Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 185/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης    185/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, τον οποίο όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α) Του εκκαλούντος: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος κατοικοεδρεύει στην Αθήνα (ΑΦΜ …..) και ήδη από 1.1.2017 από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή της, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα (ΑΦΜ …..) και εν προκειμένω και από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Ε’ Πειραιά, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την δικαστική πληρεξούσια Ν.Σ.Κ. Χρυσάνθη Τέλιου,

Των εφεσίβλητων: 1) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..» και τον διακριτικό τίτλο “………” που εδρεύει στην Αθήνα, οδός …… και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Φανή Γκορτσίλα, 2) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός …….. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Βάιο Κυριάκου, 3) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……….» και τον διακριτικό τίτλο “…………” που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ………. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 4) Ανώνυμης εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία “…………” με έδρα το ……., εγγεγραμμένη στο Εμπορικό Μητρώο και Μητρώο Εταιρειών του ….. με αριθμό μητρώου …………, όπως εκπροσωπείται στην Ελλάδα από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στον Δήμο Αθηναίων και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία κατέστη ειδικός διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “……….» με διακριτικό τίτλο “………….”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Μαργαρίτα Σιάρκου, μόνο για το αίτημα της αναβολής.

Β) Της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας: Εταιρίας με την επωνυμία «…………..», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, επί της ………, με ΑΦΜ …., με αριθ. ΓΕΜΗ …., νομίμως αδειοδοτηθείσα από την Τράπεζα της Ελλάδος (Απόφαση αριθ. 207/29.11.2016 της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος), ως Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, ως εντολοδόχου και ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσώπου και αντικλήτου της εταιρείας με την επωνυμία “…………”,  που εδρεύει στην …. ., εγγεγραμμένη με αριθμό ….. ως νομίμως εκπροσωπείται, δυνάμει της από 21 Δεκεμβρίου 2018 Ιδιωτικής Σύμβασης, η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….» και τον διακριτικό τίτλο “……….”, η οποία εδρεύει στην Αθήνα, με αριθμό ΜΑΕ ……….. και ΑΦΜ ….., Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, κατόπιν μεταβίβασης ληξιπρόθεσμων απαιτήσεών της από δάνεια και πιστώσεις από μη εξυπηρετούμενα καταναλωτικά, μικρά επιχειρηματικά και ενυπόθηκα δάνεια, δυνάμει της από 21 Δεκεμβρίου 2018 Σύμβασης Πώλησης και Μεταβίβασης Απαιτήσεων, όπως αυτή καταχωρίσθηκε νομίμως στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθ. καταχώρισης ……/21-12-2018, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4354/2015 (άρθρο 3 παρ.3 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000), η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Κωνσταντίνα- Άννα Κακούρα,

Υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..» και τον δ.τ. “………”, με έδρα την Αθήνα, με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. ………. και ΑΦΜ ………, νομίμως εκπροσωπούμενη, ως καθολική διάδοχος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………» με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. …….. και ΑΦΜ ………, κατόπιν διάσπασης της τελευταίας (Διασπώμενης) με απόσχιση του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας και εισφοράς του στη νεοσυσταθείσα εταιρεία- πιστωτικό ίδρυμα (Επωφελούμενη), εγκριθείσας της ως άνω διάσπασης με την αριθ. πρωτ. 45089/16.4.2021 απόφαση του Υπουργείου Ανάπτυξης, που καταχωρίσθηκε στο Γ.Ε.ΜΗ. και δημοσιεύθηκε στα στοιχεία της διασπώμενης και της επωφελούμενης με τις υπ’  αριθ. πρωτ. …../16.4.2021 και …/16.4.2021 Ανακοινώσεις αντίστοιχα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο,

Καθ’ ου η πρόσθετη παρέμβαση: Ελληνικού Δημοσίου, όπως αυτό εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και ήδη από 1.1.2017 από τον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), η οποία εδρεύει στην Αθήνα, με ΑΦΜ ………. , (άρθρα 1 παρ.1, 36 παρ.1 και 43 ν. 4389/2016), και στην προκειμένη περίπτωση και από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Ε’ Πειραιά, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την δικαστική πληρεξούσια Ν.Σ.Κ. Χρυσάνθη Τέλιου, χωρίς να καταθέσει προτάσεις,

Κοινοποιούμενη προς 1) Ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………….» και τον διακριτικό τίτλο «………..», που εδρεύει στην Αθήνα, με ΑΦΜ ………., νόμιμα εκπροσωπούμενη ως καθολική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………» (ΑΦΜ ………..), λόγω διασπάσεως της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητάς της και σύσταση της πρώτης τραπεζικής εταιρείας, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 2) Ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……….» και το διακριτικό τίτλο “……..”, που εδρεύει στην Αθήνα, με ΑΦΜ ………., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……………» (ΑΦΜ ………), λόγω διασπάσεως της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητάς της και σύσταση της πρώτης τραπεζικής εταιρείας, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 3) Ανώνυμη εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία “………..” με έδρα το …., εγγεγραμμένη στο Εμπορικό Μητρώο και Μητρώο Εταιρειών του …… με αριθμό μητρώου ………, όπως εκπροσωπείται στην Ελλάδα από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………..», που εδρεύει στον Δήμο Αθηναίων και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………» με διακριτικό τίτλο “………” και η οποία εκπροσωπήθηκε κατά τα ανωτέρω υπό την ιδιότητα της εφεσίβλητης στην υπό στοιχείο Α’ έφεση από την δικηγόρο Μαργαρίτα Σιάρκου μόνο για το αίτημα της αναβολής.

Το εκκαλούν στην υπό στοιχείο Α’ έφεση άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά την εφεσίβλητων στην ίδια έφεση, την από 23.9.2020 και με αριθμό κατάθεσης ………../2020 ανακοπή του κατά πίνακα κατάταξης, οπότε κατόπιν συνεκδίκασης με άλλες ανακοπές, εκδόθηκε η 2384/2022 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών) που απέρριψε την ανακοπή.

Το ανακόπτον προσέβαλε την ανωτέρω οριστική απόφαση με την από 18.10.2022 έφεσή του, την οποία κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, στις 19.10.2022, με Γ.Α.Κ. …/2022 και Ε.Α.Κ. ……/2022.. Επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως κατατέθηκε αυθημερόν στη Γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2022 και Ε.Α.Κ. …./2022, οπότε για τη συζήτησή της ορίσθηκε δικάσιμος η 2.11.2023 και μετ’ αναβολή η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος και η υπόθεση γράφτηκε στο πινάκιο.

