Αριθμός 178 /2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 4ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, όπως νομίμως εκπροσωπείται από το Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), με έδρα την Αθήνα (οδός ……..), με Α.Φ.Μ. ………../Δ.ΟΎ. Δ’ Αθηνών, και εν προκειμένω ειδικότερα από τους Προϊσταμένους της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας Α’ Πειραιώς και της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας Καλλιθέας, αντιστοίχως, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την δικαστική πληρεξουσία Ν.Σ.Κ. Ελένη-Μαρία Παπαπετροπούλου ((με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία: «…………..», η οποία εδρεύει στη …….. Αττικής (………), με Α.Φ.Μ. ……../Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών, ως διαχειρίστριας και ως εντολοδόχου και ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσώπου και αντικλήτου της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………..» (……….), με έδρα το …. Ιρλανδίας και αριθμό καταχώρισης στο μητρώο εταιρειών της Ιρλανδίας ….., η οποία έχει καταστεί ειδική διάδοχος, δυνάμει της από 30-04-2020 σύμβασης μεταβίβασης τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία: «……….», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, με Α.Φ.Μ. ………., όπως νομίμως εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της Δικηγόρο Ιωάννα Πατριαρχέα [ΧΑΡΑΚΤΙΝΙΩΤΗΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ].
Το εκκαλούν κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 28.3.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2022) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 2631/2023 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την ανακοπή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου το ανακόπτον και ήδη εκκαλούν με την από 7.9.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ …………./2023-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ……./2023) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Η δικαστική πληρεξουσίου ΝΣΚ του εκκαλούντος, η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης, αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδεο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η έφεση κατά της με αριθμό 2631/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την διαδικασία των περιουσιακών διαφορών ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στις 8-9-2023, με την κατάθεση δικογράφου στην γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, δηλαδή εντός της από το άρθρο 518 παρ.2 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας, καθόσον δεν προέκυψε επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης. Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), κατά την ίδια, ως και πρωτοδίκως, διαδικασία .
ΙΙ. Με την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./ 2022 ανακοπή του το Ελληνικό Δημόσιο, ήδη εκκαλούν, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σε αυτήν αμφισβήτησε το ύψος των προαφαιρεθέντων εξόδων με τον με αριθμό …………./16-3-2022 πίνακα κατατάξεως δανειστών της συμβολαιογράφου Αθηνών, ……….., και ζήτησε την αντίστοιχη μεταρρύθμιση του, ώστε να καταταγεί το ίδιο για επιπλέον συνολικό ποσό 3.229,18 ευρώ, προνομιακά και σύμμετρα, προς ικανοποίηση των αναγγελθεισών απαιτήσεων του, που κατετάγησαν μερικώς. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση του έκανε την ανακοπή εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, ενώ την απέρριψε ως παθητικά ανομιμοποίητη ως προς συγκεκριμένους λόγους της. Κατά της αποφάσεως αυτής, κατά το απορριπτικό της σκέλος, παραπονείται το ανακόπτον με την υπό κρίση έφεση του, επικαλούμενο εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και ζητεί την εξαφάνιση της, ώστε η ανακοπή του να γίνει αντιστοίχως δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη.
