ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Απόφασης 135/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Παναγιωτοπούλου, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Ε.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ………., για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:
Α) Της εκκαλούσας: Της εταιρείας με την επωνυμία «…………», με ΑΦΜ 094385614 ΔΟΥ Πλοίων, που εδρεύει στην ……. Αττικής, οδός …………. όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε στην παρούσα δίκη από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ιωάννα Λεγάκη (AM ΔΣΑ … ΔΕ Πιστιόλης – Τριαντάφυλλος & Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία AM ΔΣΑ …..), που κατέθεσε την από 8.1.2025 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Του εφεσίβλητου: …………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε στην παρούσα δίκη από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ειρήνη Κοντοσέα (AM ΔΣΠ ……. ΔΕ Γ.Κοντοσέας και Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία ΔΣΠ …..), που κατέθεσε την από 8.1.2025 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Β) Του εκκαλούντος: ………….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε στην παρούσα δίκη από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ειρήνη Κοντοσέα (AM ΔΣΠ …….. ΔΕ Γ.Κοντοσέας και Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία ΔΣΠ ……), που κατέθεσε την από 8.1.2025 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Της εφεσίβλητης: Της νόμιμα εκπροσωπούμενης εταιρείας με την επωνυμία «………..», (………..), που εδρεύει στην …….. Αττικής, οδός ………., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε στην παρούσα δίκη από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ιωάννα Λεγάκη (AM ΔΣΑ ….. ΔΕ Πιστιόλης – Τριαντάφυλλος & Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία AM ΔΣΑ …….), που κατέθεσε την από 8.1.2025 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Ο εκκαλών της υπό στοιχ. Β έφεσης και εφεσίβλητος της υπό στοιχ. Α έφεσης, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 24.11.2022 (με γεν.αριθ.κατάθ. …../2022 και ειδ.αριθ.καταθ. …./2022) αγωγή, με την οποία ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτήν. Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ’αριθ. 2646/2023 οριστική απόφαση, με την οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή, διατάσσοντας τα σε αυτήν αναφερόμενα.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα της υπό στοιχ. Α έφεσης, με την από 22-12-2023 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …/22.12.2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …./22.12.2023 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …./22.12.2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …./22.12.2023) έφεση και ο ενάγων και ήδη εκκαλών της υπό στοιχ. Β έφεσης, με την από 9.7.2024 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …./9.7.2024 και αριθ.καταθ.ενδ.μέσου …/9.7.2024 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …./10.7.2024 και ειδ.αριθ.καταθ. …./10.7.2024) έφεση, οι οποίες προσδιορίστηκαν προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκαν στο πινάκιο.
Οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν στη σειρά τους από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν αντιμωλία των διαδίκων.
Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν όπως αναφέρεται ανωτέρω, αναφέρθηκαν στις προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί οι ισχυρισμοί τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου: α) η από 22-12-2023 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …./22.12.2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …./22.12.2023 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …./22.12.2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …./22.12.2023) έφεση και β) η από 9.7.2024 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …./9.7.2024 και αριθ.καταθ.ενδ.μέσου …../9.7.2024 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …./10.7.2024 και ειδ.αριθ.καταθ. …./10.7.2024) έφεση, στρεφόμενες κατά της υπ’αριθ. 2646/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσας κατά τη διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, κατ’αντιμωλία των διαδίκων, οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, λόγω της προδήλου μεταξύ τους συνάφειας, καθ’ όσον βάλλουν κατά της αυτής οριστικής αποφάσεως, υπάγονται στην αυτή διαδικασία και με την ένωση και συνεκδίκασή τους επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και αποτρέπεται το ενδεχόμενο εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων (άρθρα 246 και 524παρ.1 ΚΠολΔ, ΕφΑΘ4299/2006 ΕλλΔνη 47 1508).
Οι κρινόμενες αντίθετες, από 22.12.2023 υπό στοιχ. Α έφεση και από 9.7.2024 υπό στοιχ. Β έφεση, που στρέφονται κατά της υπ’αριθ. 2646/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών — εργατικών διαφορών (άρθρ. 82 ΚΙΝΔ σε συνδ. με άρθρ. 591, 614, 621, 622 ΚΠολΔ), κατ’αντιμωλία των διαδίκων και έκανε δεκτή εν μέρει την αγωγή, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία από την δημοσίευσή της στις 8.8.2023, ενώ για το παραδεκτό τους, μολονότι ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παράβολου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω Νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής (Εφ.Πειρ. 315/2023, Εφ.Πειρ. 2632/2023, www.efeteio- peir.gr). Εφόσον δε οι ένδικες εφέσεις αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ.
Ο ενάγων, με την προαναφερθείσα αγωγή του, εξέθετε ότι με διαδοχικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας που κατήρτισε με την εναγομένη, ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του ναύτη α) από 14.12.2020 έως 23.4.2021 που απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά λόγω διακοπής των πλόων για ετήσια επιθεώρηση, β) από 12.5.2021 έως 19.10.2021 που απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά λόγω διακοπής των πλόων για ετήσια επιθεώρηση, γ) από 3.12.2021 έως 4.1.2022 που απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά λόγω ασθένειας και δ) από 10.1.2022 έως 8.9.2022 που απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά “αμοιβαία συναινέσει” αυτού και του πλοιάρχου, στο υπό ελληνική σημαία Ε/Ε-Ο/Ε πλοίο «BH», ολικής χωρητικότητας 13.615,17 κόρων, με αριθμό νηολογίου Πειραιά …. και υπό Διεθνές Διακριτικό Σήμα …….., πλοιοκτησίας της εναγομένης, αντί των προβλεπόμενων από την οικεία Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων έτους 2019 μηνιαίου μισθού και επιδομάτων και ακολούθως του έτους 2022, κατά ρητή συμφωνία των συμβαλλομένων. Οτι παρείχε τις υπηρεσίες του στο εν λόγω πλοίο, που εκτελούσε τα αναφερόμενα στην αγωγή δρομολόγια, εργαζόμενος ημερησίως επί δεκατέσσερις (14) ώρες κατά τα χρονικά διαστήματα που το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια και επί δέκα (10) ώρες κατά τα διαστήματα των επισκευών, ασκώντας τα καθήκοντα της ειδικότητάς του. Οτι από τις ως άνω ναυτολογήσεις του, διατηρεί αξιώσεις για πρόσθετη αμοιβή λόγω υπερωριακής απασχόλησης, διαφορά επιδομάτων εορτών των ετών 2021 και 2022 και διαφορά επί της αμοιβής δρομολογίων εξπρές, όπως οι επιμέρους απαιτήσεις εξειδικεύονται κατά είδος και ποσό στο αγωγικό δικόγραφο. Με βάση το ιστορικό αυτό, ο ενάγων ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγόμενη, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να του καταβάλει το ποσό των 26.008,95 ευρώ, νομιμοτόκως από την τελευταία απόλυσή του στις 8.9.2022, άλλως από την επίδοση της αγωγής και να καταδικαστεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Με την εκκαλουμένη απόφαση, η αγωγή αυτή κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη και με την παραδοχή, μεταξύ άλλων, ότι η ημερήσια απασχόληση του ενάγοντος ανερχόταν σε έντεκα (11) ώρες, εκτός από τα χρονικά διαστήματα που στο πλοίο πραγματοποιούνταν επισκευές, για τα οποία κρίθηκε ότι δεν εργάστηκε υπερωριακά, έγινε κατά ένα μέρος δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και υποχρεώθηκε η εναγομένη, με διάταξη που κηρύχθηκε εν μέρει προσωρινώς εκτελεστή ως προς το ποσό των 3.000 ευρώ, στην καταβολή του ποσού των 8.277,90 ευρώ νομιμότοκα από την επομένη της τελευταίας απόλυσής του (ήτοι από 9.9.2022), απορριπτόμενου του αιτήματος τοκοδοσίας για το ποσό των 1.216,49 ευρώ που αφορά στη διαφορά αναλογίας του επιδόματος Χριστουγέννων του έτους 2022, ενώ απέρριψε τις ενστάσεις συμψηφισμού και καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, που προέβαλε η εναγομένη. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότεροι οι διάδικοι και, αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου καθώς και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την ουσιαστική παραδοχή των εφέσεών τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την αναδίκαση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή ή απόρριψη της αγωγής αντιστοίχως, ενώ η εκκαλούσα της υπό στοιχ.Α έφεσης υποβάλλει και αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση, κατ’ άρθρο 914 ΚΠολΔ, επειδή κατέβαλε στον αντίδικό της το χρηματικό ποσό των 3.000 ευρώ, σε συμμόρφωση της προσωρινώς εκτελεστής διάταξης της εκκαλουμένης. Σημειώνεται ότι η ένδικη αγωγή είναι ορισμένη όσον αφορά την αξίωση αμοιβής υπερωριακής εργασίας, απορριπτόμενου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγόμενης, που υποβλήθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται στο παρόν Δικαστήριο με τις προτάσεις της, (βλ. σελ. 12 αριθ.6 των από 9.1.2025 προτάσεών της) καθόσον για το ορισμένο του αιτήματος αυτού δεν απαιτείται αναφορά στο είδος των κατ’ιδίων εργασιών που εκτελέσθηκαν (Μον.Εφ.Πειρ. 196/2020 ο.π, Μον.Εφ.Πειρ.376/2016 δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ούτε της ανάγκης που παρέστη για την εκτέλεση της εργασίας του, επομένως και του οφέλους που αποκόμισε η εργοδότρια από την παροχή των αντίστοιχων υπηρεσιών του (Μον.Εφ.Πειρ. 369/2016, Μον.Εφ.Πειρ. 176/2016, αμφότερες δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή του αριθμού του προσωπικού που απασχολούνταν στο πλοίο και του διαμοιρασμού των εργασιών του πλοίου, όπως ορθά αποφάνθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε τον εν λόγω ισχυρισμό.
