ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩN
Αριθμός απόφασης 257/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από την Δικαστή Ελένη Πρέντζα, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος – εφεσίβλητου: ……….. ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του, Ειρήνης Κοντοσέα, του Γεωργίου [ΑΜ ΔΣΠ …], δικηγόρου της ΔΕ «Γ. Κοντοσέας και Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία» [ΑΜ ΔΣΠ ….] η οποία και κατέβαλε το με αρ. …./31.10.2024 γραμμάτιο προείσπραξης του ως άνω ΔΣ.
Της εφεσίβλητης-εκκαλούσας: Ναυτικής εταιρείας, με την επωνυμία «……..», που εδρεύει στον ………. και εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου, Στέφανου Β. Λύρα [ΑΜ ΔΣΠειρ …] και κατέβαλε το με αρ. …./23.10.2024 γραμμάτιο προείσπραξης του ως άνω ΔΣ.
Ο εκκαλών – εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, και εναντίον της εφεσίβλητης – εκκαλούσας την από 28-12-2021 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 1226/2023 οριστική απόφαση που δέχτηκε εν μέρει αυτήν. Την απόφαση προσέβαλαν αμφότεροι οι εν μέρει ηττηθέντες διάδικοι με τις από 4.10.2023 [ενάγων] και 30.7.2024 [εναγόμενη], αντίστοιχα, αντίθετες εφέσεις τους, δικάσιμος των οποίων ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και έλαβαν αριθμό πινακίου …. και ….. αντίστοιχα, αφού, δε, συνεκφωνήθηκαν από το πινάκιο, συζητήθηκαν αντιμωλία των διαδίκων. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτές.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες αντίθετες εφέσεις: Α] Από 4.10.2023 του ενάγοντος [Α΄ έφεση] και με γενικό αριθμό κατάθεσης και αριθμό κατάθεσης ένδικου μέσου, αντίστοιχα, στη Γραμματεία του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου, ………./04.10.2023 και για προσδιορισμό δικασίμου στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, με γενικό και ειδικό, αντίστοιχα, αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./23.10.2023, για την οποία δικάσιμος ορίστηκε, με την επιμέλεια του ίδιου, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας (βλ. την με αρ. ………. /20.11.2023 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, ……….) και έλαβε αριθμό πινακίου 11 και Β] Από 30.7.2024 της εναγόμενης [Β΄ έφεση], με γενικό και ειδικό αντίστοιχα, αριθμό κατάθεσης ένδικου μέσου, στη Γραμματεία του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου, ………./04.09.2024 και για προσδιορισμό δικασίμου στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, με γενικό και ειδικό, αντίστοιχα, αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./04.09.2024, για την οποία δικάσιμος ορίστηκε, με την επιμέλεια της ίδιας, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και έλαβε αριθμό πινακίου 33, οι οποίες (εφέσεις) στρέφονται εναντίον τής με αρ. 1226/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχτηκε εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμη την από 28-12-2021 (με γενικό και ειδικό αριθμό, αντίστοιχα, έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ……./28.12.2021) αγωγή του πρώτου κατά της δεύτερης, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατά τα άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ούτε παρήλθε η νόμιμη διετής καταχρηστική προθεσμία από την δημοσίευσή της, στις 19.04.2023, ενώ για το παραδεκτό τους, μολονότι ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσης της διαφοράς ως εργατικής. Εφόσον, δε, οι ένδικες υπό Α και Β, αντίστοιχα, εφέσεις αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης και την μείωση των εξόδων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, να εξεταστούν κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και την βασιμότητα των λόγων κάθε μίας εξ αυτών, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ.
Με την αγωγή του ο ενάγων – και εκκαλών της υπό Α έφεσης – ισχυρίστηκε ότι δυνάμει σύμβασης ναυτικής εργασίας, αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε την 3.3.2020 στον Πειραιά, μεταξύ αυτού και της εναγόμενης εταιρείας, εφοπλίστριας τού, με ελληνική σημαία, επιβατηγού – οχηματαγωγού [ε/γ – ο/γ] πλοίου, με την ονομασία «AJ», κ.ο.χ. 5.377, ναυτολογήθηκε ως Α΄ Μάγειρας, επί του πλοίου αυτού, μέχρι την 07.01.2021, που λύθηκε η σύμβασή του, στον Πειραιά, αμοιβαία συναινέσει. Ότι συμφωνήθηκε να αμείβεται βάσει της ΣΣΝΕ πληρωμάτων επιβατηγών-ακτοπλοϊκών πλοίων του έτους 2019. Περαιτέρω, ο ενάγων ενσωματώνει στο αγωγικό δικόγραφο τους πίνακες με τα εκτελούμενα από το πλοίο δρομολόγια, προβάλλοντας ότι εργαζόταν επί 14 ώρες την ημέρα και παραθέτει τα ποσά που δικαιούται να λάβει από την εναγόμενη για κάθε αγωγικό κονδύλιο και τα ποσά που έλαβε έναντι αυτού, αξιώνοντας τη διαφορά ή και το σύνολο αυτού. Έτσι ζήτησε: α) ως υπόλοιπο αποδοχών Μαρτίου 2020, ποσό 969,79 ευρώ, β) ως αμοιβή για υπερωριακή εργασία για Σάββατα, αργίες, καθημερινές και Κυριακές το συνολικό ποσό των 22.817,13 ευρώ, γ) ως αποζημίωση λόγω μη χορήγησης αδειών διανυκτέρευσης το ποσό των 1.227,91 ευρώ, δ) ως δώρα εορτών: δα) ως αναλογία δώρου Πάσχα 2020, το ποσό των 1.539,16 ευρώ, δβ) ως αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2020, το ποσό των 6.261,13 ευρώ, δγ) ως αναλογία δώρου Πάσχα 2021, το ποσό των 182,61 ευρώ. Συνολικά ισχυρίστηκε ότι θα έπρεπε να λάβει για τις παραπάνω αιτίες 7.982,90 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε 3.940,88 ευρώ, ζητώντας τη διαφορά εκ ποσού 4.042,02 ευρώ. Τέλος, ε) ως αμοιβή για την εκτέλεση δρομολογίων «εξπρές», ζήτησε το ποσό των 220,70 ευρώ. Κατόπιν αυτών, ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το συνολικό ποσό για όλες τις παραπάνω αιτίες, ύψους 29.277,55 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την 07.01.2021, άλλως, από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφλησή του, να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί και να καταδικαστεί η εναγόμενη στην δικαστική του δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι η αγωγή ενόψει του ότι τηρήθηκε η αναγκαία, για το παραδεκτό της συζήτησής της, προδικασία της εξωδικαστικής διαμεσολάβησης (άρθρο 3 § 2 ν. 4640/2019) παραδεκτά και αρμόδια φέρεται ενώπιόν του, ως αρμόδιου καθ’ ύλην και κατά τόπον, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 7, 8, 9, 10, 14 § 2, 16 περ. 2 και 25 § 2 και 51 §§ 1, 2α και 3Α Ν. 2172/1993 και 82 ΚΙΝΔ, κατά την ειδική διαδικασία εκδίκασης των περιουσιακών – εργατικών διαφορών και ότι με το περιεχόμενο αυτό και αιτήματα είναι ορισμένη και νόμω βάσιμη εν μέρει, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 192, 193, 341, 346, 361 και 648 – 649, 651 – 653, 655, 656, 659 ΑΚ (ήδη 1-2, 3-5, 7, 8, 11 του ΚωδΠΔ 80/2022) και 669, 680 του ΑΚ, της ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019, η οποία κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/56040/2019 (ΦΕΚ Β’ 3170/12.8.2019) απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, 39, 53, 54 και 57 του ΚΙΝΔ (Ν. 3816/1958), 68, 176, 191 § 2 και 904 § 2α, 907 και 908 § 1 στοιχ. ε΄ ΚΠολΔ/1958), πλην του παρεπόμενου αιτήματος περί επιδίκασης τόκων από την 07.01.2021, χρόνος λύσης της σύμβασης ναυτικής εργασίας του ενάγοντος, που κρίθηκε νόμιμο μόνο για το αίτημα επιδίκασης δώρων εορτών (άρθρο 14 § 3 της ΣΣΝΕ), ενώ για τα υπόλοιπα κονδύλια κρίθηκε νόμιμο για το χρόνο από την επίδοση της αγωγής. Στη συνέχεια, η αγωγή εξετάστηκε και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα και έγινε εν μέρει δεκτή, υποχρεώνοντας την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των οκτώ χιλιάδων ενενήντα τεσσάρων ευρώ και εξήντα τεσσάρων λεπτών (8.094,64 €) και κηρύσσοντας την απόφαση εν μέρει προσωρινά εκτελεστή ως προς την αμέσως ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη μέχρι του ποσού των τριών χιλιάδων (3.000,00) ευρώ και να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των χιλίων τετρακοσίων εξήντα δύο ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτών (1.462,76 €) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσής του (07.01.2021), επιβάλλοντας, τέλος, σε βάρος της εναγόμενης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, που όρισε στο ποσό των 400 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται με τις εφέσεις τους αμφότεροι οι εν μέρει ηττηθέντες διάδικοι για τα κεφάλαια της απόφασης που καθορίζονται με τους λόγους της έφεσής τους και, αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης με σκοπό ο μεν εκκαλών – ενάγων της υπό Α΄ έφεσης την παραδοχή ως ουσιαστικά βάσιμης της αγωγής του, η δε εκκαλούσα – εναγόμενη της υπό Β΄ έφεσης, την απόρριψη της αγωγής και την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση, κατ’ άρθρο 914 ΚΠολΔ, επειδή κατέβαλε στον ενάγοντα – εκκαλούντα το χρηματικό ποσό που η εκκαλουμένη επιδίκασε υπέρ του προσωρινά. Αμφότεροι, δε, οι διάδικοι ζήτησαν την καταδίκη του αντιδίκου τους στην δικαστική τους δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
