Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 292/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩN

Αριθμός απόφασης   292/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από την Δικαστή Ελένη Πρέντζα, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις ……….,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος – εφεσίβλητου: ………….., ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του, Ειρήνης Κοντοσέα [ΑΜ ΔΣΠ ….], δικηγόρου της ΔΕ «Γ. Κοντοσέας και Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία» [ΑΜ ΔΣΠ …..] η οποία και κατέβαλε το με αρ. …./21.11.2024 γραμμάτιο προείσπραξης του ως άνω ΔΣ.

Της εφεσίβλητης-εκκαλούσας: Ναυτικής εταιρείας, με την επωνυμία “……………..”, που εδρεύει στην ……..Αττικής, επί της οδού ………. και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ ……, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της, Ιωάννας Λεγάκη [ΑΜ ΔΣΠ …], δικηγόρου της ΔΕ «ΠΙΣΤΙΟΛΗΣ – ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ και Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία» [ΑΜ ΔΣΠ …..] η οποία και κατέβαλε το με αρ. ……/20.11.2024 γραμμάτιο προείσπραξης του ως άνω ΔΣ.

Ο εκκαλών – εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, και εναντίον της εφεσίβλητης – εκκαλούσας την από 27.12.2021, με γενικό αριθμό κατάθεσης …/2021 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης …./2021 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 2640/2023 οριστική απόφαση που δέχτηκε εν μέρει αυτήν. Την απόφαση προσέβαλαν αμφότεροι οι εν μέρει ηττηθέντες διάδικοι με τις από 14.09.2023 [ενάγων] και 16.02.2024 [εναγόμενη], αντίστοιχα, αντίθετες εφέσεις τους, δικάσιμος των οποίων ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και έλαβαν αριθμό πινακίου 1 και 31 αντίστοιχα, αφού, δε, συνεκφωνήθηκαν από το πινάκιο, συζητήθηκαν αντιμωλία των διαδίκων. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτές.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι κρινόμενες αντίθετες εφέσεις: Α] Από 14.09.2023 του ενάγοντος [Α΄ έφεση] και με γενικό αριθμό κατάθεσης και αριθμό κατάθεσης ένδικου μέσου, αντίστοιχα, στη Γραμματεία του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου, ……./20.09.2023 και για προσδιορισμό δικασίμου στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, με γενικό και ειδικό, αντίστοιχα, αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/28.09.2023, για την οποία δικάσιμος ορίστηκε, με την επιμέλεια του ίδιου, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και έλαβε αριθμό πινακίου 1 και Β] Από 16.02.2024 της εναγόμενης [Β΄ έφεση], με γενικό και ειδικό αντίστοιχα, αριθμό κατάθεσης ένδικου μέσου, στη Γραμματεία του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου, ………./16.02.2024 και για προσδιορισμό δικασίμου στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, με γενικό και ειδικό, αντίστοιχα, αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../16.02.2024, για την οποία δικάσιμος ορίστηκε, με την επιμέλεια της ίδιας  η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και έλαβε αριθμό πινακίου 31, οι οποίες (εφέσεις) στρέφονται εναντίον τής με αρ. 2640/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχτηκε εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμη την από 27-12-2021 (με γενικό και ειδικό αριθμό, αντίστοιχα, έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ………./27.12.2021) αγωγή του πρώτου κατά της δεύτερης, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατά τα άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ούτε παρήλθε η νόμιμη διετής καταχρηστική προθεσμία από την δημοσίευσή της, στις 08.08.2023, ενώ για το παραδεκτό τους, μολονότι ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσης της διαφοράς ως εργατικής. Εφόσον, δε, οι ένδικες υπό Α και Β, αντίστοιχα, εφέσεις αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης και την μείωση των εξόδων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, να εξεταστούν κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και την βασιμότητα των λόγων κάθε μίας εξ αυτών, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ.

Με την υπό κρίση αγωγή του ενάγοντος – και εκκαλούντος της υπό Α έφεσης, μετά τη νομότυπη τροπή του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του, που καταχωρίστηκε στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης και με τις προτάσεις που κατατέθηκαν κατά τη συζήτηση αυτής (άρθρα 223 εδ. β’, 295 § 1 εδ. β’ και 297 ΚΠολΔ), με αποτέλεσμα, από το συνολικά με την αγωγή αξιούμενο ποσό των 29.154,12 ευρώ, να διατηρείται ο καταψηφιστικός χαρακτήρας της αγωγής για το κονδύλιο υπό στοιχείο 1 ύψους 18.827,21 ευρώ, ενώ για το υπόλοιπο ποσό των 10.326,91 ευρώ, το αίτημα έχει πλέον τραπεί σε έντοκο αναγνωριστικό, ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι όντας ναυτικός – μέλος της ΠΕΝΕΝ είχε συνάψει με την εναγόμενη – πλοιοκτήτρια του αναφερόμενου στην αγωγή πλοίου τρεις (3) συμβάσεις ναυτικής εργασίας, δυνάμει των οποίων είχε ναυτολογηθεί ως ναύτης, στον Πειραιά, τα χρονικά διαστήματα 29.11.2019 — 22.5.2020, 03.7.2021- 29.01.2021 και 09.3.3021- 07.9.2021. Ότι, μεταξύ των διαδίκων, είχε συμφωνηθεί οι συμβάσεις να διέπονται από συγκεκριμένη ΣΣΝΕ. Περαιτέρω, ο ενάγων παραθέτει τα καθήκοντα με τα οποία ήταν επιφορτισμένος, καθώς επίσης και τα δρομολόγια που εκτελούσε το πλοίο τα επίδικα χρονικά διαστήματα, αναφέροντας ότι, κατά μέσον όρο, εργαζόταν επί 15 ώρες ημερησίως, με εξαίρεση συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα κατά τα οποία στο πλοίο διεξάγονταν επισκευές. Κατόπιν αυτών προέβαλε ότι: α) για την παρασχεθείσα υπερωριακή του εργασία, δικαιούται το ποσό των 18.827,21 ευρώ, β) ως διαφορά επί των δώρων εορτών, το συνολικό ποσό των 6.167,79 ευρώ, γ) για διαφορά από την εκτέλεση των δρομολογίων εξπρές, το ποσό των 3.235,22 ευρώ και δ) ως αποζημίωση διανυκτέρευσης, το ποσό των 901.90 ευρώ. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, o ενάγων ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 18.827,21 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την τελευταία απόλυσή του (07.9.2021) και να αναγνωριστεί ότι του οφείλει το συνολικό ποσό των 10.326,91 ευρώ, με το νόμιμο τόκο, ομοίως, από την τελευταία απόλυσή του (07.9.2021) και, επικουρικά, αμφότερα τα ποσά, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση αγωγής. Παρεπομένως, ζήτησε να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί και να καταδικαστεί η εναγόμενη στην δικαστική του δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ότι η αγωγή, με το περιεχόμενο αυτό και αιτήματα και εφόσον έχει τηρηθεί η αναγκαία, για το παραδεκτό της συζήτησής της, προδικασία της εξωδικαστικής διαμεσολάβησης, διότι, από την παραδεκτή και αναγκαία, για την εξέταση του θέματος αυτού, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτει ότι έλαβε χώρα η ενημέρωση του ενάγοντος, κατ’ άρθρο 3 § 2 Ν. 4640/2019, για τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση (βλ. το με αναγραφόμενη ημερομηνία 23.9.2021 έγγραφο), παραδεκτά φέρεται προς εκδίκαση στο Δικαστήριο, ως καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 7, 8, 9,10, 12, 13,14 παρ. 2, 16 περ. 2, 25 § 2, 33, 621 § 1 του ΚΠολΔ και 51 Ι, 2α και 3Α N. 2172/1993 και 82 ΚΙΝΔ, κατά την Ειδική Διαδικασία Εκδίκασης των Περιουσιακών – Εργατικών Διαφορών, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς). Ότι η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη και νόμω βάσιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 192, 193, 346, 353, 361 ΑΚ και 648 – 649, 651 – 653, 655, 656, 659 ΑΚ (ήδη 1-2, 3-5, 7, 8, ΙΙ του ΚωδΠΔ 80/2022), 39, 53, 54, 57, 60, 75 και 76 εδ’ α, 82 και 84 προϊσχύσαντος ΚΙΝΔ (Ν. 3816/1958) [που είναι εν προκειμένω, εφαρμοστέος, εφόσον κατά τη γενική αρχή του δικαίου, της επιβιώσεως του καταργηθέντος προγενέστερου νόμου, που ρητά καθιερώνεται με τις διατάξεις των άρθρων 2 του ΑΚ και 24 ΕισΝΑΚ, οι ενοχές από οποιοδήποτε λόγο των οποίων τα παραγωγικά γεγονότα συντελέστηκαν κατά τη διάρκεια που ίσχυε κάποιος νόμος, ο οποίος μεταγενέστερα καταργήθηκε ή τροποποιήθηκε, διέπονται και μετά την κατάργηση ή τροποποίησή του, από το νόμο που ίσχυε κατά το χρόνο κατά τον οποίο τα παραγωγικά αυτά γεγονότα  (βλ. ΑΠ 308/2019 ΝΟΜΟΣ), άρθρο μόνο της Υ.Α. 70109/8008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/07.ΟΙ.1982 «προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιουμένους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β’ 1/1982), των διατάξεων της ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019, η οποία κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 2242.51.5/56040/2019 (ΦΕΚ Β’ 3170/12.8.20Ι9) απόφαση Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, 68, 70, 176, 191 § 2, 904 § 2α, 907 και 908 § Ι στοιχ. ε’ κπο2Δ, με εξαίρεση το παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης προσωρινά εκτελεστής της απόφασης που έχει καταστεί επιγενομένως νόμω αβάσιμο, ως προς το ποσό που το αγωγικό αίτημα τράπηκε από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, εφόσον προσωρινά εκτελεστές μπορούν να κηρυχθούν μόνο καταψηφιστικές αποφάσεις (904§ 2α ΚΠολΔ). Περαιτέρω, εξέτασε ως προς την ουσιαστική την βασιμότητα την αγωγή, εφόσον δεν ήταν αναγκαία σύμφωνα με το νόμο η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, διότι το προς καταψήφιση αιτούμενο ποσό (18.827,21 ευρώ) υπολείπεται του ανωτάτου ορίου (20.000,00 ευρώ) της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του (τότε) Ειρηνοδικείου (άρθρα 14 § 2 ΚΠολΔ και 71 ΕισΝΚΠολΔ), ενώ κατατέθηκε στο φάκελο και το προβλεπόμενο (υπ’ αριθμ. Α493084) γραμμάτιο προκαταβολής του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά (άρθρο 61 Ν. 4194/2013) και έκανε εν μέρει αυτήν δεκτή.

Κατ’ άρθρο 3 § 1 του ν. 3239/1955, ατομική σύμβαση εργασίας, καταρτιζόμενη από κάποιον που δεσμεύεται από συλλογική σύμβαση θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους καθορισθέντες στη συλλογική σύμβαση όρους, ακυρουμένων των τυχόν αντίθετων συμφωνιών. Όροι, όμως, ατομικής σύμβασης εργασίας ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από τους διαλαμβανόμενους σε συλλογική σύμβαση εργασίας είναι επικρατέστεροι. Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπόμενων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις καταβαλλόμενες πέραν των νόμιμων, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις υφιστάμενες κατά το χρόνο σύναψης της ατομικής εργασιακής σύμβασης αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες οι οποίες θεσπίστηκαν μετά την κατάρτιση της σύμβασης, στην οποία με τον ίδιο όρο διελήφθη πρόβλεψη προς καταλογισμό στις συμφωνηθείσες υπέρτερες, των νόμιμων, αποδοχές εκείνων, οι οποίες θα θεσπιστούν, τυχόν, στο μέλλον, από της καθιερώσεως των οποίων ενεργοποιείται η αιτία, για την οποία και καταβλήθηκαν οι υπέρτερες, δηλαδή η κάλυψή τους συμψηφιστικά. Τούτο ισχύει και για τις αξιώσεις από ναυτική εργασία, οι οποίες στηρίζονται σε ειδικές διατάξεις, που καθορίζουν, κατ’ αποκοπή, το ποσό της δικαιούμενης αμοιβής για πρόσθετη εργασία, διότι η διάταξη του άρθρου 8 § 4 του ΝΔ. 4020/1959, η οποία προβλέπει ακυρότητα της σύμβασης κάλυψης των υπερωριακών αμοιβών με τις πέραν των ελάχιστων ορίων συμβατικές αποδοχές στη χερσαία εργασία, δεν εφαρμόζεται στην πάγια, κατ’ αποκοπή, αμοιβή υπερωριών, που προβλέπουν οι Σ.Σ.Ν.Ε για μερικές ειδικότητες ναυτικών, όπως, εν προκειμένω, του ναύτη, η οποία, μάλιστα, φέρει το χαρακτήρα όχι αποζημίωσης αλλά πρόσθετης αμοιβής. Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί, μεταξύ των συμβληθέντων, στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του εκτός του προβλεπόμενου από την οικεία ΣΣΝΕ μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, της δραστηριότητας και του ζήλου τούτου στην εκτέλεση των καθηκόντων του, άνευ προβλέψεως «καταλογισμού» αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσό αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του πλοιοκτήτη, ελευθέρως ανακλητή ή δυναμένη μονομερώς να καταλογιστεί προς άλλες αξιώσεις του ναυτικού, απορρέουσες από τη σύμβαση. Το ως άνω «επιμίσθιο» μπορεί, όμως, να συμψηφιστεί προς μεταγενέστερες αυξήσεις των προβλεπόμενων από τις σχετικές συλλογικές συμβάσεις αποδοχών, μόνο τότε, όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση περί του καταλογισμού των μελλοντικών αυξήσεων στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Άλλως, εάν δηλαδή δεν έχει συμφωνηθεί κάτι τέτοιο, ορισμένως και ειδικώς, μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, o εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον ως άνω συμψηφισμό, περιορίζοντας, έτσι, μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου. Τέτοια περίπτωση θεωρείται ότι προκύπτει όταν συμφωνήθηκε μισθός ανώτερος του νόμιμου ως μισθός, υπό την έννοια που προεκτέθηκε (βλ. ΜΕφΠειραιά 496/2015 προσκομιζόμενη αδημοσίευτη στο νομικό τύπο).

