ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 278/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον δικαστή, Ηλία Σταυρόπουλο, εφέτη, τον οποίο όρισε η πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς και τη γραμματέα, Ε.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ……….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος: ……………… ο οποίος εκπροσωπήθηκε (με δήλωση ΚΠολΔ 242 παρ.2) από την πληρεξούσια δικηγόρο, Βασιλεία Παπαδοπούλου (ΔΕ Παπαδοπούλου Βασιλεία, Καλαϊτζή Αναστασία και Συνεργάτες).
Της εφεσίβλητης : 1) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 2) Εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………», που εδρεύει στο ……… Ιρλανδίας και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και 3) Εταιρείας με την επωνυμία «………..» με διακριτικό τίτλο ………. (ΑΦΜ ………..), η οποία εδρεύει στην Αθήνα, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος, Μαρκέλα Αληγιζάκη (ΔΕ Φράγκου).
Ο εκκαλών άσκησε την με αρ. κατ. ……../2021 ανακοπή και τους με αρ. κατ. ………/2021 πρόσθετους λόγους ανακοπής προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, το οποίο με την με αρ. 538/2022 απόφασή του τους απέρριψε.
Την οριστική αυτή απόφαση προσέβαλε ο ανακόπτων με την με αρ. κατ. …………/2022 έφεση και τους με αρ. κατ. ……../2023 πρόσθετους λόγους έφεσης προς το δικαστήριο τούτο, που ορίστηκαν (η έφεση με την με αρ. …………./2022 έκθ. κατ. Εφετείου Πειραιώς) να συζητηθεί στις 8.12.2022 και μετ’ αναβολή τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή.
Οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτές.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης, ως προς την τρίτη εφεσίβλητη ασκήθηκαν νομοτύπως και εμπροθέσμως (ΚΠολΔ 518 παρ. 2 και 520 παρ. 2) και κατατέθηκε και το σχετικό παράβολο (ηλεκτρ. παράβολο …………../2022). Είναι συνεπώς τυπικά δεκτές και πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω κατ’ ουσίαν. Ως προς τις δύο πρώτες εφεσίβλητες, όμως, ως προς τις οποίες η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής απορρίφθηκαν ως απαράδεκτοι ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης, η έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής πρέπει, αφού συζητηθούν ερήμην τους, παρά του ότι κλήθηκαν νομίμως για να παραστούν και προσκομίζονται οι προτάσεις και τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, να κριθούν απαράδεκτες και να απορριφθούν ενόψει του ότι δεν προβάλλεται κανένας λόγος έφεσης για αυτήν την απόρριψη της ανακοπής και των προσθέτων λόγων ως προς αυτές.
Με την πρωτοδίκως κριθείσα ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους αυτής ο εκκαλών (ανακόπτων) ζήτησε να ακυρωθεί η με αρ. …/22.7.2021 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου της δικ. επιμ. . ……, η οποία επιβλήθηκε επιμελεία της τρίτης εφεσίβλητης (καθ’ ης), με βάση την υπ’ αρ. …../2013 διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απέρριψε την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους. Εναντίον αυτής της απόφασης παραπονείται ο εκκαλών με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους έφεσης για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της προκειμένου να γίνει δεκτή η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής και να ακυρωθεί η πράξη εκτέλεσης.
Ειδικότερα, με τον πρώτο λόγο της ανακοπής, που επαναφέρει με τον πρώτο λόγο της έφεσης, ο εκκαλών ζήτησε την ακύρωση της προσβαλλόμενης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου, επειδή σε αυτήν ορίστηκε ο πλειστηριασμός, κατά παράβαση της διατάξεως του άρθρου 954 παρ. 2 και 993 παρ. 2 του ΚΠολΔ, που ορίζει ότι ο πλειστηριασμός ακινήτου ορίζεται υποχρεωτικά επτά μήνες από την ημέρα περάτωσης της κατάσχεσης έως οκτώ μήνες κατ’ ανώτατο όριο και όρισε ημέρα πλειστηριασμού την 2.3.2022, υπολογίζοντας και το μήνα Αύγουστο, που δεν θα έπρεπε, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 147 παρ. 2 ΚΠολΔ, αφού κατά τον μήνα αυτόν δεν δύναται να γίνει καμία πράξη εκτέλεσης (ΚΠολΔ 940Α). Ο λόγος αυτός ανακοπής είναι μη νόμιμος, γιατί από τις διατάξεις των άρθρων 940Α και 147 παρ. 2 ΚΠολΔ, δεν συνάγεται ότι ο μήνας Αύγουστος δεν υπολογίζεται στην προπαρασκευαστική προθεσμία του άρθρου 954 παρ. 2 και 993 παρ. 2 ΚΠολΔ, όταν ο πλειστηριασμός δεν ορίστηκε να γίνει το μήνα αυτόν. Τα ίδια που δέχθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και ο σχετικός λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος.