ΙΙΙ. Κατά το άρθρ. 932 του ΚΠολΔ, τα έξοδα της αναγκαστικής εκτέλεσης βαρύνουν εκείνον κατά του οποίου αυτή στρέφεται και προκαταβάλλονται από εκείνον που την επισπεύδει, ενώ κατά το άρθρ. 975 του ίδιου κώδικα η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα γίνεται αφού αφαιρεθούν τα έξοδα της εκτέλεσης που ορίζονται αιτιολογημένα από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Όπως προκύπτει από τις διατάξεις αυτές, στη δεύτερη των οποίων γίνεται διάκριση μεταξύ αφαίρεσης των εξόδων και κατάταξης των προνομιακών απαιτήσεων, υπέγγυο στους δανειστές είναι το ποσό του πλειστηριάσματος που απομένει μετά την αφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης, τα οποία δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των προνομίων, ούτε κατατάσσονται στον πίνακα, αλλά προαφαιρούνται προκειμένου να γίνει η κατάταξη των δανειστών, ορίζονται δε με τον πίνακα κατάταξης ή με ιδιαίτερη πράξη, με την οποία ο υπάλληλος του πλειστηριασμού δικαιολογεί τα σχετικά κονδύλια προκειμένου να τα προαφαιρέσει από το πλειστηρίασμα. Δικαιούχος των εξόδων εκτέλεσης είναι κατ` αρχήν ο δανειστής που επέσπευσε την εκτέλεση, όμως ως δικαιούχοι νοούνται και τα όργανα της εκτέλεσης και ειδικότερα ο δικαστικός επιμελητής και ο υπάλληλος του πλειστηριασμού (συμβολαιογράφος), αλλά και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του επισπεύδοντος δανειστή, καίτοι τα πρόσωπα αυτά δεν νομιμοποιούνται να αναζητήσουν τα σχετικά έξοδα από τον καθ` ου η εκτέλεση, αφού μ` αυτόν δεν συνδέονται με κατάλληλη έννομη σχέση. (ΑΠ 1860/2013, ΑΠ 300/2013, ΑΠ 280/2004). Έτσι τα πρόσωπα αυτά, με βάση τις παραπάνω διατάξεις σε συνδυασμό και με αυτές των άρθρ. 971 και 1007 του ΚΠολΔ, λαμβάνουν τα έξοδα της εκτέλεσης από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, ο οποίος, αφού τα αφαιρέσει από το πλειστηρίασμα, ακολούθως διανέμει το υπόλοιπο του πλειστηριάσματος μεταξύ των δανειστών του καθ` ου η εκτέλεση ή προβαίνει με σχετικό πίνακα στην κατάταξη των δανειστών σε περίπτωση ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος. Δηλαδή τα έξοδα της εκτέλεσης δεν κατατάσσονται στο συντασσόμενο από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού πίνακα, ωστόσο η σχετική εκκαθαριστική πράξη του αποτελεί διανομή του πλειστηριάσματος και προσβάλλεται συνεπώς με την ανακοπή του άρθρ. 979 του ΚΠολΔ. Ανακόπτων μπορεί να είναι οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον, όπως είναι οι δανειστές που αναγγέλθηκαν ή ο καθ` ου η εκτέλεση οφειλέτης, οπότε αν αυτοί αμφισβητούν τη νομιμότητα της σχετικής εκκαθαριστικής πράξης των εξόδων εκτέλεσης και ειδικότερα αν προσβάλουν αυτή ως αόριστη ή αναιτιολόγητη ή αμφισβητούν ότι τα έξοδα έγιναν προς το συμφέρον όλων των δανειστών, ανακύπτει ιδιωτική διαφορά μεταξύ αυτών και του επισπεύδοντος δανειστή, που είναι ο μόνος νομιμοποιούμενος παθητικά στη σχετική δίκη, αφού αυτός είναι που χορήγησε στα παραπάνω πρόσωπα την εντολή για τη διενέργεια των απαιτούμενων πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης και θα ζημιωθεί αν ανατραπεί η εκκαθάριση των εξόδων, αφού τότε θα υποχρεωθεί να καταβάλει ο ίδιος τη διαφορά στα πρόσωπα αυτά με βάση τη μεταξύ τους σχέση εντολής. Αντίθετα όταν η αμφισβήτηση αφορά μόνο τη διενέργεια των πράξεων εκτέλεσης που φέρονται ότι έγιναν από τα ίδια πρόσωπα ή το ύψος της σχετικής δαπάνης, δηλαδή όταν προβάλλεται ότι τα αντίστοιχα έξοδα εκτέλεσης δεν είναι νόμιμα ή υπαρκτά ή υπερβαίνουν τα καθοριζόμενα από το νόμο ή τις οικείες υπουργικές αποφάσεις όρια της αμοιβής τους, η ανακοπή κατά της πράξης εκκαθάρισης των εξόδων η ανακοπή πρέπει να στρέφεται αποκλειστικά κατά του οργάνου της εκτέλεσης, τα προαφαιρεθέντα έξοδα υπέρ του οποίου αμφισβητούνται (ΑΠ 1415/2019, ΑΠ 1644/2018, ΑΠ 626/2018, ΑΠ 2255/2014, ΑΠ 658/2014, ΑΠ 60/2011, ΑΠ 142/2004, ΑΠ 280/2004, ΑΠ 1783/1998). Εξ άλλου, ως έξοδα εκτέλεσης, κατά τις παραπάνω διατάξεις, νοούνται όλες οι δαπάνες που γίνονται από τον επισπεύδοντα την εκτέλεση δανειστή και αποβλέπουν στο γενικό συμφέρον όλων των δανειστών, εφόσον είναι αναγκαίες για τη διαδικασία της εκτέλεσης από την έναρξή της μέχρι και την περάτωσή της (ΑΠ 14/2015, ΑΠ 1074/2015, ΑΠ 658/2014, ΑΠ 2057/2014, ΑΠ 60/2011, ΑΠ 840/2008, ΑΠ 419/1998), δηλαδή, ανάγονται στην προδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, στην κατάσχεση, στη συντήρηση του κατασχεθέντος πράγματος, στον πλειστηριασμό και στην κατάταξη των δανειστών. Αντίθετα, δεν περιλαμβάνονται τα έξοδα που έγιναν προς το αποκλειστικό συμφέρον είτε του επισπεύδοντος είτε των αναγγελθέντων δανειστών ούτε επίσης όσα έγιναν από υπαιτιότητα του επισπεύδοντος, όπως είναι τα έξοδα πλειστηριασμού που ματαιώθηκε λόγω παρόδου προθεσμίας ή λόγω ακυρότητας των πράξεων (ΑΠ 2055/ 2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, και στην περίπτωση κατασχέσεως, βάσει ενιαίας – κοινής – εκθέσεως, περισσοτέρων ακινήτων, για ορισμένα από τα οποία δεν ολοκληρώθηκε η εκτέλεση με πλειστηριασμό, τα έξοδα εκτελέσεως που αφορούν τα ακίνητα αυτά δεν θα αφαιρεθούν από το πλειστηρίασμα που επιτεύχθηκε από τον πλειστηριασμό των λοιπών ακινήτων (ΑΠ 238/2006, 1498/ 2003, ΕφΙω55/2009, ΕφΠατρ 204/ 2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).IV. Εν προκειμένω, το εκκαλούν-ανακόπτον, που επικαλείται έννομο συμφέρον να ζητεί την μεταρρύθμιση του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης, διότι έχει αναγγείλει νόμιμα τις απαιτήσεις του στη διαδικασία του πλειστηριασμού και έχει καταταγεί για αυτές μόνον μερικώς, με τους υπο στοιχ. Β1γ, Β1δ και Β3 λόγους της ανακοπής του διατεινόταν, ότι εσφαλμένα προαφαιρέθηκαν ως έξοδα εκτέλεσης τα έξοδα που αφορούν :α) στην κατάσχεση με κοινή έκθεση των πέντε ακινήτων, που δεν εκπλειστηριάστηκαν τελικώς, καθόσον δεν αποτελούν αναγκαίες δαπάνες για την διεξαγωγή όλης της εκτελεστικής διαδικασίας, β) σε έκδοση και επίδοση αντιγράφων του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης σε πρόσωπα που δεν ορίζονται στο νόμο (άρθρο 995 παρ.4 ΚΠολΔ), καθώς και γ) τα έξοδα, ποσού 950 ευρώ, που αναφέρονται συλλήβδην και όλως αορίστως ως έξοδα και αμοιβή του πληρεξούσιου δικηγόρου της επισπεύδουσας, για έξοδα απογράφου, αντιγράφων, σύνταξη και επίδοση επιταγής επι αντιγράφου πρώτου εκτελεστού απογράφου της διαταγής πληρωμής, καθόσον δεν εξειδικεύονται τα ειδικότερα κονδύλια. Με τους προαναφερόμενους λόγους αμφισβητείται η νομιμότητα της σχετικής εκκαθαριστικής πράξης των εξόδων εκτέλεσης και ειδικότερα αφενός αυτή προσβάλλεται ως αόριστη και αναιτιολόγητη (λόγος Β3), και αφετέρου αμφισβητείται ότι τα έξοδα έγιναν προς το συμφέρον όλων των δανειστών (λόγοι Β1γ και Β1δ). Συνεπώς, ανακύπτει ιδιωτική διαφορά μεταξύ του ανακόπτοντος, αναγγελθέντος δανειστή, και του επισπεύδοντος δανειστή, υπέρ του οποίου έγινε η προαφαίρεση των εν λόγω εξόδων, που είναι ο μόνος νομιμοποιούμενος παθητικά στη σχετική δίκη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε διαφορετικά και απέρριψε την ανακοπή κατά τους λόγους αυτούς ως ανομιμοποίητη παθητικά, επειδή όπως έκρινε, έπρεπε να απευθύνεται σε βάρος του οργάνου υπέρ του οποίου αφαιρέθηκαν τα έξοδα εκτέλεσης ή αναλογικά του πληρεξουσίου δικηγόρου του επισπεύδοντος, έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ο ερευνώμενος λόγος της έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος. Ακολούθως, γενομένης δεκτής της εφέσεως ως κατ’ουσίαν βάσιμης πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το προσβαλλόμενο κεφάλαιο της, και το Δικαστήριο τούτο, να κρατήσει και να δικάσει την ανακοπή κατά τους συγκεκριμένους λόγους της .
V. Από την εκτίμηση των νομίμως προσκομιζόμενων εγγράφων αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: με αίτηση της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….» εκδόθηκε σε βάρος των ……………η με αριθμό …../2019 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που διέτασσε την καταβολή, νομιμοτόκως, ποσού 725.259,61 ευρώ, για απαίτηση της σε βάρος τους, απορρέουσα από την με αριθμό ……/ 2007 σύμβαση στεγαστικού δανείου, καθώς και 824 ευρώ για δικαστική δαπάνη. Ακολούθως, με την από 20-5-2019 επιταγή προς πληρωμή, που συνετάγη κάτωθεν αντιγράφου πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής, οι τελευταίοι επιτάσσονταν στην καταβολή των ανωτέρω ποσών, πλέον ποσού 900 ευρώ για έξοδα σύνταξης της επιταγής και παραγγελίας προς επίδοση καθώς και 50 ευρώ για την επίδοση αυτής, νομιμοτόκως. Στη συνέχεια, η ως άνω δανείστρια κατάσχεσε αναγκαστικά με την υπ’ αριθμ. …../24.1.2020 κατασχετήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, …………. τα ειδικότερα περιγραφόμενα σε αυτήν έξι (6) ακίνητα, ήτοι πέντε κατοικίες, κάθετες ιδιοκτησίες, κείμενες στο Δήμο ….. Αττικής και εντός του εγκεκριμένου σχεδίου της πόλεως των Σπετσών, στο με αριθμό …. Οικοδομικό Τετράγωνο, της πλήρους και αποκλειστικής κυριότητας του οφειλέτη, ……….., και το 50% εξ αδιαιρέτου συγκυριότητάς αυτού σε ένα γήπεδο μετα των επ’ αυτού κτισμάτων, στη θέση «…..» στον δήμο Σπετσών, τα οποία στις 20.10.2021 εκτέθηκαν σε δημόσιο πλειστηριασμό. Εξ αυτών τελικώς εκπλειστηριάστηκε μόνον η υπό στοιχεία Κατοικία 3, κάθετη ιδιοκτησία, αντί πλειστηριάσματος, ποσού 62.301 ευρώ, ενώ για τα λοιπά πέντε ακίνητα δεν εμφανίστηκαν πλειοδότες (βλ. την υπ’ αριθμ. ……./20-10-2021 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού και κατακύρωσης της υπαλλήλου του πλειστηριασμού). Περαιτέρω, όπως αποδείχθηκε στη διαδικασία του πλειστηριασμού αναγγέλθησαν νόμιμα οι κάτωθι δανειστές: 1) το Περιφερειακό ΚΕΑΟ Πειραιά ως εκπρόσωπος του ΝΠΔΔ με την επωνυμία «ΕΦΚΑ», για φέρουσες γενικό προνόμιο απαιτήσεις του, ποσού 44.603,62 ευρώ και 9.812,12 ευρώ, 2) το εκκαλούν-ανακόπτον, Ελληνικό Δημόσιο, διά α) του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ Α’ Πειραιά, για προνομιακές απαιτήσεις, κατ’ άρθρο 5,6 και 61 ΚΕΔΕ συνολικού ποσού 2.306,57 ευρώ, και β) του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ Καλλιθέας ,για προνομιακές απαιτήσεις κατ’ άρθρο 5,6 και 61 ΚΕΔΕ, συνολικού ποσού 983 ευρώ, και 3) η εφεσίβλητη-καθής η ανακοπή, ως διαχειρίστρια τιτλοποιημένων απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……………..» α) για την προαναφερόμενη απαίτηση, για την οποία επισπεύστηκε η εκτέλεση, που εν τω μεταξύ μεταβιβάστηκε στην ως άνω αλλοδαπή εταιρία, συνολικού ποσού 866.255,29 ευρώ, μετα νομίμων τόκων μέχρι την εξόφληση, για την οποία έχει εγγραφεί πρώτη προσημείωση υποθήκης επί του εκπλειστηριασθέντος ακινήτου για το ποσό των 1.080.000 ευρώ, β) για απαίτηση ποσού 57.975,21 ευρώ, νομιμότοκα μέχρι πλήρους εξόφλησης , για την οποία έχει εκδοθεί η με αριθμό ……/2020 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, γ) για απαίτηση ποσού 479.875,80 ευρώ, νομιμότοκα μέχρι πλήρους εξόφλησης, για την οποία έχει εκδοθεί η με αριθμό …./2020 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δ) για απαίτηση ποσού 385.265,07 ευρώ, νομιμότοκα μέχρι πλήρους εξόφλησης, για την οποία έχει εκδοθεί η με αριθμό ……/2020 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ε) για απαίτηση ποσού 58.435,19 ευρώ, νομιμότοκα μέχρι πλήρους εξόφλησης, για την οποία έχει εκδοθεί η με αριθμό …../2020 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και στ) για απαίτηση ποσού 185.380,86 ευρώ, νομιμότοκα μέχρι πλήρους εξόφλησης, για την οποία έχει εκδοθεί η με αριθμό ……/2020 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Ακολούθως, επειδή το πλειστηρίασμα δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση της επισπεύδουσας και των αναγγελθέντων δανειστών, η ως άνω υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης δανειστών, στον οποίο, αφού αφαίρεσε τα έξοδα της εκτέλεσης συνολικού ποσού 10.056,39 ευρώ, κατέταξε: Α) προνομιακά, οριστικά και συμμέτρως στο 25% του διανεμητέου ποσού, ήτοι στο ποσό των 13.061,15 ευρώ: 1) το Περιφερειακό ΚΕΑΟ Πειραιά ως εκπρόσωπο του ΕΦΚΑ, για τα ποσά των 10.667,79 και 2346,75 ευρώ και 2) τη Δ.Ο.