Από την επανεκτίμηση όλων των εγγράφων τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, προς άμεση ή έμμεση (διά τεκμηρίων) απόδειξη, οι διάδικοι, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και τα μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, τα οποία ναι μεν δε λαμβάνονται υπόψη συμπληρωματικά, πλην όμως, αυτό γίνεται υπό τους όρους πλέον των άρθρων 393 και 394 ΚΠολΔ, από την από 19.01.2023 ένορκη βεβαίωση του …………., που λήφθηκε ενώπιον της Δικηγόρου Θεσσαλονίκης, ………….. (άρθρο 421 ΚΠολΔ, όπως η διάταξη ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 21 ν. 4842/2021), πριν τη λήψη της οποίας κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα η εναγόμενη (βλ. την υπ’ αριθμ. …………/16.01,2023 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιά, . ………) και την από 09.11.2022 ένορκη βεβαίωση, του ……….. που λήφθηκε ενώπιον της Δικηγόρου Πατρών, ………… (κατ’ άρθρο 421 ΚΠολΔ), πριν τη λήψη της οποίας κλητεύθηκε, νομότυπα και εμπρόθεσμα, ο ενάγων, με επίδοση σχετικής κλήση στην πληρεξούσια δικηγόρο και αντίκλητο του ενάγοντος (βλ. την υπ’ αριθμ. …./04.11.2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …………..), καθώς επίσης και από τις ομολογίες των διαδίκων που εκτίθενται ανωτέρω και κατωτέρω, αποδείχτηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα κάτωθι πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων είναι Έλληνας απογεγραμμένος ναυτικός του εμπορικού ναυτικού, κάτοχος του υπ’ αριθμ. ………… ναυτικού φυλλαδίου, μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Ναυτών Ε.Ν., η οποία τυγχάνει μέλος της Πανελλήνιας Ναυτικής Ομοσπονδίας. Η εναγόμενη, αντίστοιχα, είναι ναυτιλιακή εταιρεία που δραστηριοποιείται με τα πλοία της σε ακτοπλοϊκές μεταφορές επιβατών και οχημάτων και μέλος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας. Με σύμβαση ναυτικής εργασίας, που κατήρτισαν στον Πειραιά την 29.11.2019, οι διάδικοι, ο ενάγων προσλήφθηκε για αόριστο χρόνο αυθημερόν ναυτολογηθείς από τον πλοίαρχο, με την ειδικότητα του Ναύτη, στο Πέραμα Αττικής, για να εργαστεί στο υπό ελληνική σημαία και αριθμό νηολογίου Πειραιά 10.882 επιβατηγό – οχηματαγωγό πλοίο «ΝΜ», που μετονομάστηκε σε «BSM», κόρων ολικής χωρητικότητας 8.128,98, με Διεθνές Διακριτικό Σήμα ………. του οποίου η εναγόμενη είναι πλοικτήτρια, σύμβαση η οποία λύθηκε την 22.5.2020, στο λιμάνι του Πειραιά, λόγω αδείας έως 22.6.2020. Την 03.7.2020, με νέα σύμβαση ναυτικής εργασίας, που κατήρτισαν οι διάδικοι, προσλήφθηκε για αόριστο χρόνο, αυθημερόν ναυτολογηθείς από τον πλοίαρχο, στο λιμάνι του Πειραιά στο ίδιο πλοίο και με την ίδια ειδικότητα, όπου εργάστηκε μέχρι και την 29.01.2021, απολυθείς στο λιμάνι του Πειραιά, «λόγω αδείας, έως 29.02.2021». Τέλος, την 09.3.2021, με νέα σύμβαση ναυτικής εργασίας που κατήρτισαν οι διάδικοι, προσλήφθηκε για αόριστο χρόνο, ναυτολογηθείς από τον Πλοίαρχο, στον Πειραιά στο ίδιο πλοίο και με την ίδια ειδικότητα, όπου εργάστηκε μέχρι και την 07.9.2021, απολυθείς στο λιμάνι του Πειραιά, λόγω διακοπής των πλόων του πλοίου, για ετήσια επιθεώρηση. Εξάλλου, σε κάθε πρόσληψη του ενάγοντος, οι διάδικοι συμφωνούσαν ότι, ως προς το βασικό μισθό του, αυτής θα υπολογίζεται από την εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ της κατηγορίας που υπάγεται το πλοίο. Σύμφωνα με το άρθρο 11 της εν προκειμένω εφαρμοστέας ΣΣΝΕ που ήταν η ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019 η οποία κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/56040/2019 (ΦΕΚ ΒΙ 3170/12.8.2019) απόφαση Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα για όλους τους ναυτικούς που αφορούν αυτές ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές, εν πλω και στο λιμένα, καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού. Όπως διευκρινίζεται δε με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους τούτου υπηρεσίας. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί, παρά ταύτα, εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή (αμειβόμενη ως υπερωριακή εργασία των καθημερινών) είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής. Επίσης, εξολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες [(Πρωτοχρονιά, Άγια Θεοφάνια (06.01), Καθαρά Δευτέρα, Ευαγγελισμός της Θεοτόκου – Εθνική Εορτή (25.3), Μεγάλη Παρασκευή, Δευτέρα του Πάσχα, εορτή του Αγίου Γεωργίου, Εργατική Πρωτομαγιά, Ανάληψη του Κυρίου, Κοίμηση της Θεοτόκου (15.8), Ύψωση του Τιμίου Σταυρού (14.9), Επέτειος του ΌΧΙ (28.10), εορτή του Αγίου Νικολάου (06.12), Χριστούγεννα (25.12), Σύναξη της Θεοτόκου (26.12) και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου, όπως προκύπτει από τα σχετικά άρθρα της εν λόγω ΣΣΝΕ. Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο, όπως αυτό εξευρίσκεται κατ’ άρθρο 13 § 1 της ως άνω ΣΣΝΕ, προσαυξημένο κατά 50% (άρθρο 13 § 5). Επίσης, η υπερωριακή εργασία που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας) αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο, όπως αυτό εξευρίσκεται κατ’ άρθρο 13 § ] της εν λόγω ΣΣΝΕ, προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 § 2). Σύμφωνα, λοιπόν, με την εφαρμοστέα, κατά τη συμφωνία των διαδίκων ΣΣΝΕ, ο μηνιαίος μισθός ενεργείας του ναύτη ορίστηκε σε 1.204,77 ευρώ), το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας, ήτοι 265,05 ευρώ, ως επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας ευρώ 36,64, ως επίδομα ιματισμού ευρώ 58,78, ως αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφής ευρώ 19,98 την ημέρα και (Χ30) ευρώ 599,40 το μήνα, ως επίδομα αδείας ευρώ 433,95 {[(ήτοι μισθός ενεργείας ευρώ 1.204,77 + επίδομα Κυριακών ευρώ 265,05) / 22 + ημερήσια τροφοδοσία ευρώ 19,98] X 5 ημερομίσθια = επίδομα αδείας ευρώ 433,95} και ως υπερωριακή αμοιβή ευρώ 8,70 την ώρα κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και ευρώ 10,44 την ώρα κατά τα Σάββατα και τις αργίες. Περαιτέρω, κατ’ άρθρο 62 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων (Β.Δ. 683/1960), «οι Ναύται τελούσιν υπό τας διαταγάς και τον έλεγχον του Ναυκλήρου και βοηθούσιν αυτόν και τον Υποναύκληρον εις την εκτέλεσιν των καθηκόντων των>), κατά δε το άρθρο 63, «Ειδικώτερον οι Ναύται εκτελούσι κατά φυλακάς τας εργασίας πηδαλιούχου, οπτήρος, αγγελιοφόρου γεφύρας και εκτός φυλακής τας γενικάς συντηρήσεως και καθαριότητος του σκάφους και του εξαρτισμού αυτού, πρωρατικά έργα, συντήρησιν και χειρισμόν σωσιβίων μέσων, εργασίαν υπολόγου αποθηκαρίου υλικών συντηρήσεως σκάφους, κυτωρού, τοποθέτησιν παραφραγμάτων φορτίου και εν γένει πάσαν εργασίαν σχετικήν προς την ειδικότητά των», ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 137 του ως άνω Κανονισμού: «1- Το προσωπικόν Καταστρώματος κατανέμεται κατά τον κατάπλουν, την αγκυροβολιάν, την άπαρσιν και τον απόπλουν επί τη βάσει του οικείου πίνακος διαιρέσεως προσωπικού ως εξής: a) o Πλοίαρχος επί της γεφύρας, β) o Ύπαρχος όπου θεωρείται αναγκαίον. γ) ο Υποπλοίαρχος εις το πρόστεγον μετά του Ναυκλήρου και ανδρών καταστρώματος; δ) ο Ανθυποπλοίαρχος εις το επίστεγον μετά του Υποναυκλήρου και ανδρών καταστρώματος, Εις ην περίπτωσιν υπηρετούν πλείονες του ενός, τα καθήκοντα αυτών ορίζονται υπό του Πλοιάρχου, ε) ο Δόκιμος αξιωματικός επί της γέφυρας διά την διαβίβασιν των παραγγελμάτων, στ) ο Πηδαλιούχος εις το πηδάλιον. 2. Κατά τον κατάπλουν και την αγκυροβολιάν, την μεθόρμισιν ως και την άπαρσιν και τον απόπλουν, δεν τηρούνται αι συνήθεις ώραι εργασίας, αλλά πάντες εργάζονται διά την κανονικήν και ασφαλή αγκυροβολιάν και όρμισιν του πλοίου ή διά την κανονικήν άπαρσιν αυτού και πέραν έτι των ωρών εργασίας, χωρίς τούτο να θεωρήται υπερωρία. 3. Εάν το πλοίον είναι ηγκυροβολημένον εις ανοικτόν όρμον ή εις άλλο αγκυροβόλιον ουχί ασφαλές δύναται κατά την κρίσιν του Πλοιάρχου να εξακολουθήση η εργασία κατά φύλακας ως εν πλω».

