Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 276/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός   276/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον δικαστή, Ηλία Σταυρόπουλο, εφέτη, τον οποίο όρισε η πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς και τη γραμματέα, Ε.Δ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την ……….., για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος: …………., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο, Παναγιώτα Μαυροειδή.

Των εφεσιβλήτων: 1) Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό των Οικονομικών (ΑΦΜ …………), που κατοικεί στην Αθήνα και 2) Το Ταμείου Εθνικού Στόλου, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό των Οικονομικών, τα οποία εκπροσωπήθηκαν από τη δικαστική πληρεξούσια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, Αθηνά Αβράμη.

Τα εφεσίβλητα άσκησαν την με αρ. κατ. ………/2019 αγωγή προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, το οποίο με την με αρ. 2493/2022 απόφαση απέρριψε αυτήν ως προς το πρώτο και έκανε αυτήν δεκτή ως προς το δεύτερο.

Την ως άνω απόφαση προσέβαλε ο εκκαλών με την με αρ. κατ. ………../2022  έφεση προς το δικαστήριο τούτο, η οποία προσδιορίστηκε (εκθ. κατ. Εφετ.Πειρ. ……./2022) να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή.

Οι πληρεξούσιοι νομικοί παραστάτες των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτές.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η  υπό κρίση έφεση εναντίον της με αρ. 2493/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που έκανε δεκτή την αγωγή ως προς το δεύτερο των εφεσιβλήτων, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (ΚΠολΔ 518 παρ. 2) και κατατέθηκε και το σχετικό παράβολο (ηλεκτρ. παράβολο ……………/2022). Είναι, επομένως, τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της. Ως προς το πρώτο εφεσίβλητο (Ελληνικό Δημόσιο), όμως, ως προς το οποίο το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απέρριψε την αγωγή, η υπό κρίση έφεση είναι απαράδεκτη, ελλείψει έννομου συμφέροντος του εκκαλούντος στην άσκηση αυτής, αφού αυτός ήταν ο νικήσας διάδικος και δεν επικαλείται έννομο συμφέρον στην άσκησή της (ΚΠολΔ 516), για αυτό και πρέπει να απορριφθεί.

Με την πρωτοδίκως κριθείσα αγωγή του, το ενάγον εφεσίβλητο ζήτησε να αναγνωριστεί κύριος του στην αγωγή περιγραφέντος κειμένου στη …….. Αίγινας ακινήτου, επιφανείας 875,70 τ.μ., όπως απεικονίζεται στο ενσωματωμένο στο δικόγραφο της αγωγής από Φεβρουαρίου 2016 τοπογραφικό διάγραμμα της Διεύθυνσης Γ4 του Τμήματος ΙΙ του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, με το στοιχείο Ε3, και περικλείεται από τα στοιχεία Α, Β, Γ, Δ, Α, με βάση συντελεσθείσα απαλλοτρίωση για λόγους δημόσιας ανάγκης και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος εκκαλών, που παρακρατεί αυτό χωρίς δικαίωμα, να του το αποδώσει. Ο εκκαλών εναγόμενος αρνήθηκε την αγωγή ισχυριζόμενος ότι το επίδικο τμήμα δεν περιλαμβάνεται στην απαλλοτριωθείσα περιοχή που αναφέρει το ενάγον εφεσίβλητο και ότι του ανήκει κατά κυριότητα, την οποία απέκτησε από αληθινούς κυρίους για νόμιμη αιτία με νομίμως μεταγραμμένα συμβόλαια. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την υπ’ αρ. 2493/2022 οριστική του απόφαση δέχθηκε την αγωγή. Εναντίον αυτής της απόφασης παραπονείται ο εκκαλών με την υπό κρίση έφεσή του για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, προκειμένου να απορριφθεί η εναντίον του ασκηθείσα αγωγή.

