Αριθμός 155 /2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 4ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
Α) ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Ιωάννη Τραπάκογλου (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………..» και το δ.τ. «………….» όπως μετονομάστηκε η εταιρεία με την επωνυμία «………….» (………….) και διακριτικό τίτλο «………….» (………..), η οποία εδρεύει στο ………. Αττικής, με ΑΦΜ ……….. Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά και με αρ. ΓΕΜΗ ………., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, αδειοδοτηθείσα από την Τράπεζα της Ελλάδος σύμφωνα με τον νόμο 4354/2015, δυνάμει της με αριθμ. 220/1/13.03.2017 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων [υπ’ αριθμ. 880/16.3.2017 ΦΕΚ (τ. Β’)], ως μη δικαιούχου και μη υπόχρεου διαδίκου και ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………..» (…………), που εδρεύει στο …. της Ιρλανδίας με αριθμό καταχώρισης στο μητρώο εταιρειών ….., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας υπό την επωνυμία «……………..», που εδρεύει στην Αθήνα, με ΑΦΜ ……… ΔΟΥ ΦΑΕ ΑΘΗΝΩΝ, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, κατόπιν μεταβίβασης στα πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις της ανωτέρω ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας σύμφωνα με τις διατάξεις Ν. 3156/2003, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Β)ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις με την επωνυμία «…………» και τον διακριτικό τίτλο «……………», η οποία εδρεύει στο …… Αττικής, με ΑΦΜ ………. της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών και με αριθ. ΓΕΜΗ ………… όπως εκπροσωπείται νόμιμα, αδειοδοτηθείσα από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με τον Ν. 4354/2015 και την Πράξη Εκτελεστικής Επιτροπής 118/2017 (αριθ. απόφασης 247/14·11·2017), υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας απαιτήσεων, εντολοδόχου και ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσώπου και αντικλήτου της εδρεύουσας στο ……….. της Ιρλανδίας, αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………» (……….) με αριθμό καταχώρισης στο μητρώο εταιρειών …………, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, δυνάμει της από 12.05.2023 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, περίληψη της οποίας καταχωρίστηκε στα βιβλία, κατ’ άρθρο 3 Ν. 2844/2000, του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον Τόμο … με αυξ. αριθ. …. και με αριθ. πρωτ. …../ι6.05·2023, του από 16.05.2023 πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Ιρλανδίας ………. (……….) και της από 12.05.2023 σύμβασης λύσης διαχείρισης καταχωρισθείσας στα βιβλία, κατ’ άρθρο 3 Ν. 2844/2000, του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον Τόμο … με αυξ. αριθ. … και αριθ. πρωτ. …../16.05.2023, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Ζαφειρία Κοζώνη [ΧΑΝΙΚΙΑΝ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ].
ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………….» και τον διακριτικό τίτλο «……………», η οποία εδρεύει στο ………. Αττικής, με Α.Φ.Μ. ………. Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά και με αρ. ΓΕΜΗ ………… (πρώην «……………»), όπως νόμιμα εκπροσωπείται, ενεργούσας εν προκειμενω επ’ ονομάτι και για λογαριασμό της εταιρείας με την επωνυμία «…………», με έδρα στο ………. Ιρλανδίας, αριθμός μητρώου ………..,νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία έχει καταστεί ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………..», που εδρεύει στην Αθήνα, με Α.Φ.Μ. ………. Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών, με αρ. ΓΕΜΗ …………, νομίμως εκπροσωπούμενης, δυνάμει της από 18-06-2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του Ν. 3156/2003, των άρθρων 455 επ. ΑΚ και του άρθρου 61 του Ν. 4548/2018, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: …………, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Ιωάννη Τραπάκογλου (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
Η υπό στοιχ Α εκκαλούσα-Β καθ΄ης η πρόσθετη παρέμβαση κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 4.4.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2022) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 2541/2022 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την ανακοπή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η ανακόπτουσα και ήδη υπό στοιχ Α εκκαλούσα-Β καθ΄ης η πρόσθετη παρέμβαση με την από 23.9.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ………/2022-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ………./2022) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 5η.10.2023, οπότε δεν εισήχθη προς συζήτηση λόγω ανωτέρας βίας, που αφορά τη διεξαγωγή των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών της 8ης.10.2023 και, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 260 παρ 4 ΚΠΟλΔ και δυνάμει της υπ΄ αριθμ 81/2023 Πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Δ/νσεως του Εφετείου Πειραιώς, επαναπροσδιορίσθηκε στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η ήδη υπό στοιχ Β αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την από 17.10.2024 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2024) εκουσια αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της υπό στοιχ Α εκκαλούσας-Β καθ΄ης η πρόσθετη παρέμβαση, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος της υπό στοιχ Β προσθέτως παρεμβαίνουσας, αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρεται για συζήτηση, με την με αριθμό 81/2023 πράξη του Προέδρου Εφετών Πειραιώς, η από 26.09.2022 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ………./2022 και ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ………../26.09.2022 έφεση, κατ’ άρθρο 74 παρ. 2 του ν. 4690/2020, μετά τον ορισμό νέας δικασίμου, ύστερα από τη μη διεξαγωγή της συζήτησής της, κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 5.10.2023, λόγω της αναστολής μέρους της λειτουργίας των εργασιών του Εφετείου Πειραιώς για το χρονικό διάστημα από την 4.10.2024 έως την 11.10.2023, λόγω της διενέργειας των δημοτικών και αυτοδιοικητικών εκλογών στην περιφέρεια στην περιφέρεια που εδρεύει το Δικαστήριο.