Εν προκειμένω αποδείχθηκε ότι το πλοίο κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα εκτέλεσε τα αναφερόμενα στην εκκαλουμένη δρομολόγια, όπως περιγράφονται στην αγωγή και συνομολογεί η εναγόμενη, με αφετηρία το λιμάνι του Πειραιά προς τις Κυκλάδες και τα νησιά του βορείου ανατολικού Αιγαίου. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, με βάση την κατάσταση υπερωριών που η εναγόμενη προσκομίζει με επίκληση, ήταν ναυτολογημένοι στο πλοίο ένας ή δύο ναύκληροι, δύο ή τρεις υποναύκληροι, δώδεκα έως δεκαοχτώ ναύτες και δύο ναυτόπαιδες, εφόσον η σύνθεση δεν ήταν σταθερή. Η κατανομή εργασιών του κατώτερου προσωπικού καταστρώματος με βάση το πρόγραμμα που καταρτιζόταν, ήταν η εξής: οι έξι από τους, (συνήθως) δώδεκα ναύτες εναλλάσσονταν σε ζεύγη στις φυλακές της γέφυρας του πλοίου, σε δύο τετράωρες βάρδιες, εντός του εικοσιτετραώρου και οι υπόλοιποι έξι εργάζονταν ως ημερεργάτες, (daymen=) ντεϊμάνηδες όπως αποκαλούνται στην ναυτική εργασία. Οι ναυτόπαιδες αναλάμβαναν κυρίως εργασίες καθαριότητας και συντήρησης του πλοίου και, περαιτέρω, καθήκοντα βοηθητικά των ναυτών στον κατάπλου και στον απόπλου του πλοίου, ενώ, γενικά, υπήρχε ίση κατανομή καθηκόντων. Οι ναύτες βάρδιας εργάζονταν με το εξής ωράριο: α) 08:00 π.μ. – 12:00 μ.μ. και 20:00 μ.μ. – 00:00, β) 12:00 μ.μ. – 16:00 μ.μ. και 00:00 – 04:00 π.μ. και γ) 16:00 μ.μ, – 20:00 μ.μ. και 04:00 π.μ. – 08:00 π.μ.. Όταν, λοιπόν, οι ναύτες είχαν βάρδια στη γέφυρα, πραγματοποιούσαν δύο τετράωρες βάρδιες και, συνολικά, ο συνήθης χρόνος υπηρεσίας τους, εντός της ημέρας, κατ’ αρχήν, ήταν οκτώ ώρες. Οι ναύτες που κάθε φορά έκαναν την βάρδιά τους συμμετείχαν και στις εργασίες κατάπλου και απόπλου του πλοίου στα λιμάνια του δρομολογίου μαζί τους ναύτες που εργάζονταν ως ημερεργάτες, τον ναύκληρο ή (αν ήταν δύο) τους ναύκληρους, τους υποναύκληρους και τους ναυτόπαιδες. Ο ενάγων συνέδραμε, ανεξάρτητα από την βάρδιά του, όπως και οι υπόλοιποι ναύτες, στην ασφαλή έχμαση (πρόσδεση) των οχημάτων, στα κύρια και μεγαλύτερα λιμάνια αφετηρίας (Πειραιάς, Καβάλα), αλλά βοηθούσε και σε άλλα, κατά βάση στα μεγαλύτερα, όπως και στην προσέγγισή του πλοίου αλλά και στον απόπλου (εργασίες ετοιμότητας, κατάπλου, φορτοεκφόρτωσης, έχμασης και απόπλου). Ειδικά δε η διαδικασία φόρτωσης του πλοίου στον Πειραιά ξεκινούσε δύο ώρες πριν τον προγραμματισμένο απόπλου, πλην όμως, δεν ήταν σπάνιες και οι καθυστερήσεις, κυρίως λόγω των φορτηγών που φορτώνονταν, οπότε και η εργασία παρατεινόταν, φθάνοντας και τις τρεις ώρες, ενώ, αντίστοιχα για τον κατάπλου στον Πειραιά, η ετοιμότητα ξεκινούσε μία ώρα πριν την άφιξη. Στα λιμάνια προορισμού, αντίστοιχα, η εργασία του ξεκινούσε μισή ώρα πριν την άφιξη, για την ετοιμότητα κατάπλου, συνεχιζόταν με τις εργασίες πρόσδεσης, την εκφόρτωση και, στη συνέχεια, τη φόρτωση, που διαρκούσαν όση ώρα το πλοίο παρέμενε στο λιμάνι και συνεχιζόταν με την ετοιμότητα και τις εργασίες απόπλου. Ομοίως, στα μεγαλύτερα λιμάνια, μετά τον απόπλου επέστρεφε στο γκαράζ για να ολοκληρώσει τις εργασίες ασφάλισης των βαρέων οχημάτων και το δέσιμό τους με τα ειδικά μέσα συγκράτησης. Συμμετείχε, επίσης, με τους άλλους ναύτες και τους δύο ναυτόπαιδες, στις εργασίες καθαρισμού στο γκαράζ και τα καταστρώματα, μετά την άφιξη στα δύο κύρια λιμάνια (Πειραιά, Καβάλα) αλλά και σε εργασίες συντήρησης του πλοίου. Σημειωτέον ότι για μεγάλο χρονικό διάστημα που κάλυπτε την χρονική περίοδο την οποία ο ενάγων ήταν ναυτολογημένος, ίσχυαν τα περιοριστικά μέτρα για την αναχαίτιση της λεγόμενης πανδημίας του covid 19. Συγκεκριμένα, για χρονικό διάστημα περίπου 1,5 μήνα (μέσα Μαρτίου με αρχές Μαΐου του 2020) οι μετακινήσεις με πλοία, εντός της ελληνικής επικράτειας, ήταν πάρα πολύ περιορισμένες, με πλοία που μετέφεραν, κατ’ αποκλειστικότητα, σχεδόν, εμπορεύματα μέσω φορτηγών αυτοκινήτων. Τα περιοριστικά αυτά μέτρα άρχισαν σταδιακά να αίρονται από τις 20.5.2020 με δυνατότητα μεταφοράς του 50 % των επιβατών (55% για πλοία με καμπίνες), 60% και 65% αντίστοιχα, τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο, 80 και 85% μέχρι την 01.01.2021. Από την 02.01.2021, με δυνατότητα μεταφοράς του 50 % και 55% αντίστοιχα και από 13.5.2021 έως 06.12.2021 85%, με αποτέλεσμα, κατ’ αναλογίαν, να μειώνεται και η ανάγκη για παροχή επιπλέον εργασίας από τον ενάγοντα. Αντίστοιχα, κατά τα διαστήματα 22.01.2020 — 27.01.2020, 27.10.2020 – 02.11.2020 και 12.3.2021 – 16.6.2021 δεν εκτελέστηκαν δρομολόγια, εφόσον στο πλοίο πραγματοποιούνταν εργασίες επισκευών και συντήρησης, στις οποίες και συμμετείχε και ο ενάγων. Για το διάστημα, όμως αυτό, πέραν του ότι  ουδέν ανέφερε σχετικά ο μάρτυρας απόδειξης δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων παρείχε υπερωριακή απασχόληση. Οι ισχυρισμοί του ενάγοντος που επαναφέρονται με το 1ο  και  2ο  σκέλος του 1ου λόγου της έφεσής του ότι εργάστηκε υπερωριακά για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ημερησίως αλλά και ότι και κατά τα χρονικά διαστήματα των επισκευών λάμβανε υπερωριακή αμοιβή, έστω και μικρότερη αυτής που δικαιούτο και συνεπώς και τότε εργαζόταν υπερωριακά δεν αποδείχθηκαν και πρέπει να απορριφθούν, καθόσον με βάση τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από την εναγόμενη «Μηνιαίες Καταστάσεις υπερωριών του πληρώματος» στις οποίες αναγράφονταν οι ακριβείς ώρες υπερωριακής απασχόλησης, αυτές είχαν υπολογιστεί για τον ενάγοντα σε 71 ώρες για έναν πλήρη μήνα απασχόλησης, ήτοι «κλειστή» αμοιβή υπερωριών που λάμβανε σε κάθε περίπτωση, περιλαμβανομένου και του ως άνω χρονικού διαστήματος που δεν απαιτήθηκε να εργαστεί