Αριθμός 175/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 3ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Δ.Π.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………», η οποία εδρεύει στον ……. (ΑΦΜ ….. Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά) και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Ιωάννη Κάπο (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ) (ΔΕ ΚΑΠΟΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δικηγορική Εταιρεία).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Αγγελική Καίσαρη.
Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 3.7.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2020) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ 596/2022 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την από 8.6.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ………../2023-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ………/2023) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος του εφεσιβλήτου, αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ΄αριθμ. 596/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο δίκασε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών–εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αριθμ 3, 621 επομ. του ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε άλλωστε προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1β΄, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 7 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρα 532 και 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), μέσα στα όρια, που καθορίζονται από τους λόγους της εφέσεως (άρθρο 522 του ΚπολΔ).
Με την από 3.7.2020 αγωγή του, που ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ισχυρίσθηκε ότι στις 27.1.2015 προσελήφθη από την εναγόμενη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου για να προσφέρει τις υπηρεσίες του μέχρι την 26.5.2015, αρχικά ως εργάτης στον τομέα διαλογής και συσκευασίας ταχυμεταφοράς δεμάτων στο υποκατάστημά της στον ………… Αττικής και στην συνέχεια ως υπάλληλος διαλογέας/ συσκευαστής. Ότι, μετά από διαδοχικές παρατάσεις, στις 27.1.2016 η σύμβασή του μετετράπη σε αορίστου χρόνου με πενθήμερη απασχόληση εβδομαδιαίως, (από Δευτέρα έως Παρασκευή) και βραδινό ωράριο από 23:00 μ.μ έως 7:00 π.μ. Ότι οι μηνιαίες αποδοχές του, μετά από αναπροσαρμογές, ανήλθαν στο ποσό των 1.178,89€. Ότι παρά το γεγονός ότι υπήρξε παραγωγικός και αποτελεσματικός στη διεκπεραίωση των εργασιών που του ανέθετε η εναγόμενη δια των εκάστοτε προστηθέντων της, η τελευταία στις 17.1.2020 κατήγγειλε αναίτια την σύμβασή του και έκτοτε αρνείται να δεχθεί τις προσφερόμενες υπηρεσίες του. Ότι η παραπάνω καταγγελία οφείλεται αποκλειστικά σε λόγους εμπάθειας και εκδίκησης, συνεπεία της συνδικαλιστικής του δράσης, η οποία δεν ήταν αρεστή στην εναγόμενη, και ως εκ τούτου είναι άκυρη κατά τα βάσης της αγωγής που στηρίζεται στην παράβαση του, αλλά και (επικουρικά) για τον επιπρόσθετο λόγο ότι παραβιάσθηκε η εκ του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας, για τους αναφερόμενους στην αγωγή του λόγους. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητούσε, κατ΄εκτίμηση του αγωγικού αιτήματος: α) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της από 17.1.2020 καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του, άλλως να κηρυχθεί η ακυρότητά της, β) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του, με την απειλή χρηματικής ποινής 500 ευρώ για κάθε ημέρα καθυστέρησης συμμόρφωσης προς το διατακτικό της απόφασης, γ) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα 17.1.2020 έως 17.1.2021 συνολικού ποσού 8.015,42 ευρώ, (όπως περιορίσθηκε το αιτούμενο με την αγωγή μεγαλύτερο ποσό των 16.578,12 ευρώ) και δ) να αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη οφείλει να του καταβάλει μισθούς υπερημερίας 1.178,89 ευρώ κατά μήνα για το χρονικό διάστημα από την συζήτηση της αγωγής μέχρι την άρση της υπερημερίας της, με το νόμιμο τόκο, όλων των αιτουμένων χρηματικών ποσών, από τότε που έπρεπε να καταβληθεί κάθε επιμέρους ποσό. Ζητούσε, επίσης, η ενάγουσα να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγόμενη στην δικαστική της δαπάνη.
Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία έκανε δεκτή την αγωγή ως βάσιμη και κατ΄ουσίαν, και: α) αναγνώρισε την ακυρότητα της από 17.1.2020 καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντα, κρίνοντας ότι αυτή έγινε κατά παράβαση των άρθρων 14 παρ. 4 του ν. 1264/1982 και 281 ΑΚ, β) υποχρέωσε την εναγόμενη να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του, με την απειλή χρηματικής ποινής 100 ευρώ για κάθε ημέρα καθυστέρησης συμμόρφωσης προς την ως άνω διάταξή της, γ) υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα 17.1.2020 έως 17.1.2021 ποσού 7.802,97 ευρώ με το νόμιμο τόκο από τότε που έπρεπε να καταβληθεί κάθε επιμέρους ποσό και δ) αναγνώρισε ότι η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα τις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ποσού 1.178,89 ευρώ για το χρονικό διάστημα από την συζήτηση της αγωγής μέχρι την άρση της υπερημερίας της, με τον νόμιμο τόκο εκάστου ποσού από το τέλος του μήνα που αφορά
Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η εκκαλούσα-εναγόμενη με την κρινόμενη έφεσή της και τους διαλαμβανόμενους σε αυτή λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί της εξαφάνισή της και την απόρριψη της εναντίον της αγωγής.