Περαιτέρω, η αναφερόμενη υπό στοιχείο Β’ αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα άσκησε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου για την εκκρεμή δίκη την από 15.11.2023 (με Γ.Α.Κ. …../2023 και Ε.Α.Κ. ……/2023) αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της παραπάνω τρίτης εφεσίβλητης και κατά της εκκαλούντος, οπότε δικάσιμος ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση και η έφεση εκφωνήθηκαν με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκαν. Κατά τη συζήτησή τους στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι όσων διαδίκων νομίμως εκπροσωπήθηκαν κατά τα ανωτέρω και κατέθεσαν προτάσεις, αφού έλαβαν τον λόγο από τον Δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου, αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου εισάγονται: Α) μετ’ αναβολή από το πινάκιο προς συζήτηση κατά τις διατάξεις των άρθρων 226 παρ.4 και 498 παρ.2 ΚΠολΔ, η από 18.10.2022 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2022 και Ε.Α.Κ. …/2022 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2022 και Ε.Α.Κ. …./2022) έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..», της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………», της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….» και της αλλοδαπής ανώνυμης εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………..», όπως εκπροσωπείται στην Ελλάδα από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………….» προς εξαφάνιση της 2384/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών), το οποίο συνεκδικάζοντας μεταξύ άλλων ανακοπών, την από 23.9.2020 (με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. …………./2020) ανακοπή του εκκαλούντος προς μεταρρύθμιση του υπ’ αριθ. …/2018 πίνακα κατάταξης της συμβ/φου Αθηνών …….. κατά των νυν εφεσίβλητων ερήμην της δεύτερης, τρίτης και τέταρτης των καθ’ων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων και την από 3.2.2021 (με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ………../2021) αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση της ανώνυμης εταιρίας «………..» υπέρ της ανώνυμης εταιρίας «………….» και κατά του Ελληνικού Δημοσίου ερήμην της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας, απέρριψε την παραπάνω ανακοπή και θεώρησε μη ασκηθείσα την ως άνω πρόσθετη παρέμβαση, Β) η ασκηθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου από 15.11.2023 (με Γ.Α.Κ. …./2023 και Ε.Α.Κ. …../2023) αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της εταιρίας με την επωνυμία «………..» ως εντολοδόχος και ειδικός πληρεξούσιος, αντιπρόσωπος και αντίκλητος της σουηδικής εταιρείας με την επωνυμία “…………” υπέρ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….» και κατά του Ελληνικού Δημοσίου. Η ως άνω έφεση και η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να συνεκδικασθούν σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 παρ.1, 80, 31 ΚΠολΔ κατά την ίδια ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών που εφαρμόσθηκε πρωτοδίκως κατ’ άρθρο 591 παρ.7 ΚΠολΔ από το παρόν αρμόδιο κατ’ άρθρο 19 περ.α’ ΚΠολΔ Δικαστήριο, χωρίς για το παραδεκτό της έφεσης να απαιτείται η κατάθεση παραβόλου από το εκκαλούν Δημόσιο, αφού αυτό απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής κάθε τέλους και παραβόλου για την άσκηση ένδικου μέσου σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 1 του ως άνω Καν. Δ/τος της 26 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1944 «Περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου». Η πιο πάνω έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.1 εδ.α’ ίδιου Κώδικα, καθώς από την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης στο Ελληνικό Δημόσιο στις 19.9.2022 (βλ. την σχετική επισημείωση στο προσκομιζόμενο από το Δημόσιο αντίγραφο της εκκαλούμενης ότι αυτή του επιδόθηκε στις 19.9.2022 από τον δικ. επιμελητή …………), το ως άνω ένδικο μέσο ασκήθηκε στις 19.10.2022 (βλ. την από 19.10.2022 έκθεση κατάθεσης ένδικου μέσου της γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιά, ……….), ήτοι εντός της νόμιμης προθεσμίας των τριάντα ημερών. Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατ’ άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ.  Περαιτέρω, κατά την εκφώνηση της ένδικης εφέσεως από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο, για την τέταρτη εφεσίβλητη εμφανίστηκε η πληρεξούσια δικηγόρος …………., η οποία δήλωσε ότι παρίσταται μόνο για την υποβολή αιτήματος αναβολής, μετά δε την απόρριψη του σχετικού αιτήματος από τον δικαστή του Δικαστηρίου τούτου, δεν εκπροσώπησε την παραπάνω διάδικο στη συζήτηση της υπόθεσης. Κατά το άρθρο 280 παρ. 2 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και κατ’ έφεση κατ’ άρθρο 524 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, θεωρείται ότι δεν εμφανίζεται, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, ο διάδικος, που ζητεί μόνο αναβολή, η οποία δεν έγινε δεκτή από το δικαστήριο. Η διάταξη αυτή αναφέρεται στην περίπτωση υποβολής μόνον αιτήματος αναβολής, κατά το άρθρο 241 ΚΠολΔ και προϋποθέτει τη μη συμμετοχή του διαδίκου στη συζήτηση. Συνέπεια έχει δε την ερημοδικία του διαδίκου αυτού ανεξαρτήτως από το αν είχε ή όχι καταθέσει προτάσεις ως προς την ουσία της υποθέσεως [ΕφΑθ 4422/2003, ΕλλΔνη 2004, σελ. 592, ΕφΑθ 5746/1987 ΝοΒ 36, σελ. 1231, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Πανταζόπουλος), ΚΠολΔ2, άρθρο 524, σελ. 156, παρ.26]. Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση ανεξαρτήτως του ότι η τέταρτη εφεσίβλητη είχε καταθέσει προτάσεις για τη συζήτηση της υπόθεσης σε προηγούμενη δικάσιμο και δη αυτή της 2.11.2023, όταν η ως άνω πληρεξούσια δικηγόρος είχε καταθέσει την από 31.10.2023 δήλωσή της ότι συναινούσε να συζητηθεί η υπόθεση, χωρίς να παραστεί κατά την εκφώνησή της, εκείνη (η τέταρτη εφεσίβλητη) δικάζεται ερήμην. Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 271, 272 παρ. 1 524 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι, αν ο εφεσίβλητος δεν εμφανιστεί ή δεν λάβει μέρος κανονικά στη συζήτηση της έφεσης, προϋπόθεση του παραδεκτού της, είναι η νόμιμη κλήτευσή του ή η επίσπευση της συζήτησης από τον τελευταίο για την ορισθείσα νομίμως δικάσιμο. Έτσι, σε περίπτωση, μη εμφάνισης του εφεσίβλητου στη συζήτηση της έφεσης, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρών, εφόσον, όμως, επισπεύδει ο ίδιος τη συζήτηση ή έχει κληθεί νομίμως από τον παριστάμενο εκκαλούντα, στοιχεία στην έρευνα των οποίων οφείλει να προβεί το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αυτεπαγγέλτως. Στην προκειμένη περίπτωση, από την προσκομιζόμενη από το εκκαλούν υπ’ αρ. ………./7.11.2022 έκθεση επίδοσης της δικ. επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιά με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………  αποδεικνύεται ότι με επιμέλεια του εκκαλούντος ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση εφέσεως με πράξη ορισμού της αρχικής δικασίμου (2.11.2023) και κλήση σε αυτή για συζήτηση, από την οποία νομίμως εκ του πινακίου αναβλήθηκε η υπόθεση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (άρθρα 498 παρ.3 και 226 παρ.4 ΚΠολΔ) επιδόθηκε νόμιμα κι εμπρόθεσμα στην τέταρτη εφεσίβλητη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 129 παρ.1 και 498 παρ.2 ΚΠολΔ. Συνεπώς, αυτή δικάζεται μεν ερήμην, πλην όμως η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν κι αυτή παρούσα κατ’ άρθρο 524 παρ.4 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, ως προς το εάν ο δεσμός που συνδέει την τέταρτη εφεσίβλητη με τους υπόλοιπους εφεσίβλητους είναι αυτός της απλής ή αναγκαίας ομοδικίας, λεκτέα τυγχάνουν τα εξής: Από τις διατάξεις των άρθρων 972 παρ. 1 και 974 έως 979 ΚΠολΔ προκύπτει ότι με την ανακοπή που ασκείται κατά του πίνακα κατάταξης προβάλλονται αιτιάσεις που αφορούν στην ορθότητα του πίνακα κατάταξης, που μπορούν να στηρίζονται είτε στο ουσιαστικό δίκαιο, αναγόμενες στη γένεση ή την ύπαρξη της απαίτησης του καθ’ου η ανακοπή, η οποία έχει αναγγελθεί, είτε στο δικονομικό δίκαιο και αναφέρονται στον προνομιούχο χαρακτήρα και την τάξη της κατάταξης. Έννομο συμφέρον για άσκηση ανακοπής κατά πίνακα κατάταξης, έχει όποιος αμφισβητεί την ύπαρξη της απαίτησης εκείνου, κατά του οποίου στρέφει την ανακοπή του, ή προβάλλει ότι προηγείται του τελευταίου, που κατετάγη στον πίνακα, και επιδιώκει την αποβολή του και την κατάταξη στη θέση του, στρέφεται δε κατά των δανειστών των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη (άρθρ. 972 παρ. 2 εδ.β` ΚΠολΔ). Το δικαστήριο, που δικάζει την ανακοπή, περιορίζεται μέσα στα όρια του αιτήματος αυτής και ερευνά την προσβαλλομένη απαίτηση και την κατάταξη του καθ’ου η ανακοπή, δεδομένου δε ότι η διαδικασία της κατάταξης είναι ενιαία, όχι όμως και αδιαίρετη, η ισχύς και το δεδικασμένο της απόφασης περιορίζεται μεταξύ των διαδίκων και δεν επιδρά στους μη μετασχόντες της δίκης άλλους δανειστές. Εάν ευδοκιμήσει η ανακοπή, στο αποδεσμευόμενο ποσό θα καταταγεί ο ανακόπτων, χωρίς να ωφελείται άλλος δανειστής, που δεν άσκησε ανακοπή. Κατά συνέπεια, όταν ασκείται ανακοπή κατά πλειόνων αναγγελθέντων και καταταγέντων δανειστών, η οποία εν τοις πράγμασι αποτελεί υποκειμενική σώρευση ανακοπών με την μορφή της παθητικής ομοδικίας (αρθρ. 74 περ.1 ΚΠολΔ), έναντι των οποίων προβάλλεται το υπαρκτό και η προνομιακή κατάταξη της απαίτησης του ανακόπτοντος, οι τελευταίοι, ως καθ’ων η ανακοπή και για την ταυτότητα του νομικού λόγου ως εφεσίβλητοι, συνδέονται με τον δεσμό της απλής ομοδικίας ( αρθρ. 74 περ. 2 ΚΠολΔ). Και τούτο για τον λόγο ότι το υπαρκτό της απαίτησης του ανακόπτοντος και ο προνομιακός αυτής χαρακτήρας κατά την κατάταξη συγκρίνεται ως προς ένα έκαστο των καθ’ ων, χωρίς να επηρεάζονται εκ τούτου οι μεταξύ τους σχέσεις αναφορικά με το ποσό της κατάταξης, δοθέντος ότι, όπως προαναφέρθηκε, στο αποδεσμευόμενο ποσό θα καταταγεί μόνο ο ανακόπτων, χωρίς να ωφελούνται οι καθ’ων, ώστε να παρίσταται ανάγκη σύγκρισης μεταξύ των απαιτήσεών τους για τις οποίες αναγγέλθηκαν και κατατάχθηκαν (ΑΠ 963/2022 στην ΤΝΠ Νόμος  που παραπέμπει στις ΑΠ 1083/2013, ΑΠ 1510/2005). Για την ταυτότητα του νομικού λόγου το ίδιο πρέπει να γίνει δεκτό και όταν ο ανακόπτων προβάλλει ως λόγο ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης ότι πρέπει να καταταγεί εξίσου με τους καθ’ ων η ανακοπή στην ίδια σειρά κατάταξης ως εγχειρόγραφος δανειστής. Στην προκειμένη περίπτωση το ανακόπτον και ήδη εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο με τον πρώτο λόγο της ανακοπής του κατά του υπ’ αρ. ……../1.9.2020 πίνακα κατάταξης δανειστών της συμβ/φου Αθηνών …………. που αφορούσε στη διανομή του πλειστηριάσματος ακινήτου ιδιοκτησίας του οφειλέτη ………. ζητούσε να καταταγεί μαζί με τους καθ’ ων η ανακοπή αναγγελθέντες εγχειρόγραφους δανειστές του παραπάνω οφειλέτη, κατά το μέρος που δεν ικανοποιήθηκε ως έχων γενικό προνόμιο δανειστής, ήτοι στο 10% του πλειστηριάσματος, ενώ με τον δεύτερο λόγο παραπονείτο γιατί ο υπάλληλος του πλειστηριασμού δεν περιέλαβε στον πίνακα κατάταξης πρόβλεψη για επικουρική κατανομή των ποσών που αντιστοιχούν στις απαιτήσεις των εγχειρόγραφων δανειστών που έχουν καταταγεί τυχαίως, ώστε στη θέση τους σε περίπτωση μη πλήρωσης της αίρεσης τελεσίδικης επιδίκασης των σχετικών απαιτήσεων να καταταγεί το Δημόσιο στο ποσό των 36.523,53 ευρώ. Σε ό,τι αφορά τον πρώτο λόγο ανακοπής, κατά τα προεκτεθέντα το Ελληνικό Δημόσιο ασκεί ανακοπή κατά πλειόνων αναγγελθέντων και καταταγέντων δανειστών, η οποία εν τοις πράγμασι αποτελεί υποκειμενική σώρευση ανακοπών με την μορφή της παθητικής ομοδικίας (αρθρ. 74 περ.1 ΚΠολΔ), έναντι κάθε μιας από τις καθ’ων και ως προς την καταταγείσα απαίτηση εκάστης εξ αυτών προβάλλεται το υπαρκτό και η σύμμετρη κατάταξη της απαίτησης του ανακόπτοντος, οπότε οι καθ’ ων η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητες, συνδέονται μεταξύ τους με τον δεσμό της απλής ομοδικίας ( αρθρ. 74 περ. 2 ΚΠολΔ), με αποτέλεσμα η απολιπόμενη τέταρτη εφεσίβλητη να μην αντιπροσωπεύεται στη δίκη από τους υπόλοιπες παριστάμενες εφεσίβλητες.