υπερωριακά. Επίσης, ούτε η κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης κρίνεται αξιόπιστη ενόψει μάλιστα του ότι και ο ίδιος έχει ασκήσει παρόμοια αγωγή, με πανομοιότυπους ισχυρισμούς υπερωριακής του απασχόλησης εναντίον της εναγόμενης και άρα έχει συμφέρον για την έκβαση της δίκης. Περαιτέρω, κατά τα διαστήματα 01.01.2020 – 21.01.2020, 28.01.2020 – 22.5.2020, 03.7.2020 – 26.10.2020, 03.11.2020 – 29.01.2021, 09 11.3.2021 και 17.6.2021 07.9.2021, που το πλοίο της εναγόμενης εκτελούσε δρομολόγια, ο ενάγων αποδεικνύεται ότι εργάστηκε: επί 58 Σάββατα και 16 αργίες, (ήτοι, κατά το έτος 2020 τα Σάββατα: 04, 11 και 18.01, 01, 08, 15, 22 και 29.02, 07, 14, 21, και 28.3, 04, 11, 18 και 25.4, 02, 09 και 16.5, 04, 11, 18 και 25.7, 01, 08, 22 και 29.8, 05, 12, 19 και 26.9, 03, 10, 17 και 24.10, 07, 14, 21 και 28.11, 05, 12 και 19.12.2020, ενώ, κατά το έτος 2021, τα Σάββατα: 02, 09, 16 και 23.01, 19 και 26.6, 03, 10, 17, 24 και 31.7, 07, 14,21 και 28.8 και 04.9.2021 και τις αργίες: 01.01.2020, 06.01.2020 (Άγια Θεοφάνια), 02.3.2020 (καθαρά Δευτέρα), 25.3.2020 (Ευαγγελισμός και Εθνική Εορτή),17.4.2020 (Μεγάλη Παρασκευή), 20.4.2020 (Δεύτερη ημέρα του Πάσχα), 23.4.2020 (Εορτή του Αγίου Γεωργίου), 01.5.2020, 15.8.2020 (Κοίμηση της Θεοτόκου), 14.9.2020 (Υψωση Τιμίου Σταυρού), 06.12.2020 (Εορτή Αγίου Νικολάου), 25.12.2020 (Χριστούγεννα), 26.12,2020 (Σύναξη της Θεοτόκου), 01.01.2021, 06.01.2021 (Άγια Θεοφάνια) και 15.8.2021(Κοίμηση της Θεοτόκου) και συνολικά επί 74 ημέρες, κατά μέσο όρο επί 10 ώρες εκάστη και, συνολικά επί 740 ώρες, που όλες αμείβονται υπερωριακά προς 10,44 ευρώ την ώρα και δικαιούται 7.725,60 ευρώ. Τις υπόλοιπες 342 ημέρες, καθημερινές και Κυριακές των ανωτέρω διαστημάτων, που το πλοίο εκτέλεσε δρομολόγια, εργάστηκε επί 10 ώρες ημερησίως, πραγματοποιώντας 2 ώρες υπερωριακής εργασίας ημερησίως και συνολικά 684 ώρες εργασίας, προς ευρώ 8,70 εκάστη = 5.950,80 ευρώ. Παράλληλα, ενώ ο ενάγων έπρεπε να λάβει, για Σάββατα και αργίες 7.725,60 ευρώ, του καταβλήθηκε το συνολικό ποσό των 8.044,74€ και δεν του οφείλεται διαφορά για την αιτία αυτή. Επιπλέον, ο ενάγων έπρεπε να λάβει, για καθημερινές και Κυριακές 5.950,80 ευρώ και του καταβλήθηκε το συνολικό ποσό των 9.285,25 ευρώ και δεν του οφείλεται διαφορά για την αιτία αυτή. Εξάλλου, οι ισχυρισμοί του ενάγοντος που επαναφέρονται με τον 1ο λόγο της έφεσής του, κατά το 3ο σκέλος αυτού ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη από τα ποσά που δέχθηκε ότι δικαιούται να λάβει ως υπερωριακή αμοιβή των διαστημάτων των δρομολογίων δεν αφαίρεσε μόνο εκείνα που του καταβλήθηκαν για τα συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα αλλά επιπλέον μη νόμιμα αφαίρεσε και εκείνα που του καταβλήθηκαν για τα διαστήματα των επισκευών, όπως καταλογίστηκαν από την εναγόμενη κατά την καταβολή τους, με τους αντίστοιχους λογαριασμούς μισθοδοσίας (άρθρο 422 Α.Κ.) και ενώ για τα τελευταία δεν του επιδίκασε κανένα ποσό, κρίνεται απορριπτέος πρωτίστως ως αόριστος και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτίμησης, ενόψει του ότι ο ενάγων δεν προσδιορίζει με τον λόγο της έφεσης τα ποσά που του καταβλήθηκαν, όπως ισχυρίζεται, ως υπερωρίες κατά το διάστημα των επισκευών του πλοίου, ώστε κατόπιν ελέγχου αυτών από το Δικαστήριο να αφαιρεθούν τυχόν από τα ποσά που του καταβλήθηκαν για το διάστημα που εκτελούσε δρομολόγια. Περαιτέρω, ο ενάγων δικαιούται να λάβει: α) για δώρο Πάσχα 2020 και για το διάστημα της υπηρεσίας του από 01.01.2020 – 30.4.2020 τις αποδοχές 15 ημερών. Έτσι, δεδομένου ότι ο συνολικός μηνιαίος μισθός του ανερχόταν σε 3.732,80 μηνιαίως (μισθός ενεργείας ευρώ 1.204,77 + επίδομα Κυριακών ευρώ 265,05 + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας ευρώ 36,64 + μηνιαίο αντίτιμο τροφής ευρώ 599,40 + επίδομα αδείας ευρώ 433,95 + κατά μέσο όρο μηνιαία αμοιβή για την έχμαση οχημάτων ευρώ 256,19 + κατά μέσο όρο επίδομα «άγονης γραμμής» ευρώ 25,30 + συμφωνημένη αμοιβή για το κούρδισμα ρολογιών πυρασφαλείας ευρώ 130,58 + κατά μέσο όρο μηνιαία αμοιβή υπερωριακής εργασίας ευρώ 780,92 [ήτοι, συνολική υπερωριακή αμοιβή ευρώ 13.676,40 : 17 μήνες και 16 ημέρες X 30] = ευρώ 3.732,80 μηνιαίως), Χ 15 ημέρες = ευρώ 1.866,40 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε ευρώ 1.270,42 και επομένως δικαιούται την διαφορά ύψους πεντακοσίων ενενήντα πέντε ευρώ και ογδόντα λεπτών(1.866,40-1.270,42 =595,80€). β) Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2020 και για τα χρονικά διαστήματα 01.5.2020 – 22.5.2020 και 03.7.2020 έως  31.12.2020 (203 ημέρες), δικαιούται 2/25 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του ανά 19ήμερο απασχόλησης. Συγκεκριμένα, ο συνολικός μηνιαίος μισθός ανερχόταν σε 3.927,67  (ήτοι: μισθός ενεργείας ευρώ 1.204,77 + επίδομα Κυριακών ευρώ 265,05 + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας ευρώ 36,64 + μηνιαίο αντίτιμο τροφής ευρώ 599,40 + επίδομα αδείας ευρώ 433,95 + κατά μέσο όρο μηνιαία αμοιβή για την έχμαση οχημάτων ευρώ 422,18 + κατά μέσο όρο επίδομα «άγονης γραμμής» ευρώ 54,81 + συμφωνημένη αμοιβή για το κούρδισμα ρολογιών πυρασφαλείας Ευρώ 130,58 + κατά μέσο όρο μηνιαία αμοιβή υπερωριακής εργασίας ευρώ 780,92 = ευρώ 3.927,67) / 25 Χ 2 = 416,97 ανά 19 ημέρες εργασίας και επί τα 10,68 δεκαεννεαήμερα του πιο πάνω διαστήματος, συνολικά 3.355,33 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε, σύμφωνα με τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από την εναγόμενη εξοφλητικές αποδείξεις το ποσό των 2.175,20 ευρώ και όχι το ποσό των 1.936,72, που εσφαλμένα έκρινε