Αριθμός 132/2025
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ναυτικό Τμήμα
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Κωνσταντίνα Ταμβάκη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη-Εισηγήτρια και Σωκράτη Γαβαλά, Εφέτη και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:
ΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «……….» που εδρεύει στις ………….., νομίμως εκπροσωπούμενη, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο, Θεόδωρο Σιούφα [ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Β. ΣΙΟΥΦΑΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΟΙ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ] (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
ΚΑΘ’ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «……….» με το διακριτικό τίτλο «………..», που εδρεύει στο ………., ΑΦΜ ………, νομίμως εκπροσωπούμενη, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιό της Δικηγόρο, Χριστίνα Σφαέλου.
Η καλούσα-εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 23.6.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2020) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 1137/2021 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η εναγόμενη και ήδη καθ΄ ης η κλήση-εκκαλούσα με την από 19.7.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ………/2021-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ …………/2021) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η 2α.6.2022, οπότε, συζητήσεως γενομένης, εκδόθηκε η υπ΄ αριθ 424/2022 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, που κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της ως άνω εφέσεως.
Με την κατατεθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, από 22.9.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2022) κλήση της καλούσας-εφεσίβλητης η προκειμένη υπόθεση προσδιορίσθηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 16ης.3.2023, μετά δε από διαδοχικές αναβολές στη δικάσιμο της 15ης.2.2024 και στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της καλούσας-εφεσίβλητης, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος της καθ΄ ης η κλήση-εκκαλούσας, αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
H κρινόμενη από 19.7.2021 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2021 και με αριθμό προσδιορισμού …………/2021 έφεση κατά της με αριθμό 1137/2021 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων επί της από 23.6.2020 με αριθμό έκθεση κατάθεσης …………/2020 αγωγής ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως την τελευταία μέρα της 30ημερης προθεσμίας δεδομένου ότι η εκκαλούσα επικαλείται ότι η εκκαλουμένη της επιδόθηκε στις 18.6.2021 και η έφεση ασκήθηκε την 19.7.2021 (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ.1β΄, 518 παρ. 1, 517, 520 παρ.1ΚΠολΔ), αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) και παραδεκτώς καθόσον για το παραδεκτό της εφέσεως έχει καταβληθεί το ηλεκτρονικό παράβολο εφέσεως με αριθμό …………… ποσού 150 ευρώ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012 και το άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 4446/2016). Επομένως, πρέπει, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή, να ερευνηθεί δε περαιτέρω κατά την ίδια (τακτική) διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ),
Με την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου από 23.6.2020 με αριθμό έκθεση κατάθεσης …../2020 αγωγή η ενάγουσα αλλοδαπή εταιρία με έδρα τα νησιά …… εκθέτει ότι δραστηριοποιείται στην προμήθεια καυσίμων σε πλοία και ότι στα πλαίσια σύμβασης πώλησης καυσίμων που είχε συνάψει με την εναγόμενη εταιρία εμπορίας πετρελαιοειδών με έδρα το …… για το διάστημα 2017–2018 συμφώνησαν την 5.9.2017 να πουλήσει η τελευταία στην ενάγουσα ποσότητα 1.400 ΜΤ καυσίμου τύπου IFO 380 CST, αντί συνολικού τιμήματος 431.850,00 δολ ΗΠΑ, και του οποίου η παράδοση θα γινόταν μέσω μίας εκ των φορτηγίδων με τα ονόματα «ΑΖΙ» και «ΑΖΙΙ» ή μέσω οποιουδήποτε άλλου πλοίου που θα παρείχε η εναγόμενη, στο πλοίο ”ΑH” στο λιμάνι του Πειραιά την 11.9.2017. Ότι, αν και η ενάγουσα προεξόφλησε το σύνολο του τιμήματος καταβάλλοντας το ανωτέρω χρηματικό ποσό σε λογαριασμό που της υπέδειξε η εναγόμενη, η οποία το εισέπραξε και της απέστειλε το ισόποσο με αριθμό …../5.9.2017 προτιμολόγιο, στο οποίο, ωστόσο, αναγραφόταν η επωνυμία «……….», που αντιστοιχεί σε κυπριακή εταιρεία την οποία χρησιμοποιεί η εναγόμενη παράνομα ως «χαρτοεταιρεία», με σκοπό την απόκρυψη της ταυτότητάς της, το φορτίο ουδέποτε παραδόθηκε στο προαναφερθέν πλοίο, καθόσον η φορτηγίδα «ΑΖΠ», με αριθμό νηολογίου Πειραιώς ……., που είχε ναυλώσει η εναγόμενη, βυθίστηκε την 10η.9.2017 και η τελευταία αντισυμβατικά δεν παρείχε εναλλακτική φορτηγίδα προκειμένου να παραδώσει το φορτίο και ότι εντέλει παράνομα και αντισυμβατικά δεν παρέδωσε τη συμφωνηθείσα ποσότητα καυσίμων ούτε επέστρεψε το καταβληθέν τίμημα, παρά τις προφορικές και έγγραφες οχλήσεις της και ότι αυτή η ενάγουσα πλέον δεν έχει κανένα συμφέρον από την εκπλήρωση της σύμβασης και επιθυμεί μόνο την αποζημίωσή της λόγω της αδυναμίας εκτέλεσης αυτής από αποκλειστική υπαιτιότητα της εναγόμενης. Ακολούθως αφού δήλωσε ότι παραιτείται από την άσκηση ενδίκων μέσων σε βάρος της με αριθμό 3831/2019 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε ως αόριστη η προγενέστερη με αριθμό …………../26.10.2018 αγωγή της, η ενάγουσα αιτήθηκε, προς αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας που υπέστη συνεπεία της αντισυμβατικής συμπεριφοράς της εναγόμενης, να υποχρεωθεί η τελευταία να της καταβάλει το ισόποσο σε ευρώ των 431.850,00 δολαρίων ΗΠΑ με βάση την επίσημη ισοτιμία δολαρίων ΗΠΑ προς ευρώ κατά την ημέρα της εξοφλήσεως, άλλως και επικουρικά το ποσό των 384.875,89 ευρώ κατά την από 23.6.2020 [ημερομηνία σύνταξης της αγωγής] ισοτιμία (1 € = 1,12205 $), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της καταβολής ημέρα (6.9.2017), άλλως και επικουρικά από την επομένη επίδοσης της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αφού διαπίστωσε, λόγω των στοιχείων αλλοδαπότητας της υπόθεσης με βάση τη lex fori δηλαδή το δίκαιο του δικάζοντος δικαστή, ότι η αγωγή επιδόθηκε εμπρόθεσμα στην εναγόμενη δηλαδή μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη μετ’επικλήσεως με αριθμό …………./1.7.