Για το ορισμένο των αγωγών με αιτήματα: α) την αναγνώριση ακυρότητας καταγγελίας και β) την καταβολή μισθών υπερημερίας λόγω της ακυρότητας αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 656 ΑΚ, είναι η ύπαρξη έγκυρης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός και η μη αποδοχή από τον εργοδότη της εργασίας (βλ. ΑΠ 1512/1998, ΔΕΕ 1999/319), όπως επίσης, και τα πραγματικά γεγονότα που επέφεραν την ακυρότητα της καταγγελίας (βλ. ΑΠ 216/2002, ΕλλΔνη 2003/120 Ζερδελής, Εργατικό Δίκαιο, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, σελ. 1144). Για δε το ορισμένο του αιτήματος ακυρότητας καταγγελίας, λόγω καταχρηστικότητας, όπως έχει παγίως κριθεί, είναι η έκθεση των αναγκαίων ιστορικών στοιχείων, τα οποία είναι πρόσφορα να θεμελιώσουν προφανή υπέρβαση των αξιολογικών κριτηρίων του άρθρου 281 ΑΚ (βλ. ΑΠ 958/2007, ΕλλΔνη 50/1662-ΑΠ 216/2002, ΕλλΔνη 44/120 και ΕφΑθ 1322/2006, ΕλλΔνη 48/1120). Ειδικότερα δε, όταν ζητείται η αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας που έγινε συνεπεία παραπτώματος του εργαζομένου, αλλά κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, τότε θα πρέπει να διαλαμβάνονται στο δικόγραφο της αγωγής και τα ηπιότερα μέσα, με τη λήψη των οποίων θα μπορούσε να αποφευχθεί η καταγγελία (ΕφΑθ 540/2008) Εν προκειμένω, η ένδικη αγωγή, έχουσα το προεκτεθέν περιεχόμενο, περιέχει όλα εκείνα τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη νομική θεμελίωση της στις διατάξεις των άρθρων 669, 14 παρ. 4 του ν. 1264/1982, 281 ΑΚ και 25 παρ.1 του Συντάγματος,). Και τούτο διότι προσδιορίζονται ρητά στο αγωγικό δικόγραφο, όπως απαιτείται κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, τα προβλεπόμενα από τον εσωτερικό κανονισμό της εναγόμενης ηπιότερα μέτρα και δη οι πειθαρχικές ποινές της παρατήρησης και της επίπληξης, με τη λήψη των οποίων θα δινόταν η δυνατότητα στον ενάγοντα να συμμορφωθεί και να αποφευχθεί το δυσμενέστερο γιαυτόν μέτρο της καταγγελίας της συμβάσεώς του. Αναφέρεται, επίσης, ρητά στην αγωγή, ότι η εναγόμενη κατήγγειλε την σύμβαση εργασίας του ενάγοντα από λόγους εμπάθειας και εκδικητικότητας προς το πρόσωπό του, συνεπεία της συνδικαλιστικής του δράσης. Δεν χρειαζόταν δε για την πληρότητα της αγωγής να αναφέρονται ονομαστικά και τα πρόσωπα της διοίκησης της εναγόμενης, τα οποία διαπνέονταν από τα παραπάνω αισθήματα, δεδομένου ότι η εναγόμενη, ως νομικό πρόσωπο, εκπροσωπείται και ενεργεί δια του εκάστοτε νομίμου εκπροσώπου της, είτε αυτός έχει ιδίαν αντίληψη και άποψη είτε υιοθετεί τις απόψεις των προστηθέντων της. Επομένως, και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι οι αιτιάσεις της εκκαλούσης περί αοριστίας της ερειδόμενης στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος βάσης της αγωγής προβάλλονται αλυσιτελώς, διότι δεν οδηγούν στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης, το διατακτικό της οποίας στηρίζεται αυτοτελώς στις λοιπές βάσεις της (των άρθρων 14 παρ. 4 του ν. 1264/1982, 281 ΑΚ), ορθά το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ορισμένη την αγωγή ως προς τα ως άνω συναφή αιτήματά της, και όσα περί του αντιθέτου υποστηρίζει η εναγόμενη με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου και το πρώτο σκέλος (και εν μέρει και του δευτέρου σκέλους) του δευτέρου λόγου της εφέσεως, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα στην ουσία τους.
Από τον συνδυασμό των άρθρων 349, 350 και 656 Α.Κ. προκύπτει ότι ο εργοδότης, αν καταγγείλει ακύρως τη σύμβαση εργασίας, περιέρχεται σε υπερημερία ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του μισθωτού και υποχρεούται μέχρις ότου άρει την υπερημερία του να καταβάλει τις αποδοχές υπερημερίας στον απολυθέντα μισθωτό, ο οποίος δεν υποχρεούται σε πραγματική και προσήκουσα προσφορά των υπηρεσιών του, αφού στην καταγγελία του εργοδότη εμπεριέχεται και η δήλωση βουλήσεώς του να μην αποδεχθεί στο μέλλον τις υπηρεσίες του απολυθέντος. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 69 παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ προκύπτει ότι δικαστική προστασία μπορεί να ζητηθεί και για δικαίωμα κεκτημένο μεν, αλλά μη απαιτητό, δηλαδή να αξιωθεί με αγωγή και να επιδικασθεί παροχή που δεν εξαρτάται από αντιπαροχή και καθίσταται ληξιπρόθεσμη στο μέλλον και συνεπώς μπορούν να ζητηθούν αποδοχές υπερημερίας για το μετά την άσκηση της αγωγής χρονικό διάστημα έως την άρση της υπερημερίας, αφού αυτές δεν εξαρτώνται από την αντιπαροχή της εργασίας, την οποία ο εργοδότης έχει ήδη αποκρούσει με την ανωτέρω καταγγελία ή και με τη ρητή μη αποδοχή τους ((ΑΠ 868/2018, ΑΠ 538/2017 ΤΝΠΝόμος). Εν προκειμένω, το αίτημα της αγωγής να επιδικασθούν στον ενάγοντα, λόγω της άκυρης καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του, μισθοί υπερημερίας και για το μετά την συζήτηση της αγωγής χρονικό διάστημα και μέχρι την άρση της υπερημερίας της εναγόμενης, είναι, σύμφωνα με τα παραπάνω, παραδεκτό και νόμιμο, όπως ορθά κρίθηκε και από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ο δε δεύτερος λόγος της εφέσεως κατά το τρίτο σκέλος του, με τον οποίο η εκκαλούσα υποστηρίζει τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 669 παρ. 2 ΑΚ, 1 ν. 2112/1920 και 1 και 5 ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζομένου. Η άσκηση όμως του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή της μη προφανούς υπερβάσεως των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Η προφανής υπέρβαση των ορίων αυτών καθιστά άκυρη την καταγγελία σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ. Στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης υποχρεούται να αποδέχεται τις υπηρεσίες του μισθωτού και να καταβάλει τις αποδοχές του λόγω της υπερημερίας του κατά τα άρθρα 648 και 656 του ΑΚ. Προφανής δε υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν τα χρηστά ήθη και ο οικονομικός σκοπός του οικείου δικαιώματος συντρέχει και όταν η καταγγελία έγινε από εμπάθεια ή για λόγους εκδίκησης, λόγω προηγηθείσης νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη συμπεριφοράς του μισθωτού, όπως είναι και η ανάπτυξη από τον εργαζόμενο νόμιμης συνδικαλιστικής δράσης που είναι αντίθετη προς τα συμφέροντα της επιχείρησης του εργοδότη. Ειδικότερα, με το άρθρο 14 παρ. 4 ν. 1264/1982 ορίζεται ευθέως από το νόμο ότι είναι άκυρη η καταγγελία της σχέσεως εργασίας για νόμιμη συνδικαλιστική δράση, στην οποία κατά την έννοια της διατάξεως αυτής περιλαμβάνεται και η συμμετοχή σε νόμιμη απεργία, ως και οι ενέργειες που αποσκοπούν στη κήρυξή της και γενικότερα κάθε δραστηριότητα που αποσκοπεί στη διαφύλαξη και προαγωγή των εργασιακών, οικονομικών, ασφαλιστικών, κοινωνικών και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων. Για να είναι δε άκυρη, κατά το ως άνω άρθρο, η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας δεν απαιτείται η συνδικαλιστική δράση να αποτελεί την αποκλειστική αιτία της απολύσεως του μισθωτού, αλλά αρκεί ότι συνετέλεσε απλώς στη λήψη της σχετικής απόφασης του εργοδότη για την καταγγελία, με την έννοια ότι χωρίς αυτήν ο εργοδότης δεν θα κατήγγειλε τη σύμβαση και μάλιστα ανεξαρτήτως του αν από τη συνδικαλιστική δράση του εργαζομένου προκλήθηκε ή όχι προσωπική διένεξη μεταξύ αυτού και του εργοδότη (ΑΠ 220/2023, ΑΠ 656/2018, ΑΠ 927/2017). Περαιτέρω, εάν στον κανονισμό εργασίας του εργοδότη προβλέπονται πειθαρχικά παραπτώματα και αντίστοιχες πειθαρχικές ποινές, τότε ναι μεν ο εργοδότης δεν υποχρεούται να επιλέξει αντί της καταγγελίας την επιβολή πειθαρχικής ποινής, λόγω της διαφορετικής λειτουργίας τους, αφού με την πρώτη απομακρύνεται της εργασίας ο εργαζόμενος διότι η εργασιακή σχέση δεν μπορεί κατά την καλή πίστη να συνεχισθεί για τον εργοδότη, ενώ με τη δεύτερη επιδιώκεται η διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της επιχείρησης (Ολ ΑΠ 43/2022), πλην όμως η προσφυγή του εργοδότη στην καταγγελία, ελέγχεται κατά το άρθρο 281 ΑΚ από το δικαστήριο, το οποίο επίσης ερευνά, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, με την άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας, παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του χρησιμοποιουμένου μέσου και του επιδιωκόμενου σκοπού, η οποία (αρχή) αποτελεί εκδήλωση της καλής πίστης και στηρίζεται στο άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος. Ειδικότερα, το δικαστήριο, κατόπιν προβολής σχετικού ισχυρισμού, εξετάζει αν υπάρχουν άλλα ηπιότερα από την καταγγελία μέτρα εξίσου πρόσφορα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτή σκοπού, δηλαδή αν η καταγγελία είναι όχι μόνο πρόσφορο αλλά και αναγκαίο μέσο για τη διαφύλαξη των συμφερόντων του εργοδότη (ΑΠ 784/2023, ΑΠ 906/2022, ΑΠ 222/2021, ΑΠ 1107/2021, ΑΠ 630/2020, ΑΠ 114/2019). Για την επιβολή δε πειθαρχικής ποινής, λόγω της εκ μέρους του εργαζομένου τέλεσης κάποιου παραπτώματος κατά την παροχή της εργασίας του, πρέπει να υφίσταται εσωτερικός κανονισμός στην επιχείρηση του εργοδότη που προβλέπει το πειθαρχικό παράπτωμα ή/και τις πειθαρχικές κυρώσεις που μπορεί να επιβληθούν. Τούτο σαφώς προκύπτει από τη διατύπωση του πρώτου εδαφίου της παρ.3 του άρθρου 1 του Ν.Δ/τος 3789/1957 “Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως ενίων διατάξεων της Εργατικής Νομοθεσίας”, η οποία ορίζει “Δια πειθαρχικά παραπτώματα, καθοριζόμενα εις έκαστον των κανονισμών εργασίας, δύναται να προβλέπεται η επιβολή εις τον παραβάτην μισθωτόν, των κάτωθι ποινών…” . Κατά συνέπεια εφόσον στη συγκεκριμένη επιχείρηση δεν έχει καταρτισθεί εσωτερικός κανονισμός κατά τις διατάξεις του ως άνω νόμου, που να προσδιορίζει τα πειθαρχικά παραπτώματα ή/και τις πειθαρχικές ποινές που μπορεί να επιβληθούν γι` αυτά ή/και που να καθορίζει σχετικές πειθαρχικές διαδικασίες, δεν μπορεί να γίνει λόγος περί παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας, για το λόγο ότι ο εργοδότης, αντί της καταγγελίας, δεν επέλεξε το ηπιότερο μέτρο της επιβολής πειθαρχικής ποινής. Δεν αποκλείεται βεβαίως σε όλως οριακές περιπτώσεις, ακόμη και στην περίπτωση της έλλειψης εσωτερικού κανονισμού προβλέποντος πειθαρχικό έλεγχο του εργαζομένου, ο έλεγχος από το δικαστήριο του κύρους της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, από την άποψη της εκ μέρους του εργοδότη παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας, η οποία ουσιαστικά συνιστά την αντίστροφη μορφή της απαγόρευσης της κατάχρησης δικαιώματος (ΑΠ 114/2019, ΑΠ 1889/2017). Στην προκειμένη περίπτωση, από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα του ενάγοντα που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά, των υπ’ αριθμ. ……/24-11-2021 και …/24- 11-2021 ενόρκων βεβαιώσεων που λήφθηκαν με την επιμέλεια του ενάγοντος ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών …….. η πρώτη και του Ειρηνοδίκη Πειραιά η δεύτερη, ύστερα από νομότυπη κλήτευση της εναγόμενης (βλ. την υπ’ αριθμ. ………/19-11-2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιά ………..), των υπ΄αριθμ. .., .. και …/24-11-2021 και …/30.11.2021 ενόρκων βεβαιώσεων, που λήφθηκαν με την επιμέλεια της εναγόμενης ενώπιον του Συμβολαιογράφου Αθηνών ……., μετά από νομότυπη κλήτευση του αντιδίκου της, που έλαβε χώρα, σύμφωνα με τα άρθρα 142, 143 και 104 ΚπολΔ, ΑΠ 991/2012 ΤΜΠΝόμος, με την επίδοση στην υπογράφουσα την αγωγή Δικηγόρο του ενάγοντας, (βλ. τις υπ’ αριθμ. …./19-11-2021 και …./25.11.2021 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……….), όλων των εγγράφων που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, έστω και για πρώτη φορά ενώπιον αυτού του δικαστηρίου, (άρθρο 529 παρ. 1α΄ ΚΠολΔ), για ορισμένα εκ των οποίων γίνεται ρητή αναφορά παρακάτω, χωρίς όμως να προσδίδεται σ’ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική μνεία, που είναι, όμως, ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται, για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1045/2017, ΑΠ 471/2016), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι προσκομιζόμενες φωτογραφίες των οποίων δεν αμφισβητείται η γνησιότητά τους και οι ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν στα πλαίσια άλλων δικών, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη, για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΕφΠειρ 242/2016, ΕφΠειρ 745/2014 δημ. σε ΤΝΠ Νόμος), και από τις παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261, 352 του ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ.336 παρ.4 ΚπολΔ,. ΑΠ 48/2009 ΤΝΠΝόμος), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγόμενη εταιρία με την επωνυμία «…………» και το διακριτικό τίτλο «………….» δραστηριοποιείται στην παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών και διατηρεί υποκαταστήματα στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Στα πλαίσια των δραστηριοτήτων της προσέλαβε στις 27.1.2015 τον ενάγοντα με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο υποκατάστημά της στον …………… Αττικής για το χρονικό διάστημα μέχρι την 26.5.2015 με την ειδικότητα, αρχικά, του εργάτη στον τομέα διαλογής και συσκευασίας δεμάτων και στην συνέχεια του υπαλλήλου διαλογέα/ συσκευαστή. Η παραπάνω σύμβαση παρατάθηκε διαδοχικά και στις 27.1.2016 μετετράπη σε αορίστου χρόνου με πενθήμερη απασχόληση εβδομαδιαίως, (από Δευτέρα έως Παρασκευή) και πλήρες νυχτερινό ωράριο από 23:00 μ.μ έως 7:00 π.μ. Οι μηνιαίες αποδοχές του ως υπαλλήλου συμφωνήθηκαν στο ποσό των 841,88€ και, μετά από αναπροσαρμογές, ανήλθαν στο ποσό των 1.178,89€, συμπεριλαμβανομένης και της προσαυξήσεως λόγω της νυχτερινής εργασίας του. Από την έναρξη της εργασιακής του σχέσης ο ενάγων απασχολήθηκε στο παραπάνω υποκατάστημα της εναγόμενης και ειδικότερα στο κέντρο διαλογής του καταστήματος αυτού, όπου συγκεντρώνονται καθημερινά οι αποστολές από το πανελλαδικό δίκτυο της εναγόμενης, ταξινομούνται ανά προορισμό, συσκευάζονται και δρομολογούνται για τον τελικό τους προορισμό. Στα καθήκοντα του ενάγοντα διαλαμβάνονταν ειδικότερα η εκφόρτωση των αποστολών, η τακτοποίησή τους σε παλέτες και καρότσια ανάλογα με τον προορισμό τους, η σάρωση (σκανάρισμα) των συνοδευτικών δελτίων ταχυμεταφοράς (voucher) και η εν συνεχεία φόρτωσή τους στα μέσα μεταφοράς προς τον τελικό προορισμό τους. Καθ΄όλη την διάρκεια της εργασιακής του σχέσης ο ενάγων υπήρξε συνεργάσιμος με τους συναδέλφους και τους ανωτέρους του, συνεπής με τις υποχρεώσεις του και αποδοτικός. Είχε δε αποκτήσει εμπειρία σε όλα τα πόστα του τομέα της διαλογής και ήταν πάντοτε πρόθυμος να συνδράμει ακόμα και τους συναδέλφους του σε εργασίες πέραν της περιοχής ευθύνης του, που κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα αφορούσε μόνο την περιοχή των Κυκλάδων. Στην επιχείρηση της εναγόμενης προϋπήρχε συνεστημένο νόμιμα επιχειρησιακό σωματείο των εργαζομένων με την επωνυμία «………..», μέλος του οποίου ήταν και ο ενάγων, ο οποίος μετείχε ενεργά στις δράσεις του, παροτρύνοντας και τους συναδέλφους του να συμμετέχουν στη διεκδίκηση των εργασιακών τους δικαιωμάτων. Από το έτος 2019 και εντεύθεν το παραπάνω σωματείο, και ο ενάγων ως μέλος του, εντατικοποίησαν τις προσπάθειές τους με σκοπό την βελτίωση των συνθηκών εργασίας τους στα υποκαταστήματα της εναγόμενης, ιδίως στον τομέα της διαλογής, όπου οι συνθήκες ήταν ιδιαίτερα δυσχερείς, λόγω της κατακόρυφης αύξησης της αποστολής δεμάτων, της δυσκολίας στην μετακίνησή τους εξαιτίας του μεγάλου βάρους τους και της ακαταλληλότητας των εγκαταστάσεων της εναγόμενης να εξυπηρετήσει την μεγάλη αύξηση των αποστολών που προέκυψε. Ειδικότερα στην νυχτερινή βάρδια του κέντρου διαλογής, όπου απασχολούνταν και εκλεγμένα μέλη της διοίκησης του σωματείου των εργαζομένων (…….), πολλοί από τους εργαζομένους, και ο ενάγων ειδικότερα, λόγω και των ιδιαίτερα ως άνω δυσμενών συνθηκών εργασίας, έδειχναν έντονο ενδιαφέρον για την προάσπιση των εργασιακών τους δικαιωμάτων και συμφερόντων, γεγονός που τους είχε φέρει σε αντιπαράθεση με την εργοδοσία. Την άνοιξη του 2019 τα μέλη του παραπάνω σωματείου έλαβαν απόφαση να ενεργοποιήσουν τις διαδικασίες για την υπογραφή της πρώτης επιχειρησιακής συλλογικής σύμβασης εργασίας. Στην ενέργεια αυτή