις, ο οποίος με τη σειρά του, τη μεταβίβασε στους …., .. και …. ………., οι οποίοι ασκούσαν πράξεις νομής επ’ αυτής, ενώ ουδέποτε το Ελληνικό Δημόσιο εμφανίσθηκε ως κάτοχος της εν λόγω έκτασης. Άλλωστε, το τελευταίο (Ελληνικό Δημόσιο) δεν εξέδωσε πρωτόκολλα διοικητικής αποβολής σχετικά με την κατοχή της ευρύτερης αυτής έκτασης. Εξάλλου, οι επικαλούμενες ως άνω πράξεις νομής εκ μέρους του Δημοσίου, καθώς και παραχώρηση στην ΕΥΔΑΠ το έτος 2005 τμήματος του με ΑΒΚ ….. δημοσίου κτήματος, είναι πολύ μεταγενέστερες του έτους 1915, οπότε είχε συμπληρωθεί ο χρόνος της έκτακτης χρησικτησίας στο πρόσωπο των δικαιοπαρόχων της ενάγουσας, σύμφωνα με τα παραπάνω εκτεθέντα και συνεπώς δεν τίθεται και ζήτημα απαράγραπτου των δικαιωμάτων του Δημοσίου, καθώς αυτό ισχύει μετά το έτος 1915. Λαμβανομένου δε περαιτέρω υπόψη ότι δύνανται να κηρυχθούν απαλλοτριωτέες, εκτάσεις που ανήκουν σε τρίτους και όχι στο ίδιο το Ελληνικό Δημόσιο, αντίθετα με όσα αυτό ισχυρίστηκε πρωτοδίκως αλλά και στην ένδικη έφεσή του, ενισχυτικό της κρίσης του Δικαστηρίου ότι τα επίδικα ακίνητα δεν αποτελούν δημόσια κτήματα αποτελεί το ότι, δυνάμει της υπ’ αρ. Δ.5741/6706/3.9.1970 απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Δημοσίων Έργων, η οποία έχει δημοσιευθεί νόμιμα στο 216/Δ/30.9.1970 Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, κηρύχθηκε αναγκαστικώς απαλλοτριωτέα, λόγω δημόσιας ωφελείας, ήτοι για τη διάνοιξη οδού προσπέλασης προς το Νεωλκείο του Ειδικού Ταμείου Μηχανημάτων Λιμενικών Έργων, που βρίσκεται στα Αμπελάκια Σαλαμίνας, έκταση 1.742,50 τ.μ., η οποία εμφαίνεται στο συνταχθέν από Δεκεμβρίου 1969 από τους μηχανικούς …… και …… και θεωρηθέν από το Διευθυντή Υπηρεσιών του Νομού Πειραιώς κτηματολογικό διάγραμμα και, κατά τον αντίστοιχο κτηματολογικό πίνακα των ανωτέρω μηχανικών, φέρεται να ανήκει στους κληρονόμους …. και … …………, …. ………. και……….. Εντός της απαλλοτριωθείσας έκτασης των 1.742,50 τ.μ. περιλαμβάνονται επιμέρους τμήματα, εμβαδού 345 τ.μ., 122,5 τ.μ. και 612,5 τ.μ., τα οποία αποσπάστηκαν από τα επίδικα υπό στοιχεία I, II, III ακίνητα αντίστοιχα, προκειμένου να διανοιχθεί η ως άνω αναφερθείσα οδός, με την οποία τα επίδικα γεωτεμάχια γειτνιάζουν προς νότο. Ο ισχυρισμός δε του εναγόμενου ότι τα επίδικα γεωτεμάχια δεν εμπίπτουν στην ευρύτερη έκταση, που απαλλοτριώθηκε με την ως άνω απόφαση, αναιρείται από τα προαναφερθέντα δημόσια έγγραφα, ενώ δεν επιβεβαιώνεται ούτε και από το προσκομιζόμενο από το ίδιο από 18.10.2011 τοπογραφικό διάγραμμα των μηχανικών ……., αφού σε αυτό αποτυπώνεται μόνο η περιοχή που κηρύχθηκε απαλλοτριωτέα με την προγενέστερη ΚΥΑ Ε13862/5745/1969 (ΦΕΚ Δ’ 169), ενώ δεν αποτυπώνεται η περιοχή που κηρύχθηκε απαλλοτριωτέα με την κρίσιμη ως άνω ΚΥΑ Δ5741/6706/3-9-1970 (ΦΕΚ Δ’ 216/30.9.1970).