Με το δεύτερο λόγο της έφεσης ο εκκαλών επαναφέρει τον πρόσθετο λόγο της ανακοπής, μόνο κατά το μέρος με το οποίο ζήτησε να ακυρωθεί η αναγκαστική κατάσχεση γιατί ο ίδιος είχε υποβάλει μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας της Ειδικής Γραμματείας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους την με αρ. κατ. …../23.12.2021 αίτηση για την έκδοση βεβαίωσης ευάλωτου οφειλέτη του άρθρου 217 του ν. 4738/2020, η οποία βεβαίωση ναι μεν εκδόθηκε την 7.2.2022, δηλαδή μετά τη συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, πλην όμως από τα στοιχεία της υποβληθείσας αίτησης προέκυψε ότι, κατά το χρόνο συζήτησης, πληρούσε τις προϋποθέσεις για να θεωρηθεί ως ευάλωτος οφειλέτης. Ο λόγος αυτός, έτσι όπως μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με το σχετικό λόγο έφεσης, προβλήθηκε αλυσιτελώς, καθόσον μόνο η υπαγωγή του εκκαλούντος στην κατηγορία του ευάλωτου οφειλέτη του άρθρου 217 του ν. 4738/2020 δεν αναστέλλει τη διαδικασία της αναγκαστικής κατάσχεσης του ακινήτου της κύριας κατοικίας του, πολύ περισσότερο δεν καθιστά αυτή άκυρη, αφού για να συμβεί αυτό θα πρέπει να έχει υποβληθεί και άλλο αίτημα από τον ίδιον με την ιδιότητα του ευάλωτου οφειλέτη προς το φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης της μοναδικής κύριας κατοικίας του με τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο νόμο και αυτό να γίνει δεκτό από το φορέα και να καταβληθεί το τίμημα απόκτησης στον υπάλληλο του πλειστηριασμού (αρ. 219 του ν. 4738/2020), τέτοιοι όμως ισχυρισμοί δεν προβλήθηκαν από τον εκκαλούντα με την ανακοπή του και τους πρόσθετους λόγους. Σε κάθε περίπτωση ο εκκαλών δεν προέκυψε από την ως άνω ηλεκτρονική αίτηση που υπέβαλε ότι, κατά το χρόνο συζήτησης, πληρούσε τα κριτήρια για την υπαγωγή του στην κατηγορία του ευάλωτου οφειλέτη, αφού τα δηλωθέντα απ’ αυτόν στοιχεία θα έπρεπε να διασταυρωθούν από την Αρχή και να ελεγχθούν ως προς τη βασιμότητά τους. Ούτε και το προσκομισθέν στο δικαστήριο αυτό έγγραφο που φέρει αρ. πρωτ. ………/7.2.2022, φερόμενο ως βεβαίωση εκδοθείσα από την Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, στην οποία υπάρχει στο κάτω μέρος αυτής η αποτύπωση με μηχανικό μέσο η φράση «Ο Ειδικός Γραμματέας, …………..», αποτελεί γνήσια βεβαίωση ευάλωτου οφειλέτη του άρθρου 217 του ν. 4738/2020, αφού λείπει ο μοναδικός αριθμός ελέγχου της γνησιότητας του εγγράφου, που θα έπρεπε οπωσδήποτε σύμφωνα με το νόμο να έχει (αρθρ. 3 παρ. 2 της ΥΑ 96550/2021 ΦΕΚ τ. Β 3571/4.8.2021). Επομένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ορθώς απέρριψε το σχετικό πρόσθετο λόγο ανακοπής και ο λόγος έφεσης με τον οποίο παραπονείται ο εκκαλών κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος.