αντέδρασε εξ αρχής η εναγόμενη, η οποία δια των υπευθύνων – εκπροσώπων της αρνήθηκε επανειλημμένα να παραλάβει τις προσκλήσεις τους για διαπραγματεύσεις προκειμένου να υπογραφεί η συλλογική σύμβαση, δηλώνοντας καθένας εξ αυτών, ότι ήταν αναρμόδιος για την παραλαβή τους. Παράλληλα οι προστηθέντες της εναγόμενης άρχισαν να δημιουργούν συνθήκες έντασης, εκφοβισμού και αντιπαραθέσεων με τους εργαζομένους της που είτε ήταν μέλη της διοίκησης του σωματείου, είτε δραστηριοποιούνταν έντονα υπέρ των θέσεων του σωματείου, όπως ο ενάγων. Την συμπεριφορά αυτή κατήγγειλε το παραπάνω σωματείο στις 4.4.2019 με σχετική προσφυγή του στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας αναφέροντας, μεταξύ άλλων, ότι συγκεκριμένοι εργαζόμενοι υφίστανται εκφοβιστικές και προσβλητικές συμπεριφορές από του προϊσταμένους τους λόγω της συνδικαλιστικής δράσης που είχαν αναπτύξει, με απώτερο σκοπό να καμφθεί η αγωνιστικότητά τους. Προς αντιπερισπασμό στην ενέργεια αυτή του σωματείου προσέφυγε την ίδια χρονική περίοδο στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας και η εναγόμενη παραπονούμενη κατά συγκεκριμένων εργαζομένων της (των ……………), στους οποίους απέδιδε αντισυμβατική συμπεριφορά, σχετιζόμενη ειδικότερα με την τήρηση της τάξης στο κέντρο διαλογής όπου απασχολούνταν. Ταυτόχρονα, προέβη και στην απόλυση του εργαζομένου της ………. Για την ενέργειά της αυτή το σωματείο (…….), αφενός προσέφυγε και πάλι στην επιθεώρηση εργασίας καταγγέλλοντας ότι η απόλυση του παραπάνω εργαζομένου έγινε καταχρηστικά και με αποκλειστική αιτία την συνδικαλιστική του δράση, αφετέρου αποφάσισε να προβεί από κοινού με το δευτεροβάθμιο ……… (…………..) σε διαμαρτυρία για την ως άνω απόλυση του συναδέλφου τους με συγκέντρωση στο υποκατάστημα της εναγόμενης στην περιοχή ….. και πραγματοποίηση δύο τετράωρων στάσεων εργασίας την Τετάρτη 10/7/2019. Αίτημα των εργαζομένων ήταν η ανάκληση της απόλυσης του συναδέλφου τους, αλλά και η επίλυση των σοβαρών εργασιακών προβλημάτων που εντοπίζονταν ιδίως στο κέντρο διαλογής και σχετίζονταν με την αυταρχική και προσβλητική συμπεριφορά των προϊσταμένων τους, την παραβίαση των κανόνων υγιεινής και ασφάλειας στο χώρο της εργασίας τους και την βιντεοσκόπησή τους κατά την ώρα της εργασίας. Στην κινητοποίηση αυτή συμμετείχε και ο ενάγων, μαζί με άλλους συναδέλφους του. Αντιδρώντας η εναγόμενη μετακίνησε άμεσα συγκεκριμένους υπαλλήλους της, που είχαν πρωτοστατήσει στην παραπάνω συνδικαλιστική δράση του σωματείου, από τα καταστήματα … και …. σε άλλα υποκαταστήματά της. Προσέφυγε και πάλι το σωματείο (……) στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας, το οποίο, μετά από ακρόαση αμφοτέρων των πλευρών, εξέφρασε την άποψη ότι «… Το γεγονός, πάντως, ότι οι σχετικές αποφάσεις πάρθηκαν αμέσως μετά την κινητοποίηση – στάση εργασίας του … αποτελεί αφορμή προβληματισμού σχετικά με τα κίνητρα της εργοδότριας…» (βλ. τα υπ’ αριθμ. Πρωτ. ………../22.8.2019 και ……../31.10.2019 δελτία εργατικής διαφοράς του …., Τμήμα επιθεώρησης εργασιακών σχέσεων ……..). Και μετά ταύτα όμως η εναγόμενη δεν άλλαξε στάση, αφού ούτε την παραπάνω απόλυση ανακάλεσε, ούτε απαντούσε στις εκκλήσεις του σωματείου να προσέλθει σε διαπραγματεύσεις για την υπογραφή επιχειρησιακής συλλογικής συμβάσεως. Επιπρόσθετα, οι προστηθέντες – προϊστάμενοι του τομέα διαλογής συνέχισαν να εκφοβίζουν τους έχοντες έντονη συνδικαλιστική δράση εργαζομένους τους, με τους οποίους δημιουργούσαν λεκτικές αντιπαραθέσεις με το πρόσχημα της δήθεν μειωμένης απόδοσης και πλημμελούς εκτέλεσης των καθηκόντων τους. Παράλληλα, μετακίνησαν άτομα της διοίκησης του σωματείου, αλλά και απλά μέλη του με έντονη συνδικαλιστική δράση, στο υπόγειο του κέντρου διαλογής, ώστε να τους απομακρύνουν από τους συναδέλφους τους και να περιορίσουν έτσι τη δράση τους και την επιρροή στους λοιπούς εργαζομένους της. Για τον ίδιο σκοπό μετακίνησαν και τον ενάγοντα στο κέντρο διαλογής των Κυκλάδων, που βρισκόταν σε απομακρυσμένο σημείο από τον κύριο χώρο διαλογής. Για τις μετακινήσεις των εργαζομένων στο υπόγειο του κτηρίου έγινε νέα καταγγελία στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας στις 9.12.2019, η δε εναγόμενη αντέδρασε με ένδεκα (11) ομοίου περιεχομένου εξώδικα που απέστειλε στον ενάγοντα και τους λοιπούς εργαζομένους της νυχτερινής βάρδιας, με τα οποία τους καταλόγιζε ότι δεν εκτέλεσαν προσηκόντως τα καθήκοντά τους στις 4.12.2019. Συγκεκριμένα υποστήριξε με τα εξώδικά της, ότι κατά την ημέρα αυτή δεν ολοκληρώθηκε η διαλογή και η αποστολή των δεμάτων στους προορισμούς τους, διότι οι εργαζόμενοι στην νυχτερινή βάρδια αρνήθηκαν επί 2ωρο περίπου να αναλάβουν εργασία, επειδή δεν ήθελαν να εργασθούν στον ίδιο χώρο με τους απασχολούμενους στην απογευματινή βάρδια. Την συγκεκριμένη όμως ημερομηνία ο φόρτος εργασίας στο κέντρο διαλογής Αττικής ήταν ιδιαίτερα αυξημένος λόγω προσφορών στα εμπορικά καταστήματα, γνωστής ως BLACK FRIDAY, με συνέπεια να μην έχει ολοκληρωθεί η διαλογή των περιοχών ευθύνης της απογευματινής βάρδιας μέχρι τον χρόνο έναρξης της επόμενης βάρδιας. Για το λόγο αυτό η εναγόμενη απαίτησε από τους υπαλλήλους της απογευματινής και της νυχτερινής βάρδιας να εργασθούν ταυτόχρονα στον ίδιο χώρο, ο οποίος όμως ήταν ήδη ασφυκτικά γεμάτος με τα δέματα της απογευματινής βάρδιας, με συνέπεια να μην είναι δυνατή η παράλληλη εργασία διαλογής και των δεμάτων