Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 595/2018

ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός Απόφασης:  595/2018

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη και Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη – Εισηγήτρια, που όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 524 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 1 άρθρο 3 του Ν. 4335/2015 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 87/23.7.2015, με έναρξη ισχύος 1.1.2016 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 Ν. 4335/2015-) και 528 Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, προκύπτει ότι, ενώπιον των δευτεροβαθμίων δικαστηρίων, η προφορική συζήτηση είναι υποχρεωτική μόνον στην περίπτωση κατά την οποία η έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε από το διάδικο που δικάστηκε στον πρώτο βαθμό σαν να ήταν παρών. Στην περίπτωση αυτή, με την τυπική παραδοχή της εφέσεως, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο της καταργηθείσης αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, εξαφανίζεται η πρωτόδικη απόφαση, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, χωρίς να απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της εφέσεως και αναδικάζεται η υπόθεση από το εφετείο, η συζήτηση ενώπιον του οποίου γίνεται πλέον προφορικώς (ΑΠ 11/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 476/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1572/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1906/2008 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 27/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 1232016 Δημ. Νόμος). Στην περίπτωση αυτή, που είναι υποχρεωτική η προφορική  συζήτηση ενώπιον του εφετείου, δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. και δεν είναι επιτρεπτή η παράσταση κατά τη συζήτηση με κοινή δήλωση των διαδίκων, που υπογράφεται από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους με δήλωση του ενός ή ορισμένων μόνον πληρεξουσίων, ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση. Η ως άνω απαγόρευση της παραστάσεως με δήλωση πληρεξουσίου δικηγόρου ισχύει όχι μόνον για το διάδικο, ο οποίος δικάστηκε στον πρώτο βαθμό σαν να ήταν παρών, αλλά και για τον αντίδικό του, ο οποίος είχε παραστεί κανονικά, γιατί διαφορετικά προφορική συζήτηση δε νοείται, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα εκατέρωθεν ακροάσεως και κατ’ αντιδικία συζητήσεως της υποθέσεως, για να εξασφαλίζεται η αρχή της δίκαιης δίκης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (ΑΠ 11/2016 Δημ. Νόμος, Α.Π. 251/2009, 866/2008, ΕφΠειρ 27/2016  ό.π., ΤρΕφΕυβοίας 26/2016 Δημ. Νόμος). Σε τέτοια περίπτωση, αν ο διάδικος παραστεί με δή­λωση, θεωρείται ως μη νομίμως παριστάμενος και δικάζε­ται ερήμην και ως εκ τούτου, σύμφωνα με όσα αναφέρονται παραπάνω, οι προτάσεις του και οι σε αυτές περιεχόμενοι αυτοτελείς ισχυρισμοί, καθώς και τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, δεν λαμβάνονται υπόψη (ΑΠ 93/2013, ΑΠ 251/2009, ΤρΕφΕυβοίας 26/2016 ό.π.). Ειδικότερα, προκειμένης εφέσεως κατά το άρθρο 528 ΚΠολΔ, κατ’ αποφάσεως Πολυμελούς Πρωτοδικείου, εάν ο εφεσίβλητος καταθέσει εκπροθέσμως τις προτάσεις του ή δεν παραστεί κατά την εκφώνηση της εφέσεως, έχο­ντας υποβάλλει σχετική δήλωση, κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, αυτός δεν λαμβάνει κανονικά μέρος στη συζή­τηση της εφέσεως, θεωρείται δικονομικά απών και συνε­πώς δικάζεται ερήμην, πλην όμως η διαδικασία χωρεί σαν να ήταν παρών, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 4 του ΚΠολΔ, εφόσον βεβαίως έχει προηγηθεί έρευνα της νομότυπης κλητεύσεώς του, κατ’ άρθρο 271 παρ. 1 σε συνδ. προς 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ (ΑΠ 2150/2014 Δημ. Νόμος, ΤρΕφΕυβοίας 26/2016 ό.π.). Εξάλλου, αν η απόφαση εκδόθηκε κατ` εσφαλμένη διαδικασία, το ένδικο μέσο είναι παραδεκτό, εφόσον επιτρέπεται είτε βάσει της διαδικασίας που εφαρμόσθηκε, είτε βάσει αυτής που έπρεπε να εφαρμοσθεί (ΟλΑΠ 5/1985 Δημ. Νόμος, ΑΠ 52/2009 Δημ. Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα άσκησε εναντίον της εφεσίβλητης την από 16-8-2016 και με Γεν. Αριθμό Κατάθ. ……… και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……. αγωγή της, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δικάζοντας, στις 03/02/2017, κατά την τακτική διαδικασία, με τη με αριθμ. 