Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 293/2025

 ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩN

Αριθμός απόφασης   293/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από την Δικαστή Ελένη Πρέντζα, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις ……….,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος – εφεσίβλητου: ……….., ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του, Στέφανου Μ. Λύρα [ΑΜ ΔΣΠ …….], με δήλωση (άρθ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ) και κατέβαλε το με αρ. ……../23.10.2024 γραμμάτιο προείσπραξης του ως άνω ΔΣ.

Της εφεσίβλητης-εκκαλούσας: Ναυτικής εταιρείας, με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στη δημοτική κοινότητα ….., δήμου …., της ομώνυμης νήσου Κυκλάδων και εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου, Στέφανου Β. Λύρα [ΑΜ ΔΣΠειρ ……] και κατέβαλε το με αρ. …./18.10.2024 γραμμάτιο προείσπραξης του ως άνω ΔΣ.

Ο εκκαλών – εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, και εναντίον της εφεσίβλητης – εκκαλούσας την από 26-09-2019 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 2082/2023 οριστική απόφαση που δέχτηκε εν μέρει αυτήν. Την απόφαση προσέβαλαν αμφότεροι οι εν μέρει ηττηθέντες διάδικοι με τις από 22.01.2024 [ενάγων] και 20.10.2023 [εναγόμενη], αντίστοιχα, αντίθετες εφέσεις τους, δικάσιμος των οποίων ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και έλαβαν αριθμό πινακίου … και ….. αντίστοιχα, αφού, δε, συνεκφωνήθηκαν από το πινάκιο, συζητήθηκαν αντιμωλία των διαδίκων. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτές.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι κρινόμενες αντίθετες εφέσεις: Α] Από 22.01.2024 του ενάγοντος [Α΄ έφεση] και με γενικό αριθμό κατάθεσης και αριθμό κατάθεσης ένδικου μέσου, αντίστοιχα, στη Γραμματεία του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου, ……./02.02.2024 και για προσδιορισμό δικασίμου στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, με γενικό και ειδικό, αντίστοιχα, αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/02.02.2024, για την οποία δικάσιμος ορίστηκε, με την επιμέλεια του ίδιου, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας (βλ. την από 18.06.2024 έκθεση επίδοσης της υπαλλήλου του Δήμου ……, ……..) και έλαβε αριθμό πινακίου 23 και Β] Από 20.10.2023 της εναγόμενης [Β΄ έφεση], με γενικό και ειδικό αντίστοιχα, αριθμό κατάθεσης ένδικου μέσου, στη Γραμματεία του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου, ………../24.10.2023 και για προσδιορισμό δικασίμου στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, με γενικό και ειδικό, αντίστοιχα, αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./24.10.2023, για την οποία δικάσιμος ορίστηκε, με την επιμέλεια της ίδιας (βλ. την με αρ. …………/28.12.2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, ……….), η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και έλαβε αριθμό πινακίου 12, οι οποίες (εφέσεις) στρέφονται εναντίον τής με αρ. 2082/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχτηκε εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμη την από 26-09-2019 (με γενικό και ειδικό αριθμό, αντίστοιχα, έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ………….. /19.11.2019) αγωγή του πρώτου κατά της δεύτερης, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατά τα άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ούτε παρήλθε η νόμιμη διετής καταχρηστική προθεσμία από την δημοσίευσή της, στις 30.06.2023, ενώ για το παραδεκτό τους, μολονότι ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσης της διαφοράς ως εργατικής. Εφόσον, δε, οι ένδικες υπό Α και Β, αντίστοιχα, εφέσεις αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης και την μείωση των εξόδων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, να εξεταστούν κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και την βασιμότητα των λόγων κάθε μίας εξ αυτών, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ.

Με την αγωγή του ο ενάγων – και εκκαλών της υπό Α έφεσης – ισχυρίστηκε ότι την 27-12-2018 ναυτολογήθηκε ως ναύτης και απασχολήθηκε από τον ως άνω χρόνο έως την 14-6-2019 στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό — οχηματαγωγό [Ε/Γ — 0/Γ] πλοίο “ΕΣ”, ολικής χωρητικότητας 246,31 κόρων, πλοιοκτησίας της εναγόμενης ναυτιλιακής εταιρίας, αντί των προβλεπόμενων από την οικεία Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων του έτους 2018 μηνιαίου μισθού και επιδομάτων, παρείχε δε τις υπηρεσίες του στο εν λόγω πλοίο, που εκτελούσε καθημερινά τα αναφερόμενα στην αγωγή δρομολόγια σε άγονη γραμμή, εργαζόμενος ημερησίως κατά περίπτωση επί δεκαπέντε  ή δεκατρείς ή δέκα (10) ώρες ημερησίως μέχρι τη λύση της σύμβασής του, τυπικά με αμοιβαία συναίνεση στην πραγματικότητα, όμως,  λόγω μη καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών του από την αντίδικό του. Ότι, επιπλέον, το ως άνω πλοίο εκτέλεσε και τα αναφερόμενα στην αγωγή δρομολόγια εξπρές, για τα οποία δεν έλαβε την προβλεπόμενη πρόσθετη αμοιβή. Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούμενος ότι απασχολήθηκε χωρίς να λάβει το σύνολο των νόμιμων αποδοχών του, που αντιστοιχούσαν στις ώρες υπερωριακής απασχόλησής του, κατά τις καθημερινές, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες και χωρίς να συνυπολογιστούν αυτές στο σύνολό τους για τον προσδιορισμό και την καταβολή των επιδομάτων εορτών, Χριστουγέννων και Πάσχα, των ετών 2018 και 2019, τα οποία δικαιούται, ζήτησε, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό μόνο ως προς το κονδύλι της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, που έλαβε χώρα με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του στο ακροατήριο κατά τη δικάσιμο της 10-9-2020, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά κι επανέλαβε στις προτάσεις του (άρθρ. 224 εδ. β ΚΠολΔ), να υποχρεωθεί η εναγόμενη, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή και με καταδίκη της στα δικαστικά του έξοδα, να του καταβάλει το συνολικό χρηματικό ποσό των 34.086,79 ευρώ αναλυόμενο ως εξής: Α] για το χρονικό διάστημα από 27-12-2018 έως 31-12-2018: 1] ποσό 131 ευρώ για διαφορά δεδουλευμένων αποδοχών σύμφωνα με την εφαρμοστέα ΣΣΝΕ, 2] ποσό 153,75 ευρώ για αμοιβή υπερωριακής εργασίας για ένα (1) Σάββατο, 3] ποσό 145,18 ευρώ για υπερωριακή εργασία τις καθημερινές, 4] ποσό 89,09 ευρώ για δώρο Χριστουγέννων και 5] 13,78 ευρώ για επίδομα άγονης γραμμής, Β] για τη χρονική περίοδο από 1-1-2019 έως 14-6-2019: 1] 4.602,05 ευρώ για διαφορά δεδουλευμένων αποδοχών σύμφωνα με την εφαρμοστέα ΣΣΝΕ, 2] 4.243,50 ευρώ για αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες, 3] 5.098,38 ευρώ για υπερωριακή εργασία τις καθημερινές και τις Κυριακές, 4] 3.374,30 ευρώ για διαφορά πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές, 5] 2.429,86 ευρώ για δώρο Πάσχα 2019, 6] 920,62 ευρώ για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2019, 7] 454,74 ευρώ για επίδομα άγονης γραμμής, Γ] ποσό 2.429,86 ευρώ ως αποζημίωση απόλυσης, καθώς και να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγόμενης να του καταβάλει το ποσό των 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη από τη μη εμπρόθεσμη καταβολή των νόμιμων αποδοχών και επιδομάτων του, όλα δε τα ποσά νομιμοτόκως από την απόλυσή του (14-6-2019), άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι η αγωγή παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιόν του, που είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 7, 8, 9, 101 12, 13, 14 παρ. 2, 16 περ. 2, 33 ΚΠολΔ και 51 παρ. 3Α του Ν. 2172/1993, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς) για την εκδίκασή της κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρ. 614, 621, 622 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ). Ότι για το παραδεκτό της συζήτησής της -λαμβανομένου υπόψη του χρόνου κατάθεσής της (19-11-2019)- δεν απαιτείται η προσκόμιση εντύπου ενημέρωσης για τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση, που καταλαμβάνει αγωγές που κατατέθηκαν από 30-11-2019 και μετά [(παρ. 2 του άρθρου 3 του Ν. 4640/2019 [(ΦΕΚ τ. Α’ 190/30.11.2019, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 65 του Ν. 4647/2019 (ΦΕΚ τ. Α’ 204/16.12.2019)]. Ότι η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346, 361, 648, 652, 653, 655 ΑΚ, 68, 70, 176, 907 και 908 παρ. 1 περ. ε’ ΚΠολΔ, άρθρα 1, 2, 53, 54, 60, 66, 72, 75, 76, 82 και 84 του Κ.Ι.Ν.Δ, άρθρο μόνο της ΥΑ. 70109/8008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1 .82. «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιουμένους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β’1/1982), της ΣΣΝΕ πληρωμάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων έτους 2018, που κυρώθηκε με την ΥΑ 2242.5-1.5/80350/2018 (ΦΕΚ B’ 5084/14-11-2018), πλην του αιτήματος χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, το οποίο κρίθηκε απορριπτέο ως μη νόμιμο καθώς από τη διάταξη του άρθρου μόνου του ν. 690/1945, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 8 του Ν. 2336/1995, προκύπτει ότι η μη καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών ή αμοιβών πάσης φύσεως για παρασχεθείσα εργασία στοιχειοθετεί μεν ποινικό αδίκημα, όχι, όμως, και αδικοπραξία υπό την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, καθόσον με την παράλειψη αυτή ο εργαζόμενος δεν χάνει τις καθυστερούμενες αποδοχές, αφού διατηρεί αντίστοιχη ενοχική αξίωση κατά του εργοδότη του και συνεπώς δεν υφίσταται ζημία, η οποία ως αιτία έχει την σε σχέση με το ν. 690/1945 παράνομη συμπεριφορά του εργοδότη και συνακόλουθα, δεν υφίσταται παράνομη και υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας του εργαζόμενου από την ως άνω παράλειψη του εργοδότη του και συνεπώς δεν γεννάται και αντίστοιχη υποχρέωση του τελευταίου για αποκατάσταση ηθικής βλάβης με καταβολή εύλογης χρηματικής ικανοποίησης. Περαιτέρω έκρινε ότι νόμιμα ο ενάγων: α] συνυπολογίζει για τα επιδόματα εορτών το επίδομα αδείας, καθώς και το ημερήσιο αντίτιμο τροφής, το οποίο αποτελεί μέρος των παγίων και σταθερών αποδοχών του ναυτικού, ανεξαρτήτως αν παρέχεται σε χρήμα ή αυτούσια, o δε ισχυρισμός της εναγόμενης ότι δεν δικαιούται αντίτιμο τροφής, επειδή αυτός σιτιζόταν με δικές της δαπάνες, είναι ζήτημα απόδειξης και δεν αφορά τη νομική βασιμότητα του κονδυλίου, και β) την αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση, εφόσον, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, αυτή παρέχεται τακτικά κατά τα ένδικα χρονικά διαστήματα και επομένως περιλαμβάνεται στην έννοια των τακτικών αποδοχών, παρά τα όσα αντίθετα υποστηρίζει η εναγόμενη. Στη συνέχεια, εξέτασε την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, δεδομένου ότι καταβλήθηκε το, μετά τον γενόμενο περιορισμό, αναλογούν στο καταψηφιστικό της αίτημα τέλος δικαστικού ενσήμου [βλ. το δεσμευμένο ηλεκτρονικό παράβολο με κωδικό ……….., άρθρο 71 ΕισΝΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 6 παρ. 17 Ν. 2479/1997, σε συνδυασμό με το άρθρο 14 παρ. Ια ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 Ν.3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-7-2011)] και δέχτηκε εν μέρει αυτήν, υποχρέωσε, δε, την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 15.193,43€, με το νόμιμο τόκο από την 15.6.2019, πλην του ποσού των 615,22€, που είναι τοκοφόρο από 1.1.2020, κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 6.000 ευρώ και καταδίκασε την εναγόμενη σε μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, ύψους 520 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται με τις εφέσεις τους αμφότεροι οι εν μέρει ηττηθέντες διάδικοι για τα κεφάλαια της απόφασης που καθορίζονται με τους λόγους της έφεσής τους και, αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης με σκοπό ο μεν εκκαλών – ενάγων της υπό Α΄ έφεσης την παραδοχή ως ουσιαστικά βάσιμης της αγωγής του, η δε εκκαλούσα – εναγόμενη της υπό Β΄ έφεσης, την απόρριψη της αγωγής και την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση, κατ’ άρθρο 914 ΚΠολΔ, επειδή κατέβαλε στον ενάγοντα –  εκκαλούντα το χρηματικό ποσό που η εκκαλουμένη επιδίκασε υπέρ του προσωρινά. Αμφότεροι, δε, οι διάδικοι ζήτησαν την καταδίκη του αντιδίκου τους στην δικαστική τους δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Στις διατάξεις των άρθρων 421, 422 και 424 ΚΠολΔ, όπως αυτές ίσχυαν μετά την τροποποίησή τους με το Ν 4335/2015, ορίζονταν τα εξής: (άρθρο 421) «Οι διάδικοι μπορούν να προσάγουν προαποδεικτικώς ένορκες βεβαιώσεις, εφόσον αυτές λαμβάνονται ενώπιον του ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου της έδρας του δικαστηρίου ή της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα ή ενώπιον του προξένου της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα κατά τη διαδικασία των επόμενων άρθρων», (άρθρο 422) «1. Ο διάδικος που επιδιώκει τη λήψη ένορκης βεβαίωσης, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο προηγούμενο άρθρο, επιδίδει δύο (2) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από την βεβαίωση στον αντίδικο κλήση, η οποία αναφέρει την αγωγή, το ένδικο βοήθημα ή μέσο, που αφορά η βεβαίωση, τόπο, ημέρα και ώρα που θα δοθεί, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και τη διεύθυνση της κατοικίας του μάρτυρα. 2. Κατά τη βεβαίωση παρίστανται, εφόσον το επιθυμούν, οι διάδικοι. 3. Δεν επιτρέπεται η λήψη ένορκων βεβαιώσεων πάνω από πέντε (5) για κάθε διάδικο και τρεις (3) για την αντίκρουση» και (άρθρο 424) «Ένορκη βεβαίωση, που δίδεται κατά παράβαση των προηγούμενων διατάξεων, δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη στο πλαίσιο της δίκης για την οποία δόθηκε, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων». Η ευρύτητα της διατύπωσης της τελευταίας διάταξης έδιδε εκ πρώτης όψεως την εντύπωση ότι καταλάμβανε κάθε μία ανεξαιρέτως παρέκκλιση από τις διαδικαστικές προβλέψεις των άρθρων 421-423 ΚΠολΔ. Εν τούτοις, ήδη από τα πρώτα στάδια εφαρμογής της, επισημάνθηκε ότι ήταν τόσο ευρεία η διατύπωση, ώστε να καταλαμβάνει και απολύτως επουσιώδεις και δευτερεύουσες παρεκκλίσεις, από τις οποίες ουδεμία απολύτως βλάβη προέκυπτε για τον αντίδικο, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης, στην οποία δεν αναφερόταν το επάγγελμα του μάρτυρα. Υποστηρίχθηκε, λοιπόν, τόσο από τη θεωρία, όσο και από μεγάλο μέρος της νομολογίας των Δικαστηρίων της ουσίας, ότι σκόπιμο ήταν να περιοριστεί το εύρος της κήρυξης του απαραδέκτου μόνο στην παράλειψη της κλήτευσης ή στη μη τήρηση της προθεσμίας αυτής, οι δε λοιπές αταξίες της λήψης της ένορκης βεβαίωσης να αξιολογούνται στο πλαίσιο της δικονομικής ακυρότητας, ήτοι να απαγγέλλεται η τελευταία, μόνον υπό τους όρους του άρθρου 159 αριθ. 3 ΚΠολΔ, δηλαδή με τη συνδρομή και επίκληση του στοιχείου της βλάβης. Την παραπάνω άποψη υιοθέτησε και ο Ν 4842/13-10-2021, ο οποίος με το άρθρο 23 τροποποίησε το άρθρο 424 ΚΠολΔ ως ακολούθως: «Ένορκη βεβαίωση σε δίκη για την οποία δίδεται δεν λαμβάνεται υπόψη, ούτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, όταν: α) δεν έχει γίνει εμπρόθεσμη κλήση του αντιδίκου, β) δίδεται ενώπιον άλλου από τα αναφερόμενα στο άρθρο 421 όργανα ή σε διαφορετικό τόπο, ημέρα και ώρα από αυτήν που αναφέρεται στην κλήση, γ) η κλήση δεν αναφέρει το ονοματεπώνυμο του μάρτυρα, την αγωγή, το ένδικο βοήθημα ή μέσο, που αφορά η βεβαίωση, τον τόπο, την ημέρα και την ώρα που θα δοθεί, και δ) όταν παραβιάζεται το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 421. Ένορκη βεβαίωση κατά παράβαση των λοιπών διατάξεων λαμβάνεται υπόψη, εκτός αν συντρέχει δικονομική βλάβη του αντιδίκου». Υπό τη νέα διατύπωση της άνω διάταξης, το πεδίο εφαρμογής της οποίας καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς υποθέσεις, όπως και η παρούσα ένδικη υπόθεση (κατά ρητή πρόβλεψη του άρθρου 116 § 1 περ. β του Ν 4842/2021, όπως αυτή διορθώθηκε με το άρθρο 65 § 1 του Ν 4871/10-12-2021), καθίσταται σαφές ότι πλέον απαράδεκτο της ένορκης βεβαίωσης απαγγέλλεται αποκλειστικά για τους λόγους που απαριθμούνται περιοριστικά υπό στοιχ. α έως δ στο άρθρο 424 ΚΠολΔ, ενώ στις λοιπές περιπτώσεις μόνον εφόσον διαπιστώνεται δικονομική βλάβη του αντιδίκου, η δε ανωτέρω τροποποίηση της διάταξης του άρθρου 424 ΚΠολΔ έγινε γιατί, όπως αναφέρεται και στην αιτιολογική έκθεση του Ν 4842/2021, «Η ισχύουσα ρύθμιση είναι δυσανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό της ασφάλειας … με αποτέλεσμα οι διάδικοι να στερούνται ενός σημαντικού αποδεικτικού μέσου για κάποιο επουσιώδες διαδικαστικό σφάλμα, όταν το δικαστήριο θεωρεί (εννοείται λόγω αυτού) ότι η ένορκη βεβαίωση είναι ανυπόστατη» (ΑΠ 1278/2023 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Με την τροποποίηση δηλαδή του άρθρου 424 ΚΠολΔ περιορίστηκαν οι περιπτώσεις όπου η ένορκη βεβαίωση δεν λαμβάνεται υπόψη, στην παραβίαση των περιοριστικά αναφερομένων στην διάταξη ουσιωδών παραβάσεων λήψης της, ενώ για τις λοιπές παραβάσεις, που κρίνονται ως επουσιώδεις, ορίζεται πλέον ότι η ένορκη βεβαίωση λαμβάνεται υπόψη, εκτός αν ο αντίδικος του προσκομίσαντος αυτήν επικαλεσθεί και αποδείξει δικονομική βλάβη του από την εν λόγω παράβαση (ΑΠ 1905/2022 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»), η δε μεταβατική αυτή διάταξη του άρθρου 116 § 1β του Ν 4842/2021 εφαρμόζεται και επί των υποθέσεων, στις οποίες έχει ασκηθεί έφεση, η οποία συζητείται μετά την 01-01-2022, γιατί κατά τη σαφή αναφορά της, αυτή εφαρμόζεται για τις εκκρεμείς υποθέσεις, δηλαδή για τις υποθέσεις που υπάρχει εκκρεμοδικία κατά την έννοια των άρθρων 221 και 222 ΚΠολΔ, όχι όμως και όταν ασκείται αναίρεση, η οποία συζητείται μετά την ανωτέρω ημερομηνία, καθόσον δεν δημιουργείται εκκρεμοδικία με την άσκηση του εκτάκτου ενδίκου μέσου της αναίρεσης, η οποία δεν ανοίγει δίκη τρίτου ουσιαστικού βαθμού (ΑΠ 1127/2020 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»), αφού η άσκηση της αναίρεσης και η επ’ αυτής δίκη δεν καθιστά την αγωγή επίδικη, δεν ανοίγεται με το ένδικο αυτό μέσο νέος βαθμός δικαιοδοσίας, ούτε κρίνεται πλέον η ουσία της υπόθεσης αλλά ερευνάται το παραδεκτό και η βασιμότητα των προβαλλόμενων με τους λόγους αναίρεσης νομικών πλημμελειών της προσβαλλομένης απόφασης (ΟλΑΠ 44/1996, ΟλΑΠ 38/1996, ΑΠ 1905/2022).

Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο ενάγων και τον δεύτερο λόγο έφεσης η εναγόμενη διαμαρτύρονται γιατί το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο παρά τον νόμο δεν έλαβε υπόψη του τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από αυτούς ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων τους. Όπως αποδεικνύεται από την εκκαλουμένη απόφαση κρίθηκαν τα εξής: «..[Σημειώνεται ότι δεν λαμβάνονται υπόψη…….. και β] όλες οι ένορκες βεβαιώσεις που προσκομίζουν μ’ επίκληση οι διάδικοι και συγκεκριμένα: i] η υπ’ αριθμ. ……/1-6-2020 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Χίου …………, που ελήφθη με την επιμέλεια του ενάγοντος, χωρίς την παρουσία της εναγομένης, επειδή στην προσκομιζόμενη από τον ενάγοντα από 26-5-2020 έκθεση επίδοσης της υπαλλήλου του Δήμου ……, …………. . δεν επισυνάπτεται ούτε περιέχεται, με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, το κείμενο της επιδοθείσας στην εναγομένη κλήσης, στην οποία πρέπει να αναφέρονται η αγωγή που αφορά η βεβαίωση, ο τόπος, η ημέρα και ώρα που θα δοθεί αυτή, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και η διεύθυνση κατοικίας του εξεταζόμενου μάρτυρα, ώστε, εξαιτίας της μη προσκομιδής της κλήσης αυτής, δεν μπορεί να διαπιστωθεί εάν τηρήθηκαν οι κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ διατυπώσεις για την κλήτευση της εναγομένης ως προς τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης (περιεχόμενο της κλήσης), ii] η με αρ. πρωτ.ΔΣΠ_ΕΒ_………….2020 από 9-9-2020 ένορκη βεβαίωση που ελήφθη ενώπιον του δικηγόρου Πειραιώς …….. (ΑΜ ΔΣΠ ……) με την επιμέλεια του ενάγοντος, χωρίς την παρουσία της εναγομένης, διότι δεν πληρούται η απαιτούμενη από τη διάταξη του άρθρου 422 §1 ΚΠολΔ προϋπόθεση της προηγούμενης νομότυπης κλήτευσης της εναγομένης, καθώς από την προσκομιζόμενη από τον ενάγοντα υπ’ αριθμ. ……../1-9-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς …….. προκύπτει ότι επιδόθηκε στον πληρεξούσιο δικηγόρο της εναγομένης, ………., η από 31-8-2020 κλήση του ενάγοντος, με την οποία ο τελευταίος της γνωστοποίησε ότι προτίθεται να εξετάσει τον κατονομαζόμενο και εξετασθέντα μάρτυρα, την κάλεσε δε να παρευρίσκεται, κατά την εξέτασή του, ενώπιον του ως άνω δικηγόρου, την Τετάρτη 9/9/2020 και ώρες 12:00 και 12:30, πλην όμως o προσδιορισμός περισσότερων χρόνων για την εξέταση του μάρτυρα συνεπάγεται ασάφεια της σχετικής κλητεύσεως, αφού σ’ αυτήν δεν ορίζεται, κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο, ο χρόνος της εξέτασης, γι’ αυτό και η δοθείσα, παρά την έλλειψη αυτή, ως άνω ένορκη βεβαίωση είναι ανύπαρκτη ως αποδεικτικό μέσο και δεν λαμβάνεται υπόψη (έτσι ΑΠ 1321/2014), η δε τήρηση της εν λόγω προϋποθέσεως ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, και, επομένως, δεν είναι απαραίτητο να προταθεί η ακυρότητά της από τον διάδικο (βλ. Ι. Πετρόπουλου, “Οι ένορκες βεβαιώσεις στην πολιτική δίκη», ΕλλΔνη 48. 43, όπου περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία), iii] οι υπ’ αριθμ. …./14-7-2020, …./9-7-2020, ……/-9-9-2020 ένορκες βεβαιώσεις που ελήφθησαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Αμοργού ……… και οι υπ’ αριθμ. …./8-7-2020 και ………/8-7-2020 ένορκες βεβαιώσεις που ελήφθησαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Νάξου ……….. με την επιμέλεια της εναγομένης -χωρίς την παρουσία του ενάγοντος-, διότι δεν πληρούται η απαιτούμενη από τη διάταξη του άρθρου 422 §1 ΚΠολΔ προϋπόθεση της προηγούμενης νομότυπης κλήτευσης του ενάγοντος, καθώς από την προσκομιζόμενη από την εναγομένη υπ’ αριθμ. …../23-6-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς ………. προκύπτει ότι επιδόθηκε στον πληρεξούσιο δικηγόρο του ενάγοντος, …………. (για το παραδεκτό της κλήτευσης με την επίδοση σχετικής κλήσης στον υπογράφοντα το αγωγικό δικόγραφο πληρεξούσιο Δικηγόρο του ενάγοντος, βλ. ΑΠ 1069/1991 ΕλλΔνη 1992.820, ΠΠρΘεσ 18352/2014 ΧρΙΔ 2014.693, ΠΠρΑθ 1276/2010, ΠΠρΑθ 1233/2010 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος, ΠΠρΘεσ 24938/2009 ΧρΙΔ 2009. 896, M. Μαργαρίτης, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρ. 270 αρ. 18, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρ. 270 αρ. 9), η από 23-6-2020 κλήση της εναγομένης, με την οποία η τελευταία του γνωστοποίησε ότι προτίθεται να εξετάσει τους κατονομαζόμενους μάρτυρες, τον κάλεσε δε να παρευρίσκεται, κατά την εξέτασή τους, ως εξής: ..ενώπιον Α. του κ. Ειρηνοδίκη Πειραιά, στις 29.6.2020 και 30.6.2020, ημέρα Δευτέρα και Τρίτη αντίστοιχα και ώρα 10,00 πρωινή και 12 μεσημέρι και για τις δύο μέρες, Β. της Συμβολαιογράφου Πειραιά …………., στις 29.6.2020 και 30.6.2020, ημέρα Δευτέρα και Τρίτη αντίστοιχα και ώρα 17,00 και 17,30 και για τις δύο μέρες, στο γραφείο της επί της οδού ………Γ.  της Συμβολαιογράφου Αμοργού …………, που εδρεύει στη Χώρα δήμου και νήσου Αμοργού, στις 2/7/20 (ημέρα Πέμπτη), 3/7/20 (ημέρα Παρασκευή), 7/7/20 (ημέρα Τρίτη), 9/7/20 (ημέρα Πέμπτη), 14/7/20 (ημέρα Τρίτη), 21/7/20 (ημέρα Τρίτη), 23/7/20 (ημέρα Πέμπτη), 28/7/20 (ημέρα Τρίτη), 30/7/20 (ημέρα Πέμπτη), 31/7/20 (ημέρα Παρασκευή), 3/9/20 (ημέρα Πέμπτη), 4/9/20 (ημέρα Παρασκευή) και 8/9/20 (ημέρα Τρίτη) και ώρα 18, 15′, 18,30’και 18,45′ για όλες τις άνω ημέρες, Δ. ενώπιον του κ. Ειρηνοδίκη Νάξου, στις 8/7/20 (ημέρα Τετάρτη), 17/7/20 (ημέρα Παρασκευή) και ώρα 12,30 και 13,00 μεσημέρι και για τις δύο μέρες … και Ε. ενώπιον της Συμβολαιογράφου Νάξου ……….., που εδρεύει στη Χώρα της νήσου  Νάξου Κυκλάδων στις 8/7/20 (ημέρα Τετάρτη) και 17/7/20 (ημέρα Παρασκευή) και ώρα 10,00 και 10,30 και για τις δύο ημέρες, ΣΑΣ ΚΑΛΟΥΜΕ δε να παρευρεθείτε κατά τις ως άνω ώρες και ημέρες, άλλως θα τους εξετάσουμε και ερήμην σας. Τα ατομικά στοιχεία των μαρτύρων που θα εξετάσουμε είναι: 1) ……. 2) ……. 3) ….. …, 4) ……… …, 5) ……… …, 6) ……… .  7) ……….. . 8) …….. … και 9) ……….. … Ο κατά τα ανωτέρω προσδιορισμός, όμως, περισσότερων τόπων και χρόνων για την εξέταση των μαρτύρων συνεπάγεται ασάφεια της σχετικής κλητεύσεως, αφού σ’ αυτήν δεν ορίζεται, κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο, ο τόπος και ο χρόνος της εξέτασης. Επομένως, δεν πληρούται η απαιτούμενη, από το άρθρο 422 §1 ΚΠολΔ, προϋπόθεση της προσήκουσας κλήτευσης του ενάγοντος, από την οποία (προϋπόθεση) εξαρτάται το παραδεκτό του εν λόγω αποδεικτικού μέσου, με συνέπεια, οι ένορκες βεβαιώσεις, που έγιναν χωρίς την παρουσία του ενάγοντος, να είναι ανύπαρκτες ως αποδεικτικό μέσο και να μην λαμβάνονται υπόψη (έτσι ΑΠ 1321/2014), η δε τήρηση της εν λόγω προϋποθέσεως ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, και, επομένως, δεν είναι απαραίτητο να προταθεί η ακυρότητά της από τον διάδικο (βλ. ό.π.)]…». Σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω στην μείζονα πρόταση οι λόγοι αυτοί των εφέσεων πρέπει να γίνουν δεκτοί και ως ουσιαστικά βάσιμοι και πιο συγκεκριμένα:1)Σχετικά με τις ένορκες βεβαιώσεις που επικαλέστηκε και προσκόμισε ο ενάγων, εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν  έλαβε υπ’ όψιν: α) την [υπ΄αριθμ. ………./1.6.2020] ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα αποδείξεως, …….., διότι στην από 26-5-2020 έκθεση επίδοσης της υπαλλήλου του Δήμου Αμοργού …………. [ελλείψει δικαστικού επιμελητή στο νησί] αναγράφεται ότι επιδόθηκε η από 21.5.2020 κλήση – γνωστοποίηση μαρτύρων και της οποίας το περιεχόμενο έχει ακριβώς όπως μπροστά στην παρούσα έκθεσή της αναγράφεται, άρα επισυνάπτεται το κείμενο της κλήσης στην έκθεση επίδοσης, η δε γνωστοποίηση – κλήση περιλαμβάνει όλα τα απαραίτητα για τη νομιμότητα της κλήτευσης στοιχεία, ενώ και η εναγόμενη, η οποία δεν παρέστη, δεν εξέφρασε παράπονο για την κλήτευσή της αυτή, ούτε επικαλέστηκε δικονομική της βλάβη αλλά ούτε και αποδείχθηκε ότι επήλθε τέτοια βλάβη, β) την με αρ. πρωτ. ΔΣΠ_ΕΒ_……….2020 από 9-9-2020 ένορκη βεβαίωση, του μάρτυρα απόδειξης, ……….., διότι ο προσδιορισμός περισσότερων χρόνων για την εξέταση του μάρτυρα  δεν καθιστά ασαφή την κλήτευση της εναγόμενης. Ειδικότερα, η αναγραφή στην γνωστοποίηση της εξέτασης του μάρτυρα ότι αυτή θα πραγματοποιείτο ενώπιον του ως άνω δικηγόρου, την Τετάρτη 9/9/2020 και «ώρες 12:00 και 12:30» έχει την έννοια ότι o καλούμενoς να παραστεί οφείλει να παρίσταται, εφόσον το επιθυμεί, ενώπιον της αρχής στην οποία δίδεται η ένορκη βεβαίωση κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα που αναγράφεται στην κλήση, στην προκείμενη, δε, περίπτωση, οι διαφορετικές ώρες λήψης της ένορκης βεβαίωσης δεν τίθενται διαζευκτικά αλλά σωρευτικά, αναφέροντας το διάστημα στο οποίο θα λαμβάνονταν αυτή, σε κάθε δε περίπτωση, η εναγόμενη δεν ισχυρίζεται ότι παρέστη κατά την δόση των άνω ενόρκων βεβαιώσεων κατά τις άνω ώρες της ίδιας ημεροχρονολογίας, ούτε άλλωστε εκθέτει συγκεκριμένη δικονομική βλάβη που υπέστη από την επικαλούμενη ως άνω πλημμέλεια (πρβλ. ΕφΑθ 488/2018 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»), με συνέπεια, ένεκα των ανωτέρω, ουδεμία να δημιουργήθηκε αμφιβολία για το χρόνο λήψης τους και, πολύ περισσότερο, για την τήρηση της εκ του νόμου προβλεπόμενης προθεσμίας που μεσολαβεί από την κλήση του εκκαλούντος και τη λήψη των ενόρκων βεβαιώσεων, λαμβανομένης μάλιστα υπόψη και της τήρησης των κανόνων της καλής πίστης κατά την επιχείρηση των διαδικαστικών πράξεων, που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 116 ΚΠολΔ (ΕφΑθ 222/2024 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Εξάλλου, η επίκληση από την εκκαλουμένη απόφαση προς στήριξη της αιτιολογίας της, τής ΑΠ 1321/2014, αφορά σε άλλο θέμα και δη σε αυτό της διαζευκτικής κλήτευσης, που δεν συντρέχει στην υπό κρίση περίπτωση, 2)Σχετικά με τις ένορκες βεβαιώσεις που επικαλέστηκε και προσκόμισε η εναγόμενη, εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν τις έλαβε υπ’ όψιν του, δεδομένου ότι ο προσδιορισμός περισσότερων τόπων και χρόνων για την εξέταση των μαρτύρων δεν συνεπάγεται ασάφεια της σχετικής κλήτευσης, με την ίδια αιτιολογία που παραπάνω αναφέρθηκε, ούτε και αποδείχθηκε δικονομική βλάβη του ενάγοντος, που δεν παραστάθηκε, ούτε ο ίδιος επικαλέστηκε και απέδειξε τέτοια βλάβη. Επομένως, δεκτών γενομένων των λόγων αυτών η εκκαλουμένη εσφαλμένα το νόμο εφάρμοσε και πρέπει κατά το σχετικό κεφάλαιο να εξαφανιστεί και να ληφθούν υπόψιν όλες οι παραπάνω αναφερόμενες ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης αφού πληρούν τους όρους του νόμου.