των περιοχών ευθύνης της νυχτερινής βάρδιας, ενώ δεν ήταν παρών ούτε υπεύθυνος από την πλευρά της εναγόμενης, ώστε να δώσει οδηγίες, λύσεις και κατευθύνσεις για την χαοτική κατάσταση που επικρατούσε στο χώρο της εργασίας τους. Επομένως, οι όποιες καθυστερήσεις σημειώθηκαν κατά την ημέρα αυτή στη διαλογή των δεμάτων, και η διατάραξη του προγραμματισμού των παραδόσεων της εναγόμενης, δεν οφείλεται σε άρνηση των εργαζομένων της, και ειδικότερα του ενάγοντα, να εκτελέσουν την εργασία τους στον συμφωνημένο τόπο και χρόνο, αλλά σε υπαιτιότητα της ίδιας της εναγόμενης, η οποία δεν είχε τις κατάλληλες υποδομές για να εξυπηρετήσει τον ιδιαίτερα αυξημένο φόρτο εργασίας που προέκυψε κατά το συγκεκριμένο χρονικό σημείο. Εξ άλλου, εν όψει της συνεχιζόμενης δυσμενούς εργασιακής κατάστασης, των απολύσεων και αντιπαραθέσεων με την εναγόμενη που προεκτέθηκαν, το σωματείο ….….. προανήγγειλε στάση εργασίας και συγκέντρωση διαμαρτυρίας για την 18..12.2019, με αιτήματα να σταματήσουν οι παρενοχλήσεις, οι μετακινήσεις και οι απολύσεις των μελών του. Στην στάση εργασίας συμμετείχαν πολλοί εργαζόμενοι, μεταξύ των οποίων και ο ενάγων, όπως και οι ….., οι οποίοι είχαν αναπτύξει έντονη συνδικαλιστική δράση. Τον ίδιο χρόνο και δη στο τέλος του Δεκεμβρίου του έτους 2019, ενόψει των σοβαρών εργασιακών θεμάτων που είχαν ανακύψει και με αφορμή την έγκριση της τροποποίησης του καταστατικού του, αποφασίσθηκε από το σωματείο ………… η προκήρυξη εκλογών για την ανάδειξη νέου διοικητικού συμβουλίου, ο δε ενάγων ανακοίνωσε την πρόθεσή του να θέσει υποψηφιότητα στις αρχαιρεσίες που θα ακολουθούσαν. Η παραπάνω κινητοποίηση των εργαζομένων την 18.12.2019 και η πρόσκληση για την εκλογοαπολιστική γενική συνέλευση του σωματείου ……, ήταν αντίθετη με τις επιθυμίες των εκπροσώπων της εναγόμενης, οι οποίοι προχώρησαν σε νέες απολύσεις, που έλαβαν χώρα κατά το δίμηνο που ακολούθησε. Συγκεκριμένα, εξαιρώντας τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου του σωματείου, προς αποφυγή καταστρατήγησης του άρθρου 14 του Ν. 1264/1982, που απαγορεύει την απόλυσή τους, προέβη διαδοχικά στην απόλυση οκτώ (8) άλλων εργαζομένων, οι οποίοι είχαν πρωτοστατήσει στις κινητοποιήσεις και, εν τέλει κατήγγειλε και τη σύμβαση εργασίας του ενάγοντα στις 17.1.2020, ο οποίος, επίσης, είχε ενεργό δράση και πρωταγωνιστικό ρόλο σαυτές. Για την απόλυση του ενάγοντα, αλλά και λοιπών συναδέλφων του, το σωματείο τους κατέφυγε στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας καταγγέλλοντας ότι οι απολύσεις τους συνδέονται αποκλειστικά με την προηγηθείσα συνδικαλιστική τους δράση. Μολονότι δε η παραπάνω υπηρεσία με το υπ’ αριθμ. πρωτ. …………./6-3-2020 δελτίο εργατικής διαφοράς συνέστησε στην εναγόμενη να επανεξετάσει την στάση της και να προχωρήσει στην επαναπρόσληψη του ενάγοντα, εκείνη δεν μετέβαλε την στάση της και δεν ανακάλεσε την καταγγελία. Από τα προαναφερόμενα πραγματικά περιστατικά προκύπτει σαφώς ότι η από 17.1.2020 καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντα ήταν απότοκος της προεκτεθείσης δράσης του τελευταίου, η οποία απέβλεπε στην εκπλήρωση συλλογικού και όχι ατομικού συμφέροντος, ήταν νόμιμη και συνιστούσε, με την έννοια που προαναφέρθηκε στη νομική σκέψη της παρούσας, συνδικαλιστική δράση, αφού αποσκοπούσε στη διαφύλαξη και προαγωγή των εργασιακών, οικονομικών, ασφαλιστικών, κοινωνικών και συνδικαλιστικών συμφερόντων και δικαιωμάτων των εργαζομένων στους χώρους εργασίας. Η συνδικαλιστική αυτή δράση του εξ άλλου ήταν φανερή και είχε περιέλθει σε γνώση των νομίμων εκπροσώπων της εναγόμενης, στους οποίους δεν ήταν αρεστή, τόσο επειδή παρότρυνε και τους λοιπούς εργαζομένους της να συσπειρωθούν και να υποστηρίξουν την υπέρ των εργασιακών τους δικαιωμάτων δράση του σωματείου τους, όσο και επειδή κατέτεινε στην ανάκληση των απολύσεων των συναδέλφων του και στην υποστήριξη της προσπάθειας του σωματείου του για την υπογραφή επιχειρησιακής συλλογικής σύμβασης προς διασφάλιση των εργασιακών συμφερόντων των μελών του, την οποία η εναγόμενη συστηματικά απέφευγε με διάφορες προφάσεις. Συνδέεται δε αιτιωδώς η συνδικαλιστική δράση του ενάγοντα με την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, διότι η εναγόμενη δεν θα προχωρούσε στην απόλυσή του αν δεν είχε προηγηθεί η συμμετοχή του στις κινητοποιήσεις του σωματείου του και οι παροτρύνσεις προς τους συναδέλφους του για την υποστήριξη της δράσης του σωματείου τους.. Εξ άλλου, οι εκπρόσωποι της εναγόμενης κατέφυγαν στο ακραίο μέτρο της απόλυσής του από λόγους εμπάθειας προς το πρόσωπό του, προκειμένου να τον εκδικηθούν για την παραπάνω δράση του, αλλά και για να αποθαρρύνουν από παρόμοιες πρωτοβουλίες τους λοιπούς εργαζομένους της, με απώτερο στόχο την αποδυνάμωση του σωματείου τους και την καταστολή της διεκδίκησης των νόμιμων εργασιακών δικαιωμάτων τους. Η κατά τα άνω συμπεριφορά και οι με την ένδικη καταγγελία επιδιώξεις των εκπροσώπων της εναγόμενης υπερβαίνουν προφανώς τα αξιολογικά όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος και παρίσταται ως καταχρηστική, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ. Η εναγόμενη με το από 17.1.2020 έγγραφο της καταγγελίας και ήδη με τις προτάσεις της υποστηρίζει ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντα δεν σχετίζεται με την συμμετοχή του στις κινητοποιήσεις των εργαζομένων και τη δράση του ως μέλος του σωματείου ……….., αλλά οφείλεται αποκλειστικά στην μειωμένη απόδοσή του, στην άρνησή του να συμμορφωθεί με τις οδηγίες των προϊσταμένων του, στην καθυστερημένη προσέλευση και την πρόωρη αποχώρησή του, στις αδικαιολόγητες και χωρίς προειδοποίηση απουσίες από την εργασία του και στην ανάρμοστη συμπεριφορά του έναντι των συναδέλφων και, ιδίως, έναντι των προϊσταμένων του. Δεν αποδεικνύονται όμως βάσιμοι οι ισχυρισμοί της αυτοί, διότι, σύμφωνα και με όσα προεκτέθηκαν, ο ενάγων υπήρξε συνεπής και αρκούντως αποδοτικός στην εργασία του, χωρίς να δημιουργήσει ποτέ προβλήματα στους συναδέλφους ή στους προϊσταμένους του, καθώς δεν προέκυψε ότι προηγήθηκαν της καταγγελίας επιπλήξεις, παρατηρήσεις, υποδείξεις ή έστω απλά παράπονα για την εργασιακή και την εν γένει συμπεριφορά του, με εξαίρεση την εξώδικη διαμαρτυρία της εναγόμενης για την δημιουργηθείσα χαοτική κατάσταση της 4.12.2019 που προεκτέθηκε η οποία όμως δεν οφείλονταν σε υπαιτιότητα του ενάγοντα κατά τα ανωτέρω, αλλά σε αποκλειστική υπαιτιότητα της ίδιας της εναγόμενης. Θα πρέπει δε να σημειωθεί, ότι αν ο ενάγων είχε πράγματι επιδείξει προκλητική ή ανάρμοστη συμπεριφορά προς τους προϊσταμένους ή τους συναδέλφους του, ή αν πράγματι είχε μειωμένη απόδοση, η εναγόμενη, θα είχε οπωσδήποτε διαλάβει σχετικές αιτιάσεις στο παραπάνω εξώδικό της, και, εν πάσει περιπτώσει, θα είχε προβεί και σε άλλες έγγραφες επιπλήξεις και προειδοποιήσεις, τακτική που ακολουθούσε πάντοτε σε τέτοιες περιπτώσεις, όπως συνάγεται από τα παραπάνω εξώδικά της και τις αλλεπάλληλες προσφυγές της στην επιθεώρηση εργασίας. Η διαδικασία αυτή μάλιστα προβλεπόταν και από τα άρθρα 19 και 20 του από 2006 εσωτερικού κανονισμού λειτουργίας της, τα οποία εξειδικεύουν τα πειθαρχικά παραπτώματα των υπαλλήλων της και ορίζουν τις πειθαρχικές ποινές. Αντίθετο συμπέρασμα ως προς την απόδοση και την συμπεριφορά του ενάγοντα δεν προκύπτει ούτε από τους μάρτυρες της εναγόμενης, που κατέθεσαν στα πλαίσια ενόρκων βεβαιώσεων, οι οποίοι υποστηρίζουν μέρος από τις άνω αιτιάσεις της, διότι, εκτός του γεγονότος ότι οι μάρτυρες αυτοί είναι εργαζόμενοί της και τελούν σε σχέση εξάρτησης με αυτήν, διαψεύδονται πειστικά από τους μάρτυρες του ενάγοντα, οι οποίοι επιβεβαιώνονται και από τις σχετικές εκθέσεις του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας, όπου καταγράφονται οι εκατέρωθεν καταγγελίες και εξηγήσεις τους κατά τον χρόνο που αυτές λάμβαναν χώρα. Ειδικότερα δε, θα πρέπει να επισημανθεί, ότι στις ένορκες βεβαιώσεις ειδικά των μαρτύρων της εναγόμενης ……. και …………., οι οποίοι ήταν και οι προϊστάμενοι του ενάγοντα κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, και, επομένως, άμεσα εμπλεκόμενα πρόσωπα και εκφραστές της προς τους εργαζομένους προπεριγραφόμενη συμπεριφορά της εναγόμενης, είναι εμφανής η αποστροφή τους προς την συνδικαλιστική δράση των υφισταμένων τους, και του ενάγοντα ειδικότερα, τους οποίους αποκαλούν επικριτικά “σωματειακούς” και “παρέα”, γεγονός που συνάδει με την όλη στάση και συμπεριφορά των εκπροσώπων της εναγόμενης προς τους εργαζομένους της, την οποία και κατήγγειλε επανειλημμένα, όπως προεκτέθηκε, και το σωματείο τους προς την Επιθεώρηση Εργασίας. Τέλος, αποδεικνύεται από τα σχετικά ηλεκτρονικά μηνύματα (sms) προς τους αρμοδίους υπαλλήλους της εναγόμενης, που προσκομίζει ο ενάγων, ότι όσες φορές αυτός απουσίασε από την εργασία του, είτε αυτό έγινε με την χρήση κανονικής άδειας ή άδειας άνευ αποδοχών, είτε κατόπιν αναρρωτικής αδείας και πάντοτε ειδοποιούσε έγκαιρα τους αρμοδίους εκπροσώπους της εναγόμενης. Σε κάθε όμως περίπτωση, και υπό την εκδοχή δηλαδή ότι στην συγκεκριμένη χρονική περίοδο του Δεκεμβρίου του 2019 η απόδοση του ενάγοντος δεν ήταν η ενδεδειγμένη από τις περιστάσεις, που πάντως δεν αποδείχθηκε και δεν υιοθετείται από το δικαστήριο αυτό, η εναγόμενη, εν όψει του γεγονότος ότι ο ενάγων, παρά τις εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες εργασίας του, απασχολούνταν παραγωγικά και χωρίς προβλήματα στην επιχείρησή της επί πενταετία, όφειλε κατά την καλή πίστη και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του άρθρου 25 παρ.1 του Συντάγματος, πριν προβεί στο επαχθέστατο μέτρο της απόλυσής του, να προσφύγει σε άλλα ηπιότερα μέτρα και συγκεκριμένα στις πειθαρχικές ποινές της έγγραφης παρατήρησης ή της επίπληξης που προβλέπονται στο άρθρο 20 του κανονισμού της, χωρίς να κινδυνεύουν τα συμφέροντά της, αφού ο ενάγων, έμπειρος στον τομέα του, θα είχε προειδοποιηθεί για τις συνέπειες της συμπεριφοράς του και θα είχε την δυνατότητα να βελτιώσει την απόδοσή του. Αποδεικνύεται, επομένως, από όλα τα παραπάνω ότι η από 17.1.2020 καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντα έλαβε χώρα από λόγους εμπάθειας και εκδίκησης προς το πρόσωπό του συνεπεία της προηγηθείσης νόμιμης συνδικαλιστικής του δράσης και είναι άκυρη, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη, ως αντιβαίνουσα ευθέως στη διατάξη του άρθρου 14 παρ. 4 του ν. 1264/1982 και του άρθρου 281 ΑΚ, και, ως εκ τούτου, θεωρείται ως μη γενομένη (άρθρα 174 και 180 ΑΚ), όπως ορθά κρίθηκε και από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ο δε συναφής πρώτος λόγος της εφέσεως (κατά το πρώτο σκέλος του), με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άνω διατάξεων, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος στην ουσία του.