1662/07-04-2017 οριστική απόφασή του, απέρριψε ως ουσία αβάσιμη την αγωγή, λόγω της ερημοδικίας της ενάγουσας, συνεπεία της μη εμπρόθεσμης κατάθεσης των προτάσεών της. Εναντίον της ως άνω αποφάσεως η ενάγουσα, ως ηττηθείσα διάδικος, άσκησε νόμιμα και εμπρόθεσμα την υπό κρίση από 02/05/2017 έφεσή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …… και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …., αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό κατάθεσης Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …. και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …… και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, καθόσον, από τα έγγραφα της δικο­γραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ενώ από τη δημοσίευσή της (07/04/2017) μέχρι την κατάθεση της κρινόμενης εφέσεως στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (στις 02/05/2017) δεν παρήλθε διετία (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 499, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, όπως η τελευταία διάταξη αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, Φ.Ε.Κ. Α΄ 87/23.7.2015 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015- και 520, 522, 524 παρ. 1, 2 και 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Κατά την εκφώνηση, όμως, της υπόθεσης από το οικείο πινάκιο, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, οι διάδικοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους Δικηγόρους τους, εκ των οποίων ο μεν πληρεξούσιος Δικηγόρος της εκκαλούσας, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, η δε πληρεξούσια Δικηγόρος της εφεσίβλητης παραστάθηκε με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, όπως σημειώνεται ανωτέρω και ανέπτυξε τις απόψεις της εφεσίβλητης με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε. Ενόψει, όμως, της ερημοδικίας της ενάγουσας στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, η εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη όφειλε, για να θεωρηθεί προσηκόντως παρισταμένη στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, κατά τον οποίο είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση της υποθέσεως, να εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο και όχι να παραστεί η πληρεξούσια Δικηγόρος της με δήλωση αυτής, κατά το άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.. Συνεπώς, εφόσον η εφεσίβλητη κλήθηκε μεν νόμιμα και εμπρόθεσμα να εμφανιστεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την ενάγουσα με αριθμ. …… έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ……., πλην, όμως, δεν μετέχει κανονικά στη συζήτηση της έφεσης, πρέπει να δικαστεί ερήμην, να προχωρήσει δε η συ­ζήτηση της υποθέσεως σαν να ήταν και αυτή παρούσα, κατ’ άρ­θρο 524 παρ. 4 ΚΠολΔ. Κατόπιν, σύμφωνα με τα ανωτέρω, εφόσον κατατέθηκε από την εκκαλούσα στο δημόσιο ταμείο το παράβολο ύψους 150 ευρώ (βλ. άρθρο 495 § 3 Κ.Πολ.Δ., όπως η § 3 ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 –ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015-, με έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του Ν. 4335/2015- και όπως το α΄ εδ. της παρ. 3 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016, ΦΕΚ Α΄, 240/22.12.2016 –έναρξη ισχύος ένας μήνας από τη δημοσίευση – άρθρο 45 του Ν. 4446/2016), πρέπει η έφεση να γίνει τυ­πικά και ουσιαστικά δεκτή και η εκκαλούμενη απόφαση να εξαφανισθεί, μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση, ήτοι στο σύνολό της. Περαιτέρω, πρέπει να διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο και να δικασθεί η υπόθεση από την αρχή, αυτεπαγγέλτως, χάριν της αρχής της οικονομίας της δίκης, κατά την προσήκουσα, όμως, ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, βάσει των άρθρων 614 επ. ΚΠολΔ, εφόσον αφορά διαφορά σχετική με τη χορήγηση πιστοποιητικού εργασίας, κατ’ άρθρο 678 Α.Κ. (βλ. άρθρα 46, 47, 591 παρ. 6 ΚΠολΔ, Β. Βαθρακοκοίλη, Ερμ. Α.Κ. άρθρο 678 Α.Κ., ΑΠ 369/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1742/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1012/2007 Δημ. Νόμος, ΣτΕ 1964/2016 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΛαρ 529/2014 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΛαρ 439/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 428/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 440/2013 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 1504/2010 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 2324/2009 Δημ. Νόμος) και να ερευνηθεί η ένδικη αγωγή ως προς το παραδεκτό, νόμω και ου­σία βάσιμο αυτής (άρθρο 533 παρ. 1 και 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ).