Από την επανεκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι και λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση, είτε προς έμμεση απόδειξη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), μερικά από τα οποία μνημονεύονται παρακάτω, χωρίς να παραλείπεται κανένα κατά την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, πλην της από 3-2-2020 υπεύθυνης δήλωσης ν. 1599/1986 του ……….., που προσκόμισε η εναγόμενη και δεν μπορεί να χρησιμεύσει ούτε ως μαρτυρία τρίτου, επειδή κρίνεται ότι έγινε με σκοπό να χρησιμοποιηθεί στην παρούσα δίκη και αποτελεί, συνεπώς, ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο που δεν λαμβάνεται υπόψη (ΑΠ 1405/2014 ΝΟΜΟΣ), από τις ομολογίες των διαδίκων (άρθρ. 261 και 352 ΚΠολΔ), από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη (άρθρ. 336 ΚΠολΔ) και από όλες τις ένορκες βεβαιώσεις που προσκομίζουν μετ΄ επικλήσεως οι διάδικοι και συγκεκριμένα: i] την υπ’ αριθμ. ……../1-6-2020 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα απόδειξης, ………….., που δόθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Χίου, …………., με την επιμέλεια του ενάγοντος, χωρίς την παρουσία της εναγόμενης, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγόμενης κατά τα άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ (βλ. την από 26-5-2020 έκθεση επίδοσης της υπαλλήλου του Δήμου ,,,,,,,,,………., με επισυναπτόμενη την επιδοθείσα κλήση), ii] την με αρ. πρωτ. ΔΣΠ_ΕΒ_……….._2020 από 9-9-2020 ένορκη βεβαίωση, του ……………., που λήφθηκε ενώπιον του δικηγόρου Πειραιά, ……….. (ΑΜ ΔΣΠ ……………..) με την επιμέλεια του ενάγοντος, χωρίς την παρουσία της εναγόμενης, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσής της κατά τα άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ (βλ. την υπ’ αριθμ. …/1-9-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……..) iii] τις υπ’ αριθμ. …./14-7-2020, …./9-7-2020, ………/4-9-9-2020 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ανταπόδειξης, …………., αντίστοιχα, που λήφθηκαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Αμοργού, . ….. και τις υπ’ αριθμ. ………/8-7-2020 και ………./8-7-2020 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ανταπόδειξης, …………., αντίστοιχα, που λήφθηκαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Νάξου, ……….., με την επιμέλεια της εναγόμενης -χωρίς την παρουσία του ενάγοντος-, μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευσή του κατά τα άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ (βλ. την υπ’ αριθμ. ………../23-6-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς ………..) αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε προφορικά στο λιμάνι της Νάξου [και την 5.6.2019 εγγράφως στην Αμοργό, για την οποία θα γίνει λόγος κατωτέρω], μεταξύ του ενάγοντος, Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, κατόχου τού με αριθμό ……… ναυτικού φυλλαδίου και των νομίμων εκπροσώπων της εναγόμενης εταιρίας, πλοιοκτήτριας τού υπό ελληνική σημαία, επιβατηγού – οχηματαγωγού (ΕΓ — 0/Γ), ακτοπλοϊκού πλοίου, EΣ, νηολογημένου στο λιμένα του Πειραιά, με αύξοντα αριθμό εγγραφής ……, ολικής χωρητικότητας 246,31 κ.ο.χ., υπό το διεθνές διακριτικό σήμα …….., ο ενάγων ναυτολογήθηκε αυθημερόν, με την ειδικότητα του ναύτη, την 27-12-2018 και εργάστηκε μέχρι την 14-6-2019, οπότε και απολύθηκε στο λιμάνι της Νάξου, αμοιβαία συναινέσει, αυτού και του πλοιάρχου, όπως αναγράφηκε στο ναυτικό του φυλλάδιο. Από τη σχετική εγγραφή στο τελευταίο (ναυτικό φυλλάδιο) αποδεικνύεται ότι με την ατομική του σύμβαση συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων να του καταβάλλεται, κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, ο μισθός που προβλέπεται στη ΣΣΝΕ, αφού στο οικείο σημείο κάτω από την ένδειξη «Μισθός» αναγράφονται τα γράμματα «ΣΣ» (δηλαδή Συλλογική Σύμβαση). Επομένως, εφαρμοστέα από 27-12-2018 μέχρι 31-12-2018 κατέστη η ΣΣΝΕ πληρωμάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων έτους 2018, που κυρώθηκε με την ΥΑ 2242.5-1-5/80350/2018 (ΦΕΚ Β’ 5084/14-11-2018), ενώ από 1-1-2019 εφαρμοστέα ήταν η από 8.7.2019 ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019, που κυρώθηκε στις 24.7.2019 με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 12.8.2019 (ΦΕΚ Β 3170). Περαιτέρω, κατά την εφαρμοστέα ΣΣΝΕ του έτους 2018 (άρθρα 1, 3, 6, 8 § 13, 10 § 4 και 15 § 2) ο ενάγων έπρεπε να λαμβάνει μηνιαίως: Ως μισθό ενεργείας του ναύτη το ποσό των 1.181 , 15 ευρώ, ως επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας το ποσό των 259,86 ευρώ, ως επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας το ποσό των 35,92 ευρώ, ως αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας το ποσό των 19,59 ευρώ την ημέρα και μηνιαίως το ποσό των 587,70 ευρώ (19,59 ευρώ Χ 30) και ως αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας το ποσό των 425,45 ευρώ [(μισθός ενεργείας 1.181 , 15 ευρώ + επίδομα Κυριακών 259,86 ευρώ: 22) = 65,50 +19,59 ευρώ =) 85,09 Χ 5 ημέρες = 425,45 ευρώ], ήτοι το συνολικό ποσό των 2.490,08 ευρώ. Στις αποδοχές αυτές του ενάγοντος δεν περιλαμβάνεται το επίδομα ιματισμού, ποσού 57,63 € που ελάμβανε σε είδος από την εναγόμενη (άρθρο 5§3 της ως άνω ΣΣΝΕ 2018). Με την ίδια ΣΣΝΕ το ωρομίσθιο του ναύτη καθορίστηκε στο χρηματικό ποσό των 6,83 ευρώ και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε 8,54 ευρώ και σε 10,25 ευρώ, αντίστοιχα. Στις μηνιαίες αποδοχές του η εναγόμενη, με το πρώτο σκέλος του 3ου λόγου της έφεσής της ισχυρίζεται πως παρά τον νόμο και κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο για το ένδικο διάστημα από 27.12.2018 έως 31.12.2018 (5 ημερών) υπηρεσίας του ενάγοντος συνυπολόγισε και το αντίτιμο τροφής (19,59 € την ημέρα), μη λαμβάνοντας υπόψιν την διάταξη του άρθρου 3 της εφαρμοζόμενης στην ένδικη εργασιακή σχέση Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών πλοίων έτους 2018, ορίζουσας ρητά την δυνατότητα χορήγησης «παρασκευασμένης τροφής» αντί του ημερήσιου αντιτίμου τροφής και τον ισχυρισμό της που προέβαλε πρωτοδίκως και επαναφέρει με τον σχετικό λόγο της έφεσης πως παρείχε στον ενάγοντα σε είδος τροφή και επομένως δεν δικαιούται το αντίτιμο αυτής. Κατά την έννοια, όμως, του άρθρου 3 της ως άνω ΣΣΝΕ (2018) ως παρασκευασμένη τροφή θεωρείται αυτή που παρέχεται στο ναυτικό επί του πλοίου και από την υπηρεσία του μαγειρείου του. Τέτοια υπηρεσία δεν είχε το ως άνω πλοίο της εναγόμενης, αφού λόγω της μικρής χωρητικότητάς του δεν διέθετε χώρο παρασκευής γευμάτων, ούτε εστιατόριο, ούτε μάγειρα, στην οργανική σύνθεση, δε, του πληρώματός του δεν προβλεπόταν τέτοια ειδικότητα. Συνεπώς, το πλοίο αυτό δεν είχε τη δυνατότητα παροχής τριών γευμάτων την ημέρα στο πλήρωμά του (πρωινό, γεύμα, δείπνο) και η τροφή, που δεν μπορούσε να παρασχεθεί σε είδος, έπρεπε να παρέχεται σε χρήμα, ως ημερήσιο αντίτιμο τροφής. Αντ’ αυτού η εναγόμενη προμηθευόταν με δαπάνες της ένα  γεύμα την ημέρα για το πλήρωμα από το εστιατόριο  – ψητοπωλείο – οβελιστήριο, με την επωνυμία «…………..», που λειτουργεί στη χώρα της Νάξου, σύμφωνα και με τις καταθέσεις των μαρτύρων ανταπόδειξης, μεταξύ των οποίων και του ίδιου του ιδιοκτήτη του ως άνω εστιατορίου, ο οποίος τα μετέφερε στο πλοίο, για να καλυφθούν οι ανάγκες σίτισης, κάθε μεσημέρι, πλην Κυριακής, όταν το πλοίο βρισκόταν στο λιμένα της Νάξου, και κατά τις ώρες 12 το μεσημέρι με 2 μ.μ., κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Σάββατο και κατά τις ώρες 10.30 π.μ. με 2 μ.μ. κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Παρασκευή, ενώ το Σάββατο δίνει στο πλοίο και το φαγητό της Κυριακής, που παραμένει στη συντήρηση του πλοίου για την επομένη. Για τα λοιπά γεύματα της ημέρας η εναγόμενη δεν μεριμνούσε, με αποτέλεσμα η δαπάνη τους να βαρύνει κάθε μέλος του πληρώματος. Εξάλλου, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν αποδεικνύεται ότι το τίμημα εκάστου παρεχομένου γεύματος ήταν ίσο προς το ημερήσιο αντίτιμο τροφής, σε κάθε δε περίπτωση η προσφορά των γευμάτων αυτών είχε το χαρακτήρα οικειοθελούς εργοδοτικής παροχής και δεν μπορούσε να απαλλάξει την εναγόμενη από τις υποχρεώσεις της που θεμελιώνονταν στην ως άνω ΣΣΝΕ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε τα ίδια αν και με διαφορετική αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται από την παρούσα (άρθ. 534 ΚΠολΔ) ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει το πρώτο σκέλος του 3ου λόγου της έφεσης της εναγόμενης να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο. Με τον 1ο λόγο της έφεσής της η εναγόμενη ισχυρίζεται, ακόμα, ότι παρά τον νόμο και κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε τον ισχυρισμό της που επαναφέρει με τον λόγο αυτό, ότι δηλαδή είχε συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων μηνιαίος «κλειστός» μισθός και δη η αμοιβή του με πάγιο μηνιαίο «καθαρό» μισθό 1.700€ έως και 4.6.2019 και 2.000€ από 5.6.2019 στον οποίο περιλαμβάνεται ο βασικός μισθός, τα επιδόματα και όποιες άλλες παροχές προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, (Κυριακών, Σαββάτων και αργιών, αδείας μετά τροφής, υπερωριών), με την συμφωνία οι τυχόν υπέρτερες αποδοχές να καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, με το αιτιολογικό ότι στο ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος αναγράφεται ότι ο μισθός του ορίζεται από την ισχύουσα ΣΣΕ, με αποτέλεσμα να μην καταλογίσει το ανωτέρω «καθαρό» ποσόν στο σύνολο των ενδίκων αξιώσεων του ενάγοντος. Όπως αποδεικνύεται ο ενάγων συνομολογεί με τις προτάσεις του ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου ότι λάμβανε πράγματι τα παραπάνω ποσά μηνιαίως, όχι όμως και το ότι είχε συμφωνήσει με την εναγόμενη κλειστό μισθό κατά τα παραπάνω ποσά. Αποδεικνύεται, δε, ότι κατά τις ναυτολογήσεις του ενάγοντος στο ναυτικό φυλλάδιό του αναγράφεται ότι ο μισθός του ορίζεται από την ισχύουσα σσνε και επομένως πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός της εναγόμενης, όπως ορθά κρίθηκε και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Εξάλλου, τα ποσά που η εναγόμενη κατέβαλε στον ενάγοντα υπολείπονταν των νόμιμων, με βάση τις εφαρμοζόμενες σσνε, αφού οι ελάχιστες νόμιμες μηνιαίες αποδοχές που έπρεπε να λαμβάνει ο ενάγων για την απασχόλησή του ως ναύτης στο πλοίο της εναγόμενης ανέρχονταν για το έτος 2018 στο συνολικό ποσό των 2.490,08 ευρώ και για το έτος 2019 στο συνολικό ποσό των 2.539,09 ευρώ, επομένως οι καταβαλλόμενες από την εναγόμενη μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, για το έτος 2018 [το έτος 2018 θα ληφθεί υπόψιν διότι ο ενάγων με βάση τη σσνε 2018 υπολογίζει τις αξιώσεις του και το έτος 2019 –άρθ. 106 ΚΠολΔ-], όπως παραπάνω αναφέρονται, υπολείπονταν των ελάχιστων νόμιμων που ορίζονταν από την σσνε έτους 2018 [αλλά και με αυτήν του έτους 2019] της οποίας το περιεχόμενο κατέστη εφαρμοστέο κατά την επίδικη συμφωνία ναυτολόγησης, όπως αποδεικνύεται από την ρητή αναγραφή στο ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος της ένδειξης ΣΣ [συλλογική σύμβαση] αλλά και όπως συνομολογεί και η ίδια η εναγόμενη και επομένως η συμφωνία «κλειστού» μισθού ακόμα και αν ίσχυε, που, όμως, δεν αποδείχθηκε κάτι τέτοιο, δεν θα απάλλασσε την εναγόμενη από την εφαρμογή της υπερισχύουσας της συμφωνίας για κλειστό μισθό ρύθμισης της σσνε, σχετικά με το ύψος των ελάχιστων αποδοχών που όφειλε να καταβάλει στον ενάγοντα. Περαιτέρω, προκειμένου να είχε δικαίωμα η εναγόμενη να καταλογίσει τυχόν υπέρτερα καταβληθέντα εκ μέρους της ποσά δια «κλειστού» μισθού, θα έπρεπε να υπάρχει ρητή έγγραφη προς τούτο συμφωνία, μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, συμψηφισμού με οποιαδήποτε άλλη ρητά αναφερόμενη νόμιμη αξίωση του ναυτικού, που, σε κάθε περίπτωση, δεν αποδείχθηκε ότι είχε λάβει χώρα μεταξύ τους. Πρώτη φορά συμφωνήθηκε τέτοιος «κλειστός» μισθός την 5.6.2019, όταν οι διάδικοι τήρησαν έγγραφο τύπο για την ένδικη ναυτολόγηση, με λήξη αυτής 31.8.2019. Από τη συγκεκριμένη γραπτή συμφωνία, αντίγραφο της οποίας προσκόμισε η εναγόμενη, προκύπτει ότι ο μηνιαίος μισθός του ενάγοντος συνομολογήθηκε από τον ως άνω χρόνο (5.6.2019) “κλειστός”, ανερχόμενος στο συνολικό μικτό χρηματικό ποσό των 3.390,50€ [ήτοι 2.695€ + φόρος μισθωτών υπηρεσιών και εισφοράς αλληλεγγύης συνολικού ποσού 350,35€ + εισφορές Ναυτικού ύψους 345,15€] {και σε καθαρές αποδοχές ύψους 1.999,50 [2.695€ – 350,35€ – 345,15]} και άρα ήταν υπέρτερος των ως άνω ελάχιστων νόμιμων (μικτών) αποδοχών του, που όριζε η σσνε 2019, ύψους 2.539,09 ευρώ. Επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση που απέρριψε τον ισχυρισμό της εναγόμενης με αιτιολογία που συμπληρώνεται και από την παρούσα ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει να απορριφθεί ο 1ος λόγος της έφεσης της εναγόμενης.

Επειδή, εάν δικαστικά διεκδικούνται δεδουλευμένες αποδοχές έναντι των οποίων ουδέν έχει καταβληθεί, μετά τον προσδιορισμό τους σε μικτές αποδοχές, ο εργοδότης θα υποχρεωθεί να καταβάλει όλο το ποσό αλλά κατά την εκτέλεση θα προβεί στις νόμιμες κρατήσεις και θα καταβάλει στον δικαιούχο μόνο τις καθαρές αποδοχές. Εάν, όμως, έναντι των μικτών αποδοχών έχουν γίνει μερικότερες καταβολές καθαρών αποδοχών, για την εξεύρεση του οφειλόμενου υπόλοιπου το δικαστήριο της ουσίας πρέπει είτε να αναγάγει τις οφειλόμενες μικτές αποδοχές σε καθαρές και κατόπιν να αφαιρέσει τις ήδη καταβληθείσες, είτε το αντίστροφο. Αφαίρεση καθαρών αποδοχών από μικτές δεν νοείται, διότι πρόκειται για ποσότητες διαφορετικού είδους (ΑΠ 1522/2018, ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΠειρ 53/2023 δημ. στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιά). Με το 2ο σκέλος του 3ου λόγου της έφεσης η εναγόμενη παραπονείται διότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο παρά τον νόμο και κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων η εκκαλουμένη απόφαση προς εξεύρεση της διαφοράς αποδοχών του ενάγοντος από 27.12.2018 έως 31.12.2018 (5 ημερών) αφαίρεσε από τις μικτές αποδοχές τις καταβληθείσες από την εναγόμενη καθαρές τοιαύτες. Όπως αποδεικνύεται από την εκκαλουμένη απόφαση κρίθηκε ότι για το παραπάνω χρονικό διάστημα από 27.12.2018 έως 31.12.2018 (5 ημερών) υπηρεσίας του ενάγοντος η εναγόμενη έπρεπε να καταβάλει στον ενάγοντα ως νόμιμες αποδοχές, με βάση τη σσνε 2018, το ποσό των 415,01 ευρώ [2.490,08 δια 30 επί 5 ημέρες], πλην, όμως, αποδείχθηκε ότι του κατέβαλε το ποσό των 285 ευρώ και συνεπώς οφείλει να καταβάλει σε αυτόν την διαφορά που ανέρχεται στο ποσό των 130,01 ευρώ [415,01€ – 285€]. Το ποσό όμως των 285 ευρώ όπως αποδεικνύεται από την από 28.12.2018 τραπεζική κατάθεση στην οποία προέβη η εναγόμενη στον λογαριασμό μισθοδοσίας του ενάγοντος, αποτελεί το καθαρό, απαλλαγμένο από τις κρατήσεις ποσό δεδουλευμένων αποδοχών και συνεπώς εσφαλμένα η εκκαλουμένη απόφαση αφαίρεσε το καθαρό αυτό ποσό από τις δικαιούμενες μικτές αποδοχές του εν λόγω ναυτικού, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του ενάγοντος περί αοριστίας του λόγου αυτού. Κατόπιν αυτών και σύμφωνα με την αμέσως παραπάνω μείζονα πρόταση ο ενάγων έλαβε για την παραπάνω αιτία το ποσό των 285 ευρώ καθαρά ή τριακόσια εβδομήντα ευρώ και επτά λεπτά μικτά [370,07€] (με ασφαλιστικές εισφορές 17,85%, ήτοι 50,87€ + Φόρο Μισθωτών Υπηρεσιών 10% ήτοι 50,87€ + Ειδική Εισφορά Αλληλεγγύης 2% ήτοι 5,70€ =370,07€) και όχι το ποσό των 372,75 που ισχυρίζεται η εναγόμενη και του οφείλεται το υπόλοιπο ποσό των σαράντα τεσσάρων ευρώ και ενενήντα τεσσάρων λεπτών μικτά (44,94€)  [415,01€ – 370,07€]. Επομένως, η εκκαλουμένη που έκρινε διαφορετικά και επιδίκασε για τον λόγο αυτό το ποσό των 130,01€ αφαιρώντας από το ποσό των μικτών αποδοχών που υπολόγισε ότι δικαιούται να λαμβάνει  ο ενάγων [ήτοι ποσό 415,01€] το ποσό των καθαρών τοιούτων, δηλαδή το ποσό των 285 ευρώ που έλαβε για την αιτία αυτή εσφαλμένα το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει να γίνει δεκτό το 2ο σκέλος του 3ου λόγου της έφεσης της εναγόμενης. Με τον 2ο λόγο έφεσης του ενάγοντος και τους 4ο και 8ο λόγους έφεσης της εναγόμενης οι διάδικοι παραπονούνται για εσφαλμένη κρίση της εκκαλουμένης όσον αφορά την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος στο πλοίο της εναγόμενης για τα έτη 2018 και 2019. Ειδικότερα, ο μεν ενάγων ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα κρίθηκε καθημερινή 11ωρη υπερωριακή του απασχόληση, πλην των Κυριακών του ένδικου χρονικού διαστήματος που κρίθηκε ότι δεν αποδείχθηκε υπερωριακή του εργασία και εκτός του διαστήματος από 2.3.2019 έως 25/3/2019, που το πλοίο δεν εκτελούσε δρομολόγια και κρίθηκε ότι δεν εργαζόταν καθόλου, αν και αυτός σύμφωνα με τους αγωγικούς ισχυρισμούς του: α)κατά τη διάρκεια του μεγάλου δρομολογίου ισχυρίζεται ότι εργαζόταν επί 15 ώρες ημερησίως, β)κατά τη διάρκεια του μικρού δρομολογίου ισχυρίζεται ότι εργαζόταν επί τουλάχιστον 13 ώρες ημερησίως, γ)κατά τις Κυριακές 26.5.2019, 2.6.2019 και 7.6.2019, όταν το πλοίο εκτέλεσε το δρομολόγιο Αμοργός-Σαντορίνη-Ίος και επιστροφή, εργάστηκε κατά το ωράριο από 07:00 έως 17:00, ήτοι επί τουλάχιστον 10 ώρες, ενώ κατά τις υπόλοιπες Κυριακές, όταν το πλοίο δεν εκτελούσε δρομολόγια, εργαζόταν μόνο το νόμιμο 8ωρό του και γ)για το διάστημα από 2.3.2019 έως 25.3.2019, που το πλοίο δεν εκτελούσε δρομολόγια, εργαζόταν, συμμετέχοντας στις εργασίες επισκευής, επί 10 ώρες ημερησίως. Η δε εναγόμενη ισχυρίζεται ότι δεν υπήρξε ανάγκη εκτέλεσης υπερωριακής εργασίας εκ μέρους του ενάγοντος και ότι αυτός εργαζόταν το νόμιμο 8ωρό του. Επί των λόγων αυτών λεκτέα τα ακόλουθα: Σύμφωνα με αμφότερες τις προαναφερόμενες σσνε πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων, οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως δηλαδή οκτώ (8) ώρες την ημέρα από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, της εργασίας του Σαββάτου και των αργιών αμειβομένης υπερωριακώς. Το οκτάωρο της Κυριακής πληρώνεται με επίδομα που προβλέπεται στη σύμβαση. Για την πρόσθετη (υπερωριακή) εργασία περί της οποίας, η προκύπτουσα εκ της εφαρμογής της υπερωριακή αμοιβή του ναυτικού προσαυξάνεται κατά 25%. Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρον 18 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή η προσδιοριζόμενη από το παρόν άρθρο, προσαυξημένη κατά ποσοστό 50% για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου και αργιών. Οι κατωτέρω κατονομαζόμενες θρησκευτικές εορτές θεωρούνται ως ημέρες αργίας. Εργασίες εκτελούμενες κατά τις αργίες αυτές εν πλω και στο λιμάνι αμείβονται υπερωριακώς, σύμφωνα με την παραγρ. 5 του άρθρου 13 της Συλλογικής Σύμβασης… α. Η 1η του Έτους, β. Η εορτή των Θεοφανείων. γ. Η Καθαρή Δευτέρα, δ. Η 25η Μαρτίου, ε. Η Μεγάλη Παρασκευή, στ. Η Δευτέρα του Πάσχα. ζ. Η ημέρα του Αγίου Γεωργίου, η. Η 1η Μαΐου. θ. Η ημέρα της Αναλήψεως. ι. Η 15η Αυγούστου. ια. Η 14η Σεπτεμβρίου, ιβ. Η 28η Οκτωβρίου, ιγ. Η ημέρα του Αγίου Νικολάου. ιδ. Η ημέρα των Χριστουγέννων, ιε. Η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων».  Στο άρθρο 20 των ιδίων ΣΣΝΕ προβλέπονται τα κάτωθι:”1. Εάν ο ναυτικός διαταχθεί να εκτελέσει πρόσθετη εργασία, πέραν δηλαδή των κεκανονισμένων ωρών, είναι υποχρεωμένος να την εκτελέσει, δεν δύναται όμως η πρόσθετος αυτή εργασία να υπερβαίνει τις τέσσαρες ώρες εντός του 24ώρου. 2. Για την πρόσθετη αυτή εργασία ο εκτελέσας αυτήν ναυτικός δικαιούται σε πρόσθετη αμοιβή (υπερωρία) η οποία υπολογίζεται ως εξής: Το ποσόν του μισθού ενεργείας του άρθρου 2 παραγρ.1 διαιρείται δια των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχολήσεως, τούτων εξευρισκομένων δια της διαιρέσεως των εβδομάδων του έτους δια δώδεκα μηνών και του πολλαπλασιασμού του εκ της διαιρέσεως ταύτης προκύπτοντος πηλίκου (4,33) επί τας ώρας της εκάστοτε ισχυούσης εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχολήσεως. Βάσει του ανωτέρω υπολογισμού οι ώρες μηνιαίας υποχρεωτικής απασχολήσεως ανέρχονται εις (173). 3. Για κάθε πρόσθετη εργασία πέραν δηλαδή των κεκανονισμένων ωρών, η υπερωριακή αμοιβή των ναυτικών που προκύπτει από την εφαρμογή της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, προσαυξάνεται κατά ποσοστό 25%. 3α. Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα, και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρο 10 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας του άρθρου 2 παραγρ. 1, προσαυξημένου κατά ποσοστό 50%, για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης κατά τα Σάββατα και τις αργίες”. Επίσης στην εκάστοτε σσνε ορίζεται επακριβώς το ωρομίσθιο της κάθε ειδικότητας με τις προαναφερόμενες προσαυξήσεις, όπως παραπάνω αναφέρθηκε. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησης του ενάγοντος το ως άνω πλοίο διενεργούσε τους ακόλουθους τακτικούς άγονους (επιδοτούμενους από το Υπουργείο Ναυτιλίας και με ελάχιστη κίνηση κατά τους χειμερινούς μήνες) ακτοπλοϊκούς πλόες -που δεν αμφισβητούνται από την εναγόμενη-  ως ακολούθως: Κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Σάββατο, το πλοίο αναχωρούσε από την Αμοργό (Κατάπολα) στις 06:00 και με ενδιάμεσους σταθμούς στην Αιγιάλη (άφιξη 06:50 – αναχώρηση 07:00), Δονούσα (άφ. 08:15 – αναχ. 08:25), Κουφονήσι (άφ. 09:30 – αναχ. 09:40), Σχοινούσα (άφ. 10:10 – αναχ. 10:20), Ηρακλειά (άφ. 10:30 – αναχ. 10:40) έφτανε στο λιμάνι της Νάξου στις 12:05, όπου παρέμενε μέχρι την αναχώρησή του από εκεί στις 14:00 και προσεγγίζοντας τα ίδια ως άνω λιμάνια (Ηρακλειά αφ. 15:30 – αναχ. 15:40 / Σχοινούσα άφ. 15:50 – αναχ. 16:00 / Κουφονήσι άφ. 16:35 – αναχ. 16:45 / Δονούσα άφ. 17:55 αναχ. 18:05 / Αιγιάλη άφ. 19:20 – αναχ. 19:30) έφτανε στα Κατάπολα Αμοργού στις 20:20, όπου και διανυκτέρευε. Κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Παρασκευή το πλοίο αναχωρούσε από την Αμοργό (Κατάπολα) στις 07:00 και με ενδιάμεσους σταθμούς στο Κουφονήσι (άφ. 08:10 – αναχ. 08:20), Σχοινούσα (άφ. 08:55 – αναχ. 09:05), Ηρακλειά (άφ. 09:15 – αναχ. 09:25) έφτανε στο λιμάνι της Νάξου στις 10:50, όπου παρέμενε μέχρι την αναχώρησή του από εκεί στις 14:00 και προσεγγίζοντας τα ίδια ως άνω λιμάνια (Ηρακλειά αφ. 15:30 – αναχ. 15:40 / Σχοινούσα άφ. 15:50 – αναχ. 16:00 / Κουφονήσι άφ. 16:35 – αναχ. 16:45) έφτανε στα Κατάπολα Αμοργού στις 17:55, όπου διανυκτέρευε. Τις Κυριακές 26-5-2019, 2-6-2019 και 9-6-2019 το πλοίο εκτέλεσε το εξής δρομολόγιο: Αμοργός (Κατάπολα) με αναχώρηση στις 08:00, Θήρα (αφ. 11:15 – αναχ. 11:30), Ίος (άφ. 13:20 – αναχ. 13:30) και επιστροφή στα Κατάπολα Αμοργού την 16:25, όπου διανυκτέρευσε. Κατά το χρονικό διάστημα από 2-3-2019 μέχρι 25-3-2019, το πλοίο ήταν ακινητοποιημένο για εκτέλεση εργασιών συντήρησης και επιθεώρησης. Το εν λόγω πλοίο είχε πλήρη οργανική σύνθεση και απασχολούνταν σε αυτό 4 ναύτες, μεταξύ των οποίων δεν υπήρχαν βάρδιες αλλά μοιραζόντουσαν μεταξύ τους εκτελώντας τα κατωτέρω αναφερόμενα καθήκοντά τους. Ο αριθμός των μελών του πληρώματος ανταποκρινόταν στην ως άνω μικρή χωρητικότητά του και στην ελαττωμένη μεταφορική ικανότητά του, καθώς η μεταφορική του ικανότητα περιοριζόταν σε συνολικά μόλις 11 περίπου οχήματα, (πλήρης φόρτωση γκαράζ) ΙΧΕ και φορτηγά έως 6 μέτρα, με επιφάνεια φόρτωσης ΙΧΕ μόλις 125 τμ, εκ των οποίων επιφάνεια φόρτωσης φορτηγών ύψους άνω των δύο μέτρων μόλις 52 τμ, ήτοι μπορούσαν να φορτωθούν μόλις δύο φορτηγά των 6 μέτρων και μόλις 4 μικρά ΙΧΕ, ενώ καθ’ όλο το ένδικο χρονικό διάστημα μεταφέρθηκαν κατά μέσο όρο 6 ΙΧΕ και συνολικά 2 φορτηγά/αγροτικά/επαγγελματικά (κλουβάκια) ημερησίως, από όλα τα λιμάνια του δρομολογίου αθροιστικά, εκ των οποίων ένα (1) ή και κανένα ημερησίως ήτο φορτηγό έξι μέτρων το οποίο πιθανόν να χρειαζόταν έχμαση εάν ήτο φορτωμένο, των αγροτικών και επαγγελματικών στερούμενων δεστρών (μαπών), μη απαιτουμένης ως εκ τούτου έχμασης τούτων. Αναλόγως περιορισμένα ήταν και τα καθήκοντα των ναυτών του πληρώματος που ήταν επιφορτισμένοι με την καθαριότητα του πλοίου (για την οποία αρκούσε χρόνος εργασίας 4 ναυτών για 40 λεπτά ανά δρομολόγιο), με την (μία φορά) κρούση των ρολογιών πυρασφάλειας (10 λεπτά), με την ασφαλή πρόσδεση και απόδεση του πλοίου σε κάθε λιμένα και την συμμετοχή τους στις εργασίες αγκυροβολίας και άπαρσης και, ενδιάμεσα, στις εργασίες φορτοεκφόρτωσης των μεταφερόμενων με αυτό (ολίγων) οχημάτων πριν από τους απόπλους και μετά από τους κατάπλους του πλοίου στους λιμένες στους οποίους αυτό προσέγγιζε. Το γεγονός ότι οι αναχωρήσεις του πλοίου μπορούσαν να λάβουν χώρα ακόμα και μετά μόλις δέκα λεπτά της ώρας μετά από κάθε κατάπλου υποδηλώνει ότι ήταν δυνατή η ολοκλήρωση της εκφόρτωσης των οχημάτων που είχαν μεταφερθεί από τα προηγούμενα λιμάνια και η φόρτωση και τυχόν έχμαση των οχημάτων για τους επόμενους λιμένες. Οι ναύτες δεν εκτελούσαν καθήκοντα φυλακής (βάρδια) στη γέφυρα του πλοίου, ενώ ούτε αποσκωριώσεις ελασμάτων (ματσακόνι), χρωματισμοί και παρεμφερείς εργασίες συντήρησης του πλοίου αυτού γίνονταν κατά τον πλου, αφού τότε μετέφερε επιβάτες, παρά μόνον όταν έμπαινε στη δεξαμενή μια φορά το χρόνο. Επομένως, οι ώρες απασχόλησης των ναυτών (και δη του ενάγοντος) δεν ταυτίζονταν με τις πλεύσιμες ώρες του πλοίου, ενώ ο συνολικός χρόνος παραμονής τους στο πλοίο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως χρόνος υπερωριακής εργασίας αλλά απλής ετοιμότητας προς εργασία, για την οποία δεν δικαιούνται ιδιαίτερης αμοιβής, δεδομένου ότι ο ναυτικός λόγω της φύσης και των ειδικών συνθηκών τού επαγγέλματός του βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή (μη γνήσια) ετοιμότητα παροχής των υπηρεσιών του, αν του ζητηθούν, αφού, υπό την αντίθετη εκδοχή, θα έπρεπε να λαμβάνει αμοιβή για παροχή εικοσιτετράωρης εργασίας (Μ.Εφ.Πειρ. 48/2021, 23/2021, ΝΟΜΟΣ, Μ.Εφ.Πειρ. 361/2013 ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς). Συνεπώς, με βάση τις ως άνω συνθήκες και τις περιστάσεις που επικρατούσαν κατά το επίδικο χρονικό διάστημα στο εν λόγω μικρό Ε/Γ- Ο/Γ πλοίο (με πλήρη οργανική σύνθεση), το οποίο ήταν δρομολογημένο στην ως άνω άγονη τοπική ακτοπλοϊκή γραμμή, με τις προαναφερθείσες προσεγγίσεις σε ενδιάμεσα λιμάνια και ενόψει του ότι για την από τον ενάγοντα εκτέλεση των ως άνω καθηκόντων του κατά τις αφίξεις – αναχωρήσεις του πλοίου επαρκούσε χρόνος μισής ώρας το πολύ σε κάθε λιμένα, που δεν υπερέβαινε συνολικά το εξάωρο ανά ημέρα, το Δικαστήριο κρίνει ότι ουδέποτε κατά το συνολικό (επίδικο) χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του παρέστη ανάγκη να απασχοληθεί ο ενάγων πέραν του νομίμου οκταώρου, που προβλέπεται στα άρθρα 1§3 και 11 των ως άνω σσνε. Εξάλλου, πρέπει να λεχθεί ότι οι καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης του ενάγοντος, ………………., που υποστηρίζουν τους αγωγικούς ισχυρισμούς του δεν κρίνονται πειστικές ούτε αξιόπιστες σχετικά με την τέλεση εκ μέρους του υπερωριακής εργασίας και μάλιστα στις καθ΄ υπερβολή ώρες που αναγράφει στην αγωγή του, καθόσον δεν δύναται να διαλάθει της προσοχής του Δικαστηρίου το γεγονός ότι και οι ίδιοι έχουν ασκήσει παρόμοιες αγωγές εναντίον της εναγόμενης, αιτούμενοι να τους καταβληθούν αντίστοιχα, σε ύψος, με τα ένδικα κονδύλια, ποσά και συνεπώς κρίνεται ότι έχουν έννομο συμφέρον στην έκβαση της παρούσας δίκης. Όμως, αποδεικνύεται σύμφωνα με τα προαναφερόμενα δρομολόγια ότι λάμβανε χώρα τακτικό δρομολόγιο ημέρα Σάββατο. Η απασχόληση, δε, το Σάββατο και τις αργίες αμείβεται υπερωριακά από την πρώτη ώρα στη ναυτική εργασία. Επομένως, και με την μνεία ότι το προσαυξημένο ωρομίσθιο κατά 50% θα υπολογιστεί και για το έτος 2019 σύμφωνα με το καθορισμένο από την επίδικη σσνε έτους 2018, δηλαδή στο ποσό των 10,25€/ώρα και όχι στο ποσό των 10,44€, που ισχύει για το έτος 2019, δεδομένου ότι ο ενάγων, όπως λέχθηκε, υπολογίζει τις αξιώσεις του για το 2019 με βάση τη σσνε έτους 2018 και το Δικαστήριο σύμφωνα με την αρχή της διάθεσης (άρθ. 106 ΚΠολΔ) δεν μπορεί να υπερβεί το αίτημα της αγωγής, ο ενάγων δικαιούται να λάβει για την οκτάωρη απασχόλησή του για ένα (1) Σάββατο του έτους 2018 και για τα 16 Σάββατα και τις 5 αργίες του έτους 2019 τα εξής ποσά: Α)Για το πρώτο διάστημα απασχόλησης του ενάγοντος, από 27.12.2018 έως 31.12.2018 και για ένα (1) Σάββατο στις 29.12.2018 το ποσό των ογδόντα δύο ευρώ {1 Σάββατο Χ 8 ώρες Χ 10,25€/ώρα [προσαυξ. 50% του ωρομισθ.] = 82,00 ευρώ}, Β)Για το δεύτερο χρονικό διάστημα ναυτολόγησης του ενάγοντος από 1.1.2019 έως 14.6.2019, με τη μνεία ότι: 1)κατά το χρονικό διάστημα από 2.3.2019 έως και 25.3.2019 που το ένδικο πλοίο ήταν ακινητοποιημένο για την ετήσια επιθεώρησή του στα Αμπελάκια Σαλαμίνας και επ΄ αυτού εκτελούνταν επισκευές, ο ενάγων, όπως συνομολογεί και η εναγόμενη εργάστηκε τρία (3) Σάββατα δηλαδή 2, 9 και 23/3/2019, ενώ κατά το διάστημα από 16.3 έως 19.3 ο ενάγων είχε λάβει 4ήμερη άδεια άνευ αποδοχών και επομένως το Σάββατο 16.3 δεν εργάστηκε και 2) τα Σάββατα 26.1.2019, 16.2.2019, 30.3.2019 και 6.4.2019 το πλοίο δεν εκτέλεσε δρομολόγια λόγω απαγορευτικού απόπλου εξαιτίας των καιρικών συνθηκών (βλ. τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από την εναγόμενη ημερολόγια του πλοίου κατά τις παραπάνω ημερομηνίες και τις σχετικές βεβαιώσεις της λιμενικής αρχής επ΄αυτών), ο ενάγων δικαιούται να λάβει: α)Για [15+3] δεκαοκτώ (18) Σάββατα για όλο το χρονικό διάστημα της 2ης ναυτολόγησής του {5, 12 και 19/1, 2, 9 και 23/2, 2, 9 και 23/3, 13, 20 και 27/4, 4, 11, 18 και 25/5 και 1 και 8/6/2019} το ποσό των χιλίων τετρακοσίων εβδομήντα έξι ευρώ {18 Σάββατα Χ 8 ώρες Χ 10,25€/ώρα [προσαυξ. 50% του ωρομισθ.] = 1.476€} και β)Για έξι (6) αργίες {1/1, 26 και 29/4 –Μ. Παρασκευή και Δευτέρα του Πάσχα, αντίστοιχα-, 25/3 {την οποία και συνομολογεί η εναγόμενη – βλ. σελ. 17 πρωτόδικων προτάσεών της-}, 1/5 και 6/6 –Αναλήψεως-} το ποσό των τετρακοσίων ενενήντα δύο ευρώ {6 Αργίες Χ 8 ώρες Χ 10,25€/ώρα = 492€} και συνολικά για το έτος 2019 για την αιτία αυτή {Σάββατα και αργίες 2019} οφείλει στον ενάγοντα να καταβάλει η εναγόμενη το ποσό των χιλίων εννιακοσίων εξήντα οκτώ ευρώ [1.476 + 492 = 1.968€]. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε αντίθετα και επιδίκασε στον ενάγοντα αμοιβή ημερήσιας υπερωριακής απασχόλησης έντεκα ωρών κατά μέσο όρο ημερησίως, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει κατά το κεφάλαιο αυτό να εξαφανιστεί απορριπτομένου του 2ου λόγου της έφεσης του ενάγοντος και δεκτών γενομένων, αντίστοιχα, των 4ου  και 8ου λόγων της έφεσης της εναγόμενης. Με τον 3ο  λόγο έφεσης ο ενάγων διαμαρτύρεται για λανθασμένο συνυπολογισμό από την εκκαλουμένη απόφαση του μέσου όρου της υπερωριακής του αμοιβής – τον οποίο υπολόγισε με βάση τις παραδοχές της για 11ωρη υπερωριακή του απασχόληση- στις μηνιαίες αποδοχές του, με αποτέλεσμα να του επιδικάσει μικρότερο ποσό από αυτό που δικαιούτο για επιδόματα εορτών των ετών 2018 και 2019. Επιπρόσθετα, παραπονείται διότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη δεν συνυπολόγισε στις μηνιαίες αποδοχές του για την εξεύρεση των δώρων τον μέσον όρο αμοιβής για παροχή εξπρές δρομολογίων και το επίδομα ιματισμού. Αντίστοιχα, με τον 5ο , 10ο και 11ο  λόγους έφεσης η εναγόμενη διαμαρτύρεται γιατί παρά τον νόμο και κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων η εκκαλουμένη απόφαση έκρινε ότι ο ενάγων δικαιούται τα επιδικασθέντα ποσά για αναλογία επιδόματος εορτής Χριστουγέννων έτους 2018, για επίδομα Πάσχα έτους 2019 και για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων έτους 2019, υπολογίζοντας αυτό βάσει εσφαλμένων μηνιαίων τακτικών αποδοχών ενώ έπρεπε να λάβει λιγότερα ποσά. Επί των λόγων αυτών πρέπει καταρχήν να λεχθεί ότι ο ενάγων μη νόμιμα συνυπολογίζει το επίδομα ιματισμού, αφού η κύρια και βασική αιτία χορηγήσεώς του είναι η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου, δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, καθώς και λόγω της παροχής του σε είδος, όπως αποδείχθηκε από τις καταθέσεις των μαρτύρων ανταπόδειξης. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 14 της εφαρμοστέας άνω σσνε σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 2, 3 και 7 της με  αριθμό 70109/8008/14-12-1982 απόφασης του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς του δικαιούμενους ναυτικούς» (Φ.Ε.Κ. B’ 1/07-01-1982), προκύπτει ότι οι ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών αντίστοιχα, εφόσον  η σχέση εργασίας διήρκησε καθ’ όλο το διάστημα από την 1η Μαΐου μέχρι την 31η Δεκεμβρίου και από την 1η Ιανουαρίου μέχρι την 30η Απριλίου αντίστοιχα, ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε καθ’ όλο το αντίστοιχο χρονικό διάστημα, τα 2/25 του μηνιαίου μισθού για κάθε δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του μισού (μηνιαίου) μισθού για κάθε  οκταήμερο χρονικό διάστημα αντίστοιχα ή ανάλογο κλάσμα σε περίπτωση χρονικού διαστήματος μικρότερο του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου. Για τον υπολογισμό των επιδομάτων  λαμβάνεται υπόψη ο πράγματι καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα προ του Πάσχα αντίστοιχα, ενώ ως καταβαλλόμενος μισθός νοείται το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού. Τακτικές αποδοχές για την εφαρμογή των διατάξεων της άνω Υπουργικής Απόφασης θεωρούνται ο μισθός καθώς και κάθε άλλη παροχή εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη σαν συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το μισθωτό εργασίας, τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά, κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα του χρόνου. Ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικά στην ανωτέρω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος πάγια και τακτικά ανά  μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικά, γ) οι λοιπές, τακτικά και πάγια, καταβαλλόμενες  παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (Εφ.Πειρ. 435/2022, Εφ.Πειρ. 397/2020, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 18/2016, Εφ.Πειρ. 19/2016, Εφ.Πειρ. 371/2016, Εφ.Πειρ. 73/2016, Εφ.Πειρ. 160/2014, Εφ.Πειρ. 36/2014, Εφ.Πειρ. 647/2014, Εφ.Πειρ. 231/2013, Εφ.Πειρ. 377/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), η τροφοδοσία, είτε καταβάλλεται αυτούσια είτε σε χρήμα  (Εφ.Πειρ. 463/2022, Εφ.Πειρ. 435/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 496/2015, αδημ, Εφ.Πειρ. 861/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (Α.Π. 1013/2003, Εφ.Πειρ. 463/2022, Εφ.Πειρ. 481/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 430/2014, Εφ.Πειρ. 361/2014, Εφ.Πειρ. 56/2014, Εφ.Πειρ. 83/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και το επίδομα άγονης γραμμής (Εφ.Πειρ. 544/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 464/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, συνυπολογιστέα δεν είναι καταρχήν η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, όταν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (Εφ.Πειρ. 463/2022, Εφ.Πειρ. 220/2022, Εφ.Πειρ. 435/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 164/2014, Εφ.Πειρ. 328/2014, Εφ.Πειρ. 177/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ωστόσο συνυπολογίζεται και η εν λόγω αμοιβή στην περίπτωση που πραγματοποιούνται τακτικά τέτοια δρομολόγια και η αντίστοιχη προς αυτά πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται αδιαλείπτως (Εφ.Πειρ. 463/2022, ό.α, Εφ.Πειρ. 544/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 590/2014, Εφ.Πειρ. 66/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον, νομίμως λαμβάνεται υπ’ όψιν το αντίτιμο τροφής, ασχέτως αν παρέχεται σε χρήμα ή σε είδος, καθόσον αποτελεί μέρος του μισθού και τακτική προσαύξησή του, αποτιμητή σε χρήμα κατά τα οριζόμενα στη σσνε (ΜΕφΠ 496/2015 ΝΟΜΟΣ).