Παρακάτω, σε ό,τι αφορά την από 15.11.2023 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση που άσκησε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η εταιρεία «………..» ως εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις για λογαριασμό της σουηδικής εταιρίας “………..” ειδικής διαδόχου της τρίτης εφεσίβλητης τράπεζας ως προς την απαίτηση για την οποία αναγγέλθηκε στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης ως εγχειρόγραφη δανείστρια η «……………», της πρόσθετης παρέμβασης ασκηθείσας υπέρ της τελευταίας και κατά του εκκαλούντος-ανακόπτοντος Ελληνικού Δημοσίου στην υπό κρίση έφεση, σημειώνεται ότι κατά την εκφώνηση αυτής (της πρόσθετης παρέμβασης) από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο, η μεν υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, το δε καθ’ ου η πρόσθετη παρέμβαση Δημόσιο εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την δικαστική πληρεξουσία Ν.Σ.Κ. …….., χωρίς όμως αυτή να καταθέσει προτάσεις, με αποτέλεσμα να θεωρείται απόν. Από τις προσκομιζόμενες από την προσθέτως παρεμβαίνουσα αφενός υπ’ αρ. ……/26.1.2024 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ……. προς την υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση, αφετέρου υπ’ αρ. ……/26.1.2024, ………./26.1.2024, ………/26.1.2024 εκθέσεις επιδόσεως του ίδιου δικ. επιμελητή προς το καθ’ ου η πρόσθετη παρέμβαση Δημόσιο εκπροσωπούμενο αντίστοιχα από τον Προϊσταμένο της Δ.Ο.Υ. Ε’ Πειραιά και ήδη ΚΕΒΕΙΣ, από τον Υπουργό Οικονομικών εκπροσωπούμενο από τον Διοικητή της ΑΑΔΕ και από τον Διοικητή της ΑΑΔΕ αποδεικνύεται ότι ακριβές αντίγραφο της παραπάνω πρόσθετης παρέμβασης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτηση επιδόθηκε στην υπέρ ης και στο καθ’ ου η πρόσθετη παρέμβαση νόμιμα κι εμπρόθεσμα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 126 παρ.1γ και δ, 124 παρ.2, 129, 81 παρ.1, 591 παρ.1 και 7 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 274 παρ.2 που εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη κατά το άρθρο 524 παρ.1 ίδιου Κώδικα «Αν εκείνος που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση λάβει μέρος κανονικά στη δίκη, τότε: α) αν δεν λάβουν μέρος κανονικά στη δίκη και οι δύο αρχικοί διάδικοι ή ο αντίδικος εκείνου υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση, το δικαστήριο συζητεί την υπόθεση ερήμην του αντιδίκου εκείνου υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση, και εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 271 και 272…». Με τη σχετική διάταξη ως μη συμμετοχή των διαδίκων στη δίκη νοείται υπό τις ιδιότητες αυτών με τις οποίες συμμετέχουν στην κύρια δίκη. Δηλαδή αν κατά την εκφώνηση της πρόσθετης παρέμβασης, οι κύριοι διάδικοι δεν δηλώσουν παράσταση ως υπέρ ου η παρέμβαση και ως καθ’ ου η παρέμβαση αλλά συμμετάσχουν κανονικά στην κύρια δίκη, απλώς δεν απαντούν στο βάσιμο ή μη της πρόσθετης παρέμβασης, αλλά κατά τα λοιπά η αγωγή ή η ανακοπή ή εν προκειμένω η έφεση συζητείται αντιμωλία αυτών, χωρίς να γεννώνται σε βάρος τους δυσμενείς έννομες συνέπειες από τη μη παράστασή τους ως υπέρ ου και καθ’ ου η πρόσθετη παρέμβαση. Ακόμη,  σύμφωνα με διάταξη του άρθρου 80 του ΚΠολΔ τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί, είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 80 του ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υπόθεσης (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1329/2017, δημ. σε Τρ. Νομ. Πληρ. «Νόμος») Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 83 του ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 του ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1485/2006 στην ΤΝΠ Νόμος). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 του ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 του ΚΠολΔ (ΕφΑνΚρ 223/2024 στην ΤΝΠ Νόμος). Αντιθέτως δε, το δεδικασμένο δεν ισχύει για εκείνους που έγιναν ειδικοί διάδοχοι των διαδίκων πριν την έναρξη της δίκης και εξακολουθούν να είναι δικαιούχοι και κατά τη διάρκειά της (ΑΠ 470/2016, ΑΠ 2009/2013, στις οποίες παραπέμπει η ΑΠ 575/2019 στην ΤΝΠ Νόμος), οπότε αυτοί δεν νομιμοποιούνται να ασκήσουν πρόσθετη παρέμβαση σε δίκη που αφορά σε απαίτησή τους, πλην όμως διεξάγεται από τον δικαιοπάροχό τους που είχε πάψει πριν την έναρξη της δίκης να είναι φορέας της απαίτησης. Επίσης, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 περ. γ΄ του ν. 4354/2015 «Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων….», «Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις». Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, «οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (ΦΕΚ Α΄ 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης». Στην προκειμένη περίπτωση, η ως άνω προσθέτως παρεμβαίνουσα εταιρεία υπέρ της τρίτης εφεσίβλητης- τρίτης καθ’ης η ανακοπή ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….» που στρέφεται κατά του εκκαλούντος-ανακόπτοντος Ελληνικού Δημοσίου το οποίο αιτείται τη μεταρρύθμιση του υπ’ αρ. ……../1.9.2020 πίνακα κατάταξης δανειστών της συμβ/φου Αθήνας ……… διαλαμβάνει ότι νομιμοποιείται στην άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης ως εταιρεία διαχείρισης καθώς η αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία “………………” δυνάμει της από 21.12.2018 ιδιωτικής σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, νομίμως καταχωρισθείσας στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αρ. καταχώρισης ……./21-12-2018 απέκτησε την αναγγελθείσα στον ένδικο πλειστηριασμό απαίτηση της «………..», ακολούθως δε τη διαχείριση της ένδικης απαιτήσεως ανέλαβε η προσθέτως παρεμβαίνουσα δυνάμει της από 29.11.2018 μεταβατικής σύμβασης διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, σε συνέχεια της οποίας συνήφθη η από 21.12.2018 ιδιωτική σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων κατά το ν. 4354/2015. Εξάλλου, κατά του ως άνω υπ’ αρ. ………./1.9.2020 πίνακα κατάταξης δανειστών της συμβ/φου Αθήνας ……….., το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε την ένδικη από 23.9.2020 ανακοπή του την οποία κατέθεσε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά στις 24.9.2020 με Γ.Α.Κ. …/2020 και Ε.Α.Κ. …/2020, δηλαδή είχε προηγηθεί η μεταβίβαση της αναγγελθείσας στον υπάλληλο του πλειστηριασμού απαίτησης της «……….» στην αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία “………….” δυνάμει της από 21.12.2018 ιδιωτικής σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, νομίμως καταχωρισθείσας στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αρ. καταχώρισης ……./21-12-2018, της οποίας τη διαχείριση ανέλαβε ομοίως στις 21.12.2018 η προσθέτως παρεμβαίνουσα. Επομένως, η απόφαση που θα εκδοθεί στο πλαίσιο άσκησης της ως άνω ανακοπής μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της «……..» δεν καταλαμβάνει την ήδη φερόμενη ως δικαιούχο της απαίτησης πριν την άσκηση της ανακοπής αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία “…………” και ως εκ τούτου δεν νομιμοποιείται η διαχειρίστρια της απαίτησης «………….» να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της «………..», η οποία (αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση) πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, κατά τα προαναφερθέντα. Δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται υπέρ του καθ’ ου η πρόσθετη παρέμβαση Ελληνικού Δημοσίου, καθώς αυτό δεν κατέθεσε προτάσεις κατά της πρόσθετης παρέμβασης και δεν υπέβαλε έτσι αίτημα για επιδίκαση δικαστικών εξόδων σε βάρος της προσθέτως παρεμβαίνουσας. Εξάλλου, σε ό,τι αφορά την τρίτη εφεσίβλητη «…………..», η οποία κατά την εκφώνηση της υπόθεσης δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, από την προσκομιζόμενη από το εκκαλούν υπ’ αρ. ………../7.11.2022 έκθεση επίδοσης της δικ. επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …………. αποδεικνύεται ότι πιστό αντίγραφο της υπό κρίση έφεσης με πράξη ορισμού της αρχικής δικασίμου της 2.11.2023 και κλήση σε αυτή για συζήτηση από την οποία νομίμως εκ του πινακίου αναβλήθηκε η υπόθεση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (άρθρα 498 παρ.3 και 226 παρ.4 ΚΠολΔ) επιδόθηκε νόμιμα κι εμπρόθεσμα στην ως άνω εφεσίβλητη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 129 παρ.1 και 498 παρ.2 ΚΠολΔ, οπότε η έφεση θα συζητηθεί και ως προς αυτήν σαν να ήταν παρούσα κατ’ άρθρο 524 παρ.4 ΚΠολΔ.

