Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 187/2025

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ     187/2025

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Τμήμα Ναυτικών Διαφορών)

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Κωνσταντίνα Ταμβάκη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη και Γεωργία Παναγιωτοπούλου Εφέτη – Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα EΔ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας: Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία <<…………..>>, που εδρεύει στη ……. Αττικής, οδός ………., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, με ΑΦΜ …., η οποία εκπροσωπήθηκε στην παρούσα δίκη από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Γκιόλμα (ΑΜ ΔΣΑ …..).

Της εφεσίβλητης: Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία <<…………>>, που εδρεύει στη …………, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε στην παρούσα δίκη από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αλέξανδρο Ελευθερίου (ΑΜ ΔΣΑ …).

Η εφεσίβλητη άσκησε σε βάρος της εκκαλούσας, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, την από 10.12.2021 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/………../2021 αγωγή, με την οποία ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτήν.

Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ’αριθ. 3052/2023 οριστική απόφαση, με την οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε η ηττηθείσα εναγομένη, με την από 30.5.2024 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …../31.5.2024 και ειδ. αριθ.καταθ. …./31.5.2024 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …./31.5.2024 και ειδ.αριθ.καταθ. …/31.5.2024) έφεση, η οποία προσδιορίστηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν όπως αναφέρεται ανωτέρω, αναφέρθηκαν στις προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί οι ισχυρισμοί τους.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’αριθ. 3052/2023 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στις 31.5.2024, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία από την δημοσίευσή της στις 15.9.2023. Πρέπει συνεπώς η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρ. 532 ΚπολΔ) και να ερευνηθεί περαιτέρω από το παρόν Δικαστήριο, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν (άρθρ. 522, 524 και 533 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 ΚΠολΔ παράβολο Δημοσίου, που μνημονεύεται ρητά στη συνταχθείσα από το Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με αριθμό ………./31.5.2024, έκθεση καταθέσεως δικογράφου ενδίκου μέσου.

Ι. Στο άρθρο τρίτο παρ.1 του ν.2932/2001 προβλέπεται ότι: <<Η δρομολόγηση επιβατηγού και οχηματαγωγού, επιβατηγού ή φορτηγού πλοίου γίνεται για περίοδο ενός έτους, που αρχίζει την 1η Νοεμβρίου (τακτική δρομολόγηση)>>, ενώ στο άρθρο τέταρτο παρ. 1 ορίζεται ότι <<Η δρομολόγηση για επιβατηγά υδροπτέρυγα και ταχύπλοα πλοία γίνεται, κατά τη διάρκεια της ετήσιας δρομολογιακής περιόδου που αρχίζει την 1η Νοεμβρίου, για περίοδο τουλάχιστον τεσσάρων (4) μηνών, από τους οποίους οι τρεις (3) θερινοί μήνες, ήτοι ο Ιούνιος, ο Ιούλιος και ο Αύγουστος, είναι συνεχόμενοι. Οι προϋποθέσεις και η διαδικασία τακτικής δρομολόγησης είναι ίδιες με αυτές που τίθενται στις παραγράφους 2 έως και 6 του άρθρου τρίτου και στις παραγράφους 2, 3, 4 και 7 του άρθρου τέταρτου. Για τη δρομολογιακή περίοδο που αρχίζει την 1η Νοεμβρίου 2017 και τελειώνει την 31η Οκτωβρίου 2018, η δήλωση δρομολόγησης υποβάλλεται μέχρι την 31η Αυγούστου 2017. Ο πλοιοκτήτης μπορεί να επεκτείνει την περίοδο δρομολόγησης, για την οποία έχει εκδοθεί ανακοίνωση, κατά ένα μήνα συνολικά πριν την έναρξη ή μετά τη λήξη της περιόδου δρομολόγησης, με απλή δήλωσή του και ανακοίνωση της αρμόδιας υπηρεσίας. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η περίοδος δρομολόγησης για την οποία έχει εκδοθεί ανακοίνωση μπορεί να τροποποιηθεί ή να επεκταθεί, με απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, ύστερα από αίτηση του πλοιοκτήτη και γνώμη του Συμβουλίου Ακτοπλοϊκών Συγκοινωνιών (Σ.Α.Σ.), αν κριθεί ότι δεν δημιουργούνται διακρίσεις σε βάρος άλλων πλοιοκτητών με δρομολογημένα επιβατηγά υδροπτέρυγα και ταχύπλοα πλοία. Το αίτημα αυτό και μέχρι τη σύγκληση του Σ.Α.Σ. μπορεί να γίνεται αποδεκτό από άλλα όργανα, που εξουσιοδοτούνται προς τούτο, με απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής>>. Επίσης σύμφωνα με το άρθρο πέμπτο παρ.2 Ν.2932/2001, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 40 παρ.1Β Ν.4256/2014,ΦΕΚ Α 92/14.4.2014 και ίσχυε  πριν από την κατάργησή του με το άρθρο 49 άρθρο πρώτο του Ν.4948/2022, “με απόφαση του Υπουργού, μετά από αίτηση του πλοιοκτήτη και γνώμη του Σ.Α.Σ., δύναται  να ανακληθεί η ανακοίνωση δήλωσης δρομολόγησης, εφόσον δεν διαταράσσεται η εξυπηρέτηση  των συγκοινωνιακών αναγκών της γραμμής που είναι δρομολογημένο το πλοίο. Το αίημα αυτό και μέχρι τη σύγκληση του Σ.Α.Σ. μπορεί να γίνεται αποδεκτό απο υφιστάμενα όργανα εξουσιοδοτημένα με απόφαση του Υπουργού.” Τέλος σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ.1εδ.α’ του άνω νόμου στο Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (Υ.ΝΑ.Ν.Π.) λειτουργεί Συμβούλιο Ακτοπλοϊκών Συγκοινωνιών (Σ.Α.Σ.), ενώ κατά την παρ.3 του ιδίου άρθρου το Σ.Α.Σ. συγκαλείται από τον Πρόεδρό του και γνωμοδοτεί για τα θέματα αρμοδιότητάς του σύμφωνα με το νόμο αυτόν. Το Σ.Α.Σ. συνεδριάζει τουλάχιστον έξι (6) φορές στη διάρκεια του έτους. Η απόφαση του Υπουργού για την αποδοχή ή μη της γνώμης του Σ.Α.Σ. εκδίδεται εντός τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία συνεδρίασης αυτού. Ο Υπουργός δύναται να ζητήσει τη γνώμη του Σ.Α.Σ. για οποιοδήποτε ζήτημα εμπίπτει στις αρμοδιότητες του οργάνου αυτού ή εν γένει συνδέεται με την εφαρμογή του ν. 2932/2001, όπως ισχύει.