Αρχικά, σε σχέση με το αίτημα του εκκαλούντος για αναβολή της συζήτησης της έφεσης, ενόψει του ότι έχει υποβάλει αίτηση εξαγοράς του επιδίκου σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 5024/2023 (άρθρ. 1 και 14 παρ. 1β), αυτό πρέπει να απορριφθεί, γιατί τα ακίνητα του εφεσιβλήτου ναι μεν αποτελούν ακίνητα του δημοσίου που έχουν τεθεί προς εξυπηρέτηση ειδικών σκοπών, όπως απαριθμούνται στο άρθρο 9 του π.δ. της 24.10/2.11.1931, πλην όμως η διαχείριση αυτών γίνεται από τα αρμόδια όργανα του εφεσιβλήτου (Ανώτατη Διοικούσα Επιτροπή, αρθρ. 4 του ως άνω π.δ. σε συνδυασμό με αρθρ. 1 και 2 του α.ν. της 24/25.1.1936) και δεν υπάγεται στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Οικονομικών, προϋπόθεση απαραίτητη για να ενταχθεί το επίδικο ακίνητο στο ρυθμιστικό πεδίο του ν. 5024/2023 και, επομένως, ως προς αυτό δεν δύναται να υποβληθεί αίτηση εξαγοράς σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του ν. 5024/2023 και αυτή που έχει ήδη υποβληθεί από τον εκκαλούντα ελέγχεται παρεμπιπτόντως ως απαράδεκτη.

Σε σχέση με τον ισχυρισμό του εκκαλούντος, που επαναφέρει με σχετικούς λόγους έφεσης, ότι η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας της, επειδή στο δικόγραφο αυτής δεν περιγραφόταν επακριβώς το επίδικο, γιατί δεν προσδιοριζόταν όλη η απαλλοτριωθείσα έκταση και η θέση του επιδίκου σ’ αυτήν, αυτός πρέπει να απορριφθεί, όπως ορθώς απορρίφθηκε και πρωτοδίκως. Και τούτο γιατί από το ενσωματωμένο στο δικόγραφο της αγωγής και συγκοινοποιηθέν με αυτήν από Φεβρουαρίου 2016 τοπογραφικό διάγραμμα, το οποίο έχει συνταχθεί με το σύστημα συντεταγμένων στο Εθνικό Γεωδαιτικό Σύστημα Αναφοράς (ΕΓΣΑ 87), σε κλίμακα 1:1000 και για κάθε στοιχείο Α,Β,Γ,Δ (κορυφές του επίδικου ακινήτου) προσδιορίζονται οι ακριβείς συντεταγμένες του στο ως άνω σύστημα αναφοράς, προκύπτει ο ακριβής προσανατολισμός του επιδίκου, το γεωμετρικό του σχήμα, τα ακριβή μήκη των πλευρών του και η ακριβής γεωφυσική του θέση με γεωγραφικές συντεταγμένες (ΕΓΣΑ 87), επιπλέον δε, στο δικόγραφο της αγωγής αναφέρονται και οι όμοροι γείτονές του σε σχέση με τα σημεία του ορίζοντα, ώστε να μην καταλείπεται καμία αμφιβολία για την ταυτότητά του.

Από τις με αρ. …., …../2019 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της συμβ/φου Αίγινας, …….., που ελήφθησαν κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντίδικης πλευράς (…., …../13.11.2019 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας, ……..), από το σύνολο των εγγράφων, στα οποία περιλαμβάνονται και κτηματολογικά και τοπογραφικά σχεδιαγράμματα, καθώς και αεροφωτογραφίες και φωτογραφίες που δεν αμφισβητείται η γνησιότητά τους, που παραδεκτά επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε για άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο ακίνητο είναι ένα γεωτεμάχιο, εμβαδού 875,70 τ.μ., που βρίσκεται στον οικισμό ……. Αίγινας και απεικονίζεται στο ενσωματωμένο στο δικόγραφο της αγωγής από Φεβρουαρίου 2016 τοπογραφικό διάγραμμα σε κλίμακα 1:1000 της Διεύθυνσης Γ4 του Τμήματος ΙΙ του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, με το στοιχείο Ε3 και περικλείεται από τα στοιχεία Α, Β, Γ, Δ, Α, με συντεταγμένες αυτών στο Εθνικό Γεωδαιτικό Σύστημα Αναφοράς (ΕΓΣΑ 87), Α : (Χ) 452322.00, (Υ) 4170999.84, Β: (Χ) 452329,32, (Υ) 4171014,90, Γ: (Χ) 452367,22, (Υ) 4170990.68 και Δ: (Χ) 452368.10, (Υ) 4170968.47, όπου η πλευρά ΑΒ, μήκους 16,74 μ., είναι το δυτικό όριο του επιδίκου, η πλευρά ΒΓ, μήκους 45,04 μ., το βόρειο όριο, η πλευρά ΓΔ, μήκους 22,23 μ., το ανατολικό όριο και η πλευρά ΔΑ, μήκους 55,82 μ., το νότιο όριο αυτού. Οι δε συντεταγμένες που αναφέρονται στον (Χ) αφορούν τον οριζόντιο άξονα με κατεύθυνση και με αύξουσες μονάδες μέτρησης από δύση προς ανατολή και οι συντεταγμένες που αναφέρονται στον (Υ) αφορούν τον κάθετο άξονα με κατεύθυνση και με αύξουσες μονάδες μέτρησης από νότο προς βορά. Το ως άνω γεωτεμάχιο αποτελεί τμήμα μείζονος εδαφικής έκτασης, συνολικού εμβαδού 337.507 τ.μ., που απαλλοτριώθηκε με το β.δ. της 21.12.1936 (ΦΕΚ Α 555/24.12.1936) από το Ελληνικό Δημόσιο με δαπάνη του εφεσίβλητου για λόγους δημόσιας ανάγκης και συγκεκριμένα για τις ανάγκες του τότε Βασιλικού Ναυτικού, την οργάνωση της τοπικής επάκτιας άμυνας και για την ανέγερση στρατιωτικών κτιρίων, η οποία αποτυπώνεται στο από 13 Οκτωβρίου 1936 κτηματολογικό διάγραμμα με στοιχεία Α,Β,Γ,Δ,Ε,Ζ,Η,Θ,Ι,Κ,Α, που συντάχθηκε από την Ανώτατη Διοίκηση Τοπικής Αμύνης. Ειδικότερα το επίδικο αποτελεί τμήμα του με α.α. ….. γεωτεμαχίου του από 13 Οκτωβρίου 1936 κτηματολογικού πίνακα, που συνοδεύει το ως άνω κτηματολογικό διάγραμμα, συνολικής έκτασης 13.950 τ.μ., βρίσκεται στο ανατολικότερο τμήμα του και συνορεύει βόρεια, δυτικά, νότια με υπόλοιπη απαλλοτριωθείσα έκταση και ανατολικά με ιδιοκτησία σήμερα του εκκαλούντος. Την κυριότητα της ως άνω απαλλοτριωθείσας έκτασης, στην οποία περιέχεται και το επίδικο, όπως προαναφέρθηκε, το εφεσίβλητο απέκτησε, αφού συντελέστηκε η απαλλοτρίωση με την παρακατάθεση στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων της καθορισθείσας με την με αρ. 206/1937 απόφασης του Προέδρου Πρωτοδικών Πειραιά προσωρινής αποζημίωσης, ύψους 1.205.000 δραχμών και τη γνωστοποίηση αυτής της παρακατάθεσης με την με αρ. 1335/1938 απόφαση του Υφυπουργού των Ναυτικών, η οποία δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 121/9.4.1938 τεύχος παράρτημα και η διόρθωση αυτής στο ΦΕΚ 157/10.5.1938 (αρθρ. 3 του ΓΠΝΑ/1911 όπως ερμηνεύθηκε με το ν. 103/1913 – ad hoc 495/1974 ΣτΕ για τη συντέλεση ειδικά της εν λόγω απαλλοτρίωσης) σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 και 3 του ν.