Νόμιμα φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι : α) η από 26.09.2022 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου …………/2022 και ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ……../26.09.2022 έφεση και β) η από 23.10.2024 (αρ. εκ. κατ. ………../2024) ασκηθείσα με ιδιαίτερο δικόγραφο αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία <<…. ……….>> υπέρ της εφεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……….» και διακριτικό τίτλο «………» πρώην ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………» και το διακριτικό τίτλο «………..»,] ενεργούσα εν προκειμένω εν ονόματι και για λογαριασμό της εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία <<………….” (………..), νόμιμα εκπροσωπούμενης, στην οποία η ως άνω ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………..» και το διακριτικό τίτλο «………», όπως εκπροσωπείται νόμιμα, έχει εκχωρήσει και μεταβιβάσει απαιτήσεις της από δάνεια και πιστώσεις, δυνάμει της από 18.06.2019 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων κατ΄ άρθρο 455 Α.Κ και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του ν. 3156./2003 οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της υπαγωγής τους στην αυτή διαδικασία και της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας και της σχέσης τους ως κυρίου και παρεπόμενου, ενώ περαιτέρω κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επί πλέον δε επέρχεται μείωση εξόδων (άρθρο 31 και 246 ΚΠοΛΔ). H από 26.09.2022 κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ……../26.09.2022 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/26.09.2022 έφεση της ητηθείσας πρωτοδίκως ανακόπτουσας κατά της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία <<……………..>> προς εξαφάνιση της με αριθμό 2541/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών) που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων και απέρριψε την από 05.04.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2022 ) ανακοπή κατά της καθ΄ ης και ήδη εφεσίβλητης και κατά της από 29.11.2021 επιταγής προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου πρώτου (α) εκτελεστού απογράφου της υπ΄ αριθμό ……/2020 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και της βάσει των ανωτέρω επιταγής επισπευδόμενης εκτελεστικής διαδικασίας έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ.1 στις 26.09.2022 κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ, καθότι δεν γίνεται επίκληση, ούτε από στοιχεία του φακέλου προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης στην εκκαλούσα, ενώ δεν παρήλθε διετία από τη δημοσίευση αυτής στις 09.08.2022 μέχρι την κατάθεσή της στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 29.09.2022 (άρθρα 495 επ. 511, 513 παρ. 1 β, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο άρθρο ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 και έχει εφαρμογή λόγω του χρόνου έκδοσης της εκκαλουμένης απόφασης, καθότι οι σχετικές διατάξεις του εν λόγω νόμου για τα ένδικα μέσα, κατ’ αρθρ. 1 άρθρο ένατο παρ. 2 αυτού έχουν έναρξη εφαρμογής την 1.1.2016). Επομένως, η έφεση, η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 περ.1 ΚΠολΔ εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου για να δικαστεί με την ίδια ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών ως πρωτοδίκως κατ’ άρθρο 591 παρ.7 ΚΠολΔ, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό του ένδικου μέσου έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα κατ’ άρθρο 495 παρ.3Α στοιχ.β’ του ΚΠολΔ το με κωδικό …………./2022 e-Παράβολο του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης ποσού 100 ευρώ, εξοφλημένο (βλ. συνημμένα στο εφετήριο αντίγραφα του e- Παράβολου και της από 26.09.2022 βεβαίωσης της Γραμματέως περί εξόφλησης αυτού).