Σύμφωνα με το άρθρο 678 Α.Κ., “κατά τη λήξη της σύμβασης, ο εργαζόμενος μπορεί να απαιτήσει από τον εργοδότη πιστοποιητικό για το είδος και τη διάρκεια της εργασίας του”. Από τη διάταξη αυτή, η οποία έχει τεθεί προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων του με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου εργαζομένου, προκειμένου, στη συνέχεια, ήτοι μετά τη λήξη, με οποιονδήποτε τρόπο, της εργασιακής του σχέσης, να διευκολυνθεί στην ανεύρεση εργασίας αλλού και, γενικά να σταδιοδρομήσει επαγγελματικά, σε συνδυασμό με τη διατρέχουσα το εργατικό δίκαιο αρχή της εύνοιας προς τον εργαζόμενο, προκύπτει ότι η γένεση της υποχρεώσεως αυτής του εργοδότη, προς παροχή πιστοποιητικού εργασίας, δεν εξαρτάται από το κύρος της εργασιακής συμβάσεως. Επομένως, και σε περίπτωση άκυρης συμβάσεως (όταν, π.χ. δεν έχει εφοδιασθεί ο εργαζόμενος με βιβλιάριο υγείας ή δεν έχουν τηρηθεί οι νόμιμες διατυπώσεις πρόσληψης κ.λπ.), υπάρχει τέτοια υποχρέωση του εργοδότη και, εάν αυτός αρνείται, ο εργαζόμενος, δικαιούται να προσφύγει δικαστικώς και να ζητήσει την παροχή πιστοποιητικού εργασίας. Το “είδος” εξάλλου, της εργασίας, που αναφέρεται στο νόμο, για το οποίο ο εργοδότης υποχρεούται να παράσχει βεβαίωση, δεν αναφέρεται στο νομικό προσδιορισμό της εργασιακής σχέσης, αλλά στο αντικείμενο της εργασίας, την οποία ο εργαζόμενος παρείχε. Συνεπώς, για την επίκληση εφαρμογής της ως άνω διατάξεως του άρθρου 678 Α.Κ., αρκεί η ύπαρξη πραγματικής σχέσης εργασίας. Αντίθετη άποψη, θα αδικούσε τον εργαζόμενο, καθώς ο εργοδότης, που κατήρτισε την άκυρη σύμβαση και οπωσδήποτε ωφελήθηκε από την εργασία του μισθωτού, στερεί έτσι τον εργαζόμενο από τη δυνατότητα να αποδείξει στο νέο εργοδότη την προϋπηρεσία του και την εμπειρία, που απέκτησε, εξαιτίας της ενασχόλησής του στον κλάδο, στον οποίο απασχολείται (ΑΠ 667/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΠατρ 490/2010 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΛαρ 631/2006 ΤΝΠΔΣΑθ). Η διαφορά που προκύπτει από την παράβαση της ανωτέρω διάταξης υπάγεται στη διαδικασία των εργατικών διαφορών και η απόφαση που εκδίδεται, εφόσον δέχεται τη σχετική αγωγή, ενέχει καταδίκη του εργοδότη σε δήλωση βουλήσεως. Από την τελεσιδικία της ανωτέρω απόφασης θεωρείται ότι εκδόθηκε το πιστοποιητικό, το περιεχόμενο του οποίου ταυτίζεται με το διατακτικό της (ΕφΠειρ 987/1995 ΔΕΝ 1997.1197). Ο εργοδότης έχει υποχρέωση να μεριμνά για την προστασία του προσώπου του μισθωτού σύμφωνα με τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις. Η υποχρέωση αυτή πρόνοιας δικαιολογείται από το γεγονός ότι η σχέση εργασίας έχει όχι μόνο ενοχικό αλλά και προσωπικό χαρακτήρα. Η υποχρέωση αυτή πηγάζει κυρίως από τις διατάξεις των άρθρων 57, 660, 662 και 663 ΑΚ (Β. Βαθρακοκοίλη, Ερμ. Α.Κ. άρθρο 678 Α.Κ., Αγαλόπουλος, Εργ. Δίκ., σελ. 181, Καλομοίρης, Βασικές έννοιες, αρ. 419). Περαιτέρω, οι όροι και οι προϋποθέσεις για την ίδρυση και λειτουργία των ιδιωτικών κλινικών, καθώς και τα σχετιζόμενα με το προσωπικό και τον εξοπλισμό αυτών θέματα, ρυθμίσθηκαν, κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 11 του νδ της 18/27.10.1925 (Α΄ 322) και του άρθρου 3 του Α.Ν. της 19/20.11.1935 (Α΄ 570), με το β.δ. 451/1962 (Α΄ 108), το οποίο τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το β.δ. 521/1963 (Α΄ 145). Με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 7 του ν. 1397/1983 «Εθνικό σύστημα υγείας» (Α΄ 143) απαγορεύθηκε εφεξής η ίδρυση, η επέκταση σε δύναμη κλινών και η μετατροπή ιδιωτικών κλινικών κατά αντικείμενο ή νομική μορφή, οι λειτουργούσες δε μέχρι τότε ιδιωτικές κλινικές εξακολούθησαν να διέπονται από τα ανωτέρω β.δ/τα 451/1962 και 521/1963. Στη συνέχεια, όμως, με τη διάταξη του άρθρου 53 παρ. 1 του ν. 1892/1990 (Α΄ 101) επετράπη εφεξής η ίδρυση, η επέκταση σε δύναμη κλινών και η μετατροπή ιδιωτικών κλινικών κατά αντικείμενο ή νομική μορφή, στη δε διάταξη της παρ. 2 του ανωτέρω άρθρου ορίσθηκε ότι: «Οι προϋποθέσεις, οι όροι, η διαδικασία και κάθε σχετική λεπτομέρεια για την ίδρυση, λειτουργία και μεταβίβαση των ιδιωτικών κλινικών καθορίζονται με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται σε προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, ύστερα από πρόταση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων», ενώ στη διάταξη της παρ. 4 του ίδιου ως άνω άρθρου ορίσθηκε ότι: «Οι ιδιωτικές κλινικές που ήδη λειτουργούν υποχρεούνται να προσαρμοσθούν στις διατάξεις των προεδρικών διαταγμάτων και των υπουργικών αποφάσεων που θα εκδοθούν εντός προθεσμίας ενός έτους από τη δημοσίευσή τους, της προθεσμίας αυτής δυναμένης να παραταθεί επί ένα εισέτι έτος, με απόφαση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων». Κατ’ επίκληση της ανωτέρω εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 53 παρ. 2 του ν. 1892/1990 (βλ. και το άρθρο 18 του ν. 1963/1991 –Α΄ 138– με το οποίο παρετάθη μέχρι την 31.12.1991 η προβλεπόμενη από τη διάταξη αυτή προθεσμία) εκδόθηκε το π.δ. 247/1991 «Όροι, προϋποθέσεις και διαδικασία για την ίδρυση, λειτουργία και μεταβίβαση Ιδιωτικών Κλινικών» (Α΄ 93), το οποίο συμπληρώθηκε με το π.δ. 517/1991 (Α΄ 202). Περαιτέρω, με το άρθρο 11 του ν. 2194/1994 (Α΄ 34), η προβλεπομένη από τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 53 του ν. 1892/1990 προθεσμία προσαρμογής των «παλαιών» ιδιωτικών κλινικών που λειτουργούσαν κατά τη δημοσίευση των π.δ/των 247/1991 και 517/1991 παρετάθη μέχρι την 31.12.1994. Με το άρθρο 8 παρ. 1 και 2 του ν. 2345/1995 (Α΄ 213) αντικαταστάθηκαν δε, αντιστοίχως, οι παρ. 2 και 4 του άρθρου 53 του ν. 1892/1990 ως εξής: «2. Οι προϋποθέσεις, οι όροι, η διαδικασία και κάθε σχετική λεπτομέρεια για την ίδρυση, λειτουργία και μεταβίβαση των ιδιωτικών κλινικών καθορίζονται με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας. 3. … 4. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας, ορίζονται ειδικές ρυθμίσεις για τον εκσυγχρονισμό των ιδιωτικών κλινικών που λειτουργούσαν κατά τη δημοσίευση των π.δ/των 247/1991 και 517/1991… Ειδικότερα, καθορίζονται οι όροι και προϋποθέσεις, καθώς και κάθε είδους θέματα που αφορούν τη λειτουργία και τον εκσυγχρονισμό των παραπάνω ιδιωτικών κλινικών, τον εξοπλισμό και το αναγκαίο προσωπικό τους, οι δυνατότητες μετατροπής ή επέκτασης του αντικειμένου τους και οι σχετικές προϋποθέσεις, ο χρόνος προσαρμογής τους στις νέες ρυθμίσεις και οι σχετικές ποινές, σε περίπτωση μη προσαρμογής, καθώς και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια…». Κατ’ επίκληση των ανωτέρω εξουσιοδοτικών διατάξεων εκδόθηκε το πδ 235/2000 «Ειδικές ρυθμίσεις για τον εκσυγχρονισμό και τη λειτουργία των ιδιωτικών κλινικών που υπάγονται στις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 8 του ν. 2345/1999…» (Α΄ 199), στο άρθρο 1 του οποίου ορίζεται ότι: «1. Οι Ιδιωτικές Κλινικές, οι οποίες λειτουργούσαν πριν από την έναρξη ισχύος των Π.