Περαιτέρω, με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης το εκκαλούν παραπονείται γιατί μη νόμιμα απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη ο πρώτος λόγος της από 23.9.2020 ανακοπής του με την οποία ζητούσε την κατάταξή του και στο 10% του διανεμητέου πλειστηριάσματος στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης που προορίζεται για τους εγχειρόγραφους δανειστές. Ειδικότερα, με τον παραπάνω πρώτο λόγο ανακοπής του το Ελληνικό Δημόσιο εξέθετε ότι με την υπ’ αρ. ……../28.11.2018 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού της συμβολαιογράφου Αθηνών ………., εκπλειστηριάσθηκε αναγκαστικά το σε αυτή περιγραφόμενο ακίνητο ιδιοκτησίας του οφειλέτη ………., το οποίο κατακυρώθηκε στην επισπεύδουσα δανείστρια τράπεζα, πρώτη των καθ’ ων, αντί συνολικού πλειστηριάσματος 370.000 ευρώ. Ότι στο πλειστηρίασμα αυτό αναγγέλθηκε, μεταξύ άλλων, το ανακόπτον α) με την υπ’ αρ. πρ. …./1.2.2017 αναγγελία για ποσό 225.723,08 ευρώ, β) με την υπ’ αρ. πρ. …./21.3.2017 αναγγελία για ποσό 227.943,60 ευρώ, γ) με την υπ’ αρ. πρ. …./3.12.2018 αναγγελία για ποσό 292.343,63 ευρώ. Ότι από το ως άνω επιτευχθέν πλειστηρίασμα, η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος προαφαίρεσε ως έξοδα εκτέλεσης το συνολικό ποσό των 4.764,70 ευρώ, απέμεινε δε προς διανομή το ποσό των 365.235,30 ευρώ, το οποίο δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση των απαιτήσεων της επισπεύδουσας και των αναγγελθέντων δανειστών. Ότι για τον λόγο αυτό η υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 61 ΚΕΔΕ, 31 του ν. 1454/1985 και των άρθρων 975, 976, 977 και 1007 ΚΠολΔ, ως οι τελευταίες αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ.2 του ν. 4335/2015 και το πλειστηρίασμα διαιρέθηκε σε ποσοστό 25% για τις απαιτήσεις του άρθρου 975, σε ποσοστό 65% για τις απαιτήσεις του άρθρου 976 και σε ποσοστό 10% για τις μη προνομιούχες απαιτήσεις, κατετάγησαν δε οι εξής: Α) Στο 25% του πλειστηριάσματος, ήτοι στο ποσό των 91.308,83 ευρώ, η Δ.Ο.Υ. Ε’ Πειραιά προνομιακά και οριστικά στο ποσό των 17.621,78  ευρώ, το περιφερειακό ΚΕΑΟ Πειραιά προνομιακά και οριστικά στο ποσό των 64.551,59 ευρώ, το περιφερειακό ΚΕΑΟ Πειραιά προνομιακά και οριστικά στο ποσό των 8.520,63 ευρώ, το περιφερειακό ΚΕΑΟ Πειραιά προνομιακά και οριστικά στο ποσό των 614,83 ευρώ, Β) στο 65% του πλειστηριάσματος, ήτοι στο ποσό των 237.402,94 ευρώ η πρώτη των καθ’ ων ως ενυπόθηκη δανείστρια, προνομιακά και οριστικά και Γ) στο 10% του πλειστηριάσματος, ήτοι στο ποσό των 36.523,53 ευρώ οι πρώτη, δεύτερη, τρίτη και τέταρτη των καθ’ ων. Περαιτέρω, το ανακόπτον ισχυρίσθηκε ότι σε περίπτωση που ήθελε αποδειχθεί η ύπαρξη και το ύψος των εγχειρόγραφων απαιτήσεων των καθ’ ων, ο προσβαλλόμενος πίνακας θα πρέπει να μεταρρυθμιστεί ώστε, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 977 παρ.3 ΚΠολΔ, να συνυπολογιστεί κατά τη σύμμετρη κατάταξη στο ποσοστό 10% του διανεμητέου πλειστηριάσματος, το μέρος των αναγγελθεισών απαιτήσεων του Ελληνικού Δημοσίου που δεν ικανοποιήθηκε πλήρως από το 25% του διανεμητέου πλειστηριάσματος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε ως μη νόμιμο τον παραπάνω λόγο ανακοπής, διότι, κατά την άποψη του Δικαστηρίου, με μη προνομιούχες απαιτήσεις, οι οποίες θα πρέπει να καταταγούν στο 10% του πλειστηριάσματος, δεν εξομοιώνεται και το μέρος των προνομιούχων απαιτήσεων, οι οποίες συνυπολογίστηκαν μεν κατά την προνομιακή κατάταξη στα υπόλοιπα ποσοστά του πλειστηριάσματος, αντιμετωπίστηκαν δηλαδή ως προνομιακές, πλην όμως δεν ικανοποιήθηκαν πλήρως καθ’ όλη την έκταση του προνομίου τους, λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος. Ότι όπως αποδείχθηκε, οι απαιτήσεις του ανακόπτοντος συνυπολογίστηκαν προνομιακά στο 25% του πλειστηριάσματος, το δε μέρος των απαιτήσεων ύψους 64.551,59 ευρώ που δεν ικανοποιήθηκε από τον συνυπολογισμό τους κατά την κατάταξη του 25% του πλειστηριάσματος δεν δύναται να θεωρηθεί ως μη προνομιούχος απαίτηση και να συνυπολογιστεί κατά τη σύμμετρη κατάταξη του 10% του πλειστηριάσματος, διότι η εκδοχή αυτή θα καταργούσε στην πράξη τον προβλεπόμενο από την τροποποιηθείσα διάταξη του άρθρου 977 παρ.3 εδ.α’ ΚΠολΔ περιορισμό της κατάταξης των εξοπλισμένων με γενικό προνόμιο απαιτήσεων στο ως άνω ποσοστό (25%) και θα οδηγούσε στην καταστρατήγηση της βούλησης του νομοθέτη, ο οποίος θέλησε (για πρώτη φορά) να αναλώνεται το ποσοστό του 10% για την ικανοποίηση των μη προνομιούχων πιστωτών. Ότι την ανωτέρω θέση του Δικαστηρίου ενισχύει το γεγονός ότι το εδάφιο γ’ της παρ. 3 της ίδιας διάταξης ρητά προβλέπει την εκ νέου κατάταξη των προνομιούχων δανειστών των άρθρων 975 και 976 ΚΠολΔ στο πλειστηρίασμα που αντιστοιχεί στο 10% στην περίπτωση που αυτό «περισσεύει» μετά την κατάταξη των εγχειρόγραφων δανειστών. Εξάλλου, στη μείζονα σκέψη του το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ότι η διάταξη της παρ.3 του άρθρου 977 ΚΠολΔ ως τροποποιήθηκε, κατά τη γραμματική της διατύπωση, κάνει λόγο για κατάταξη στο 10% του πλειστηριάσματος των μη προνομιούχων απαιτήσεων, ως τέτοιες, όμως, πρέπει να θεωρούνται όχι μόνο αυτές που δεν είναι εξοπλισμένες με προνόμιο, αλλά και αυτές που είναι μεν εξοπλισμένες με προνόμιο, πλην όμως, δεν κατέστη δυνατό να καταταγούν καθόλου στα ποσοστά που προβλέπονται για τις προνομιούχες απαιτήσεις, κάνοντας «χρήση» του προνομίου τους, διότι προηγήθηκαν στην κατάταξη αυτή άλλοι προνομιούχοι πιστωτές, στους οποίους αναλώθηκε το ποσοστό κάθε κατηγορίας, καθόσον οι μη καταταγέντες με βάση το προνόμιό τους πιστωτές ταυτίζονται κατ’ αποτέλεσμα με τους μη προνομιούχους. Με τον σχετικό λόγο της έφεσής του το εκκαλούν υποστηρίζει ότι πράγματι η κατάταξη των μη προνομιούχων-εγχειρόγραφων δανειστών στο 10% του πλειστηριάσματος, όταν συντρέχουν με δανειστές με προνόμια των άρθρων 976 και 975 ΚΠολΔ, προβλέφθηκε, προκειμένου οι δανειστές αυτοί να ενθαρρυνθούν να συμμετάσχουν στη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης και ενδεχομένως να ικανοποιηθούν. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι στην εν λόγω κατηγορία των μη προνομιούχων δανειστών δεν εμπίπτουν και οι προνομιούχοι δανειστές κατά το μέτρο εκείνο που η προνομιακή απαίτησή τους δεν μπόρεσε να ικανοποιηθεί στα πλαίσια των άρθρων 976 και 975 ΚΠολΔ. Τούτο, διότι και οι προνομιούχες αλλά μη ικανοποιηθείσες απαιτήσεις αποτελούν εν τέλει και εν τοις πράγμασι, εκ της μη ικανοποιήσεώς τους, μη προνομιούχες- εγχειρόγραφες απαιτήσεις. Ότι η αποδοχή της αντίθετης εκδοχής, ακόμα και για ένα μικρό αλλά όχι αμελητέο ποσοστό, θέτει σε αμφιβολία τη σκοπιμότητα της λειτουργίας του δικαίου της εξασφάλισης των απαιτήσεων δια υποθηκών και ενεχύρων, αλλά και των λόγων δημοσίου συμφέροντος, που επέβαλαν τη θεσμοθέτηση των γενικών προνομίων (του Δημοσίου, των φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης κλπ), γεγονός μη ανεκτό από την έννομη τάξη, καθώς δεν είναι δυνατό να ικανοποιείται ενδεχομένως και πλήρως μια εγχειρόγραφη απαίτηση εις βάρος απαιτήσεων που απολαμβάνουν είτε ειδικών είτε γενικών προνομίων. Άλλωστε, ο τυχόν πλήρης αποκλεισμός των δανειστών αυτών από την κατάταξη θα τους καθιστούσε στη σειρά κατάταξης υποδεέστερους από ανέγγυο δανειστή, που δεν έχει δηλαδή ούτε γενικό ούτε ειδικό προνόμιο. Ότι συνεπώς, εν προκειμένω, η διανομή του ποσοστού του 10% του πλειστηριάσματος, που έλαβε χώρα και η οποία οδήγησε στη μερική ικανοποίηση των καθ’ ων εγχειρόγραφων δανειστών σε βάρος των προνομιούχων αλλά μη ικανοποιηθεισών απαιτήσεων του Ελληνικού Δημοσίου είναι μη νόμιμη, η δε εκκαλουμένη εάν είχε ερμηνεύσει και εφαρμόσει ορθά το νόμο, θα είχε καταλήξει ότι με βάση το γενικό πνεύμα του δικαίου της κατάταξης και της θέσπισης από το νομοθέτη σειράς προνομίων, η κατάταξη των καταρχήν προνομιούχων δανειστών στο μερίδιο εκείνο του πλειστηριάσματος που προορίζεται για τους εγχειρόγραφους είναι επιβεβλημένη, διότι, σε περίπτωση ανεπάρκειας του τμήματος εκείνου του πλειστηριάσματος που νομοθετικά επιφυλάσσεται για τους προνομιούχους δανειστές, οι τελευταίοι εξομοιώνονται κατ’ αποτέλεσμα με τους εγχειρόγραφους.    Ζητεί, λοιπόν, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη και αφού συμπεριληφθεί το Δημόσιο στην κατηγορία των εγχειρόγραφων δανειστών, να συνυπολογιστεί κατά τη σύμμετρη κατάταξη στο ποσοστό του 10% του πλειστηριάσματος που προέκυψε από τον πλειστηριασμό της περιουσίας του ως άνω οφειλέτη και εντεύθεν να καταταχθεί οριστικά και σύμμετρα στο ποσό των 64.476,64 ευρώ.  Κατά την κρίση αυτού του Δικαστηρίου, ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατ’ αποτέλεσμα απέρριψε ως μη νόμιμο τον παραπάνω λόγο ανακοπής. Σύμφωνα με το άρθρο 977 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου όγδοου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, και ίσχυε πριν την τροποποίηση με το άρθρο 71 του ν. 4842/ 2021, «αν εκτός από τις απαιτήσεις του άρθρου 975 υπάρχουν και απαιτήσεις του άρθρου 976, καθώς και μη προνομιούχες απαιτήσεις, τότε οι απαιτήσεις του άρθρου 976 ικανοποιούνται έως το εξήντα πέντε τοις εκατό (65%), οι απαιτήσεις του άρθρου 975 έως το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) και οι μη προνομιούχες απαιτήσεις έως το δέκα τοις εκατό (10%) του ποσού του πλειστηριάσματος, που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές συμμέτρως. Από τα υπόλοιπα που απομένουν από την ικανοποίηση των εγχειρόγραφων δανειστών ικανοποιούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 976 και του άρθρου 975 κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο 2 της παραγράφου […]». Σημαντική τομή στο σύστημα του ΚΠολΔ, αναφορικά με τη διανομή του πλειστηριάσματος, αποτελεί η κατάταξη των μη προνομιούχων απαιτήσεων σε ποσοστό 10%, όταν αυτές συντρέχουν με απαιτήσεις εξοπλισμένες με γενικά και ειδικά προνόμια. Σκοπός του νομοθέτη με την ανωτέρω ρύθμιση του άρθρου 977 παρ. 3 ΚΠολΔ ήταν να ενθαρρύνονται και οι μη προνομιούχοι δανειστές να επιχειρήσουν αναγκαστική εκτέλεση, ώστε ακόμα και αν υπάρχουν προνομιούχοι δανειστές, να λάβουν και αυτοί ποσοστό, έστω μικρό, του πλειστηριάσματος (βλ. αιτιολογική έκθεση ν. 4335/2015, σελ. 23, άρθρο 977). Αναφορικά με την ερμηνεία και εφαρμογή της ως άνω διάταξης αναπτύχθηκαν στη νομολογία τρεις θέσεις και συγκεκριμένα Α) Κατά μία άποψη γίνεται δεκτό, ότι από το 10% του πλειστηριάσματος ικανοποιούνται όχι μόνον οι μη προνομιούχοι πιστωτές, όπως προβλέπει η γραμματική διατύπωση της ανωτέρω διάταξης, αλλά και αυτοί των οποίων οι απαιτήσεις είναι μεν εξοπλισμένες με προνόμιο, δεν ικανοποιήθηκαν όμως με βάση αυτό, διότι προηγούνταν άλλοι προνομιούχοι στους οποίους αναλώθηκε το ποσοστό κάθε κατηγορίας  και αυτό διότι εκείνοι οι μη ικανοποιηθέντες δανειστές ταυτίζονται κατ’ αποτέλεσμα με τους μη προνομιούχους (βλ. ΜΕφΘεσ 2719/2018 στη sakkoulas online, Ευδ. Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη, Ζητήματα από το δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, Αρμ 2016.12 -13 και Ν. Νίκα, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, τ.2 2018, σελ. 595). Η παραπάνω άποψη υποστηρίζεται τόσο υπό την εκδοχή ότι ως μη προνομιούχες απαιτήσεις για την κατάταξη στο 10% του πλειστηριάσματος θεωρούνται, όχι μόνο αυτές που δεν είναι εξοπλισμένες με προνόμιο, αλλά και αυτές που είναι μεν εξοπλισμένες με προνόμιο, πλην όμως, δεν κατέστη δυνατό να καταταγούν καθ’ ολοκληρίαν  στα ποσοστά που προβλέπονται για τις προνομιούχες απαιτήσεις, κάνοντας «χρήση» του προνομίου τους, με τη σκέψη ότι πλήρης αποκλεισμός από την κατάταξη προνομιούχου δανειστή θα τον καθιστούσε στη σειρά κατάταξης υποδεέστερο από ανέγγυο δανειστή, που δεν έχει δηλαδή ούτε γενικό ούτε ειδικό προνόμιο, αποτέλεσμα αντίθετο με τον σκοπό του νόμου, αλλά και τη φιλοσοφία του νέου συστήματος κατάταξης του ΚΠολΔ, όπου προηγούνται όσοι έχουν ειδικό προνόμιο, οι οποίοι κατατάσσονται σε ποσοστό 65% του πλειστηριάσματος, έπονται οι έχοντες γενικό προνόμιο, οι οποίοι κατατάσσονται σε ποσοστό 25% του πλειστηριάσματος και στο υπόλοιπο ποσοστό του 10% του πλειστηριάσματος κατατάσσονται οι μη προνομιούχες απαιτήσεις (βλ. Δ. Μηχιώτη, Σύγκρουση προνομίων και κατάταξη δανειστών κατά τη διανομή του πλειστηριάσματος – Σκέψεις επί των διατάξεων των άρθρων 977 και 977Α ΚΠολΔ δημ. στη sakkoulas online) όσο και υπό την εκδοχή ότι με τέτοιες μη προνομιούχες απαιτήσεις, οι οποίες θα πρέπει να καταταγούν στο 10% του πλειστηριάσματος, εξομοιώνεται και το μέρος των προνομιούχων απαιτήσεων, οι οποίες συνυπολογίστηκαν μεν κατά την προνομιακή κατάταξη στα υπόλοιπα ποσοστά του πλειστηριάσματος, αντιμετωπίστηκαν, δηλαδή, ως προνομιακές, πλην όμως δεν ικανοποιήθηκαν πλήρως, καθ’ όλη την έκταση του προνομίου τους, λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος (βλ ΜΕφΘεσ 2719/2018 ο.