Στην ένδικη περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε οι ελάχιστες νόμιμες μηνιαίες αποδοχές που έπρεπε να λαμβάνει ο ενάγων για την απασχόλησή του ως ναύτης στο πλοίο της εναγόμενης ανέρχονταν για το έτος 2018 στο συνολικό ποσό των δύο χιλιάδων τετρακοσίων ενενήντα ευρώ και οκτώ λεπτών αναλυόμενο ως εξής: 1)Μισθός ενεργείας 1.181,15 ευρώ, 2)Επίδομα Κυριακών, σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας, 259,86 ευρώ, 3)Επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 35,92 ευρώ, 4)Αντίτιμο τής σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας 19,59 ευρώ την ημέρα και μηνιαίως 587,70 ευρώ (19,59 ευρώ Χ 30) και 5)Αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας 425,45 ευρώ [(μισθός ενεργείας 1.181, 15 ευρώ + επίδομα Κυριακών 259,86 ευρώ: 22) = 65,50 +19,59 ευρώ =) 85,09 Χ 5 ημέρες = 425,45 ευρώ] =2.490,08 ευρώ. Ενόψει του ότι δεν αποδείχθηκε υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος, πλην μίας μόνον ημέρας Σάββατο, η αναλογία επί του επιδόματος εορτής Χριστουγέννων 2018 θα προσδιοριστεί με βάση το παραπάνω ποσό, των 2.490,08€, ενώ δεν θα συνυπολογιστεί, ούτε και για τις αμοιβές επί των επιδομάτων εορτών του έτους 2019 αφενός το επίδομα ιματισμού, όπως προαναφέρθηκε και αφετέρου ο μέσος όρος της πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές, διότι η τελευταία, όπως θα αναφερθεί και κατωτέρω, δεν καταβαλόταν σταθερά και μόνιμα και επομένως δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής αλλά ούτε και ο ίδιος ο ενάγων την συνυπολογίζει στην αγωγή του (βλ. σελ. 4 αγωγής). Κατά συνέπεια: α)Για αναλογία επιδόματος εορτής Χριστουγέννων έτους 2018 και για χρονικό διάστημα πέντε (5) ημερών, δηλαδή από 27.12.2018 έως 31.12.2018, ο ενάγων έπρεπε να λάβει ποσό ίσο με τα 2/25 του μηνιαίου μισθού του για κάθε 19 ημέρες απασχόλησης και δη το ποσό των πενήντα ενός ευρώ και εβδομήντα εννέα λεπτών (2.490,08€ μηνιαίες αποδοχές Χ 2/25 Χ 0,26 δεκαεννεαήμερα = 51,79€ {ενν. μικτά}). Περαιτέρω, οι ελάχιστες νόμιμες μηνιαίες αποδοχές που έπρεπε να λαμβάνει ο ενάγων για την απασχόλησή του ως ναύτης στο πλοίο της εναγόμενης ανέρχονταν για το έτος 2019 σύμφωνα με τη σσνε έτους 2019 [η οποία όμως δεν θα εφαρμοστεί διότι ο ενάγων υπολογίζει αυτές με βάση τη σσνε 2018] στο συνολικό ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων τριάντα εννέα ευρώ και εννέα λεπτών, αναλυόμενες ως εξής: 1.204,77€ μισθός ενεργείας + 265,05€ επίδομα Κυριακών + 599,40€ αντίτιμο της παρεχόμενης σε είδος τροφής (19,98€Χ30) + 35,92€ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 433,95€ αποδοχές αδείας = 2.539,09€. Με την ίδια σσνε το ωρομίσθιο του ναύτη καθορίστηκε στο χρηματικό ποσό των 6,96 ευρώ και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε 8,70 ευρώ και σε 10,44 ευρώ αντίστοιχα. Όμως, δεδομένου ότι ο ενάγων για όλες τις μισθολογικές απαιτήσεις του εφαρμόζει την σσνε του έτους 2018, πρέπει κατ’ άρθρο 106 ΚΠολΔ (αρχή διάθεσης) αυτή να εφαρμοστεί και από το Δικαστήριο τούτο. Στο άθροισμα, επομένως, των νόμιμων μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος [ύψους 2.490,08€], όπως αυτές ανωτέρω καθορίστηκαν με βάση τη σσνε 2018, θα συνυπολογιστεί και ο μέσος όρος της αναλογούσας μηνιαίας υπερωριακής εργασίας που παρείχε ο ενάγων κατά τα 18 Σάββατα και τις 6 αργίες του έτους 2019,  για όλο το χρονικό διάστημα της δεύτερης ναυτολόγησής του, το έτος 2019, από 1.1.2019 έως 14.6.2019,  δηλαδή για συνολικά 165 ημέρες, που ισούται με το ποσό των τριακοσίων πενήντα επτά ευρώ και ογδόντα ενός λεπτών [1.968€ {αναλογούσα για Σάββατα και αργίες υπερωριακή εργασία κατά το ως άνω ένδικο χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του} δια 165 ημέρες εργασίας {χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του} επί 30 = 357,81€)]. Συνεπώς οι συνολικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, επί των οποίων θα υπολογιστεί η αναλογία των επιδομάτων εορτών έτους 2019 ανέρχονται στο ποσό των δύο χιλιάδων οκτακοσίων τριών ευρώ και είκοσι λεπτών (κατόπιν στρογγυλοποίησης) [2.490,08 + 357,81 = 2.847,89€ και κατόπιν στρογγυλοποίησης 2.847,90€]. Επομένως, για επίδομα εορτής Πάσχα 2019 και για το χρονικό διάστημα από 1.1.2019 έως 30.4.2019 ο ενάγων δικαιούται να λάβει ποσό ίσο με τον μισό μηνιαίο μισθό του και δη το ποσό των χιλίων τετρακοσίων είκοσι τριών ευρώ και ενενήντα πέντε λεπτών {μηνιαίος μισθός 2.847,90€ : 2= 1.423,95€}. β) Για αναλογία επιδόματος εορτής Χριστουγέννων 2019 και για το διάστημα της υπηρεσίας του από 1.5.2019 έως 14.6.2019 {ήτοι για χρονικό διάστημα 45 ημερών} δικαιούται να λάβει ποσό ίσο με τα 2/25 των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, για κάθε 19ήμερο διάστημα της εργασίας του, δηλαδή το ποσό των πεντακοσίων τριάντα εννέα ευρώ και πενήντα λεπτών [2.847,90€ {συνολικές μηνιαίες αποδοχές} Χ 2/25 Χ 2,368 δεκαεννεαήμερα {45 ημέρες δια 19} = 539,50€). Η εναγόμενη επαναφέρει τον ισχυρισμό της ότι ο ενάγων για τις παραπάνω αιτίες [8ωρη υπερωριακή εργασία κατά τα Σάββατα και τις αργίες] έχει εξοφληθεί δια της καταβολής για όλο το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του συνολικού κλειστού μισθού ύψους 9.687 ευρώ καθαρά. Ο ισχυρισμός αυτός και συνακόλουθα το σκέλος αυτού του λόγου της έφεσης πρέπει να απορριφθεί, διότι, σύμφωνα και με όσα λέχθηκαν παραπάνω στην απόρριψη του 1ου λόγου έφεσης της εναγόμενης, δεν αποδείχθηκε τέτοια συμφωνία κλειστού μισθού, η εναγόμενη κατέβαλε αποδοχές λιγότερες από τις οριζόμενες στις εφαρμοστέες σσνε –λαμβάνεται υπόψιν αυτή του 2018 με την οποία ο ενάγων υπολογίζει τις αξιώσεις του- και σε κάθε περίπτωση δεν αποδεικνύει ότι έναντι των ως άνω αξιώσεων του ενάγοντος κατέβαλε και ποιά ποσά, εμμένοντας στον αβάσιμο ισχυρισμό της περί κλειστού μισθού, ο οποίος όπως αποδείχθηκε υπολειπόταν των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών που όφειλε να καταβάλει στον ενάγοντα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε διαφορετικά και επιδίκασε μεγαλύτερα ποσά εσφαλμένα το νόμο εφάρμοσε και εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει να εξαφανιστεί και κατά το κεφάλαιο αυτό. Με τον 7ο λόγο έφεσης η εναγόμενη παραπονείται για το λόγο ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη επιδίκασε στον ενάγοντα για διαφορά βασικών αποδοχών έτους 2019 το ποσό των 4.602,05€, υπολογίζοντας εσφαλμένα τις τακτικές αποδοχές του ενάγοντος βάσει της οικείας ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ε/Γ-Α/Κ πλοίων ισχύος έτους 2019 η οποία όμως δημοσιεύτηκε την 12/8/2019 και δη μετά την λύση της ένδικης σύμβασης εργασίας και συνυπολογίζοντας επίσης εσφαλμένα το αντίτιμο τροφής στις βασικές μηνιαίες αποδοχές, παρά το γεγονός ότι παρείχετο σε είδος τροφή στον ενάγοντα και επομένως δεν δικαιούτο του αντιτίμου αυτής και αφετέρου αφαιρώντας επίσης εσφαλμένα από το ποσόν των μικτών αποδοχών που υπολόγισε ότι δικαιούτο να λάβει ο ενάγων, όχι το ποσόν των μικτών αποδοχών που έλαβε, ως θα έδει, και δη συμπεριλαμβανομένων των κρατήσεων υπέρ ασφαλιστικών ταμείων, τον φόρο μισθωτών υπηρεσιών (ΦΜΥ) και την ειδική εισφορά αλληλεγγύης, (ΕΕΑ) αλλά το ποσόν των καθαρών τοιούτων, δεχόμενη εντεύθεν εσφαλμένα ότι ο εφεσίβλητος δικαιούτο να λάβει για τις ανωτέρω αιτίες βάσει της οικείας ΣΣΕ το συνολικό μικτό – ακαθάριστο ποσόν των 13.964,99 € για βασικό μισθό, επίδομα Κυριακών, ανθυγιεινό επίδομα, άδεια μετά τροφής και αντίτιμο τροφής, αντί του μικτού – ακαθάριστου ποσού των 10.463,33 € χωρίς το αντίτιμο τροφής, καθώς και ότι έλαβε για τις ανωτέρω αιτίες το καθαρό ποσόν των 9.093,33 €, αντί του μικτού – ακαθάριστου ποσού των 12.586,10 € στο οποίο αντιστοιχεί το ποσόν των 9.687,00 € που έλαβε καθαρά (9.687,00 € καθαρά + 2.899,10 € κρατήσεις επί των νομίμων αποδοχών της ΣΣΕ), κατά τα περαιτέρω λεπτομερώς αναφερόμενα. Όπως αποδεικνύεται η εκκαλουμένη εσφαλμένα πράγματι αφενός υπολόγισε αρχικά τις βασικές αποδοχές του ενάγοντος, με βάση τη σσνε 2019, στο ύψος των 2.539,09€, στη συνέχεια όμως επιδίκασε στον ενάγοντα το ποσό που αυτός ζητούσε υπολογίζοντας τα κονδύλια με τη σσνε 2018. Αφετέρου η εκκαλουμένη αφαιρεί μικτά ποσά από καθαρά ποσά που έλαβε ο ενάγων, ενώ και ο ίδιος στην αγωγή του ομοίως εσφαλμένα πράττει, όμως, σύμφωνα με όσα παραπάνω αναφέρθηκαν. Νόμιμα, όμως συνυπολόγισε το αντίτιμο τροφής, το οποίο δεν αποδείχθηκε ότι παρείχε η εναγόμενη σε είδος. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι για διαφορές βασικών αποδοχών για το έτος 2019 και για 165 ημέρες της ναυτολόγησής του [από 1.1.2019 έως 14.6.2019] ο ενάγων έπρεπε να λάβει το ποσό των δεκατριών χιλιάδων εξακοσίων ενενήντα πέντε ευρώ και τριάντα οκτώ λεπτών [2.490,08 ευρώ οι ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του (με βάση τη σσνε 2018 όπως ο ίδιος την εφαρμόζει) Χ 165 ημέρες εργασίας το έτος 2019 = 13.695,38€ -εννοείται μικτά]. Έναντι του ποσού αυτού έλαβε (μικτά) το ποσό των δώδεκα χιλιάδων πεντακοσίων ογδόντα έξι ευρώ [9.687€ καθαρά + 2.899,10 νόμιμες κρατήσεις =12.586,10€], όπως αποδεικνύεται από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από την εναγόμενη καταβολές στον τηρούμενο στην εθνική τράπεζα λογαριασμό μισθοδοσίας του ενάγοντος. Συνεπώς για διαφορά βασικών αποδοχών έτους 2019 ο ενάγων δικαιούται να λάβει το ποσό των χιλίων εκατόν εννέα ευρώ και είκοσι οκτώ λεπτών [13.695,38 – 12.586,10 = 1.109,28 ευρώ μικτά]. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που επιδίκασε μεγαλύτερο ποσό εσφαλμένα το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει και κατά το κεφάλαιο αυτό να εξαφανιστεί, δεκτού γενομένου του 7ου λόγου της έφεσης της εναγόμενης. Με τον 6ο λόγο έφεσης η εναγόμενη παραπονείται γιατί η εκκαλουμένη απόφαση παρά τον νόμο και κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων έκρινε ότι για το ένδικο διάστημα από 27/12/2018 έως 31/12/2018 ο ενάγων δικαιούται επιδόματος άγονης γραμμής 13,78 ευρώ υπολογίζοντας εσφαλμένα αφενός τον αριθμό των ημερών απασχόλησης σε γραμμή Δημόσιας Υπηρεσίας επί 5 ημέρες αντί του ορθού 4 ημέρες και  αφετέρου το ύψος της αμοιβής του σε 13,78 ευρώ αντί του ορθού 10,74 ευρώ. Σχετικά με τον λόγο αυτό λεκτέα τα ακόλουθα: Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 7 της οικείας ως άνω ΣΣΕ «… χορηγείται ειδικό επίδομα εκ ποσοστού 7% επί του μισθού ενεργείας της παρ. 1 του άρθρου 1 για απασχόληση σε γραμμές Δημόσιας Υπηρεσίας (άγονες) επί 30 ημέρες. Για απασχόληση επί ολιγότερων των 30 ημερών καταβάλλεται αναλογία…». Κατά, δε, το διάστημα από 27.12.2018 έως 31.12.2018 η απασχόληση τόσο του πλοίου όσο και του ενάγοντος σε άγονη γραμμή ήταν συνολικά επί 4 ημέρες και όχι 5 ημέρες, όπως εσφαλμένα έκρινε η εκκαλουμένη, για την οποία ο ενάγων δικαιούται να λάβει αναλογία επί του επιδόματος άγονης γραμμής, ποσού δέκα ευρώ και εβδομήντα τέσσερα λεπτά (μισθός ενεργείας 1.181,15 € Χ 7% = 82,68 € Χ 0,13 μήνες [4 ημέρες δια 30] = 10,74€). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε διαφορετικά εσφαλμένα το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει να  εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και κατά το κεφάλαιο αυτό και να γίνει δεκτός ο υπό κρίση λόγος της έφεσης της εναγόμενης. Με τον 4ο λόγο έφεσης το ενάγοντος και τον 9ο λόγο έφεσης της εναγόμενης παραπονούνται οι διάδικοι για το ύψος των δρομολογίων εξπρές που επιδίκασε η εκκαλουμένη, αποδίδοντάς της το σφάλμα ότι παρά τον νόμο και κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων έκρινε, αφενός με βάση του ισχυρισμούς του ενάγοντος ότι εσφαλμένα συνυπολόγισε λανθασμένο μέσον όρο υπερωριακής αμοιβής στις μηνιαίες αποδοχές του, με αποτέλεσμα να του επιδικάσει μικρότερο ποσό από αυτό που δικαιούτο και αφετέρου, με βάση αυτούς της εναγόμενης, ότι υπολόγισε εσφαλμένα τις τακτικές αποδοχές του ενάγοντος βάσει της οικείας ΣΣΕ ισχύος έτους 2019, αντί της ΣΣΕ ισχύος έτους 2018 και συμπεριλαμβάνοντας σ’ αυτές εσφαλμένο μέσο όρο υπερωριακής αμοιβής που δεν δικαιούτο, καθώς και αντίτιμο τροφής που παρείχετο σε είδος, με αποτέλεσμα να του επιδικάσει μεγαλύτερο ποσό από αυτό που έπρεπε να λάβει. Επί των λόγων αυτών λεκτέα τα ακόλουθα: Σύμφωνα με το άρθρο 33 της οικείας σσνε πληρωμάτων ακτοπλοικών επιβατηγών πλοίων του έτους 2018 [όπως έχει λεχθεί ο ενάγων υπολογίζει όλες τις αγωγικές του αξιώσεις με βάση τη σσνε 2018 και αυτή θα εφαρμοστεί και από το Δικαστήριο, σύμφωνα με την αρχή της διάθεσης του άρθ. 106 ΚΠολΔ), το οποίο άρθρο τιτλοφορείται “Δρομολόγια Εξπρές”, ορίζεται ότι, σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση των δρομολογίων, πρέπει να προνοείται, από την αρμόδια υπηρεσία του ΥΕΝ και από τους πλοιοκτήτες, η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξι (6) ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο (παρ. 1). Αν κατ` εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατόν ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου (παρ. 2). Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου τέτοια δρομολόγια (Express) για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου, η κατά τη παρ. 7 πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού. Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αυτής αμοιβής, αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται διά του αριθμού 8, το δε πηλίκον αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων, για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή. ‘Ομως, σύμφωνα με τη παρ. 5 του ίδιου άρθρου, ειδικά προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των 5 δρομολογίων κάθε εβδομάδα, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, του, κατά την προαναφερθείσα παρ. 2 προσδιορισμού. Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα αμοιβή υπολογιζόμενη ως εξής: Εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή μετάβαση στο λιμάνι ή τους λιμένας προορισμού και επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών (παρ. 7α). Εάν είναι μικρότερη των 12 ωρών είναι ίση προς το ήμισυ της, ως άνω προβλεπόμενης (παρ. 7β). Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει, καθόσον αφορά την προβλεπόμενη απ` αυτές πρόσθετη αμοιβή, ότι αυτή καταβάλλεται εφόσον σε κάθε δρομολόγιο το πλοίο δεν παραμείνει τουλάχιστον έξι ώρες στο λιμάνι αφετηρίας πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο. Κατά τη σαφή δε έννοια της παρ. 1 του άρθρου αυτού, δρομολόγιο νοείται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής, δηλαδή το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας. Η υποχρέωση δε εξάωρης παραμονής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ορίζεται σαφώς ότι πρέπει να γίνεται “πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο”. Με τη διάταξη δε της παρ. 3 του ίδιου άρθρου δίδεται δυνατότητα παραμονής του πλοίου, στο λιμένα προορισμού, για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παρ. 1 αυτού, οπότε στην περίπτωση αυτή δρομολόγιο για το οποίο θα καταβληθεί η πρόσθετη αμοιβή της παρ. 7 θεωρείται εκείνο, για την εκτέλεση του οποίου το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι προορισμού πριν περάσουν έξι τουλάχιστον ώρες από τον κατάπλου στο λιμάνι αυτό. Εξ άλλου, όπως προκύπτει από την παρ. 5 του ίδιου άρθρου, πρόσθετη επίσης αμοιβή καταβάλλεται για τα πέραν των πέντε δρομολογίων κάθε εβδομάδα, προκειμένου περί πλοίων, τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, “ανεξάρτητα από το αποτέλεσμά του, κατά την παρ. 2 προσδιορισμού”. Δηλαδή, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, οι ναυτικοί που εργάζονται σε πλοία που εκτελούν καθημερινώς και περισσότερα από πέντε (5) (κυκλικά) δρομολόγια την εβδομάδα (δηλαδή 6, 7 …) είτε παραμένουν στο λιμάνι 6 ώρες, είτε όχι, λαμβάνουν την πρόσθετη αμοιβή που προβλέπεται στην παρ. 7, για τον καθορισμό της οποίας, δεν γίνεται ο υπολογισμός που προβλέπεται από την προαναφερθείσα παρ. 4 του άρθρου αυτού, αλλά εφόσον η διάρκεια του κάθε δρομολογίου (κυκλικού ταξιδιού) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η πρόσθετη αυτή αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών για κάθε δρομολόγιο, εφόσον δε είναι μικρότερη των 12 ωρών, είναι ίση προς το ήμισυ αυτής, κατά τα προεκτεθέντα. Δηλαδή, αν εκτελούν 6 τακτικά δρομολόγια την εβδομάδα διάρκειας μεγαλύτερης των 12 ωρών το καθένα, λαμβάνουν ως πρόσθετη αμοιβή το 1/30 των ως άνω αποδοχών, αν δε εκτελούν 7 τακτικά δρομολόγια τα 2/30 αυτών. Αν όμως εβδομαδιαίως εκτελούν μόνο πέντε (5) δρομολόγια Express ή λιγότερα των πέντε, τότε έχει εφαρμογή η παρ. 4 του ως άνω άρθρου, οπότε η δικαιουμένη για την εκτέλεση δρομολογίων “Express” πρόσθετη αμοιβή υπολογίζεται κατά το διαγραφόμενο από την παράγραφο αυτή τρόπο, κατά τον οποίον το προκύπτον πηλίκον από τη διαίρεση του αθροίσματος των ωρών πρόωρης αναχωρήσεως του πλοίου, δια του αριθμού 8, αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων αυτών. Τακτικά θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα, κατά τα οποία, το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας σε προκαθορισμένη για κάθε ημέρα ώρα, σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, χωρίς να ασκεί επιρροή, για το χαρακτηρισμό του δρομολογίου ως τακτικού, η ύπαρξη τυχόν καθυστερήσεων, κατά την εκτέλεσή του. Εξάλλου, κατά τη σαφή έννοια της παρ. 1 του πιο πάνω άρθρου, ως δρομολόγιο νοείται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής. Δηλαδή το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας. Η υποχρέωση εξάωρης παραμονής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ορίζεται σαφώς ότι πρέπει να γίνεται μία και μοναδική φορά σε κάθε δρομολόγιο και συγκεκριμένα στο λιμάνι αφετηρίας “πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο”. Η παραπάνω έννοια του δρομολογίου ταυτίζεται με εκείνη η οποία δίδεται και με το άρθρο 1 του Π.Δ. 814/1974 “περί καθορισμού κατηγοριών δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότητος δρομολογήσεως”, στο οποίο, το μεν δρομολόγιο νοείται ως “το κατά ημέρα και ώρα ιδιαίτερο ταξίδι προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής”, ο δε λιμένας αφετηρίας ως “ο λιμήν ή το σημείο εκκινήσεως και επανόδου του επιβατηγού πλοίου κατά την εκτέλεση του δρομολογίου του”. Η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 33 της πιο πάνω Σ.Σ.Ν.Ε. δεν εισάγει διαφορετική ρύθμιση από εκείνη της παρ. 1, με την έννοια ότι το πλοίο πρέπει να παραμείνει 6 ώρες τόσο στο λιμάνι αφετηρίας όσο και στο λιμάνι προορισμού. Δίδεται, όμως, η δυνατότητα, με τη διάταξη αυτή, παραμονής του πλοίου επί εξάωρο για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παρ. 1, είτε στο λιμάνι αφετηρίας είτε στο λιμάνι προορισμού, οπότε, στη δεύτερη περίπτωση, δρομολόγιο, για το οποίο θα καταβληθεί η πρόσθετη αμοιβή της παρ. 7, θεωρείται εκείνο για την εκτέλεση του οποίου το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι προορισμού πριν περάσουν 6 τουλάχιστον ώρες από τον κατάπλου στο λιμάνι αυτό. Το ότι η αμοιβή που προβλέπεται στο άρθρο αυτό καταβάλλεται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο δεν παρέμεινε στο λιμάνι επί 6 ώρες σε κάθε πλήρες ταξίδι του προκύπτει και από τον αναφερόμενο στην παρ. 7 τρόπο υπολογισμού της αμοιβής, όπου ο υπολογισμός γίνεται ανάλογα με την πλήρη διάρκεια του ταξιδιού, δηλαδή από την αναχώρηση του πλοίου έως την επιστροφή του (Εφ.Πειρ.716/2011 ΕΝΔ 2012.107, Εφ.Πειρ.34/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ.768/2005 αδημ. σε νομικό τύπο). Τέλος, με τη διάταξη της παρ. 6 του ίδιου άρθρου 33 ορίζεται ότι οι προαναφερθείσες διατάξεις δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται σε ημερόπλοια, καθώς και σε πλοία δευτερευουσών και τοπικών γραμμών, εκτός εάν τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυχτερινές ώρες, δηλαδή 23.00 μέχρι 7.00 ώρας. Από το περιεχόμενο της διατάξεως αυτής, προκύπτει σαφώς, ότι μ` αυτήν εισάγεται, κατ` αρχή, εξαίρεση, όσον αφορά τα ημερόπλοια, επί των οποίων, συμφωνήθηκε με την ως άνω ΣΣΝΕ να μην ισχύουν και να μην εφαρμόζονται οι προαναφερθείσες διατάξεις για καταβολή πρόσθετης αμοιβής, σε περίπτωση εκτελέσεως δρομολογίων “Express”. Ως ημερόπλοια νοούνται τα πλοία, που εκτελούν ημερινούς πλόες. Σύμφωνα δε με το άρθρο 1 του Κανονισμού “περί ενδιαιτήσεως και καθορισμού αριθμού επιβατών των επιβατηγών πλοίων”, ως ημερινοί πλόες νοούνται οι εκτελούμενοι μεταξύ των ωρών 05.00 έως 22.00 κατά τη θερινή περίοδο και των οποίων η συνολική διάρκεια δεν υπερβαίνει τις 12 ώρες. Όμως, και για τα ημερόπλοια, κατά το τελευταίο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 33 εισάγεται εξαίρεση της ως άνω εξαιρέσεως, σύμφωνα με την οποία και επί των πλοίων αυτών έχουν εφαρμογή όλες οι προαναφερθείσες διατάξεις, εφόσον όμως τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή από 23.00 μμ μέχρι 07.00 ημ, όπως ειδικότερα ορίζεται με τη ΣΣΝΕ αυτή. Επομένως, καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή και στους απασχολουμένους στα ημερόπλοια, τα οποία όμως εκτελούν τα παραπάνω δρομολόγια (Express) μόνον τις νυκτερινές ώρες ή επεκτείνουν τα δρομολόγια τους αυτά, τις ώρες αυτές δηλαδή 23.00 μέχρι 07.00 ώρας (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 1056/1997 Νομολ. Ναυτ. Τμήματος ΕφΠειρ 1996-1997, σελ. 27, ΕφΠειρ 1055/2000, ΕφΠειρ 1056/ 2000, ΕφΠειρ 1206/2000, ΕφΠειρ 207/2001 αδημ). Στην προκειμένη περίπτωση αποδεικνύεται ότι το ένδικο πλοίο κατά το χρονικό διάστημα ναυτολόγησης του ενάγοντος  εκτελούσε κάθε εβδομάδα έξι [6] ή επτά [7] κυκλικά δρομολόγια στις ακτοπλοϊκές γραμμές «Κατάπολα – Νάξος» και «Κατάπολα – Θήρα – Ίος» με επιστροφή στην αφετηρία (Κατάπολα), μέσω ενδιάμεσων λιμένων. Τα δρομολόγια αυτά ήταν ημερινά, όμως τρεις [3] ημέρες την εβδομάδα επεκτείνονταν πριν την 07:00 πρωινή. Τούτο, όμως, δεν αρκεί προκειμένου το πλοίο να απωλέσει το χαρακτηρισμό του ως ημερόπλοιου, μη υπαγόμενου στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 33 § 6, όπως θα γινόταν αν έξι [6] ή όλα τα εβδομαδιαία δρομολόγιά του συνέβαινε να επεκτείνονται κατά τις νυκτερινές ώρες. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που, κατ’ εφαρμογή της § 6 του άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ, επιδίκασε στον ενάγοντα πρόσθετη αμοιβή για την αιτία υπολαμβάνοντας ότι και τα τρία [3] δρομολόγια που εκκινούσαν προ της 07:00 πρωινής μπορούσαν να χαρακτηριστούν εξπρές, έσφαλε κατά την εφαρμογή του νόμου, κατ’ αυτεπάγγελτο έλεγχο της νομικής βασιμότητας της αγωγής από το παρόν Δικαστήριο, καθώς θα έπρεπε να απορρίψει το συγκεκριμένο αγωγικό κονδύλιο ως νομικά αβάσιμο, αφού, υπό τα εκτιθέμενα, η διενέργεια έξι [6] ή επτά [7], κατά βάση ημερινών, δρομολογίων σε τοπική γραμμή, από τα οποία μόνον τα τρία [3] επεκτείνονταν και κατά τις νυκτερινές ώρες, δεν αρκούσε για την εφαρμογή της § 6 του άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ. Σε κάθε, δε, περίπτωση, το συγκεκριμένο πλοίο ακόμα και αν ήθελε θεωρηθεί ημερόπλοιο που επεκτείνει το δρομολόγιό του τις νυχτερινές ώρες από 23 έως 7 διότι ξεκινάει το δρομολόγιο στις 6 αντί για τις 7 τρεις φορές την εβδομάδα, το πλοίο αυτό εκτελεί τοπικό ή δευτερεύον δρομολόγιο και συνεπώς σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη οι εργαζόμενοι σε αυτό δε λαμβάνουν αμοιβή για δρομολόγιο εξπρές διότι η βούληση του νομοθέτη ήταν να εξαιρούνται τα πλοία αυτά της εφαρμογής της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 33 της οικείας ΣΣΝΕ. Σημειωτέον ότι η κατά ολίγα λεπτά της ώρας υπέρβαση του δρομολογίου στην έναρξη ή τη λήξη του δεν αναιρεί το χαρακτηρισμό ενός πλοίου ως ημερόπλοιου, και ο απασχολούμενος σε αυτό ναυτικός δεν δικαιούται την πρόσθετη αμοιβή του άρθρο 33 της σσνε (ΑΠ 259/2014 ΕΝΔ 2014, 27), ενώ αντίθετα η υπέρβαση για χρονικό διάστημα μιας ώρας ανά δρομολόγιο είτε κατά τη λήξη είτε κατά την έναρξη έχει κριθεί (ΑΠ 345/2019 ΕΝΔ 2019, 107) ότι δικαιολογεί τον αποχαρακτηρισμό του πλοίου ως ημερόπλοιου και την επάνοδο στον κανόνα καταβολής της πρόσθετης αμοιβής για τα πέραν των 5 δρομολόγια εβδομαδιαίως, δηλαδή το έκτο και το έβδομο και συνεπώς για τον παραπάνω αποχαρακτηρισμό απαιτείται όλα τα ημερινά δρομολόγια, όπως λέχθηκε, να επεκτείνονται ή τουλάχιστον τα έξι από αυτά ώστε το ένα πέραν των πέντε να χαρακτηριστεί ως εξπρές, αφού σε αντίθετη περίπτωση δεν συγκροτείται το πραγματικό της διάταξης του άρθρυ 33 παρ. 3 της ΣΣΝΕ (ΜΕφΠειρ 581/2022 δημοσιευμένη σε ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς). Επομένως, πρέπει και κατά το κεφάλαιο αυτό να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και να απορριφθούν ο 4ος λόγος έφεσης του ενάγοντος και ο 9ος της εναγόμενης.

Τέλος το ναυτικό φυλλάδιο είναι δημόσιο έγγραφο με ιδιάζουσα φύση και έχει την αποδεικτική ισχύ του δημοσίου εγγράφου (άρθρο 438 παρ. 1 ΚΠολΔ), όπως αυτή καθορίζεται, μόνο, όμως, αναφορικά με όσα γεγονότα συντάχθηκαν από τη δημόσια αρχή (λιμενική ή προξενική) ή έγιναν ενώπιόν της, όπως οι δικαιοπρακτικές δηλώσεις των μερών, η κατάρτιση και λύση της σύμβασης ναυτολόγησης, η ιδιότητα του κατόχου ως ναυτικού, τα στοιχεία της ταυτότητάς του, ο αριθμός μητρώου απογραφής, η θαλάσσια υπηρεσία του κ.ά.. Επίσης, το ναυτικό φυλλάδιο έχει την αποδεικτική ισχύ του δημοσίου εγγράφου και ως προς τις καταχωρήσεις σε αυτό του πλοιάρχου, μόνον όταν αυτός ενεργεί ως δημόσιος λειτουργός, όχι δε και όταν ενεργεί ως εκπρόσωπος του πλοιοκτήτη, όπως συμβαίνει στην περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης ναυτολόγησης του ναυτικού που υπηρετεί στο πλοίο ή της δικής του «αμοιβαία συναινέσει», εφόσον βεβαίως ο πλοίαρχος προέβη στην καταχώρηση και ο απολυόμενος ή ο ίδιος ο πλοίαρχος, όταν πρόκειται για τη δική του καταγγελία, δεν παρουσιάστηκε στη λιμενική ή προξενική αρχή (Ι. Κοροτζή, Ναυτ.Εργ.Δικ., 1990, παρ. 121, Καμβύση, Ναυτεργ. Δικ., 1994, σελ. 434, Αγαλλόπουλο, Ναυτεργ. Δικ., σελ. 39). Επομένως, η αναγραφή στο ναυτικό φυλλάδιο του ναυτικού  ότι ο απολυόμενος αποναυτολογείται «κοινή συναινέσει» είναι δεκτική ανταπόδειξης με κοινά αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο με προσβολή του εγγράφου αυτού ως πλαστού, κατά το άρθρο 438  ΚΠολΔ (ΜονΕφΠειρ 435/2022 δημ. σε ιστοσελίδα ΕφΠειρ). Περαιτέρω από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 72, 75 εδαφ.δ΄ και 76 του Ν. 3816/1958 «Περί κυρώσεως του Κώδικος Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου» (ΦΕΚ Α΄ 32/28.2.1958), όπως ίσχυσαν από της εισαγωγής του ΚΙΝΔ, προέκυπτε ότι στο ναυτικό του οποίου, χωρίς να βαρύνεται με υπαιτιότητα, η σύμβαση εργασίας καταγγέλλεται από τον πλοίαρχο, οφείλεται αποζημίωση ίση προς τις πάσης φύσεως πάγιες και σταθερές αποδοχές του δεκαπέντε (15) ημερών κατά το χρόνο της απόλυσής του. Μειωμένη αποζημίωση, πάντως όχι κατώτερη του μισθού δεκαπέντε (15) ημερών, προέβλεπε και η διάταξη του άρθρου 77 ΚΙΝΔ, για την περίπτωση, μεταξύ άλλων και του επί δεκαπενθήμερο τουλάχιστον χρονικό διάστημα παροπλισμού του πλοίου, ο οποίος (παροπλισμός) έχει την έννοια της παραμονής του πλοίου αργού στο λιμένα είτε ελλείψει συμφέροντος ναύλου είτε προς διενέργεια επισκευών για τη διατήρηση ή ανανέωση της κλάσης του (ΕφΠειρ. 346/2011, ΕΝαυτΔ 2011/271, ΕφΠειρ. 929/2001, ΕΝαυτΔ 2001/15, ΕφΠειρ. 1252/1997, ΕΝαυτΔ 1997/461, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 77, σελ. 389, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 359, ο ίδιος, Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, 1982, άρθρο 77, σελ. 268).

Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε η ουσιαστική βασιμότητα του ισχυρισμού του ενάγοντος περί εκ μέρους του ίδιου καταγγελίας της ένδικης σύμβασης εργασίας του, λόγω βαριάς παράβασης των καθηκόντων του πλοιάρχου συνιστάμενη στη μη καταβολή των νόμιμων αποδοχών του, δεδομένου ότι όπως αποδεικνύεται στο ναυτικό φυλλάδιό του, την 14-6-2019, η ένδικη σύμβαση λύθηκε «αμοιβαία συναινέσει» στη Νάξο (ο ενάγων αποναυτολογήθηκε, αναφέροντας στον πλοίαρχο σοβαρό προσωπικό πρόβλημα). Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε την 5.6.2019, δηλαδή λίγες μέρες πριν την αποναυτολόγηση του ενάγοντος ο ίδιος κατάρτισε με την εναγόμενη νέα έγγραφη σύμβαση ναυτολόγησης, ορισμένου χρόνου ήτοι, με λήξη αυτής την 31.8.2019 και συμφώνησαν οι αποδοχές του να ανέρχονται στο ποσό των 3.390,50 ευρώ (μικτά) «κλειστός μισθός», μηνιαίος μισθός που ήταν υπέρτερος των ελάχιστων νόμιμων (μικτών) αποδοχών του, που όριζε η σσνε έτους 2019, ύψους 2.539,09 ευρώ. Επιπλέον δεν κρίνονται ούτε στο σημείο αυτό πειστικές και αξιόπιστες οι καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως, καθόσον όπως προέκυψε και οι μάρτυρες αυτοί επικαλέστηκαν ακριβώς τους ίδιους λόγους με τον ενάγοντα και άσκησαν αγωγές προκειμένου ομοίως να διεκδικήσουν αποζημίωση απόλυσης. Συνεπώς, ο ενάγων δεν δικαιούται αποζημίωσης απόλυσης (κατά τα άρθρα 74, 75 και 76 ΚΙΝΔ) και το σχετικό αγωγικό αίτημα, που συνιστά και τον πέμπτο λόγο της έφεσής του, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο, όπως ορθά έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Κατ’ ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων και δεδομένου ότι δεν προβάλλεται από τους διαδίκους άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθούν όσα κρίθηκαν απορριπτέα και να γίνουν εν μέρει δεκτές ως ουσιαστικά βάσιμες οι συνεκδικαζόμενες εφέσεις, κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους τους, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη υπ΄αριθμ. 2082/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το μη ανατραπέν μέρος της, για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτέλεσής της (ΑΠ 748/1984, Δνη 1985/642, ΜονΕφΠειρ. 8/2024, ΜονΕφΘεσ. 174/2018, ΜονΕφΠειρ. 16/2017, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ. 700/2011, ΕΝαυτΔ 2012/113), συμπεριλαμβανομένης τής, περί της επιβολής δικαστικών εξόδων, διάταξής της και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν επανεκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα τα κάτωθι ποσά: 1) Για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών: α) από 27-12-2018 έως 31.12.2018, το ποσό των σαράντα τεσσάρων ευρώ και ενενήντα τεσσάρων λεπτών [44,94€] και β)από 1.1.2019 έως 14.6.2019 το ποσό των χιλίων εκατόν εννέα ευρώ και είκοσι οκτώ λεπτών [1.109,28€], 2) Για υπερωριακή απασχόληση Σαββάτων και αργιών: α) από 27.12.2018 έως 31-12-2018 το ποσό των ογδόντα δύο (82€) ευρώ και β)από 1.1.2019 έως 14.6.2019 το ποσό των χιλίων εννιακοσίων εξήντα οκτώ ευρώ [1.968€], 3) Για αναλογία επιδόματος εορτής Χριστουγέννων έτους 2018 το ποσό των πενήντα ενός ευρώ και εβδομήντα εννέα λεπτών (51,79€), 4) Για επίδομα εορτής Πάσχα 2019, το ποσό των χιλίων τετρακοσίων είκοσι τριών ευρώ και ενενήντα πέντε λεπτών (1.423,95€}, 5) Για αναλογία επιδόματος εορτής Χριστουγέννων 2019, το ποσό των πεντακοσίων τριάντα εννέα ευρώ και πενήντα λεπτών (539,50€), 6) Για αναλογία επιδόματος άγονης γραμμής: α) από 27.12.2018 έως 31.12.2018 το ποσό των δέκα ευρώ και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών ( 10,74€) και β)από 1.1.2019 έως 14.06.2019 το ποσό των τετρακοσίων εξήντα τριών ευρώ και ογδόντα ενός λεπτών (463,81€) και για όλες τις παραπάνω αιτίες το συνολικό ποσό των πέντε χιλιάδων εξακοσίων ενενήντα τεσσάρων ευρώ και ενός λεπτού {44,94 + 1.109,28 + 82 + 1.968 + 51,79 + 1.423,95 + 539,50 + 10,74 + 463,81 = 5.694,01€], με το νόμιμο τόκο από την επομένη της αποναυτολόγησής του (15-6-2019) που αποτελεί κατά νόμο δήλη ημέρα (πλην της αναλογίας επιδόματος Χριστουγέννων 2019 ποσού 539,50€, το οποίο πρέπει να καταβληθεί με το νόμιμο τόκο από 1.1.2020, ήτοι τη μεταγενέστερη κατά νόμο δήλη ημέρα καταβολής του (Ολ.ΑΠ 40/2002, ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΠειρ 48/2021 ιστοσελίδα ΕφΠειρ) και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Σημειωτέον ότι το ποσό των 51,79 € που αντιστοιχεί στην αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων του έτους 2018  είναι τοκοφόρο από 1.1.2019 και το ποσό των 1.423,95€ του επιδόματος εορτής Πάσχα 2019 είναι τοκοφόρο από 1.5.2019, όμως θα επιδικαστούν τόκοι από 15.6.2019 κατά το αγωγικό αίτημα (άρθρο 106 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτό και ως ουσιαστικά βάσιμο το αίτημα της εναγόμενης περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση ως προς το επιδικασθέν σε βάρος της, με την εκκαλουμένη απόφαση, ως προσωρινά εκτελεστό ποσό, των έξι χιλιάδων (6.000€) ευρώ, το οποίο, όπως αποδεικνύεται από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από 21.7.2023 Απόδειξης Είσπραξης Προσωρινώς Εκτελεστού Ποσού, η εναγόμενη κατέβαλε στον ενάγοντα την 21.7.2023, δεδομένου ότι το ως άνω  χρηματικό ποσό της τελεσίδικης καταψήφισης, ύψους πέντε χιλιάδων εξακοσίων ενενήντα τεσσάρων ευρώ και ενός λεπτού {5.694,01€], δεν υπερβαίνει αυτό που έχει καταβληθεί ως προσωρινά εκτελεστό στο ναυτικό αλλά υπολείπεται αυτού κατά τριακόσια έξι (306€) ευρώ, μετά από στρογγυλοποίηση, του οποίου και πρέπει διαταχθεί η απόδοση στην εναγόμενη από τον ενάγοντα. Τέλος, μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα από τους διαδίκους, ανάλογο με την έκταση της νίκης και της ήττας των διαδίκων της αγωγής πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της εναγόμενης, η οποία, παρά την παραδοχή της έφεσής της, ηττήθηκε εν μέρει στην ουσία της υπόθεσης (άρθρα 106, 178 παρ.1, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ και άρθρα 63, 68 και 69 του Κώδικα περί Δικηγόρων (Ν. 4194/2017), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης οριζόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις εφέσεις.

Δέχεται αυτές τυπικά και εν μέρει στην ουσία τους.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.

Κρατεί και δικάζει την αγωγή.

Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη.

Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των πέντε χιλιάδων εξακοσίων ενενήντα τεσσάρων ευρώ και ενός λεπτού {5.694,01€], με το νόμιμο τόκο από την 15-6-2019, πλην της αναλογίας επιδόματος Χριστουγέννων 2019 ποσού 539,50€, το οποίο πρέπει να καταβληθεί με το νόμιμο τόκο από 1.1.2020 και όλα τα παραπάνω μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Δέχεται εν μέρει το αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.

Διατάσσει τον ενάγοντα να αποδώσει στην εναγόμενη το ποσό των τριακοσίων έξι (306€) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης στον ενάγοντα της παρούσας απόφασης.

Επιβάλλει σε βάρος της εναγόμενης μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας που ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων, στις 7.5.2025

                      Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