Με τα άρθρα 11, 12 παρ. 1, 13 παρ.1, 2 & 5 και 18 παρ. 1 της ΥΑ 2242.5- 1.5/56040/2019 (ΦΕΚ Β’ 3170/12.8.2019) «Κύρωση Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2019», του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, ορίζονται τα ακόλουθα: « …Οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι για όλους τους ναυτικούς που αφορά η ανωτέρω Συλλογική Σύμβαση ορίζονται σε 40 εβδομαδιαίος, δηλαδή 8 ώρες την ημέρα από Δευτέρας μέχρι Παρασκευής, της εργασίας του Σαββάτου αμειβόμενης υπερωριακώς. …Ειδικά για το προσωπικό γενικών υπηρεσιών εν γένει, πλην των Ραδιοτηλεγραφητών, η οκτάωρη εργασία κατανέμεται από της 06.00 ώρας μέχρι της 22.00 ώρας με μία ώρα διακοπή. … Κάθε εργασία που εκτελείται από τους ναυτικούς εν πλω και στο λιμάνι, πέραν των κανονικών εργασίμων ημερών και ωρών, όπως αυτές καθορίζονται στα άρθρα 11 και 12 της παρούσης, περιλαμβανόμενων και των εργασιών κατάπλου και απόπλου, θεωρείται πρόσθετη (υπερωριακή) και καταβάλλεται στους απασχολούμενους ναυτικούς πρόσθετη αμοιβή η οποία υπολογίζεται ως εξής: Το ποσόν του μηνιαίου μισθού ενεργείας της παρ. 1 του άρθρου 1 (αφορά το βασικό μισθό) διαιρείται δια των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης, τούτων εξευρισκομένων δια της διαιρέσεως των εβδομάδων του έτους δια δώδεκα μηνών και του πολλαπλασιασμού του εκ της διαιρέσεως ταύτης προκύπτοντος πηλίκου 4,3 επί τας ώρας της ισχυούσης εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης. Βάσει του ανωτέρω υπολογισμού, οι ώρες της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης ανέρχονται σε εκατόν εβδομήντα τρεις (173)… Για την πρόσθετη (υπερωριακή) εργασία περί της οποίας η προηγούμενη παράγραφος, η προκύπτουσα εκ της εφαρμογής της υπερωριακή αμοιβή του ναυτικού προσαυξάνεται κατά 25%… Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρον 18 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή η προσδιοριζόμενη από την παρόντος άρθρου, προσαυξημένη κατά ποσοστό 50% για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου και αργιών…. Οι κατωτέρω κατονομαζόμενες θρησκευτικές εορτές θεωρούνται ως ημέρες αργίας. Εργασίες εκτελούμενες κατά τις αργίες αυτές εν πλω και στο λιμάνι αμείβονται υπερωριακώς, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 13 της Συλλογικής Σύμβασης… α. Η 1η του Έτους, β. Η εορτή των Θεοφανείων. γ. Η Καθαρή Δευτέρα, δ. Η 25η Μαρτίου, ε. Η Μεγάλη Παρασκευή, στ. Η Δευτέρα του Πάσχα, ζ. Η ημέρα του Αγίου Γεωργίου, η. Η 1η Μαΐου. θ. Η ημέρα της Αναλήψεως. ι. Η 15η Αυγούστου. ια. Η 14η Σεπτεμβρίου, ιβ. Η 28η Οκτωβρίου, ιγ. Η ημέρα του Αγίου Νικολάου, ιδ. Η ημέρα των Χριστουγέννων, ιε. Η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων…. ». Καθ’ όσον αφορά ειδικώς στην υπερωριακή απασχόληση κατά την ήμερα της Κυριακής, ότι η ως άνω Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας προβλέπει στο άρθρο 6 ότι «Σε όλους τους ναυτολογημένους ναυτικούς, για τις διανυόμενες μηνιαίος Κυριακές αργίες εν πλω και στο λιμάνι, καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή υπό τύπον επιδόματος δια τας μέχρι οκταώρου εργασίας κατά Κυριακή, ανερχομένη μηνιαίος σε ποσοστό είκοσι δύο τοις εκατόν (22%) επί του μισθού ενεργείας, που προβλέπεται από το άρθρο 1 παρ. 1 της παρούσας Συμβάσεως. Διευκρινίζεται ότι το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους αυτού ή μη υπηρεσίας», δηλαδή το ειδικό αυτό επίδομα συνιστά ιδιαίτερη αμοιβή για την παρεχομένη εντός του βασικού οκταώρου εργασία κατά τις Κυριακές, η οποία δεν θεωρείται υπερωριακή, ενώ αντιθέτως υπερωριακή θεωρείται η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής, αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (Εφ.Πειρ. 132/2023, Εφ.Πειρ. 481/2023, Εφ.Πειρ. 300/2023, δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς).
Από την διάταξη του άρθρου 14 της προαναφερθείσας ΣΣΝΕ 2019, σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι οι ναυτικοί, τις ατομικές συμβάσεις εργασίας των οποίων αυτή διέπει δικαιούνται επιδόματος εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα [1] μηνιαίο μισθό και προς μισθό δεκαπέντε [15] ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουάριου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε ολόκληρα τα αντίστοιχα ως άνω χρονικά διαστήματα, αναλογία 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή, επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, ανάλογο κλάσμα. Επιπλέον, για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που παρέχει ο ναυτικός τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην πιο πάνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003, ΔΕΕ 2004/212 = ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ. 430/2014, ΜονΕφΠειρ. 361/2014, ΜονΕφΠειρ. 56/2014, ΜονΕφΠειρ. 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 587/2011, ΕΝαυτΔ 2012/19, ΕφΠειρ. 521/2009, ΕΝαυτΔ 2009/273), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (ΜονΕφΠειρ. 18/2016, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, ΜονΕφΠειρ. 371/2016, ΜονΕφΠειρ. 73/2016, ΜονΕφΠειρ. 160/2014, ΜονΕφΠειρ. 36/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387), όπως και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της ως άνω ΣΣΝΕ (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 861/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 500/2012, αδημ., ΕφΠειρ. 46/2011, ΕΝαυτΔ 2011/97, ΕφΠειρ. 343/2009, αδημ.). Συνυπολογιστέα δεν είναι καταρχήν η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, όταν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα, δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 164/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ο.π., ΕφΠειρ. 177/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 517/2011, αδημ.) και συνυπολογίζεται μόνον αν πραγματοποιούνται τακτικά δρομολόγια εξπρές και η αντίστοιχη προς αυτά πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται αδιαλείπτως (ΤριμΕφΠειρ. 66/2013, ΜονΕφΠειρ. 590/2014, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 364/2012, αδημ.). Αντιθέτως, το κατά τις διατάξεις των άρθρων 5 § 1 και 20 της ως άνω ΣΣΝΕ μηνιαίος καταβαλλόμενο στα μέλη του κατώτερου πληρώματος των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, επίδομα ιματισμού τους για την αντιμετώπιση των δαπανών προμήθειας της καθιερωμένης στολής του Εμπορικού Ναυτικού, την οποία υποχρεούνται να φέρουν δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των επιδομάτων δώρων εορτών (ΜονΕφΠειρ. 676/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204, ΜονΕφΠειρ. 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262), για το λόγο ότι δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, αφού, όπως σαφώς από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται, αιτία της χορηγήσεώς του αποτελεί η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου (ΑΠ 774/2003, ΕΕΔ 2005/237 = ΔΕΝ 59/1300 = Δνη 2005/123, ΑΠ 226/2003, ΕΕΔ 2004/790 = ΔΕΝ 59/1138, ΤριμΕφΠειρ. 177/2012, ΠειρΝ 2012/354, ΤριμΕφΠειρ. 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262, ΕφΠειρ. 283/2009, ΕΝαυτΔ 2009/102, ΜονΕφΠειρ. 347/2016, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 671/2015, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204).
ΙΙΙ.Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 της ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2019, υπό τον τίτλο «Δρομολόγια Εξπρές», προβλέπεται ότι, σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση των δρομολογίων, πρέπει να προνοείται, από την αρμόδια υπηρεσία του YEN και από τους πλοιοκτήτες, η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξι (6) ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης, καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο (παρ. 1). Αν κατ’ εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατόν ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και στο πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου (παρ. 2). Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου τέτοια δρομολόγια (Express) για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου, η κατά την παρ. 7 πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού. Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αυτής αμοιβής, αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται διά του αριθμού 8, το δε πηλίκον αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων, για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή. Όμως, σύμφωνα με τη παρ. 5 του ίδιου άρθρου, ειδικά προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των 5 δρομολογίων κάθε εβδομάδα, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, του, κατά την προαναφερθείσα παρ. 2 προσδιορισμού. Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον πλοίαρχο και στο πλήρωμα αμοιβή υπολογιζόμενη ως εξής: Εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή η μετάβαση στο λιμάνι ή τους λιμένας προορισμού και η επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών (παρ. 7α). Εάν είναι μικρότερη των δώδεκα (12) ωρών είναι ίση προς το ήμισυ της, ως άνω προβλεπόμενης (παρ. 7β). Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει ότι, καθόσον αφορά την προβλεπόμενη απ’ αυτές πρόσθετη αμοιβή, αυτή καταβάλλεται εφόσον σε κάθε δρομολόγιο το πλοίο δεν παραμείνει τουλάχιστον έξι (6) ώρες στο λιμάνι αφετηρίας πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο. Κατά τη σαφή δε έννοια της παρ. 1 του άρθρου αυτού, δρομολόγιο νοείται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής, δηλαδή το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας. Η παραπάνω έννοια του δρομολογίου ταυτίζεται με εκείνη η οποία δίδεται και με το άρθρο 1 του Π.