Δ. 247/91… και 517/91… υποχρεούνται, για να συνεχίσουν να λειτουργούν, να προσαρμοστούν στις διατάξεις του παρόντος, με σκοπό την καλή λειτουργία τους και την κάλυψη των αναγκών νοσηλείας. 2. …». Στο άρθρο 19 του ανωτέρω π.δ/τος ορίζεται ότι: «1. Οι Ιδιωτικές Κλινικές του παρόντος, πρέπει να πληρούν τις προδιαγραφές του συνημμένου Παραρτήματος, που αναφέρονται στο γενικό λειτουργικό πλαίσιο, τους απαιτούμενους χώρους, τον ιατροτεχνολογικό εξοπλισμό και τη σύνθεση του προσωπικού. 2. Οι Ιδιωτικές Κλινικές, που υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος Π.Δ., οφείλουν να προσαρμοστούν στις προβλεπόμενες από αυτό και το συνημμένο σε αυτό Παράρτημα ρυθμίσεις, εντός αποκλειστικής προθεσμίας 6 μηνών, για τα θέματα σύνθεσης του αναγκαίου προσωπικού και 18 μηνών για τον εξοπλισμό και τα λοιπά τεχνικά θέματα, από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, διαφορετικά αίρεται αυτοδίκαια η υπάρχουσα άδεια λειτουργίας…». Η προβλεπόμενη από την ως άνω διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 19 προθεσμία παρετάθη τελικώς μέχρι την 31.12.2010 (βλ. άρθρο 26 ν. 3846/2010 (Α΄ 66).  Περαιτέρω, το άρθρο 13 του ανωτέρω π.δ/τος 235/2000 ορίζει τα εξής: «1. Την επιστημονική ευθύνη της Ιδιωτικής Κλινικής έχει ο Επιστημονικός Δ/ντής, ο οποίος ορίζεται από τον Διοικητικό Δ/ντή της Ιδιωτικής Κλινικής. 2. Την επιστημονική ευθύνη κάθε Τμήματος και Εργαστηρίου έχει ειδικευμένος γιατρός αντίστοιχης ειδικότητας, ο οποίος ορίζεται από τον Διοικητικό Δ/ντή της Κλινικής… 3. Με απόφαση του Διοικητικού Δ/ντή της Κλινικής, είναι δυνατό να ορίζεται ως Επιστημονικός Δ/ντής και ένας εκ των Επιστημονικών Υπευθύνων των Τμημάτων και Εργαστηρίων της Κλινικής. 4. … 5. Με την Προεδρία του Επιστημονικού Δ/ντή της Κλινικής, όλοι οι Επιστημονικοί Υπεύθυνοι Ιατροί της Κλινικής αποτελούν Επιστημονική Επιτροπή (Ν. 1397/83, άρθρ. 12…), Ο οριζόμενος Επιστημονικός Διευθυντής της Κλινικής και οι Επιστημονικοί Υπεύθυνοι των Τμημάτων και Εργαστηρίων απαλλάσσονται από τα καθήκοντά τους, είτε με αίτησή τους, η οποία υποβάλλεται εξήντα (60) μέρες τουλάχιστον πριν από τη δηλούμενη από αυτούς ημερομηνία αποχώρησής τους από την Ιδιωτική Κλινική, είτε μετά από καταγγελία της σύμβασης εργασίας τους, κατά τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις εργατικού δικαίου και τις σχετικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Σε κάθε περίπτωση αντικατάστασης του Επιστημονικού Διευθυντή της Κλινικής ή των Επιστημονικών Υπευθύνων των Τμημάτων και Εργαστηρίων της Κλινικής, ο Διοικητικός Διευθυντής της Κλινικής είναι υποχρεωμένος να γνωστοποιεί αυτήν αμέσως στην Αρχή που εκδίδει την άδεια λειτουργίας, υποβάλλοντας ταυτόχρονα και τα σχετικά δικαιολογητικά στοιχεία, που αφορούν στον νέο Επιστημονικό Διευθυντή ή Υπεύθυνο για την έκδοση της σχετικής απόφασης. Η αντικατάσταση κοινοποιείται και στον αρμόδιο κατά τόπο Ιατρικό Σύλλογο. Σε περίπτωση μη αντικατάστασης, διακόπτεται η λειτουργία του τμήματος». Ακολούθως, στο άρθρο 14 του ίδιου ως άνω π.δ/τος 235/2000, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 του προσβαλλομένου π.δ/τος 198/2007, ορίζεται ότι: «Σχετικά με τις υποχρεώσεις του Επιστημονικού Διευθυντή των Ιδιωτικών Κλινικών και των Επιστημονικών Υπευθύνων των Τμημάτων και των Μονάδων… εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 26, 27, 28, 29, 30 και 31 του π.