ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Aριθμός Αποφάσεως 99/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από την Δικαστή Ελένη Μοτσοβολέα, Εφέτη, που ορίσθηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και την Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά , την ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος : ………….. ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο , ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Του εφεσιβλήτου : 1) ………….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, Θεόδωρο Αρβανιτόπουλο.
Ο ενάγων-εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 25-1-2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2018 αγωγή του κατά του εναγομένου- εκκαλούντος επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 3058/2019 απόφαση του άνω Δικαστηρίου , με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο εναγόμενος με την από 5-12- 2019 και με αριθμ. εκθ. καταθ. ………/2019 έφεσή του, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης ………./2022 και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 16-3-2023 και μετ’ αναβολή για την δικάσιμο της 15-2-2024, οπότε ανεβλήθη για την δικάσιμο , που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσιβλήτου αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 25-1-2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2018 αγωγή του κατά του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 3058/2019 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο εναγόμενος με την από 5-12- 2019 και με αριθμ. εκθ. καταθ. …………/2019 έφεσή του.
Η υπό κρίση έφεση του ενάγοντος- εκκαλούντος κατά της υπ’ αριθ. 3058/2019 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ.,2 498, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 ΚΠολΔ), αφού η εκκαλουμένη επιδόθηκε στις 6-11-2019 και η έφεση κατατέθηκε στις 5- 12-2019, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 περ. β ΚΠολΔ) και για το παραδεκτό της έχει καταβληθεί και το νόμιμο παράβολο (βλ. το με κωδικό πληρωμής …………./2019) σύμφωνα με την παράγραφο 3 εδ. 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ. Επομένως είναι τυπικά δεκτή.
Από το συνδυασμό των άρθρων 524 παρ. 1,3, 271 και 272 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, επί ερημοδικίας του εκκαλούντος κατά την πρώτη συζήτηση ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, αν ο εφεσίβλητος επισπεύδει την συζήτηση της εφέσεως , η συζήτηση γίνεται ερήμην του εκκαλούντος και η έφεση απορρίπτεται χωρίς να ερευνηθεί η ουσία της υπόθεσης, γιατί τεκμαίρεται ότι ο εκκαλών παραιτήθηκε από την υποστήριξή της (ΑΠ 642/1999, ΑΠ 324/1998 δημ. Νομος). Η απόρριψη της έφεσης, λόγω της ερημοδικίας του εκκαλούντος, γίνεται κατ’ ουσίαν και όχι κατά τύποις, διότι, παρόλο που στην πραγματικότητα οι λόγοι της έφεσης δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και την βασιμότητά τους, θεωρείται κατά πλάσμα του νόμου, ότι είναι αβάσιμοι και για την αιτία αυτή πάντοτε απορριπτέοι, αφού δεν δίδεται στο δικαστήριο η δυνατότητα έκδοσης αντίθετης απόφασης περί παραδοχής τους (ΟλΑΠ 16/1990, ΑΠ 1099/2011, ΑΠ 157/2002, ΑΠ 126/2000 δημ. Νόμος).
Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 226 παρ. 4 εδ. β’ και γ’ του ίδιου ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη κατ’ άρθρο 498 παρ. 2 αυτού, αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραμματέας οφείλει αμέσως μετά το τέλος της συνεδρίασης να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων, που πρέπει να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που ορίστηκε. Κλήση του διαδίκου για εμφάνιση στη δικάσιμο αυτή δεν απαιτείται και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, προϋπόθεση της εγκυρότητας της κλήτευσης συνεπεία της αναβολής της υπόθεσης και της αναγραφής της στο πινάκιο, είναι ότι ο απολειπόμενος κατά τη μετ’ αναβολή δικάσιμο διάδικος είχε επισπεύσει εγκύρως τη συζήτηση ή είχε νομίμως και εμπροθέσμως κλητευθεί να παραστεί στη δικάσιμο, κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση. Αν, όμως, κατά την αρχική δικάσιμο ο απολειπόμενος στη μετ’ αναβολή συζήτηση διάδικος δεν επέσπευσε τη συζήτηση ή δεν είχε κλητευθεί καθόλου ή νομίμως να παραστεί, η αναβολή της υπόθεσης από το πινάκιο και η αναγραφή αυτής για τη νέα μετ’ αναβολή δικάσιμο δεν ισχύει, ως κλήτευσή του, για την τελευταία αυτή δικάσιμο. Η καθιερούμενη από το πιο πάνω άρθρο 226 παρ. 4 εδ. β’ και γ’ ΚΠολΔ πλασματική κλήτευσή του διαδίκου ισχύει, όχι μόνο για την πρώτη χορηγούμενη αναβολή, αλλά και για τις τυχόν, έστω παρά την απαγόρευση του νόμου, διαδοχικές αναβολές, διότι από το νόμο (άρθρα 226 παρ. 4 εδ. γ’ και δ’ ΚΠολΔ, 241 και 524 ΚΠολΔ) δεν κηρύσσεται ακυρότητα ή απαράδεκτο, αν αναβληθεί η συζήτηση της υπόθεσης πέραν της μιας φοράς (ΑΠ 150/2018, ΑΠ 1669/2018, ΑΠ 1340/2017, ΑΠ 1812/2012, ΑΠ 1681/2011 δημ. Νόμος).
Στην ένδικη περίπτωση από την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από τον εφεσίβλητο που επέσπευσε τη συζήτηση της υποθέσεως υπ’ αριθ. ……/26-9-2022 εκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, …………, προκύπτει, ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση εφέσεως, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 16/3/2023, επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στον εκκαλούντα. Κατά την ανωτέρω αρχική δικάσιμο η συζήτηση της υποθέσεως αναβλήθηκε, διαδοχικά, με σχετική εγγραφή της, κάθε φορά, στο πινάκιο, αρχικώς για τη δικάσιμο της 15/2/2024 (λόγω αποχής των δικηγόρων από τα καθήκοντά τους), οποτε κατά την τελευταία αυτή δικάσιμο η συζήτηση της υποθέσεως κατά τον ίδιο τρόπο αναβλήθηκε και πάλι (λόγω αποχής των δικηγόρων από τα καθήκοντά τους), για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας προκειμένη δικάσιμο. Κατά τη νέα αυτή μετ’ αναβολή δικάσιμο, όπως και κατά τις προηγούμενες, οπότε εκφωνήθηκε η υπόθεση από τη σειρά του πινακίου, ο ανωτέρω εκκαλών δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου, κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Εφόσον, όμως, αυτός είχε κλητευθεί νομίμως και εμπροθέσμως για να παραστεί στην ως άνω αρχική δικάσιμο, η κατά τις διαδοχικές αναβολές εγγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευσή του, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα. Συνεπώς εφόσον ο εκκαλών δεν εμφανίσθηκε κατά την ανωτέρω δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά εκ του οικείου πινακίου, πρέπει να δικασθεί ερήμην και να απορριφθεί η έφεση ως ανυποστήρικτη λόγω της ερημοδικίας του, χωρίς να ακολουθήσει περαιτέρω έρευνα των λόγων αυτής. Τέλος πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης από τον εκκαλούντα του ενδίκου μέσου της ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2), και να καταδικασθεί ο εκκαλών στη δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά το νόμιμο αίτημα του τελευταίου (άρθρα 176, 193, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά το διατακτικό, ενώ, μετά την απόρριψη της εφέσεως, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παράβολου στο δημόσιο ταμείο (495 παρ. 3 εδ. 3 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην του εκκαλούντος.
Ορίζει παράβολο ερημοδικίας το ποσό των 250 ευρώ.
Απορρίπτει την έφεση.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παράβολου στο δημόσιο ταμείο.
Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος την δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία καθορίζει σε εξακόσια (600,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 17 Φεβρουάριου 2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