Με την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης από η από 05.04.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2022) ανακοπή, η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα ζητούσε για τους ειδικότερα αναφερόμενους λόγους, να ακυρωθούν : α) η από 29.11.2021 επιταγή προς πληρωμή κάτω από αντίγραφο του πρώτου απογράφου εκτελεστού της με αριθμό …./2020 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και β) η με αριθμό ……/23.02.2022 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας τής περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών …………., καθώς και να καταδικασθεί η καθ΄ ης στην εν γένει δικαστική της δαπάνη. Επ’ αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη οριστική απόφασή του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που απέρριψε την ανακοπή στο σύνολό της. Ήδη η ανακόπτουσα – εκκαλούσα με την κρινόμενη έφεση της παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε η ανακοπή να γίνει δεκτή στο σύνολό της.
Από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς για πρώτη φορά και ενώπιον του εφετείου, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της έφεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις, που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους, η οποία στην περίπτωση, που ασκείται για πρώτη φορά στο εφετείο, πρέπει, να γίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ. 1 σε συνδυασμό με 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε όλους τους μέχρι της άσκησής της διαδίκους, τουλάχιστον δέκα ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης, που θα εκδοθεί, είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 80 ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υπόθεσης (ΑΠ 1329/2017, ΑΠ 611/2013, ΑΠ 1171/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Σύμφωνα δε, με τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών, που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου, ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες, που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 1485/2006, ΑΠ 91/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου, όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 368/2019 ΕΠοΛΔ 2019.423, ΑΠ 1564/2017, ΑΠ 1731/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρων 76 παρ. 1, 3 και 110 παρ. 2 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας στη δίκη επί εφέσεως, αν κάποιος από τους αναγκαίους ομοδίκους δεν παραστεί πλην, όμως, έχει κλητευθεί νομίμως είτε από τον αντίδικό του, είτε από αναγκαίο ομόδικο, τότε η συζήτηση χωρεί νομίμως και ως προς τον απολιπόμενο αυτόν αναγκαίο ομόδικο (ΑΠ 756/2017, ΑΠ 681/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) αφού, αν και δεν παραστάθηκε, θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από τον αναγκαίο ομόδικο του (ΑΠ 368/2019 ό.π). II. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 περ. γ΄ του ν.4354/2015 «Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων….», «Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις, δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις». Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, «Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α` 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης». Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 του ν.3156/2003, τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται: α) από το προϊόν είσπραξης των επιχειρηματικών απαιτήσεων που μεταβιβάζονται ή β) από δάνεια, πιστώσεις ή συμβάσεις παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων. Ως «ιδιωτική τοποθέτηση» θεωρείται η διάθεση των ομολογιών σε περιορισμένο κύκλο προσώπων, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα εκατόν πενήντα. «Μεταβιβάζων», κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, μπορεί να είναι έμπορος με εγκατάσταση στην Ελλάδα και «αποκτών» νομικό μόνο πρόσωπο – ανώνυμη εταιρία – με σκοπό την απόκτηση και την τιτλοποίηση των απαιτήσεων (Εταιρία Ειδικού Σκοπού). Η εταιρία καταβάλλει το τίμημα και «τιτλοποιεί» τις απαιτήσεις εκδίδοντας αξιόγραφα «ομολογίες» ονομαστικής αξίας τουλάχιστον 100.000 € η κάθε μία (βλ. παρ. 5 του άρθρου αυτού). Στην πιο απλή μορφή της, η τιτλοποίηση συνίσταται στην εκχώρηση (μεταβίβαση λόγω πωλήσεως) απαιτήσεων από έναν ή περισσότερους τομείς δραστηριότητας μιας εταιρίας προς μια άλλη εταιρία, η οποία έχει ως ειδικό σκοπό την αγορά των εν λόγω απαιτήσεων έναντι τιμήματος. Περαιτέρω, η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων επιχειρηματικών απαιτήσεων καταχωρίζεται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν.2844/2000 (βλ. παρ. 8 του άρθρου αυτού). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στους όρους της σύμβασης, η δε μεταβίβαση (εκχώρηση) αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβάζοντα ή την Εταιρία Ειδικού Σκοπού στον οφειλέτη (βλ. παρ. 9 του ιδίου άρθρου). Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν.2844/2000, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 8 του ιδίου άρθρου. Πριν από την αναγγελία δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση (εκχώρηση) λόγω πώλησης της παρ. 1. Η ανωτέρω καταχώριση γίνεται με δημοσίευση (κατάθεση εντύπου, η μορφή του οποίου καθορίστηκε με την 161337/2003 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης) στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, ως ενεχυροφυλακεία δε έως την ίδρυσή τους με π.δ. ορίζονται τα κατά τόπους λειτουργούντα σήμερα υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία της έδρας των Πρωτοδικείων. Η ratio της δημοσιότητας είναι η ανάγκη προστασίας των καλόπιστων τρίτων ομολογιούχων ή μη (εξομολογιακά αποκτώντων) και επομένως πριν από τη δημόσια καταχώριση της σύμβασης μεταβίβασης (εκχώρησης) λόγω πωλήσεως των τιτλοποιούμένων επιχειρηματικών απαιτήσεων στο αρμόδιο υποθηκοφυλακείο, δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα. Τέλος, κατά την παρ. 11 του ίδιου άρθρου επιτρέπεται μεταγενέστερη συμφωνία για την αναμεταβίβαση στον μεταβιβάζοντα απαιτήσεων που μεταβιβάσθηκαν για τους σκοπούς τιτλοποίησης (ΕφΠατρ. 417/2020 ΕφΛαρ. 275/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, η ανώνυμη εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις με την επωνυμία «………….» και το διακριτικό τίτλο «………..», με ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 23.10.2024 (αρ. κατ. ………../2024) και επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στους διαδίκους της κύριας δίκης (υπέρ ης και καθ’ ου η πρόσθετη παρέμβαση) κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 80, 81, 524 και 591 παρ. 1 περ. β του ΚΠολΔ (βλ. τις μετ’ επίκληση προσκομιζόμενες από την προσθέτως παρεμβαίνουσα : α) υπ’ αριθμ. ….΄/23.10.2024 έκθεση επίδοσης, του δικαστικού Επιμελητή ………. της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, ως προς την ως άνω υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση και β) υπ’ αριθμ. ………../24.10.2024 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πατρών ……… προς την καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση), άσκησε το πρώτον ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εφεσίβλητης, ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………..» και το διακριτικό τίτλο «……….», επικαλούμενη ως έννομο συμφέρον της το γεγονός ότι είναι νόμιμη διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού, με την επωνυμία με την επωνυμία <<…………” (………….), με έδρα στο ………. Ιρλανδίας, ………., νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….» και το διακριτικό τίτλο «……….», όπως εκπροσωπείται νόμιμα, δυνάμει της από 18.06.2019 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του ν. 3156/2003 ως άνω εφεσίβλητης τραπεζικής εταιρείας, υπέρ και κατά της οποίας ισχύει το δεδικασμένο από την παρούσα δίκη (άρθρ. 325 ΚΠολΔ). Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα μετ’ επίκληση προσκομιζόμενα έγγραφα της δικογραφίας, η προσθέτως παρεμβαίνουσα εταιρεία, η οποία έχει νόμιμα αδειοδοτηθεί κι ελέγχεται από την Τράπεζα της Ελλάδος ως εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.4354/2015, όπως αυτός ισχύει (απόφαση 220/1/13-3-2017 της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων, ΦΕΚ Β` 880/16-3-2017), είναι διαχειρίστρια απαιτήσεων της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας από χορηγήσεις δανείων και πιστώσεων προς οφειλέτες, με την επωνυμία με την επωνυμία <<……….” (…………), με έδρα στο ….. Ιρλανδίας, οδός ………., νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..» και το διακριτικό τίτλο «……….», όπως εκπροσωπείται νόμιμα στο πλαίσιο τιτλοποίησης αξιώσεων, δυνάμει σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, περίληψη της οποίας έχει νομίμως καταχωρισθεί κατ’ άρθρο 3 στο Δημόσιο Βιβλίο του ν.2844/2000 και ειδικότερα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών. Μετά την άσκηση της υπό κρίση έφεσης έλαβε χώρα λύση της