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, ………., και ότι για το παραδεκτό της συζήτησης της οποίας κατατέθηκε σε νόμιμη μετάφραση από την αγγλική το πρακτικό για την υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης, κατ’ άρθρο 3 παρ. 2 του Ν. 4640/2019, έκρινε ότι έχει τοπική και υλική αρμοδιότητα και επομένως διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της υπόθεσης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 25 παρ. 2,33 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1α, 2, 3Α – Β ε, ι Ν. 2172/1993, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς και τα άρθρα 4 παρ. 1 του Κανονισμού 1215/2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις που ορίζει ότι: “Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους”, σε συνδυασμό με το άρθρο 7 παρ. 1 του ίδιου κανονισμού που ορίζει ότι :”Πρόσωπο που έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος:1) α) ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή”, και άρθρο 63 παρ. 1 του ίδιου κανονισμού που ορίζει ότι: “1. Για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, εταιρεία ή άλλο νομικό πρόσωπο έχει την κατοικία της στον τόπο στον οποίο έχει: α) την καταστατική της έδρα β) την κεντρική της διοίκηση ή γ) την κύρια εγκατάστασή της”. Ακολούθως έκρινε εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο για την ενδοσυμβατική ευθύνη της εναγομένης το ελληνικό, σύμφωνα με τη διάταξη του 4 παρ. 1 α του του κανονισμού 593/2008 της ΕΕ και του Συμβουλίου της 17.6.2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές “Ρώμη Ι’, που ορίζει ότι “1. Ελλείψει επιλογής του εφαρμοστέου στη σύμβαση δικαίου σύμφωνα με το άρθρο 3 και με την επιφύλαξη των άρθρων 5 έως 8, το εφαρμοστέο δίκαιο στη σύμβαση καθορίζεται ως εξής: α) η σύμβαση πώλησης αγαθών διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία ο πωλητής έχει τη συνήθη διαμονή του” και στη συγκεκριμένη περίπτωση η πωλήτρια είχε την έδρα της στο Πέραμα. Στη συνέχεια απέρριψε ισχυρισμό περί δεδικασμένου από την 3831/2019 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή με έρεισμα στις διατάξεις πωλήσεως και ανώμαλης εξέλιξης της ενοχής, και ως προς το αίτημα τοκοδοσίας από το χρόνο μετά την επίδοση της αγωγής και αφού διαπίστωσε ότι έχει καταβληθεί το δικαστικό ένσημο δέχθηκε την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε την εναγομένη ήδη εκκαλούσα να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό 431.850 δολαρίων ΗΠΑ με βάση την ισοτιμία με το ευρώ κατά το χρόνο πληρωμής και εντόκως από την επίδοση της αγωγής ενώ δεχόμενο σχετικό αίτημα καταδίκασε την εναγομένη στη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η εναγομένη ήδη εφεσίβλητη με την κρινόμενη έφεση της και τους διαλαμβανόμενους σε αυτή λόγους παραπονούμενη για εσφαλμένη εκτίμηση αποδείξεων, διότι δεν έγινε δεκτή η άρνηση του αγωγικού ισχυρισμού ότι αυτή ήταν η αντισυμβαλλομένη της ενάγουσας στη σύμβαση πώλησης, καθώς αυτή δεν νομιμοποιείτο παθητικά ισχυριζόμενη ότι ήταν μόνο η παραγγελιοδόχος, και ότιη αντισυμβαλλόμενη της ενάγουσας ήταν άλλο νομικό πρόσωπο, τρίτη εταιρία με την οποία αυτή (η εκκαλούσα) δεν είχε σχέση και επιπλέον επικαλείται εσφαλμένη εφαρμογή νόμου, διότι απορρίφθηκε ο ισχυρισμός της περί ανωτέρας βίας που οδήγησε στην ανώμαλη εξέλιξη της σύμβασης πώλησης και μάλιστα της επιβλήθηκε η δικαστική δαπάνη της ενάγουσας. Ακολούθως ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης προκειμένου να απορριφθεί η αγωγή.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68 και 73 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η νομιμοποίηση του διαδίκου, δηλαδή η εξουσία διεξαγωγής του δικαστικού αγώνα για συγκεκριμένη έννομη σχέση, αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης (ΑΠ 55/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 154/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 75/2018 ΝοΒ 2019.21, ΑΠ 401/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και ερευνάται και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της (ΑΠ 92/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 455/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 208/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1617/2011 ΝοΒ 2012.890). Η νομιμοποίηση συμπίπτει καταρχήν με την ιδιότητα του υποκειμένου του επίδικου δικαιώματος ή της υπό κρίση έννομης σχέσης, όπως αυτή, ως προς το αντικείμενο και τους φορείς της, καθορίζεται από τον κανόνα του ουσιαστικού δικαίου που καλείται σε εφαρμογή (ΟλΑΠ 18/2005 ΕλλΔνη 2005.706). Για το λόγο αυτό τα γεγονότα στα οποία θεμελιώνεται η (κατά κανόνα η συνήθης) νομιμοποίηση ταυτίζονται με τα περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωση και της ιστορικής βάσης της αγωγής (ΕφΠειρ 219/2021 ό.π., με παραπομπή σε Κ. Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, 2006, σελ. 68). Επομένως, νομιμοποιείται καταρχήν ως ενάγων ή εναγόμενος εκείνος που εμφανίζεται κατά το ουσιαστικό δίκαιο ως δικαιούχος ή υπόχρεος αντίστοιχα (ΑΠ 82/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 624/2018 ΕΝαυτΔ 2018.343). Στο στάδιο της έρευνας του παραδεκτού της αγωγής η κατά κανόνα νομιμοποίηση έχει χαρακτήρα τυπικό (Λ. Κιτσαράς, Η πλαγιαστική άσκηση των δικαιωμάτων, 2007, σ. 22) ή υποθετικό (Κ. Καλαβρός, Πολιτική Δικονομία, Γενικό Μέρος, 2016, παρ. 38, σ. 912, σημ. 1087), υπό την έννοια ότι ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της καταγόμενης προς κρίση έννομης σχέσης αρκεί για τη νομιμοποίηση αμφοτέρων (ΑΠ 380/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), χωρίς να ασκεί καταρχήν επιρροή η αλήθεια ή η αναλήθεια αυτού, έστω δηλαδή και αν το επίδικο ουσιαστικό δικαίωμα δεν υφίσταται στην πραγματικότητα ή είναι ξένο ως προς τους διαδίκους. Η επίκληση περιστατικών θεμελιωτικών της νομιμοποίησης καθιστά δυνατή την έκδοση απόφασης επί της ουσίας της διαφοράς, ενώ η έλλειψη συνδρομής της παραπάνω