ΙΙ. Οι γενικοί ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση που υφίσταται κενό σε δικαιοπραξία ή γεννιέται αμφιβολία για την έννοια των δηλώσεων βούλησης. Δηλονότι κάθε συμφωνία των μερών πρέπει να είναι ρητή ή να συνάγεται σαφώς από τις περιστάσεις, ενώ σε περίπτωση που διαπιστωθεί, έστω και εμμέσως, η ύπαρξη κενού ή ασάφειας στις περί τούτου δικαιοπρακτικές δηλώσεις των μερών, το Δικαστήριο οφείλει να προσφύγει στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ ( ΑΠ 176/2018 αδημ, ΑΠ 245/2018 αδημ, ΑΠ 518/2018 αδημ. ΑΠ 896/2013, ΑΠ 1310/2011,ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η ερμηνεία μίας αμφίσημης συμβάσεως θα πρέπει να γίνεται επί τη βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, ήτοι του άρθρου 200 ΑΚ που θα πρέπει στην περίπτωση αυτή να προκρίνεται έναντι της 173 ΑΚ, η οποία εξαίρει το υποκειμενικό στοιχείο της δήλωσης, δηλαδή την άποψη του δηλούντος και απαιτεί η ερμηνεία να μην προσκολλάται στις λέξεις της δήλωσης, αλλά να αναζητείται η αληθινή βούληση, ενώ η 200ΑΚ εξαίρει το αντικειμενικό στοιχείο, δηλαδή την άποψη των συναλλαγών επιβάλλοντας η δήλωση να ερμηνεύεται, όπως απαιτεί η καλή πίστη, για τον προσδιορισμό της οποίας και μόνο πρέπει να ληφθούν υπόψη τα συναλλακτικά ήθη. Καλή πίστη είναι η συμπεριφορά που επικρατεί στις συναλλαγές, κατά την κρίση του εχέφρονα ανθρώπου και νοείται αντικειμενικά, ενώ συναλλακτικά ήθη είναι οι συνηθισμένοι στις συναλλαγές τρόποι ενέργειας. Για τη διαμόρφωση της σχετικής κρίσης το Δικαστήριο της ουσίας λαμβάνει υπόψη, με διαφορετική κατά περίπτωση βαρύτητα, τα συμφέροντα των μερών και κυρίως εκείνου από αυτά, το οποίο αποβλέπει να προστατεύσει ο ερμηνευόμενος όρος, τον δικαιοπρακτικό σκοπό, τις συνήθειες και τις λοιπές τοπικές, χρονικές και άλλες συνθήκες, υπό τις οποίες έγιναν οι δηλώσεις βουλήσεως των συμβαλλομένων, καθώς και τη φύση της σύμβασης. Έτσι, κάθε δήλωση βουλήσεως θα πρέπει να ληφθεί με την έννοια που απαιτεί στη συγκεκριμένη περίπτωση η συναλλακτική ευθύτητα, κατά τους κανόνες της οποίας θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή η δήλωση βουλήσεως Το Δικαστήριο της ουσίας, όταν ερμηνεύει, κατά τις αρχές της καλής πίστεως, λαμβάνοντας υπόψη του και τα συναλλακτικά ήθη, τη δήλωση βούλησης, δεν είναι ανάγκη να αναλύσει και να εξειδικεύσει τις αρχές αυτές ή τα συναλλακτικά ήθη και δεν δεσμεύεται στην κρίση του από τους ισχυρισμούς των διαδίκων (ΑΠ 105/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ΑΠ 28/2007 ΕλλΔνη 48.1029, ΕφΠειρ 515/2015 αδημ, ΕφΠειρ 153/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) λαμβάνει όμως υπόψην του τα συμφέροντα των μερών και ιδίως εκείνου, την ιδιαίτερη προστασία του οποίου επιδιώκει ο ερμηνευόμενος όρος (ΑΠ 737/2000, ΑΠ 337/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), τον δικαιοπρακτικό σκοπό, τις συνήθειες και τις άλλες συνθήκες, υπό τις οποίες έγιναν οι δηλώσεις βούλησης, τη φύση της σύμβασης, τις διαπραγματεύσεις και την προηγούμενη συμπεριφορά των μερών, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να αρκεστεί μόνο στο περιεχόμενο της σύμβασης (ΑΠ 355/2018 αδημ. ΑΠ 934/2014, ΑΠ 211/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με την από 10.12.2021 αγωγή, κατά το ενδιαφέρον αυτής μέρος, όπως καθορίζεται από τους λόγους της κρινόμενης έφεσης, που οριοθετούν το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα του ενδίκου μέσου (άρθρ. 522 ΚΠολΔ), η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, εξέθετε ότι δυνάμει της από 14.2.2020 σύμβασης εφοπλισμού, όπως αυτή τροποποιήθηκε στις 19.2.2020 και στις 15.10.2020, προέβη στη ναύλωση γυμνού πλοίου και δη του Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου με την ονομασία <<ΠΚ>>, Ν.