Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 235/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

3ο ΤΜΗΜΑ

Αριθμός αποφάσεως 235/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Βασιλική Παπιγκιώτη, Εφέτη, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών, και από τη Γραμματέα Ε.Δ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ……….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………..» και με διακριτικό τίτλο «…………», που εδρεύει στην Αθήνα ………., με ΑΦΜ ……….., νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Κορωναίο, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Του εφεσίβλητου: ……………, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Νικολάου Γεωργακόπουλου.

Ο ενάγων, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 14-9-2023 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2023 αγωγή του, κατά της εδώ εκκαλούσας και της εταιρείας με την επωνυμία «…………» (………….), ζητώντας τα διαλαμβανόμενα σε αυτή. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 2551/2024 απόφαση, με την οποία η αγωγή έγινε δεκτή αναφορικά με την εναγόμενη – εκκαλούσα, ενώ ως προς την  εταιρεία με την επωνυμία «………..», διατάχθηκε ο χωρισμός της υπόθεσης και κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτησή της. Την απόφαση αυτή προσέβαλε η εναγόμενη – εκκαλούσα, με την από 24-9-2024 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιά ………./2024 έφεσή της (αριθμός κατάθεσης δικογράφου και προσδιορισμού δικασίμου ενώπιον του Εφετείου Πειραιά, …………../2024), δικάσιμος για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε η αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η οποία εκφωνήθηκε από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσίβλητου ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις του, ο δε πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσε προτάσεις, με τις οποίες ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η φερόμενη προς συζήτηση και κρίση ενώπιον του παρόντος, αρμοδίου, καθ’ ύλη και κατά τόπο, Δικαστηρίου (άρθρα 19 και 16 αρ. 10 ΚΠολΔ), παραπάνω έφεση, ασκήθηκε από την, κατά τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα, πρωτοδίκως ηττηθείσα διάδικο νομίμως και εμπροθέσμως με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου στις 24-9-2024 και εντός προθεσμίας τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης. η οποία έλαβε χώρα στις 31-7-2024 [(βλ. υπ’ αριθμ. ….. Α’ έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………..) (άρθρα 495 – 499, 511, 513 παρ. 1β, 516, 517, 518 παρ. 1 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 εδαφ. α’ και 7 εδαφ. α’ του ΚΠολΔ, όπως αυτές ισχύουν μετά την – κατά περίπτωση – αντικατάσταση και τροποποίησή τους από τις διατάξεις του ν. 4335/2015)], δοθέντος ότι, βάσει του άρθρου 147 παρ. 2 ΚΠολΔ, το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου δεν υπολογίζεται για τις προθεσμία του άρθρου 518 παρ. 1 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, περαιτέρω, κατά το παραδεκτό και βάσιμο των επιμέρους λόγων της, κατά την ειδική διαδικασία που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρο 614 αρ.5 περ. γ, 622 Α’ περ. 6 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι, για το παραδεκτό της, δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου (άρθρο 495 παρ. 3 – 614 αρ. 5 ΚΠολΔ).

Με την από 14-9-2023 αγωγή του, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου αυτής, ο ενάγων, στρεφόμενος κατά της εδώ εκκαλούσας και της εταιρείας με την επωνυμία «……………» εκθέτει ότι τυγχάνει ηλεκτρολόγος μηχανικός και μηχανικός υπολογιστών, και πραγματογνώμονας εγγεγραμμένος στον κατάλογο πραγματογνωμόνων του Πρωτοδικείου Πειραιά. Ότι, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 563/2019 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά (ναυτικό τμήμα), ο ίδιος και ο ………….., ναυπηγός και μηχανολόγος μηχανικός, διορίστηκαν προκειμένου, με εμπεριστατωμένη έκθεσή τους, να παράσχουν την επιστημονική τους άποψη για τα αναφερόμενα σε αυτή ζητήματα. Ότι κατόπιν όρκισής του, την οποία επίσπευσε η εναγόμενη, ο ίδιος και ο έτερος διορισθείς πραγματογνώμονας, εκκίνησαν την εργασία τους. Ότι η διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης και η σύνταξη της έκθεσης μετά των προσαρτημάτων της, διήρκησε μέχρι τις 12-7-2023, οπότε ολοκληρώθηκε και εγχειρίσθηκε αυθημερόν στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά. Ότι από τις 23-4-2020 δε γνωστοποίησε εγγράφως σε αμφότερους τους διαδίκους της δίκης το εκτιμώμενο ύψος της αμοιβής του, στο ποσό των 130.000 ευρώ πλέον ΦΠΑ, ενώ μετά την εγχείριση της έκθεσης προέβη σε ανάλυση των ορισθέντων ποσών, επί της οποίας η εναγόμενη δεν εξέφρασε επιφύλαξη. Ότι ειδικότερα, για τη σύνταξη της έκθεσής του, προέβη στις αναφερόμενες εργασίες και απαιτήθηκαν οι αναφερόμενες για εκάστη εργασία ημέρες απασχόλησης, κατά τα αναλυτικά αναφερόμενα στον ενσωματωμένο στην αγωγή πίνακα. Ότι οι διάδικοι της δίκης επί της οποίας διεξήχθη η πραγματογνωμοσύνη, οι οποίοι είχαν άτυπη μεταξύ τους συμφωνία για εξ ημισείας επιμερισμό της αμοιβής των πραγματογνωμόνων, κατέληξαν από κοινού σε εξώδικο συμβιβασμό και παραιτήθηκαν των δικογράφων και δικαιωμάτων τους. Ότι η εύλογη αμοιβή του, για την από 30-6-2021 πραγματογνωμοσύνη που εκπόνησε, ανέρχεται, βάσει του Κανονισμού Προεκτιμώμενων αμοιβών μελετών και παροχής τεχνικών και λοιπών συναφών επιστημονικών υπηρεσιών (ΥΑ αριθμ. ΔΝΣγ/32129/ΦΝ 466/ΦΕΚ Β 2519/20-7-2017), στο ποσό των 146.423,70 ευρώ, πλέον ΦΠΑ ποσού 35.141,69 ευρώ, ήτοι συνολικά 181.565,39 ευρώ, στην οποία περιλαμβάνονται και τα έξοδά του. Ότι, ωστόσο, επειδή, κατά τα ανωτέρω, γνωστοποίησε στους διαδίκους ότι η αμοιβή του ανέρχεται στο ποσό των 130.000 ευρώ, πλέον ΦΠΑ ποσού 31.200 ευρώ, ήτοι συνολικά 161.200 ευρώ, περιορίζει την αξίωσή του στο ποσό αυτό. Ότι έναντι της ως άνω αμοιβής του, του καταβλήθηκε το ήμισυ αυτής, ήτοι το ποσό των 80.600 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητεί: α) να αναγνωριστεί ότι αναγνωρίστηκε από όλους τους υπόχρεους το εύλογο της συνολικώς προσδιορισθείσης από τον ίδιο αμοιβής του για την σύνταξη της επίδικης πραγματογνωμοσύνης μετά των παραρτημάτων αυτής, στο ποσό των 161.200 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α., β) να οριστεί ως εύλογη αμοιβή για την συμμετοχή του στη σύνταξη της από 30-6-2021 επίδικης πραγματογνωμοσύνης μετά των παραρτημάτων αυτής, που εγχειρίστηκε στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιώς στις 12-7-2021, το συνολικό ποσό των 161.200 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α., γ) να αναγνωριστεί η καταβληθείσα αμοιβή του ύψους 80.600 ευρώ από την εταιρεία με την επωνυμία «…………….» (δεύτερη εναγόμενη), ως εύλογη ανταποκρινόμενη ως προς στο ύψος της στο ήμισυ της αξίας της συνολικής αμοιβής του, και δ) να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη, ήτοι η εκκαλούσα να του καταβάλει το ήμισυ της αμοιβής του, ήτοι το ποσό των 80.600 ευρώ, νομιμοτόκως από τις 30-6-2021 άλλως από την επίδοση της αγωγής. Επί της αγωγής αυτής το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 2551/2024 απόφασή του, με την οποία διέταξε τον χωρισμό της υπόθεσης όσον αφορά στην εκεί δεύτερη εναγόμενη («………………»), κήρυξε δε απαράδεκτη τη συζήτηση ως προς αυτήν, περαιτέρω δε απέρριψε ως μη νόμιμα τα αιτήματα: α) της στηριζόμενης στην ΥΑ αριθμ. ΔΝΣγ/32129/ΦΝ 466/ΦΕΚ Β 2519/20-7-2017) αγωγικής βάσης, καθόσον κατά τα αναφερόμενα στην εκκαλουμένη, η αμοιβή του πραγματογνώμονα υπολογίζεται κατά την εύλογη κρίση του δικαστή, ο οποίος λαμβάνει υπόψη του την απασχόληση και τις επιστημονικές γνώσεις που απαιτήθηκαν, την σπουδαιότητα και δυσκολία της εργασίας και γενικά τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν για την εκτέλεση της πραγματογνωμοσύνης, β) του υπό στοιχ. α’ αγωγικού αιτήματος, διότι συνιστά πραγματικό γεγονός που δεν μπορεί να καταστεί αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής γ) του υπό στοιχ. γ’ αιτήματος, το οποίο ήδη περιλαμβάνεται στο αίτημα του ενάγοντος προς καθορισμό της συνολικής αμοιβής του και δ) του παρεπόμενου περί τοκοφορίας αιτήματος σε χρόνο προγενέστερο της επίδοσης της αγωγής, καθώς ο ενάγων δεν επικαλείται όχληση για καταβολή του αιτούμενου ποσού από προγενέστερο χρονικό σημείο και δη από τις 30-6-2021, ημερομηνία σύνταξης της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης. Εν τέλει, με την εκκαλουμένη, υποχρεώθηκε η πρώτη εναγόμενη και νυν εκκαλούσα να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 65.000 ευρώ πλέον ΦΠΑ, ποσού 15.600 ευρώ, νομιμότοκα από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, για δε το αναλογούν στο ΦΠΑ ποσό με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την έκδοση του σχετικού τιμολογίου. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η πρώτη εναγόμενη – εκκαλούσα και ζητεί, κατ’ ορθή εκτίμηση των διατυπωθέντων στην έφεση αιτημάτων της και των λόγων που εκτίθενται σε αυτήν, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να απορριφθεί η ένδικη αγωγή.

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, 8, 10-15 του β.δ. της 25-3-1836, που αναφέρεται στα δικαιώματα των μαρτύρων, πραγματογνωμόνων κλπ στις πολιτικές δίκες, 16 παρ. 11, 189 παρ. 1, 677 παρ. 3, 678 παρ. 3, 173 παρ. 3 και 677 παρ. 6 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι ο πραγματογνώμονας που διορίσθηκε σε πολιτική δίκη με δικαστική απόφαση δικαιούται αμοιβής, στην καταβολή της οποίας υποχρεούται ο διάδικος, που γνωστοποίησε στον πραγματογνώμονα το διορισμό του και τον προσκάλεσε σε ορκωμοσία και διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης. Η αμοιβή αυτή περιλαμβάνεται μεν στα έξοδα της δίκης, που επιβάλλονται σε βάρος του διάδικου, που νικήθηκε, τα οποία μπορούν να συμψηφισθούν στο σύνολο τους ή κατά ένα μέρος (άρθρα 178, 179 ΚΠολΔ), πλην όμως οι διατάξεις αυτές αφορούν στις μεταξύ των διαδίκων σχέσεις και καθορίζουν τον υπόχρεο διάδικο έναντι του αντίδικου του για την πληρωμή των εξόδων, των οποίων η εκκαθάριση και ο συμψηφισμός γίνεται από το δικαστήριο, το οποίο έχει υπόψη του τον διάδικο που προσκάλεσε τον πραγματογνώμονα και υπόχρεο στην καταβολή της αμοιβής του από το διάδικο, που τον προσκάλεσε προς διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, έστω και αν κατά το χρόνο άσκησης του δικαιώματος του αυτού έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση, που επιβάλλει τα έξοδα της δίκης σε βάρος άλλου διάδικου ή τα συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων. Εξάλλου αν για τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης απαιτούνται ειδικές γνώσεις επιστήμης και τέχνης, η αμοιβή και τα έξοδα του πραγματογνώμονα προσδιορίζονται από το δικαστήριο, κατά δίκαιη κρίση, ανάλογα με την απασχόληση του και τις ειδικές γνώσεις που απαιτήθηκαν. Αυτά υπολογίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παραπάνω β.δ. και όχι σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 696/1974 ή άλλου νομοθετήματος με το οποίο ρυθμίζονται θέματα αμοιβής μηχανικών για σύνταξη μελετών κλπ. Τέλος η αμοιβή στον πραγματογνώμονα οφείλεται και όταν αυτός λόγω μη προσήκουσας στάθμισης η διάγνωσης των στοιχείων, τα οποία τέθηκαν υπόψη, καταλήξει σε λανθασμένο πόρισμα, αφού η πραγματογνωμοσύνη κατ` άρθρο 387 ΚΠολΔ, εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο (ΟλΑΠ 525/1979 ΝοΒ 27, 1582, ΑΠ 576/2018,ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠατρ 1010/2006, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ. 1101/95Δνη 37,1100, ΕφΘεσ. 2955/89 Δνη 31,1294, ΕφΑθ 896/88Δνη 31,588, ΕφΑΘ 6377/92 Δνη 93, 395).Από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρα που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με επιμέλεια του ενάγοντος και περιέχεται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης της εκκαλουμένης, την υπ’ αριθμ. ………/4-3-2024 ένορκη βεβαίωση μάρτυρα ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ………, την υπ’ αριθμ. ………./28-2-2024 ένορκη βεβαίωση μάρτυρα ενώπιον της συμβολαιογράφου Κερκύρας ………, την υπ’ αριθμ. ………../29-2-2024 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………., τις οποίες νομίμως επικαλείται και προσκομίζει ο ενάγων, με πρωτοβουλία του οποίου λήφθηκαν, την υπ’ αριθμ. …………/4-12-2023 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, την οποία νομίμως επικαλείται και προσκομίζει η εναγόμενη – εκκαλούσα, με πρωτοβουλία της οποίας λήφθηκε, στο σύνολό τους οι ανωτέρω ένορκες βεβαιώσεις μετά από νόμιμη πριν από δύο (2) εργάσιμες ημέρες κλήτευση του αντιδίκου ενός εκάστου, από την επισκόπηση του προσκομισθέντος -και μη αμφισβητούμενου ως προς τη γνησιότητά του- υλικού φορέα καταγραφής (usb), καθώς και από όλα τα νόμιμα προσκομιζόμενα με επίκληση έγγραφα, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη εναγόμενη και νυν εκκαλούσα άσκησε κατά της εταιρείας με την επωνυμία «……………..» (δεύτερη εναγόμενη), την υπ’ αριθμ. εκθ. κατ. ………/2017 αγωγή της, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ναυτικό τμήμα), με την οποία εξέθετε ότι έχει εγκαταστήσει στην νησίδα ……….. του Δήμου ………… δύο αιολικούς σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, και ότι για την διασύνδεση αυτών με το Λαύριο και το δίκτυο της Χώρας κατασκευάστηκε από ειδικευμένες εταιρείες υποβρύχιο καλωδιακό σύστημα. Ότι το υποθαλάσσιο τμήμα του υποβρυχίου καλωδίου που σχεδιάσθηκε και κατασκευάσθηκε με διπλό οπλισμό, «ενταφιάσθηκε» εντός τάφρου, κατά τα αναλυτικά αναφερόμενα στο ανωτέρω δικόγραφο. Ότι, στις 31-8-2016 και περί ώρα 12:15, το αγκυροβολημένο στην θαλάσσια περιοχή μεταξύ Λαυρίου και Μακρονήσου, σε απόσταση περίπου τριών χιλιομέτρων νοτιανατολικά του λιμένα του Λαυρίου και πλησίον του υποβρυχίου καλωδίου, Φ/Γ πλοίο, με το όνομα «CR», πλοιοκτησίας της «………………….», με ευθύνη του πλοιάρχου του, που βρισκόταν στην γέφυρα του πλοίου, ξεκίνησε την διαδικασία απάρσεως της άγκυρας αυτού, κατά την εκτέλεση της οποίας προκάλεσε υπό τις αναλυτικά αναφερόμενες συνθήκες εκτεταμένες βλάβες στο ανωτέρω υποβρύχιο καλώδιο αυτής με αποτέλεσμα να προκληθεί η διακοπή τροφοδοσίας του συστήματος με την παραγομένη από το αιολικό πάρκο ενέργεια. Με βάση το ιστορικό αυτό, επικαλουμένη αποκλειστική υπαιτιότητα του πλοιάρχου του φορτηγού πλοίου, προστηθέντος στην διεύθυνση του πλοίου από την πλοιοκτήτριά του, η νυν εκκαλούσα ζήτησε από την προαναφερόμενη εταιρεία – αντίδικό της, την αποκατάσταση θετικής και αποθετικής ζημίας της, συνολικά ανερχομένης στο ποσό των 18.514.123,46 ευρώ. Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1291/2018 απόφαση του Πολυμερούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που δέχθηκε εν μέρει την ανωτέρω αγωγή, και, κατόπιν άσκησης εκατέρωθεν εφέσεων κατ’ αυτής, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 563/2019 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς. Με την τελευταία μη οριστική απόφαση, διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης προς το σκοπό διεξαγωγής πραγματογνωμοσύνης. Ειδικότερα, με την ως άνω απόφαση, διορίστηκαν ως πραγματογνώμονες ο νυν ενάγων, ηλεκτρολόγος μηχανικός, πτυχιούχος Τ.Ε.Ι. Ηλεκτρολογίας και Ε.Μ.Π./Σχολή Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Ηλεκτρονικών Υπολογιστών, και ο …………., ναυπηγός – μηχανολόγος μηχανικός Ε.Μ.Π., προκειμένου «με ειδικά εμπεριστατωμένη και λεπτομερή έκθεσή τους (κοινή ή όχι) συνοδευομένη από σχέδια και άλλες απεικονίσεις (εφόσον απαιτούνται), αφού μελετήσουν όλα τα κρίσιμα της δικογραφίας έγγραφα και προβούν σε αυτοψία του χώρου, όπου αυτή είναι αναγκαία και δυνατή, να παράσχουν την επιστημονική τους άποψη στο Δικαστήριο αναφορικά με τα εξής εριστά θέματα: Εάν η εγκατάσταση του καλωδίου, για το οποίο γίνεται λόγος ανωτέρω, πραγματοποιήθηκε συμφώνως με τους ισχύοντες κανόνες και τις συμβατικές δεσμεύσεις της εναγούσης εταιρείας, εάν ο χώρος στον οποίο έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός ήταν απαγορευμένος κατά νόμο για την διέλευση τέτοιου καλωδίου, ποια εκδοχή υιοθετούν ως πιθανότερη για την πρόκληση του ζημιογόνου γεγονότος, ποια είναι η εκτίμησή τους για το κόστος αποκαταστάσεως της ζημίας και, τέλος, εάν η διαδικασία μετακινήσεως του πλοίου της εναγόμενης εταιρείας ήταν σύμφωνη με τους κανόνες της ναυτικής τέχνης, δηλαδή εάν τηρήθηκαν οι προβλεπόμενες διαδικασίες για την μετακίνηση όπως μελέτη χαρτών, κανονισμού λιμένα κτλ (το ερώτημα αφορά μόνο τον δεύτερο πραγματογνώμονα)». Με αίτηση της εδώ εκκαλούσας, ο ενάγων – εφεσίβλητος, ως και ο ανωτέρω έτερος πραγματογνώμονας, ορκίστηκαν ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά, συνταχθέντων των υπ’ αριθμ. 