διαδικαστικής προϋπόθεσης συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής, χωρίς περαιτέρω έρευνα από το δικαστήριο. Η απόρριψη γίνεται τότε για λόγους τυπικούς και αποτελεί την κύρωση του απαραδέκτου που προκαλείται όταν, υπό τα επικαλούμενα, κάποιος από τους διαδίκους (ή και αμφότεροι) δεν έχει εξουσία διεξαγωγής της δίκης, επειδή δεν μετέχει στην επίδικη έννομη σχέση, δεν είναι δηλαδή φορέας του καταγόμενου στη δίκη δικαιώματος ή της αντίστοιχης υποχρέωσης [ΑΠ 1736/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ (Μον) 1221/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 224/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 112/2006 ΕπισκΕμπΔ 2006.520, ΕφΠειρ 455/2005 ΠειρΝ 2005.361]. Εξάλλου, αν τα πραγματικά περιστατικά που εκθέτει ο ενάγων ως θεμελιωτικά του δικαιώματος που ισχυρίζεται ότι έχει δεν ανταποκρίνονται στις προϋποθέσεις του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, η αγωγή απορρίπτεται ως νομικά αβάσιμη (ΑΠ 1595/2014 ΕΕμπΔ 2015.101, ΕφΠειρ 219/2021 με παραπομπή σε: Μ. Σταθόπουλος – Κ. Μπέης, Συρροή έλλειψης νομιμοποίησης και νομικώς αβασίμου της αγωγής, γνμδ. σε Δ 1994.278 επομ.), ενώ, αν τα πραγματικά περιστατικά των οποίων έγινε επίκληση προς θεμελίωση της νομιμοποίησης επάγονται μεν ως έννομη συνέπεια την κτήση του επίδικου δικαιώματος και τη γέννηση της αντίστοιχης υποχρέωσης αλλά παραμείνουν αναπόδεικτα κατά το στάδιο της έρευνας της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής, αυτή απορρίπτεται κατ’ ουσία [ΑΠ 455/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 60/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ (Μον) 19/2019 ΕπισκΕμπΔ 2019.499] λόγω ανυπαρξίας του δικαιώματος (ΑΠ 40/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Προϋποτίθεται βέβαια ότι τα στοιχεία της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης έχουν εκτεθεί στο αγωγικό δικόγραφο με πληρότητα, ώστε να προκύπτει ο σύνδεσμος του ενάγοντος και του εναγομένου προς την επίδικη έννομη σχέση, διότι στην αντίθετη περίπτωση, αν οι ελλείψεις δεν συμπληρωθούν παραδεκτώς κατ’ άρθρα 224 και 227 ΚΠολΔ, η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας (ΑΠ 1278/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 77/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 632/2014 ΕΕμπΔ 2015.350, ΑΠ 117/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 879/2004 Δ 2005.465). Η αμφισβήτηση της νομιμοποίησης από τον εναγόμενο συνιστά άρνηση της ιστορικής βάσης της αγωγής (ΑΠ 75/2018 ΝοΒ 2019.21, ΑΠ 569/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1311/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), το βάρος απόδειξης της οποίας φέρει ο ενάγων (ΑΠ 1718/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όταν, βέβαια, το προβαλλόμενο ελάττωμα της νομιμοποίησης σχετίζεται με τη διάγνωση του επιδίκου ουσιαστικού δικαιώματος, γιατί σε κάθε άλλη περίπτωση (όπως λ.χ. συμβαίνει όταν ο εναγόμενος, χωρίς να αρνείται τη γένεσή του, υποστηρίζει ότι ο ίδιος δεν είναι ο φορέας της εξ αυτού υποχρέωσης) ο σχετικός ισχυρισμός του συγκροτεί το περιεχόμενο ένστασης περί ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησης [ΕφΠειρ 219/2021, ΕφΠειρ (Μον) 19/2019 ό.π.]. Περαιτέρω η διάταξη του άρθρου 342 ΑΚ ορίζει ότι: “Ο οφειλέτης δεν γίνεται υπερήμερος, αν η καθυστέρηση της παροχής οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν έχει ευθύνη”. Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι την έλλειψη της υποκειμενικής προϋποθέσεως της ευθύνης του πρέπει σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις των άρθρων 336, 342 ΑΚ, να επικαλεστεί και να αποδείξει ο οφειλέτης, όπως άλλωστε συμβαίνει και στην περίπτωση της υπερημερίας, που επέρχεται κατ` άρθρο 341 παρ.1 ΑΚ και με την παρέλευση της δήλης ημέρας που συμφωνήθηκε, κατά την οποία ο οφειλέτης καταλύει τις στηριζόμενες στην υπερημερία του απαιτήσεις του δανειστή με την ένσταση ότι η καθυστέρηση της παροχής του οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν έχει ευθύνη (ΑΠ 1763/2011 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΕΔΙΚΠΟΛ 2012/82). Περαιτέρω, γεγονός για το οποίο δεν υπέχει ευθύνη ο οφειλέτης είναι το τυχηρό, υπό ευρεία έννοια, στην έννοια οποίου περιλαμβάνεται το τυχηρό, υπό στενή έννοια και η ανώτερη βία. Είναι ενδεχόμενο το τυχηρό περιστατικό για το δράστη να οφείλεται σε πταίσμα άλλου προσώπου. Ακριβώς γι’ αυτό, το πταίσμα ή τα τυχηρά εννοούνται σε σχέση με κάποιο πρόσωπο, στα οποίο και αποδίδονται. Ειδικότερα, η κατηγορία των τυχηρών, για την οποία χρησιμοποιείται ο όρος ανώτερη βία (vis major), περιλαμβάνει βασικά τις ακραίες περιπτώσεις εκείνων των περιστατικών, που είναι για τις ανθρώπινες δυνάμεις αδύνατο να αποτραπούν ή τουλάχιστον δυσκολότερα από ό,τι τα λοιπά τυχηρά, δηλαδή τα υπό στενή έννοια, που βρίσκονται πλησιέστερα προς την αμέλεια. Η υποκειμενική θεωρία περί ανώτερος βίας, που είναι και η κρατούσα Ελλάδα, τόσο στη θεωρία, όσο και στη νομολογία, διευρύνει κατ’ αποτέλεσμα τον κύκλο των περιστατικών ανώτερης βίας, περιλαμβάνοντας σ’ αυτά και γεγονότα “εσωτερικά”. Δηλαδή, δεν απαιτεί γι’ αυτά το στοιχείο της “έξωθεν” προελεύσεώς τους, αλλά θεωρεί κρίσιμο μόνο το ότι τα περιστατικά αυτά είναι απρόβλεπτα και αναπότρεπτα, ακόμη και “με μέτρα άκρας επιμέλειας και συνέσεως ενός συναλλασσόμενου”, όχι δηλαδή με μέτρα της συνηθισμένης επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου, που αποτελεί το κριτήριο διακρίσεως μεταξύ της αμέλειας και των τυχηρών γενικά (AH 599/2013, 513/2016 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΑθ 5897/2022 αδημ). Ειδικότερα, η έννοια της ανωτέρας βίας καλύπτει αναπότρεπτα και απρόβλεπτα περιστατικά, τα οποία δεν εμπίπτουν στην σφαίρα επιρροής ή κινδύνων ενός συναλλασσόμενου. Μεταξύ άλλων, η ανωτέρα βία καταλαμβάνει πολέμους, στάσεις ή ένοπλες συγκρούσεις, επαναστάσεις ή πραξικοπήματα κυβερνητικές απαγορεύσεις παγκόσμιες οικονομικές κρίσεις, φυσικές καταστροφές, συνακόλουθα κατ’ αρχήν και επιδημίες ή πανδημίες. Τα γεγονότα αυτά ενδιαφέρουν νομικώς εφόσον εμποδίζουν ένα μέρος, εν μέρει ή εν όλω, προσωρινά ή οριστικά, να εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις (Impossibilium nulla est obligatio), συχνά μάλιστα θα πλήττουν αμφότερα (και ενδεχομένως εξίσου) τα μέρη ενός συμβατικού δεσμού. Ανάλογα δε με την περίσταση, η ανωτέρω βία μπορεί, μεταξύ άλλων, να επιφέρει αναστολή εκτέλεσης μιας συμβάσεις, προσωρινή ή οριστική απαλλαγή ενός οφειλέτη από τις υποχρεώσεις του, κ.