Π. ….., πλοιοκτησίας της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, προκειμένου να το εκμεταλλευτεί με την ένταξή του στη δρομολογιακή γραμμή Κεραμωτής – Λιμένας Θάσου, σε αντικατάσταση του ήδη δρομολογημένου στην ανωτέρω γραμμή πλοίου <<Ζ>>, του οποίου ασκούσε τον εφοπλισμό. Οτι η διάρκεια της ναύλωσης ορίστηκε έως τις 31.10.2021, έναντι συμφωνηθέντος μηνιαίου ναύλου 10.000 ευρώ πλην του πρώτου μηνιαίου ναύλου που συμφωνήθηκε στο ποσό των 15.000 ευρώ. Οτι η παράδοση του πλοίου συμφωνήθηκε να γίνει από την εναγομένη, στο λιμένα της Θάσου, το αργότερο μέχρι την παρέλευση επτά (7) ημερών από την έκδοση της απόφασης αποδρομολόγησής του από τη γραμμή Μεγάρων – Φανερωμένης Σαλαμίνας, στην οποία ήταν δρομολογημένο μέχρι τότε και ότι σε περίπτωση εκπρόθεσμης παράδοσής του, θα κατέπιπτε υπέρ αυτής (ενάγουσας) ποινική ρήτρα ποσού 30.000 ευρώ. Οτι η εναγομένη παρέδωσε το πλοίο στην ενάγουσα εκπρόθεσμα, στις 2.3.2020, ενώ η απόφαση αποδρομολόγησής του είχε εκδοθεί την 20.2.2020, με συνέπεια να καταπέσει σε βάρος της, η προαναφερόμενη ποινική ρήτρα. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούσε, μεταξύ άλλων και κατόπιν παραδεκτής, με τις προτάσεις της (άρθρ. 223 εδ.β’,  295 παρ.1εδ.β’ και 297 ΚΠολΔ), μετατροπής του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να της καταβάλει το ποσό των 30.000 ευρώ νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής καθώς και την καταδίκη της στη δικαστική της δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ’αριθ. 3052/2023 απόφαση, δικάζοντας κατ’αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και δη ως προς την ανωτέρω βάση και αίτημα, ενώ απέρριψε αυτήν ως προς τις λοιπές βάσεις της. Κατά της παραπάνω απόφασης, παραπονείται η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα, με την υπό κρίση έφεση και με τους διαλαμβανόμενους σε αυτήν λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να γίνει δεκτή η έφεσή της και να εξαφανιστεί άλλως μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη, καθ’ό μέρος έκανε δεκτή εν μέρει την αγωγή, χωρίς κατά τα λοιπά να μεταρρυθμιστεί ή εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση καθώς και να καταδικαστεί η εφεσίβλητη στην εν γένει δικαστική της δαπάνη. Σημειωτέον ότι το αντικείμενο της έφεσης, που είναι η εξαφάνιση της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και η παραδοχή ή απόρριψη του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης, δεν είναι ανάγκη να περιέχεται στο αιτητικό του δικογράφου, αλλά μπορεί να υπάρχει και στο ιστορικό αυτού (Σ.Σαμουήλ, Η έφεση, ΣΤ’ έκδοση, 2009, σελ. 43,44), στην προκειμένη δε περίπτωση διατυπώνεται με τη φράση <<…δεκτής γενομένης της ‘Εφεσής μας θα πρέπει το Δικαστήριό Σας να απορρίψει την αγωγή της αντιδίκου στο σύνολό της..>> (βλ. σελ. 18 στοιχ. 24-25 της αγωγής), οριοθετώντας κατά τρόπο σαφή και ορισμένο το αντικείμενο της κρινόμενης έφεσης, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από την εφεσίβλητη, η οποία με την 14.1.2025 προσθήκη – αντίκρουση των προτάσεών της, αιτείται την απόρριψη της έφεσης ως απαράδεκτης επειδή στο αιτητικό αυτής δεν διατυπώνεται ρητά το αίτημα περί απόρριψης της αγωγής.

Από την επανεξέταση της υπ’αριθ. …./5.4.2022 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της συμβολαιογράφου Θάσου ………….., που λήφθηκε με πρωτοβουλία της ενάγουσας, για την αντίκρουση ισχυρισμών που περιέχονται στις ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου προτάσεις της εναγομένης, κατόπιν νομίμου κλητεύσεως αυτής (βλ. υπ’αριθ. ……/31.3.2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά ……….), της από 27.3.2022 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον του δικηγόρου ………. (ΑΜ ΔΣΑ ….) κατ΄άρθρο 74 παρ.6 του Ν.4690/2020, κατόπιν νομίμου κλητεύσεως της ενάγουσας (βλ. υπ’αριθ. …./17.3.2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών . ……..) και από το σύνολο των εγγράφων που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, λαμβάνοντας υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από 14.2.2020 σύμβασης, όπως αυτή τροποποιήθηκε στις 19.2.2020 και στις 15.10.2020, η ενάγουσα ναυτική εταιρεία, η οποία εδρεύει στη Σαλαμίνα, συμφώνησε να παραλάβει στον εφοπλισμό της το υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο <<ΠΚ>>, ΝΠ ……, πλοιοκτησίας της εναγομένης, προκειμένου αυτό να δηλωθεί προς αντικατάσταση του ήδη δρομολογημένου στις γραμμές Θάσου – Κεραμωτής, πλοίου <<Ζ>> ΝΠ ……., του οποίου ασκούσε τον εφοπλισμό για την περίοδο από 1.11.2019 έως 31.10.2020. Η διάρκεια της ναύλωσης συμφωνήθηκε από την υπογραφή της σύμβασης την 14.2.2020, έως την 31.10.2021. Με την ανωτέρω σύμβαση, όπως αυτή τροποποιήθηκε, συμφωνήθηκε η παράδοση και η παραλαβή του πλοίου να γίνει στο λιμένα της Θάσου, με ευθύνη της εναγομένης, η οποία ανέλαβε να ξεκινήσει το ταξίδι της παράδοσης εγκαίρως και πάντως εντός της επόμενης ημέρας από την έκδοση της απόφασης αποδρομολόγησης του πλοίου από τη γραμμή Φανερωμένης Σαλαμίνας – Μεγάρων, ενώ ορίστηκε επιπλέον ότι σε περίπτωση που το πλοίο δεν παραδοθεί στην εφοπλίστρια – ενάγουσα το αργότερο μέχρι την παρέλευση επτά (7) ημερών από την έκδοση της απόφασης αποδρομολόγησής του, εκτός περίπτωσης συνδρομής γεγονότων ανώτερης βίας, θα κατέπιπτε υπέρ της τελευταίας ποινική ρήτρα ποσού 30.000 ευρώ, η οποία θα μπορούσε να συμψηφίζεται με οφειλόμενο ναύλο κατά τη διακριτική ευχέρεια της ενάγουσας. Συμφωνήθηκε επίσης ότι κατά την παράδοση του πλοίου, θα υπογραφόταν <<Πρωτόκολλο Παράδοσης – Παραλαβής του Πλοίου>> (όρος Γ αρ.3 της σύμβασης εφοπλισμού). Ως μηνιαίος ναύλος ορίστηκε το ποσό των 10.000 ευρώ πλέον ΦΠΑ, καταβαλλόμενο εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου μηνός με έναρξη πέντε (5) ημέρες μετά την παράδοση του πλοίου στην εφοπλίστρια και εφεξής την πέμπτη ημέρα κάθε μήνα, ενώ ρητά συμφωνήθηκε ότι ο πρώτος μηνιαίος ναύλος θα ανέρχεται στο ποσό των 15.000 ευρώ πλέον ΦΠΑ και θα καλύπτει την περίοδο μέχρι 31.3.2020 ανεξαρτήτως της ημερομηνίας παράδοσης του πλοίου (όρος Γ αρ.4 της σύμβασης εφοπλισμού). Ακολούθως η εναγομένη υπέβαλε αίτημα αποδρομολόγησης του πλοίου από τη γραμμή Φανερωμένη Σαλαμίνας – Πέραμα Μεγαρίδος, το οποίο έγινε δεκτό από την 1η Διεύθυνση Θαλάσσιων Συγκοινωνιών του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που εξέδωσε την υπ’αριθ. 201430/20-02-2020 απόφαση, με την οποία εγκρίθηκε η προσωρινή ανάκληση της ανακοίνωσης δρομολόγησης του πλοίου από την ανωτέρω γραμμή, από την κοινοποίηση της απόφασης αυτής έως τη σύγκληση του Συμβουλίου Ακτοπλοϊκών Συγκοινωνιών (Σ.Α.Σ) και την έκδοση της σχετικής υπουργικής απόφασης, βάσει του άρθρου 5 παρ.2 Ν.2932/2001, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 40 παρ.1 Β Ν.4256/2014 και ίσχυε πριν από την κατάργησή του με το άρθρο 48, άρθρο πρώτο του Ν.4948/2022, τα οποία προεκτέθηκαν (παρ. Ι).  Η ανωτέρω απόφαση με την έκδοσή της, ανέπτυξε πλήρως την  ισχύ της, καθόσον μετά από αυτήν έλαβε χώρα η αντικατάσταση του πλοίου <<Ζ>> από το <<ΠΚ>> την 5.3.2020 και επιτράπηκε στο τελευταίο να ξεκινήσει να εκτελεί δρομολόγια στην γραμμή Κεραμωτή – Λιμένας Θάσου, κατά τα οριζόμενα στη σύμβαση εφοπλισμού.

Με τον πρώτο λόγο της έφεσης, η εναγομένη επαναφέρει τον ισχυρισμό που είχε προβάλλει ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου αναφέροντας ότι η προθεσμία των επτά (7) ημερών δεν εκκινεί από την ημερομηνία έκδοσης της ανωτέρω απόφασης αποδρομολόγησης (20.2.2020) αλλά από την έκδοση της σχετικής απόφασης του Συμβουλίου Ακτοπλοϊκών Συγκοινωνιών (Σ.Α.Σ). Πράγματι το περιεχόμενο του όρου Γ αριθ.2 της από 14.2.2020 σύμβασης σχετικά με την παράδοση του  πλοίου από την εναγομένη στην ενάγουσα στη Θάσο, που ορίζει ότι <<….Σε περίπτωση που το Πλοίο δεν παραδοθεί κατά τα ως άνω στην Εφοπλίστρια το αργότερο μέχρι την παρέλευση επτά (7) ημερών από την έκδοση της απόφασης αποδρομολόγησής του …….θα καταπίπτει υπέρ της Εφοπλίστριας ποινική ρήτρα ποσού 30.000 ευρώ…>>, είναι ασαφές, δεχόμενο διαφορετικές ερμηνείες από τους διαδίκους, διότι δεν διευκρινίζεται εάν  η απόφαση αποδρομολόγησης από την έκδοση της οποίας άρχεται η προθεσμία των 7 ημερών για την κατάπτωση της συμφωνημένης ποινικής ρήτρας, αναφέρεται στην υπηρεσιακή απόφαση αποδρομολόγησης ή τη σχετική γνωμοδοτική απόφαση του Σ.Α.Σ ή την τελική υπουργική απόφαση. Έτσι γεννάται αμφιβολία ως προς το γεγονός που αποτελεί την αφετηρία της 7ημερης προθεσμίας και πρέπει κατά το μέρος αυτό να ερμηνευτούν οι δηλώσεις βουλήσεως των μερών σύμφωνα με τις διατάξεις  των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ,  χωρίς προσήλωση στις λέξεις και όπως απαιτεί η καλή πίστη, λαμβάνομένων υπόψη των συναλλακτικών ηθών. Δεδομένου ότι η ενάγουσα και η εναγομένη, είναι εταιρείες με ενεργή ναυτιλιακή δραστηριότητα που διατηρούσαν δρομολογημένα πλοία, γνώριζαν ότι η γνωμοδότηση του Σ.Α.Σ έπεται της ως άνω προσωρινής ισχύος απόφασης ανάκλησης ανακοίνωσης δρομολόγησης. Συνεπώς εάν επιθυμούσαν η προθεσμία παράδοσης του πλοίου να εκκινεί από την γνωμοδότηση του Σ.Α.Σ θα είχαν περιλάβει σχετική πρόβλεψη στη σύμβαση εφοπλισμού. Ουδείς λόγος όμως συνέτρεχε να εξαρτηθεί η παράδοση του πλοίου από την έκδοση της γνωμοδότησης του Σ.Α.Σ, η σύγκληση του οποίου δεν ήταν χρονικά προσδιορισμένη, αφού σκοπός της σύμβασης εφοπλισμού, ήταν η άμεση και χωρίς καθυστέρηση ένταξη στη δρομολογιακή γραμμή Κεραμωτή – Λιμένας Θάσου, του πλοίου <<ΠΚ>>, σε αντικατάσταση του πλοίου <<Ζ>> και δεδομένου ότι το σχετικό αίτημα για την εν λόγω αντικατάσταση είχε υποβληθεί από την ενάγουσα στις 24.2.2020 και αναμένονταν η σχετική απόφαση, το πλοίο <<ΠΚ>>, έπρεπε, τουλάχιστον από εκείνο το χρονικό σημείο,  να βρίσκεται στο λιμένα της Θάσου,  ώστε να ξεκινήσει την εκτέλεση των δρομολογίων μόλις αυτό απαιτηθεί. Επίσης αμφότερες οι διάδικες εταιρίες γνώριζαν ότι η άνω 201430/20-02-2020 απόφαση της 1ης Διεύθυνσης Θαλάσσιων Συγκοινωνιών του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής που ενέκρινε την προσωρινή ανάκληση της ανακοίνωσης δρομολόγησης του πλοίου από την  γραμμή Φανερωμένη Σαλαμίνας – Πέραμα Μεγαρίδος,  έως τη σύγκληση του Συμβουλίου Ακτοπλοϊκών Συγκοινωνιών (Σ.Α.