Δ. 814/1974 “περί καθορισμού κατηγοριών δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότητος δρομολογήσεως”, το οποίο εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 170 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου», στο οποίο, το μεν δρομολόγιο νοείται ως “το κατά ημέρα και ώρα ιδιαίτερο ταξίδι προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής” (ΕΠ 71/2014 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ο δε λιμένας αφετηρίας ως “ο λιμήν ή το σημείο εκκινήσεως και επανόδου του επιβατηγού πλοίου κατά την εκτέλεση του δρομολογίου του”. Η υποχρέωση δε εξάωρης παραμονής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ορίζεται σαφώς ότι πρέπει να γίνεται “πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο”. Η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 33 των πιο πάνω Σ.Σ.Ν.Ε. δεν εισάγει διαφορετική ρύθμιση από εκείνη της παρ. 1, με την έννοια ότι το πλοίο πρέπει να παραμείνει έξι (6) ώρες τόσο στο λιμάνι αφετηρίας όσο και στο λιμάνι προορισμού. Δίδεται, όμως, η δυνατότητα, με τη διάταξη αυτή, παραμονής του πλοίου επί εξάωρο για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παρ. 1, είτε στο λιμάνι αφετηρίας είτε στο λιμάνι προορισμού, οπότε, στη δεύτερη περίπτωση, δρομολόγιο, για το οποίο θα καταβληθεί η πρόσθετη αμοιβή της παρ. 7, θεωρείται εκείνο για την εκτέλεση του οποίου το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι προορισμού πριν περάσουν έξι (6) τουλάχιστον ώρες από τον κατάπλου στο λιμάνι αυτό. Το ότι η αμοιβή που προβλέπεται στο άρθρο αυτό καταβάλλεται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο δεν παρέμεινε στο λιμάνι επί έξι (6) ώρες σε κάθε πλήρες ταξίδι του, προκύπτει και από τον αναφερόμενο στην παρ. 7 τρόπο υπολογισμού της αμοιβής, όπου ο υπολογισμός γίνεται ανάλογα με την πλήρη διάρκεια του ταξιδιού, δηλαδή από την αναχώρηση του πλοίου έως την επιστροφή του (Εφ.Πειρ.546/2016 ΕΝΔ 44.323). Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο εκτελεί έως πέντε κυκλικά δρομολόγια εβδομαδιαίως, για τον προσδιορισμό της οφειλόμενης πρόσθετης αμοιβής αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως έξι (6) ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται διά του αριθμού 8, το δε πηλίκον αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων, για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή, εννοείται για τα δρομολόγια της εν λόγω εβδομάδας. Εν τούτοις, δεν καθίσταται απαράδεκτη ή νόμω αβάσιμη η αγωγή του εργαζομένου, με την οποία αυτός, έχοντας αξίωση λήψης πρόσθετης αμοιβής για πρόωρη αναχώρηση του πλοίου που εκτελεί έως πέντε κυκλικά δρομολόγια εβδομαδιαίως για περισσότερες της μίας εβδομάδας στα πλαίσια του χρόνου ναυτολόγησής του, υπολογίζει όλες τις ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου, καθόλη τη διάρκεια της ναυτολογήσεώς του, διότι εν τέλει και ο τρόπος αυτός υπολογισμού στο ίδιο αποτέλεσμα καταλήγει, εφόσον βάση προσδιορισμού της πρόσθετης αμοιβής, αποτελεί το πηλίκον της διαιρέσεως των ωρών πρόωρης αναχώρησης του πλοίου με τον αριθμό 8. Είτε οι ώρες πρόωρης αναχώρησης ληφθούν σε εβδομαδιαία βάση και ακολούθως, αφού διαιρεθούν με τον αριθμό 8, γίνει άθροιση του πηλίκου των διαιρέσεων όλων των επιμέρους εβδομάδων απασχόλησης του εργαζομένου, είτε απευθείας όλες οι ώρες πρόωρης αναχώρησης διαιρεθούν με τον αριθμό 8, οδηγούν κατ’ αποτέλεσμα στον ίδιο αριθμό δρομολογίων. Εξάλλου, για την εφαρμογή της παραπάνω § 7, στο σύνολο των μηνιαίων αποδοχών του δικαιούχου συμπεριλαμβάνεται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το ναυτικό εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά (ΜονΕφΠειρ. 317/2018, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 265/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνυπολογίζονται, επομένως, ο μισθός ενέργειας, τα επιδόματα Κυριακών και βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, ο μέσος όρος της αμοιβής που καταβάλλεται τακτικά για επαναλαμβανόμενη υπερωριακή εργασία (ΤριμΕφΠειρ. 53/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124), το επίδομα αδείας (ΜονΕφΠειρ. 317/2018, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 265/2016, ΜονΕφΠειρ. 51/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθώς και ο μέσος όρος των πρόσθετων αμοιβών που εισπράττει ο ναυτικός από τον εργοδότη του, αν αυτές του καταβάλλονται σταθερά και αδιαλείπτως κάθε μήνα (ΜονΕφΠειρ. 57/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ο.π.). Κατά την άποψη του παρόντος Δικαστηρίου, στις μηνιαίες αποδοχές επί των οποίων υπολογίζεται η εν λόγω πρόσθετη αμοιβή, περιλαμβάνονται και τα εορταστικά επιδόματα (δώρα), έστω κι αν κατά το άρθρο 14 της ως άνω ΣΣΝΕ καταβάλλονται «επ’ ευκαιρία των εορτών Χριστουγέννων, Νέου έτους και Πάσχα», εφόσον αυτά καταβάλλονται τακτικώς κάθε μήνα (όμοια ΕφΠειρ 328/2023 και ΕφΠειρ 433/2023, Ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς, Δ. Καμβύση, Ναυτεργατικό Δίκαιο 1977, σελ. 148).
Κατά το άρθρο 3 § 1 του Ν. 3239/1955 η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με αυτήν την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες. Όμως, όροι ατομικής εργασιακής συμβάσεως ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από αυτούς της συλλογικής σύμβασης είναι επικρατέστεροι. Εκ τούτων συνάγεται ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπομένων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις πέραν των νομίμων καταβαλλόμενες, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο συνάψεως της ατομικής εργασιακής σύμβασης αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες που θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης. Τα ανωτέρω ισχύουν ομοίως και για αξιώσεις από ναυτική εργασία, που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις (ΑΠ 516/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 465/2009, ΕΝαυτΔ 2009/276). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, Δνη 44/160 = ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208, ΕφΠειρ 391/2009, ΕΝαυτΔ 2009/283, ΕφΠειρ 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008/284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106,1. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, § 9, σελ. 69). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού αυτών των τελευταίων (ΜονΕφΠειρ. 369/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία ΣΣΝΕ μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη, ελευθέρως ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες συμβατικές αξιώσεις του ναυτικού. Όμως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφιστεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες ΣΣΝΕ αποδοχές, μόνον τότε, όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο ειδικώς και ορισμένως συμφωνηθεί, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον εν λόγω συμψηφισμό, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 213/2016, ΜονΕφΠειρ. 50/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 322/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 221/2015, Δνη 2016/1405, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ 185/2012, ΕΝαυτΔ 2012/397, ΤριμΕφΠειρ 471/2011, ΕΝαυτΔ 2011/257, I. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 60, σελ. 326, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 205). Πρέπει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που δεν εξειδικεύονται οι αποδοχές που καλύπτει ο «κλειστός» μισθός και υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία περί της έννοιας των βουλήσεων που δηλώθηκαν, αν δηλαδή περιλαμβάνονται ή όχι σε αυτόν ορισμένες από τις νόμιμες απαιτήσεις του ναυτικού, ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, δηλαδή, όπως απαιτεί η καλή πίστη λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 1214/2010, ΕφΑΔ 2010/1322, ΑΠ 1746/2009, ΝοΒ 58/729, ΑΠ 142/2003, Δνη 44/1305, ΑΠ 737/2001, Δνη 43/723, ΑΠ 1700/1998, ΕΝαυτΔ 1999/465, Εφ.ΠΠειρ. 120/2019, ο.π., ΕφΠειρ. 670/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 457/2000, ΔΕΕ 2000/895).