Από την επανεκτίμηση όλων των εγγράφων τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, προς άμεση απόδειξη ή για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, οι διάδικοι, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και τα μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, τα οποία ναι μεν δε λαμβάνονται υπόψη συμπληρωματικά, πλην όμως, αυτό γίνεται υπό τους όρους πλέον των άρθρων 393 και 394 ΚΠολΔ, από τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων απόδειξης, …………….., που λήφθηκαν την 07.7.2022 και την 07.9.2022, αντίστοιχα, ενώπιον του Δικηγόρου Πειραιά, ………… (άρθρο 421 ΚΠολΔ, όπως η διάταξη ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 21 ν. 4842/2021), πριν τη λήψη των οποίων κλητεύθηκε να παραστεί, νομότυπα και εμπρόθεσμα, εκπρόσωπος της εναγόμενης (βλ. τις υπ’ αριθμ. ……./01.07.2022 και ……./01.09.2022 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά ……………….), από την υπ’ αριθμ. …/30.09.2022 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ανταπόδειξης, ………, που λήφθηκε ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, πριν τη λήψη της οποίας κλητεύθηκε να παραστεί, νομότυπα και εμπρόθεσμα, ο ενάγων (βλ. την υπ’ αριθμ. …./26.09.2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, ………., βάσει της οποίας βεβαιώνεται ότι η κλήτευση αυτή έγινε προς την πληρεξούσιο δικηγόρο και αντίκλητο, κατ’ άρθρο 143 § 1 ΚΠολΔ του ενάγοντος, Ειρήνη Κοντοσέα), από τις ομολογίες των διαδίκων και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, αποδείχτηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα εξής πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων είναι Έλληνας απογεγραμμένος ναυτικός, κάτοχος του με στοιχεία Γ΄ ναυτική περιφέρεια και αριθμό μητρώου …… ναυτικού φυλλαδίου και του υπ’ αριθ. …./3.11.2003 πτυχίου Μαγείρου Α’. Η εναγόμενη, ναυτιλιακή εταιρεία, είναι εφοπλίστρια του φέροντος ελληνική σημαία και με αριθμό νηολογίου Πειραιά ….. επιβατηγού – οχηματαγωγού πλοίου «AJ», ολικής χωρητικότητας 5.377 κόρων, με αριθμό ΙΜΟ ….. και διεθνές διακριτικό σήμα …., που ανήκει κατά κυριότητα στην εταιρεία με την επωνυμία «…………», που εδρεύει στον Πειραιά. Δυνάμει σύμβασης ναυτικής εργασίας που καταρτίστηκε την 03.3.2020, μεταξύ του ενάγοντος και του πλοίαρχου του πιο πάνω πλοίου, ενεργώντας στο όνομα και για λογαριασμό της εναγόμενης, ο ενάγων προσλήφθηκε, για αόριστο χρόνο, ναυτολογηθείς αυθημερόν στο λιμάνι του Πειραιά, με την ειδικότητα του Α’ Μάγειρα και εργάστηκε ανελλιπώς μέχρι την 07.01.2021, οπότε και απολύθηκε στον Πειραιά «ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΣΥΝΑΙΝΕΣΕΙ», όπως στο φυλλάδιο αναγράφηκε. Σχετικά με τις αποδοχές του ενάγοντος, οι διάδικοι συμφώνησαν να υπολογίζονται αυτές σύμφωνα με τις προβλέψεις, για την ειδικότητά του, της Συλλογικής Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας πληρωμάτων ακτοπλοϊκών – επιβατηγών πλοίων του έτους 2019 (ΥΑ 2242.5-1.5/56040/2019 – ΦΕΚ Β’ 3170/12.8.2019). Το ως άνω πλοίο, κατά το χρονικό διάστημα ναυτολόγησης του ενάγοντος, είχε προγραμματιστεί και εκτέλεσε, αντίστοιχα, τα δρομολόγια που αναφέρονται στην αγωγή και στην εκκαλουμένη απόφαση, τα οποία δεν αμφισβητούνται από τους διαδίκους, σε γραμμή δημόσιας υπηρεσίας μεταξύ Πειραιά – Κισσάμου Χανίων. Η διάρκεια των δρομολογίων του πλοίου, που όπως λέχθηκε συνομολογούνται από τους διαδίκους, ήταν ανεξάρτητη από τα καθήκοντα του ενάγοντος, όπως επίσης και ο αριθμός των επιβατών σε αυτό. Στην ένδικη αγωγή του ο ενάγων ισχυρίζεται ότι για το χρονικό διάστημα από 3.3.2020 έως 31.3.2020, δικαιούται να λάβει: α) μισθό ενεργείας από € 1.588,98 μηνιαίως και για 29 ημέρες υπηρεσίας € 1.536,01, β) επίδομα Κυριακών από €349,58 μηνιαίως και για 29 ημέρες υπηρεσίας € 337,93, γ) επίδομα αδείας με την τροφοδοσία από €540,48 μηνιαίως και για 29 ημέρες υπηρεσίας € 522,46, δ) επίδομα “άγονης γραμμής” του άρθρου 7 ΣΣΝΕ € 111,23 μηνιαίως και για 29 ημέρες υπηρεσίας € 107,52, ε) επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας € 36,64 μηνιαίως και για 29 ημέρες υπηρεσίας € 35,42, στ) επίδομα του μη παρεχόμενου σε είδος ιματισμού € 58,78 και για 29 ημέρες υπηρεσίας € 55,85 και συνολικά για τις αιτίες αυτές € 2.595,19 μικτά. Ότι έναντι των ανωτέρω ποσών έλαβε συνολικά € 1.625,40 καθαρά (ήτοι, για μισθό ενεργείας € 962,03, για επίδομα Κυριακών € 211,65, για επίδομα αδείας με την τροφοδοσία € 327,22, για επίδομα “άγονης γραμμής” € 67,34, για επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας € 22,18 και για επίδομα ιματισμού € 34,98) και συνεπώς ότι του οφείλεται υπόλοιπο δεδουλευμένων αποδοχών ύψους 969,79 ευρώ. Η εκκαλουμένη έκρινε ότι ο ενάγων δικαιούτο να λάβει πράγματι το ποσό των € 2.595,19 μικτά (όπως συνομολογείται από αμφότερους τους διαδίκους) έναντι του οποίου, όμως, έλαβε από την εναγόμενη, με δύο διαδοχικές καταβολές, η μεν πρώτη την 09.4.2020 ποσού 800,00 ευρώ, η δε δεύτερη την 29.4.2020 ποσού 885,30 ευρώ, στον τραπεζικό του λογαριασμό στην τράπεζα «…………..», το ποσό των 1.685,30 ευρώ και όχι το ποσό των € 1.625,40, που αβάσιμα ισχυρίστηκε ο ενάγων, ούτε το ποσό των 2.528,31 που ισχυρίστηκε η εναγόμενη. Στη συνέχεια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αφού αφαίρεσε από το οφειλόμενο στον ενάγοντα ποσό το ως άνω καταβληθέν του επιδίκασε την διαφορά, ύψους 909,89 ευρώ [2.595,19 – 1.685,30], απορρίπτοντας ως ουσία αβάσιμη την ένσταση εξόφλησης της εναγόμενης δια της καταβολής του ποσού των 957,59 ευρώ, που αναγράφηκε ως «προκαταβολή» στην από 31.3.2020 απόδειξη πληρωμής αποδοχών του μηνός Μαρτίου 2020, την οποία επικαλέστηκε και προσκόμισε για το επίδικο αυτό χρονικό διάστημα (03.3.2020-31.3.2020), με την αιτιολογία ότι η εναγόμενη δεν επικαλέστηκε, ούτε προσκόμισε και το αντίστοιχο παραστατικό της τράπεζας ………, στην οποία τηρούσε τον λογαριασμό μισθοδοσίας του ο ενάγων, δεδομένου ότι η καταβολή των αποδοχών των ναυτολογημένων ναυτικών λάμβαναν χώρα αποκλειστικά μέσω τραπεζικής κατάθεσης. Με τον πρώτο λόγο της έφεσής της η εναγόμενη πλήττει το κεφάλαιο αυτό της εκκαλουμένης απόφασης και ζητά να εξαφανιστεί ισχυριζόμενη ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο από τις μικτές αποδοχές που δικαιούτο να λάβει ο ενάγων και τις οποίες συνομολογεί, ύψους 2.595,19 ευρώ αφαίρεσε εσφαλμένα το καθαρό ποσό που έκρινε ότι έλαβε έναντι αυτών, ύψους € 1.685,30, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί στο εσφαλμένο οφειλόμενο προς τον ενάγοντα υπόλοιπο, ποσού 909,89 ευρώ, αντί να αναγάγει το ως άνω καταβληθέν καθαρό ποσό των 1.685,30€ σε μικτό και ακολούθως να το αφαιρέσει από το συνολικά οφειλόμενο μικτό ποσό, ώστε να προκύψει η τυχόν ορθή διαφορά επί των αποδοχών του. Στη συνέχεια του λόγου αυτού η εναγόμενη ισχυρίζεται ότι κατέβαλε στον ενάγοντα για την αιτία αυτή το μικτό (ακαθάριστο) ποσό των 2.528,31€ και δη 447,04€ ασφαλιστικές κρατήσεις ΝΑΤ + 304,32 € κρατήσεις ΦΜΥ + 91,65€ ειδική εισφορά αλληλεγγύης + 1.685,30€ εις χείρας του, σύμφωνα με την από 31.3.2020 απόδειξη πληρωμής αποδοχών – αναλυτικό εκκαθαριστικό σημείωμα του ενάγοντος για τις 29 ημέρες υπηρεσίας του τον μήνα Μάρτιο 2020 και επομένως οφείλει να καταβάλει τη διαφορά ανερχόμενη μόνον στο ποσό των εξήντα έξι ευρώ και ογδόντα οκτώ λεπτών [2.595,19 € – 2.528,31€ = 66,88€]. Ισχυρίζεται, δηλαδή, η εναγόμενη ότι το καθαρό ποσό των 1.685,30 ευρώ, που αποδεικνύεται αλλά και η ίδια συνομολογεί ότι κατέβαλε στον ενάγοντα αντιστοιχεί σε μικτές αποδοχές, τις οποίες η εναγόμενη προσδιορίζει στο ποσό των 2.528,31€ και ακολούθως τις αφαιρεί από το (πράγματι) συνολικά οφειλόμενο ποσό μικτών αποδοχών, ποσού 2.595,19€, αναγάγοντας την οφειλόμενη διαφορά στο ποσό των 66,88 ευρώ και ταυτόχρονα επικαλείται ένσταση εξόφλησης των αποδοχών του μηνός Μαρτίου 2020, ήτοι ότι έχει καταβάλει στον ενάγοντα και το ποσό των 957,59 ευρώ (καθαρά) αναγραφόμενο ως «προκαταβολή» στον λογαριασμό μισθοδοσίας του. Την ένσταση εξόφλησης ο ενάγων αρνείται ρητά, δεν αναγνωρίζει την επί της απόδειξης καταβολής της εν λόγω μισθοδοσίας του, υπογραφή ως δική του, την θεωρεί πλαστή, χωρίς να γνωρίζει ποιος την έθεσε. Ομοίως και η εκκαλουμένη, όπως λέχθηκε, απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο τον ισχυρισμό εξόφλησης. Με την αγωγή του ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι για την αιτία αυτή (αποδοχές Μαρτίου 2020) έχει λάβει το ποσό των 1.625,40 ευρώ (ήτοι, για μισθό ενεργείας 962,03 ευρώ, για επίδομα Κυριακών 211,65 ευρώ, για επίδομα αδείας με την τροφοδοσία 327,22 ευρώ, για επίδομα άγονης γραμμής 67,34 ευρώ, για επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 22,18 ευρώ και για επίδομα ιματισμού 34,98 ευρώ) και ότι του οφείλεται ως υπόλοιπο το ποσό των 969,79 ευρώ. Με τις έγγραφες, δε, προτάσεις του ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, συνομολογεί ο ενάγων ότι το καταβληθέν ποσό των 1.685,30 ευρώ είναι πράγματι το καθαρό ποσό, αφού έχουν αφαιρεθεί επ΄ αυτού οι νόμιμες κρατήσεις και είναι το μόνο που έλαβε πράγματι έναντι των αποδοχών του για το μήνα Μάρτιο 2020. Επί του λόγου αυτού, πρώτου της έφεσης της εναγόμενης, λεκτέα τα ακόλουθα: Όπως αποδεικνύεται από το λογαριασμό Μαρτίου 2020, το μικτό ποσό της μισθοδοσίας του ενάγοντος που υπολογίστηκε με αυτόν ανερχόταν συνολικά στο ποσό των 3.485,90 ευρώ. Στη συνέχεια, στον ίδιο λογαριασμό, η εναγόμενη, ως όφειλε, εξέπεσε από το ως άνω ποσό και παρακράτησε ένα μέρος των αποδοχών του, ως εισφορές υπέρ τρίτων, συνολικού ύψους οκτακοσίων σαράντα τριών ευρώ και ενός λεπτού (ήτοι ΝΑΤ 447,04€ + ΦΜΥ 304,32€ + ειδική εισφορά αλληλεγγύης 91,65€ =843,01€). Κατόπιν αυτού όφειλε να του καταβάλει το προκύπτον «καθαρό» υπόλοιπο, ποσού 2.642,89 ευρώ [3.485,90 (μικτά) – 843,01 (κρατήσεις) =2.642,89€ καθαρό οφειλόμενο ποσό], το οποίο και καταχώρησε στον εν λόγω λογαριασμό του μηνός Μαρτίου 2020 με την ένδειξη «πληρωτέες αποδοχές». Από το ποσό αυτό κατέβαλε, όπως αποδεικνύεται, μόνο το καθαρό ποσό των € 1.685,30 που αναγραφόταν στον λογαριασμό μισθοδοσίας του ενάγοντος με την ένδειξη «υπόλοιπο πληρωτέων αποδοχών», καταβολή που έλαβε χώρα με τον τρόπο που αναγράφεται και στην εκκαλουμένη απόφαση, δηλαδή με δύο διαδοχικές καταβολές, η πρώτη, την 09.4.2020, ποσού 800,00 ευρώ και η δεύτερη, την 29.4.2020, ποσού 885,30 ευρώ [800 + 885,30 = 1.685,30€], στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος στην τράπεζα «………….», οι οποίες συνομολογούνται από τους διαδίκους. Επομένως, μετά την αφαίρεση από το καθαρό πληρωτέο ποσό των 2.642,89€, το οποίο η ίδια η εναγόμενη αναγράφει στον λογαριασμό του και όφειλε να καταβάλει στον ενάγοντα τού πράγματι καταβληθέντος σε αυτόν καθαρού ποσού των 1.685,30€ απέμεινε υπόλοιπο καθαρού ποσού που όφειλε να του καταβάλει ύψους εννιακοσίων πενήντα επτά ευρώ και πενήντα εννέα λεπτών [2.642,89€ καθαρά – 1.685,30€ καθαρά = 957,59€ καθαρά]. Στο σημείο αυτό η εναγόμενη ισχυρίζεται με τον λόγο της έφεσής της, επαναφέροντας τον πρωτοδίκως υποβληθέντα ισχυρισμό της, ότι έχει εξοφλήσει το ποσό αυτό και προς απόδειξη τούτου επικαλείται τον εν λόγω λογαριασμό μισθοδοσίας του, ο οποίος φέρει την ιδιόχειρη υπογραφή του ενάγοντος και στον οποίο αναγράφεται ότι έχει δοθεί σε αυτόν το εν λόγω ποσό των 957,59 ευρώ με την ένδειξη «προκαταβολή». Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός δεν αποδείχθηκε και πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι όφειλε να προσκομίσει η εναγόμενη και το αντίστοιχο παραστατικό της καταβολής προς την ως άνω τράπεζα στην οποία τηρούσε τον λογαριασμό τής μισθοδοσίας του ο ενάγων και να αποδείξει έτσι ότι πράγματι κατέβαλε σε αυτόν το ποσό που αναγραφόταν ως προκαταβολή. Αντίστοιχο, όμως, αποδεικτικό τραπεζικού εμβάσματος δεν επικαλείται, ούτε προσκομίζει η εναγόμενη ως όφειλε, ούτε άλλη απόδειξη, πλην του λογαριασμού μισθοδοσίας του ενάγοντος του μηνός Μαρτίου 2020, ο οποίος από μόνος του δεν αρκεί για να αποδείξει το κατά τα προαναφερόμενα ευχερώς αποδεικτέο γεγονός της εξόφλησης, ενόψει του ότι ο ενάγων αρνείται την εν λόγω καταβολή καθώς και την επί του ως άνω λογαριασμού υπογραφή του. Σε κάθε, όμως, περίπτωση, ο ανωτέρω λογαριασμός δεν αποτελεί νόμιμη απόδειξη καταβολής της μισθοδοσίας του ενάγοντος, η οποία, σύμφωνα με την ΚΥΑ 22528/430/2017 – ΦΕΚ 1712Β/18.5.2017, έπρεπε να καταβάλλεται αποκλειστικά διατραπεζικά, όπως κατέθεσε και ο μάρτυρας απόδειξης, …….. (προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος στο ένδικο πλοίο). Επιπλέον, ο τελευταίος, καθώς και ο έτερος μάρτυρας απόδειξης, ……….. (βοηθός φροντιστή στο ένδικο πλοίο) καταθέτουν ότι συνέβαινε πολλές φορές και ιδιαίτερα σε διαστήματα που το πλοίο ήταν σε επισκευή να εμφανίζονται στους λογαριασμούς μισθοδοσίας του πληρώματος κάποια ποσά ως δήθεν προκαταβολές, τα οποία στην πραγματικότητα η εναγόμενη δεν τους κατέβαλε και τα οποία αφαιρούσε από το συνολικό μισθό που έπρεπε να λάβουν στο τέλος του μήνα. Συνεπώς, ο ισχυρισμός της εναγόμενης περί καταβολής υπέρτερου ποσού (€ 2.528,31) σε κάθε περίπτωση δεν αποδείχθηκε, είναι ουσιαστικά αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω και επειδή συνομολογείται ότι το ανωτέρω ποσό των 1.685,30 ευρώ που έλαβε ο ενάγων δια του τραπεζικού του λογαριασμού καταβλήθηκε από την εναγόμενη σε αυτόν «καθαρό», δηλαδή μετά τις κρατήσεις υπέρ τρίτων, πρέπει το παρόν Δικαστήριο, σύμφωνα και με όσα λέχθηκαν παραπάνω στη μείζονα πρόταση, να επιδικάσει στον ενάγοντα την καθαρή οφειλόμενη διαφορά του μηνός Μαρτίου 2020 την οποία και πρέπει να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει σε αυτόν, αφαιρώντας δηλαδή από το καθαρό πληρωτέο ποσό το καθαρό ποσό που έλαβε ο ενάγων έναντι των αποδοχών του ως άνω μηνός, όπως λεπτομερώς αναλύεται παραπάνω. Ακολούθως, η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα ως υπόλοιπο αποδοχών του για τον μήνα Μάρτιο 2020 το καθαρό [ήτοι αφαιρουμένων των προαναφερόμενων νόμιμων κρατήσεων] ποσό των εννιακοσίων πενήντα επτά ευρώ και πενήντα εννέα λεπτών [2.642,89€ καθαρά – 1.685,30€ καθαρά = 957,59€ καθαρά]. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που αντί να αφαιρέσει όμοια ποσά, δηλαδή είτε μικτά από μικτά είτε καθαρά από καθαρά ποσά αφαίρεσε από τις μικτές αποδοχές ύψους € 2.595,19 το καθαρό ποσό που ο ενάγων έλαβε έναντι αυτών, ύψους € 1.685,30 και οδηγήθηκε σε εσφαλμένο αποτέλεσμα, ήτοι σε οφειλόμενο υπόλοιπο αποδοχών 909,89€ εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει κατά το κεφάλαιό της αυτό να εξαφανιστεί δεκτού γενομένου του πρώτου σκέλους του 1ου λόγου έφεσης της εναγόμενης [1ος λόγος υπό 4, 5, 5.1.,5.2, 5.3, 5.4, 5.5, 5.6, 5.7] ως ουσιαστικά βάσιμου και απορριπτομένου του 2ου σκέλους του λόγου αυτού [υπό 6] περί της ένστασης εξόφλησης. Με τον 2ο λόγο έφεσης της εναγόμενης και τον 1ο λόγο έφεσης του ενάγοντος παραπονείται έκαστος για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων όσον αφορά την κρίση της εκκαλουμένης απόφασης για τον μέσο όρο της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος επί δέκα (10) ώρες και παροχή εκ μέρους του υπερωριακής εργασίας επί 2 ώρες τις καθημερινές και Κυριακές και επί 10 ώρες τα Σάββατα και τις αργίες και την επιδίκαση, ακολούθως, σε αυτόν των αναλογούντων ποσών ως διαφορά από τις πράγματι καταβληθείσες. Ειδικότερα, η μεν εναγόμενη επαναφέρει τον και πρωτοδίκως υποβληθέντα ισχυρισμό της ότι η απασχόληση του ενάγοντος αυτή δεν υπερέβαινε τις 8 ώρες, ο δε ενάγων ότι ανέρχονταν σε 14 ώρες, με συνέπεια να επιδικαστούν σε αυτόν μεγαλύτερα ή μικρότερα, αντίστοιχα, ποσά, ως διαφορά. Σχετικά με τους λόγους αυτούς και τον μέσο όρο της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος στο ένδικο πλοίο λεκτέα τα ακόλουθα: Τα καθήκοντα του α’ και β’ Μαγείρου καθορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 121 – 124 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί επιβατηγών πλοίων (ΒΔ 683/1960), από τα οποία μεταξύ άλλων ορίζονται τα εξής: Ο α’ μάγειρας είναι ο πρώτος στην ιεραρχία, και εφόσον στο πλοίο δεν υπάρχει αρχιμάγειρος, σε αυτόν εναπόκειται η εκτέλεση των καθηκόντων και αυτής της ειδικότητας (άρθρο 123). Ο α’ μάγειρας επομένως, είναι αυτός που προγραμματίζει και παρασκευάζει το φαγητό (άρθρο 122). Ο β’ μάγειρας εργάζεται ως βοηθός του α’ μαγείρου και συμμετέχει στην προετοιμασία του φαγητού υπό τις οδηγίες του α’ μαγείρου. Αμφότεροι α’ και β’ μάγειροι, όπως ρητά προβλέπεται από το άρθρο 124 παρ, γ’, ασχολούνται με τις προπαρασκευαστικές εργασίες, όπως π.χ. προετοιμασία μηχανημάτων, μεταφορά τροφοεφοδίων από την αποθήκη του πλοίου, προετοιμασία, πλύσιμο, τεμαχισμός διαφόρων υλικών κλπ, ενώ επιπλέον, απασχολούνται και με τις εργασίες καθαριότητας του χώρου της κουζίνας, που ανήκουν στα καθήκοντα όλων των μαγείρων, τις οποίες και εκτελούν «βοηθούμενοι υπό των χυτροκαθαριστών». Δηλαδή, και ο α’ μάγειρας, ακόμα και όταν εκτελεί τα καθήκοντα του αρχιμάγειρα, δεν έχει μόνο επιτελική ευθύνη αλλά συμμετέχει και ο ίδιος προσωπικά στις παραπάνω εργασίες. Οι δε χυτροκαθαριστές, ενόσω παρασκευάζεται το γεύμα, ασχολούνται με τον καθαρισμό των σκευών, μηχανημάτων, εργαλείων κλπ της κουζίνας και δεν έχουν οιαδήποτε ανάμειξη ούτε στην παρασκευή, ούτε και στο σερβίρισμα του φαγητού (άρθρο 126).Στην ένδικη περίπτωση αποδεικνύεται ότι στο πλοίο δεν υπηρετούσε Αρχιμάγειρας και συνεπώς η εκτέλεση των καθηκόντων και αυτής της ειδικότητας επιβάρυνε τον ενάγοντα. Ο τελευταίος προετοίμαζε τρία (3) γεύματα την ημέρα, βάσει του νόμιμου εδεσματολογίου, για τα 40 ή 45 (κατά τη θερινή περίοδο) μέλη του πληρώματος (βλ. αντίγραφο ναυτολογίου του πλοίου), εκτελώντας, παράλληλα, και όλα τα άλλα καθήκοντα της δικής του ειδικότητας, με τη βοήθεια των υφισταμένων του, ήτοι, ενός Β’ Μάγειρα και ενός τουλάχιστον εκ των δύο χυτροκαθαριστών που υπηρετούσαν στο πλοίο, ενόψει του ότι ο άλλος χυτροκαθαριστής, όπως κατέθεσε ο μάρτυρας απόδειξης, προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος του πλοίου, . …….., εργαζόταν στην κουζίνα αλλά στο ξενοδοχειακό τμήμα και συγκεκριμένα σε ένα μπαρ. Ο ανωτέρω μάρτυρας, λόγω της ειδικότητάς του, ήταν υπεύθυνος για τη λειτουργία των ενδιαιτημάτων του πλοίου και συνεπώς και του συγκεκριμένου χώρου και προΐστατο όλων των προσώπων που απασχολούνταν σε αυτόν. Συνεπώς, η κατάθεσή του κρίνεται αξιόπιστη ακόμα και εάν συνυπηρέτησε για μικρό χρονικό διάστημα με τον ενάγοντα. Η κατάθεσή του αυτή, όμως, δεν αποκλείει την εκ περιτροπής απασχόληση του 2ου χυτροκαθαριστή είτε στο μαγειρείο είτε στο μπαρ του πλοίου, συνεπώς υπήρχε σε κάθε περίπτωση πρόσθετη βοήθεια στην εκτέλεση των καθηκόντων του ενάγοντος. Περαιτέρω, ο ενάγων ήταν υπεύθυνος να συντονίζει και να επιβλέπει την εργασία των ως άνω υφισταμένων του, αναθέτοντάς τους συγκεκριμένα καθήκοντα, όπως την προετοιμασία των υλικών, τις εργασίες καθαριότητας και εκτελούσε, έτσι, όλα τα καθήκοντα της ειδικότητας του Μαγείρου Α’, όπως αυτά περιγράφηκαν παραπάνω, εργαζόμενος καθημερινά από τις 06.00 π.μ. έως τις 14.00 μ.μ. και από τις 17.30 μ.μ. έως τις 20.30 μ.μ., ήτοι επί έντεκα (11) ώρες και όχι 14 όπως καθ΄υπερβολή ισχυρίζεται αυτός. Ειδικότερα, καθημερινά παρασκεύαζε τρία γεύματα για το πλήρωμα του πλοίου, δηλαδή πρωινό [από ώρα 07:00 έως 08:30], μεσημεριανό [από ώρα 11:30 έως 13:00] και βραδινό [από ώρα 18:30 έως 20:30] αρχίζοντας την προετοιμασία της εργασίας του στις 06.00 π.μ. μαζί, δε, με το β’ Μάγειρα (όταν υπήρχε ναυτολογημένος) σερβίριζε το φαγητό στα πιάτα, αφού προετοίμαζε και παρασκεύαζε και το πρωινό και το μεσημεριανό γεύμα. Κατά τη διάρκεια των έντεκα ωρών εργασίας του ενάγοντος αυτός φρόντιζε για τον καθημερινό εφοδιασμό του μαγειρείου με τα αναγκαία τρόφιμα και υλικά για την παρασκευή των γευμάτων, τα οποία, με την βοήθεια των επικούρων και χυτροκαθαριστών παραλάμβανε από τον βοηθό φροντιστή, ……….., από την αποθήκη τροφοεφοδίων του πλοίου. Για το πρωινό, η κουζίνα προετοίμαζε τις παραγγελίες για αλμυρά πιάτα (αυγά, ομελέτες, αλλαντικά κλπ) τα οποία παρασκεύαζε ο ενάγων και ροφήματα (καφέδες κλπ). Το ως άνω ωράριο παροχής των γευμάτων επιβεβαιώνει ο προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος του πλοίου, ………., καθόσον η τραπεζαρία πληρώματος ανήκει στην επιστασία ενδιαιτημάτων, της οποίας αυτός προΐστατο, ο οποίος καταθέτει στην ένορκη βεβαίωσή του ότι: «…όσο διαρκούσε το γεύμα, η κουζίνα παρέμενε ανοιχτή, δηλαδή από τις 07.00 πμ ως τις 08.30 πμ για το πρωινό, από τις 11.30 πμ ως τις 13.30 μμ [και όχι έως τις 13.00 που ήταν καθορισμένο] για το μεσημεριανό και από τις 18.00 [και όχι 18.30] ως τις 20.30 μμ για το βραδινό…». Αποδεικνύεται ακόμα ότι για την προετοιμασία του βραδινού γεύματος ο ενάγων ξεκινούσε την εργασία του στις 17.30 μμ και όχι το πρωί, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγόμενη, ενώ δεν κρίνεται πειστική σχετικά με το πραγματικό ωράριο εργασίας και η κατάθεση του βοηθού φροντιστή, . ……… (μάρτυρα απόδειξης), ο οποίος καταθέτει για 14ωρη απασχόληση του ενάγοντος, κατάθεση που αντικρούεται και από το γεγονός της πληρότητας της οργανικής σύνθεσης στο πλοίο στον χώρο του μαγειρείου. Επομένως, ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος με βάση όσα παραπάνω αποδείχθηκαν ήταν έντεκα ώρες (11) ώρες και άρα παρείχε υπερωριακή εργασία επί τρεις (3) ώρες τις καθημερινές και Κυριακές και επί έντεκα (11) ώρες τα Σάββατα και τις αργίες, απορριπτομένων ως ουσιαστικά αβάσιμων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των διαδίκων και χωρίς να κρίνεται πειστική και η κατάθεση του μάρτυρα της εναγόμενης, …….., πλοιάρχου του πλοίου κατά το χρονικό διάστημα ναυτολόγησης του ενάγοντος, περί οκτάωρης απασχόλησής του. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται και από τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούσαν κατά την απασχόλησή του ενάγοντος και περιγράφηκαν παραπάνω, την σταθερή καταβολή προς αυτόν κάθε μήνα από την εναγόμενη ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας του, τόσο τις καθημερινές και Κυριακές όσο και τα Σάββατα και τις αργίες, ενώ από μόνο τις εγγραφές στο προσκομιζόμενο ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου από την εναγόμενη βιβλίου υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, όπου αναγράφεται από αυτήν σταθερά 8ωρη καθημερινή απασχόληση του ενάγοντος και 16 ώρες ανάπαυσης, επί του οποίου έχει τεθεί η ιδιόχειρη υπογραφή του δεν μπορεί το Δικαστήριο να αχθεί σε διαφορετική κρίση περί της πραγματικής υπερωριακής του απασχόλησης, διότι το γεγονός ότι ο ενάγων υπέγραφε στο εν λόγω βιβλίο χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορεί να αποτελέσει δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών αυτού (ΜονΕφΠειρ. 716/2014 ΝΟΜΟΣ). Αλλά και η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των μισθοδοτικών του καταστάσεων δεν ενέχει, άνευ άλλου τινός, παραίτηση αυτού από τα ως άνω νόμιμα δικαιώματά του. Σε κάθε περίπτωση και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των δελτίων της μισθοδοσίας και του βιβλίου υπερωριών ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του από την προσφορά της εργασίας του, η παραίτηση αυτή (νοούμενη ως άφεση χρέους) είναι άνευ εννόμου επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα δικαιώματά του που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας, έστω και αν αυτή (παραίτηση) λαμβάνει χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας, είναι άκυρη. Εξάλλου, λήφθηκε υπόψιν από το Δικαστήριο ο ως άνω σταθερός αριθμός των σιτιζόμενων μελών του πληρώματος, τις σχετικές ανάγκες του οποίου ικανοποιούσε ο ενάγων, ανεξαρτήτως δηλαδή αν το πλοίο ταξίδευε ή παρέμενε αργό στο λιμάνι και η φύση της εργασίας αυτού, αφού είναι γνωστό τοις πάσι και σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής ότι εξαιτίας της φύσης της εργασίας των μαγείρων, αποτελεί κανόνα η υπερωριακή τους απασχόληση σε όλα τα πλοία όπου λειτουργεί μαγειρείο. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του αφενός έκανε δεκτό ότι (πράγματι) για την παρασκευή και παροχή των τριών γευμάτων του πληρώματος ο ενάγων εργαζόταν σε σταθερές ώρες, τις οποίες προσδιόρισε από την 06.00 πμ έως την 13.30 μμ και από την 17.30 μμ έως την 22.00 μμ, ήτοι σε ωράριο που αντιστοιχεί σε 12 ώρες ημερήσιας απασχόλησης και αφετέρου στη συνέχεια, και σε πλήρη αντίφαση με τα παραπάνω, έκρινε πως η διάρκεια της εργασίας του δεν ήταν επακριβώς καθορισμένη και ότι αυτή κατά μέσο όρο ανερχόταν σε 10 ώρες ημερησίως εσφαλμένα το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει να γίνουν δεκτοί ως ουσιαστικά βάσιμοι ο 1ος λόγος της έφεσης του ενάγοντος και αντίστοιχα, ο 2ος λόγος της έφεσης της εναγόμενης και να εξαφανιστεί και κατά το κεφάλαιο αυτό η εκκαλούμενη απόφαση. Κατόπιν αυτών, ο ενάγων δικαιούται να λάβει, σύμφωνα με τα άρθρα 11 και 13 της ΣΣΝΕ, την προκύπτουσα διαφορά επί της αμοιβής της υπερωριακής του εργασίας, του χρονικού διαστήματος της υπηρεσίας του από 3.3.2020 έως 7.1.2021, που ανέρχεται συνολικά στο ποσό των είκοσι δύο χιλιάδων οκτακοσίων δεκαεπτά ευρώ και δεκατριών λεπτών [22.817,13€] και ειδικότερα: α) Κατά τα 42 Σάββατα και τις 14 αργίες του ανωτέρω χρονικού διαστήματος (ήτοι, τα Σάββατα των 7, 14, 21, 28/3, 4, 11, 18, 25/4, 2, 9, 16, 23, 30/5, 6, 13, 20, 27/6, 4, 11, 18, 25/7, 1, 8, 22, 29/8, 5, 12, 19, 26/9, 3, 10, 17, 24, 31/10, 7, 14, 21, 28/11, 5, 12, 19/12 του έτους 2020, το Σάββατο 2.1.2021 και τις αργίες των 25.3.2020, 17.4.2020, 20.4.2020, 23.4.2020, 1.5.2020, 28.5.2020, 15.8.2020, 14.9.2020, 28.10.2020, 6.12.2020, 25.12.2020, 26.12.2020, 1.1.2021 και 6.1.2021) ήτοι συνολικά επί 56 ημέρες, ο ενάγων απασχολήθηκε επί 11 ώρες ημερησίως, που όλες αμείβονται υπερωριακά προς 13,77€ και συνολικά επί 616 ώρες, για τις οποίες δικαιούται να λάβει το ποσό των οκτώ χιλιάδων τετρακοσίων ογδόντα δύο ευρώ τριάντα δύο λεπτών [56 ημέρες Χ 11 ώρες Χ 13,77€/ώρα = 8.482,32€], β) Τις υπόλοιπες 255 καθημερινές και Κυριακές του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, ο ενάγων εργάστηκε επί έντεκα (11) ώρες και πραγματοποίησε τρεις (3) ώρες υπερωριακής εργασίας ημερησίως, αμειβόμενης προς 11,48€ την ώρα και συνολικά 765 ώρες, για τις οποίες δικαιούται να λάβει το ποσό των οκτώ χιλιάδων επτακοσίων ογδόντα δύο ευρώ και είκοσι λεπτών [255 ημέρες Χ 3 ώρες Χ 11,48€/ώρα = 8.782,20€]. Συνολικά, επομένως, για τις ως άνω αιτίες ο ενάγων δικαιούται να λάβει το ποσό των δεκαεπτά χιλιάδων διακοσίων εξήντα τεσσάρων ευρώ και πενήντα δύο λεπτών [17.264,52€], έναντι του οποίου έλαβε, όπως συνομολογεί στο δικόγραφο της έφεσής του το ποσό των 6.381,25 ευρώ. Για το ποσό αυτό η εναγόμενη προέβαλε πρωτοδίκως ένσταση εξόφλησης, αιτούμενη να καταλογιστεί στο κονδύλιο των υπερωριών τα ποσά για bonus [επιμίσθιο] που του κατέβαλε. Ο ενάγων αμφισβήτησε το νόμιμο του αιτούμενου καταλογισμού πρωτοδίκως, κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα στις πρωτόδικες προτάσεις του, πλην, όμως, και ενόψει της εκ μέρους του συνομολόγησης τού καταβληθέντος ποσού (6.381,25 ευρώ) δεν θα ληφθούν υπόψιν από το Δικαστήριο, λόγω της αρχής της διάθεσης (άρθ. 106 ΚΠολΔ) οι ισχυρισμοί του σχετικά με τον καταλογισμό. Στο σημείο αυτό και ως εκ περισσού ας αναφερθεί ότι με βάση τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από την εναγόμενη, με τις πρωτόδικες προτάσεις της έντεκα αποδείξεις πληρωμής αποδοχών (σχετ. 3 έως 13) ακαθάριστων ποσών υπερωριακής αμοιβής αποδεικνύεται ότι κατέβαλε στον ενάγοντα συνολικά το ποσό των 5.717,15€ και για επιμίσθιο (bonus) το ποσό των 764,49 ευρώ και άρα συνολικά το ποσό των 6.481,64€ [5.717,15+764,49] και όχι το ποσό των 6.381,25 που η ίδια ισχυρίζεται και συνομολογεί ο ενάγων. Ενόψει, όμως της ομολογίας της εναγόμενης περί της καταβολής του τελευταίου αυτού ποσού (6.381,25€), αν και μικρότερου από το πράγματι καταβληθέν (6.481,64€), που συγκροτεί την ένστασή της περί εξόφλησης, θα αφαιρεθεί από το συνολικά οφειλόμενο προς τον ενάγοντα ποσό ως διαφορά της υπερωριακής του απασχόλησης αυτό που η εναγόμενη ομολογεί, δηλαδή το ποσό των 6.381,25 ενόψει της αρχής της διάθεσης του αντικειμένου της δίκης (άρθ. 106 ΚΠολΔ). Επομένως, για την ως άνω αιτία ο ενάγων δικαιούται να λάβει ως διαφορά για την υπερωριακή του απασχόληση συνολικά το ποσό των δέκα χιλιάδων οκτακοσίων ογδόντα τριών ευρώ και είκοσι επτά λεπτών [17.264,52 – 6.381,25 =10.883,27€]. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επομένως που έκρινε διαφορετικά εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και κατά το κεφάλαιο αυτό, σύμφωνα με όσα παραπάνω έγιναν δεκτά. Περαιτέρω, με τον 2ο λόγο της έφεσής του ο ενάγων ζητά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων εξαιτίας της οποίας απέρριψε στο σύνολό της την απαίτησή του για τη λήψη αποζημίωσης λόγω μη χορήγησης συνολικά 17 αδειών διανυκτέρευσης, συνολικού ποσού 1.423,76€, την οποία δικαιούτο να λάβει κατά τη διάρκεια της επίδικης υπηρεσίας του, κρίνοντας ότι έχει λάβει τις διανυκτερεύσεις. Σχετικά με τον λόγο αυτό λεκτέα τα ακόλουθα: Η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο το ως άνω κονδύλιο διότι έκρινε ότι ο ενάγων συχνά, κατά ημέρες που το πλοίο ναυλοχούσε στο λιμάνι του Πειραιά, διανυκτέρευε στην οικία του, ενόψει και του ότι αυτός κατοικεί σε απόσταση μικρότερη των δύο χιλιομέτρων από το σημείο όπου το πλοίο δένει. Περαιτέρω επί του λόγου αυτού πρέπει να αναφερθούν τα εξής: Σύμφωνα με το άρθρο 16 της οικείας σσνε ορίζεται ότι: «1. Κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει την υπηρεσία των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά το μήνα κατά τους μήνες Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους υπόλοιπους μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμένα αφετηρίας ή στο λιμένα προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν. 2. Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχόμενη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο, δηλαδή, το 1/22 του μισθού ενεργείας της παρ. 1 του άρθρου 1. 3. Για την παρεχομένη ως άνω άδεια διανυκτερεύσεως θα γίνεται από τον Πλοίαρχο μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου που θα επικυρώνεται από την Λιμενική Αρχή». Στην προκειμένη περίπτωση, αποδείχθηκε ότι κατά τη διάρκεια της επίδικης ναυτολόγησης του ενάγοντος δεν χορηγούνταν σ’ αυτόν οι ως άνω καθοριζόμενες διανυκτερεύσεις εκτός πλοίου που δικαιούνταν ανά μήνα, καθόσον τέτοιες αιτήσεις για διανυκτέρευση του ενάγοντος δεν έχουν αναγραφεί σε αυτό από τον ως άνω μάρτυρα – πλοίαρχο. Όμως, ούτε ο ίδιος ο ενάγων απέδειξε ότι ζητούσε να λάβει τέτοιες άδειες, παρά το γεγονός ότι η κατοικία του ήταν στον Πειραιά. Σχετικό αίτημα, όμως, ούτε ο ίδιος επικαλείται, αφού θα λάμβανε την σχετική άδεια κατόπιν δικής του επιθυμίας, ούτε από κανένα στοιχείο της δικογραφίας προκύπτει ότι υπήρχε λόγος να μην του χορηγηθεί άδεια διανυκτέρευσης, δεδομένου ότι κανείς από τους μάρτυρες απόδειξης δεν αναφέρει ότι ο ενάγων ήταν υποχρεωμένος να παραμένει στο πλοίο ως προσωπικό ασφαλείας ή για άλλη αιτία αναγόμενη στη σφαίρα ευθύνης του πλοιοκτήτη, ενώ κατά τη διάρκεια της νύχτας ούτε ο ενάγων ισχυρίζεται ότι ασκούσε τα καθήκοντα της ειδικότητάς του. Κατά την έννοια, δε, της ως άνω διάταξης της σσνε ο ενάγων – ναυτικός δεν έχει δικαίωμα επιλογής (επιθυμία την ονομάζει η ΣΣΝΕ) μόνον του λιμένα στον οποίο θα διανυκτερεύσει, από τους δύο εκάστου δρομολογίου (αφετηρίας ή προορισμού) κατά το συμφέρον του (χωρική εγγύτητα του τόπου διανυκτέρευσης με τον τόπο της μόνιμης κατοικίας του) αλλά και του αν θα διανυκτερεύσει εκτός του πλοίου ή όχι. Αν, μολονότι ελεύθερος υπηρεσίας σε οποιοδήποτε λιμάνι, δεν επιθυμεί να υποβληθεί σε δαπάνες για την ανεύρεση νυκτερινού καταλύματος, δεν μπορεί να υποχρεωθεί σε παραμονή εκτός πλοίου από τον πλοιοκτήτη, προκειμένου αυτός να απαλλαγεί από την υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης, επειδή ο ναυτικός δεν άσκησε το δικαίωμά του να διανυκτερεύσει εκτός πλοίου. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου δεν μπορεί, αντίστοιχα, ο πλοιοκτήτης να υποχρεωθεί σε καταβολή αποζημίωσης, επειδή ο ναυτικός δεν ζήτησε τη χορήγηση διανυκτέρευσης, μολονότι οι υπηρεσίες στο πλοίο είχαν ρυθμιστεί με τέτοιον τρόπο, ώστε να έχει αυτή την δυνατότητα (ΜονΕφΠειρ. 161/2024, ΜονΕφΠειρ. 259/2022, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε το σχετικό κονδύλιο ποσού 1.423,76 € ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο, έστω και με διαφορετική αιτιολογία η οποία αντικαθίσταται από την παρούσα ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει να απορριφθεί ο λόγος αυτός της έφεσης του ενάγοντος. Με τον 3ο λόγο έφεσης του ενάγοντος και τον 3ο λόγο έφεσης της εναγόμενης, αμφότεροι οι διάδικοι παραπονούνται για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, για το λόγο ότι προσδιόρισε εσφαλμένα το ύψος του μισθού του ενάγοντος, συμπεριλαμβάνοντας σε αυτές μέσο όρο 10ωρης υπερωριακής αμοιβής και, στη συνέχεια, υπολόγισε εσφαλμένα την διαφορά που δικαιούτο ως επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων των ετών 2020 και Πάσχα 2021, με αποτέλεσμα να του επιδικάσει κατά τους ισχυρισμούς του μεν ενάγοντος λιγότερο ποσό από το αιτούμενο και εσφαλμένα μη λαμβάνοντας, επιπλέον, υπόψιν τον μέσο όρο της αποζημίωσης για τη μη χορήγηση αδειών διανυκτέρευσης, της δε εναγόμενης περισσότερο ποσό αυτού που έπρεπε να λάβει, επιπλέον, δε, εσφαλμένα συνυπολογίζοντας στις αποδοχές του και παροχές που δεν είναι τακτικές, ήτοι το επίδομα ιματισμού και το επίδομα άγονης γραμμής, ταυτόχρονα δε επαναφέρει και την ένσταση εξόφλησης των εν λόγω κονδυλίων, με την καταβολή του ποσού των 4.075,83€. Ο δε ενάγων προσδιορίζει τις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του επί των οποίων πρέπει να υπολογιστούν τα επιδόματα εορτών στο ποσό των 6.261,13€, ενώ η εναγόμενη στο ποσό των 3.115,08€. Περαιτέρω, από την απόδειξη πληρωμής αποδοχών του μηνός Μαρτίου 2020 αποδεικνύεται ότι στον ενάγοντα έχει καταβληθεί από την εναγόμενη επίδομα ιματισμού ύψους 55,85€ (στο δε άρθ. 5 ΣΣΝΕ προβλέπεται ποσό 58,78€). Τούτο καταδεικνύει ότι η εναγόμενη δεν παρείχε εξ ιδίων στον ενάγοντα τον ειδικό ιματισμό που όφειλε να φέρει κατά την εκτέλεση του καθηκόντων του και για τον λόγο αυτό, όπως προβλέπεται από τη σσνε του κατέβαλε σε χρήμα το προβλεπόμενο επίδομα. Πλην, όμως, το επίδομα ιματισμού δεν αναγράφεται σε καμία από τις λοιπές αποδείξεις πληρωμής αποδοχών του ενάγοντος, η δε εναγόμενη δεν απέδειξε ότι κατέβαλε σε αυτόν εξ ιδίων τον ιματισμό και συνεπώς πρέπει να ληφθεί υπόψιν και το επίδομα ιματισμού στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος επί των οποίων υπολογίζονται τα επιδόματα εορτών. Περαιτέρω, επί των λόγων αυτών των εφέσεων λεκτέα και τα ακόλουθα: Από τη διάταξη του άρθρου 14 της εφαρμοστέας άνω σσνε σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14-12-1982 απόφασης του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς του δικαιούμενους ναυτικούς» (Φ.Ε.Κ. B’ 1/07-01-1982), προκύπτει ότι οι ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών αντίστοιχα, εφόσον η σχέση εργασίας διήρκησε καθ’ όλο το διάστημα από την 1η Μαΐου μέχρι την 31η Δεκεμβρίου και από την 1η Ιανουαρίου μέχρι την 30η Απριλίου αντίστοιχα, ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε καθ’ όλο το αντίστοιχο χρονικό διάστημα, τα 2/25 του μηνιαίου μισθού για κάθε δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του μισού (μηνιαίου) μισθού για κάθε οκταήμερο χρονικό διάστημα αντίστοιχα ή ανάλογο κλάσμα σε περίπτωση χρονικού διαστήματος μικρότερο του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου. Για τον υπολογισμό των επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πράγματι καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα προ του Πάσχα αντίστοιχα, ενώ ως καταβαλλόμενος μισθός νοείται το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού. Τακτικές αποδοχές για την εφαρμογή των διατάξεων της άνω Υπουργικής Απόφασης θεωρούνται ο μισθός καθώς και κάθε άλλη παροχή εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη σαν συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το μισθωτό εργασίας, τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά, κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα του χρόνου. Ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικά στην ανωτέρω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος πάγια και τακτικά ανά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικά, γ) οι λοιπές, τακτικά και πάγια, καταβαλλόμενες παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (Εφ.Πειρ. 435/2022, Εφ.Πειρ. 397/2020, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 18/2016, Εφ.Πειρ. 19/2016, Εφ.Πειρ. 371/2016, Εφ.Πειρ. 73/2016, Εφ.Πειρ. 160/2014, Εφ.Πειρ. 36/2014, Εφ.Πειρ. 647/2014, Εφ.Πειρ. 231/2013, Εφ.Πειρ. 377/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), η τροφοδοσία, είτε καταβάλλεται αυτούσια είτε σε χρήμα (Εφ.Πειρ. 463/2022, Εφ.Πειρ. 435/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 496/2015, αδημ, Εφ.Πειρ. 861/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (Α.Π. 1013/2003, Εφ.Πειρ. 463/2022, Εφ.Πειρ. 481/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 430/2014, Εφ.Πειρ. 361/2014, Εφ.Πειρ. 56/2014, Εφ.Πειρ. 83/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και το επίδομα άγονης γραμμής (Εφ.Πειρ. 544/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 464/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, συνυπολογιστέα δεν είναι καταρχήν η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, όταν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (Εφ.Πειρ. 463/2022, Εφ.Πειρ. 220/2022, Εφ.Πειρ. 435/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 164/2014, Εφ.Πειρ. 328/2014, Εφ.Πειρ. 177/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ωστόσο συνυπολογίζεται και η εν λόγω αμοιβή στην περίπτωση που πραγματοποιούνται τακτικά τέτοια δρομολόγια και η αντίστοιχη προς αυτά πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται αδιαλείπτως (Εφ.Πειρ. 463/2022, ό.α, Εφ.Πειρ. 544/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 590/2014, Εφ.Πειρ. 66/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον, νομίμως λαμβάνεται υπ’ όψιν το αντίτιμο τροφής, ασχέτως αν παρέχεται σε χρήμα ή σε είδος, καθόσον αποτελεί μέρος του μισθού και τακτική προσαύξησή του, αποτιμητή σε χρήμα κατά τα οριζόμενα στη σσνε (ΜΕφΠ 496/2015 ΝΟΜΟΣ).
Στην ένδικη περίπτωση οι συνολικές ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του ενάγοντος κατά το διάστημα της ναυτολόγησής του στο ένδικο πλοίο αποδείχθηκε ότι ανέρχονται δυνάμει της ως άνω ΣΣΝΕ και των συμφωνιών μεταξύ των διαδίκων στο ποσό των τριών χιλιάδων διακοσίων ογδόντα πέντε ευρώ και εννέα λεπτών {3.285,09€}, αναλυόμενο ως εξής: 1) μισθός ενεργείας 1.588,98€, 2) επίδομα Κυριακών 349,58€, 3) αποδοχές αδείας [440,58€] με την τροφοδοσία [99,90€] 540,48€ [μισθός ενεργείας + επίδομα Κυριακών δια 22 ημέρες Χ 5 ημέρες άδειας + αντίτιμο τροφής 5 ημερών άδειας], 4) επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64€, 5)επίδομα “άγονης γραμμής” (άρθρο 7 ΣΣΝΕ: ποσοστό 7% επί του μισθού ενεργείας) 111,23€ {μισθός ενεργείας 1.588,98€ επί 7%}, 6)επίδομα του μη παρεχόμενου σε είδος ιματισμού 58,78€, 7)Αντίτιμο τροφής {παρεχομένης σε είδος όπως συνομολογεί και η εναγόμενη –σελ. 25 των προτάσεών της- και αποτιμωμένης σε:} 599,40€ . Η εναγόμενη υπολογίζει τις ανωτέρω νόμιμες αποδοχές στο ποσό των 3.115,08€, μη συνυπολογίζοντας εσφαλμένα τα υπό τον αριθμό 5 και 6 επιδόματα {άγονης γραμμής και ιματισμού, αντίστοιχα}, τα οποία, όμως, η ίδια του κατέβαλε, όπως αποδεικνύεται από τις αποδείξεις πληρωμής των αποδοχών του. Η εκκαλουμένη επίσης προσδιορίζει και αυτή στο ίδιο ως άνω ποσό των 3.285,09 ευρώ τις νόμιμες αποδοχές. Περαιτέρω, τα επιδόματα των εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα θα προσδιοριστούν στο συνολικό μηνιαίο ποσό των πέντε χιλιάδων τριάντα τριών ευρώ και δεκατριών λεπτών [5.033,13€], ήτοι με συνυπολογισμό στο άθροισμα των νόμιμων αποδοχών του ενάγοντος [ύψους 3.285,09€], όπως αυτές ανωτέρω καθορίστηκαν επιπλέον: (8) του μέσου όρου της υπερωριακής αμοιβής του ενάγοντος, που ισούται προς χίλια εξακόσια εξήντα πέντε ευρώ και τριάντα οκτώ λεπτά [17.264,52€ δια 311 ημέρες = 55,51€ Χ 30 ημέρες = 1.665,38€] και (9) του μέσου όρου του μηνιαίου επιμίσθιου (bonus) που ισούται προς 82,66€ και το οποίο του κατέβαλε τακτικά η εναγόμενη και αθροιζομένων όλων των παραπάνω ποσών οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος επί των οποίων θα υπολογιστούν τα επιδόματα εορτών ανέρχονται όπως αναφέρθηκε στο ως άνω ποσό των 5.033,13€ [ήτοι 3.285,09€ + 1.665,38€ + 82,66€]. Σημειωτέον ότι εν προκειμένω δεν θα συνυπολογιστεί η πρόσθετη αμοιβή για δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, όπως θα αναφερθεί και κατωτέρω, δεν καταβαλόταν σταθερά και μόνιμα και επομένως δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής. Κατά συνέπεια: α)Για αναλογία επιδόματος εορτής Πάσχα 2020 ο ενάγων έπρεπε να λάβει ποσό ίσο με το 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού του για κάθε 8 ημέρες εργασίας του για το χρονικό διάστημα από 3.3.2020 έως 30.4.2020 και άρα το ποσό των χιλίων διακοσίων τριάντα επτά ευρώ και τριάντα ενός λεπτών (ήτοι: μηνιαίος μισθός 5.033,13€ : 2 Χ 1/15 = 167,77€ ανά 8ήμερο Χ 7,375 οκταήμερα=1.237,31€), β) Για αναλογία επιδόματος εορτής Χριστουγέννων 2020 και για το διάστημα της υπηρεσίας του από 1.5.2020 έως 31.12.2020, ο ενάγων δικαιούται να λάβει ποσό ίσο με έναν πλήρη μηνιαίο μισθό, ο οποίος όπως προεκτέθηκε ανερχόταν στο ποσό των πέντε (5.033,13€), γ) Για αναλογία επιδόματος εορτής Πάσχα 2021 και για το χρονικό διάστημα από 01.01.2021 έως 07.01.2021 δικαιούται να λάβει το ποσό των (ήτοι: μηνιαίος μισθός € : 2 Χ 1/15 = 208,70 ευρώχιλιάδων τριάντα τριών ευρώ και δεκατριών λεπτών ανά 8ήμερο Χ 0,875 οκταήμερα = 182Κατά συνέπεια: α)Για αναλογία επιδόματος εορτής Πάσχα 2020 ο ενάγων έπρεπε να λάβει ποσό ίσο με το 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού του για κάθε 8 ημέρες εργασίας του για το χρονικό διάστημα από 3.3.2020 έως 30.4.2020 και άρα το ποσό των χιλίων διακοσίων τριάντα επτά ευρώ και τριάντα ενός λεπτών (ήτοι: μηνιαίος μισθός 5.033,13€ : 2 Χ 1/15 = 167,77€ ανά 8ήμερο Χ 7,375 οκταήμερα=1.237,31€), β) Για αναλογία επιδόματος εορτής Χριστουγέννων 2020 και για το διάστημα της υπηρεσίας του από 1.5.2020 έως 31.12.2020, ο ενάγων δικαιούται να λάβει ποσό ίσο με έναν πλήρη μηνιαίο μισθό, ο οποίος όπως προεκτέθηκε ανερχόταν στο ποσό των πέντε (5.033,13€), γ) Για αναλογία επιδόματος εορτής Πάσχα 2021 και για το χρονικό διάστημα από 01.01.2021 έως 07.01.2021 δικαιούται να λάβει το ποσό των εκατόν σαράντα έξι ευρώ και εβδομήντα εννέα λεπτών (ήτοι: μηνιαίος μισθός 5.033,13€ : 2 Χ 1/15 = 167,71 ευρώ ανά 8ήμερο Χ 0,875 οκταήμερα = 146,79 ευρώ). Συνολικά για την παραπάνω αιτία έπρεπε ο ενάγων να λάβει το ποσό των έξι χιλιάδων τετρακοσίων δεκαεπτά ευρώ και είκοσι τριών λεπτών [1.237,31 + 5.033,13 + 146,79 = 6.417,23€], έναντι του οποίου έλαβε συνολικά ποσό 3.940,88 ευρώ και, επομένως, δικαιούται διαφοράς ύψους δύο χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα έξι ευρώ και τριάντα πέντε λεπτών [6.417,23 μείον 3.940,88 = 2.476,35]. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που επιδίκασε λιγότερα ποσά και δη το ποσό των 1.462,76 ευρώ για την αιτία αυτή εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει να εξαφανιστεί κατά το κεφάλαιο αυτό και να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος ο 3ος λόγος της έφεσης του ενάγοντος και να απορριφθεί, αντίστοιχα ως αβάσιμος στην ουσία του ο 3ος λόγος της έφεσης της εναγόμενης, πλην της ένστασης εξόφλησης, που επαναφέρεται με τον λόγο αυτό, η οποία πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή. Με τον 4ο λόγο έφεσης ο ενάγων διαμαρτύρεται γιατί το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε το αγωγικό αίτημά του για καταβολή της πρόσθετης αμοιβής για την εκτέλεση «εξπρές» δρομολογίων, υπολογιζόμενων κατά τις διατάξεις των παρ. 3 και 4, ήτοι βάσει των ωρών «πρόωρης» αναχώρησης του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας του, τον Πειραιά (ήτοι, πριν τη συμπλήρωση 6 ωρών παραμονής σε αυτό), σε δύο συγκεκριμένες ημερομηνίες, ήτοι, την 2.4.2020 και την 21.11.2020, κατά τις οποίες οι πλόες του πλοίου είχαν πράγματι επεκταθεί μεταξύ των ωρών από 23.00 μμ έως 07.00 πμ.. Ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη απέρριψε το ως άνω κονδύλιο ως ουσία αβάσιμο, με την αιτιολογία ότι το ένδικο πλοίο ήταν ημερόπλοιο, μη πραγματοποιώντας πλόες δηλαδή μεταξύ των ωρών 23:00 μέχρι 07:00, με αποτέλεσμα, κατ’ άρθρο 33 § 6 της εφαρμοζόμενης ως άνω ΣΣΕ, να μην δικαιούται το εν λόγω κονδύλιο ο ενάγων. Επί του λόγου αυτού πρέπει να λεχθούν τα εξής: Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 της σσνε των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2019, που υπογράφηκε στις 8.7.2019, κυρώθηκε στις 24.7.2019 με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 3170/ 2019) στις 12.8.2019, υπό τον τίτλο «Δρομολόγια Εξπρές», προβλέπεται ότι, σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση των δρομολογίων πρέπει να προνοείται από την αρμόδια Υπηρεσία του Y.Θ.Υ.Ν.ΑΛ. και από τους πλοιοκτήτες η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξι (6) ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης, καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο (παρ. 1). Αν κατ` εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατόν ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο, κατά τη διαδικασία του Ν. 2932/2001 ή του ΚΔΝΔ, η περί εγκρίσεως του οποίου απόφαση κοινοποιείται στην Π.Ν.Ο., καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου πρόσθετη αμοιβή, όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου (παρ. 2). Δρομολόγια για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου η, κατά την επομένη παράγραφο 7, πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού (παρ. 3). Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αμοιβής αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται δια του αριθμού 8, το δε πηλίκο αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή (παρ. 4). Ειδικά, προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των πέντε (5) δρομολογίων κάθε εβδομάδα, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα τού, κατά την προηγούμενη παράγραφο 2, προσδιορισμού (παρ. 5). Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή υπολογιζόμενη, εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή η μετάβαση στο λιμένα ή τους λιμένες προορισμού και η επιστροφή στο λιμάνι αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών (παρ. 7). Δηλαδή, κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, οι ναυτικοί που εργάζονται σε πλοία που εκτελούν περισσότερα από πέντε (5) κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα (6 ή 7), είτε παραμένουν στο λιμάνι αφετηρίας 6 ώρες είτε όχι, λαμβάνουν την πρόσθετη αμοιβή που προβλέπεται στην παρ. 7, η οποία δεν υπολογίζεται κατά την παρ. 4, αλλά όπως ορίζεται στην παρ. 5. Επομένως, λαμβάνουν στην περίπτωση κατά την οποία η διάρκεια του κάθε δρομολογίου (κυκλικού ταξιδιού) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, πρόσθετη αμοιβή ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών για κάθε δρομολόγιο. Δηλαδή, αν εκτελούν 6 τακτικά δρομολόγια την εβδομάδα λαμβάνουν ως πρόσθετη αμοιβή το 1/30 των ως άνω αποδοχών, και, αν εκτελούν 7 τακτικά δρομολόγια, λαμβάνουν τα 2/30. Αν εκτελούν, όμως, πέντε (5) δρομολόγια ή λιγότερα των πέντε (5), τότε έχει εφαρμογή η προαναφερθείσα παρ. 4 του άρθρου αυτού. Τακτικά θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα κατά τα οποία το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας σε προκαθορισμένη για κάθε ημέρα ώρα (έστω και αν η ώρα κάθε ημέρας δεν είναι ίδια, αρκεί να είναι προκαθορισμένη), σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, χωρίς να ασκεί επιρροή, για το χαρακτηρισμό του δρομολογίου ως τακτικού, η ύπαρξη τυχόν καθυστερήσεων κατά την εκτέλεσή του (Εφ.Πειρ.587/2011 ΕΝΔ 2012.19, Εφ.Πειρ.663/2008 αδημ. σε νομικό τύπο, Εφ.Πειρ.34/2008, Εφ.Πειρ.111/2007 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ.540/2006 ΕΝΔ 2006.363, Εφ.Πειρ.148/2006, Εφ.Πειρ.768/2005, Εφ.Πειρ. 740/2005, Εφ.Πειρ.245/2003 αδημ. σε νομικό τύπο). Εξάλλου, κατά τη σαφή έννοια της παρ. 1 του πιο πάνω άρθρου, ως δρομολόγιο νοείται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής. Δηλαδή το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας. Η υποχρέωση εξάωρης παραμονής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ορίζεται σαφώς ότι πρέπει να γίνεται μία και μοναδική φορά σε κάθε δρομολόγιο και συγκεκριμένα στο λιμάνι αφετηρίας “πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο”. Η παραπάνω έννοια του δρομολογίου ταυτίζεται με εκείνη η οποία δίδεται και με το άρθρο 1 του Π.Δ. 814/1974 “περί καθορισμού κατηγοριών δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότητος δρομολογήσεως”, στο οποίο, το μεν δρομολόγιο νοείται ως “το κατά ημέραν και ώραν ιδιαίτερον ταξίδιον προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής”, ο δε λιμένας αφετηρίας ως “ο λιμήν ή το σημείο εκκινήσεως και επανόδου του επιβατηγού πλοίου κατά την εκτέλεση του δρομολογίου του”. Η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 33 της πιο πάνω Σ.Σ.Ν.Ε. δεν εισάγει διαφορετική ρύθμιση από εκείνη της παρ. 1, με την έννοια ότι το πλοίο πρέπει να παραμείνει 6 ώρες τόσο στο λιμάνι αφετηρίας όσο και στο λιμάνι προορισμού. Δίδεται, όμως, η δυνατότητα, με τη διάταξη αυτή, παραμονής του πλοίου επί εξάωρο για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παρ. 1, είτε στο λιμάνι αφετηρίας είτε στο λιμάνι προορισμού, οπότε, στη δεύτερη περίπτωση, δρομολόγιο, για το οποίο θα καταβληθεί η πρόσθετη αμοιβή της παρ. 7, θεωρείται εκείνο για την εκτέλεση του οποίου το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι προορισμού πριν περάσουν 6 τουλάχιστον ώρες από τον κατάπλου στο λιμάνι αυτό. Το ότι η αμοιβή που προβλέπεται στο άρθρο αυτό καταβάλλεται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο δεν παρέμεινε στο λιμάνι επί 6 ώρες σε κάθε πλήρες ταξίδι του προκύπτει και από τον αναφερόμενο στην παρ. 7 τρόπο υπολογισμού της αμοιβής, όπου ο υπολογισμός γίνεται ανάλογα με την πλήρη διάρκεια του ταξιδιού, δηλαδή από την αναχώρηση του πλοίου έως την επιστροφή του (Εφ.Πειρ.716/2011 ΕΝΔ 2012.107, Εφ.Πειρ.34/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ.768/2005 αδημ. σε νομικό τύπο). Τέλος, με την παράγραφο 6 του ίδιου άρθρου 33 ορίζεται ότι οι διατάξεις αυτού δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται σε ημερόπλοια, καθώς και σε πλοία δευτερευουσών και τοπικών γραμμών, εκτός αν τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή από 23.00 μέχρι 07.00 (Εφ.Πειρ.517/2011, Εφ.Πειρ.55/2011, Εφ.Πειρ. 764/2010, Εφ.Πειρ.663/2008 αδημ. σε νομικό τύπο). Περαιτέρω, στις τακτικές αποδοχές περιλαμβάνονται ο καταβαλλόμενος μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη, ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, τακτικά κάθε μήνα ή κατ` επανάληψη περιοδικά σε ορισμένα χρονικά διαστήματα, όπως π.χ. το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, ο μέσος όρος της αμοιβής που καταβάλλεται τακτικά για επαναλαμβανόμενη υπερωριακή εργασία (ΤριμΕφΠειρ. 53/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124), το επίδομα αδείας (ΜονΕφΠειρ. 317/2018, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 265/2016, ΜονΕφΠειρ. 51/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η αποζημίωση μη πραγματοποίησης αδείας [ειδικότερα, όσον αφορά τις αποδοχές αδείας, από τις διατάξεις του άρθρου 15 της οικείας σσνε προκύπτει ότι η άδεια, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στη χερσαία εργασία, παρέχεται μόνο αν, κατά την κρίση του πλοιάρχου, οι ανάγκες του πλοίου επιτρέπουν τη χορήγησή της και, σε περίπτωση μη χορήγησης, ο ναυτικός δικαιούται της αποζημίωσης που ορίζεται στην παρ. 2 του άνω άρθρου. Ακριβώς, δε, για το λόγο ότι κατά κανόνα οι συνθήκες της ναυτικής εργασίας δεν επιτρέπουν την παροχή της άδειας in natura, οι επιπλέον αποδοχές που δικαιούται για την περίπτωση αυτή ο ναυτικός προσλαμβάνουν τον χαρακτήρα τακτικού ανταλλάγματος (μισθού) για την παροχή της εργασίας (ΕφΠειρ 504/2022, ΕφΠειρ 288/2022)], ο μέσος όρος των πρόσθετων αμοιβών που εισπράττει ο ναυτικός από τον εργοδότη του, αν αυτές του καταβάλλονται σταθερά και αδιαλείπτως κάθε μήνα (ΜονΕφΠειρ. 57/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ο.π.). καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, μεταξύ των οποίων είναι η τροφοδοσία, είτε παρέχεται σε χρήμα, είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (Α.Π.1013/2003, Εφ.Πειρ.562/2012 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ.500/2012, Εφ.Πειρ.517/2011, Εφ.Πειρ.46/2011 αδημ. σε νομικό τύπο, Εφ.Πειρ.568/2009 ΕΝΔ 2009.267, Εφ.Πειρ. 283/2009 ΕΝΔ 2009.102, Εφ.Πειρ.521/2009, Εφ.Πειρ.348/2008 αδημ. σε νομικό τύπο), το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της πιο πάνω σσνε, εφόσον τακτικά το πλοίο εκτελεί σχετικά δρομολόγια και η πρόσθετη αμοιβή της εργασίας έχμασης (Εφ.Πειρ.500/2012 αδημ., Εφ.Πειρ. 46/2011 ΕΝΔ 2011.97, Εφ.Πειρ.343/2009 αδημ.). Αντιθέτως, το προβλεπόμενο από τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1-3 και 20 της ως άνω Συλλογικής Σύμβασης επίδομα ιματισμού, που δικαιούνται οι ναυτικοί, οι οποίοι αποτελούν το κατώτερο πλήρωμα των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, προς αντιμετώπιση των δαπανών της καθιερωμένης στολής του Εμπορικού Ναυτικού, την οποία υποχρεούνται να φέρουν, δεν οφείλεται, εάν η στολή παρέχεται από τον πλοιοκτήτη και δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, αφού, όπως σαφώς προκύπτει από τις προαναφερθείσες διατάξεις, η κύρια και βασική αιτία χορήγησής του είναι η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου και, συνεπώς, σύμφωνα με τα ανωτέρω, δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές και των επιδομάτων εορτών (Α.Π.774/2003 ΔΕΝ 59.1300, Α.Π.226/2003 ΔΕΝ 59.1138, Εφ.Πειρ.434/2013 (Μον.) Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ.53/2013, Εφ.Πειρ. 661/2012 (Μον.), Εφ.Πειρ.517/2011, Εφ.Πειρ. 500/2011, Εφ.Πειρ.55/2011, Εφ.Πειρ.54/2011 αδημ. σε νομικό τύπο, Εφ.Πειρ.377/2011 ΕΝΔ 2011.262, Εφ.Πειρ.723/2010 αδημ., Εφ.Πειρ.283/2009 ΕΝΔ 2009.102). Αντιθέτως, για την εφαρμογή της παραπάνω § 7 στο σύνολο των μηνιαίων αποδοχών του δικαιούχου δεν συμπεριλαμβάνονται τα εορταστικά επιδόματα (δώρα), καθόσον αυτά δεν περιλαμβάνονται στην έννοια των μηνιαίων αποδοχών, αφού κατά το άρθρο 14 της ως άνω σσνε δεν καταβάλλονται τακτικά κάθε μήνα αλλά «επ’ ευκαιρία των εορτών Χριστουγέννων, Νέου έτους και Πάσχα» (ΕφΠειρ194/2022, 423/2021, 397/2020 ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση αποδεικνύεται ότι καθ΄ όλο το χρονικό διάστημα της υπηρεσίας του ενάγοντος, οι πλόες του πλοίου ήταν κατά κύριο λόγο ημερινοί, δεδομένου ότι όπως και ο ίδιος συνομολογεί μόνον σε δύο ημερομηνίες ήτοι, την 2.4.2020 και την 21.11.2020, εκτέλεσε δρομολόγια εξπρές και οι πλόες του πλοίου είχαν πράγματι επεκταθεί μεταξύ των ωρών από 23.00 μμ έως 07.00 π.μ. και, επομένως, το ως άνω πλοίο ως ημερόπλοιο εξαιρείτο από την εφαρμογή των περί δρομολογίων “εξπρές” διατάξεων, καθόσον κατά κύριο λόγο δεν εκτελούσε δρομολόγια που επεκτείνονταν και κατά τις νυχτερινές ώρες από 23.00`-07.00`, αλλά αντίθετα οι πλόες του ήταν κατά κύριο λόγο την ημέρα (07.00- 23.00). Ειδικότερα, την Πέμπτη 2.4.2020 το πλοίο μετά την άφιξή του στον Πειραιά την 19.00 αναχώρησε εκ νέου την 21.30 και εκτέλεσε το ακόλουθο δρομολόγιο: Πειραιά (αναχ. 21.30) – Κύθηρα (αφ. 04.00 της επομένης – αν. 04.30) – Αντικύθηρα (αφ. 06.00 – αν. 06.20) – Κίσαμος (αφ. 08.00 – αν. 08.30) – Αντικύθηρα (αφ. 10.00 – αν. 10.20) – Κύθηρα (αφ. 12.00 – αν. 12.20) – Πειραιάς (αφ. 19.00). Επομένως, την εβδομάδα 30.3.2020 – 5.4.2020 το πλοίο πραγματοποίησε συνολικά 3 ώρες και 30 λεπτά πρόωρης αναχώρησης. Το Σάββατο 21.11.2020 το πλοίο έφτασε στον Πειραιά την 06.00 και αναχώρησε εκ νέου την 08.00 πμ. Εκτελώντας το εξής δρομολόγιο: Πειραιάς (αν. 08.00) – Κύθηρα (αφ. 14.30 – αν. 15.10) – Αντικύθηρα (αφ. 16.40 – αν. 16.55) – Κίσαμος (αφ. 19.00 – αν. 19.30) – Αντικύθηρα (αφ. 21.30 – αν. 21.45) – Κύθηρα (αφ. 23.25 – αν. 23.55) – Πειραιάς (αφ. 06.30 της επομένης) και άρα την εβδομάδα 16.11.2020 – 22.11.2020, πραγματοποίησε συνολικά 4 ώρες πρόωρης αναχώρησης. Σύμφωνα δε με το άρθρο 33 αρ. 4 για τον υπολογισμό της πρόσθετης αμοιβής αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται δια του αριθμού 8, το δε πηλίκο αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή. Συνολικά επομένως, πραγματοποιήθηκαν 7 ώρες και 30 λεπτά πρόωρης αναχώρησης, οι οποίες διαιρούμενες δια του αριθμού 8 δίδουν τον αριθμό των εξπρές δρομολογίων που εκτελέστηκαν τις ανωτέρω εβδομάδες, ήτοι (7,5 ώρες / 8 =) 0,93 δρομολόγια. Για κάθε “εξπρές” δρομολόγιο που πραγματοποίησε το πλοίο κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησης του ενάγοντος, αυτός δικαιούται, σύμφωνα με την παρ. 7 του άρθρου 33 ΣΣΝΕ, αμοιβή ίση με το 1/30 των συνολικών (μικτών) τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, που ανέρχονται, όπως αναλύθηκε παραπάνω, στο ποσό των τριών χιλιάδων διακοσίων ογδόντα πέντε ευρώ και εννέα λεπτών [ήτοι: 1) μισθός ενεργείας 1.588,98€, 2) επίδομα Κυριακών 349,58€, 3) αποδοχές αδείας [440,58€] με την τροφοδοσία [99,90€] 540,48€ [μισθός ενεργείας + επίδομα Κυριακών δια 22 ημέρες Χ 5 ημέρες άδειας + αντίτιμο τροφής 5 ημερών άδειας], 4) επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64€, 5)επίδομα “άγονης γραμμής” (άρθρο 7 ΣΣΝΕ: ποσοστό 7% επί του μισθού ενεργείας) 111,23€ {μισθός ενεργείας 1.588,98€ επί 7%}, 6)επίδομα του μη παρεχόμενου σε είδος ιματισμού 58,78€, 7)Αντίτιμο τροφής {παρεχομένης σε είδος όπως συνομολογεί και η εναγόμενη –σελ. 25 των προτάσεών της- και αποτιμωμένης σε:} 599,40€] σε αυτό δε το ποσό θα συνυπολογιστούν και (8) Ο μέσος όρος της υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος, ποσού 1.665,38€ και (9)Ο μέσος όρος του bonus (επιμισθίου), ποσού 82,66€ και συνολικά οι αποδοχές επί των οποίων θα υπολογιστεί η ως άνω πρόσθετη αμοιβή για δρομολόγια εξπρές ανέρχονται στο ποσό των πέντε χιλιάδων τριάντα τριών ευρώ και δεκατριών λεπτών [3.285,09 + 1.665,38 + 82,66 = 5.033,13€] ενώ η αναλογία των επιδομάτων εορτών, σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν στην αμέσως παραπάνω μείζονα πρόταση δεν θα συνυπολογιστεί δεδομένου ότι αυτά δίδονται επ΄ ευκαιρία των εορτών και δεν αποτελούν τακτικές παροχές. Κατόπιν αυτών, η πρόσθετη αμοιβή του ενάγοντος για εκτέλεση δρομολογίων εξπρές ανέρχεται στο ποσό των εκατόν πενήντα έξι ευρώ και δύο λεπτών [5.033,13€ Χ 1/30 = 167,77€ και για τα 0,93 προαναφερόμενα εξπρές δρομολόγια του ένδικου πλοίου [και όχι 0,94 που υπολογίζει ο ενάγων] δικαιούται να λάβει το ποσό των εκατόν πενήντα έξι ευρώ και δύο λεπτών [0,93 δρομολόγια εξπρές Χ 167,77 € = 156,02€]. Η εκκαλουμένη απόφαση που απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο το εν λόγω κονδύλιο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 33 και δη την παρ. 6 περίοδο 2 της άνω ΣΣ ναυτικής εργασίας, καθόσον από την γραμματική διατύπωση και μόνο της άνω διάταξης σαφώς προκύπτει, ότι οποιαδήποτε επέκταση εντός των άνω ωρών δρομολογίου πλοίου έστω και των ημερόπλοιων, ήτοι από 23:00 βραδινή έως 07:00 πρωϊνή, θεωρείται επέκταση κατά τις νυχτερινές ώρες και συνεπώς θα έπρεπε να εφαρμόσει και για το ένδικο πλοίο την παρ. 4 του άρθρου 33 της ΣΣΝΕ (βλ. και ΑΠ 345/2019 ΜΟΜΟΣ) και πρέπει και κατά το κεφάλαιό της αυτό να εξαφανιστεί και να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος ο 4ος λόγος έφεσης του ενάγοντος. Κατ’ ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων και δεδομένου ότι δεν προβάλλεται από τους διαδίκους άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθούν όσα κρίθηκαν απορριπτέα και να γίνουν εν μέρει δεκτές ως ουσιαστικά βάσιμες οι συνεκδικαζόμενες εφέσεις, κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους τους, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη ΥΠ΄ΑΡΙΘΜ. 1226/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το μη ανατραπέν μέρος της, για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτέλεσής της (ΑΠ 748/1984, Δνη 1985/642, ΜονΕφΠειρ. 8/2024, ΜονΕφΘεσ. 174/2018, ΜονΕφΠειρ. 16/2017, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ. 700/2011, ΕΝαυτΔ 2012/113), συμπεριλαμβανομένης τής, περί της επιβολής δικαστικών εξόδων, διάταξής της και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν επανεκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα: 1)Ως υπόλοιπο δεδουλευμένων αποδοχών του για τον μήνα Μάρτιο 2020 το (καθαρό) ποσό των εννιακοσίων πενήντα επτά ευρώ και πενήντα εννέα λεπτών [957,59€], 2)Ως διαφορές αποδοχών για την υπερωριακή του απασχόληση το συνολικό (μικτό) ποσό των δέκα χιλιάδων οκτακοσίων ογδόντα οκτώ ευρώ και είκοσι επτά λεπτών μικτά [10.883,27€], 3)Ως διαφορά επί της αναλογίας των επιδομάτων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων 2020 και Πάσχα 2021 το συνολικό (μικτό) ποσό των δύο χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα έξι ευρώ και τριάντα πέντε λεπτών [2.476,35€] και 4)Ως πρόσθετη αμοιβή για την εκτέλεση «εξπρές» δρομολογίων το συνολικό (μικτό) ποσό των εκατόν πενήντα έξι ευρώ και δύο λεπτών [156,02€] και συνολικά, για τις υπό 2 έως 4 αιτίες [που αφορούν μικτές αποδοχές] το (μικτό) ποσό των δεκατριών χιλιάδων πεντακοσίων δεκαπέντε ευρώ και εξήντα τεσσάρων λεπτών {10.883,27€ +2.476,35 + 156,02€ = 13.515,64€} και όλα τα παραπάνω με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της λύσης (λύση 7.1.2021) της σύμβασης ναυτολόγησής του, δηλαδή από 8.1.2021, μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Κατόπιν αυτών, παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση του υποβληθέντος με το δικόγραφο της έφεσης αιτήματος της εναγόμενης για επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από την εκ μέρους της καταβολή στον ενάγοντα του χρηματικού ποσού των 2.933,12 ευρώ, που αφορά μέρος του ποσού που η εκκαλουμένη απόφαση κήρυξε προσωρινά εκτελεστό (συνολικό προσωρινά εκτελεστό ποσό 3.000 ευρώ) και το οποίο η εναγόμενη θεμελιώνει στις διατάξεις των άρθρων 525 § 3 και 914 ΚΠολΔ, διότι το προαναφερόμενο χρηματικό ποσό της τελεσίδικης καταψήφισης υπερβαίνει το καταβληθέν. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα από τους διαδίκους πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ τους κατά ένα μέρος, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας τους και να επιβληθεί μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος σε βάρος της εναγόμενης (άρθρα 106, 176, 178, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις εφέσεις.
Δέχεται αυτές τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν.
Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.
Κρατεί και δικάζει την αγωγή.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το (καθαρό) ποσό των εννιακοσίων πενήντα επτά ευρώ και πενήντα εννέα λεπτών [957,59€] και το συνολικό ακαθάριστο ποσό των δεκατριών χιλιάδων πεντακοσίων δεκαπέντε ευρώ και εξήντα τεσσάρων λεπτών {13.515,64€} και όλα τα παραπάνω ποσά με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την 8.1.2021, μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση.
Απορρίπτει αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.
Επιβάλλει σε βάρος της εναγόμενης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο καθορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων, στις 29.4.2025
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