Σ) και την έκδοση της σχετικής υπουργικής απόφασης, είχε άμεση ισχύ. Δεν υπήρχε συνεπώς λόγος να αναμένουν την  απόφαση του Σ.Α.Σ που είναι γνωμοδοτική και γίνεται δεκτή ή μη από την επακόλουθη υπουργική απόφαση. Εξάλλου, ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι για την εκκίνηση της προθεσμίας παράδοσης του ένδικου πλοίου δεν αρκούσε η από 20.2.2020 ανάκληση της ανακοίνωσης δρομολόγησής του, αλλά ήταν αναγκαία και η σύγκληση του Συμβουλίου Ακτοπλοϊκών Συγκοινωνιών, έρχεται σε αντίθεση με τις κρατούσες στη ναυτιλιακή πρακτική συνήθειες αλλά και με το δικαιοπρακτικό σκοπό της από 14.2.2020 σύμβασης εφοπλισμού, η διάρκεια της οποίας ξεκίνησε με την υπογραφή της (όρος Γ αριθ.2) και επαγόταν, μεταξύ άλλων, την υποχρέωση της εφοπλίστριας ενάγουσας να καταβάλλει τον συμφωνημένο (πρώτο μηνιαίο) ναύλο, για την περίοδο μέχρι 31.3.2020, καθιστώντας έτσι επιτακτική την όσο το δυνατό ταχύτερη παράδοση του πλοίου προκειμένου αυτό να τεθεί άμεσα υπό την οικονομική της εκμετάλλευση. Ενόψει των ανωτέρω η έναρξη της προθεσμίας για την παράδοση του πλοίου από την εναγομένη στην ενάγουσα, στη Θάσο, προσδιορίζεται από την απόφαση προσωρινής ισχύος που εκδόθηκε στις 20-2-2020. Έκτοτε, μέσα σε  επτά (7) ημέρες από την έκδοση της απόφασης αυτής, η εναγομένη όφειλε να παραδώσει το πλοίο στην ενάγουσα, προκειμένου η τελευταία να το θέσει υπό τον εφοπλισμό της και να το εντάξει στην ανωτέρω δρομολογιακή γραμμή. Ενόψει επομένως των προεκτεθέντων, ο πρώτος λόγος της έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι το πλοίο παραδόθηκε στην ενάγουσα στις 2.3.2020, ήτοι μετά την πάροδο των επτά (7) ημερών από την έκδοση της προαναφερόμενης απόφασης αποδρομολόγησής του από τη γραμμή Φανερωμένης Σαλαμίνας – Μέγαρα, που είχε τεθεί ως καταληκτικός χρόνος παράδοσης αυτού, γεγονός που είχε ως συνέπεια την κατάπτωση της ποινικής ρήτρας ύψους 30.000 ευρώ υπέρ της ενάγουσας. Με τον δεύτερο λόγο της έφεσης, η εναγομένη επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό της περί συνδρομής γεγονότων ανωτέρας βίας που συνετέλεσαν στην καθυστερημένη παράδοση του πλοίου στην ενάγουσα και αποκλείουν, κατά τους ισχυρισμούς της, την επέλευση της κατάπτωσης της ποινικής ρήτρας σε βάρος της. Ειδικότερα ισχυρίζεται ότι η ίδια, προκειμένου να μην δυσκολέψει την εφοπλίστρια εταιρεία και καθυστερήσει την παράδοση του πλοίου μέχρι την έκδοση της απόφασης από το Σ.Α.Σ, αποφάσισε να ξεκινήσει τη μεταφορά του πλοίου προς το λιμένα της Θάσου χωρίς πλήρωμα, με ρυμουλκό της εταιρείας <<………….>>, διότι το εν λόγω πλοίο δύναται να εκτελεί δρομολόγια κοντικών παράκτιων αποστάσεων και δεν μπορεί να ταξιδέψει σε ανοικτή θάλασσα. Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι το πλοίο ετοιμάστηκε να ταξιδέψει ρυμουλκούμενο το πρωί της 1.3.2020, αφού τις προηγούμενες ημέρες επικρατούσε κακοκαιρία και ότι έφτασε στο λιμένα της Θάσου στις 2.3.2020, όπου παραδόθηκε στην ενάγουσα. Οι ανωτέρω ισχυρισμοί της εναγομένης δεν ευσταθούν, αφενός μεν διότι, όπως αποδείχθηκε, το πλοίο μπορούσε να εκτελέσει αυτοδύναμα με το πλήρωμά του και χωρίς ανάγκη ρυμουλκού, τον πλου από τη Σαλαμίνα προς την Θάσο (βλ. σχετ. την από 29.10.2021 βεβαίωση απόπλου για μεμονωμένο πλου από το λιμένα Θάσου προς το λιμένα Φανερωμένης Σαλαμίνας, εκδοθείσα από το Διεθνές Γραφείο Επιθεωρήσεων Πλοίων  – Νηογνώμονας – ……, από την οποία προκύπτει ότι το πλοίο ήταν ικανό να πραγματοποιήσει αυτοδύναμα τον ανωτέρω πλου, με την πρόσθετη οδηγία, μεταξύ άλλων, να μην απομακρύνεται, κατά το δυνατόν, από τις ακτές), αφετέρου διότι, κατά το χρονικό διάστημα αμέσως μετά την έκδοση της απόφασης προσωρινής ανάκλησης της ανακοίνωσης δρομολόγησης του ένδικου πλοίου (20.2.2020) και ιδίως κατά το διάστημα από 23.2.2020 έως 25.2.2020,  επικρατούσαν ήπιες καιρικές συνθήκες, με ανέμους που δεν ξεπερνούσαν τους πέντε (5) βαθμούς της κλίμακας Μποφόρ και επέτρεπαν τη δυνατότητα ασφαλούς εκτέλεσης του πλου  (βλ. σχετ. επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από την ενάγουσα μετεωρολογικά στοιχεία για τις ανωτέρω ημερομηνίες, από το σύστημα <<ΠΟΣΕΙΔΩΝ>> του <<Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών>>), πλησίον της ακτογραμμής, υπό τις οριζόμενες στην ανωτέρω βεβαίωση απόπλου εντολές/οδηγίες. Εάν επομένως η εναγομένη ξεκινούσε τον πλου προς το λιμάνι της Θάσου, αμέσως μετά την έκδοση της απόφασης αποδρομολόγησης, όπως είχε τη δυνατότητα και  ως ώφειλε να πράξει, κατά τα συμφωνηθέντα στη σύμβαση εφοπλισμού, θα είχε επιτύχει την έγκαιρη παράδοση του πλοίου. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου δεν αναιρείται ούτε από την ένορκη κατάθεση του ………….., ο οποίος, προς υποστήριξη της άποψης της εναγομένης περί ανωτέρας βίας, αναφέρει ότι <<…Το ταξίδι όμως του Πλοίου ρυμουλκούμενο έπρεπε να ξεκινήσει μόνο με κατάλληλο καιρό και ειδικότερα με θάλασσα μέχρι 5 μποφόρ. Ως εκ τούτου, λόγω κακοκαιρίας τις ημέρες εκείνες το Πλοίο ετοιμάστηκε με κλείσιμο πορτών και εξατμίσεων ώστε να ταξιδέψει ρυμουλκούμενο το πρωί της 1/3/2020 και έφτασε στο Λιμένα Θάσου στις 2/3/2020 στις 6.00 το πρωί>>, αφού όσα καταθέτει αναιρούνται από τα ανωτέρω αναφερόμενα έγγραφα.  Αποδείχθηκε συνεπώς ότι η καθυστέρηση της εναγομένης για την παράδοση του πλοίου στην ενάγουσα δεν οφείλετο σε γεγονός ανωτέρας βίας, το οποίο, κατά τα οριζόμενα στη σύμβαση εφοπλισμού, θα απέκλειε την κατάπτωση της ποινικής ρήτρας υπέρ της τελευταίας. Επίσης ο ισχυρισμός της εναγομένης, που επαναφέρεται με τον κρινόμενο λόγο έφεσης, ότι εν τέλει το πλοίο παραδόθηκε εμπρόθεσμα στην ενάγουσα, πριν από την έκδοση της απόφασης για την αντικατάσταση του πλοίου <<Ζ>> από το πλοίο <<ΠΚ>>, αλυσιτελώς προβάλλεται, καθώς η κατάπτωση της ποινικής ρήτρας σε περίπτωση παράδοσης του πλοίου σε χρόνο μεταγενέστερο των επτά (7) ημερών από την έκδοση της απόφασης αποδρομολόγησής του από τη γραμμή Φανερωμένης Σαλαμίνας – Πέραμα, δεν εξαρτιόταν από την έκδοση απόφασης αντικατάστασης του πλοίου<<Ζ>> από το πλοίο <<ΠΚ>> ούτε προϋπέθετε την ύπαρξη ζημίας της εφοπλίστριας από την καθυστερημένη παράδοση.