Από την επανεκτίμηση της υπ’αριθ. πρωτ. ΔΣΠ-ΕΒ-………… από 8.5.2023 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον του δικηγόρου Πειραιά …………. (AM ΔΣΠ ………), που λήφθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος, μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγομένης, δυνάμει της υπ’αριθ. ……../2.5.2023 έκθεσης επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιά …………, η οποία λαμβάνεται υπόψη παρά το γεγονός ότι ο μαρτυρών τυγχάνει αντίδικος της εναγομένης επειδή έχει ασκήσει εναντίον της άλλη, δική του, αγωγή με το ίδιο αντικείμενο, αφού αυτό από μόνο του, δεν αποκλείει την αποδεικτική αξία των λεγομένων του (ΕφΑΘ. 3879/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ. 698/2003, ΑχΝομ. 2004/266), της υπ’αριθ. …/24.4.2023 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά και της υπ’αριθ. …/9.5.2023 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά ……., που λήφθηκαν με επιμέλεια της εναγομένης, μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος, δυνάμει των υπ’αριθ. Β-…./19.4.2023 και Β-…./3.5.2023 αντίστοιχα εκθέσεων επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, . .. ….., οι οποίες (ένορκες βεβαιώσεις) άπασες σταθμίζονται κατά το μέτρο της γνώσεως και το βαθμό της αξιοπιστίας των ενόρκως βεβαιούντων καθώς και από το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, τα οποία συνδυάζει με τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα αποδείξεως και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Με διαδοχικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν στον Πειραιά μεταξύ του νομίμου εκπροσώπου της εναγόμενης, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου «BH», ολικής χωρητικότητας 13.615,17 κόρων και με αριθμό νηολογίου Πειραιά …. και του ενάγοντος, απογεγραμμένου ναυτικού, κατόχου του με αριθμό ……….. ναυτικού φυλλαδίου, ο τελευταίος ναυτολογήθηκε, με την ειδικότητα του ναύτη, στο ανωτέρω πλοίο και παρείχε τις υπηρεσίες του α) από 14.12.2020 έως 23.4.2021 που απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά λόγω διακοπής των πλόων για ετήσια επιθεώρηση, β) από 12.5.2021 έως 19.10.2021 που απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά λόγω διακοπής των πλόων για ετήσια επιθεώρηση, γ) από 3.12.2021 έως 4.1.2022 που απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά λόγω ασθένειας και δ) από 10.1.2022 έως 8.9.2022 που απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά “αμοιβαία συναινέσει” αυτού και του πλοιάρχου. Για τις παραπάνω συμβάσεις ναυτικής εργασίας τηρήθηκε έγγραφος τύπος και από τις συγκεκριμένες γραπτές συμφωνίες, αντίγραφα των οποίων προσκόμισε η εναγομένη αλλά και από τις σχετικές εγγραφές στο ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος (όπου στη θέση μισθός αναγράφεται ΣΣ) προκύπτει ότι κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, οι όροι εργασίας του ενάγοντος και ιδίως το ύψος των καταβαλλόμενων σε αυτόν αποδοχών διέπονταν από την εκάστοτε ΣΣΝΕ και δη διέπονταν αρχικά από την ΣΣΝΕ των Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019, η οποία κυρώθηκε με την ΥΑ 2242.5-1.5/56040/2019 (ΦΕΚ Β’ 3170/12.8.2019) του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και ακολούθως από τη ΣΣΝΕ των Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2022, η οποία κυρώθηκε με την ΥΑ 2242.5- 1.5/8785/2022 (ΦΕΚ Β’ 663/15.2.2022). Από τους περιλαμβανόμενους στις ανωτέρω υπουργικές αποφάσεις πίνακες αμοιβών κατά βαθμό και ειδικότητα και τις σχετικές διατάξεις περί των αποδοχών των ναυτικών προκύπτει ότι με τη ΣΣΝΕ του έτους 2019 οι αποδοχές του ναύτη για το έτος 2021 ορίζονταν ως ακολούθως: 1.204,77 ευρώ μισθός ενεργείας, 265,05 ευρώ επίδομα Κυριακών, 36,64 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, 599,40 ευρώ αντίτιμο τροφής 30 ημερών (19,98 ευρώ X 30), 433,95 ευρώ αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας [1.204,77 ευρώ μισθός ενεργείας +265.5 ευρώ επίδομα Κυριακών = 1.469,82 ευρώ X 1/22 = 66,81 ευρώ X 5 ημέρες = 334.5 ευρώ + αντίτιμο τροφής 5 ημερών (19,98 X 5) = 99,90 ευρώ], ήτοι συνολικά ποσό 2.539,81 ευρώ, πλέον επιδόματος ιματισμού ποσού 58,78 ευρώ ενώ για το έτος 2022 ορίζονταν ως ακολούθως: 1.240,91 ευρώ μισθός ενεργείας, 273,00 ευρώ επίδομα Κυριακών, 37,74 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, 617,40 ευρώ αντίτιμο τροφής 30 ημερών (20,58 ευρώ X 30), 446,97 ευρώ αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας [1.240,91 ευρώ μισθός ενεργείας + 273,00 ευρώ επίδομα Κυριακών = 1.513,91 ευρώ X 1/22 = 68,82 ευρώ X 5 ημέρες = 344,10 ευρώ + αντίτιμο τροφής 5 ημερών (20,58 X 5) = 102,90 ευρώ], ήτοι συνολικά ποσό 2.616,02 ευρώ, πλέον επιδόματος ιματισμού ποσού 60,54 ευρώ. Ακόμη, προκειμένου περί ναύτη η υπερωριακή αμοιβή για το έτος 2021 ορίστηκε σε 8,70 ευρώ (με προσαύξηση 25%) για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και 10,44 ευρώ (με προσαύξηση 50%) για κάθε ώρα εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες, ενώ για το έτος 2022 ορίστηκε σε 8,96 ευρώ και σε 10,76 ευρώ αντίστοιχα. Κατά το ένδικο χρονικό διάστημα ναυτολόγησης του ενάγοντος, το ως άνω πλοίο της εναγομένης ήταν ενταγμένο σε ακτοπλοϊκή γραμμή και με αφετηρία το λιμάνι του Πειραιά, εκτελούσε τα εξής δρομολόγια: Κατά τα χρονικά διαστήματα από 14.1.2021 έως και 21.3.2021, από 13.5.2021 έως και 1.10.2021 και από 7.4.2022 έως και 8.9.2022 ανά δύο ημέρες αναχωρούσε από τον Πειραιά στις 21.00’μμ με προορισμό το Ηράκλειο της Κρήτης, όπου έφτανε στις 06.00’πμ της επομένης, Στη συνέχεια αναχωρούσε από το Ηράκλειο την 21.00’μμ της ίδιας ημέρας και επέστρεφε στον Πειραιά την 06.00’πμ της επομένης κ.ο.κ. Κατά τα χρονικά διαστήματα από 22.3.2021 έως και 14.4.2021, από 2.10.2021 έως και 19.10.2021 και από 10.1.2022 έως και 18.3.2022 ανά δύο ημέρες αναχωρούσε από τον Πειραιά στις 21.00’μμ με προορισμό τα Χανιά της Κρήτης, όπου έφτανε στις 05.30’πμ της επομένης. Στη συνέχεια αναχωρούσε από τα Χανιά την 22.00’μμ της ίδιας ημέρας και επέστρεφε στον Πειραιά την 06.00’πμ της επομένης κ.ο.κ. Κατά τα χρονικά διαστήματα από 14.12.2021 έως 4.1.2022 και από 19.3.2022 έως 7.4.2022, κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Κυριακή αναχωρούσε από τον Πειραιά στις 21,00’μμ με προορισμό τα Χανιά της Κρήτης όπου έφτανε στις 05.30’πμ της επομένης. Στη συνέχεια αναχωρούσε από τα Χανιά στις 22.00’μμ της ίδιας ημέρας και επέστρεφε στον Πειραιά στις 06.00’πμ της επομένης. Κάθε Σάββατο το πλοίο μετά την άφιξή του στο λιμάνι του Πειραιά στις 06.00’πμ παρέμενε σε αυτό και αναχωρούσε εκ νέου για τα Χανιά, την Κυριακή στις 21.00’μμ. Επιπλέον τις πιο κάτω ημερομηνίες, το πλοίο εκτέλεσε και πρόσθετα δρομολόγια ως εξής: Στις 16.7.2021, 21.7.2021, 30.7.2021, 6.8.2021, 13.8.2021 και 20.8.2021 και κατά το έτος 2022 στις 7.7.2022, 8.7.2022. 26.7.2022, 30.7.2022, 2.8.2022, 6.8.2022, 23.8.2022, 8.2022, 14.8.2022, 18.8.2022, 21.8.2022, 25.8.2022 και 28.8.2022, μετά την άφιξη του πλοίου στο λιμάνι του Πειραιά την 06.00’πμ, εκτελέσθηκε πρόσθετο δρομολόγιο ως εξής: Πειραιάς (αν.09.00) – Ηράκλειο (αφ. 17.45′ της ίδιας ημέρας – αν.21.00′) – Πειραιάς (αφ.06.00′ της επομένης). Επίσης στις 23.7.2021, 28.7.2021, 1.8.2021, 4.8.2021, 8.8.2021, 11.8.2021, 15.8.2021, 18.8.2021,22.8.2021 και 29.8.2021 και κατά το έτος 2022 στις 14.7.2022, 21.7.2022, 22.7.2022, 28.7.2022, 4.8.2022, 16.8.2022 και 23.8.2022 μετά την άφιξη του πλοίου στο λιμάνι του Ηρακλείου στις 06.00’πμ. εκτελέσθηκε πρόσθετο δρομολόγιο ως εξής: Ηράκλειο (αν.09.00) — Πειραιάς (αφ. 17.45 – αν.21.00). Τέλος κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.1.2021 έως 13.1.2021, από 15.4.2021 έως 23.4.2021 και από 3.12.2021 έως 13.12.2021 δεν εκτελέστηκαν δρομολόγια λόγω επισκευών που πραγματοποιήθηκαν στο πλοίο. Ο ενάγων, με την ειδικότητα του ναύτη, παρείχε τις υπηρεσίες του στο πλοίο είτε εκτελώντας βάρδιες (φυλακές γέφυρας) μαζί με άλλο ναύτη, είτε εργαζόμενος ως ημερεργάτης. Όταν εκτελούσε φυλακές γέφυρας εργαζόταν σε δύο βάρδιες των 4 ωρών ανά 24ωρο, ενώ ως ημερεργάτης απασχολούνταν με εργασίες συντήρησης και καθαρισμού του πλοίου, όπως μικροεπισκευές, αποσκωριάσεις, βαψίματα, καθαρισμούς στο γκαράζ και στα εξωτερικά καταστρώματα, πλύσιμο, συγκέντρωση και απομάκρυνση απορριμάτων. Σε κάθε δε περίπτωση, είτε εκτελούσε φυλακές είτε εργαζόταν ως ημερεργάτης (ντεϊμάνης), συμμετείχε στις εργασίες κατάπλου, φορτοεκφόρτωσης και απόπλου του πλοίου στα λιμάνια αφετηρίας και προορισμού του δρομολογίου, όπως συνηθίζεται στην ακτοπλοΐα σε ναυτικούς της ειδικότητάς του. Κατά τη διάρκεια δε της βάρδιάς του συμμετείχε στην πρόσδεση και απόδεση του πλοίου και στη φορτοεκφόρτωση των οχημάτων, συμπεριλαμβανομένης της έχμασής τους, δηλαδή της σταθεροποίησής τους δια της πρόσδεσής τους στο κύτος του πλοίου με ιμάντες ή παρόμοια μέσα, όταν τούτο ενόψει κυματισμού κρινόταν απαραίτητο, προκειμένου να διασφαλιστεί η αξιοπλοΐα του πλοίου και να αποτραπεί κίνδυνος μετακίνησής τους, καθώς τούτο προκύπτει από τη σταθερή καταβολή της σχετικής πρόσθετης αμοιβής του άρθρου 30 παρ. 1 της ως άνω ΣΣΝΕ, σύμφωνα με τις μισθοδοτικές του αποδείξεις. Στις εργασίες αυτές συνεπικουρούνταν από τους ναύτες που εργάζονταν ως ημερεργάτες, το ναύκληρο, τους υποναύκληρους και τους ναυτόπαιδες. Η διάρκεια της καθημερινής απασχόλησης του ενάγοντος δεν ήταν εκ των προτέρων ακριβώς καθορισμένη, διότι τελούσε σε συνάρτηση με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεόμενων με τη φύση της ναυτικής αποστολής του πλοίου και την εξυπηρέτηση της συγκεκριμένης ακτοπλοϊκής γραμμής. Αποδείχθηκε όμως ότι για την εκτέλεση των καθηκόντων του και εντός των πλαισίων της καλύτερης λειτουργίας των υπηρεσιών του πλοίου, ο ενάγων εργαζόταν, κατ’εντολήν του Υπάρχου του πλοίου, ο οποίος κατήρτιζε το πρόγραμμα του κατώτερου προσωπικού καταστρώματος, πέραν του νομίμου ωραρίου του, γεγονός άλλωστε που συνομολογεί και η εναγομένη, η οποία με τη μισθοδοσία κάθε μήνα, του κατέβαλε χρηματικά ποσά για «αμοιβή υπερωριών» και για απασχόληση «Σάββατα και αργίες», όπως προκύπτει και από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας. Εγείρεται όμως αμφισβήτηση ως προς την επικαλούμενη από τον ενάγοντα ημερήσια διάρκεια της απασχόλησής του και ως προς το ύψος της αξιούμενης για την αιτία αυτή, απαίτησης, εκ μέρους της εναγομένης, η οποία υποστηρίζει ότι οι ώρες της υπερωριακής του απασχόλησης ήταν λιγότερες από τις επικαλούμενες και από αυτές που δέχθηκε η εκκαλουμένη και ότι έχουν εξοφληθεί πλήρως με την καταβολή των ποσών που έλαβε ο ενάγων για την αιτία αυτή. Με βάση όσα προεκτέθηκαν και ιδίως α) τις συνθήκες και περιστάσεις που επικρατούσαν στο εν λόγω πλοίο, β) τη σταθερή καταβολή κάθε μήνα του ένδικου χρονικού διαστήματος, χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, τόσο τις καθημερινές και Κυριακές όσο και τα Σάββατα και τις αργίες και γ) τη φύση και το αντικείμενο απασχόλησης του ενάγοντος, το Δικαστήριο άγεται στην κρίση ότι ο ενάγων για την εκτέλεση των ανωτέρω καθηκόντων του, εργαζόταν υπερωριακώς, κατά μέσο όρο, τις μεν καθημερινές και Κυριακές επί τέσσερις (4) ώρες ημερησίως, τα δε Σάββατα και τις αργίες επί δώδεκα (12) ώρες την ημέρα, κατά μερική μόνο παραδοχή του πρώτου λόγου της υπό στοιχ. Β έφεσης κατά το πρώτο σκέλος αυτού, ενώ ο αγωγικός ισχυρισμός περί απασχολήσεώς του επί δεκατέσσερις (14) ώρες ημερησίως, που επαναφέρεται με τον ως άνω λόγο, δεν κρίνεται πειστικός για τον πέραν των ως άνω διαπιστωμένων ωρών καθημερινής απασχόλησης του ενάγοντος χρόνο, ενόψει των προεκτεθέντων αλλά και διότι οι ανωτέρω αναφερόμενες εργασίες, επιμερίζονταν μεταξύ του ιδίου και των υπολοίπων μελών του προσωπικού καταστρώματος, ενώ σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, τέτοια συνεχής σωματική εργασία, παρεχόμενη επί σειρά μηνών επί καθημερινής βάσης, θα οδηγούσε τον ενάγοντα ναυτικό στα όρια της σωματικής του αντοχής. Εξάλλου απορριπτέος ως αβάσιμος είναι ο αγωγικός ισχυρισμός που επαναφέρεται στο πλαίσιο του ανωτέρω πρώτου λόγου της έφεσής του κατά το δεύτερο σκέλος αυτού, περί απασχολήσεώς του επί δέκα (10) ώρες ημερησίως κατά τα χρονικά διαστήματα που το πλοίο δεν πραγματοποίησε δρομολόγια λόγω επισκευών, δεδομένου ότι σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, δεν παρίσταται ανάγκη υπερωριακής απασχόλησης του ναυτικού σε πλοίο που ακινητεί, απορριπτόμενου συνεπώς του πρώτου λόγου της έφεσής του (υπό στοιχ Β) στο σύνολό του. Ομοίως αβάσιμος κρίνεται και ο ισχυρισμός της εναγομένης, που επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της έφεσής της (υπό στοιχ Α), κατά τον οποίο η πραγματική εργασία του ενάγοντος δεν υπερέβαινε σε ημερήσια βάση τις οκτώ [8] ώρες και ότι το ωράριό του επεκτεινόταν και πέραν του οκταώρου μόνον κατ’ εξαίρεση, όταν, πραγματοποιούνταν πρόσθετα ημερήσια δρομολόγια κυρίως κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο, η διάρκεια της οποίας, όμως, ουδέποτε υπερέβη τις εννέα έως δέκα (9-10) ώρες ημερησίως, καθόσον οι προπεριγραφείσες εργασίες του ενάγοντος, οι οποίες αποτελούσαν τα καθημερινά του καθήκοντα, δεν είναι κατά την κοινή πείρα και λογική εφικτό να εκτελούνται εντός του οκταώρου, ενώ όπως προεκτέθηκε, η εναγομένη του κατέβαλε κάθε μήνα με τη μισθοδοσία του, αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση, αποδεχόμενη με τον τρόπο αυτό ότι ο ενάγων παρείχε εργασία πέραν του νομίμου ωραρίου. Η παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από τον επικαλούμενο από την εναγομένη ισχυρισμό, ότι το εκτελούμενο δρομολόγιο εμφανίζει πολύ μικρότερο όγκο εργασιών, όσον αφορά το προσωπικό καταστρώματος, από άλλα πλοία της ελληνικής ακτοπλοΐας, διότι δεν καταπλέει σε ενδιάμεσους λιμένες, καθόσον οι λιμένες του Πειραιά και του Ηρακλείου ή των Χανίων ως αφετηρίας και προορισμού αντίστοιχα, έχουν ιδιαίτερα αυξημένη κίνηση καθ’όλη τη διάρκεια του έτους, ακόμη και κατά την περίοδο που ίσχυαν περιοριστικά μέτρα για την αποφυγή εξάπλωσης του ιού Covid-19, όχι μόνο για την εξυπηρέτηση των επιβατών αλλά και για τη μεταφορά εμπορευμάτων από τον Πειραιά προς την Κρήτη και αντίστροφα. Ούτε το γεγονός ότι το πλοίο κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ταξίδευε με πλήρη σύνθεση πληρώματος αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς την πραγματοποιούμενη καθημερινά υπερωριακή εργασία του ενάγοντος, δεδομένου μάλιστα ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (ΚΔΝΔ, ΦΕΚ A 261/3.10.1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια αυτού κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν υποδηλώνει ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (ΜονΕφΠειρ. 23/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 180/2008, ΕΝαυτΔ 2008/308 = ΠειρΝομ. 2009/197, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124), ενώ και το επικαλούμενο από την εναγομένη γεγονός ότι μεταβάλλονταν μόνο τα καθήκοντα του προσωπικού καταστρώματος αναλόγως εάν απασχολούνταν ως φύλακες βάρδιας ή ως ημερεργάτες και όχι οι ώρες εργασίας τους, δεν συνεπάγεται άνευ άλλου την έλλειψη αναγκαιότητας υπερωριακής εργασίας, αφού και υπό την εκδοχή αυτή, η διαδικασία φόρτωσης και εκφόρτωσης του πλοίου κατά τον κατάπλου και απόπλου ήταν πολύωρη και με συχνές καθυστερήσεις ώστε το ωράριο εργασίας των ναυτών, είτε αυτοί εργάζονταν ως φύλακες βάρδιας είτε ως ημερεργάτες, να παρατείνεται αναλόγως. Εξάλλου, το γεγονός ότι η παραπάνω υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν πλήρως στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, το οποίο τηρούσε η εναγόμενη, διά του προεστημένου οργάνου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 157 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και 19 της των ως άνω ΣΣΝΕ, καθώς και το ότι ο ενάγων υπέγραφε στο εν λόγω βιβλίο χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελόσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών αυτού (ΜονΕφΠειρ. 716/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 526/2012, ΕΝαυτΔ 2012/381, ΕφΠειρ. 452/2010, ΤΝΠ ΔΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Αλλά και η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα, των μισθοδοτικών του καταστάσεων, δεν ενέχει, άνευ άλλου τινός, παραίτηση αυτού από τα ως άνω νόμιμα δικαιώματά του. Σε κάθε περίπτωση και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα, των ως άνω αποδείξεων πληρωμής της μισθοδοσίας του και του βιβλίου υπερωριών ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του από την προσφορά της εργασίας του, η παραίτηση αυτή (νοούμενη ως άφεση χρέους) είναι άνευ εννόμου επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα δικαιώματά του που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας, έστω και αν αυτή (παραίτηση) λαμβάνει χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας, είναι άκυρη (ΑΠ 166/2016, ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 495/2006, ΔΕΕ 2006/948, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 698/2014, Δνη 2015/504, ΜονΕφΠειρ. 626/2014, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208), απορριπτομένων συνεπώς ως αβασίμων των περί του αντιθέτου ειδικότερων ισχυρισμών της εναγομένης, που επαναφέρονται στα πλαίσια του πρώτου λόγου της έφεσής της (υπό στοιχ.Α). Σημειωτέον ότι η μαρτυρία του ενόρκως βεβαιούντος για λογαριασμό του ενάγοντος, ναυτικού, ………….., η οποία λήφθηκε υπόψη από το παρόν Δικαστήριο, μαζί με τα λοιπά προσκομισθέντα μετ’επικλήσεως αποδεικτικά μέσα, δεν καθίσταται αναξιόπιστη μόνο από από το γεγονός ότι αυτός έχει επιδιώξει δικαστικά την ικανοποίηση παρόμοιων με του ενάγοντος αξιώσεων, όπως ισχυρίζεται η εναγόμενη στο πλαίσιο του εξεταζόμενου (πρώτου) λόγου έφεσης, αφού από καμία διάταξη νόμου δεν προβλέπεται η εξαίρεση ή η μειωμένη αξιοπιστία ενός τέτοιου μάρτυρα, ο οποίος, ως εκ της ειδικότητάς του ως ναύτη και του γεγονότος ότι συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα στο ένδικό πλοίο έως το Σεπτέμβριο 2022, είχε άμεση και προσωπική αντίληψη για τα ιστορούμενα από τον ίδιο πραγματικά περιστατικά (ΜονΕφΠειρ 557/2022, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς), ενώ το Δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσης του έλαβε υπόψη και τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ανταπόδειξης, οι οποίοι κατά τον χρόνο συζήτησης της αγωγής βρίσκονταν σε σχέση εργασιακής εξάρτησης από την εναγομένη, οι οποίες συνεκτιμήθηκαν με όλα τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά, καθώς και τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες επί έντεκα (11) ώρες κατά μέσο όρο, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει από τους προαναφερθέντες λόγους των ενδίκων εφέσεων, που βάλλουν κατά της παραδοχής αυτής, ο μεν πρώτος της υπό στοιχ A έφεσης να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, ο δε πρώτος λόγος της υπό στοιχ Β έφεσης, να γίνει εν μέρει δεκτός. Ο ενάγων – εκκαλών της υπό στοιχ. Β έφεσης, με τον προαναφερόμενο (πρώτο) λόγο της έφεσής του, παραπονείται μόνο για τον αριθμό των ωρών που πρωτοδίκως κρίθηκε ότι εργαζόταν υπερωριακώς χωρίς να πλήττει τα κεφάλαια του γενόμενου αριθμητικού υπολογισμού και της εξαγωγής των οικείων τελικών κονδυλίων. Συνεπώς με βάση την παραδοχή της εκκαλουμένης ως προς τον αριθμό των ωρών της εργασίας του ενάγοντος, διορθούμενη μόνο ως προς το σημείο που προαναφέρθηκε, ο τελευταίος δικαιούται: Α) Κατά το έτος 2021 και κατά το χρονικό διάστημα από 14.1.2021 έως 14.4.2021, από 13.5.2021 έως 19.10.2021 και από 14.12.2021 έως 31.12.2021: α) για 37 Σάββατα και 6 αργίες ([15/3 (Καθαρά Δευτέρα), 25/3, 10/6, (Αναλήψεως), 15/8, 14/9 και 26/12], ήτοι συνολικά επί 43 ημέρες το ποσό των (43 ημέρες χ 12 ώρες χ 10,44 ευρώ=) 5.387,04 ευρώ και β) κατά τις 225 συνολικά καθημερινές και Κυριακές, το ποσό των (225 ημέρες χ 4 ώρες χ 8,70 ευρώ=) 7.830,00 ευρώ, Β) Κατά το έτος 2022 και κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2022 έως 4.1.2022 και από 10.1.2022 έως 8.9.2022: α) για 35 Σάββατα και 7 αργίες [7/3 (Καθαρά Δευτέρα), 25/3, 22/4 (Μ.Παρασκευή), 25/4 (Δευτέρα του Πάσχα), 1/5, 2/6 (Αναλήψεως) και 15/8] και συνολικά επί 42 ημέρες το ποσό των (42 ημέρες χ 12 ώρες χ 10,76 ευρώ=) 5.423,04 ευρώ και β) κατά τις 204 συνολικά καθημερινές και Κυριακές, το ποσό των (204 ημέρες χ 4 ώρες χ 8,96 ευρώ =) 7.311,36 ευρώ. Ητοι συνολικά για τα έτη 2021 και 2022, το ποσό των (5.387,04 + 7.830,00 + 5.423,04 + 7.311,36=) 25.951,44 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των (8.717,58 ευρώ για Σάββατα και αργίες + 9.470,80 ευρώ για καθημερινές και Κυριακές=) 18.188,38 ευρώ, ως ο ίδιος συνομολογεί και επομένως του οφείλεται η διαφορά ποσού 7.763,06 ευρώ.
