Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 64/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

4ο τμήμα

Αριθμός  απόφασης :   64/ 2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(4ο τμήμα)

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε  στο ακροατήριό του την …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ  :  Του Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό  Οικονομικών (ΑΦΜ ……..), ο  οποίος εδρεύει στην Αθήνα και ήδη από την 1-1-2017 από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), με ΑΦΜ …..,   και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή αυτής και στην προκειμένη περίπτωση και από τον Προϊστάμενο της ΔΟΥ Κηφισιάς, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Δικαστική Πληρεξουσία ΝΣΚ Ελένη  – Μαρία Παπαπετροπούλου (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

ΤΩΝ  ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ :   1) της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………..», η οποία εδρεύει στο …… Ιρλανδίας και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, και εκπροσωπείται νόμιμα, και για την οποία (επισπεύδουσα και καταταγείσα δανείστρια) ενεργεί ως νόμιμη εκπρόσωπος και διαχειρίστρια των απαιτήσεων η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………» και τον διακριτικό τίτλο «…………» (πρώην «……………» και τον διακριτικό τίτλο «………….»), η οποία εδρεύει στο Δήμο Αθηναίων, και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της Δικηγόρο Ελένη Μουζακίτη. 2) της ανώνυμης εταιρίας  με την επωνυμία «…………..», που εδρεύει στη ………… Αττικής, κι εκπροσωπείται νόμιμα, υπό της ιδιότητά της ως διαχειρίστριας απαιτήσεων, εντολοδόχου, ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσώπου και αντικλήτου της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…………….», η οποία εδρεύει στο, ……… Ιρλανδίας και εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία είχε καταστεί ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………» και τον διακριτικό τίτλο «……….», η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Στο Δικαστήριο στη θέση αυτής δηλώνοντας διακοπής δίκης και συνέχιση αυτής,    παραστάθηκε η  ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία  …………» και το διακριτικό τίτλο «……….», πρώην με την επωνυμία «………..» (……….) και διακριτικό Τίτλο «…………..» (……….), η οποία εδρεύει στο …….. Αττικής, επί της οδού …………., με …… Δ.Ο.Υ. Πειραιά και με αρ. ΓΕΜΗ ………., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, αδειοδοτηθείσα από την Τράπεζα της Ελλάδος αρχικά σύμφωνα με τον νόμο 4354/2015 δυνάμει της με αριθμό 220/1/13.03.2017 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων [υπ’ αριθμ. 880/16.03.2017 ΦΕΚ (τ. Β’)] και ήδη σύμφωνα με το νόμο 5072/2023 δυνάμει της με αριθμό 507/1/09.07.2024 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων [υπ’ αριθμ. 4257/19.07.2024 ΦΕΚ (τ. η οποία ενεργεί με την ιδιότητά της ως μη δικαιούχου και μη υπόχρεου διαδίκου, ως η νέα διαχειρίστρια των απαιτήσεων της άνω εταιρίας ειδικού σκοπού,  η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της Δικηγόρο Παναγιώτα Μπουραντά [ΜΟΥΡΓΕΛΑΣ, ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΕΛΙΑΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ]. 3) Υπαλλήλου  του πλειστηριασμού, συμβολαιογράφος Αθηνών, ……….., κατοίκου Αθηνών  (Α.Φ.Μ………), η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και 4) Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΣ ΕΘΝΙΚΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ @-Ε.Φ.Κ.Α.)», πρώην με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (Ε.Φ.Κ.Α.)», ως οιονεί καθολικός διάδοχος του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ – ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ (ΙΚΑ – ΕΤΑΜ)», που εδρεύει στην Αθήνα, (ΑΦΜ ………….. Δ.Ο.Υ. Δ’ Αθηνών), νομίμως εκπροσωπούμενο, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Δικηγόρο Ιφιγένεια Μάνθου.

Το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο άσκησε   στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς την : (α)  από 10.8.2021 με αρ. κατ. ΓΑΚ ΕΑΚ …………/ 11.8.2021 ανακοπή του, και το ΝΠΔΔ με την επωνυμία « ΕΦΚΑ» την (β) από 13.9.2021 με αρ. κατ. ΓΑΚ ΕΑΚ ………/ 13.9.2021  ανακοπή του.  Οι άνω υποθέσεις  συνεκδικάσθηκαν,  επί των οποίων εκδόθηκε η με αρ. 610/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.  Κατά της τελευταίας  απόφασης  το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο άσκησε την από 06-04-2023 με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2023 έφεσή του, η συζήτηση της οποίας ορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο,  η τρίτη εφεσίβλητη δεν παραστάθηκε, η  Δικαστική πληρεξούσια του ΝΣΚ, αναφέρθηκε στις προτάσεις που είχε προκαταθέσει και οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των λοιπών διαδίκων  στις προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από την με αρ. …… β/4.5.4023 έκθεση επιδόσεως της δικ. επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά …………. προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της έφεσης με πράξη καταθέσεως και ορισμό δικασίμου έχει επιδοθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα προς την τρίτη εφεσίβλητη, ώστε αφού αυτή δεν παραστάθηκε κατά  την εκφώνηση της υπόθεσης στη σειρά του πινακίου πρέπει να δικασθεί ερήμην, η συζήτηση όμως θα πρέπει  να συνεχισθεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρο  523 παρ.4 ΚΠολΔ).

Η από 06-04-2023 με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2023 έφεση του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου κατά της με αριθμό 610/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την διαδικασία  περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 επ. ΚΠολΔ)  έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα  (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ), για την οποία δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου, αφού το Δημόσιο απαλλάσσεται της προκαταβολής των τελών της δίκης [19  §  1 του του Κωδ. Δ/τος της 26-6/10.7.1944 “περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου σε συνδυασμό με άρθρο 36 ΠΔ 28/1931 (ΦΕΚ α’ 239/1931)]. Πρέπει επομένως να γίνει δεκτή κατά το τυπικό μέρος και να ερευνηθεί ως προς τη βασιμότητα των λόγων της.  Επισημαίνεται ότι το εκκαλούν δεν προβάλλει λόγους έφεσης επαναφέροντας λόγους ανακοπής που στρέφονται σε βάρος της δεύτερης και τρίτης εφεσίβλητης, παρά μόνο αναφορικά με την κατάταξη της πρώτης εφεσίβλητης και τα δικαστικά έξοδα  που επιβλήθηκαν υπέρ του τέταρτου εφεσίβλητου.  Κατόπιν αυτών η έφεση ως προς αυτούς πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, αφού το εκκαλούν δεν επικαλείται ως προς τις άνω εφεσίβλητες  επιβλαβή διάταξη της εκκαλούμενης απόφασης  και με δεδομένο επί ανακοπής κατά πίνακα κατάταξης  το Δικαστήριο περιορίζεται μέσα στα όρια του αιτήματος αυτής και ερευνά την προσβαλλομένη απαίτηση και την κατάταξη του καθ’ ού η ανακοπή, χωρίς να ωφελούνται ή βλάπτονται άλλοι δανειστές (ΑΠ 264/2020, ΑΠ  2117/2014, Κιουπτσίδου – Στρατουδάκη, άρθρο 979,  αρ.7 και 8). Σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου θα πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της παρισταμένης δεύτερης εφεσίβλητης κατά το αίτημά της, μειωμένα, όμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 παρ.1 του ν. 3693/1957, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

Το ανακόπτον  Ελληνικό Δημόσιο με την από 10.8.2021 και με αρ. καταθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/11.8.2021 ανακοπή του, ζήτησε την μεταρρύθμιση του με αρ. ……../20.7.2021 πίνακα κατάταξης της  συμβολαιογράφου  Αθηνών ………….,  α) ως προς την παράλειψη του επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου να κατατάξει το ίδιο και ως εγχειρόγραφο δανειστή, β) ως προς το ποσό των εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο συνεκδίκασε την ανακοπή του Ελληνικού Δημοσίου με την από  από 13.9.2021 με αρ. κατ. ΓΑΚ ΕΑΚ …………../ 13.9.2021  ανακοπή του ΝΠΔΔ  e -ΕΦΚΑ και έκανε αυτές εν μέρει δεκτές. Αναφορικά με  την ανακοπή του Δημοσίου έκανε αυτή εν μέρει δεκτή ως προς το ποσό των εξόδων και απέρριψε το αίτημα κατάταξης αυτού και ως εγχειρόγραφου δανειστή. Κατά της απόφασης αυτής   το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο παραπονείται, για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου κι εκτίμηση των αποδείξεων.

Σύμφωνα με το άρθρο 977 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου όγδοου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, και ίσχυε πριν την τροποποίηση με το άρθρο 71 του ν. 4842/ 2021, «αν εκτός από τις απαιτήσεις του άρθρου 975 υπάρχουν και απαιτήσεις του άρθρου 976, καθώς και μη προνομιούχες απαιτήσεις, τότε οι απαιτήσεις του άρθρου 976 ικανοποιούνται έως το εξήντα πέντε τοις εκατό (65%), οι απαιτήσεις του άρθρου 975 έως το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) και οι μη προνομιούχες απαιτήσεις έως το δέκα τοις εκατό (10%) του ποσού του πλειστηριάσματος, που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές συμμέτρως. Από τα υπόλοιπα που απομένουν από την ικανοποίηση των εγχειρόγραφων δανειστών ικανοποιούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 976 και του άρθρο2υ 975 κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο 2 της παραγράφου […]». Σημαντική τομή στο σύστημα του ΚΠολΔ, αναφορικά με τη διανομή του πλειστηριάσματος, αποτελεί η κατάταξη των μη προνομιούχων απαιτήσεων σε ποσοστό 10%, όταν αυτές συντρέχουν με απαιτήσεις εξοπλισμένες με γενικά και ειδικά προνόμια. Σκοπός του νομοθέτη με την ανωτέρω ρύθμιση του άρθρου 977 παρ. 3 ΚΠολΔ ήταν να ενθαρρύνονται και οι μη προνομιούχοι δανειστές να επιχειρήσουν αναγκαστική εκτέλεση, ώστε ακόμα και αν υπάρχουν προνομιούχοι δανειστές, να λάβουν και αυτοί ποσοστό, έστω μικρό, του πλειστηριάσματος (βλ. αιτιολογική έκθεση ν. 4335/2015, σελ. 23, άρθρο 977). Αναφορικά με την ερμηνεία και εφαρμογή της ως άνω διάταξης αναπτύχθηκαν στη θεωρία και τη νομολογία τρεις θέσεις και συγκεκριμένα : Α) Κατά μία άποψη από το 10% του πλειστηριάσματος ικανοποιούνται όχι μόνον οι μη προνομιούχοι πιστωτές, όπως προβλέπει η γραμματική διατύπωση της ανωτέρω διάταξης, αλλά και αυτοί των οποίων οι απαιτήσεις είναι μεν εξοπλισμένες με προνόμιο, δεν ικανοποιήθηκαν όμως με βάση αυτό, διότι προηγούνταν άλλοι προνομιούχοι στους οποίους αναλώθηκε το ποσοστό κάθε κατηγορίας  και αυτό διότι εκείνοι οι μη ικανοποιηθέντες δανειστές ταυτίζονται κατ’ αποτέλεσμα με τους μη προνομιούχους.  Η παραπάνω άποψη υποστηρίζεται τόσο υπό την εκδοχή ότι ως μη προνομιούχες απαιτήσεις για την κατάταξη στο 10% του πλειστηριάσματος θεωρούνται και αυτές που είναι μεν εξοπλισμένες με προνόμιο, πλην όμως, δεν κατέστη δυνατό να καταταγούν καθ’ ολοκληρίαν  στα ποσοστά που προβλέπονται για τις προνομιούχες απαιτήσεις, κάνοντας «χρήση» του προνομίου τους, με τη σκέψη ότι πλήρης αποκλεισμός από την κατάταξη προνομιούχου δανειστή θα τον καθιστούσε στη σειρά κατάταξης υποδεέστερο από ανέγγυο δανειστή, που δεν έχει δηλαδή ούτε γενικό ούτε ειδικό προνόμιο, αποτέλεσμα αντίθετο με τον σκοπό του νόμου, αλλά και τη φιλοσοφία του νέου συστήματος κατάταξης του ΚΠολΔ, όπου προηγούνται όσοι έχουν ειδικό προνόμιο, οι οποίοι κατατάσσονται σε ποσοστό 65% του πλειστηριάσματος, έπονται οι έχοντες γενικό προνόμιο, οι οποίοι κατατάσσονται σε ποσοστό 25% του πλειστηριάσματος και στο υπόλοιπο ποσοστό του 10% του πλειστηριάσματος κατατάσσονται οι μη προνομιούχες απαιτήσεις. ¨Οσο και με την εκδοχή ότι  μη προνομιούχες απαιτήσεις, οι οποίες θα πρέπει να καταταγούν στο 10% του πλειστηριάσματος, εξομοιώνεται και το μέρος των προνομιούχων, οι οποίες συνυπολογίστηκαν κατά την προνομιακή κατάταξη στα υπόλοιπα ποσοστά του πλειστηριάσματος, όμως δεν ικανοποιήθηκαν πλήρως, καθ’ όλη την έκταση του προνομίου τους, λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος (βλ. ΜΕφΘεσ 2719/2018 στη sakkoulas online,  Ευδ. Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη, Ζητήματα από το δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, Αρμ. 2016.12 -13 και Ν. Νίκα, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, τ.2 2018, σελ. 595. Μηχιώτη, Σύγκρουση προνομίων και κατάταξη δανειστών κατά τη διανομή του πλειστηριάσματος – Σκέψεις επί των διατάξεων των άρθρων 977 και 977Α ΚΠολΔ δημ. στη sakkoulas online). Β) Κατά άλλη άποψη γίνεται δεκτό ότι στο 10% του πλειστηριάσματος κατατάσσονται οι προνομιούχες απαιτήσεις μόνο, όμως, εφόσον, δεν κατέστη δυνατή η, έστω μερική, κατάταξή τους με βάση το προνόμιό τους σε άλλο ποσοστό του πλειστηριάσματος. και Γ) Κατά τρίτη δε και μάλλον κρατούσα πλέον στη νομολογία άποψη, στο 10% του πλειστηριάσματος κατατάσσονται μόνον οι μη προνομιούχες απαιτήσεις, ενώ οποιαδήποτε διαφορετική ερμηνεία (βλ. αμέσως προηγούμενες απόψεις) έρχεται σε αντίθεση με τη γραμματική διατύπωση της διάταξης. Πρόσθετο επιχείρημα υπέρ της άποψης αυτής αντλείται και από το εδ. γ΄ του άρθρου 975 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπου και ρητά προβλέπεται η εκ νέου κατάταξη των προνομιούχων δανειστών των άρθρων 975 και 976 ΚΠολΔ στο πλειστηρίασμα που αντιστοιχεί στο 10%, στην περίπτωση που προκύπτει υπόλοιπο μετά την κατάταξη των εγχειρόγραφων δανειστών. Είναι σαφές ότι δεν θα υπήρχε λόγος να γίνεται η ως άνω μνεία στο νόμο, σε περίπτωση που χωρίς άλλο αντιμετωπίζονταν ως εγχειρόγραφοι οι ενέγγυοι πιστωτές αν δεν ικανοποιούνταν προνομιακά (εν όλω ή εν μέρει). Αν ο νομοθέτης ήθελε να αποτελεί κανόνα η διπλή κατάταξη των προνομιούχων απαιτήσεων θα το προέβλεπε ρητά, όπως άλλωστε έκανε στο άρθρο 160 του Πτωχευτικού Κώδικα, ειδικά και κατ’ εξαίρεση από το άρθρο 977 του ΚΠολΔ, το οποίο ισχύει κατά τα λοιπά και στην πτωχευτική διαδικασία (άρθρο 156 ΠτΚ). Πέρα όμως από το γράμμα της διάταξης, η παραπάνω ερμηνεία απολήγει στην καταστρατήγηση της βούλησης του νομοθέτη, ο οποίος θέλησε, για πρώτη φορά, να αναλώνεται το ποσοστό του 10% του πλειστηριάσματος για την ικανοποίηση των μη προνομιούχων πιστωτών. Η τελολογία για τη θέσπιση της ως άνω ρύθμισης του άρθρου 977 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως αυτή διατυπώνεται σαφώς στην αιτιολογική έκθεση του ν.4335/2015, κατά τα προδιαλαμβανόμενα, ήταν να ενθαρρύνονται και οι μη προνομιούχοι δανειστές να επιχειρήσουν αναγκαστική εκτέλεση, ώστε ακόμα και αν υπάρχουν προνομιούχοι δανειστές, να λάβουν και αυτοί ποσοστό, έστω μικρό, του πλειστηριάσματος. Η υλοποίηση της νομοθετικής αυτής ratio είναι αμφίβολη στην περίπτωση που αναγνωριζόταν η δυνατότητα κατάταξης των προνομιούχων πιστωτών στο υπόλοιπο 10%, κατά το μέτρο που δεν ικανοποιήθηκε ολικά ή εν μέρει  η απαίτησή τους με βάση το προνόμιό της, αφού είναι επόμενο ότι δεν θα απέμεινε καθόλου ή ελάχιστο υπόλοιπο για τους εγχειρόγραφους δανειστές. Εξάλλου, σύμφωνη με τις ανωτέρω σκέψεις τυγχάνει και η πρόσφατη τροποποίηση της εν λόγω διάταξης του άρθρου 977 παρ.3 ΚΠολΔ, με την προσθήκη τελευταίου εδαφίου (άρθρο 71 του ν. 4842/ 2021), όπου ρητά πλέον ορίζεται, προς άρση ερμηνευτικών αμφισβητήσεων (βλ. αιτιολογική έκθεση νόμου 4842/2021), ότι αν υπάρχουν και εγχειρόγραφοι δανειστές οι προνομιούχες απαιτήσεις των άρθρων 975 και 976 δεν συμμετέχουν στο δέκα τοις εκατό (10%) ακόμη και εάν δεν ικανοποιήθηκε η απαίτησή τους,  η οποία (νέα διάταξη) εφαρμόζεται, όταν ο πίνακας κατάταξης αφορά σε πλειστηριασμό, που διενεργήθηκε μετά από τις 12-11-2021 (βλ. συνδυασμό διατάξεων  περ. θ΄  παρ.6 του άρθρου 116  Ν.4842/2021, ΦΕΚ Α 190 και άρθρου 176  4855/ 2021). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη θεμελιώδη δικονομική αρχή της διαθέσεως, αν κάποιος δανειστής επέλεξε να αναγγείλει την απαίτησή του ως προνομιούχο, θα πρέπει η απαίτηση αυτή να καταταχθεί στον πίνακα κατάταξης ως τέτοια. Ούτε ο υπάλληλος του πλειστηριασμού, ούτε το δικαστήριο κατόπιν άσκησης σχετικής ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης, μπορούν να προβούν  σε μη προνομιακή κατάταξη, δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 972 παρ. 1 ΚΠολΔ, ουσιώδες στοιχείο του αναγγελτηρίου, μεταξύ άλλων, είναι το αίτημα κατάταξης και, όταν υπάρχει προνόμιο, σύμφωνα με ορθή άποψη, το αίτημα προνομιακής κατάταξης (βλ. ΑΠ 194/2018, ΑΠ 697/2008  www.areiospagos.gr Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, τ. ΙΙα, 2017, σελ. 381,390 και 726-727 με εκεί παραπομπές). Επομένως, με βάση όλα τα παραπάνω, τυχόν ερμηνεία, κατά την οποία οι μη ικανοποιηθείσες, εν όλω ή εν μέρει, αναγγελθείσες ως προνομιούχες απαιτήσεις, εξομοιώνονται κατ’ αποτέλεσμα προς τις εγχειρόγραφες και, συνεπώς, κατατάσσονται  και στο ποσοστό του 10% του πλειστηριάσματος, προσκρούει τόσο στη βούληση του νομοθέτη όσο και στο σαφές γράμμα του νόμου (ΕφΑθ 2574/2024, ΕφΑθ 2521/2024, ΕφΑιγ 64/2024,  ΕφΠειρ 1/2023, ΕφΘεσ 768/2022, ΕφΘεσ  297/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1064/2023 ΤΝΠ ΔΣΑ, EφΠειρ 629/2024,  EφΠειρ 379/2023, EφΠειρ 363/2023, ΕφΠειρ 525/2022 σε https://www.efeteio-peir.gr/ Απαλαγάκη/Σταματόπουλος (Ρεντούλης) ο νέος ΚΠολΔ, 2022 άρθρο 977 αρ. 11. Αντ. Βαθρακοκοίλη- Γ,Πλαγάκου ο πίνακας κατάταξης δανειστών  σελ. 527-529, Π. Κολοτούρο, Συρροή δανειστών και σύγκρουσις δικαιωμάτων εις το πεδίον της αναγκαστικής εκτελέσεως, ΕΠολΔ 2019 σελ.138 και την άποψη αυτή φαίνεται να ακολουθεί και η ΑΠ 524/2023 www.areiospagos.gr). Στην περίπτωση αυτή και ο προνομιούχος δανειστής, ο οποίος δεν ικανοποιήθηκε πλήρως από την  κατάταξή του στο 65% ή 25% του πλειστηριάσματος  έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει την αποβολή των καθ΄ών η  ανακοπή, των οποίων οι μη ικανοποιηθείσες πλήρως προνομιούχες απαιτήσεις εξομοιώθηκαν με μη προνομιούχες και κατετάγησαν στο 10 % αυτού, προκειμένου να καταταγεί ο ίδιος στο υπόλοιπο,  κατά τη διάταξη του άρθρου 977 παρ.3 εδ.γ , 1 εδ.β ΚΠολΔ. (ΕφΑθ 1064/2023, ΕφΘεσ 768/2022 ό.π. ).

Στην προκείμενη περίπτωση το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο με το πρώτο λόγο της έφεσής του επαναφέρει τον πρώτο λόγο της ανακοπής του, στον οποίο εξέθετε τα εξής :  ¨Ότι με  επίσπευση της πρώτης εφεσίβλητης,  αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……….» όπως εκπροσωπείται από τη διαχειρίστρια των απαιτήσεων αυτής «………..» εκπλειστηριάστηκε ακίνητο  συνιδιοκτησίας των οφειλετών ….., ………… δια της υπ’ αρ. …………/2-6-2021 έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού της ως συμβολαιογράφου ………, και κατακυρώθηκε στην  στη μονοπρόσωπη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία ………….  συνολικού πλειστηριάσματος 180.001 ευρώ. Ότι το ανακόπτον ανήγγειλε απαιτήσεις κατά των ανωτέρω και ειδικά ως προς τον . ……, με την υπ’ αρ. πρωτ. …./16/44 2021 αναγγελία του προϊσταμένου της ΔΟΥ Κηφισιάς απαιτήσεις συνολικού ποσού 177.096,33 €, προνομιακές, ληξιπρόθεσμες κατά τα άρθρα 61 ΚΕΔΕ και 975 παρ. 3 και 5 ΚΠολΔ, ζητώντας επικουρικά για το ποσό κατά το οποίο δεν θα τύχει κατάταξης να  καταταγεί ως εγχειρόγραφος δανειστής. ¨Ότι η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος συνέταξε τον με αρ.  ……./20-7-2021 πίνακα κατάταξης, στον οποίο,  μεταξύ άλλων,  από το πλειστηρίασμα, στο 25 % του ποσοστού εξ αδιαιρέτου κυριότητας του ………., ποσού 45.000,25 €, αφού αφαίρεσε το τμήμα των αναλογούντων εξόδων και απέμεινε πλειστηρίασμα  κατέταξε : Α)  Στο 65%, ποσού 28.057,18 €  τυχαία και προνομιακά, ως προσημειούχο δανείστρια την επισπεύδουσα αλλοδαπή εταιρεία, ως ενυπόθηκη δανείστρια, Β) Στο 25% του εναπομείναντος πλειστηριάσματος: 1) οριστικά, προνομιακά και σύμμετρα, το Ελληνικό Δημόσιο διά της ΔΟΥ Κηφισιάς για μέρος της αναγγελθείσας  απαίτησής του, ποσού 2.393,09 €, 2) οριστικά, προνομιακά και σύμμετρα, τον «Ε.Φ.Κ.Α Β’ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ   Κ.Ε.Α.Ο Αθηνών για ποσό 450 € και 3) τον  «Ε.Φ.Κ.Α Β’ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ  Κ.Ε.Α.Ο Πειραιά», για ποσό  7.947,85 €.  Γ)  Στο  10 % του εναπομείναντος πλειστηριάσματος, α) τυχαία και σύμμετρα την ανώνυμη Τραπεζική εταιρία «……»,  για ποσό 38,61 €, β) οριστικά και σύμμετρα την ανώνυμη εταιρία …….. για ποσό 1.887,72 €, γ) οριστικά και σύμμετρα την ίδια για ποσό 107,11 €, δ) οριστικά και σύμμετρα την ίδια για ποσό  55,94 € ε) τυχαία και σύμμετρα την ίδια για ποσό 54,11 €, στ) τυχαία και σύμμετρα την επισπεύδουσα για ποσό 571,74 €, για απαίτησή της που απέρρεε από την με αρ. …./6.11.2006 σύμβαση πίστωσης, ζ) τυχαία και σύμμετρα την  ίδια  για ποσό 1.606,26 € για απαίτησή της που απέρρεε από την ………/2013 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, υπό τον όρο τελεσιδικίας της. Ότι  εσφαλμένα δεν κατετάγη το ίδιο και ως εγχειρόγραφος δανειστής,  για το υπόλοιπο των απαιτήσεών του που δε κατετάγησαν προνομιακά και ζήτησε την