Συμπερασματικά, οι απώτεροι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας είχαν αποκτήσει την κυριότητα της μείζονος έκτασης των 20 στρεμμάτων, τμήματα της οποίας αποτελούν τα επίδικα ακίνητα, τα οποία προέκυψαν κατόπιν διανομής της αρχικής έκτασης. Ο απώτατος δικαιοπάροχος της ενάγουσας κατέστη κύριος αυτής δυνάμει έκτακτης χρησικτησίας κατά το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, ενώ οι λοιποί με παράγωγο τρόπο, δυνάμει αδιάκοπης σειράς τίτλων που μεταγράφηκαν νόμιμα, κατά τα αναλυτικά προεκτεθέντα, η δε ενάγουσα κατέστη κυρία των επιδίκων ακινήτων με παράγωγο τρόπο, δυνάμει των επίσης προαναφερθέντων τίτλων κτήσης, νόμιμα μεταγεγραμμένων. Εξάλλου, ο ισχυρισμός του εναγόμενου – εκκαλούντος ότι οι ως άνω τίτλοι κτήσης της ενάγουσας και των δικαιοπαρόχων της είναι άκυροι, λόγω παράβασης των διατάξεων των άρθρων 280 παρ.1 του δασικού κώδικα, 72 του ν. 998/1979, 216 του ν. 4173/1929 και 60 του ν.δ. 86/1969, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων προϋποθέτει τα μεταβιβαζόμενα ακίνητα να είναι δασικά, πράγμα που ουδόλως αποδείχθηκε σχετικά με τα επίδικα, όπως εκτενώς αναφέρθηκε ανωτέρω.
Περαιτέρω, η κτηματική περιοχή στην οποία βρίσκονται τα επίδικα ακίνητα, κηρύχθηκε υπό κτηματογράφηση στο πλαίσιο των εργασιών για τη δημιουργία του Εθνικού Κτηματολογίου, σύμφωνα με τον ν. 2308/1995, η δε διαδικασία περαιώθηκε ήδη και ημερομηνία έναρξης του Κτηματολογίου ορίστηκε η 6η.10.2005 (υπ΄αρ. 328/3/28.9.2005 απόφαση του ΔΣ του ΟΚΧΕ, ΦΕΚ 1383/Β76.10.2005). Ωστόσο, κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης, τα επίδικα ακίνητα δεν αποτυπώθηκαν στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας ενιαίως ως τρία αυτοτελή γεωτεμάχια, αλλά διαχωρίστηκαν σε επιμέρους εδαφικά τμήματα, έκαστο των οποίων καταλαμβάνει άλλοτε μέρος και άλλοτε το σύνολο των κάτωθι δέκα (10) γεωτεμαχίων με ΚΑΕΚ ……….., στο κτηματολογικό φύλλο των οποίων έχει καταχωριστεί ως δικαιούχος κυριότητας το εναγόμενο, με εξαίρεση το γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ …………., το οποίο φέρεται κατά τις αρχικές εγγραφές στο Εθνικό Κτηματολόγιο να ανήκει σε άγνωστο ιδιοκτήτη. Οι πρώτες αυτές εγγραφές, σύμφωνα με όσα αναλυτικά προεκτέθηκαν, είναι ανακριβείς και προσβάλλουν το εμπράγματο δικαίωμα κυριότητας της ενάγουσας, οπότε, γενομένων δεκτών των ένδικων αγωγών και ως ουσιαστικά βάσιμων, πρέπει να αναγνωριστεί η κυριότητα της ενάγουσας επί των επίδικων ακινήτων και να διαταχθεί η αντίστοιχη διόρθωση των ανακριβών πρώτων εγγραφών στα οικεία κτηματολογικά βιβλία, όπως κρίθηκε και με την εκκαλουμένη απόφαση και κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σε αυτήν.
Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν και έκανε δεκτές τις ως άνω τρεις συνεκδικαζόμενες αγωγές και ως ουσιαστικά βάσιμες, διέταξε δε ακολούθως, τη διόρθωση των ανακριβών πρώτων κτηματολογικών εγγραφών των ανωτέρω αναφερομένων ακινήτων, αντίστοιχα, σύμφωνα με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό της, δεν έσφαλε και ορθώς εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων των όσων περί του αντιθέτου ισχυρίζεται το εναγόμενο – εκκαλούν με τους ως άνω λόγους της έφεσής του, ως αβάσιμων. Πρέπει, συνεπώς, η κρινόμενη έφεση, ν΄ απορριφθεί κατ΄ ουσία, ενώ τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, θα επιβληθούν εις βάρος του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), μειωμένα, όμως, κατ’ άρθρο 22 παρ.1 του ν. 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 του Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύει μετά την έκδοση της Κ.Υ.Α. 134423/8.12.1992 των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (Φ.Ε.Κ. Β` 11/20.1.1993), η οποία εκδόθηκε κατ΄ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 του ν. 1738/1987, όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, την έφεση κατά της υπ’αρ. 3.632/2023 οριστικής απόφασης (και της συμπροσβαλλόμενης με αυτήν υπ΄αρ. 1.247/2017 μη οριστικής απόφασης) του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκαν κατά την τακτική διαδικασία.
Δέχεται τυπικά την έφεση.
Απορρίπτει την έφεση στην ουσία.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, εις βάρος του εκκαλούντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 14 Απριλίου 2025, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓPAMMATEAΣ