ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 260/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ 2ο
Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας – ενάγουσας: της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………» που εδρεύει στον ………… και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αικατερίνη Μπαλατσού (ΑΜ ……. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).
Της εφεσίβλητης – εναγόμενης: της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………» που εδρεύει στο …………. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία-Χριστίνα Γιοκαρυδάκη (ΑΜ ……….. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).
Η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 16.06.2020 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2020 και ειδικό …./2020 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 1554/2022 οριστική απόφασή του, απέρριψε την αγωγή. Η εκκαλούσα – ενάγουσα προσέβαλε την απόφαση αυτή με την από 15.05.2024 έφεσή της που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …../16.05.2024 και ειδικό …./16.05.2024, προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …/16.05.2024 και ειδικό …../16.05.2024, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσαν δηλώσεις κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 1554/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, αφού δικάσθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, απορρίφθηκε η από 16.06.2020 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2020 και ειδικό …../2020 αγωγή της εκκαλούσας – ενάγουσας. Η έφεση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, η δε κρινόμενη από 15.05.2024 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 16.05.2024, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …/16.05.2024 και ειδικό …../16.05.2024 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, ήτοι εντός της προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης την 16.05.2022. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα – ενάγουσα το παράβολο των 100,00 ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.
Η ενάγουσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………..» στην από 16.06.2020 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2020 και ειδικό …../2020 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς εξέθετε ότι δραστηριοποιείται στον τομέα της παροχής διαφημιστικών υπηρεσιών, υπηρεσιών marketing και telemarketing, υπηρεσιών τηλεπαίγνιων, και ιδίως στον τομέα της διοργάνωσης διαγωνισμών και κληρώσεων με πιστοποιημένη διαδικασία και με τη χρήση πιστοποιημένης στον ΕΟΧ γεννήτριας, ότι στα πλαίσια αυτής της δραστηριότητάς της, από το έτος 2017, συνήψε με την εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……………….» που διατηρεί καταστήματα σε ολόκληρη την Ελλάδα, ιδιωτικά συμφωνητικά δυνάμει των οποίων ανέλαβε τη διοργάνωση προωθητικών ενεργειών και κληρώσεων, ότι δυνάμει του από 30.01.2019 ιδιωτικού συμφωνητικού διοργάνωσης προωθητικών ενεργειών και κληρώσεων υπό τον τίτλο “…………..”, η ενάγουσα ανέλαβε την εκτέλεση στο όνομα και για λογαριασμό της εναγόμενης είκοσι (20) προωθητικών ενεργειών σε καταστήματα της τελευταίας ανά την επικράτεια, συνιστάμενων στη διενέργεια διαγωνισμού με παροχή και διάθεση στο κοινό αριθμημένων κουπονιών/λαχνών με σήμανση barcode για τους συμμετέχοντες και διεξαγωγή ηλεκτρονικής κλήρωσης, για το χρονικό διάστημα από την 30.01.2019 έως την 30.01.2020, σύμφωνα με το πρόγραμμα της εναγόμενης, το οποίο θα απέστειλε στην ενάγουσα εντός εύλογου χρονικού διαστήματος και ανάλογα με τις ανάγκες της, έναντι συμφωνηθείσας αμοιβής της ενάγουσας, ποσού 1.500,00 ευρώ πλέον Φ.Π.Α. 24% για κάθε ενέργεια εντός Νομού Αττικής και ποσού 2.500,00 ευρώ πλέον Φ.Π.Α. 24% για κάθε ενέργεια εντός άλλων Νομών, ότι σύμφωνα με το άρθρο 7 του από 30.01.2019 ιδιωτικού συμφωνητικού, ορίσθηκε ότι σε περίπτωση που δεν διεξαχθεί η κλήρωση της προωθητικής ενέργειας, με υπαιτιότητα της εναγόμενης, η ενάγουσα δύναται να καταγγείλει τη σύμβαση αζημίως και άνευ υποχρέωσης τήρησης των λοιπών συμβατικών της υποχρεώσεων και ότι στην περίπτωση αυτή θα καταβληθεί στην ενάγουσα ολόκληρη η προαναφερθείσα αμοιβή της, ήτοι το 100% της αξίας της σύμβασης, ότι έως την 16.09.2019, η εναγόμενη είχε ζητήσει από την ενάγουσα μόνο την εκτέλεση των αναφερόμενων στην αγωγή τριών (3) προωθητικών ενεργειών, και για τον λόγο αυτό η ενάγουσα διαμαρτυρήθηκε με την αποστολή στην εναγόμενη της από 16.09.2019 ηλεκτρονικής επιστολής της, πλην όμως δεν υπήρξε ανταπόκριση εκ μέρους της εναγόμενης, παρά το γεγονός ότι κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα η ενάγουσα είχε επανειλημμένως οχλήσει προφορικώς τους εκπροσώπους της εναγόμενης εταιρείας, οι οποίοι την διαβεβαίωναν ότι πρόθεσή της ήταν η εκτέλεση και των λοιπών δεκαεπτά (17) προωθητικών ενεργειών, ότι μετά την παρέλευση της 30.01.2020 και τη μη εκτέλεση των υπόλοιπων δεκαεπτά (17) προωθητικών ενεργειών, με αποκλειστική υπαιτιότητα της εναγόμενης, η ενάγουσα επέδωσε σ’ αυτή την από 12.03.2020 εξώδικη δήλωσή της, με την οποία κατήγγειλε την καταρτισθείσα μεταξύ τους σύμβαση και την κάλεσε να της καταβάλει ως αμοιβή της για τις μη εκτελεσθείσες, από υπαιτιότητα της εναγόμενης, δεκαεπτά (17) προωθητικές ενέργειες, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7 του από 30.01.2019 ιδιωτικού συμφωνητικού, το ποσό των 25.500,00 ευρώ (17 Χ 1.500,00 ευρώ) πλέον του αναλογούντος Φ.Π.Α. 24%, ήτοι το συνολικό ποσό των 31.620,00 ευρώ, εντός τριών εργάσιμων ημερών από την επίδοση της εξώδικης δήλωσης, πλην όμως η εναγόμενη δεν ανταποκρίθηκε και εξακολουθεί να της οφείλει το ανωτέρω ποσό, ότι δυνάμει του από 30.01.2019 ιδιωτικού συμφωνητικού διοργάνωσης προωθητικής ενέργειας και κλήρωσης υπό τον τίτλο “………”, η ενάγουσα ανέλαβε την εκτέλεση στο όνομα και για λογαριασμό της εναγόμενης προωθητικής ενέργειας σε καταστήματα της τελευταίας ανά την επικράτεια, συνιστάμενης στην παραχώρηση της χρήσης δέκα (10) μηχανημάτων – pc “………….” της ενάγουσας κατόπιν μίσθωσης, με σκοπό την παροχή και τη διάθεση στο κοινό τυχερών barcode για τους συμμετέχοντες και τη διεξαγωγή ηλεκτρονικής κλήρωσης, για το χρονικό διάστημα από την 30.01.2019 έως την 30.01.2020, έναντι συμφωνηθείσας αμοιβής της ενάγουσας, μηνιαίου ποσού 1.000,00 ευρώ πλέον Φ.Π.Α. 24% ανά μηχάνημα, και συνολικού μηνιαίου ποσού 10.000,00 ευρώ πλέον Φ.Π.Α. 24%, ήτοι συνολικού ποσού 120.000,00 ευρώ πλέον Φ.Π.Α. 24% για τους δώδεκα μήνες διάρκειας της σύμβασης, ότι σύμφωνα με το άρθρο 7 του από 30.01.2019 ιδιωτικού συμφωνητικού, ορίσθηκε ότι σε περίπτωση που δεν διεξαχθεί η κλήρωση της προωθητικής ενέργειας, με υπαιτιότητα της εναγόμενης, η ενάγουσα δύναται να καταγγείλει τη σύμβαση αζημίως και άνευ υποχρέωσης τήρησης των λοιπών συμβατικών της υποχρεώσεων και ότι στην περίπτωση αυτή θα καταβληθεί στην ενάγουσα ολόκληρη η προαναφερθείσα αμοιβή της, ήτοι το 100% της αξίας της σύμβασης, ότι μετά την παρέλευση της 30.01.2020 και τη μη εκτέλεση της προωθητικής ενέργειας και κλήρωσης υπό τον τίτλο “………….”, με αποκλειστική υπαιτιότητα της εναγόμενης, η ενάγουσα επέδωσε σ’ αυτή την από 12.03.2020 εξώδικη δήλωσή της, με την οποία κατήγγειλε την καταρτισθείσα μεταξύ τους σύμβαση και την κάλεσε να της καταβάλει ως αμοιβή της για τη μη εκτελεσθείσα, από υπαιτιότητα της εναγόμενης, προωθητική ενέργεια, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7 του από 30.01.2019 ιδιωτικού συμφωνητικού, το ποσό των 120.000,00 ευρώ πλέον του αναλογούντος Φ.Π.Α. 24%, ήτοι το συνολικό ποσό των 148.800,00 ευρώ, εντός τριών εργάσιμων ημερών από την επίδοση της εξώδικης δήλωσης, πλην όμως η εναγόμενη δεν ανταποκρίθηκε και εξακολουθεί να της οφείλει το ανωτέρω ποσό. Με βάση αυτό το ιστορικό και επικαλούμενη έγγραφη συμφωνία παρέκτασης της αρμοδιότητας των δικαστηρίων του Πειραιώς, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8 των ανωτέρω από 30.01.2019 ιδιωτικών συμφωνητικών, ζήτησε, όπως παραδεκτώς κατ’ άρθρο 223 του ΚΠολΔ, περιορίσθηκε το αγωγικό αίτημα από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, με τις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγόμενης να της καταβάλει το ανωτέρω ποσό των 31.620,00 ευρώ, καθώς και το ανωτέρω ποσό των 148.800,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση και να καταδικασθεί η εναγόμενη στη δικαστική της δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 1554/2022 οριστική απόφασή του απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη κατά το μέρος της που επιχειρείται να θεμελιωθεί στο άρθρο 7 του από 30.01.2019 ιδιωτικού συμφωνητικού διοργάνωσης προωθητικών ενεργειών και κληρώσεων υπό τον τίτλο “…………”, και ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας κατά το μέρος της που επιχειρείται να θεμελιωθεί στο άρθρο 7 του από 30.01.2019 ιδιωτικού συμφωνητικού διοργάνωσης προωθητικής ενέργειας και κλήρωσης υπό τον τίτλο “……….”. Η εκκαλούσα – ενάγουσα προσβάλει την απόφαση αυτή με την από 15.05.2024 έφεσή της για τους περιεχόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητεί την εξαφάνισή της προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή της στο σύνολό της.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 361 και 694 παρ. 1 του ΑΚ συνάγεται ότι στη σύμβαση μίσθωσης έργου, ο εργολάβος υποχρεούται σε προεκπλήρωση. Οφείλει δηλαδή έναντι του κυρίου του έργου να εκπληρώσει πρώτος τόσο την κύρια υποχρέωσή του (της κατασκευής του έργου), όσο και κάθε άλλη υποχρέωσή του, η οποία βάσει συμβατικού όρου ανάγεται σε κύρια υποχρέωση. Μόλις δε προβεί στην εκπλήρωση των εν λόγω υποχρεώσεών του δικαιούται να ζητήσει την αμοιβή του ταυτόχρονα με την παράδοση του έργου (ΑΠ 697/2000 ΝΟΜΟΣ). Η υποχρέωσή του αυτή αποτελεί εξαίρεση από τις γενικές αρχές που ισχύουν στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις. Ωστόσο, η ως άνω διάταξη είναι ενδοτικού δικαίου και επομένως μπορεί να συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλομένων όχι μόνο ότι ο εργολάβος δεν υποχρεούται σε προεκπλήρωση, αλλά αντίθετα ότι ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει την αμοιβή ή μέρος αυτής σε χρόνο προγενέστερο της παράδοσης του έργου, δηλαδή ότι αυτός υποχρεούται σε προεκπλήρωση (ΑΠ 1130/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1665/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1069/2009 ΝΟΜΟΣ). Από δε τις διατάξεις των άρθρων 349 και 351 του ΑΚ, συνάγεται, ότι ο δανειστής γίνεται υπερήμερος, εάν α) δεν αποδέχεται την πραγματική και προσηκόντως προσφερόμενη σ’ αυτόν παροχή, β) εάν, μολονότι προσκλήθηκε από τον οφειλέτη, δεν προβαίνει στην απαιτουμένη πράξη, ή σύμπραξη, χωρίς την οποία ο οφειλέτης δεν μπορεί να εκπληρώσει την παροχή (ΑΠ 983/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1566/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1876/2014 ΝΟΜΟΣ). Συνέπεια της υπερημερίας του δανειστή είναι, ότι ο οφειλέτης δικαιούται, κατά τη διάταξη του άρθρου 358 του ΑΚ, να απαιτήσει από τον υπερήμερο δανειστή, καθετί, που χρειάστηκε να δαπανήσει επιπλέον για την ατελεσφόρητη προσφορά της παροχής, καθώς και για τη φύλαξη και τη συντήρησή της κατά τη διάρκεια της υπερημερίας. Για την ύπαρξη υπερημερίας του δανειστή, σε αντίθεση με όσα ορίζονται με τη διάταξη του άρθρου 336 του ΑΚ, δεν προσαπαιτείται συνδρομή πταίσματος αυτού, ήτοι ο δανειστής γίνεται υπερήμερος ανεξαρτήτως υπαιτιότητάς του. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται και επί σύμβασης μίσθωσης έργου, στην οποία δανειστής είναι ο εργοδότης, όσον αφορά την υποχρέωση της πράξης ή σύμπραξης του τελευταίου, της οποίας οι συνέπειες ρυθμίζονται αποκλειστικά από τις παραπάνω διατάξεις, ώστε δεν μπορεί με αυτές να αξιωθεί άλλη αποζημίωση, όπως το αρνητικό της σύμβασης διαφέρον ή το διαφυγόν κέρδος του οφειλέτη (ΑΠ 462/2022 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 710/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1504/2005 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1012/1998 ΝΟΜΟΣ). Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει, επίσης, ότι, εφόσον η εκπλήρωση της παροχής του εργολάβου κατέστη αδύνατη, λόγω υπαίτιας παράλειψης του εργοδότη να προβεί στην αναγκαία προς τούτο σύμπραξη και περιέλευσης του τελευταίου σε υπερημερία δανειστή, ο εργολάβος δικαιούται τη συνομολογηθείσα εργολαβική αμοιβή, κατ’ άρθρο 381 ΑΚ, κατά τους ορισμούς και την έννοια του οποίου ο εργολάβος δικαιούται τη συνομολογηθείσα εργολαβική αμοιβή, με αφαίρεση από εκείνη των ωφελειών που εκείνος αποκόμισε ή δόλια παρέλειψε να αποκομίσει από την ανυπαίτια απαλλαγή του από την υποχρέωση εκτέλεσης του έργου (ΑΠ 599/2013 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 700 του ΑΚ που ορίζει ότι “ο εργοδότης έχει δικαίωμα, έως την αποπεράτωση του έργου, να καταγγείλει οποτεδήποτε τη σύμβαση. Αν γίνει καταγγελία οφείλεται στον εργολάβο η συμφωνημένη αμοιβή …” προκύπτει ότι μόνο ο εργοδότης έχει δικαίωμα, οποτεδήποτε, πριν από την αποπεράτωση του έργου (ρητά ή και σιωπηρά) και ανεξάρτητα από οποιαδήποτε άλλη προϋπόθεση να καταγγείλει τη σύμβαση εργολαβίας, με αποτέλεσμα τη λύση της, για το μέλλον, ότι ο εργολάβος δικαιούται τότε, να αξιώσει να του καταβάλει ο εργοδότης ολόκληρη τη συμφωνημένη αμοιβή του, μαζί και με τις δαπάνες του για το έργο, όπως π.χ. για την αγορά των υλικών του, και ότι ούτε και η παράδοση του μέχρι την καταγγελία εκτελεσθέντος έργου, αποτελεί προϋπόθεση για να αξιώσει ο εργολάβος την αμοιβή του (ΕφΑθ 8370/2002 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 522, 524 παρ. 1, 525 και 536 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έχει ως προς την αγωγή την ίδια εξουσία όπως και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δυνάμενο και χωρίς ειδικό παράπονο να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το νόμω βάσιμο, το ορισμένο, ή το παραδεκτό αυτής και να την απορρίψει, αν δεν στηρίζεται στο νόμο ή δεν έχει τα απαραίτητα για τη θεμελίωσή της στοιχεία ή ασκήθηκε απαραδέκτως, με τους περιορισμούς, όμως, που επιβάλλονται από τη λειτουργία του δεδικασμένου (άρθρο 322 του ΚΠολΔ) και από την αρχή της απαγορεύσεως εκδόσεως επιβλαβέστερης αποφάσεως για τον εκκαλούντα. Επομένως, αν η αγωγή απορρίφθηκε από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως απαράδεκτη ή αόριστη και κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο ενάγων, το Δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αν κρίνει ότι η αγωγή είναι νομικά αβάσιμη, δεν μπορεί να αντικαταστήσει τις αιτιολογίες και να απορρίψει την έφεση, διότι κωλύεται από τη διαφορετική έκταση του δεδικασμένου, που προκύπτει από κάθε μία από τις περιπτώσεις αυτές. Ούτε, όμως, να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση και να απορρίψει την αγωγή για το λόγο αυτό μπορεί, διότι στην περίπτωση αυτή η απόφαση είναι δυσμενέστερη για τον εκκαλούντα και θα καταστεί χειρότερη η θέση του, αφού το δεδικασμένο από την εφετειακή απόφαση θα είναι δυσμενέστερο γι’ αυτόν, πράγμα το οποίο επιτρέπει ο νόμος μόνο στην εξαιρετική περίπτωση, που η υπόθεση ερευνάται ουσιαστικώς, πράγμα το οποίο συμβαίνει όταν η αγωγή δεν είναι απαράδεκτη ή αόριστη, όπως κρίθηκε πρωτόδικα και απορρίφθηκε, αλλά νόμιμη, πλην όμως ουσιαστικά αβάσιμη. Συνεπώς, σε περίπτωση που η αγωγή απορρίφθηκε από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως απαράδεκτη ή αόριστη και κατά της απόφασης παραπονείται ο ενάγων, το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, αν κρίνει ότι η αγωγή είναι νομικά αβάσιμη, απορρίπτει την έφεση (ΑΠ 1056/2002 ΕλλΔνη 44. 990, ΑΠ 467/2000 ΕλλΔνη 41. 1571, ΕφΠατρ 39/2021 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 187/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 153/2008 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή είναι νομικά αβάσιμη, κατά την επιχειρούμενη θεμελίωση των αιτημάτων της περί καταβολής των συνομολογηθέντων εργολαβικών αμοιβών της ενάγουσας – εργολάβου, λόγω υπερημερίας της εναγόμενης – εργοδότριας, που δεν συνέπραττε στην εκτέλεση των ένδικων έργων. Ειδικότερα, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, οι καταρτισθείσες μεταξύ των διαδίκων από 30.01.2019 συμβάσεις ενέχουν τα στοιχεία της σύμβασης έργου, αφού δυνάμει της πρώτης σύμβασης η ενάγουσα – εργολάβος ανέλαβε την εκτέλεση στο όνομα και για λογαριασμό της εναγόμενης – εργοδότριας είκοσι (20) προωθητικών ενεργειών, υπό τον τίτλο “…………”, σε καταστήματα της τελευταίας ανά την επικράτεια, συνιστάμενων στη διενέργεια διαγωνισμού με παροχή και διάθεση στο κοινό αριθμημένων κουπονιών/λαχνών με σήμανση barcode για τους συμμετέχοντες και διεξαγωγή ηλεκτρονικής κλήρωσης, για το χρονικό διάστημα από την 30.01.2019 έως την 30.01.2020, σύμφωνα με το πρόγραμμα της εναγόμενης – εργοδότριας, το οποίο θα απέστειλε στην ενάγουσα – εργολάβο εντός εύλογου χρονικού διαστήματος και ανάλογα με τις ανάγκες της, έναντι συμφωνηθείσας αμοιβής της ενάγουσας – εργολάβου, ποσού 1.500,00 ευρώ πλέον Φ.Π.Α. 24% για κάθε ενέργεια εντός του Νομού Αττικής και ποσού 2.500,00 ευρώ πλέον Φ.Π.Α. 24% για κάθε ενέργεια εντός των άλλων Νομών, ενώ δυνάμει της δεύτερης σύμβασης η ενάγουσα – εργολάβος ανέλαβε την εκτέλεση στο όνομα και για λογαριασμό της εναγόμενης – εργοδότριας προωθητικής ενέργειας, υπό τον τίτλο “……….”, σε καταστήματα της τελευταίας ανά την επικράτεια, συνιστάμενης στην παραχώρηση της χρήσης δέκα (10) μηχανημάτων – pc “……………” της ενάγουσας – εργολάβου, κατόπιν μίσθωσης, με σκοπό την παροχή και τη διάθεση στο κοινό τυχερών barcode για τους συμμετέχοντες και τη διεξαγωγή ηλεκτρονικής κλήρωσης, για το χρονικό διάστημα από την 30.01.2019 έως την 30.01.2020, έναντι συμφωνηθείσας αμοιβής της ενάγουσας – εργολάβου, μηνιαίου ποσού 1.000,00 ευρώ πλέον Φ.Π.Α. 24% ανά μηχάνημα, και συνολικού μηνιαίου ποσού 10.000,00 ευρώ πλέον Φ.Π.Α. 24%, ήτοι συνολικού ποσού 120.000,00 ευρώ πλέον Φ.Π.Α. 24% για τους δώδεκα μήνες διάρκειας της σύμβασης. Επιπλέον, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, αναφορικά με την πρώτη σύμβαση έργου, η εναγόμενη – εργοδότρια δεν τήρησε τα συμφωνηθέντα, αφού έως την 16.09.2019 είχε ζητήσει από την ενάγουσα – εργολάβο την εκτέλεση μόνο των αναφερόμενων στην αγωγή τριών (3) προωθητικών ενεργειών, υπό τον τίτλο “………”, και για τον λόγο αυτό η ενάγουσα – εργολάβος διαμαρτυρήθηκε με την αποστολή στην εναγόμενη – εργοδότρια της από 16.09.2019 ηλεκτρονικής επιστολής της, και στη συνέχεια μετά την παρέλευση της συμβατικής προθεσμίας της 30.01.2020 και τη μη εκτέλεση των υπόλοιπων δεκαεπτά (17) προωθητικών ενεργειών, με αποκλειστική υπαιτιότητα της εναγόμενης, η ενάγουσα επέδωσε σ’ αυτή την από 12.03.2020 εξώδικη δήλωσή της, με την οποία κατήγγειλε την καταρτισθείσα μεταξύ τους σύμβαση και την κάλεσε να της καταβάλει ως αμοιβή της για τις μη εκτελεσθείσες δεκαεπτά (17) προωθητικές ενέργειες, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7 του από 30.01.2019 ιδιωτικού συμφωνητικού, το ποσό των 25.500,00 ευρώ (17 Χ 1.500,00 ευρώ) πλέον του αναλογούντος Φ.Π.