29/2019 πρακτικών, ενώ με την υπ’ αριθμ. 190/2021 απόφαση του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου παρατάθηκε, κατόπιν αίτησης των πραγματογνωμόνων, η αρχικώς ορισθείσα προθεσμία για την κατάρτιση και κατάθεση της έγγραφης γνωμοδότησής τους. Ο ενάγων – εφεσίβλητος, αφού μελέτησε τη δικογραφία, αποτελούμενη πέραν των δικογράφων, από σειρά εγγράφων, σχεδίων, χαρτών και βιντεοληπτικού υλικού, γνωστοποίησε στις 23-4-2020, με έγγραφό του, απευθυνόμενο στην εκκαλούσα και κοινοποιούμενο  στην εταιρεία με την επωνυμία «…………», την αμοιβή για τις υπηρεσίες του, ανερχόμενη στο ποσό των 130.000 ευρώ, πλέον ΦΠΑ. Εν συνεχεία, με την από 7-7-2021 απάντηση του πληρεξουσίου δικηγόρου της πιο πάνω εταιρείας, προκύπτει ότι η τελευταία ανέλαβε την υποχρέωση να εξοφλήσει κατά το ήμισυ την αμοιβή του ενάγοντος – εφεσίβλητου  (και του έτερου πραγματογνώμονα …………), θεωρώντας ότι για το εναπομείναν ποσό υπόχρεη είναι η εδώ εκκαλούσα. Πράγματι δε η «……………..», κατέβαλε στον ενάγοντα το ήμισυ του αιτηθέντος ποσού, ήτοι ποσό 65.000 ευρώ, πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ ποσού 15.600 ευρώ και συνολικά ποσό 80.600 ευρώ (βλ. το από 13-7-2021 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών του ενάγοντος). Αντίθετα, η εκκαλούσα ουδέν ποσό κατέβαλε, με αποτέλεσμα ο ενάγων και ο έτερος διορισθείς πραγματογνώμονας να της κοινοποιήσουν, στις 12-1-2023, την από 9-1-2023 εξώδικη όχλησή τους, με την οποία, ειδικότερα, ο εδώ ενάγων αιτήθηκε την καταβολή του ποσού των 65.000 ευρώ, πλέον ΦΠΑ ποσού 15.600 ευρώ. Ως απάντηση στην ανωτέρω εξώδικη όχληση, η εκκαλούσα κοινοποίησε στον ενάγοντα, στις 20-1-2023, την από 19-1-2023 εξώδικη δήλωσή της, με την οποία ισχυρίσθηκε ότι η αιτούμενη από τους πραγματογνώμονες αμοιβή είναι υπέρογκη και ότι θα καταβάλει την αμοιβή που θα ορίσει το δικαστήριο. Με τον πρώτο λόγο έφεσης η εκκαλούσα διαμαρτύρεται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, από τα προαναφερόμενα έγγραφα θεώρησε ότι αυτή  (εκκαλούσα), αποδέχτηκε σιωπηρώς την αιτηθείσα από τον ενάγοντα αμοιβή και ότι έλαβε τούτο υπόψη του για το σχηματισμό της δικανικής του κρίσης. Πράγματι, η εκκαλουμένη αναφέρει ότι υφίσταται σιωπηρή αποδοχή της αμοιβής του ενάγοντος από την εκκαλούσα. Πλην όμως το δικαστήριο δεν βάσισε την κρίση του για το εύλογο της αμοιβής σε αυτήν την παραδοχή, αλλά σε άλλες παραμέτρους, όπως οι μαρτυρικές καταθέσεις, ο χρόνος απασχόλησης, η σπουδαιότητα της εργασίας, η επιστημονική κατάρτιση του ενάγοντος κλπ. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται απορριπτέος, ως προς το πιο πάνω δε σημείο (τη σιωπηρή αποδοχή) αντικαθίσταται η αιτιολογία της πρωτόδικης απόφασης με αυτή της παρούσας. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι δύο πραγματογνώμονες συνέταξαν από κοινού την από 30-6-2021 έκθεση πραγματογνωμοσύνης που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Εφετείου Πειραιώς στις 12-7-2021. Μετά δε τη σύνταξη και κατάθεση της πιο πάνω έκθεσης πραγματογνωμοσύνης, οι διάδικες εταιρείες προέβησαν σε εξώδικο συμβιβασμό, συνάπτοντας το από 23-6-2022 «ιδιωτικό συμφωνητικό αμετακλήτου εξωδίκου επιλύσεως διαφοράς». Με το συμφωνητικό δε αυτό, μεταξύ άλλων, συμφωνήθηκε μεταξύ των ανωτέρω εταιρειών, ότι η «…………..», απαλλάσσεται από την καταβολή οποιουδήποτε επιπρόσθετου ποσού στους πραγματογνώμονες από αυτό που ήδη τους κατέβαλε, και ότι οποιοδήποτε άλλο ποσό προκύψει από αξιώσεις των πραγματογνωμόνων για την αμοιβή τους θα το καλύψει η εκκαλούσα. Επιπλέον, στο πλαίσιο  του ανωτέρω εξώδικου συμβιβασμού, στις 17-11-2022, ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, στο οποίο επαναφέρθηκαν προς συζήτηση η από 5-6-2018 έφεση και οι από 5-10-2018 πρόσθετοι λόγοι έφεσης, καθώς και η από 4-6-2018 έφεση, κατόπιν της υπ’ αριθμ. 563/2019 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, οι διάδικες εταιρείες προέβησαν σε δήλωση παραίτησης από το δικαίωμα και τα δικόγραφά τους. Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι ο ενάγων από κοινού με τον έτερο διορισθέντα πραγματογνώμονα συνέταξαν την προαναφερόμενη έκθεση πραγματογνωμοσύνης, η οποία αποτελείται από 366 σελίδες και δύο προσαρτήματα, εκ των οποίων το ένα περιλαμβάνει 6 τεχνικές μελέτες μετά σχεδίων, υπολογιστικών πινάκων και διαγραμμάτων, το δε άλλο περιλαμβάνει τα συνημμένα έγγραφα, φωτογραφίες, βιντεοσκοπημένο υλικό, απεικονίσεις, τεχνικές εκθέσεις, υπομνήματα, τεχνικές προδιαγραφές, μελέτες, διαγράμματα, πίνακες, κλπ στοιχεία. Επειδή ο όγκος των περιεχομένων στοιχείων του προσαρτήματος 2 είναι πολύ μεγάλος και η μορφή ορισμένων εξ αυτών δεν επιτρέπει την έντυπη εκτύπωσή τους (όπως το βιντεοσκοπημένο υλικό), αυτό παραδόθηκε σε ηλεκτρονική μορφή, ως αναπόσπαστο τμήμα της πραγματογνωμοσύνης, αποτελούμενο από 1.675 ηλεκτρονικά αρχεία και 241 ηλεκτρονικούς φακέλους, συνολικού μεγέθους 45,5 GB. Ο ενάγων απασχολήθηκε 23 ημέρες κατά το έτος 2019, 172 ημέρες κατά το έτος 2020 και 72 ημέρες κατά το έτος 2021 και, συνολικά, 267 ημέρες. Κατά το χρονικό  αυτό διάστημα, προέβη, από κοινού με τον έτερο πραγματογνώμονα, σε συλλογή, επεξεργασία και αρχειοθέτηση στοιχείων, μελέτη της δικογραφίας, επικοινωνία με τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους, μελέτη της σχετικής νομοθεσίας, μελέτη χαρτών και πλήθους αρχείων, η πλειονότητα των οποίων ήταν στην αγγλική γλώσσα. Το αντικείμενο δε της πραγματογνωμοσύνης ήταν πολυσύνθετο, διότι περιλάμβανε μελέτη των συμβάσεων των διάδικων μερών, μελέτη των προδιαγραφών και της άδειας εγκατάστασης υποβρυχίου καλωδίου, των ηλεκτρολογικών στοιχείων λειτουργίας του υποβρύχιου καλωδίου, των τεχνικών στοιχείων και προδιαγραφών του πλοίου, της απάρσεως, στροφής και πορείας αυτού, των αγκυροβολιών και των κινήσεων πλοίων στην περιοχή λιμένος Λαυρίου. Ενόψει των ανωτέρω, η αμοιβή του ενάγοντος πρέπει να προσδιοριστεί ανάλογα με την πολύχρονη απασχόλησή του, την εμπειρία του, τις αδιαμφισβήτητες επιστημονικές του γνώσεις, τη σπουδαιότητα και βαρύτητα της διαφοράς, τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε και γενικά ανάλογα με τις προσπάθειες που κατέβαλε για την εκτέλεση άρτιου έργου που οδήγησε μάλιστα και σε εξωδικαστική επίλυση της διαφοράς των εμπλεκόμενων εταιρειών στο εύλογο κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ποσό των 130.000 ευρώ, πλέον του ΦΠΑ ποσού 31.200 ευρώ. Δοθέντος, ότι όπως προαναφέρθηκε και συνομολογεί ο ενάγων, έναντι του ποσού