Με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής του και τον πρόσθετο λόγο αυτής, κατά το μέρος που δεν περιέλαβε με τον δεύτερο λόγο της έφεσης, που επαναφέρει με τον τρίτο λόγο της έφεσης και με τους πρώτο, δεύτερο και τρίτο πρόσθετους λόγους αυτής, ο εκκαλών ισχυρίστηκε ότι καταχρηστικά η εφεσίβλητη επισπεύδει σε βάρος του αναγκαστική εκτέλεση με την επιβολή της προσβαλλόμενης αναγκαστικής κατάσχεσης του μοναδικού ακινήτου της κύριας κατοικίας του παραλείποντας να τον εντάξει στη διαδικασία του ν. 4224/2013 (Κώδικας Δεοντολογίας – Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων), ενόψει της οικονομικής του αδυναμίας και της αδυναμίας του να εργαστεί λόγω και των σοβαρών προβλημάτων υγείας που αναφέρει (καρδιοπάθεια, χειρουργική αντιμετώπιση αυτής), της διαγνωσθείσας αναπηρίας του (67%), της απονομής σύνταξης γι’ αυτό το λόγο και της ιδιότητας του ευάλωτου οφειλέτη, που γνωστοποίησε στην εφεσίβλητη και του ότι εκείνη τον διαβεβαίωσε ότι ενόψει αυτών θα προβεί σε ρύθμιση των οφειλών του. Ο λόγος αυτός προτάθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου εντελώς αόριστα και γι’ αυτό κρίνεται απαράδεκτος, αφού ο εκκαλών δεν προσδιόρισε με ποιο τρόπο ενημέρωσε την εφεσίβλητη για τα ως άνω γεγονότα που αφορούσαν την κατάσταση της υγείας του και την οικονομική του κατάσταση, ενώ σε σχέση με την ιδιότητα του ευάλωτου οφειλέτη δεν προέκυψε από το ως άνω προσκομισθέν έγγραφο (αρ. πρωτ. ………/7.2.2022, φερόμενο ως βεβαίωση εκδοθείσα από την Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους), αμφιβόλου γνησιότητας ελλείψει μοναδικού αριθμού ελέγχου γνησιότητας, σύμφωνα με τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα, ότι ο εκκαλών είχε αυτή την ιδιότητα και μόνο από την βεβαίωση του άρθρου 217 του ν. 4738/2020 (με μοναδικό αριθμό ελέγχου γνησιότητας) μπορούσε να προκύψει αυτή η ιδιότητα και όχι από άλλα αποδεικτικά μέσα ή την αίτηση στην ηλεκτρονική πλατφόρμα για τη χορήγηση αυτής της βεβαίωσης, στην οποία η διακρίβωση της αλήθειας των δηλούντων με αυτήν δεν είχε λάβει χώρα. Επιπλέον δε, δεν προσδιόρισε στην ανακοπή του ποιος συγκεκριμένος υπάλληλος της εφεσίβλητης τον διαβεβαίωσε σχετικά με την μελλοντική ρύθμιση των χρεών του και ότι αυτός ήταν από τα πρόσωπα εκείνα που εκπροσωπούσαν νόμιμα την εφεσίβλητη, ώστε βάσιμα να του δημιουργήθηκε η πεποίθηση ότι η εφεσίβλητη δεν θα προβεί σε αναγκαστική κατάσχεση της περιουσίας του ή ότι θα τον εντάξει στη Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων, αφού εκ του νόμου υποχρέωσή της για την ένταξή του δεν υφίσταται και μόνη η παράλειψή της δεν άγει σε ακυρότητα της επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης (ΑΠ 321/2023 δημ ΝΟΜΟΣ). Το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε το σχετικό λόγο σιγή, δεν έσφαλε, αφού το δικαστήριο υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη του νόμιμους ισχυρισμούς (πράγματα) που παραδεκτά υποβλήθηκαν ενώπιον του (ΟλΑΠ 2/2001, ΟλΑΠ 12/2001, ΑΠ 1800/2024 δημ ΝΟΜΟΣ), γι’ αυτό και οι σχετικοί λόγοι έφεσης κρίνονται αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Με τον τρίτο λόγο της ανακοπής του, που επαναφέρει με τον τέταρτο πρόσθετο λόγο έφεσης, ο εκκαλών ισχυρίστηκε ότι δεν του συγκοινοποιήθηκαν ολόκληρες οι συμβάσεις πώλησης και διαχείρισης, παρά μόνον αντίγραφα εκ των περιλήψεων που έχουν καταχωριστεί στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, ούτε συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο προς την τρίτη εφεσίβλητη που να της δίνεται η δυνατότητα εκκίνησης και συνέχισης πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης, όπως εν προκειμένω της προσβαλλόμενης αναγκαστικής κατάσχεσης, βάσει της από 23.12.2020 σύμβασης διαχείρισης. Ο λόγος αυτός ήταν μη νόμιμος, γιατί τα έγγραφα που νομιμοποιούσαν την τρίτη εφεσίβλητη εταιρία που ανέλαβε τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων, είναι η καταχώριση σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία των συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, σύμφωνα με το αρ. 3 του ν. 2844/2000, ήτοι η δημοσίευση του εντύπου που καθορίστηκε με την υπ’ αριθμ. 