Α. 24%, ήτοι το συνολικό ποσό των 31.620,00 ευρώ. Αναφορικά με την δεύτερη σύμβαση έργου, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, η εναγόμενη – εργοδότρια δεν τήρησε τα συμφωνηθέντα, αφού, αν και παρήλθε η συμβατική προθεσμία της 30.01.2020, δεν εκτελέσθηκε η προωθητική ενέργεια και κλήρωση υπό τον τίτλο “…………”, με αποκλειστική υπαιτιότητα της εναγόμενης, και για τον λόγο αυτό η ενάγουσα επέδωσε σ’ αυτή την από 12.03.2020 εξώδικη δήλωσή της, με την οποία κατήγγειλε την καταρτισθείσα μεταξύ τους σύμβαση και την κάλεσε να της καταβάλει ως αμοιβή της για τη μη εκτελεσθείσα προωθητική ενέργεια, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7 του από 30.01.2019 ιδιωτικού συμφωνητικού, το ποσό των 120.000,00 ευρώ πλέον του αναλογούντος Φ.Π.Α. 24%, ήτοι το συνολικό ποσό των 148.800,00 ευρώ. Ωστόσο, δεν εκτίθεται στο αγωγικό δικόγραφο, αναφορικά με αμφότερες τις ένδικες συμβάσεις έργου, ότι η εναγόμενη – εργοδότρια κατέστη υπερήμερη δανείστρια, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, και ειδικότερα είτε ότι δεν αποδέχθηκε την πραγματική και προσηκόντως προσφερόμενη σ’ αυτήν από την ενάγουσα – εργολάβο παροχή, είτε ότι, μολονότι προσκλήθηκε από την ενάγουσα – εργολάβο, δεν προέβη στην απαιτουμένη πράξη ή σύμπραξη, χωρίς την οποία η τελευταία ως οφειλέτρια δεν θα μπορούσε να εκπληρώσει την παροχή της. Αντιθέτως, εκτίθεται στην αγωγή, αναφορικά με την πρώτη σύμβαση έργου, ότι η ενάγουσα – εργολάβος διαμαρτυρήθηκε για τη μη συμμόρφωση της εναγόμενης – εργοδότριας προς τη συμβατική της υποχρέωση, με την αποστολή σ’ αυτήν της από 16.09.2019 ηλεκτρονικής επιστολής της ενάγουσας – εργολάβου, χωρίς, όμως, να εκτίθεται περαιτέρω ότι με αυτή την ηλεκτρονική επιστολή προσκάλεσε την εναγόμενη – εργοδότρια να συμμορφωθεί προς τις απορρέουσες από την από 30.01.2019 σύμβαση έργου υποχρεώσεις της ή ότι της έταξε προθεσμία προς τούτο, ώστε να καταστεί αυτή υπερήμερη δανείστρια, και να δικαιούται έτσι η ενάγουσα – εργολάβος ως οφειλέτρια να απαιτήσει από την υπερήμερη δανείστρια, κατ’ άρθρο 358 του ΑΚ, καθετί, που χρειάστηκε να δαπανήσει επιπλέον για την ατελεσφόρητη προσφορά της παροχής της, καθώς και για τη φύλαξη και τη συντήρησή της κατά τη διάρκεια της υπερημερίας της, επιπλέον δε, εφόσον γινόταν επίκληση υπαίτιας παράλειψης της εναγόμενης – εργοδότριας, να δικαιούται να απαιτήσει από την υπερήμερη δανείστρια, κατ’ άρθρο 381 ΑΚ, τη συνομολογηθείσα εργολαβική αμοιβή, από την οποία, όμως, θα έπρεπε να αφαιρέσει τις ωφέλειες που η ίδια αποκόμισε ή δόλια παρέλειψε να αποκομίσει από την ανυπαίτια απαλλαγή της από την υποχρέωση εκτέλεσης του συμφωνηθέντος έργου. Όσον αφορά στη δεύτερη σύμβαση έργου, εκτίθεται στην αγωγή μόνο ότι παρήλθε η συμβατική προθεσμία της 30.01.2020, χωρίς, όμως, να εκτίθεται περαιτέρω ότι η ενάγουσα – εργολάβος προέβη σε πραγματική και προσήκουσα προσφορά της παροχής της, με την παραχώρηση της χρήσης στην εναγόμενη – εργοδότρια των μισθωμένων δέκα (10) μηχανημάτων – pc “………”, ούτε ότι η τελευταία προσκλήθηκε από την ενάγουσα – εργολάβο να συμμορφωθεί προς τις απορρέουσες από την από 30.01.2019 σύμβαση έργου υποχρεώσεις της ή ότι της έταξε προθεσμία προς τούτο, ώστε να καταστεί αυτή υπερήμερη δανείστρια, κατά τα προαναφερθέντα. Επομένως, η ενάγουσα – εργολάβος δεν δικαιούται τις αιτούμενες με την αγωγή της εργολαβικές αμοιβές, λόγω υπερημερίας της εναγόμενης – εργοδότριας, και ως εκ τούτου η αγωγή κρίνεται νόμω αβάσιμη. Πρέπει δε να επισημανθεί ότι, εφόσον δεν προβλέπεται μονομερής λύση της σύμβασης έργου με καταγγελία αυτής εκ μέρους