α. Στο πλαίσιο αμφοτεροβαρούς συμβάσεως, η ανωτέρα βία μπορεί να οδηγήσει σε κοινή απαλλαγή των μερών, ενώ τυχόν καταβληθείσες παροχές επιτρέπονται τότε με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (βλ. αρ. 380,904 Επ. ΑΚ). Επίσης, η ανώτερα βία απαλλάσσει τον δανειστή από την υποχρέωση καταβολής της αντιπαροχής του (λ.χ. αμοιβής), εάν, μολονότι ο οφειλέτης προσφέρει ή είναι έτοιμος να προσφέρει την παροχή του (πραγματικώς και προσηκόντως κατ’ 349 ΑΚ), η αδυναμία του δανειστή να αποδεχθεί την παροχή ανάγεται σε τέτοιο γεγονός ανωτέρας βίας (πρόκειται εδώ για μία συσταλτική ερμηνεία της έννοιας της υπερημερίας δανειστή στην παρ. 2 του άρθρου 381 ΑΚ, σε συνδ. και με argumentum εκ του αρ. 656 ΑΚ – τυχόν έξοδα, όμως, του οφειλέτη για την ατελεσφόρητη προσφορά της παροχής θα οφείλονται κατ’ άρ. 358 ΑΚ). Περαιτέρω, η ανωτέρα βία εμποδίζει την περιέλευση του καθυστερούντος την εκπλήρωση οφειλέτη σε κατάσταση υπερημερίας (βλ. αρ. 342 ΑΚ), περιάγοντάς τον, κατ’ ουσίαν, σε κατάσταση προσωρινής ανυπαίτιας αδυναμίας παροχής (ΕφΑθ 3177/2023 αδημ.). Τέλος η μορφή κατάχρησης του θεσμού της εταιρείας εκδηλώνεται κυρίως στις περιπτώσεις που ο κυρίαρχος μέτοχος ή εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα της εταιρείας για να καταστρατηγήσει το νόμο (λ.χ. να παρακάμψει απαγόρευση που τον δεσμεύει ως φυσικό πρόσωπο) ή για να προκαλέσει με δόλο ζημία σε τρίτο (οπότε θα ανακύπτει και αδικοπρακτική ευθύνη του) ή για να αποφευχθεί η εκπλήρωση είτε εταιρικών είτε ατομικών υποχρεώσεών του, που δημιουργήθηκαν καθ` υπέρβαση των πραγματικών εταιρικών ή ατομικών του δυνατοτήτων του, κριτήρια δε ενδεικτικά μιας τέτοιας κατάχρησης είναι προπάντων η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρείας και η σύγχυση της εταιρικής με την ατομική περιουσία του, αφού εξ αιτίας μεν της ελλιπούς χρηματοδότησης ο επιχειρηματίας μεταφέρει αθέμιτα στους δανειστές της εταιρείας τους κινδύνους από τη δική του στην ουσία επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ αθέμιτα και στην περίπτωση της σύγχυσης των περιουσιών χρησιμοποιεί την εταιρική περιουσία για τις δικές του δραστηριότητες ή αντιστρόφως επωφελείται η εταιρεία σε βάρος των ατομικών του δανειστών. Ασφαλώς καταχρηστική είναι και η συμπεριφορά του βασικού μετόχου ή εταίρου που συναλλάσσεται με παρένθετο πρόσωπο την εταιρεία, όταν η εταιρεία δεν έχει εταιρική οργάνωση ή δεν έχει αναπτύξει επιχειρηματική δράση και είναι αυτός στην ουσία που συναλλάσσεται υπό την εταιρική επωνυμία για δικό του όφελος. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ως κύρωση επιβαλλόμενη προς αποφυγή της κατάχρησης, προσήκει η άρση ή η κάμψη της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας ή κατ` άλλη έκφραση η διείσδυση στο υπόστρωμά της και η επέκταση από την εταιρεία στους μετόχους ή εταίρους των συνεπειών που την αφορούν ή αντιστρόφως η επέκταση των αντίστοιχων συνεπειών από τους μετόχους ή εταίρους στην εταιρεία, ιδιαίτερα όταν οι τρίτοι, που συμβλήθηκαν με την εταιρεία ή το βασικό μέτοχο ή εταίρο της, οδηγήθηκαν στη συγκεκριμένη συναλλαγή εξαιτίας της εμφανιζόμενης σ` αυτούς παραλλαγμένης κατάστασης. Σε κάθε πάντως περίπτωση η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου είναι προσωρινή και περιορισμένη, δηλαδή δεν καταλύεται η ίδια η νομική προσωπικότητα της εταιρείας, αλλά παραμερίζεται μόνο για τη συγκεκριμένη συναλλαγή η περιουσιακή αυτοτέλειά της, με την έννοια ότι η εταιρεία ή αναλόγως ο βασικός μέτοχος ή εταίρος της παραμένουν οφειλέτες, που ευθύνονται πλέον από κοινού και εις ολόκληρο (άρθρ. 481 ΑΚ) για τις ζημιογόνες συνέπειες (άρθρ. 926 ΑΚ) της συναλλαγής τους, δηλαδή δημιουργείται ένας πρόσθετος οφειλέτης, στον οποίο επεκτείνονται (διαχέονται) οι συνέπειες αυτές με κατεύθυνση είτε από την εταιρεία προς το βασικό μέτοχο ή εταίρο είτε με αντίστροφη κατεύθυνση. Με διαφορετική άλλωστε εκδοχή, δηλαδή αν αποκλεισθεί η ευθύνη της εταιρείας ή αναλόγως του βασικού μετόχου ή εταίρου της και γίνει δεκτή η ευθύνη του ενός μόνον απ` αυτούς, θα υφίσταται το νομικό παράδοξο να διατηρείται μεν για την εταιρεία ή το βασικό μέτοχο ή εταίρο ο ενοχικός δεσμός από τη συναλλαγή τους, να μην αναδύονται όμως γι` αυτούς έννομες συνέπειες και μάλιστα, στην περίπτωση αυτή, θα μπορούν να επικαλεσθούν τη μεταφορά (μετακύλιση) των συνεπειών από την εταιρεία στο βασικό μέτοχο ή εταίρο της ή αντιστρόφως, από το μέτοχο αυτό ή εταίρο στην εταιρεία και τον αποκλεισμό έτσι της ευθύνης του άλλου, όχι μόνον οι αντισυμβαλλόμενοι, αλλά και τρίτα πρόσωπα ως προς τη συγκεκριμένη συναλλαγή, μολονότι η κάμψη της νομικής προσωπικότητας δεν προϋποθέτει διαπλαστική δήλωση του ενδιαφερομένου, αλλά ως έννομη κατάσταση, που συνεπάγεται αντίστοιχες έννομες συνέπειες, προκύπτει αυτοδικαίως, εφόσον υπάρξει κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας (ΕφΠειρ 467/2024 δημοσιευμένη σε ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς).
Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, όπως ένορκες βεβαιώσεις που δόθηκαν στα πλαίσια άλλης δίκης, όπως η προσκομιζόμενη με αριθμό 21640/2019 και οι με αριθμό 945/2018 και 1660/2018 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που λήφθηκαν κατά τη διαδικασία περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, από τη με αριθμό ………./6.10.2020 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος ……….., προσωρινά ανέργου, πρώην εργαζόμενης στην εκκαλούσα, που λήφθηκε ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς με επιμέλεια της εναγόμενης μετά από προηγούμενη κλήτευση του άλλου διάδικου μέρους σύμφωνα με τη με αριθμό …../30.9.2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, …………, και αφού ληφθούν υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 3 του ΚΠολΔ) τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα αλλοδαπή εταιρεία με έδρα τα νησιά …. έχει ως αντικείμενο εργασιών την εμπορία καυσίμων. Αυτή το 2017 σύναψε την από 5.7.2017 σύμβαση με την εναγόμενη ήδη εκκαλούσα που εδρεύει στο ….. Αττικής, δυνάμει της οποίας η τελευταία ανέλαβε την πώληση σ’ αυτήν καυσίμων, τύπου IFO 380 RMG (3,50% S): ISO 8217:2010 και LS MGO (MARINE GASS ΟΙL) DMA (0,1% S): ISO 8217: 2010, για τη χρονική περίοδο από την 1η Ιουλίου 2017 έως την 30ή Ιουνίου 2018. Τα ανωτέρω προϊόντα η πωλήτρια εναγόμενη εταιρεία συμφωνήθηκε να παραδίδει σε πλοία στο λιμάνι του Πειραιά, μέσω των φορτηγίδων «ΑΖΙΙ» και «ΑΖΙΙΙ”. Στις προερχόμενες από την προαναφερόμενη σύμβαση υποχρεώσεις της εναγομένης συμπεριλαμβανόταν, μετά την από την αγοράστρια υπόδειξη της ημερομηνίας άφιξης του πλοίου και του όγκου καυσίμου, το αργότερο επτά (7) εργάσιμες ημέρες πριν την εκτιμώμενη ώρα άφιξης του πλοίου, η υποχρέωση, στην περίπτωση που οι προαναφερθείσες φορτηγίδες δεν ήταν διαθέσιμες για οποιονδήποτε λόγο, να παρέχει μία εναλλακτική φορτηγίδα για να κάνει την παράδοση εμπροθέσμως, ενώ συμφωνήθηκε η ενάγουσα να προκαταβάλει το τίμημα της εκάστοτε αγοράς με μετρητά (βλ. σχετ. 1). Στο πλαίσιο της σύμβασης αυτής, η ενάγουσα γνωστοποίησε στην εναγόμενη με το από 31.8.2017 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ότι στις 11.9.2017 αναμενόταν να διέλθει για πετρέλευση από το λιμάνι του Πειραιά το πλοίο «ΑH», για το οποίο απαιτείτο καύσιμο τύπου μαζούτ (HFO) ποσότητας 1.400 mt RMG 380, που θα τιμολογείτο με ημερομηνία 4.9.2017. Το σχετικό μήνυμα απευθυνόταν στον υπάλληλο της εναγόμενης (financial manager) κατά το χρονικό διάστημα που εδώ ενδιαφέρει και σύμφωνα με την εκτύπωση της επαγγελματικής ιστοσελίδας ……… (σχετ. 8α), …….. Περαιτέρω, με το από 8.9.2017 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της κυπριακής εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……….» προς την ενάγουσα (σχετ. 7), ακολούθησε επιβεβαίωση της παραγγελίας καυσίμων (……/8.9.2017) για το ανωτέρω πλοίο, στην οποία η εναγόμενη εταιρεία αναφέρεται ως «υλικός προμηθευτής (“physical supplier”) και επιπλέον αναφερόταν ότι θα εφαρμόζονταν οι γενικοί όροι και συνθήκες πώλησης της εταιρείας “……..”, ενώ πράκτορας αναφέρεται η ……… Ως εκδότρια του από 5.9.2017 με αριθμό …./2017 προτιμολόγιου, συνολικού ποσού 431.850,00 δολαρίων ΗΠΑ, το οποίο παρουσίαζε μείωση κατά ποσό 886,10 δολ ΗΠΑ λόγω διαφοράς από προηγούμενη συναλλαγή, ήτοι ποσό 430.986,90 δολ ΗΠΑ, αναφερόταν η εταιρία ……………., αλλά το γεγονός αυτό διαπιστώθηκε από την ενάγουσα μετά την παρακάτω αναφερόμενη ανώμαλη εξέλιξη της ενοχής εκ της σύμβασης, σύμφωνα με τα όσα αναφέρει η εργαζόμενη στην ενάγουσα …………. Το προαναφερόμενο ποσό προπληρώθηκε από την αγοράστρια ενάγουσα, όπως γινόταν κάθε φορά. Συγκεκριμένα αυτό το ποσό μεταφέρθηκε από τον λογαριασμό της τον οποίο τηρούσε στο υποκατάστημα «……..», στο λογαριασμό της ως προαναφερόμενης εταιρείας «……….», που τηρείτο στην “………….” και από την οποία αφαιρέθηκαν έξοδα 17 δολαρίων τα οποία δεν αναφέρθηκε ότι αποδόθηκαν στην εναγομένη ως μεσίτρια. Κατόπιν προκαταβολής του ως άνω τιμήματος, φορτώθηκε με την υπό στοιχεία ……/9.9.2017 φoρτωτική από την εναγόμενη εταιρεία, βάσει της οικείας διασαφήσεως τελωνείου Δ’ Πειραιά, στο δεξαμενόπλοιο «ΑΖΙΙ», νηολογίου Πειραιώς ……., το οποίο είχε ναυλώσει η εναγομένη δυνάμει της από 29.4.2016 σύμβασης που είχε καταρτίσει στο Πέραμα με την πλοιοκτήτρια «……………….» (σχετ. 8), στις βιομηχανικές εγκαταστάσεις της «………» στον ………. με προορισμό το Ικόνιο, όπου θα παραδιδόταν στο πλοίο «ΑH», η αναγραφόμενη στην φορτωτική ποσότητα καυσίμων ναυτιλίας. Στο εν λόγω δεξαμενόπλοιο φορτώθηκε και επιπλέον ποσότητα καυσίμων, που προοριζόταν για άλλα πλοία. Ωστόσο, το δεξαμενόπλοιο «ΑΖΙΙ» βυθίστηκε έμφορτο στις 10.9.2017 κοντά στη νησίδα Αταλάντη, με συνέπεια η πωληθείσα ποσότητα καυσίμων να μην παραδοθεί στο ως άνω πλοίο για το οποίο προοριζόταν. Η εφεσίβλητη απέστειλε την από 28.3.2018 εξώδικη διαμαρτυρία της, που απευθυνόταν προς την εναγόμενη εταιρεία και την ως άνω εταιρεία «…………», που επιδόθηκε στον ……………., ως νόμιμο εκπρόσωπο αυτών, και ακολούθως την 29.3.2018, η ήδη εφεσίβλητη αιτήθηκε την άμεση παράδοση ισόποσου φορτίου ιδίου τύπου, άλλως την επιστροφή του τιμήματος αγοραπωλησίας ύψους 431.850,00 δολ. ΗΠΑ κατά τα προαναφερόμενα, ωστόσο ούτε το φορτίο παραδόθηκε ούτε το τίμημα επιστράφηκε. Με την άσκηση της κρινόμενης αγωγής η ενάγουσα, αφού δήλωσε ότι δεν έχει πλέον συμφέρον στην εκπλήρωση της παροχής, ζήτησε αποζημίωση λόγω της μη εκπλήρωσης αυτής. Η εναγομένη πρωτίστως χωρίς να συνομολογεί την υποχρέωση προς καταβολή αποζημίωσης αρνήθηκε τη συνδρομή της διαδικαστικής προϋπόθεσης της παθητικής νομιμοποίησης, αφού ισχυρίστηκε ότι αντισυμβαλλόμενη της ενάγουσας ήταν η ως άνω κυπριακή εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…………..», και ότι η ίδια δε υπήρξε μόνο φυσικός προμηθευτής των καυσίμων, καθόσον μόνο αυτή κατέχει την απαιτούμενη άδεια εμπορίας ναυτιλιακών καυσίμων, και ότι συνεπώς δεν ευθύνεται η ίδια σε αποζημίωση. Ισχυρίστηκε δε η εναγομένη ότι κυπριακή και ελληνική εταιρία είναι δύο διαφορετικά νομικά πρόσωπα διότι α) η κυπριακή εταιρία δεν έχει εγκατάσταση στην Ελλάδα, β) οι ηλεκτρονικές διευθύνεις των δύο εταιριών είναι διαφορετικές διότι η ηλεκτρονική της διεύθυνση είναι ……….. ή ……….. και στις παραπάνω διευθύνσεις της απέστελνε μηνύματα η ενάγουσα για την επιβεβαίωση της παραγγελίας και πληρωμή του τιμολογίου της κυπριακής εταιρίας και ότι η ηλεκτρονική της διεύθυνση δεν έχει σχέση με την ηλεκτρονική διεύθυνση της κυπριακής εταιρίας ……….., το ποσό των 431.850 δολαρίων ΗΠΑ καταβλήθηκε στον με αριθμό ……… λογαριασμό της κυπριακής εταιρίας με την οποία ίδια δεν έχει καμία σχέση και ότι συνεπώς ακόμα και αν υφίστατο η αξίωση της ενάγουσας ότι αυτή δεν νομιμοποιείται παθητικά. Πέραν του ότι τόσο οι ηλεκτρονικές διευθύνσεις που αναφέρει η εναγομένη ήδη εκκαλούσα αλλά και οι επωνυμίες των δύο εταιριών παρουσιάζουν τέτοια μεγάλη ομοιότητα που είναι δυνατόν να δημιουργείται σύγχυση στον αντισυμβαλλόμενο, καθόσον έχουν παρόμοιο αντικείμενο εργασιών με τη διαφορά ότι η κυπριακή εταιρία δεν διαθέτει άδεια εμπορίας ναυτιλιακών καυσίμων, η εκκαλούσα δεν εξηγεί για ποιο λόγο αν η αντισυμβαλλομένη της ενάγουσας στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν η κυπριακή εταιρία με την οποία, όπως προαναφέρθηκε, αυτή έχει παρόμοια επωνυμία, κατάρτισε η ίδια την από 5.7.2017 σύμβαση προμήθειας καυσίμων με την ενάγουσα, στην οποία μάλιστα δεν αναγράφεται ούτε η εναγομένη επικαλείται κάποιο ποσοστό προμήθειας που λαμβάνουν κατά τα διδάγματα κοινής πείρας οι ναυλομεσίτες κάθε είδους, ενώ η προμήθεια ναυλομεσίτη ύψους 17 δολαρίων ΗΠΑ, που αναγράφεται στον με αριθμό ……… λογαριασμό της κυπριακής εταιρίας στη Σιγκαπούρη και αφορά τη συγκεκριμένη συναλλαγή, είναι πολύ μικρή για να αφορά αμοιβή της εναγομένης για τη συναλλαγή αυτού του ύψους. Μάλιστα η προαναφερόμενη σύμβαση-πλαίσιο μεταξύ των ήδη αντιδίκων, α) καλύπτει την ένδικη χρονική περίοδο, β) αφορά στον τύπο των καυσίμων που ήταν παραδοτέα στο πλοίο «AH», και γ) προβλέπει την παράδοση τους μέσω των φορτηγίδων «ΑΖ ΙΙ” και «ΑΖ ΙΙΙ» και την προεξόφληση του τιμήματος. Στη σύμβαση δηλαδή περιγράφεται συναλλαγή, όπως η ένδικη, στην οποία η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι μόνο μεσολάβησε. Εξάλλου αν η εκκαλούσα ήταν μόνο η μεσίτρια και όχι η πωλήτρια των καυσίμων στο από 31.8.2017 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του αρμόδιου υπαλλήλου της ενάγουσας ….…… προς τον υπάλληλο της εναγόμενης ………, δεν θα γινόταν ρητή αναφορά στην σύμβαση μεταξύ των διαδίκων μερών στον Πειραιά (σχετ. 4). Αντιθέτως στα πλαίσια άλλης δίκης, η ιδιωτική υπάλληλος στην ενάγουσα …….. κατέθεσε ότι η ένδικη σύμβαση πώλησης καυσίμων εντάσσεται στην από 5.7.2017 σύμβαση – πλαίσιο, δυνάμει της οποίας αντισυμβαλλόμενη της ενάγουσας και πωλήτρια ήταν η εναγόμενη, η οποία και κατέστη υπερήμερη ως προς τη συμβατική της υποχρέωση για παράδοση του πωληθέντος φορτίου. Το γεγονός ότι το τίμημα καταβλήθηκε σε τραπεζικό λογαριασμό της «…………», η οποία και εξέδωσε το σχετικό προτιμολόγιο, δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι πραγματική αντισυμβαλόμενη ήταν η προαναφερόμενη κυπριακή εταιρία, διότι σύμφωνα με την προαναφερόμενη ιδιωτική υπάλληλο που γνωρίζει εξ ιδίας αντιλήψεως τη μορφή συνεργασίας, αυτό αποτελούσε πάγια πρακτική, που εξυπηρετούσε (πρωτίστως) τα συμφέροντα της εναγόμενης εταιρείας, για λογαριασμό της οποίας εισέπραξε το τίμημα η κυπριακή εταιρεία. Για το λόγο αυτό σύμφωνα με την προαναφερόμενη υπάλληλο ενώ στην παραγγελία αναγράφεται ως πωλήτρια η κυπριακή εταιρία, το σχετικό τιμολόγιο θα εξέδιδε η εναγομένη, και γι’αυτό η ενάγουσα προκατέβαλε το τίμημα όπως είχε συμφωνήσει στα πλαίσια της συνεργασίας της με την εναγομένη. Να σημειωθεί βέβαια ότι η εφεσίβλητη προβάλει ισχυρισμό περί αυτοτέλειας νομικού προσώπου πλην όμως στηριζόμενη επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, διότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι εναγόμενο ένα φυσικό πρόσωπο που εκμεταλλεύεται για δικό του λογαριασμό ένα ή περισσότερα πλοία και επειδή δεν επιθυμεί να διακινδυνεύσει απεριόριστα κεφάλαια συνιστά μία ή περισσότερες εταιρείες στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό της Χώρας με σκοπό την ανάθεση της διαχείρισής τους των περιουσιακών αυτών στοιχείων στην εταιρία που ιδρύεται για το σκοπό αυτό και ενεργεί για λογαριασμό του και με αυτόν τον τρόπο τον έλεγχο των νομικών προσώπων διατηρεί ο επιχειρηματίας, που συμμετέχει κατά κανόνα και στη διοίκησή τους και ως κύριος μέτοχος κερδοσκοπεί έμμεσα με την απόληψη των κερδών. Στη συγκεκριμένη περίπτωση στην Κύπρο έχει ιδρυθεί ένα νομικό πρόσωπο με παρόμοια ονομασία με αυτή της εναγομένης εταιρίας, στου οποίου νομικού προσώπου το διοικητικό συμβούλιο εμφανίζονται άλλα νομικά πρόσωπα, όπως θα αναφερθεί και πιο κάτω, και το οποίο χρησιμοποιείται για την δραστηριότητα της εναγομένης η οποία δηλώνει μόνο ότι μεσολαβεί στη δραστηριότητα αυτή προκειμένου να μην επωμίζεται την ευθύνη. Όμως η παρόμοια επωνυμία ελληνικής και κυπριακής εταιρίας καθόσον η επωνυμία της εκκαλούσας ανώνυμης εταιρίας είναι ………. και της κυπριακής εταιρίας …………., σε συνδυασμό με το γεγονός ότι έχουν το ίδιο αντικείμενο εργασιών καταδεικνύει την εξάρτηση ανάμεσα στα νομικά πρόσωπα και ότι η κυπριακή εταιρία είναι μια χαρτοεταιρία, προκειμένου η εκκαλούσα να δημιουργεί προσκόμματα στις τυχόν διεκδικήσεις των αξιώσεων των αντισυμβαλλομένων της εκ της συγκεκριμένης εμπορικής της δραστηριότητας. Μάλιστα αναφορικά με την κυπριακή εταιρία «………….», αποδεικνύεται ότι πρόκειται για εταιρεία στελεχωμένη ως επί το πλείστον από νομικά πρόσωπα, με Διευθυντή κατά το χρονικό διάστημα 31.12.2018 – 20.9.2019 την εταιρεία «……..» και Γραμματείς διαδοχικά έως την 20ή.9.2Ο19 τις εταιρείες ……….», «……….» και «………., οι οποίες ήταν και μέτοχοί της, ενώ το μετοχικό της κεφάλαιο αποτελείται από 1.000 μετοχές του ενός ευρώ. Εξάλλου από την προσκομιζόμενη μετ’επικλήσεως ηλεκτρονική αλληλογραφία αποδεικνύεται ότι τα απασχολούμενα στην εναγόμενη πρόσωπα απαντούσαν μέσω ηλεκτρονικών μηνυμάτων και για λογαριασμό της κυπριακής εταιρείας. Ενδεικτικά αναφέρεται το από 5.9.2017 μήνυμα που απεστάλη στην ενάγουσα μέσω της διεύθυνσης ηλεκτρονικού ταχυδρομείου «………….», η οποία παραπέμπει στη «…….» και το οποίο υπογράφει ως αποστολέας ο υπάλληλος της εναγόμενης ………., όπως δεν αμφισβητείται. Επίσης, το από 21.6.2017 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που απεστάλη στην ενάγουσα από την ίδια ως άνω ηλεκτρονική διεύθυνση “…………», σε σχέση με την πετρέλευση του πλοίου “MP” υπογράφεται από την ………., η οποία είναι θυγατέρα του νομίμου εκπροσώπου της εναγόμενης ……….. και μάλιστα, κατά τον ένδικο χρόνο ήταν, μέλος του Δ.Σ. της εναγόμενης εταιρείας, όπως προκύπτει από τη με αριθμό πρωτ. 833722/7.7.2017 Ανακοίνωση του Τμήματος Μητρώου/Υπηρεσίας ΓΕ.