161/337/2003 (ήδη ΥΑ 207/2020) απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης στο Ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, με το σχετικό απόσπασμα των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων, απ’ όπου φαίνεται η καταχώριση της μεταβίβασης της απαίτησης του καθ’ ου η εκτέλεση και ανάθεση της διαχείρισης. Η κοινοποίηση των εγγράφων αυτών ήταν αρκετή και ανταποκρινόταν πλήρως στη νομοτυπική μορφή των εγγράφων που αξιώνει το άρθρο 925 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 434/2022 δημ ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον, δεν απαιτούνταν συγκοινοποίηση συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου έναρξης ή συνέχισης της αναγκαστικής εκτέλεσης, αφού μόνο από την ως άνω σύμβαση διαχείρισης που επικαλείται ο εκκαλών, η οποία καταλαμβάνει όλες τις απαιτήσεις που μεταβιβάστηκαν στην δεύτερη εφεσίβλητη, επομένως και την επίδικη, τη διαχείριση των οποίων αυτή ανέθεσε στην τρίτη εφεσίβλητη, δίνεται η δυνατότητα στην τελευταία να επιχειρήσει ή να συνεχίσει αναγκαστική εκτέλεση και δη να επιβάλλει την προσβαλλόμενη αναγκαστική κατάσχεση, αφού σε κάθε περίπτωση έχει την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015, προς άσκηση κάθε ένδικου βοηθήματος και κάθε άλλης δικαστικής ενέργειας προς είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, ανεξάρτητα από το ειδικότερο νομικό πλαίσιο, με βάση το οποίο συντελείται η η ανάθεση της διαχείρισής τους, ακόμη και αν αυτή έγινε σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3156/2003 (ΟλΑΠ 1/2023 δημ ΝΟΜΟΣ). Τα πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε το σχετικό λόγο ανακοπής δεν έσφαλε, γι’ αυτό και ο σχετικός λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος.
Με βάση τα παραπάνω η ανακοπή του εκκαλούντος και ο πρόσθετος λόγος αυτής έπρεπε να απορριφθεί και τα ίδια που δέχθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη και απέρριψε αυτά δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου ούτε πλημμελώς εκτίμησε τις αποδείξεις, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο εκκαλών με την έφεσή του και τους πρόσθετους λόγους αυτής, που πρέπει να απορριφθούν, στη συνέχεια δε να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο και να καταδικαστεί ο εκκαλών στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της τρίτης εφεσίβλητης, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Παράβολο ανακοπής ερημοδικίας δεν θα οριστεί ενόψει του ότι δεν επιτρέπεται η άσκηση του εν λόγω ενδίκου μέσου στις δίκες περί την εκτέλεση (ΚΠολΔ 937 παρ. 1β).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει την έφεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής ερήμην των δύο πρώτων εφεσιβλήτων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
Απορρίπτει την έφεση και τους πρόσθετους λόγους έφεσης.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο.
Καταδικάζει τον εκκαλούντα στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της τρίτης εφεσίβλητης που καθορίζει σε 500 ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 5.5.205.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