δ. 769/1970 σύμφωνα με την οποία τα ακίνητα του δημοσίου που είχαν περιέλθει σ’ αυτό με δαπάνες του Ταμείου Εθνικής Άμυνας και του Ταμείου Εθνικού Στόλου περιήλθαν σ’ αυτά και με την νόμιμη μεταγραφή (21.1.1973) στα βιβλία μεταγραφών του τέως Δήμου Αιγινητών του β.δ κήρυξης απαλλοτρίωσης. Ήδη, όλη η ως άνω απαλλοτριωθείσα έκταση, στην οποία περιλαμβάνεται και το επίδικο γεωτεμάχιο έχει δηλωθεί στο Εθνικό Κτηματολόγιο και έχει ΚΑΕΚ …….. Ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι το επίδικο αποτελεί εδαφικό τμήμα που περιέχεται στην προς ανατολάς κείμενη ιδιοκτησία του, που απέκτησε με τα με αρ. …./2004, …/2005, …./2006 πωλητήρια συμβόλαια του συμβ/φου Αίγινας, ……. και με το με αρ. …./2007 πωλητήριο συμβόλαιο της συμβ/φου Αθηνών …….., κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος, αφού δεν αποδείχθηκε από κανένα αποδεικτικό μέσο. Αντίθετα προέκυψε ότι το επίδικο βρίσκεται εκτός της ιδιοκτησίας του εκκαλούντος. Και τούτο γιατί, όπως προκύπτει από το προσωρινό κτηματολογικό διάγραμμα του Εθνικού Κτηματολογίου, στο οποίο ο εκκαλών έχει δηλώσει την ιδιοκτησία του και έχει λάβει ΚΑΕΚ …………, και στο οποίο απεικονίζεται αυτή με συντεταγμένες ΕΓΣΑ 87, οι συντεταγμένες κορυφών του εν λόγω γεωτεμαχίου βρίσκονται όλες, ως προς τον οριζόντιο άξονα (Χ) [δύσης – ανατολής] ανατολικότερα του επιδίκου, αφού όλες τους έχουν τιμές μεγαλύτερες των κορυφών (Α,Β,Γ,Δ,) του επιδίκου. Συγκεκριμένα οι τιμές που αφορούν την ιδιοκτησία του και αναφέρονται στο ως άνω κτηματολογικό διάγραμμα του Εθνικού Κτηματολογίου είναι οι εξής: (Χ) 1. 452371.08, 2. 452376.40, 3. 452380.42, 4. 452384.34, 5. 452387.30, 6. 452392.07, 7. 452397.57, 8. 452402.44, 9. 452410.06, 10. 452415.77, 11. 452423.08, 12. 452429.11, 13. 452432.92, 14. 452436.95, 15. 452436.76, 16. 452435.34, 17. 452440.88, 18. 452437.53, 19. 452433.24, 20. 452425.37, 21. 452412.58, 22. 452407.86, 23. 452396.06, 24. 452392.38, 25. 452384.49, 26. 452381.40, 27. 452375.36, 28. 452368.23, 29. 452367.57 και 30. 452371.08. Με μία απλή σύγκριση με τις τιμές των σημείων (κορυφών) του επιδίκου στο ίδιο σύστημα συντεταγμένων που αναφέρονται ανωτέρω [(Χ) Α. 452322.00, Β. 452329,32, Γ. 452367.22 και Δ 452368.10] προκύπτει σαφέστατα ότι οι τιμές του επιδίκου είναι μικρότερες από τις τιμές της ιδιοκτησίας του εκκαλούντος και άρα το επίδικο βρίσκεται δυτικότερα της ιδιοκτησίας του ενάγοντος ή αλλιώς αυτή η τελευταία ανατολικότερα του επιδίκου, αφού οι τιμές στο άξονα (Χ) των συντεταγμένων ΕΓΣΑ 87 [δύσης – ανατολής] αυξάνονται προς τα δεξιά ήτοι ανατολικότερα. Μάλιστα οι τιμές στα σημεία Γ (452367.22) και Δ (452368.10), που σχηματίζουν την ανατολική πλευρά (ΓΔ) του επιδίκου προσεγγίζουν πολύ, με τις τιμές των σημείων 29 (452367.57) και 28 (452368.23) της ιδιοκτησίας του εκκαλούντος, που σημαίνει ότι τα δύο γεωτεμάχια, ήτοι το επίδικο στην ανατολική του πλευρά και η ιδιοκτησία του εκκαλούντος στην δυτική της πλευρά είναι όμορα και πάντως σίγουρα δεν αλληλοκαλύπτονται και άρα δεν περιλαμβάνεται το επίδικο στην κτηματογραφημένη και αποτυπωμένη στο ως άνω κτηματολογικό διάγραμμα του Κτηματολογίου ιδιοκτησία του εκκαλούντος. Προς επίρρωση του