η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία, δεκτού γενομένου του 1ου σκέλους του 1ου λόγου της έφεσης της εναγόμενης, πρέπει κατά το κεφάλαιό της αυτό να εξαφανιστεί και επομένως ο ενάγων δικαιούται την διαφορά ύψους χιλίων εκατόν ογδόντα ευρώ και δεκατριών λεπτών [3.355,33 – 2.175,20 = 1.180,13€]. γ) Για αναλογία δώρου Πάσχα 2021 και για τα διαστήματα 01.01.2021 – 29.01.2021 και 09.3.2021 – 30.4.2021, (ήτοι, επί 81 ημέρες), δικαιούται να λάβει το 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού για κάθε 8ήμερο απασχολήσεως. Ήτοι, ο συνολικός μηνιαίος μισθός του το ανωτέρω διάστημα ανερχόταν σε (μισθός ενεργείας ευρώ 1.204,77 + επίδομα Κυριακών ευρώ 265,05 + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας ευρώ 36.64 + μηνιαίο αντίτιμο τροφής ευρώ 599,40 + επίδομα αδείας ευρώ 433,95 + συμφωνημένη αμοιβή για το κούρδισμα ρολογιών πυρασφαλείας ευρώ 130,58 + κατά μέσο όρο μηνιαία αμοιβή υπερωριακής εργασίας 0 ευρώ ] = ευρώ 2.670,39 μηνιαίως) δια 2 δια 15 = ευρώ 89,13 για κάθε οκταήμερο απασχόλησης, επί τα 10,125 οκταήμερα του ανωτέρω διαστήματος = 901,25 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε, σύμφωνα με τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από την εναγόμενη εξοφλητικές αποδείξεις το ποσό των 834,58 ευρώ και όχι το ποσό των 291,47€, που εσφαλμένα έκρινε η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία, δεκτού γενομένου του 2ου σκέλους του 1ου λόγου της έφεσης της εναγόμενης, πρέπει κατά το κεφάλαιό της αυτό να εξαφανιστεί και επομένως ο ενάγων δικαιούται την διαφορά ύψους εξήντα έξι ευρώ και εξήντα επτά λεπτών (901,25 – 834,58 = 66,67€), δ) Για αναλογία επιδόματος εορτής Χριστουγέννων 2021 και για το διάστημα της υπηρεσίας του 01.5.2021 – 07.9.2021 (ήτοι επί 130 ημέρες), δικαιούται να λάβει ποσό ίσο με τα 2/25 του συνολικού μηνιαίου μισθού του για κάθε 19 ημέρες εργασίας. Ήτοι, o συνολικός μηνιαίος μισθός κατά το ανωτέρω διάστημα ανερχόταν σε ευρώ 3.927,67 (όπως ανωτέρω στο υπό στοιχείο β κονδύλι αναλύεται) επί 2/25 = ευρώ 314,21 ανά 19 ημέρες εργασίας, και επί τα 6,84 δεκαεννεαήμερα του ανωτέρω διαστήματος, συνολικά δικαιούται να λάβει το ποσό των δύο χιλιάδων εκατόν σαράντα εννέα ευρώ και δεκαεννέα λεπτών (2.149,19€). Έναντι του ποσού αυτού έλαβε ευρώ 1.325,58 και επομένως δικαιούται διαφοράς, ύψους οκτακοσίων είκοσι τριών ευρώ και εξήντα ενός λεπτών [2.149,19 – 1.325,58 = 823,61€]. Ο 3ος δε λόγος έφεσης του ενάγοντος που αφορά την διαφορά επί των επιδομάτων εορτών επικαλούμενος ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο υπολόγισε τον μέσο όρο της υπερωριακής του εργασίας με αποτέλεσμα να υπολογίσει μικρότερες τακτικές μηνιαίες αποδοχές επί των οποίων στη συνέχεια υπολόγισε την αμοιβή του για τα ως άνω επιδόματα είναι ουσιαστικά αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων παρείχε μεγαλύτερη από δέκα ώρες ημερήσια απασχόληση και συνεπώς η εκκαλουμένη ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε. Με το 1ο σκέλος του 3ου λόγου έφεσης ο ενάγων παραπονείται διότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο λόγω της εσφαλμένης κρίσης του ως προς την υπερωριακή του απασχόληση κατά την επιδίκαση της αμοιβής του για δρομολόγια εξπρές δεν συμπεριέλαβε ολόκληρη την κατά μέσο όρο αμοιβή που δικαιούτο να λάβει για την υπερωριακή του εργασία. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων παρείχε μεγαλύτερη από δέκα ώρες ημερήσια απασχόληση και συνεπώς η εκκαλουμένη ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε. Κατά, δε, το 2ο σκέλος του 3ου λόγου παραπονείται ο ενάγων γιατί το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στην ως άνω αμοιβή δεν συμπεριέλαβε και τη μηνιαία αναλογία των δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, η οποία ανερχόταν κατά τους ισχυρισμούς του στο ποσό των 651,52 ευρώ. Οι διάδικοι συνομολογούν την εκτέλεση από το ένδικο πλοίο 29,32 δρομολόγια εξπρές, για έκαστο των οποίων δικαιούται ο ενάγων το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του. Σε αυτές, όμως, δεν θα συνυπολογιστεί η αναλογία των επιδομάτων εορτών, δεδομένου ότι αυτά κατά το άρθρο 14 της ως άνω σσνε δεν καταβάλλονται τακτικά κάθε μήνα αλλά «επ’ ευκαιρία των εορτών Χριστουγέννων, Νέου έτους και Πάσχα» (ΕφΠειρ194/2022, 423/2021, 397/2020 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση η εκκαλουμένη έκρινε ότι ο συνολικός μηνιαίος μισθός του ενάγοντος ανερχόταν στο ποσό των 3.927,67 (μισθός ενεργείας ευρώ 1.204,77 + επίδομα Κυριακών ευρώ 265,05 + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας ευρώ 36,64 + μηνιαίο αντίτιμο τροφής ευρώ 599,40 + επίδομα αδείας ευρώ 433,95 + κατά μέσο όρο μηνιαία αμοιβή για την έχμαση οχημάτων ευρώ 422,18 + κατά μέσο όρο επίδομα «άγονης γραμμής» ευρώ 54,81 + συμφωνημένη αμοιβή για το κούρδισμα ρολογιών πυρασφαλείας ευρώ 130,58 + κατά μέσο όρο μηνιαία αμοιβή υπερωριακής εργασίας ευρώ 780,92 [χωρίς να προκύπτει ότι για τον υπολογισμό του εν λόγω κονδυλίου αθροίζεται και η αναλογία δώρων εορτών] = 3.927,67/30 = 130,92 για κάθε εξπρές δρομολόγιο X 29,32 δρομολόγια εξπρές = 3.838,57 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε 2.477,55 ευρώ, με αποτέλεσμα να οφείλεται η διαφορά (3.838,57- 2.477,55=) 1.361,02 ευρώ. Έτσι κρίνοντας η εκκαλουμένη απόφαση ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο και το 2ο σκέλος του 3ου  λόγου της έφεσης του ενάγοντος. Με τον 2ο λόγο έφεσης η εναγόμενη διαμαρτύρεται για την επιδίκαση στον ενάγοντα αποζημίωσης, ύψους 901,90 ευρώ, για μη χορήγηση εκ μέρους της αδειών διανυκτέρευσης (άρθ. 16 σσνε). Επί του λόγου αυτού λεκτέα τα ακόλουθα: Σύμφωνα με το άρθρο 16 της οικείας σσνε ορίζεται ότι: «1. Κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει την υπηρεσία των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά το μήνα κατά τους μήνες Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους υπόλοιπους μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμένα αφετηρίας ή στο λιμένα προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν. 2. Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχόμενη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο, δηλαδή, το 1/22 του μισθού ενεργείας της παρ. 1 του άρθρου 1. 3. Για την παρεχομένη ως άνω άδεια διανυκτερεύσεως θα γίνεται από τον Πλοίαρχο μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου που θα επικυρώνεται από την Λιμενική Αρχή». Στην προκειμένη περίπτωση, αποδείχθηκε ότι κατά τη διάρκεια της επίδικης ναυτολόγησης του ενάγοντος δεν χορηγούνταν σ’ αυτόν οι ως άνω καθοριζόμενες διανυκτερεύσεις εκτός πλοίου που δικαιούνταν ανά μήνα, ούτε η εναγόμενη επικαλείται και προσκομίζει τέτοιες αιτήσεις του για διανυκτέρευση. Σχετικό αίτημα, όμως, ούτε ο ίδιος επικαλείται, αφού θα λάμβανε την σχετική άδεια κατόπιν δικής του επιθυμίας. Όμως η ίδια η εναγόμενη συνομολόγησε και πρωτοδίκως και με τον ως άνω λόγο της έφεσής της ότι κατέβαλε για την αιτία αυτή στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 490,66 ευρώ και επομένως αποδεικνύεται η μη χορήγηση εκ μέρους της των εν λόγω αδειών διανυκτέρευσης. Συνεπώς, εφόσον για τα χρονικά διαστήματα 01.01.2020  – 22.5.2020, 03.7.2020 – 29.01.2021 και 17.6.2021 –  31.8.2021, έπρεπε, σύμφωνα με το άρθρο 16 της επίδικης σσνε ο ενάγων να λάβει άδεια διανυκτέρευσης, δύο φορές τους μήνες Φεβρουάριο, Μάρτιο, Απρίλιο, Μάϊο, Οκτώβριο, Νοέμβριο, Δεκέμβριο 2020 και Ιανουάριο του 2021 και μία φορά τους μήνες Ιανουάριο, Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο 2020 και Ιούνιο, Ιούλιο και Αύγουστο του 2021 και συνολικά 23 άδειες διανυκτέρευσης, που δεν χορηγήθηκαν δικαιούται να λάβει ως αποζημίωση για έκαστη ποσό ίσο με το 1/22 του μισθού ενεργείας, ήτοι 54,76€ (μισθός ενεργείας 1.204,77€ Χ 1/22) και συνολικά επί 23 μη χορηγηθείσες άδειες διανυκτέρευσης το ποσό των 1.259,48€, έναντι του οποίου έλαβε, σύμφωνα με τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από την εναγόμενη εξοφλητικές αποδείξεις το ποσό των 490,66 ευρώ και όχι το ποσό των 357,58€, που εσφαλμένα έκρινε η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία, δεκτού γενομένου του 2ου σκέλους του 2ου λόγου της έφεσης της εναγόμενης, πρέπει κατά το κεφάλαιό της αυτό να εξαφανιστεί και επομένως ο ενάγων δικαιούται την διαφορά ύψους επτακοσίων εξήντα οκτώ ευρώ και ογδόντα δύο λεπτών [1.259,48 – 490,66=768,82€]. Με τον 5ο  λόγο έφεσης παραπονείται η εναγόμενη γιατί το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση καταχρηστικής άσκησης των δικαιωμάτων του ενάγοντος. Ειδικότερα και επικουρικά η εναγόμενη ισχυρίστηκε πρωτοδίκως ότι η αγωγή ασκήθηκε καταχρηστικά, επικαλούμενη ότι ο ενάγων ουδέποτε αμφισβήτησε την διαδικασία παροχής υπερωριακής εργασίας, ενώ, ωσαύτως, με την συμπεριφορά του δημιούργησε σε αυτήν εύλογη βεβαιότητα ότι δεν θα ασκήσει απαιτήσεις όπως οι ένδικες. Ότι πιο συγκεκριμένα: α) ουδέποτε την όχλησε ως προς την εξόφληση των επίδικων απαιτήσεων και ειδικότερα ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε για δήθεν μη καταβολή της προσήκουσας αμοιβής του, β) λαμβάνοντας, αντίθετα, ανεπιφυλάκτως αναλογία για 71 ώρες υπερωριακής απασχόλησης για έναν πλήρη μήνα απασχόλησης, καθώς και τις οικειοθελείς παροχές της εναγόμενης, χωρίς ουδέποτε να εγείρει θέμα άλλων αξιώσεων, γ) Ότι ο ενάγων παρέλαβε και υπέγραψε ανεπιφύλακτα όλες τις αναλυτικές αποδείξεις του, χωρίς να εκφράσει την παραμικρή αντίρρηση ως προς το ύψος των βασικών ή πρόσθετων αμοιβών, οι οποίες του καταθέτονταν σε τραπεζικό λογαριασμό δ)ότι υπέγραφε άνευ επιφυλάξεως της μηνιαίες καταστάσεις της υπερωριακής του απασχόλησης ε) χωρίς ποτέ, κατά την πολυετή εργασιακή τους σχέσης, να προβάλει οιαδήποτε αξίωση παρά μόνον λίγους μήνες αφού αποχώρησε, ασκώντας τις επίδικες αξιώσεις. Ότι, συνοψίζοντας, η συμπεριφορά του ενάγοντος συνιστά προφανή παλινωδία και παράβαση της αρχής της καλής πίστης «venire contra factum proprium» και ότι το ύψος των ένδικων απαιτήσεων είναι υψηλό και της δημιουργεί τεράστιο βάρος, ιδία στη σημερινή πασίδηλη δυσχερή οικονομική συγκυρία και ως εκ τούτου, το υπέρογκο των αξιώσεων, υπό τις ανωτέρω περιστάσεις, συνηγορεί υπέρ της καταχρηστικής άσκησης της ένδικης αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι ο πρώτος ισχυρισμός, είναι νόμω βάσιμος και εξεταστέος και επί της ουσίας, ο δεύτερος ισχυρισμός είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, εφόσον τα πραγματικά περιστατικά που προς στήριξή του παρατέθηκαν δεν είναι επαρκή προς τούτο, διότι δεν πληρούν το πραγματικό του κανόνα του άρθρου 281 ΑΚ, διότι δεν υφίσταται, εν προκειμένω, μακροχρόνια αδράνεια του ενάγοντος, καθόσον η αγωγή έχει ασκηθεί, με επίδοση αντιγράφου της στην εναγόμενη, την 31.12.2021 (βλ. την υπ’ αριθμ. ………../31.12.2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιά, …………..), λίγους μήνες μετά την γέννηση της μεταγενέστερης από τις επίδικες αξιώσεις του ενάγοντος ενώ, ωσαύτως, δεν παρατίθενται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτουν οι δυσβάστακτες συνέπειες που η εναγόμενη ισχυρίζεται ότι συνεπάγεται, για εκείνη, η άσκηση της αγωγής. Ο ισχυρισμός αυτός, αν και απορρίφθηκε κατά το 2ο σκέλος του ως μη νόμιμος και κατά το 1ο σκέλος