αυτού, του καταβλήθηκε το ποσό των 65.000 ευρώ, πλέον ΦΠΑ ποσού 15.600 ευρώ από την εταιρεία «……….», πρέπει η εκκαλούσα, ενεχόμενη κατά τα αρ. 173 και 189 ΚΠολΔ, καθόσον αυτή προσκάλεσε σε ορκωμοσία τον ενάγοντα με την από 4-10-2019 και με αριθμ. καταθ. ……………/2019 αίτησή της ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς, να καταβάλει στον ενάγοντα το υπόλοιπο ποσό των 65.000 ευρώ πλέον ΦΠΑ, ποσού 15.600 ευρώ, νομιμότοκα από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, για δε το αναλογούν στο ΦΠΑ ποσό με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την έκδοση του σχετικού τιμολογίου. Η εκκαλούσα με τον δεύτερο λόγο έφεσης διαμαρτύρεται για κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτόδικο δικαστήριο, αναφέροντας και ότι δεν αξιολογήθηκε ως έπρεπε η ένορκη βεβαίωση το μάρτυρά της …………. Ωστόσο, η πιο πάνω ένορκη βεβαίωση ελήφθη υπόψη στην εκκαλουμένη, όπως και από το παρόν Δικαστήριο, πλην όμως η αμοιβή του ενάγοντος – πραγματογνώμονα καθορίζεται κατά την εύλογη κρίση του Δικαστηρίου και αφού ληφθούν υπόψη η απασχόληση και οι επιστημονικές γνώσεις που απαιτήθηκαν, η σπουδαιότητα της εκτελεσθείσας εργασίας και γενικά οι προσπάθειες που καταβλήθηκαν για την εκτέλεση της πραγματογνωμοσύνης. Τα ως άνω ελήφθησαν υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Αναφορικά δε με την προαναφερόμενη ένορκη βεβαίωση, αυτή αποτελεί μία έμμεση κατάθεση, καθώς ο μάρτυρας είναι υπάλληλος της εκκαλούσας και καταθέτει, ότι η τελευταία τον Οκτώβριο του έτους 2021 ανέθεσε σε δύο τεχνικούς συμβούλους, συνεπικουρούμενους από καθηγητή της σχολής Ναυπηγών Μηχανολόγων Μηχανικών του ΕΜΠ, τη μελέτη και την αξιολόγηση της ένδικης πραγματογνωμοσύνης. Καταθέτει, περαιτέρω, ότι οι ανωτέρω εργάστηκαν επί τέσσερις μήνες, προκειμένου να φέρουν εις πέρας την ανατεθείσα σε αυτούς εργασία και ότι κατά την εκτίμησή του, την οποία εκφράζει με βεβαιότητα, ο χρόνος απασχόλησης του ενάγοντος δεν υπερβαίνει συνολικά τους πέντε μήνες, ήτοι τις 150 ημέρες. Ωστόσο, ο μάρτυρας δεν αναφέρει αν μελέτησε ο ίδιος την επίδικη πραγματογνωμοσύνη, ούτε αν γνωρίζει επακριβώς το περιεχόμενο της, καθώς περιορίζεται να καταθέσει ότι συνέδραμε τον ενάγοντα, ασχοληθείς για μεγάλο χρονικό διάστημα με τη συγκέντρωση στοιχείων που του ζητήθηκαν. Επιπλέον, η πιο πάνω κατάθεση έρχεται σε αντίθεση με τις τρεις ένορκες βεβαιώσεις που προσκομίζει ο ενάγων, αλλά και τη χρονική παράταση που δόθηκε από το Δικαστήριο για την ολοκλήρωση της ένδικης πραγματογνωμοσύνης.  Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και ο δεύτερος λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε όσα και το παρόν, ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε τον νόμο, με αιτιολογίες που συμπληρώνονται – αντικαθίστανται, κατά τα αναφερόμενα ανωτέρω, με αυτές τις παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ), ελλείψει δε άλλου λόγου έφεσης, πρέπει η τελευταία να απορριφθεί κατ’ ουσίαν, στο σύνολό της. Τέλος, η εκκαλούσα πρέπει να καταδικαστεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, λόγω της ήττας της (άρ.176, 183 ΚΠολΔ).

ΠΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στον Πειραιά, στις   14.4.2025

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                             H ΓPAMMATEAΣ