π.). Β) Κατά άλλη άποψη γίνεται δεκτό ότι στο 10% του πλειστηριάσματος κατατάσσονται οι προνομιούχες απαιτήσεις μόνον, όμως, εφόσον, δεν κατέστη δυνατή η, έστω μερική, κατάταξή τους με βάση το προνόμιό τους σε άλλο ποσοστό του πλειστηριάσματος. και Γ) Κατά δε τρίτη άποψη, στο 10% του πλειστηριάσματος κατατάσσονται μόνον οι μη προνομιούχες απαιτήσεις. Το παρόν Δικαστήριο τάσσεται υπέρ της τρίτης άποψης, καθόσον οι άλλες δύο έρχονται σε αντίθεση με τη γραμματική διατύπωση της διάταξης, η οποία αφορά στις μη προνομιούχες απαιτήσεις. Πρόσθετο επιχείρημα δε, αντλείται και από το εδ. γ΄ του άρθρου 975 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπου και ρητά προβλέπεται η εκ νέου κατάταξη των προνομιούχων δανειστών των άρθρων 975 και 976 ΚΠολΔ στο πλειστηρίασμα που αντιστοιχεί στο 10%, στην περίπτωση που προκύπτει υπόλοιπο μετά την κατάταξη των εγχειρόγραφων δανειστών. Είναι σαφές ότι δεν θα υπήρχε λόγος να γίνεται η ως άνω μνεία στο νόμο, σε περίπτωση που άνευ ετέρου αντιμετωπίζονταν ως εγχειρόγραφοι οι ενέγγυοι πιστωτές αν δεν ικανοποιούνταν προνομιακά (εν όλω ή εν μέρει). Αν ο νομοθέτης ήθελε να αποτελεί κανόνα η διπλή κατάταξη των προνομιούχων απαιτήσεων θα το προέβλεπε ρητά, όπως άλλωστε έκανε στο άρθρο 160 του Πτωχευτικού Κώδικα, ειδικά και κατ’ εξαίρεση από το άρθρο 977 του ΚΠολΔ, το οποίο ισχύει κατά τα λοιπά και στην πτωχευτική διαδικασία (άρθρο 156 ΠτΚ). Πέραν όμως από το γράμμα της διάταξης, η παραπάνω ερμηνεία απολήγει στην καταστρατήγηση της βούλησης του νομοθέτη, ο οποίος θέλησε, για πρώτη φορά, να αναλώνεται το ποσοστό του 10% του πλειστηριάσματος για την ικανοποίηση των μη προνομιούχων πιστωτών. Η τελολογία για τη θέσπιση της ως άνω ρύθμισης του άρθρου 977 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως αυτή διατυπώνεται σαφώς στην αιτιολογική έκθεση του ν.4335/2015, κατά τα προδιαλαμβανόμενα, ήταν να ενθαρρύνονται και οι μη προνομιούχοι δανειστές να επιχειρήσουν αναγκαστική εκτέλεση, ώστε ακόμα και αν υπάρχουν προνομιούχοι δανειστές, να λάβουν και αυτοί ποσοστό, έστω μικρό, του πλειστηριάσματος. Η υλοποίηση της νομοθετικής ratio αυτής είναι αμφίβολη στην περίπτωση που αναγνωριζόταν η δυνατότητα κατάταξης των προνομιούχων πιστωτών στο υπόλοιπο 10%, κατά το μέτρο που δεν ικανοποιήθηκε ολικά ή εν μέρει  η απαίτησή τους με βάση το προνόμιό της. Εξάλλου, σύμφωνη με τις ανωτέρω σκέψεις τυγχάνει και η πρόσφατη τροποποίηση της εν λόγω διάταξης του άρθρου 977 παρ.3 ΚΠολΔ, με την προσθήκη τελευταίου εδαφίου (άρθρο 71 του ν. 4842/ 2021), όπου ρητά πλέον ορίζεται, προς άρση ερμηνευτικών αμφισβητήσεων (βλ. αιτιολογική έκθεση νόμου  4842/2021), ότι εάν υπάρχουν και εγχειρόγραφοι δανειστές οι προνομιούχες απαιτήσεις των άρθρων 975 και 976 δεν συμμετέχουν στο δέκα τοις εκατό (10%) ακόμη και εάν δεν ικανοποιήθηκε η απαίτησή τους,  η οποία (νέα διάταξη) εφαρμόζεται, όταν ο πίνακας κατάταξης αφορά σε πλειστηριασμό, που διενεργήθηκε μετά από τις 12-11-2021 (βλ. συνδυασμό διατάξεων  περ. θ΄  παρ.6 του άρθρου 116  Ν.4842/2021, ΦΕΚ Α 190 και άρθρου 176  του ν. 4855/ 2021). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη θεμελιώδη δικονομική αρχή της διαθέσεως, αν κάποιος δανειστής επέλεξε να αναγγείλει την απαίτησή του ως προνομιούχο, θα πρέπει η απαίτηση αυτή να καταταχθεί στον πίνακα κατάταξης ως τέτοια. Ούτε ο υπάλληλος του πλειστηριασμού, ούτε το δικαστήριο κατόπιν άσκησης σχετικής ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης, μπορούν να προβούν  σε μη προνομιακή κατάταξη δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 972 παρ. 1 ΚΠολΔ, ουσιώδες στοιχείο του αναγγελτηρίου, μεταξύ άλλων, είναι το αίτημα κατάταξης και, όταν υπάρχει προνόμιο, σύμφωνα με ορθή άποψη, το αίτημα προνομιακής κατάταξης (βλ. ΑΠ 194/2018, ΑΠ 697/2008 αμφ. δημ. στην επίσημη ιστοσελίδα του ΑΠ, Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, τ. ΙΙα, 2017, σελ. 381,390 και 726-727 με εκεί παραπομπές). Επομένως, με βάση όλα τα παραπάνω, τυχόν ερμηνεία, κατά την οποία οι μη ικανοποιηθείσες, εν όλω ή εν μέρει, αναγγελθείσες ως προνομιούχες απαιτήσεις, εξομοιώνονται κατ’ αποτέλεσμα προς τις εγχειρόγραφες και, συνεπώς, κατατάσσονται  και στο ποσοστό του 10% του πλειστηριάσματος, προσκρούει τόσο στη βούληση του νομοθέτη όσο και στο σαφές γράμμα του νόμου (βλ. Αντ. Βαθρακοκοίλη-Γ,Πλαγάκου ο.π. σελ. 527-529, Π. Κολοτούρο, Συρροή δανειστών και σύγκρουσις δικαιωμάτων εις το πεδίον της αναγκαστικής εκτελέσεως, ΕΠολΔ 2019 σελ.138) (ΜονΕφΠειρ 363/2023 και ΜονΕφΠειρ 579/2024 στην efeteio-peir.gr, MονEφΠειρ 1/2023, ΜονΕφΘεσ 297/ 2021 στην ΤΝΠ Νόμος). Συνακόλουθα, ορθά δεν κατετάγη το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο που φέρει γενικό προνόμιο μαζί με τους εγχειρόγραφους δανειστές στο 10% του πλειστηριάσματος του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης από την υπάλληλο του πλειστηριασμού, ο δε ως άνω τα αντίθετα προβάλλων λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, με αντικατάσταση των αιτιολογιών της εκκαλουμένης με τις αιτιολογίες της παρούσας απόφασης κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ (καθώς η εκκαλουμένη δέχεται ότι όταν δεν έχει ικανοποιηθεί έστω εν μέρει ο προνομιούχος δανειστής από το ποσοστό του πλειστηριάσματος που αντιστοιχεί στο προνόμιό του κατατάσσεται μαζί με τους εγχειρόγραφους, θέση όμως με την οποία δεν συντάσσεται το παρόν Δικαστήριο).