του εργολάβου, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη (βλ. και ΑΠ 1128/2006 ΝΟΜΟΣ arg. a contrario από το άρθρο 700 του ΑΚ), η επικαλούμενη στην αγωγή καταγγελία των ενδίκων συμβάσεων έργου με την από 12.03.2020 εξώδικη δήλωση της ενάγουσας – εργολάβου, πριν από την εκτέλεση των συμφωνηθέντων έργων, δεν δύναται να επιφέρει τη λύση αυτών των συμβάσεων, αλλά αποτελεί εκδήλωση της απόφασης της ενάγουσας – εργολάβου να μην εκπληρώσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις, δεδομένου ότι μόνο σε περίπτωση υπερημερίας της εναγόμενης – εργοδότριας θα δικαιούτο η ενάγουσα – εργολάβος, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 383 του ΑΚ, να δηλώσει ότι υπαναχωρεί από τις ένδικες συμβάσεις έργου, οπότε αυτές θα λύνονταν κατ’ άρθρο 389 εδ. β’ του ΑΚ. Κατά συνέπεια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη κατά το μέρος της που επιχειρείται να θεμελιωθεί στο άρθρο 7 του από 30.01.2019 ιδιωτικού συμφωνητικού διοργάνωσης προωθητικών ενεργειών και κληρώσεων υπό τον τίτλο “………….”, έστω και με διάφορη αιτιολογία που αντικαθίσταται από αυτή της παρούσας (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), δεν έσφαλε, όπως αβάσιμα παραπονείται η εκκαλούσα – ενάγουσα με τον πρώτο και τον δεύτερο λόγο της υπό κρίση έφεσης, οι οποίοι πρέπει να απορριφθούν, ενώ το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας κατά το μέρος της που επιχειρείται να θεμελιωθεί στο άρθρο 7 του από 30.01.2019 ιδιωτικού συμφωνητικού διοργάνωσης προωθητικής ενέργειας και κλήρωσης υπό τον τίτλο “…………”, αν και έπρεπε να απορρίψει αυτή ως μη νόμιμη, έσφαλε μεν, όπως βάσιμα παραπονείται η εκκαλούσα – ενάγουσα με τον τρίτο λόγο της έφεσής της, ο οποίος, όμως, πρέπει να απορριφθεί διότι, όπως εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, δεν μπορεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, καθώς αυτή η απόφαση θα είναι δυσμενέστερη για την εκκαλούσα – ενάγουσα, ούτε αρκεί απλή αντικατάσταση των αιτιολογιών της εκκαλούμενης απόφασης, αφού η απόρριψη της αγωγής κατά τούτο το μέρος της και για τον λόγο αυτό, οδηγεί σε διαφορετικά αποτελέσματα κατά το διατακτικό.
Ενόψει αυτών και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, ενώ πρέπει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο, κατ’ άρθρο 495 του ΚΠολΔ, το παράβολο για το παραδεκτό της έφεσης που προκατέβαλε η εκκαλούσα – ενάγουσα, λόγω της ήττας της. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης – εναγόμενης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας – ενάγουσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 15.05.2024 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 1554/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.
Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου υπέρ Δημοσίου υπ’ αριθ. …………../2024 ηλεκτρονικό παράβολο, ποσού εκατό (100,00) ευρώ που προκατέβαλε η εκκαλούσα – ενάγουσα.
Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας – ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης – εναγόμενης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια (400,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 30.04.2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