ΜΗ., που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η ενάγουσα. Από όλα τα προαναφερόμενα μπορεί να εξαχθεί ασφαλώς το συμπέρασμα ότι η «…………» αποτελεί μία εταιρία-όχημα, που δεν διαθέτει αυτόνομη διοίκηση και λειτουργία, αλλά έχει συσταθεί προκειμένου να εξυπηρετεί τους σκοπούς της εναγόμενης ελληνικής εταιρίας. Σε αντίθετη δικανική κρίση δεν μπορεί να οδηγήσουν τα όσα αντιφατικά καταθέτει με επιμέλεια της εναγόμενης εταιρείας η …………., που απασχολούνταν σ’ αυτήν κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, δεδομένου ότι αυτή επιβεβαιώνει τα όσα αναφέρονται στην αγωγή ότι αντισυμβαλλόμενη της ενάγουσας ήταν η εναγομένη για την οποία και κατατέθηκε το τίμημα των καυσίμων, και αναφέρει ότι τα διάδικα μέρη υπέγραψαν τον Ιούλιο του 2017 σύμβαση προμήθειας ναυτιλιακών καυσίμων διάρκειας ενός έτους, στη συνέχεια επισημαίνει ότι τη συγκεκριμένη παραγγελία προς φόρτωση την έλαβαν στην εναγομένη μέσω μιας μεσιτικής εταιρίας στην Κύπρο, δηλαδή εμφανίζει ως τρίτο, δηλαδή μεσίτη, στη συγκεκριμένη συναλλαγή την Κυπριακή εταιρία. Η κρίση του δικαστηρίου ενισχύεται καθώς μετά τη βύθιση του ΑΖΙΙ, η εναγομένη μερίμνησε για τη ναύλωση του υπό ελληνική σημεία δεξαμενόπλοιου Λ, κυριότητας της εταιρίας ……. (σχετ. 17) και του δεξαμενόπλοιου Σ. κυριότητας της εταιρίας “………..¨(σχετ. 16), προκειμένου να φορτωθεί και να μεταφερθεί στα διυλιστήρια των …………. στον …… οιαδήποτε ποσότητα πετρελαίου αντληθεί από το δεξαμενόπλοιο ΑΖΙΙ, χωρίς οιαδήποτε συμμετοχή της κυπριακής εταιρείας, πράγμα που δε θα συνέβαινε αν η τελευταία ήταν η πωλήτρια της ένδικης ποσότητας ναυτιλιακών καυσίμων, που αποτελούσε και το μεγαλύτερο μέρος του, καθόσον αυτή θα είχε τη σχετική συμβατική υποχρέωση παράδοσης, η παράβαση της οποίας θα επέσυρε σε βάρος της τις προβλεπόμενες συνέπειες. Αυτό αποδεικνύεται και από το ηλεκτρονικό μήνυμα του ……. εργαζόμενου στα ……. ο οποίος στις 18.8.2018 αναφέρει ότι το προϊόν επεξεργασίας που αντλήθηκε από το ναυάγιο του δεξαμενόπλοιου ΑΖΙΙ παραδόθηκε στην κυρία του προϊόντος (βλ. σχετ. 14) δηλαδή την εναγομένη. Κρίνοντας το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι η εναγομένη ήταν η αντισυμβαλλομένη της ενάγουσας στην προαναφερόμενη σύμβαση αγοραπωλησίας καυσίμων και όχι παραγγελιοδόχος σε σύμβαση που καταρτίστηκε με τη μη διάδικο κυπριακή εταιρία με την οποία έχουν τη λέξη ….. αμφότερες στην επωνυμία τους, όπως αυτή αβάσιμα ισχυρίζεται με τους τέσσερις πρώτους συναφείς λόγους έφεσης και κρίνοντας επομένως ότι νομιμοποιείται παθητικά επί της κρινόμενης αγωγής ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και τα όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται στους προαναφερόμενους λόγους έφεσης κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα.
Περαιτέρω, όπως προαναφέρθηκε, αποδείχθηκε ότι, μετά τη βύθιση του «ΑΖΙΙ» η εναγόμενη εταιρεία ναύλωσε τα δεξαμενόπλοια «Λ” και «Σ», δυνάμει αντιστοίχως των από 12.9.2017 και 21.9.2017 ιδιωτικών συμφωνητικών ναυλώσεως πλοίου κατά ημέρα, με σκοπό τη φόρτωση, μεταφορά και εκφόρτωση ‘στα διυλιστήρια της εταιρίας …… στον Ασπρόπυργο ή όπου αλλού όριζε η ναυλώτρια, οιασδήποτε ποιότητας και ποσότητας πετρελαίου που θα αντλούνταν από το δεξαμενόπλοιο «ΑΖΙΙ». Ένα μέρος των απαντληθέντων καυσίμων, που αποτελούσε, σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως από την εναγόμενη εκθέσεις εξέτασης δείγματος, μαζούτ, στο οποίο ανιχνεύθηκε και ποσοστό πετρελαίου (σε κάποια από τα δείγματα), άλλως πετρέλαιο ναυτιλίας, παρέμεινε επί του δεξαμενόπλοιου «Λ” επί εξάμηνο περίπου, έως ότου, κατόπιν εντολής της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιά, απομακρύνθηκε, προς αποφυγή (νέας) θαλάσσιας ρύπανσης. Μέρος από το απαντληθέν φορτίο, μεταφέρθηκε και διυλίσθηκε στα διυλιστήρια της “…..” και της «…….», στη συνέχεια δε παραδόθηκε σε άλλους παραγγείλαντες καύσιμα, πράγμα που δεν συνέβη, ωστόσο, στην περίπτωση της ενάγουσας. Ο ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι η ενάγουσα, αν και προσκλήθηκε προς τούτο από αυτήν, δεν μερίμνησε ώστε ν’ αναλάβει την ποσότητα καυσίμων που της αναλογούσε από το δεξαμενόπλοιο «Λ», παρά την παραμονή σ’ αυτό επί μακρό χρόνο ικανής ποσότητας καυσίμων, με συνέπεια η ίδια (η εκκαλούσα) να μην ευθύνεται για τη ζημία που της προκλήθηκε, πέραν της αοριστίας του αν ήθελε εκτιμηθεί ως η ένσταση του άρθρου 300ΑΚ είναι απορριπτέος διότι η ποσότητα των καυσίμων ήταν κομίσιμη και όχι άρσιμη παροχή και συνεπώς η ενάγουσα εφεσίβλητη δεν είχε υποχρέωση να μεριμνήσει να αναλάβει την ποσότητα του καυσίμου που απαντλήθηκε σύμφωνα και με την ως άνω από 5.7.2017 σύμβαση, κατά την οποία, όπως προεκτέθηκε η πωλήτρια είχε αναλάβει την παράδοση της πωληθείσας ποσότητας καυσίμων με δικά της (της εναγόμενης) μέσα στο εκάστοτε ορισθησόμενο πλοίο, συμβατική υποχρέωση την οποία εν προκειμένω παρέβη. Σημειώνεται ότι όπως προαναφέρθηκε, γεγονός για το οποίο δεν υπέχει ευθύνη ο οφειλέτης είναι το τυχηρό, υπό ευρεία έννοια, στην έννοια οποίου περιλαμβάνεται το τυχηρό, υπό στενή έννοια και η ανώτερη βία και είναι ενδεχόμενο το τυχηρό περιστατικό για το δράστη να οφείλεται σε πταίσμα άλλου προσώπου. Ακριβώς γι’ αυτό, το πταίσμα ή τα τυχηρά εννοούνται σε σχέση με κάποιο πρόσωπο, στα οποίο και αποδίδονται. Η ανώτερη βία όμως περιλαμβάνει βασικά τις ακραίες περιπτώσεις εκείνων των περιστατικών, που είναι για τις ανθρώπινες δυνάμεις αδύνατο να αποτραπούν ή τουλάχιστον δυσκολότερα από ό,τι τα λοιπά τυχηρά, δηλαδή τα υπό στενή έννοια, που βρίσκονται πλησιέστερα προς την αμέλεια. Δηλαδή, δεν απαιτεί γι’ αυτά το στοιχείο της “έξωθεν” προελεύσεώς τους, αλλά θεωρεί κρίσιμο μόνο το ότι τα περιστατικά αυτά είναι απρόβλεπτα και αναπότρεπτα, ακόμη και “με μέτρα άκρας επιμέλειας και συνέσεως ενός συναλλασσόμενου”, όχι δηλαδή με μέτρα της συνηθισμένης επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου, που αποτελεί το κριτήριο διακρίσεως μεταξύ της αμέλειας και των τυχηρών γενικά και καλύπτει αναπότρεπτα και απρόβλεπτα περιστατικά, τα οποία δεν εμπίπτουν στην σφαίρα επιρροής ή κινδύνων ενός συναλλασσόμενου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση επομένως δεν αποδείχθηκε ότι μεσολάβησε τέτοιο απρόβλεπτο περιστατικό που δεν μπορούσε να αποτραπεί που εμπόδισε την εναγομένη να εκπληρώσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις και που επομένως