Στη συνέχεια, με τον δεύτερο λόγο έφεσης το εκκαλούν προσάπτει στην εκκαλουμένη, ότι έγινε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή των άρθρων 978 παρ.2 και 1007 ΚΠολΔ σχετικά με την πρόβλεψη επικουρικής κατάταξης στον πίνακα κατάταξης, με αποτέλεσμα να απορριφθεί εσφαλμένα ως μη νόμιμος ο δεύτερος λόγος της ένδικης ανακοπής του. Ειδικότερα, με τον λόγο αυτό ανακοπής, το ανακόπτον εξέθετε ότι σύμφωνα με το άρθρο 1007 παρ.1 εδ.γ ΚΠολΔ, η απαίτηση υπέρ της οποίας έχει εγγραφεί προσημείωση υποθήκης κατατάσσεται τυχαίως. Κατά δε το άρθρο 978 παρ.2 ΚΠολΔ, το οποίο εφαρμόζεται και επί κατασχέσεων ακινήτων, σύμφωνα με το άρθρο 1007 παρ.1 εδ.α’ ΚΠολΔ, όταν απαίτηση κατατάσσεται τυχαίως, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού ορίζει στον πίνακα κατάταξης πώς θα κατανέμεται το ποσό που αναλογεί στην απαίτηση, αν αυτή πάψει να υπάρχει. Ότι με τη διάταξη αυτή επιβάλλεται υποχρέωση στον υπάλληλο του πλειστηριασμού να περιλάβει στον πίνακα κατάταξης πρόβλεψη για την επικουρική κατανομή των ποσών που αντιστοιχούν στις απαιτήσεις που έχουν καταταγεί τυχαίως, για την περίπτωση που ήθελε ματαιωθεί η αίρεση ή ο όρος της κατατάξεως, η δε διάταξη αυτή έχει εφαρμογή τόσο στις υπό αίρεση όσο και στις αμφίβολες ή ενδεχόμενες απαιτήσεις, που έχουν καταταγεί τυχαίως. Ότι η κατά τον τρόπο αυτό κατανομή αποτελεί επικουρική κατάταξη, η δε ικανοποίηση και πληρωμή των απαιτήσεων θα λάβει χώρα, εάν και εφόσον η τυχαία κατάταξη ματαιωθεί συνολικά ή κατά ένα μέρος. Ότι εν προκειμένω, αν και οι απαιτήσεις των καθ’ ων η ανακοπή κατατάχθηκαν τυχαία, υπό τον όρο της τελεσίδικης επιδίκασής τους, η υπάλληλος του πλειστηριασμού παρορώντας την αδιάστικτη διατύπωση του άρθρου 978 παρ.2 ΚΠολΔ, παρέλειψε να ορίσει την κατανομή των ποσών, σε περίπτωση ματαίωσης της ανωτέρω αίρεσης υπό την οποία η κατάταξη των καθ’ ων εξαρτήθηκε, ως είχε υποχρέωση κατά το ως άνω άρθρο. Ότι κατά τούτο ο ανακοπτόμενος πίνακας είναι πλημμελής και θα πρέπει να μεταρρυθμιστεί, ώστε το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο να καταταγεί επικουρικά στα ποσά που κατατάχθηκαν οι καθ’ ων η ανακοπή, για την περίπτωση που ματαιωθούν ή δεν καταστούν βέβαιες οι απαιτήσεις των ανωτέρω και να προβλεφθεί επικουρική κατάταξη του Δημοσίου προνομιακά και οριστικά στο ποσό των 36.523,53 ευρώ, ήτοι στο ποσοστό 10% του πλειστηριάσματος, με την προσθήκη των αναλογούντων τόκων, όσον αφορά το προς διανομή πλειστηρίασμα του οφειλέτη …………., σε περίπτωση που δεν επιδικασθούν τελεσίδικα οι απαιτήσεις των καθ’ ων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο διέλαβε ότι δεδομένης της ανωτέρω γενομένης οριστικής κατάταξης, το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο δεν έχει έννομο συμφέρον να την προσβάλλει, ακόμη και στην περίπτωση που δεν πληρωθεί η αίρεση από όλους τους τυχαία καταταγέντες, καθώς δεν μπορεί να καταταγεί το ίδιο, στο ποσοστό 10% με βάση και όσα αναφέρθηκαν στην αιτιολογία για την απόρριψη του πρώτου λόγου ανακοπής του, αλλά σε κάθε περίπτωση το υπόλοιπο του 10% θα προσαυξήσει σύμμετρα το ποσό της καταταγείσας στο ποσοστό αυτό οριστικά πρώτης καθ’ης, σε περίπτωση μη πλήρωσης της αίρεσης, η απαίτηση της οποίας εξαντλεί άλλωστε το ποσοστό αυτό (λαμβανομένου υπόψη ότι αναγγέλθηκε και για τους τόκους) και ότι κατά συνέπεια ο δεύτερος λόγος ανακοπής είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης το εκκαλούν, αφού επαναλαμβάνει όσα αναφέρει στον δεύτερο λόγο ανακοπής του κατά του πίνακα κατάταξης, κατά τα ανωτέρω, περί υποχρεωτικότητας της πρόβλεψης επικουρικής κατάταξης από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού όταν έχει γίνει τυχαία κατάταξη, υποστηρίζει επιπλέον σχετικά με τα όσα δέχθηκε η εκκαλούμενη απόφαση ότι εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 975 και 979 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η διαδικασία της κατάταξης είναι μεν ενιαία και όχι αδιαίρετη και το δεδικασμένο της απόφασης περιορίζεται μόνο στους διαδίκους της δίκης της ανακοπής, χωρίς να επηρεάζει τη θέση των άλλων δανειστών, άρα το δικαστήριο που δικάζει την ανακοπή περιορίζεται στα όρια του αιτήματός της και δεν έχει εξουσία να προβεί αυτεπαγγέλτως στην αναδιάρθρωση όλου του πίνακα κατάταξης. Ότι επομένως, κατά την αρχή της πρόληψης που προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 979 ΚΠολΔ, εάν ευδοκιμήσει η ανακοπή, στο αποδεσμευόμενο ποσό θα καταταγεί μόνο ο ανακόπτων χωρίς να ωφελείται άλλος δανειστής, ο οποίος δεν άσκησε ανακοπή. Ζητεί, λοιπόν, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, να γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος ανακοπής και να καταταγεί το Δημόσιο προνομιακά, οριστικά και επικουρικά, σε περίπτωση που δεν επιδικαστούν τελεσίδικα οι τυχαία καταταγείσες απαιτήσεις των καθ’ων, στο ποσό των 36.523,53 ευρώ με την προσθήκη των αναλογούντων τόκων.