του ως ουσία αβάσιμος με την εκκαλουμένη απόφαση, στο μέτρο που η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται με την παρούσα (ΑΠ 1520/2010 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), τυγχάνει μη νόμιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος, διότι τα αναφερόμενα σε αυτόν περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα, δεν συγκροτούν το πραγματικό του άρθρου 281 ΑΚ, διότι, αποτελούν άρνηση της βάσης της ένδικης αγωγής. Πράγματι, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, που εφαρμόζεται σε όλα τα δικαιώματα του ιδιωτικού δικαίου, είτε πηγάζουν άμεσα από το νόμο, είτε από δικαιοπραξία, είτε προέρχονται από κανόνες ενδοτικού δικαίου, είτε από κανόνες δημόσιας τάξης, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, δεν καθιστούν ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου για το δίκαιο και την ηθική, αφού τείνει στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηριστεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με τη δική του (υπόχρεου) συμπεριφορά και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΑΠ 1165/2019, ΑΠ 529/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω, εν τούτοις, η εναγόμενη δεν ισχυρίζεται ότι, από τη συμπεριφορά του ενάγοντος, σε συνάρτηση και με τη δική της συμπεριφορά, τής δημιουργήθηκε, και μάλιστα, ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο ενάγων δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Αντίθετα, ισχυρίστηκε ότι ο ενάγων ήγειρε την ένδικη αγωγή του για υπέρογκες απαιτήσεις που δεν δικαιούται, για τους αναφερόμενους λόγους. Επομένως, ο εν λόγω ισχυρισμός της εναγόμενης τυγχάνει μη νόμιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος, η δε εκκαλουμένη που τον απέρριψε αν και με άλλη αιτιολογία που αντικαθίσταται από την παρούσα (άρθ. 534 ΚΠολΔ) ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε. Κατ’ ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων και δεδομένου ότι δεν προβάλλεται από τους διαδίκους άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει, αφού απορριφθούν όσα κρίθηκαν απορριπτέα, να απορριφθεί η έφεση του ενάγοντος και να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η συνεκδικαζόμενη έφεση της εναγόμενης, κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους της, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη υπ΄αριθμ. 2640/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το μη ανατραπέν μέρος της, για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτέλεσής της (ΑΠ 748/1984, Δνη 1985/642, ΜονΕφΠειρ. 8/2024, ΜονΕφΘεσ. 174/2018, ΜονΕφΠειρ. 16/2017, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ. 700/2011, ΕΝαυτΔ 2012/113), συμπεριλαμβανομένης τής, περί της επιβολής δικαστικών εξόδων, διάταξής της, τα οποία και συμψήφισε και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν επανεκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωριστεί ότι υποχρεούται η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα: 1)Ως διαφορά επί του επιδόματος εορτής Πάσχα, έτους 2020, το ποσό των πεντακοσίων ενενήντα πέντε ευρώ και ογδόντα λεπτών (595,80€), 2)Ως διαφορά επί της αναλογίας επιδόματος εορτής Χριστουγέννων, έτους 2020, το ποσό των χιλίων εκατόν ογδόντα ευρώ και δεκατριών λεπτών (1.180,13€), 3) Ως διαφορά επί του επιδόματος εορτής Πάσχα, έτους 2021, το ποσό των εξήντα έξι ευρώ και εξήντα επτά λεπτών (66,67€), 4) Ως διαφορά επί του επιδόματος εορτής Χριστουγέννων, έτους 2021, το ποσό των οκτακοσίων είκοσι τριών ευρώ και εξήντα ενός λεπτών (823,61€), 5)Ως διαφορά για την πρόσθετη αμοιβή για την εκτέλεση «εξπρές» δρομολογίων το ποσό των χιλίων τριακοσίων εξήντα ενός ευρώ και δύο λεπτών (1.361,02€) και 6) Ως διαφορά αποζημίωσης για μη χορήγηση διανυκτερεύσεων το ποσό των επτακοσίων εξήντα οκτώ ευρώ και ογδόντα δύο λεπτών (768,82€) και συνολικά για όλες τις παραπάνω αιτίες το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων επτακοσίων ενενήντα έξι ευρώ και πέντε λεπτών [595,80 + 1.180,13 + 66,67 + 823,61 + 1.361,02 + 768,82 = 4.796,05€] και όλα τα παραπάνω με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της λύσης της τελευταίας σύμβασης ναυτολόγησής του, δηλαδή από 07.09.2021, μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα από τους διαδίκους πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ τους κατά ένα μέρος, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας τους και να επιβληθεί μέρος της δικαστικής δαπάνης της εναγόμενης σε βάρος του ενάγοντος (άρθρα 106, 176, 178, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις εφέσεις.

Δέχεται αυτές τυπικά.

Απορρίπτει την από 14.09.2023 έφεση του ενάγοντος  [ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../28.09.2023].

Δέχεται την από 16.02.2024 έφεση της εναγόμενης [ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../16.02.2024].

Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.

Κρατεί και δικάζει την αγωγή.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Αναγνωρίζει ότι οφείλει η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων επτακοσίων ενενήντα έξι ευρώ και πέντε λεπτών (4.796,05€), με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την 07.09.2021, μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.

Επιβάλλει σε βάρος του ενάγοντος μέρος των δικαστικών εξόδων της εναγόμενης, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο καθορίζει στο ποσό των επτακοσίων  (700) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων, στις 7.5.2025

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