αποβολή της υπό στοιχ. ζ) καταταγείσας, επισπεύδουσας εταιρίας, με δεδομένο ότι το ποσό των 1.606,26 €, αποτελούσε μέρος της εμπραγμάτως εξασφαλισμένης απαίτησής της, για την οποία είχε η τελευταία προνόμιο. Ωστόσο το ανακόπτον και ήδη εκκαλούν δεν είναι δυνατό να καταταγεί ως εγχειρόγραφος δανειστής για το μέρος των προνομιακών απαιτήσεών του, που δεν ικανοποιήθηκαν, των οποίων ο προνομιακός χαρακτήρας δεν αναιρείται, χωρίς να  ασκεί  επιρροή το επικουρικό αίτημα στις αναγγελίες του, (επικουρικώς για το υπόλοιπο αναγγελθέν ποσό, που δεν θα τύχει κατάταξης να καταταγεί ως εγχειρόγραφος δανειστής), αφού δεν είχε παραιτηθεί  ρητώς του προνομίου του πριν τη διανομή του πλειστηριάσματος, ούτε  είναι δυνατός ο διαχωρισμός των απαιτήσεών του εν μέρει σε προνομιούχες και εγχειρόγραφες. Αναφορικά με την κατάταξη της καθ΄ής η ανακοπή που προσβάλλει, επικαλείται ότι  κατετάγη  εσφαλμένα ως εγχειρόγραφη δανείστρια, ενώ  είχε εμπράγματη ασφάλεια, χωρίς όμως για την νομιμότητά του αιτήματός του να ζητά να καταταγεί στο υπόλοιπο που θα απομείνει από την αποβολή της καταταγείσας κατ΄άρθρο 977 αρ.3 εδ.γ , 1 εδ.β ΚΠολΔ. Εκτός όμως αυτών από τα προσκομιζόμενα έγγραφα και συγκεκριμένα   από την από 9.10.2020 αναγγελία της άνω εταιρίας, προκύπτει ότι είχε αναγγελθεί ως προσημειούχος δανείστρια για το ποσό των 450.000 €, που απέρρεε από την από την ……../2013 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά το οποίο  είχε εγγράψει προσημείωση υποθήκης, ενώ για υπόλοιπο ποσό των 2.016.473,50 € με εκτελεστό τίτλο την ίδια διαταγή πληρωμής (συνολικό επιδικασθέν ποσό 2.466.473,50 € – Β απαίτηση) είχε ζητήσει την κατάταξή της ως εγχειρόγραφη δανείστρια, όπως επίσης είχε ζητήσει να καταταγεί ως   εγχειρόγραφη δανείστρια και  για το ποσό των 717.756,46 €, που απέρρεε από την με αρ.   ………./6.11.2006 σύμβαση πίστωσης (Α απαίτηση).    Συνεπώς η κατάταξη της επισπεύδουσας καθ΄ής στην περ. (ζ)  για ποσό 1.606 € έγινε για το μέρος της (Β) απαίτησής της ποσού  2.016.473,50 €, που εξαρχής δεν  ήταν εξασφαλισμένη με προσημείωση υποθήκης, όπως προκύπτει και από μαθηματικό υπολογισμό (πλειστηρίασμα 45.000,25 – έξοδα 1.835,36 = 43.164,89, άρα  10 % πλειστηριάσματος 4.316,48: 5.418.841,75 σύνολο εγχειρόγραφων απαιτήσεων {48.466,6 + 2.636.145,19 + 717.756,46 + 2.016.473,50} Χ  2.016.473,50 η απαίτηση της καθ΄ής), ώστε ορθώς κατετάγη από την επί του πλειστηριασμού υπάλληλο  για το ποσό των 1.606,26 € ως εγχειρόγραφη δανείστρια.  Συνακόλουθα ο άνω  λόγος ανακοπής έπρεπε να απορριφθεί ως νομικά  αβάσιμος και επικουρικά ως ουσιαστικά αβάσιμος, αλλά και ελλείψει εννόμου συμφέροντος του ανακόπτοντος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε αυτόν ως νόμω αβάσιμο δεν έσφαλε, ώστε ο λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Με δεδομένο ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης, αυτή πρέπει να απορριφθεί ως προς την πρώτη εφεσίβλητη. Σε βάρος του εκκαλούντος πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος  βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 μειωμένα, όμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 παρ.1 του ν. 3693/1957.