Η εναγομένη, με το δεύτερο λόγο της έφεσής της (υπό στοιχ Α), διαμαρτύρεται επειδή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση συμψηφισμού που προέβαλε και με την οποία ζητούσε να καταλογιστούν στο ποσό της υπερωριακής αμοιβής του ενάγοντος, χίλια εξακόσια τριάντα ευρώ και ογδόντα τέσσερα λεπτά (1.630,84) και δύο χιλιάδες διακόσια ενενήντα εννέα ευρώ και είκοσι οκτώ λεπτά (2.299,28) που εκείνος έλαβε ως «έκτακτες αμοιβές» και ως «ρολόγια ναυτών» αντίστοιχα, κατά το χρονικό διάστημα των ναυτολογήσεών του με τη συμφωνία να συμψηφίζονται με τις υπερωρίες που πραγματοποιούσε. Όπως προκύπτει από τον με αριθμό 1 συμπληρωματικό όρο καθεμιάς από τις προσκομιζόμενες, από 18.12.2020, 13.5.2021, 3.12.2021, 14.12.2021 καν 10.1.2022 συμβάσεις ναυτικής εργασίας του ενάγοντος που καταρτίστηκαν εγγράφως, με αυτόν, ρητά συμφωνήθηκε ότι «Κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το Ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρίας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας». Όμως, συμφώνως και προς όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν, ο συμβατικός αυτός όρος, ερμηνευόμενος κατά τις υποδείξεις των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, δεν επιτρέπει οποιονδήποτε συμψηφισμό, εφόσον δι’ αυτού δεν προσδιορίζονται ειδικά και ορισμένα οι υπέρτερες αποδοχές του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με πραγματοποιούμενες υπερωρίες του ή με άλλες συμβατικές υποχρεώσεις της εργοδότριας. Δεν συνέτρεξαν, επομένως, εν προκειμένω οι νόμιμες προϋποθέσεις του επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού, αφού δεν προσδιορίσθηκαν ειδικά κατά ποιόν και ποσόν οι υπέρτερες αποδοχές (ως επιμίσθιο, τακτικά και παγίως καταβαλλόμενο) του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις της εναγομένης προς αυτόν, προερχόμενες από οποιαδήποτε νόμιμη αιτία. Πράγματι, η αόριστη διατύπωση της εν λόγω συμφωνίας («κάθε ποσό … πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές …») δεν δύναται να θεμελιώσει δυνατότητα συμβατικού συμψηφισμού των εν λόγω «εκτάκτων αμοιβών», όπως, αντιθέτως, θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση κατά την οποία στον επίμαχο όρο προβλεπόταν ρητώς ότι οι συγκεκριμένες παροχές, υπό την ένδειξη «έκτακτες αμοιβές», θα καλύπτουν την οφειλόμενη υπερωριακή αμοιβή του ενάγοντος (ΕφΠειρ. 422/2021, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς www.efeteio- peir.gr.). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που κατέληξε στο ίδιο (απορριπτικό της ένστασης) συμπέρασμα, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και ο ερευνώμενος λόγος της έφεσης της εναγομένης (υπό στοιχ Α) πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος για το έτος 2021 ανέρχονταν στο ποσό των 4.747,99 ευρώ [2.539,81 ευρώ κατά τα ανωτέρω + 1.479,60 μέσος όρος υπερωριακής απασχόλησης (5.387,04 + 7.830,00 = 13.217,04 ευρώ /268 ημέρες = 49,32 ευρώ χ 30 ημέρες=) + 544,75 ευρώ κατά μέσο όρο μηνιαία αμοιβή έχμασης οχημάτων (ως το ποσό αυτό δεν αμφισβητείται ειδικά από την εναγόμενη) + 53,25 ευρώ + 130,58 ευρώ (μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής με την αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές» και «ρολόγια ναυτών» αντίστοιχα, ως τα ποσά αυτά δεν αμφισβητούνται ειδικά από την εναγομένη και συνυπολογίζονται, διότι, όπως προκύπτει από τις αποδείξεις μισθοδοσίας του ενάγοντος, καταβάλλονταν σε αυτόν τακτικώς κάθε μήνα καθ’όλο τον ένδικο χρόνο βλ.σχετ. ΕφΠειρ 284/2022, δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς) =] συνεπώς δικαιούται ι) για αναλογία δώρου Πάσχα 2021, δεδομένου ότι απασχολήθηκε από 1.1.2021 έως 23.4.2021, ποσό ίσο με το 1/5 του μισού μηνιαίου μισθού για κάθε 8 ημέρες εργασίας, ήτοι 4.747,99 ευρώ /2 χ 1/15 χ 14,12 οκταήμερα = 2.234,72 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 1.148,60 ευρώ, όπως ο ίδιος συνομολογεί και επομένως οφείλεται σε αυτόν η διαφορά ποσού 1.086,12 ευρώ και ιι) για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2021, δεδομένου ότι απασχολήθηκε από 12.5.2021 έως 19.10.2021 και από 3.12.2021 έως 31.12.2021, ποσό ίσο με τα 2/25 του συνολικού μηνιαίου μισθού του για κάθε 19 ημέρες εργασίας, ήτοι συνολικό ποσό 3.779,40 ευρώ (4.747,99 ευρώ οι μηνιαίες αποδοχές ως ανωτέρω χ 2/25 χ 9,95 δεκαεννεαήμερα=), έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 1.944,96 ευρώ, όπως ο ίδιος συνομολογεί και επομένως οφείλεται σε αυτόν η διαφορά ποσού 1.834,44 ευρώ, ενώ για το έτος 2022, οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονταν στο ποσό των 4.982,52 ευρώ [2.616,02 ευρώ κατά τα ανωτέρω + 1.553,10 μέσος όρος υπερωριακής απασχόλησης ( 5.423,04 + 7.311,36 = 12.734,40 ευρώ /246 ημέρες = 51,77 ευρώ χ 30 ημέρες=] + 590,34 ευρώ κατά μέσο όρο μηνιαία αμοιβή έχμασης οχημάτων (ως το ποσό αυτό δεν αμφισβητείται ειδικά από την εναγομένη) + 88,57 ευρώ + 134,49 ευρώ (μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής με την αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές» και «ρολόγια ναυτών» αντίστοιχα, ως τα ποσά αυτά δεν αμφισβητούνται ειδικά από την εναγομένη και συνυπολογίζονται κατά τα ανωτέρω], συνεπώς δικαιούται ι) για αναλογία δώρου Πάσχα 2022, δεδομένου ότι απασχολήθηκε από 1 έως 4.1.2022 και από 10.1.2022 έως 30.4.2022, ποσό ίσο με το 1/5 του μισού μηνιαίου μισθού για κάθε 8 ημέρες εργασίας, ήτοι 4.982,52 ευρώ/2 χ 1/15 χ 14,25 οκταήμερα = 2.366,70 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 1.247,41 ευρώ, ως συνομολογεί και επομένως οφείλεται σε αυτόν η διαφορά ποσού 1.119,29 ευρώ και ιι) για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων έτους 2022, δεδομένου ότι απασχολήθηκε από 1.5.2022 έως 8.9.2022, ποσό ίσο με τα 2/25 του συνολικού μηνιαίου μισθού του για κάθε 19 ημέρες εργασίας, ήτοι συνολικό ποσό 2.746,43 ευρώ (4.982,52 χ 2/25=398,61 χ 6,89 δεκαεννιαήμερο =) έναντι του οποίου έλαβε, ως συνομολογεί, το ποσό των 1.376,42 ευρώ και επομένως οφείλεται σε αυτόν η διαφορά ποσού 1.370,01 ευρώ, κατά μερική παραδοχή του δεύτερου λόγου της έφεσης του ενάγοντος – εκκαλούντος (υπό στοιχ.Β), με τον οποίο παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εσφαλμένα εκτιμώντας τις αποδείξεις, κατά τον προσδιορισμό των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, με σκοπό τον καθορισμό των οφειλόμενων σε αυτόν επιδομάτων εορτών των ετών 2021 και 2022, συνυπολόγισε το μέσο όρο της μηνιαίας αμοιβής του με την παραδοχή ότι αυτός απασχολούνταν υπερωριακά μόνον επί έντεκα ώρες ημερησίως και απορριπτόμενου του τρίτου λόγου της έφεσης της εναγόμενης – εκκαλούσας (υπό στοιχ. Α) με τον οποίο η τελευταία υποστηρίζει ότι για τον υπολογισμό των αιτούμενων δώρων εορτών έπρεπε να συνυπολογιστεί μικρότερος μέσος όρος υπερωριακής εργασίας, για το λόγο ότι αυτή δεν ξεπερνούσε τις 9-10 ώρες κατά μέσο όρο ημερησίως. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το ένδικο πλοίο κατά τις κάτωθι ημερομηνίες και δη στις 16,21,23,28.30/7 και 1,4,6,8,11,13,15,18,20,22,29/8 του έτους 2021 και στις 7,8,14,21,22,26,28,30/7 και 2,4,6,11,14,16,18,21,23,25,28/8 του έτους 2022, αναχώρησε από το λιμάνι αφετηρίας (Πειραιά), πριν την συμπλήρωση 6ωρης παραμονής σε αυτό και συγκεκριμένα πραγματοποίησε 45,50 ώρες πρόωρης αναχώρησης το έτος 2021 και 58,25 ώρες πρόωρης αναχώρησης το έτος 2022, ως δεν αμφισβητείται από την εναγομένη. Συνεπώς πραγματοποίησε (45,50/8=) 5,69 δρομολόγια εξπρές το έτος 2021 και (58,25/8=) 7,28 δρομολόγια εξπρές το έτος 2022, για κάθε ένα από τα οποία δικαιούται να λάβει πρόσθετη αμοιβή ίση με το 1/30 των μηνιαίων αποδοχών του, στις οποίες πρέπει να συνυπολογισθεί και ο μέσος όρος ανά μήνα των επιδομάτων Πάσχα και Χριστουγέννων 2022, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχ. III νομική σκέψη της παρούσας, απορριπτόμενου του τέταρτου λόγου της υπό στοιχ Α έφεσης, κατά το δεύτερο σκέλος του, με τον οποίο η εκκαλούσα – ενάγουσα υποστηρίζει τα αντίθετα. Ενόψει όσων ήδη αναφέρθηκαν, περί της διάρκειας της ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος στο πλοίο της εναγομένης, εσφαλμένος κρίνεται ο υπολογισμός, από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, του μέσου όρου της υπερωριακής αμοιβής του και της μηνιαίας αναλογίας δώρων εορτών των ετών 2021 και 2022, για τον προσδιορισμό των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, με σκοπό τον καθορισμό της οφειλόμενης σε αυτόν πρόσθετης ειδικής αμοιβής για την εκτέλεση από το πλοίο δρομολογίων εξπρές, κατά μερική παραδοχή του τρίτου λόγου της υπό στοιχ Β έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών — ενάγων παραπονείται ότι τα ανωτέρω ποσά υπολογίστηκαν με βάση την εσφαλμένη κρίση της εκκαλουμένης ότι εργαζόταν λιγότερες από 14 ώρες ημερησίως και απορριπτόμενου ως αβάσιμου του τέταρτου λόγου της υπό στοιχ Α έφεσης, κατά το πρώτο σκέλος του (και κατόπιν αυτού απορριπτέου στο σύνολό του), με τον οποίο η εκκαλούσα – ενάγουσα παραπονείται ότι η εκκαλουμένη εσφαλμένα συνυπολόγισε στις τακτικές αποδοχές του ενάγοντος το μέσο όρο της υπερωριακής του εργασίας με την παραδοχή ότι εργάστηκε περισσότερες ώρες. Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές, ο ενάγων δικαιούται να λάβει για το έτος 2021, το συνολικό ποσό των 1.013,51 ευρώ [4.747,99 ευρώ οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ως ανωτέρω + ( 2.234,72 + 3.779,40 = 6.014,12 /303 ημέρες χ 30=) 595,50 ευρώ ο μέσος όρος ανά μήνα των επιδομάτων Πάσχα και Χριστουγέννων 2021 = 5.343,49 ευρώ /30 = 178,12 ευρώ για κάθε δρομολόγιο και συνολικά (178,12 χ 5,69), έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 554,73 ευρώ, όπως προκύπτει από τις αποδείξεις μισθοδοσίας σε συνδυασμό με τα σχετικά εμβάσματα πληρωμής και επομένως οφείλεται σε αυτόν η διαφορά ποσού 458,78 ευρώ, δεκτής γενομένης ως κατ’ουσίαν βάσιμης της σχετικής ένστασης εξόφλησης κατ’άρθρο 416 ΑΚ που προέβαλε η εναγομένη. Για το έτος 2022, ο ενάγων δικαιούται να λάβει, από την ανωτέρω αιτία, το συνολικό ποσό των 1.359,25 ευρώ [4.982,52 ευρώ οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ως ανωτέρω + ( 2.366,70 + 2.746,43 = 5.113,13 /248 ημέρες χ 30=) 618,53 ευρώ ο μέσος όρος ανά μήνα των επιδομάτων Πάσχα και Χριστουγέννων 2022 = 5.601,05 ευρώ /30 = 186,71 ευρώ για κάθε δρομολόγιο και συνολικά (186,71 χ 7,28), έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 1.266,33 ευρώ, όπως προκύπτει από τις αποδείξεις μισθοδοσίας σε συνδυασμό με τα σχετικά εμβάσματα πληρωμής και επομένως οφείλεται σε αυτόν η διαφορά ποσού 92,92 ευρώ, δεκτής γενομένης ως κατ’ουσίαν βάσιμης της σχετικής ένστασης εξόφλησης κατ’άρθρο 416 ΑΚ που προέβαλε η εναγομένη.
Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου, από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε, από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 16/2006, Δνη 2006/1331 = Δ 2006/1151 = ΝοΒ 2006/1716, ΟλΑΠ 1/1997, Δνη 1997/534 = ΕΕΝ 1997/389 = ΝοΒ 1998/17, ΟλΑΠ 17/1995, Δνη 1995/1531, ΟλΑΠ 62/1990, Δνη 1991/501 = ΕΕΝ 1991/320 = ΝοΒ 1991/389, ΟλΑΠ 2101/1984, ΝοΒ 1985/648, ΟλΑΠ 88/1980, ΝοΒ 1980/1437, ΑΠ 38/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τούτο συμβαίνει ιδίως όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει εύλογα δημιουργηθεί στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 7/2002, ΕΕΝ 2003/168 = ΝοΒ 2003/648, ΟλΑΠ 8/2001, ΝοΒ 49/1814 = Δνη 2001/382 = ΕπισκΕμπΔ 2002/392). Η ανωτέρω διάταξη, όμως, έχει εφαρμογή στην περίπτωση άσκησης δικαιώματος από το δικαιούχο, όταν δηλαδή αυτός επιδιώκει την παροχή έννομης προστασίας για να επιτύχει την πραγματοποίηση της κατάστασης που αρμόζει στο δικαίωμά του και όχι όταν ο αντίδικός του αρνείται, απλά ή αιτιολογημένα, να δεχθεί την ύπαρξη ή την άσκηση του επιδίκου δικαιώματος (ΑΠ 764/2001, ΔΕΕ 2001/1013, ΑΠ 950/1989, Δνη 1991/77, ΑΠ 84/1984, ΝοΒ 1985/239, ΜονΕφΔυτΣτερΕλ 34/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ. 2243/2012, ΔΕΕ 2012/1031, ΕφΑΘ. 8263/2007, ΔΕΕ 2008/1115, ΕφΔωδ. 122/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 871/2002, ΠειρΝομ. 2002/472, ΕφΠειρ. 470/1992, ΕΝαυτΔ 1993/256) ή όταν επικαλείται απλώς νομική αβασιμότητα του αγωγικού δικαιώματος, αποκρούοντας δηλαδή την εφαρμογή του ως μη αναγνωριζόμενου από το νόμο (ΑΠ 1119/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1255/1980, ΝοΒ 29/554, ΕφΔωδ. 171/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘρακ. 221/2000, DIGESTA 2003/36, ΕφΠειρ. 13/1995, Δνη 1996/423 = ΔΕΕ 1995/403), καθόσον, ειδικότερα, εάν μεν το δικαίωμα αυτό είναι νόμιμο, μπορεί να ενασκηθεί και εναντίον της βουλήσεως του υπόχρεου, οπότε ελέγχεται βεβαίως ενδεχόμενη καταχρηστικότητα της ασκήσεώς του, εάν, όμως, είναι ανυπόστατο ή αντίκειται στο νόμο, δεν μπορεί εκ μέρους του αμφισβητούντος αυτό να γίνει λόγος περί καταχρήσεως (ΑΠ 1417/1984, ΝοΒ 1985/1002, ΕφΘεσ. 727/2000, Αρμ. 2000/806). Επομένως, ο ισχυρισμός του εναγομένου περί καταχρηστικής ασκήσεώς «υποτιθέμενου» δικαιώματος, σε κάθε περίπτωση, δεν αποτελεί ένσταση από το άρθρο 281 ΑΚ, αλλά άρνηση της αγωγής (ΕφΑΘ. 966/2010, Δνη 2012/188), η δε διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν έχει εφαρμογή όταν ο διάδικος αρνείται την ύπαρξη του δικαιώματος του αντιδίκου του (ΑΠ 894/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ανεξαρτήτως, όμως, τούτου, όπως και mo πάνω σημειώθηκε, από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920, 5 § 1 ΑΝ 539/1945 και 8 § 4 Ν. 4020/1959 συνάγεται γενική αρχή του εργατικού δικαίου, κατά την οποία εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν συγχωρείται και, επομένως, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενομένη κάθε παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα λήψης των προβλεπομένων από το νόμο, τη συλλογική σύμβαση εργασίας ή άλλες κανονιστικές διατάξεις ελάχιστων ορίων των αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και αν γίνεται εκ των υστέρων υπό μορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, όπως άκυρη είναι και η παραίτησή του από άλλα δικαιώματά του, που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση, ανεξαρτήτως μάλιστα αν η αξίωση αυτή έχει ή δεν έχει ακόμη γεννηθεί (ΑΠ 166/2016, ο.π, ΑΠ 1340/2014, ΧρΙΔ 2015/225, ΑΠ 1554/2011, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 691/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εκ τούτου, επειδή δηλαδή η συμφωνία που περιορίζει τα ως άνω δικαιώματα του εργαζομένου είναι για λόγους δημοσίας τάξεως άκυρη, έπεται ότι η παρά την ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας δικαστική επιδίωξή τους δεν μπορεί να αποκρουστεί με την επίκληση της από το άρθρο 281 ΑΚ καταχρηστικότητας (ΜονΕφΠειρ 196/2000, ΜονΕφΠειρ. 71/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 795/2010, ΕΝαυτΔ 2010/385, ΕφΠειρ. 901/2002, ο.π.)·