δ. 247/91…». Στο άρθρο 26 του προεδρικού διατάγματος 247/1991, ορίζεται ότι «1. Κάθε Επιστημονικός Διευθυντής Κλινικής, Τμήματος ή Εργαστηρίου της: α) Είναι υπεύθυνος για τη διάγνωση και θεραπεία κατά τους κανόνες της επιστήμης των νοσηλευομένων ασθενών που υπάγονται στη δικαιοδοσία τους. β) Κατανέμει την εργασία στο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό που υπάγεται στη δικαιοδοσία του, συντονίζει τα της θεραπείας των ασθενών και κανονίζει την εν γένει φαρμακευτική και διαιτητική αγωγή. γ) Είναι υπεύθυνος για την ορθή σύνταξη και κανονική τήρηση των ιατρικών στοιχείων και φακέλων των ασθενών, καθώς και για την πληρότητά τους… 2. Κάθε Επιστημονικός Διευθυντής Εργαστηρίου: α) Είναι υπεύθυνος για την έρευνα και διάγνωση για τις παθήσεις των παραπεμπομένων εσωτερικών ασθενών κατά τους κανόνες της επιστήμης. β) Είναι υπεύθυνος για την πλήρη και κανονική τήρηση του βιβλίου εργαστηριακών ευρημάτων…». Με την εξουσιοδοτική δε διάταξη του άρθρου 8 παρ. 2 του ν. 2345/1995 καθορίζονται ειδικώς τα θέματα που δύνανται να ρυθμισθούν με την έκδοση του προβλεπομένου από αυτήν προεδρικού διατάγματος. Ειδικότερα, με την εξουσιοδοτική αυτή διάταξη παρέχεται η αρμοδιότητα να καθορισθούν οι όροι και προϋποθέσεις, καθώς και τα θέματα που αφορούν στη λειτουργία των κλινικών, που λειτουργούσαν κατά την έκδοση των π.δ/των 247/1991 και 517/1991 («παλαιών κλινικών») τον εξοπλισμό τους, το προσωπικό τους, τις δυνατότητες μετατροπής ή επέκτασης του αντικειμένου τους, το χρόνο προσαρμογής τους στις νέες ρυθμίσεις και τις επιβλητέες ποινές σε περίπτωση μη προσαρμογής τους στις ρυθμίσεις αυτές. Με το περιεχόμενο αυτό, η εν λόγω εξουσιοδοτική διάταξη είναι, σύμφωνα με το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος, ειδική και ορισμένη, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 13 παρ. 6 του π.δ/τος 235/2000, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με τη διάταξη του άρθρου 6 του π.δ/τος 198/2007, προβλέπεται ότι οι Επιστημονικοί Διευθυντές και οι Επιστημονικοί Υπεύθυνοι των Τμημάτων και Εργαστηρίων των ανωτέρω ιδιωτικών κλινικών απαλλάσσονται από τα καθήκοντά τους και μετά από καταγγελία της σύμβασης εργασίας τους κατά τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις του εργατικού δικαίου και τις σχετικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι η εργασιακή σχέση που συνδέει τους Επιστημονικούς Διευθυντές και τους Επιστημονικούς Υπεύθυνους των Τμημάτων και Εργαστηρίων με τις προαναφερθείσες ιδιωτικές κλινικές αποτελεί σχέση εξαρτημένης εργασίας, αποκλειομένης της σύναψης άλλων μορφών συμβάσεων μεταξύ των ανωτέρω προσώπων και των ιδιωτικών κλινικών, όπως είναι η σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών. Η ανωτέρω ρύθμιση ευρίσκει έρεισμα στη διάταξη του άρθρου 53 παρ. 4 του ν. 1892/1990, όπως αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 2 του ν. 2345/1995, με την οποία εξουσιοδοτείται η Διοίκηση, όπως διά προεδρικού διατάγματος, εκδιδομένου με πρόταση του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας, ρυθμίσει, μεταξύ άλλων, και τα θέματα που αφορούν στο προσωπικό των ιδιωτικών κλινικών, που λειτουργούσαν κατά την έναρξη ισχύος των π.