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 193 ΚΠολΔ: «Δεν επιτρέπεται προσβολή της απόφασης με ένδικο μέσο ως προς τα έξοδα, αν δεν περιλαμβάνει και την ουσία της υπόθεσης». Ως ουσία της υπόθεσης κατά τη διάταξη του άρθρου 193 ΚΠολΔ νοείται καθετί που δεν υπάγεται στην έννοια των δικαστικών εξόδων, ανεξαρτήτως αν αφορά ουσιαστικό ή δικονομικό ζήτημα. Έτσι, απαιτείται παράλληλη προσβολή και του τμήματος της απόφασης, που αφορά στην ουσία της υπόθεσης (η έννοια ουσία για την παρούσα διάταξη έχει την έννοια που εκτέθηκε στην αμέσως προηγούμενη παράγραφο) και ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης πρέπει να είναι παραδεκτός. Σκοπός της εν λόγω διάταξης είναι να περιορίσει τη δυνατότητα αυτοτελούς άσκησης ενδίκου μέσου, μόνο για το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και ως προς το κεφάλαιο αυτής επί της ουσίας της υπόθεσης (ΑΠ 2193 / 2013, ΑΠ 1306/1990, ΕλλΔνη 1992.311, 313, ΕφΑθ 1028/2024, ΕφΑθ 95/2024 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 120/2019 ΤΝΠ ΔΣΑ και Κεραμεύς/ Κονδύλης/Νίκας (-Ορφανίδης), ΕρμΚΠολΔ, Τόμος I, άρθρο 193, παρ. 2, σελ. 434). Στην προκείμενη περίπτωση το εκκαλούν παραπονείται με τον δεύτερο λόγο της έφεσής του ως προς το ύψος των δικαστικών εξόδων, που επιβλήθηκαν σ΄αυτό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο υπέρ του πρώτου εφεσίβλητου  ΝΠΔΔ με την επωνυμία «e – EΦΚΑ».   Ο λόγος όμως αυτός της έφεσης είναι απαράδεκτος,  αφού ως προς το άνω εφεσίβλητο ΝΠΔΔ με την επωνυμία e – EΦΚΑ» δεν πλήττεται  ταυτόχρονα και η ουσία της υπόθεσης (ΑΠ 2193/2013). Συνεπώς ως προς το άνω εφεσίβλητο η  έφεση πρέπει να απορριφθεί ομοίως ως απαράδεκτη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα αυτού σε βάρος του εκκαλούντος (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), μειωμένα, όμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 παρ.1 του ν. 3693/1957, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ  ερήμην της τρίτης εφεσίβλητης και αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση ως προς τις δεύτερη και  τρίτη εφεσίβλητες και το τέταρτο εφεσίβλητο.

ΔΕΧΕΤΑΙ  τυπικά την έφεση και απορρίπτει αυτή κατ’ ουσίαν, ως προς την πρώτη εφεσίβλητη.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα των πρώτης, δεύτερης εφεσίβλητης και του τέταρτου εφεσιβλήτου σε βάρος του εκκαλούντος,  τα οποία ορίζει  στο ποσό των διακοσίων ογδόντα (280) €, για τον κάθε εφεσίβλητο.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την  29.1.2025.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