εμπόδισε την περιέλευση αυτής σε κατάσταση υπερημερίας και την οδήγησε σε κατάσταση προσωρινής ανυπαίτιας αδυναμίας παροχής. Τούτο δε διότι το γεγονός της βύθισης του δεξαμενόπλοιου «ΑΖΙΙ» δεν ήταν αυτό που προκάλεσε από μόνο του την ανώμαλη εξέλιξη της ένδικης σύμβασης πώλησης, αφού, μετά τη βύθιση μέρος της ποσότητας των ναυτιλιακών καυσίμων που είχαν φορτωθεί απαντλήθηκε, διυλίσθηκε και παραδόθηκε στους παραλήπτες του. Επιπλέον η εναγομένη και μεταγενέστερα αν και γνώριζε τη συμβατική της υποχρέωση και παρά τις σχετικές, αρχικά προφορικώς και στη συνέχεια εγγράφως, οχλήσεις της ενάγουσας από υπαιτιότητά της δεν μερίμνησε να εκπληρώσει τη συμβατική της υποχρέωση, περί παράδοσης των καυσίμων στην ενάγουσα που είχε προεξοφλήσει το τίμημα και ούτε για την αποκατάσταση μέρους έστω της ζημίας που είχε προκληθεί στην ενάγουσα. Επομένως μετά την άσκηση της αγωγής με την οποία η ενάγουσα δήλωσε ότι δεν έχει πλέον συμφέρον στην εκπλήρωση της παροχής, την οποία και δεν αξιώνει, λόγω ματαίωσης στο μεταξύ, συνεπεία της υπερημερίας της εναγόμενης του σκοπού της σύμβασης, οφείλει σε αυτή την πλήρη αποζημίωση της. Κρίνοντας το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι δεν συντρέχει λόγος ανωτέρας βίας και απορρίπτοντας τη σχετική ένσταση της εκκαλούσας ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και ερμήνευσε το νόμο και τα όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται στο σχετικό πέμπτο λόγο έφεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
Το άρθρο 193 του ΚΠολΔ στο οποίο ορίζεται ότι δεν επιτρέπεται προσβολή της απόφασης με ένδικο μέσο ως προς τα έξοδα, αν δεν περιλαμβάνει και την ουσία της υπόθεσης, απαιτεί μεν ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και για την ουσία της υπόθεσης, πλην όμως ο λόγος για τα έξοδα δεν ακολουθεί αναγκαίως το αποτέλεσμα του λόγου που αφορά στην ουσία της υπόθεσης και ως εκ τούτου δύναται να είναι αβάσιμος ο λόγος που αφορά στην ουσία και βάσιμος ο λόγος που αφορά στα έξοδα. Η άποψη ότι ο τελευταίος ακολουθεί αναγκαίως την τύχη του πρώτου και δεν εξετάζεται στην περίπτωση που είναι αβάσιμος ο λόγος για την ουσία, δεν είναι ορθή, γιατί αν ο λόγος που αφορά στην ουσία κριθεί βάσιμος και αλλάξει το αποτέλεσμα της δίκης, αλλάζει αναγκαίως και η επιβολή των δικαστικών εξόδων, χωρίς να χρειάζεται να προβληθεί λόγος έφεσης για τα έξοδα (βλ σχετικά Εφ. Δωδεκαννήσου 64/2017 τνπ νόμος). Επομένως, η προβολή λόγου εφέσεως ως προς τα έξοδα αποκτά νόημα μόνο αν κριθεί αβάσιμος ο λόγος για την ουσία της υπόθεσης και γι’ αυτό κρίνεται αυτοτελώς (ΕφΑθ 1407/2024, ΕφΠατρ 85/2015 δημ. Νόμος). Τούτο δε διότι ως ουσία της υπόθεσης κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης νοείται καθετί που κρίθηκε και δεν υπάγεται στην έννοια των δικαστικών εξόδων, ανεξάρτητα αν αφορά σε ουσιαστικό ή δικονομικό ζήτημα. Σκοπός της διάταξης αυτής είναι να περιορίσει τη δυνατότητα αυτοτελούς άσκησης ένδικων μέσων μόνο για το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, στα οποία περιλαμβάνεται κατ` άρθρο 189 παρ. 1 ΚΠολΔ και η αμοιβή του δικηγόρου, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και ως προς το κεφάλαιο της ουσίας της υπόθεσης (ΑΠ 226/2020, ΑΠ 207/2020, ΑΠ 1688/2017, ΑΠ 1818/2014, ΑΠ 2193/2013) και η αποτροπή εξαναγκασμού του ανώτερου δικαστηρίου για έρευνα της ουσίας της υπόθεσης, από την προσβολή και μόνο της απόφασης για τα έξοδα, η κρίση για την επιδίκαση των οποίων συνάπτεται με την ουσία της υπόθεσης (ΑΠ 1004/2023, ΑΠ 617/2008 δημ. νόμος). Με τον τελευταίο λόγο έφεσης η εκκαλούσα παραπονείται παραδεκτώς αφού πλήττει ταυτόχρονα με την προβολή αυτού του λόγου και την ουσία της υπόθεσης για το ότι της επιβλήθηκε η δικαστική δαπάνη της ενάγουσας χωρίς να υποβάλει το παράπονο ότι αυτή είναι υπέρμετρη ή να αναφέρει τις διατάξεις που παραβιάστηκαν . Πέραν της αοριστίας του λόγου, ας αναφερθεί ότι με βάση τις διατάξεις των άρθρων 58, 63 παρ. 1β και 68 παρ. 1 του κώδικα περί δικηγόρων το ποσοστό 3% επί του επιδικασθέντος ποσού στη συγκεκριμένη περίπτωση ανέρχεται σε 431.850χ3:100= 12.955,50 ευρώ και συνεπώς το ποσό των 12.800 ευρώ στο οποίο καταδικάστηκε δεν είναι υπέρμετρο, αλλά μικρότερο του υπολογιζόμενου και είναι σύμφωνο με τις προαναφερόμενες διατάξεις. Επιπλέον με βάση το άρθρο 176 του ΚΠολΔ με βάση την αρχή της ήττας ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα του διαδίκου που νίκησε διότι θεωρείται ότι προκάλεσε τη δικαστική διαμάχη. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι η εναγομένης οφείλει ως αποζημίωση να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 431.850 ευρώ λόγω της ανώμαλης εξέλιξης της σύμβασης πωλήσεως που είχε καταρτιστεί μεταξύ τους κατά προαναφερόμενα, ορθά εφάρμοσε το νόμο και τα όσα περί του αντιθέτου αναγράφονται στο σχετικό έκτο λόγο εφέσεως είναι αβάσιμα και απορριπτέα.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω αφού δεν υφίσταται προς εξέταση άλλος λόγος εφέσεως, πρέπει η έφεση να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Ένα μέρος της δικαστικής δαπάνης της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθεί εις βάρος της εκκαλούσας, λόγω της ήττας της αφού συνεκτιμηθεί ότι συνυπήρχε εύλογη αμφιβολία για την έκβαση της δίκης (άρθρα 178, 179, 183, 189 παρ.1, 191 παρ.2 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 19.7.2021 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2021 και με αριθμό προσδιορισμού ………../2021 έφεση κατά της με αριθμό 1137/2021 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων επί της από 23.6.2020 με αριθμό έκθεση κατάθεσης ………./2020 αγωγής
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση
Επιβάλλει τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης, για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, σε βάρος της εκκαλούσας και την προσδιορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου εφέσεως με αριθμό …………… ποσού 150 ευρώ, στο δημόσιο ταμείο.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 20η Φεβρουαρίου 2025 και δημοσιεύθηκε στις 4 Μαρτίου 2025 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