δ/των 247/1991 και 517/1991, στα οποία βεβαίως περιλαμβάνεται και ο καθορισμός της εργασιακής σχέσης, που συνδέει το ιατρικό προσωπικό και δη τους επιστημονικούς διευθυντές και τους επιστημονικούς υπεύθυνους των τμημάτων και εργαστηρίων με τις εν λόγω κλινικές. Η συνταγματική προστασία της οικονομικής ελευθερίας (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος), στην οποία περιλαμβάνονται η επαγγελματική και η συμβατική ελευθερία, δεν αποκλείει στον κοινό νομοθέτη ή, κατ’ εξουσιοδότηση αυτού, στη Διοίκηση, να θεσπίζει, κατά τρόπο γενικό και αντικειμενικό, περιορισμούς της ελευθερίας αυτής για λόγους δημόσιου συμφέροντος. Στην προκειμένη περίπτωση, με τη διάταξη του άρθρου 13 παρ. 6 του π.δ/τος 235/2000, όπως αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της με τη διάταξη του άρθρου 6 του προσβαλλόμενου π.δ/τος 198/2007, επιβάλλεται περιορισμός στην επαγγελματική και τη συμβατική ελευθερία τόσο των ιδιοκτητών των ιδιωτικών κλινικών, όσο και των επιστημονικών διευθυντών και των επιστημονικών υπεύθυνων των τμημάτων και των εργαστηρίων των ιδιωτικών κλινικών, που λειτουργούσαν κατά την έναρξη ισχύος των π.δ/των 247/1991 και 517/1991, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, η εργασιακή σχέση που συνδέει τους ανωτέρω με τις εν λόγω κλινικές, ορίζεται αποκλειστικώς ως σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας. Ο περιορισμός αυτός υπαγορεύεται από λόγους γενικότερου δημόσιου συμφέροντος, συναπτόμενους με την εύρυθμη λειτουργία των κλινικών, διότι τα καθήκοντα του επιστημονικού διευθυντή και των επιστημονικών υπεύθυνων των τμημάτων και εργαστηρίων των ανωτέρω κλινικών, όπως αυτά καθορίζονται στο άρθρο 26 παρ. 1, 2 του π.δ/τος 247/1991, συνδεόμενα αρρήκτως με την παροχή διαγνωστικών και θεραπευτικών υπηρεσιών στους νοσηλευόμενους ασθενείς και την εύρυθμη λειτουργία της κλινικής, απαιτούν την παροχή των ιατρικών υπηρεσιών των εν λόγω προσώπων καθ’ ορισμένα χρονικά διαστήματα τακτικής εργασίας, η οποία πρέπει να υπόκειται στον έλεγχο του εργοδότη, με τη σύναψη συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας. Κατ’ ακολουθίαν, οι κάθε είδους συμβάσεις παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών μεταξύ των προαναφερθέντων προσώπων και των ανωτέρω ιδιωτικών κλινικών, με συνέπεια την εκτέλεση ιατρικών πράξεων εκ μέρους των προσώπων αυτών κατά περίπτωση και κατ’ ελεύθερη επιλογή, δεν εξυπηρετούν το σκοπό της βελτίωσης της λειτουργίας των ιδιωτικών κλινικών, που λειτουργούσαν προ του 1991, στον οποίο αποβλέπει ο εξουσιοδοτικός νόμος (άρθρο 53 παρ. 4 ν. 1892/1990, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 8 παρ. 2 του ν. 2345/1995), ώστε αυτές να εξυπηρετούν κατ’ αποτελεσματικό τρόπο τις ανάγκες των νοσηλευομένων για κατάλληλη ιατρική περίθαλψη και, κατ’ επέκταση, τη δημόσια υγεία (ΣτΕ 1964/2016 ΤΝΠΔΣΑθ). Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, κατ’ ορθή εκτίμηση, η ενάγουσα, Ιατρός, Ειδικευμένη Καρδιολόγος, ισχυριζόμενη ότι απασχολήθηκε στην ιδιωτική κλινική της εναγομένης ως επιστημονικά υπεύθυνη για την εμφύτευση Βηματοδοτών – Αμφικοιλιακών Βηματοδοτών και Απινιδωτών, κατά το αναφερόμενο στην αγωγή χρονικό διάστημα, ζητεί τη χορήγηση βεβαίωσης από την εναγομένη, εργοδότριά της, με το αναφερόμενο στην αγωγή περιεχόμενο, ως προς τη διάρκεια και τ’ ανατιθέμενα σε αυτήν καθήκοντα, διότι, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της, αρνείται στη χορήγηση αυτής.  Με αυτό το αίτημα και περιεχόμενο η υπό κρίση αγωγή είναι αρκούντως ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361 και 678 Α.Κ. και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, για να κριθεί εάν είναι και κατ’ ουσία βάσιμη.