Με τον πέμπτο και τελευταίο λόγο της υπό στοιχ Α έφεσης, η εκκαλούσα – εναγόμενη επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προβληθέντα αμυντικό ισχυρισμό της ότι η άσκηση της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται η ικανοποίηση περιουσιακών αξιώσεων που είναι υπέρογκες και της δημιουργούν τεράστιο οικονομικό βάρος, είναι καταχρηστική, καθόσον, ειδικότερα, ο ενάγων με θετικές ενέργειες του της προκάλεσε την εύλογη βεβαιότητα ότι δεν θα διεκδικήσει τις υπό κρίση αξιώσεις του. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι ο εφεσίβλητος – ενάγων, ο οποίος απασχολήθηκε σε πλοία της εναγομένης επί πολυετία, ουδέποτε την όχλησε ως προς την εξόφληση των επίδικων απαιτήσεων και ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε για δήθεν μη καταβολή της προσήκουσας αμοιβής του, ότι υπέγραφε ανεπιφύλακτα τις μηνιαίες καταστάσεις της υπερωριακής απασχόλησής του και τις αναλυτικές αποδείξεις μισθοδοσίας του, τις οποίες παραλάμβανε, χωρίς να εκφράσει την παραμικρή αντίρρηση ως προς το ύψος των βασικών ή πρόσθετων αμοιβών του, ενώ δια της υπογραφής των μηνιαίων δελτίων ωρών εργασίας του, κατ’ουσίαν αναγνώριζε και διαβεβαίωνε την εργοδότρια εταιρεία περί της ανυπαρξίας επιπρόσθετων ωρών απασχόλησής του, δημιουργώντας της την ακλόνητη πεποίθηση ότι δεν υφίστανται άλλες αξιώσεις του κατ’αυτής. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός δεν είναι νόμιμος όχι μόνον διότι η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν εφαρμόζεται όταν ο εναγόμενος αρνείται το αγωγικό δικαίωμα, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση κατά την οποία η εκκαλούσα – εναγόμενη, παρότι επικαλείται καταχρηστικότητα κατά την ενάσκηση του επιδίκου δικαιώματος του ενάγοντος, αμφισβητεί ταυτόχρονα την ύπαρξη οποιουδήποτε δικαιώματος αυτού του τελευταίου απορρέοντος από σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αλλά και επειδή τα επικαλούμενα περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν δύνανται κατά νόμο να συγκροτήσουν το πραγματικό της ιδίας διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, αφού ο ενάγων, για όσους λόγους προαναφέρθηκαν, δεν μπορούσε να στερηθεί του δικαιώματος του στη δικαστική επιδίωξη των νομίμων απαιτήσεών του από την παροχή της εργασίας του. Αλλωστε η περιγραφόμενη στάση του ενάγοντος ναυτικού, συνιστά αδράνεια και όχι θετική συμπεριφορά του, ώστε να αρκεί για τη δημιουργία στην εργοδότρια, της εύλογης πεποίθησης ότι δεν πρόκειται να ασκηθούν αξιώσεις για υπερωριακή αμοιβή. Θετική συμπεριφορά που θα μπορούσε να στηρίξει τον ένδικο ισχυρισμό της εναγομένης περί κατάχρησης δικαιώματος του ναυτικού, θα συνιστούσε η υπογραφή του ίδιου σε μηνιαίες καταστάσεις υπερωριακής απασχόλησης, εφόσον τις σχετικές καταστάσεις συνέτασσε ο ίδιος ο ναυτικός και τις υπέβαλε προς έγκριση στην εργοδότρια, η οποία θα τις ενέκρινε και στη συνέχεια εκείνος αμφισβητούσε τον αριθμό των υπερωριών, που ο ίδιος υποστήριξε εξ αρχής ότι πραγματοποίησε. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η μη αμφισβήτηση της ορθότητας των εγγραφών στις μηνιαίες καταστάσεις υπερωριών ή στις αποδείξεις πληρωμής του ναυτικού, συνιστά απλή ανοχή προς αποφυγή του κινδύνου λύσης της εργασιακής σχέσης με πρωτοβουλία του εργοδότη. Ούτε όμως, υπό τα ανωτέρω εκτιθέμενα, μπορεί μόνο το οικονομικό κόστος που θα προκαλέσει στην εναγομένη η ευδοκίμηση της αγωγής, να στοιχειοθετήσει ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό της εναγομένης, ορθά κατ’ αποτέλεσμα έκρινε και αφού παρατεθούν οι παραληφθείσες αιτιολογίες της απορριπτικής κρίσης της εκκαλουμένης, ο ερευνώμενος λόγος της υπό στοιχ Α έφεσης θα απορριφθεί ως αβάσιμος.
VII. Για τα επιδόματα δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και τις αποδοχές και το επίδομα αδείας τάσσεται από το νόμο (άρθρα 10 της ΥΑ 19040/1981, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του Ν. 1082/1980, 4 παρ. 1 του ΑΝ 539/1945, του Ν. 4504/1961 και 1 παρ. 3 του ΝΔ 4547/1966) επακριβώς καθορισμένη ημέρα καταβολής (η 31η Δεκεμβρίου, η 30ή Απριλίου και η τελευταία το αργότερο ημέρα του οικείου έτους αντιστοίχως), ώστε με μόνη την πάροδο της δήλης αυτής ημέρας να επέρχονται οι συνέπειες της υπερημερίας οφειλέτη (ΟλΑΠ 40/2002, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο της υπό στοιχ Β έφεσης, ο εκκαλών – ενάγων, αποδίδει πλημμέλεια στην εκκαλουμένη ως προς την εφαρμογή του νόμου, παραπονούμενος ότι δεν επιδίκασε νόμιμους τόκους επί του δώρου Χριστουγέννων 2022 με την αιτιολογία ότι το κονδύλιο αυτό δεν είχε καταστεί απαιτητό ούτε κατά την ημέρα της απόλυσής του, ούτε κατά την ημέρα επίδοσης της αγωγής. Ο λόγος αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι όπως προαναφέρθηκε, για την καταβολή της αναλογίας επιδόματος Χριστουγέννων ορίζεται δήλη ημέρα η 31η Δεκεμβρίου του οικείου έτους (εν προκειμένω η 31.12.2022), μετά την πάροδο της οποίας ο εργοδότης καθίσταται υπερήμερος και συνεπώς υπόχρεος καταβολής τόκων υπερημερίας. Ενόψει του ότι, στην προκειμένη περίπτωση, κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής (24.11.2022), η αξίωση αυτή δεν είχε καταστεί εισέτι απαιτητή, το αίτημα περί τοκοδοσίας του εν λόγω κονδυλίου είναι μη νόμιμο, όπως έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά εφαρμόζοντας το νόμο. Η επικαλούμενη, στον ερευνώμενο λόγο έφεσης, διάταξη του άρθρου 14 παρ.4 της ΣΣΕ Ακτοπλοΐας 2022, όπου ορίζεται ότι «Κατά την απόλυσή του ο ναυτικός δικαιούται και την καταβολή της αναλογίας του Δώρου Εορτών» αφορά στην υποχρέωση του εργοδότη, να καταβάλει στον απολυόμενο ναυτικό, μεταξύ άλλων επιδομάτων και τα δώρα εορτών του έτους απόλυσης, υπολογιζόμενων κατ’αναλογία των ημερών που εργάστηκε και όχι ότι το κονδύλιο αυτό καθίσταται τοκοφόρο από την ημερομηνία απόλυσης, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει ο εκκαλών.
Κατ’ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη η υπό στοιχ. Α έφεση, να γίνει εν μέρει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη η υπό στοιχ. Β έφεση, κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους της και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το μη πληγέν και μη ανατραπέν μέρος της για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτέλεσής της (ΑΠ 748/1984, Δνη 26/642, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, αδημ. ΕφΠειρ. 700/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 277/2005, ΔΕΕ 2005/685, ΕφΠειρ. 91/2004, Πειρ. Νομ. 2004/160) και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλλει στον ενάγοντα το ποσό των 13.724,62 (7.763,06 + 5.409,86 + 551,70) ευρώ νομιμοτόκως από την επομένη της τελευταίας απόλυσής του, ήτοι από 9.9.2022, πλην του ποσού των 1.370,01 ευρώ που αφορά στη διαφορά αναλογίας του επιδόματος εορτών Χριστουγέννων του έτους 2022, για το οποίο δεν επιδικάζονται τόκοι. Κατόπιν αυτών παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση του θεμελιωθέντος στη διάταξη του άρθρου 914 ΚΠολΔ και υποβληθέντος, με την έφεση, αιτήματος της εναγόμενης – εκκαλούσας της υπό στοιχ. Α έφεσης, για επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από την εκ μέρους της καταβολή στον ενάγοντα, του χρηματικού ποσού των 3.000 ευρώ, σε συμμόρφωση προς την προσωρινώς εκτελεστή διάταξη της εκκαλουμένης, αφού το χρηματικό ποσό της τελεσίδικης καταψήφισης υπερβαίνει το καταβληθέν. Τέλος, η εναγομένη, λόγω της ήττας της πρέπει να καταδικαστεί σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρα 106, 178 παρ. 1, 180, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων α) την από 22-12-2023 (με γεν.αριθ.καταθ. …./22.12.2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …./22.12.2023) έφεση και β) την από 9.7.2024 (με γεν.αριθ.καταθ. …./10.7.2024 και ειδ.αριθ.καταθ. …../10.7.2024) έφεση, στρεφόμενες κατά της υπ’αριθ. 2646/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσας κατά τη διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών,
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την από 22.12.2023 έφεση.
Δέχεται τυπικά και εν μέρει κατ’ουσίαν την από 9.7.2024 έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.
Κρατεί και δικάζει την αγωγή κατ’ουσίαν.
Δέχεται αυτήν εν μέρει.
Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλλει στον ενάγοντα το ποσό των δεκατριών χιλιάδων επτακοσίων είκοσι τεσσάρων ευρώ και εξήντα δύο λεπτών (13.724,62) νομιμοτόκως από την τελευταία απόλυσή του στις 9.9.2022, πλην του ποσού των χιλίων τριακοσίων εβδομήντα ευρώ και ενός λεπτού (1.370,01), για το οποίο δεν επιδικάζονται τόκοι.
Απορρίπτει αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση.
Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσιων δικηγόρων τους στις 4 Μαρτίου 2025.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