Υ Α’ Πειραιά, για το ποσό των 46,59 ευρώ, Β) προνομιακά και τυχαία στο 65% αυτού, ήτοι στο ποσόν των 33.985,99 ευρώ την ως άνω αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……………», εκπροσωπούμενη από τη διαχειρίστρια των απαιτήσεων αυτής εφεσίβλητη, ανώνυμη εταιρεία, για μέρος της αναγγελθείσας εμπραγμάτως ασφαλισμένης απαιτήσεως της, και Γ) συμμέτρως και τυχαία στο υπόλοιπο 10% του διανεμητέου ποσού, ήτοι στο ποσόν των 5.224,46 ευρώ: 1) την ως άνω αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία με την επωνυμία «…………», εκπροσωπούμενη από τη διαχειρίστρια των απαιτήσεων αυτής εφεσίβλητη-καθ΄ης, ανώνυμη εταιρεία, για τα ποσά των 285,87 ευρώ, 2.142,76 ευρώ, 1720,30 ευρώ, 260,92 ευρώ και 827,77 ευρώ., 2) την ΔΟΥ Καλλιθέας για το ποσό των 4,38 ευρώ και τη ΔΟΥ Α’ Πειραιώς για το ποσό των 9,42 ευρώ. Περαιτέρω, όπως αποδείχθηκε, η ως άνω υπάλληλος του πλειστηριασμού αφαίρεσε από το πλειστηρίασμα ως έξοδα της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, μεταξύ άλλων, και υπέρ της επισπεύδουσας :Α) Το συνολικό ποσό των 2.090 ευρώ για δικαιώματα του δικαστικού επιμελητή για επιβολή κατάσχεσης με κοινή -ενιαία έκθεση στα έξι ακίνητα του οφειλέτη. Β) Το ποσό των 505 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 24%, για αντιγραφικά δικαιώματα 9 αντιγράφων του με αριθμό 605/2020 αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης, ήτοι 225 ευρώ (5 φύλλα χ 5 ευρώ χ 9), πλέον 35 ευρώ για επίδοση αυτών σε οκτώ αποδέκτες, και συγκεκριμένα στους: ΔΟΥ Χολαργού, ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ, Α’ ΔΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ, ΕΦΚΑ ΚΕΑΟ Περιφερειακό Πειραιώς, ΕΦΚΑ, ΟΛΠ, Τελωνειακή Περιφέρεια Αττικής και ΕΦΚΑ Β ΚΕΑΟ Περιφερειακό Πειραιώς. Και Γ) το ποσό των 950 ευρώ για έξοδα απογράφου ,αντιγράφων, σύνταξη, και επίδοση επιταγής επι απογράφου εκτελεστού της προαναφερόμενης διαταγής πληρωμής (εκτελεστού τίτλου επι του οποίου στηρίχθηκε η αναγκαστική εκτέλεση). Το εκκαλούν-ανακόπτον με τον υπο στοιχ. Β1γ λόγο της ανακοπής του διατείνεται ότι τα έξοδα που αφορούν στην κατάσχεση των πέντε ακινήτων, που δεν εκπλειστηριάστηκαν τελικώς, δεν αποτελούν αναγκαίες δαπάνες για την διεξαγωγή όλης της εκτελεστικής διαδικασίας, και συνεπώς δεν έπρεπε να προαφαιρεθούν από το πλειστηρίασμα. Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος και πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος. Ειδικότερα, προαφαιρούμενο έξοδο εν προκειμένω τυγχάνει μόνον το ποσό των 330 ευρώ, που αφορά στο τελικώς εκπλειστηριασθέν ακίνητο (κατοικία αρ.3), σύμφωνα με τον σχετικό πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων που ο δικαστικός επιμελητής κατέθεσε νόμιμα στην υπάλληλο του πλειστηριασμού. Εκ του υπολοίπου ποσού, ποσό 1.430 ευρώ (κατά τα αιτούμενα με την ανακοπή), πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ 24%, ποσού 343,20 ευρω, ήτοι συνολικά 1773,20 ευρώ, πρέπει να αποδεσμευτεί ώστε να καταταγεί σε αυτό το Ελληνικό Δημόσιο, κατά τα ειδικότερα κατωτέρω αναφερόμενα. Περαιτέρω, αυτό με το υπο στοιχ. Β1δ λόγο της ανακοπής του ισχυρίζεται, ότι επειδή σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 995 παρ.4 ΚΠολΔ, το απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης επιδίδεται μόνον στον τρίτο κύριο ή νομέα και τους ενυπόθηκους δανειστές, εσφαλμένως προαφαιρέθησαν τα έξοδα για δικαιώματα του δικαστικού επιμελητή, σχετικώς με την έκδοση και επίδοση αντιγράφων του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης και σε ετερα πρόσωπα. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης, προαφαιρέθησαν ως έξοδα του δικαστικού επιμελητή, σύμφωνα με τον ως άνω πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του, μεταξύ άλλων, και το συνολικό ποσό των 225 ευρώ για αντιγραφικά δικαιώματα εννέα αντιγράφων του με αριθμό …../2020 αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης, καθώς και το συνολικό ποσό των 280 ευρώ, για την επίδοση του σε οκτώ αποδέκτες, ήτοι στην ΔΟΥ Χολαργού (Α’ ζώνη), ΑλΦΑ Τράπεζα ΑΕ, ΔΟΥ Α Πειραιά, ΕΦΚΑ ΚΕΑΟ περιφερειακό Πειραιώς (Α ζώνη), ΕΦΚΑ(Αθήνα, Α’ ζώνη), ΟΛΠ, Τελωνειακή Περιφέρεια Αττικής, (Πειραιάς , Α’ ζώνη) και ΕΦΚΑ Β ΚΕΑΟ Περιφερειακό Αθηνών (Α ζώνη). Εκ των ανωτέρω νομίμως επιδόθηκαν αντίγραφα του εν λόγω αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης στην Α’ ΔΟΥ Πειραιά και την ΔΟΥ Χολαργού, ήτοι στις ΔΟΥ του τόπου ασκήσεως επαγγέλματος και κατοικίας αντίστοιχα του οφειλέτη, το Τελωνείο Πειραιώς (τελωνείο τόπου εκτέλεσης), (βάσει των διατάξεων των άρθρων 995 παρ.4 ΚΠολΔ, 54 ΚΕΔΕ (ν.δ/γμα 356/1974, ως ίσχυε κατά τον χρόνο του πλειστηριασμού) και το ΚΕΑΟ Περιφερειακό Πειραιώς και Αθηνών, (άρθρα 27 παρ. 2 δ α.ν 1846/ 1951 όπως προστέθηκε με διάταξη άρθρου 18 ν. 1469/1984 σε συνδ. με άρθρο 51, 51Α, 53 ν. 4387/ 2016, πρβλ.ΑΠ 1694/2001), καθώς και στην προσημειούχο δανείστρια ΑΛΦΑ Τράπεζα, ενώ οι επιδόσεις σε ΟΛΠ και ΕΦΚΑ, δεν εξυπηρετούν το συμφέρον όλων των δανειστών και δεν συνιστούν έξοδα εκτέλεσης, και κακώς προαφαιρέθησαν ως τέτοια (ειδικώς για την υποχρέωση επίδοσης περίληψης κατασχετήριας έκθεσης και προγράμματος πλειστηριασμού στον ΟΛΠ, που προβλεπόταν στην διάταξη του άρθρου 19.3 του Κανονισμού Οικονομικής Διαχείρισης του, αυτή πλέον δεν υφίσταται, μετά την κύρωση της από 24-6-2016 σύμβασης παραχώρησης μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και του ¨…………» , που τον κατήργησε. Συνεπώς ο σχετικός λόγος ανακοπής τυγχάνει εν μέρει βάσιμος κατ’ ουσίαν, και δη για το ποσό των 148,80 ευρώ (25 ευρώ αντιγραφικά δικαιώματα χ 2 =50 ευρώ, 35 ευρώ έξοδα επίδοσης χ 2=70 ευρώ, πλέον νόμιμου ΦΠΑ 24%). Τέλος, με τον υπο στοιχ. Β3 λόγο της ανακοπής το εκκαλούν-ανακόπτον διατείνεται, ότι η προαφαίρεση του συνολικού ποσό των 950 ευρώ ως έξοδα και αμοιβή του πληρεξούσιου δικηγόρου της επισπεύδουσας, για έξοδα απογράφου ,αντιγράφων, σύνταξη, επίδοση επιταγής της προαναφερόμενης διαταγής πληρωμής, τυγχάνει αόριστη, καθόσον δεν εξειδικεύονται τα ειδικότερα κονδύλια. Από τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης προκύπτει, ότι προαφαιρέθηκαν, ως ανήκοντα στην επισπεύδουσα για τον πληρεξούσιο αυτής δικηγόρο, έξοδα απογράφου, αντιγράφων, σύνταξη και επίδοση επιταγής, δυνάμει της οποίας επισπεύσθηκε ο πλειστηριασμός, ποσού 950 ευρώ, όπως αυτό προκύπτει απο την επιδοθείσα στον οφειλέτη -καθού ο πλειστηριασμός επιταγή προς πληρωμή. Πράγματι, όπως προαναφέρθηκε, με την τελευταία επιτάσσεται ο καθού η εκτέλεση να καταβάλει πέραν των άλλων, και το ποσό των 900 ευρώ για σύνταξη της επιταγής και της παραγγελίας προς τον δικαστικό επιμελητή και 50 ευρώ για επίδοση της. Συνεπώς, το προσβαλλόμενο κονδύλιο των προαφαιρούμενων 950 ευρώ, εξειδικεύεται επαρκώς, στην εν λόγω επιταγή προς πληρωμή, το περιεχόμενο της οποίας ομοίως αναφέρεται στην προαναφερόμενη έκθεση κατάσχεσης, αλλά και στην υπ’αρίθμ. ……/2022 πρόσκληση δανειστών της ως άνω συμβολαιογράφου -υπαλλήλου του πλειστηριασμού, που επιδόθηκε νόμιμα στο εκκαλούν-ανακόπτον, που εκ του λόγου αυτού δύναται να ελέγξει τη νομιμότητα του. Κατά συνέπεια ο σχετικός λόγος της ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Μετα ταύτα, γενομένης μερικώς δεκτής της ανακοπής ως ουσιαστικά βάσιμης κατά τους ανωτέρω λόγους της, πρέπει να μεταρρυθμισθεί ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης, να αποδεσμευτούν τα ποσά των 1.773,20 ευρώ και 148,80 ευρώ, ήτοι συνολικώς 1922 ευρώ, και να καταταγεί σε αυτό το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο, οριστικά προνομιακά και συμμέτρως δια των προϊσταμένων των ΔΟΥ Καλλιθέας και Α΄ ΔΟΥ Πειραιώς. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος-ανακόπτοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εφεσίβλητης-καθής η ανακοπή λόγω της ήττας της (άρθρα 183, 176, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), μειωμένα, όμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 παρ.1 του ν. 3693/1957, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει την έφεση παρόντων των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και στην ουσία της την έφεση κατά της με αριθμό 2631/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία περιουσιακών διαφορών).
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ τη με αριθμό με αριθμό 2631/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά το σκέλος της που απέρριψε τους με στοιχείο Β1γ, Β1δ και Β3 λόγους της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………../ 2022 ανακοπής.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και ΔΙΚΑΖΕΙ την με αριθμό καταθέσεως ………../ 2022 ανακοπή ως προς τους με στοιχείο Β1γ και , Β1δ και Β3 λόγους της .
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ο,τι κρίθηκε απορριπτέο.
ΔΕΧΕΤΑΙ μερικώς την ανακοπή.
ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΖΕΙ τον υπ’αρίθμ. …./16-3-2022 πίνακα κατάταξης δανειστών της συμβολαιογράφου Αθηνών, ………….., πλέον της μεταρρύθμισης που επήλθε σε αυτόν με την εκκαλούμενη απόφαση.
ΑΠΟΔΕΣΜΕΥΕΙ το ποσό των χιλίων εννιακοσίων είκοσι δύο (1.922) ευρώ από το ποσό των εξόδων που προαφαίρεσε από το πλειστηρίασμα η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος, και κατατάσσει σ`αυτό το ανακόπτον, πέραν του ποσού για το οποίο έχει ήδη καταταχθεί, προνομιακά και οριστικά δια των προϊσταμένων ΔΟΥ Καλλιθέας και Α’ ΔΟΥ Πειραιώς, σε μερική και σύμμετρη ικανοποίηση των αναγγελθεισών απαιτήσεών του.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος – ανακόπτοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας σε βάρος της εφεσίβλητου -καθής η ανακοπή, και τα ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 24 Μαρτίου 2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