Από την εκτίμηση όλων των εγγράφων που προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα, από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) και από την εν γένει αποδεικτική διαδικασία, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα είναι Ιατρός, ειδικευμένη Καρδιολόγος, με εξειδίκευση στην ηλεκτροφυσιολογία. Η εναγομένη ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…………», που εδρεύει στον ……, οδός ………, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, εκμεταλλεύεται και λειτουργεί, μεταξύ άλλων, το «…..», στις εγκαταστάσεις στον ……. (……..). Από το μήνα δε Μάϊο του έτους 2009 η ενάγουσα είχε συνεργασία με το ως άνω Θεραπευτήριο της εναγομένης. Όπως προκύπτει, όμως, ιδίως από τη με αριθμ. Υ4ε/οικ 39932/14.4.2012 απόφαση του Υπουργείου Υγείας, η οποία δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Β΄ 1404/30.4.2012, σε συνδυασμό με τη με αριθμ. Α3α/οικ 33518/17.5.2015 απόφαση του Υπουργείου Υγείας (Φ.Ε.Κ. Β΄ 957/28.5.2015), η ενάγουσα ορίστηκε από την εναγομένη, μετά από συμφωνία τους, κατά το χρονικό διάστημα από 30/04/2012 έως και 14/10/2015 (οπότε και παραιτήθηκε), ως «Επιστημονικά Υπεύθυνη» για την εμφύτευση Βηματοδοτών – Αμφικοιλιακών Βηματοδοτών – Απινιδωτών στο ως άνω Θεραπευτήριο. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εναγομένη αρνείται να χορηγήσει στην ενάγουσα πιστοποιητικό εργασίας περί των ανατεθειμένων σε αυτήν καθηκόντων και της διάρκειας αυτών στην ως άνω ιδιωτική κλινική, αν και η τελευταία το είχε ζητήσει από την εναγομένη, μετά τη λύση της εργασιακής τους σχέσης, καθώς της χορήγησε την από 19/10/2015 βεβαίωση, η οποία, όμως, δεν είχε ακριβές περιεχόμενο σχετικά με τ’ ανατιθέμενα σε αυτήν ως άνω καθήκοντα. Ειδικότερα, στη βεβαίωση που χορήγησε η εναγομένη στην ενάγουσα, κατόπιν αιτήσεώς της, μεταξύ άλλων, η εναγομένη αναφέρει ότι «…Κατά το χρονικό διάστημα από 30/04/2012 έως και 14/10/2015 είχατε ορισθεί από τη κλινική μας ως μία εκ των συνεργατών ιατρών – εμφυτευτών με τεκμηριωμένη εμπειρία στην τοποθέτηση βηματοδοτών…». Η υποχρέωση της εναγομένης, όμως, για τη χορήγηση πιστοποιητικού εργασίας με ακριβές περιεχόμενο, σχετικά με τα ανατιθέμενα στην ενάγουσα καθήκοντα και τη διάρκεια αυτών, απορρέει από το καθήκον της για πρόνοια και πίστη απέναντι στην ενάγουσα, η οποία έχει προς τούτο έννομο συμφέρον (βλ. σχετ. ΕφΠατρ 996/2005 Δημ. Νόμος). Συνεπώς, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσία βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να παράσχει στην ενάγουσα το κατά το άρθρο 678 Α.Κ. πιστοποιητικό εργασίας και ειδικότερα, να υποχρεωθεί στην έκδοση βεβαίωσης στην οποία θ’ αναφέρεται ότι η ενάγουσα είχε οριστεί από την εναγομένη, κατά το χρονικό διάστημα από 30/04/2012 έως και 14/10/2015, ως «Επιστημονικά Υπεύθυνη» για την εμφύτευση Βηματοδοτών – Αμφικοιλιακών Βηματοδοτών – Απινιδωτών στο «Θεραπευτήριο Metropolitan», στις εγκαταστάσεις στον Πειραιά (.. .) της ιδιωτικής κλινικής της εναγομένης. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου, το οποίο κατατέθηκε από την εκκαλούσα για την άσκηση της υπό κρίση έφεσης (βλ. άρθρο 495 § 3 Κ.Πολ.Δ., όπως η § 3 ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 –ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015-, με έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του Ν. 4335/2015- και όπως το α΄ εδ. της παρ. 3 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016, ΦΕΚ Α΄, 240/22.12.2016 –έναρξη ισχύος ένας μήνας από τη δημοσίευση – άρθρο 45 του Ν. 4446/2016) και να ορισθεί το νόμιμο παράβολο, για την περίπτωση που ασκηθεί ανακοπή ερημοδικίας κατά της απόφασης αυτής από την ερημοδικασθείσα εφεσίβλητη  (άρθρο 505 παρ. 2 γ΄ Κ.Πολ.Δ), καθώς ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, καθώς ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εφεσίβλητης.

ΟΡΙΖΕΙ παράβολο ερημοδικίας το ποσό των διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας εκ μέρους της εφεσίβλητης.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την υπό κρίση έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ τη με αριθμ. 1662/07-04-2017 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

ΔΙΑΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει την υπό κρίση αγωγή κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε στο σκεπτικό ότι πρέπει να απορριφθεί.

ΔΕΧΕΤΑΙ κατά τα λοιπά την υπό κρίση αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να χορηγήσει στην ενάγουσα πιστοποιητικό, στο οποίο ν’ αναφέρεται ότι η ενάγουσα είχε οριστεί από την εναγομένη, κατά το χρονικό διάστημα από 30/04/2012 έως και 14/10/2015, ως «Επιστημονικά Υπεύθυνη» για την εμφύτευση Βηματοδοτών – Αμφικοιλιακών Βηματοδοτών – Απινιδωτών στο «………», στις εγκαταστάσεις στον …. (……….) της ιδιωτικής κλινικής της εναγομένης.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου, το οποίο κατατέθηκε από την εκκαλούσα  για την άσκηση της υπό κρίση έφεσης.

Καταδικάζει την εφεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στις 10/07/2018 στον Πειραιά και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 20/09/2018, στον ίδιο τόπο, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