ως άνω συμπεράσματος αποτελεί και η περιγραφή της ιδιοκτησίας του τελευταίου στους συμβολαιογραφικού τίτλους που επικαλείται, σύμφωνα με την οποία αυτή συνορεύει δυτικά με οχυρό, δηλαδή με την απαλλοτριωθείσα έκταση εντός της οποίας βρίσκεται το επίδικο εδαφικό τμήμα. Αντίθετο συμπέρασμα δεν δύναται να εξαχθεί από τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων του εκκαλούντος, καθόσον αμφότεροι κάνουν λόγο για τα σύνορα της ιδιοκτησίας του εκκαλούντος ότι αυτά ήταν αμετάβλητα από το έτος 2006, όταν έγινε το με αρ. ……/2006 πωλητήριο συμβόλαιο, και το επίδικο τμήμα περιλαμβανόταν σ’ αυτήν, χωρίς όμως από τις ως άνω βεβαιώσεις να αποδεικνύεται ότι το επίδικο τμήμα ήταν εκτός της συντελεσθείσας απαλλοτρίωσης, που είναι το κρίσιμο στοιχείο, και ανήκε στην ιδιοκτησία της πωλήτριας, ………. και μετά το συμβόλαιο στη δική του, και δεν είχε καταληφθεί παράνομα απ’ αυτόν, όπως βάσιμα υποστηρίζει το εφεσίβλητο. Επιπλέον η αναφορά αμφοτέρων των μαρτύρων στους δασικούς χάρτες της περιοχής του έτους 1945 και η τοποθέτηση του επιδίκου εντός της ιδιοκτησίας του εκκαλούντος είναι συμπέρασμα δικό τους, εντελώς αυθαίρετο και μη στηριζόμενο σε επιστημονικά κριτήρια. Επίσης, η εφαρμογή της ιδιοκτησίας του εκκαλούντος στους δασικούς χάρτες του Εθνικού Κτηματολογίου από τον πτυχιούχο τοπογράφο μηχανικό, …………. είναι αυθαίρετη, οι δε συντεταγμένες ΕΓΣΑ 87 που τοποθετείται η ιδιοκτησία στους ως άνω χάρτες είναι εντελώς διαφορετικοί απ’ αυτούς της κτηματογράφησης του Εθνικού Κτηματολογίου, όπως φαίνονται στο κτηματολογικό διάγραμμα της αυτής ιδιοκτησίας με ΚΑΕΚ ………… και αναφέρονται ανωτέρω και δεν εξηγείται αυτό. Και ενώ λοιπόν το επίδικο αποτελούσε ιδιοκτησία του Ελληνικού Δημοσίου, από το έτος 1938, με τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, και από το έτος 1970 (αρθρ. 1 παρ. 1 και 3 του ν.δ. 769/1970), του εφεσιβλήτου, στα τέλη του έτους 2015 διαπιστώθηκε ότι ο εκκαλών κατέλαβε τούτο παράνομα και απέβαλε το εφεσίβλητο από τη νομή. Το τελευταίο άσκησε την ένδικη αγωγή ζητώντας να αναγνωριστεί η κυριότητά του επ’ αυτού και να του αποδοθεί η νομή του. Κατόπιν τούτων, έπρεπε η αγωγή να γίνει δεκτή, να αναγνωριστεί η κυριότητα του εφεσιβλήτου επί του επιδίκου με βάση την ως άνω συντελεσθείσα απαλλοτρίωση και να υποχρεωθεί ο εκκαλών να του αποδώσει τη νομή του. Τα ίδια που δέχθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση, συμπληρωθείσας της αιτιολογίας της με αυτήν αυτής της απόφασης, δεν έσφαλε στην εφαρμογή του νόμου ούτε πλημμελώς εκτίμησε τις αποδείξεις, γι’ αυτό και πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί κατ’ ουσία, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο και να καταδικαστεί ο εκκαλών στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης των εφεσιβλήτων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), μειωμένα όμως, κατ’ άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την έφεση.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο.

Καταδικάζει τον ως άνω εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων για αυτόν τον βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των 300 ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους νομικούς παραστάτες, στον Πειραιά στις  5.5.2025.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