Κατόπιν όσων προεκτέθηκαν, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια και έκανε δεκτή εν μέρει την αγωγή, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προμνημονευόμενες διατάξεις και τις αποδείξεις εκτίμησε, όσα δε αντίθετα υποστηρίζει η εκκαλούσα με τους ανωτέρω λόγους της έφεσής της, κρίνονται απορριπτέα στο σύνολό τους ως  αβάσιμα. Κατόπιν τούτου, εφόσον δεν προβάλλεται άλλος λόγος έφεσης, πρέπει η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και να διαταχθεί η εισαγωγή του υπ’ αριθ. ………../2024 ηλεκτρονικού παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως η αρχική παρ. 4 προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 Ν. 4055/2012 και αναριθμήθηκε σε παρ. 3 με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο Ν. 4335/2015, ισχύοντος από 1.1.2016, και εν συνεχεία τροποποιήθηκε από το άρθρο 35 παρ. 2 Ν. 4446/2016). Τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, λόγω εύλογης αμφιβολίας για την έκβαση της δίκης (άρθρ. 179εδ.τελ. ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 30.5.2024 (υπ’αριθ.καταθ……../31.5.2024) έφεση κατά της υπ’αριθ. 3052/2023 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).

Δέχεται την έφεση τυπικά και

Απορρίπτει αυτήν κατ΄ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή του υπ.’ αριθ. ………./2024 παραβόλου της έφεσης  στο δημόσιο ταμείο.

Συμψηφίζει  στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, μεταξύ των διαδίκων

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά, στις  20.2.2025 και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στον Πειραιά, στις 28.3.2025

Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                              Η   ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