Αναφορικά με τον αμέσως παραπάνω λόγο έφεσης- δεύτερο λόγο ανακοπής πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Κατά το άρθρο 978 παρ. 2 ΚΠολΔ, όταν απαίτηση κατατάσσεται τυχαίως, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού ορίζει στον πίνακα κατάταξης πως κατανέμεται το ποσό της απαίτησης, με την προσθήκη των αναλογούντων τόκων, αν αυτή παύσει να υφίσταται. Με τη διάταξη αυτή επιβάλλεται υποχρέωση στον υπάλληλο του πλειστηριασμού να περιλάβει στον πίνακα κατάταξης πρόβλεψη για την επικουρική κατανομή των ποσών που αντιστοιχούν στις απαιτήσεις που έχουν καταταγεί τυχαίως, για την περίπτωση δηλαδή που ήθελε ματαιωθεί η αίρεση ή ο όρος της κατάταξης. Ο τρόπος της ματαίωσης και γενικά ο χρόνος και οι όροι της εξόδου από την αβεβαιότητα, εξαρτώνται από τις ιδιαίτερες περιστάσεις και το περιεχόμενο του πίνακα. Με την επέλευση της ματαίωσης, ο επικουρικώς καταταγείς καταλαμβάνει τη θέση των κυρίως και τυχαίως καταταγέντων. Η κατάταξη αυτή μπορεί να είναι ολική ή μερική, ανάλογα με την έκταση της ματαίωσης της τυχαίας κατάταξης, ώστε επί μερικής ματαίωσης ο επικουρικός καταταγείς θα κατατάσσεται μερικά για το αντίστοιχο ποσό της ματαίωσης. Στην περίπτωση δε που ο υπάλληλος του πλειστηριασμού παραλείψει να ορίσει επικουρική κατάταξη, αν και κατέταξε τυχαία κάποιον δανειστή, υφίσταται έννομο συμφέρον για άσκηση ανακοπής από αναγγελθέντα δανειστή, με αίτημα την επικουρική του κατάταξη. Η ανακοπή του, εφόσον δεν αμφισβητεί την κατάταξη του τυχαίως καταταγέντος, οπότε θα στραφεί και κατ’ αυτού, πρέπει να στραφεί κατά του οφειλέτη, στον οποίο θα περιέλθει το υπόλοιπο σε περίπτωση ματαίωσης της ικανοποίησης του τυχαίως καταταγέντος (Βαθρακοκοίλης/Πλαγάκος, Ο πίνακας κατάταξης και η ανακοπή κατ’ αυτού, 2020, σελ. 452-454, Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη Ε., Νομιμοποίηση και έννομο συμφέρον στις ανακοπές κατά του πίνακα επί τυχαίας κατάταξης, ΕΠολΔ 2019, σελ. 297, όπου παραπέμπει η ΜονΕφΑθ 2671/2024 στην ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, το ανακόπτον δεν έστρεψε την ανακοπή του κατά του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης κατά του οφειλέτη ……………., όπως θα έπρεπε, στον οποίο και θα περιέλθει το υπόλοιπο του πλειστηριάσματος σε περίπτωση ματαίωσης της ικανοποίησης των τυχαίως καταταγεισών εγχειρόγραφων δανειστριών τραπεζών στο ποσοστό του 10% αυτού (του πλειστηριάσματος), με αποτέλεσμα η ένδικη ανακοπή να τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε τον σχετικό λόγο ανακοπής, πλην όμως ως μη νόμιμο και όχι ως απαράδεκτο. Όμως, αν και ορθά κατ’ αποτέλεσμα έκρινε, η αιτιολογία της απόρριψης είναι εσφαλμένη. Το σφάλμα αυτό επιδρά στην έκταση του δεδικασμένου, που απορρέει από την απόφαση και επομένως δεν αρκεί η αντικατάσταση της αιτιολογίας με την ορθή (άρθρο 534 του ΚΠολΔ) γιατί η ορθή αιτιολογία οδηγεί σε διαφορετικό κατ΄ αποτέλεσμα, διατακτικό, η θέση δε του εκκαλούντος καθίσταται ευνοϊκότερη και γι’ αυτό το εφετείο έχει την εξουσία να απορρίψει τον ως άνω λόγο ανακοπής ως απαράδεκτο ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης. Επομένως, αφού το δικαστήριο έχει την εξουσία να ελέγξει και αυτεπαγγέλτως (χωρίς την προβολή ειδικού παραπόνου) το παραδεκτό του λόγου ανακοπής, μπορεί να τον απορρίψει ως απαράδεκτο λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης των καθ’ ων η ανακοπή, έστω και αν το εκκαλούν παραπονείται, για την απόρριψή του ως νόμω αβάσιμου (πρβλ. ΕφΘεσ 1218/2017 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΛαρ 123/2013, Δικογραφία 2013/505, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ, έκδοση Ε’ (2003) παρ.855, σελ. 333-334 και παρ. 902 σελ. 344). Συνεπώς, αυτός ο λόγος έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος και από ουσιαστική άποψη. Συνακόλουθα, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το κεφάλαιο αυτό και αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο ως προς το δεύτερο λόγο της ανακοπής (άρθρο 535 παρ.1 του ΚΠολΔ), πρέπει αυτός να απορριφθεί ως απαράδεκτος λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης των καθ’ων (πρβλ. ΜονΕφΛαρ 187/2022 στην ΤΝΠ Νόμος, βλ. Σ. Τσαντίνη σε Κυριάκου Οικονόμου Η έφεση, Νομική Βιβλιοθήκη, έκδοση 2017, σελ. 380, παρ.26). Περαιτέρω, παράβολο ερημοδικίας για τις ερημοδικασθείσες τρίτη και τέταρτη εφεσίβλητες δεν ορίζεται, καθώς στις δίκες τις σχετικές με την εκτέλεση δεν επιτρέπεται ανακοπή ερημοδικίας ούτε στις δίκες ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου κατ’ άρθρο 937 παρ.1 στοιχ.β’ ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 591 παρ.7 ίδιου Κώδικα. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των παραστάντων διαδίκων πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ τους και για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 179 και 183 ΚΠολΔ, καθώς η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν κρίνεται ιδιαίτερα δυσχερής.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει α) την από 18.10.2022 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2022 και Ε.Α.Κ. …/2022 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2022 και Ε.Α.Κ. …./2022) έφεση προς εξαφάνιση της 2384/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών) ερήμην της τρίτης και της τέταρτης εφεσίβλητης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων και β) την ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου από 15.11.2023 (με Γ.Α.Κ. …/2023 και Ε.Α.Κ. …/2023) αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση με παρούσα την προσθέτως παρεμβαίνουσα και ερήμην της υπέρ ης και του καθ’ου η πρόσθετη παρέμβαση.

Απορρίπτει την πρόσθετη παρέμβαση.

Δέχεται τυπικά την έφεση.

Απορρίπτει αυτή κατ’ ουσίαν ως προς τον πρώτο λόγο της.

Δέχεται αυτή κατ’ ουσίαν ως προς τον δεύτερο λόγο.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη ως προς τον δεύτερο λόγο της από 23.9.2020 (με Γ.Α.Κ. …/2020 και Ε.Α.Κ. …../2020) ανακοπής.

Κρατεί και δικάζει την ανακοπή ως προς τον παραπάνω λόγο ανακοπής.

Απορρίπτει τον δεύτερο λόγο της ως άνω ανακοπής ως απαράδεκτο.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα των παραστάντων διαδίκων στην κριθείσα έφεση για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας μεταξύ τους.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 28.3.2025.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