Το άρθρο 946 ΚΠολΔ, ορίζει ότι: 1. Αν ο οφειλέτης δεν εκπληρώνει την υποχρέωσή του να επιχειρήσει πράξη, που δεν μπορεί να γίνει από τρίτο πρόσωπο και η επιχείρησή της εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούληση του οφειλέτη, το δικαστήριο τον καταδικάζει να εκτελέσει την πράξη και στην περίπτωση που δεν την εκτελέσει τον καταδικάζει αυτεπαγγέλτως σε χρηματική ποινή έως πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ υπέρ του δανειστή και σε προσωπική κράτηση έως ένα έτος. Η χρηματική ποινή ως κύρωση για την απείθεια του οφειλέτη προς τα επιτασσόμενα από τον εκτελεστό τίτλο, σκοπό έχει τον μελλοντικό εξαναγκασμό του υπόχρεου-οφειλέτη σε συμμόρφωση για όλη τη διάρκεια ισχύος του εκτελεστού τίτλου, και καταλαμβάνει τη συνολική οφειλόμενη συμπεριφορά, για αυτό απαγγέλλεται μία φορά με τη δικαστική απόφαση και δεν απαιτείται να διατάσσεται κάθε φορά που εμφανίζεται συμπεριφορά παραβίασης της απόφασης. Το δικαστήριο με τη δικαστική απόφαση που καταδικάζει στην επιχείρηση της πράξης και σε περίπτωση μη συμμόρφωσης στην καταβολή χρηματικής ποινής, προσδιορίζει και το ύψος της ποινής, μέσα στα διαγραφόμενα στη διάταξη όρια και λαμβάνοντας υπόψη τη βαρύτητα και τη φύση της παράβασης, το είδος της πράξης που πρέπει να ενεργήσει ο οφειλέτης και την κρίση για το μέγεθος αυτής (ποινής) που θα αναγκάσει τον οφειλέτη να συμμορφωθεί προς την επιταγή της. Το δικαστήριο θα προσδιορίσει την παράβαση, όχι μόνο κατ’ είδος, αλλά και κατά χρόνο, όπως επίσης και την κατάλληλη ποινή για να κάμψει την αντίσταση του οφειλέτη, εξειδικεύοντας την κάθε παράβαση σε περίπτωση συνεχόμενης συμπεριφοράς του οφειλέτη και τη χρηματική ποινή για κάθε παράβαση και συνεπώς όταν υπάρχουν περισσότερες παραβάσεις θα οφείλονται και ισάριθμες ποινές. Έτσι, μπορεί να προσδιορίσει τη χρηματική ποινή για κάθε ημέρα ή εβδομάδα ή άλλη χρονική μονάδα παράβασης της υποχρέωσης εκτέλεσης της επιτασσόμενης πράξης. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που πρόκειται για παραβάσεις που συνδέονται μεταξύ τους και σχηματίζουν φυσική ενότητα ενέργειας του παραβάτη και γίνονται αντιληπτές ως ενιαία συμπεριφορά ή όταν ο οφειλέτης με ομοιόμορφη εξακολουθητική συμπεριφορά προβαίνει σε αυτοτελείς επί μέρους ενέργειες, οι οποίες απορρέουν από ενιαία βουλητική στάση του, οπότε αν η απόφαση οριοθέτησε χρονικά τις πράξεις με τις οποίες συνέδεσε την κατάπτωση της χρηματικής ποινής, δεν έχει νόημα η εκτίμηση της συμπεριφοράς του οφειλέτη αν αποτελεί μία ή περισσότερες παραβάσεις (ΑΠ 1148/2005). Το εκάστοτε οριζόμενο υπό του δικαστηρίου ύψος χρηματικής ποινής, που δεν επιτρέπεται να υπερβεί τα 50.000 ευρώ, μπορεί, σύμφωνα με την απόφαση που την απειλεί, να αφορά κάθε μία παράβαση χωριστά και να μην καθορίζεται εφάπαξ, ώστε επί επανειλημμένων παραβάσεων να οφείλονται πλείονες χρηματικές ποινές, για το ύψος μιας εκάστης των οποίων (αλλ’ όχι και για το σύνολό τους) τάσσεται αυτό το όριο. Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου της εφέσεως η εκκαλούσα αποδίδει στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 946 παρ.1 και 947 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι, εφαρμόζοντας εσφαλμένα το άρθρο 947 του ΚπολΔ, έκρινε νόμιμο το αίτημα της αγωγής για την καταδίκη της σε χρηματική ποινή 500 ευρώ για κάθε ημέρα καθυστέρησης περί την αποδοχή των υπηρεσιών του ενάγοντα ως ερειδόμενο στην άνω διάταξη, ενώ εφαρμογή εν προκειμένω είχε το άρθρο 946 του ιδίου κώδικα, το οποίο προβλέπει χρηματική ποινή με εφάπαξ καταβολή και όχι για κάθε ημέρα καθυστέρησης, όπως επιδικάσθηκε από το δικαστήριο. Όμως, σύμφωνα με όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ερμηνεύοντας ορθά την ως άνω διάταξη του άρθρου 946 παρ. 1 ΚΠολΔ, είχε την διακριτική ευχέρεια στα πλαίσια της διάταξης αυτής να προσδιορίσει τη χρηματική ποινή για κάθε ημέρα ή εβδομάδα ή άλλη χρονική μονάδα παράβασης της υποχρέωσης εκτέλεσης της επιτασσόμενης πράξης. Κατά συνέπειαν ορθά το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε νόμιμο το συναφές αίτημα της αγωγής ως στηριζόμενο στην διάταξη του άρθρου 946 ΚΠολ.Δ και, ακολούθως, καταδίκασε την εκκαλούσα σε χρηματική ποινή 100 ευρώ για κάθε ημέρα καθυστέρησης περί την αποδοχή των υπηρεσιών του ενάγοντα. Ορθά, επίσης, δεν εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 947 του ίδιου Κώδικα και κατά τούτο ο λόγος αυτός της εφέσεως παρίσταται ως απαράδεκτος, διότι στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως.
Κατ΄ακολουθίαν, εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της ως αβάσιμη στην ουσία της και να καταδικαστεί η εκκαλούσα εναγόμενη στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου ενάγοντα, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, λόγω της ήττας της (άρ.176, 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά την έφεση κατά της υπ΄αριθμ. 596/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς
Απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος της εκκαλούσης, το ποσό των οποίων καθορίζει εξακόσια (600) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 20 Μαρτίου 2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