σύμβασης διαχείρισης απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία <<………….” (………..) από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………….» και το διακριτικό τίτλο «……….». Ειδικότερα, δυνάμει της από 12.05.2023 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, περίληψη της οποίας έχει νομίμως καταχωρισθεί κατ’ άρθρο 3 στο Δημόσιο Βιβλίο του ν.2844/2000 και ειδικότερα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών στον τόμο … με αριθμό … και αρ. πρωτ. …./16.05.2023, του από 16.5.2023 πληρεξουσίου της Συμ/φου Ιρλανδίας …….. και της από 12.5.2023 σύμβαση λύσης διαχείρισης από την ως άνω εταιρεία καταχωρηθείσας στα βιβλία, κατ΄ άρθρο 3 Ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον τόμο … με αριθμό …. και αρ. πρωτ. ……/16.05.2023 σε συνδυασμό με την από 12.05.2023 σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, περίληψη της οποίας έχει νομίμως καταχωρισθεί κατ’ άρθρο 3 στο Δημόσιο Βιβλίο του ν.2844/2000 και ειδικότερα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών στον τόμο ….. με αριθμό ….. και αρ. πρωτ. ……/16.05.2023, η ανώνυμη εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις με την επωνυμία «………..» και το διακριτικό τίτλο «…………… », η οποία εδρεύει στο ………… Αττικής, επί της ………, με ΑΦΜ ………. της ΔΥΟ ΦΑΕ ΑΘΗΝΩΝ με αρ. ΓΕΜΗ ……….., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, αδειοδοτηθείσα από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με το ν. 4354/2015 και την πράξη εκτελεστικής επιτροπής 118/2017 (αρ. αποφ 247/14.11.2017) ανέλαβε υπό την ιδιότητα της ως διαχειρίστρια απαιτήσεων, εντολοδόχου και ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσωπου και αντικλήτου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας από χορηγήσεις δανείων και πιστώσεων προς οφειλέτες, με την επωνυμία με την επωνυμία <<…………” με έδρα στο ….. Ιρλανδίας, οδός …………., νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….» και το διακριτικό τίτλο «………..», όπως εκπροσωπείται νόμιμα, δυνάμει της από 18.6.2019 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, η μεταβίβαση δε αυτή έχει τα αποτελέσματα της εκχώρησης, ενώ η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο επέχει θέση αναγγελίας της εκχώρησης προς τους οφειλέτες. Στις ως άνω μεταβιβασθείσες απαιτήσεις περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων και οι απαιτήσεις της εκκαλούσας, που απορρέουν από την ένδικη υπ’ αριθμ. ………./ 30.12.2010 σύμβαση καταναλωτικού δανείου που κατήρτισε η «…………», με την ανακόπτουσα. Κατόπιν τούτων, η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση, η οποία, σύμφωνα και με τις προαναφερόμενες σκέψεις, έχει σαφώς χαρακτήρα αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, είναι παραδεκτή και νόμιμη κατ’ άρθρο 80 και 83 ΚΠοΔ, με αποτέλεσμα μεταξύ της κυρίας διαδίκου εφεσίβλητης και της προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσας να έχει δημιουργηθεί σχέση επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας καθ’ όσον η ισχύς της εκδοθησόμενης απόφασης, δηλαδή το εξ αυτής δεδικασμένο, καταλαμβάνει και την ίδια, ως ειδική διάδοχο μετά την εκκρεμοδικία και ούτω, νομιμοποιείται η προσθέτως παρεμβαίνουσα προς άσκηση αυτής, κατ’ εφαρμογήν των άνω διατάξεων και του άρθρ. 3 παρ. 2, 4 του ν. 4354/2015. Κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, ήτοι την 07.11.2024, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, η εφεσίβλητη – υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση δεν εμφανίστηκε και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε κατέθεσε έγγραφη δήλωση, κατ` άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ότι επιθυμεί να συζητηθεί η υπόθεση χωρίς την εμφάνισή της στο ακροατήριο, αν και κλήθηκε νομότυπα με επιμέλεια της εκκαλούσας για να παραστεί στη συζήτηση της άνω έφεσης όπως προκύπτει από τη με αριθμ. …./28.09.2022 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ……… έγκυρο αντίγραφο της ένδικης έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την δικάσιμο της 5.10.2023, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην εφεσίβλητη, οπότε η συζήτηση της ως άνω εφέσεως δεν διεξήχθη, λόγω της αναστολής μέρους της λειτουργίας των εργασιών του Εφετείου Πειραιώς για το χρονικό διάστημα από την 4.10.2024 έως την 11.10.2023, λόγω της διενέργειας των δημοτικών και αυτοδιοικητικών εκλογών στην περιφέρεια στην περιφέρεια που εδρεύει το Δικαστήριο. Συνεπώς η εφεσίβλητη θεωρείται ότι κλητεύθηκε νομίμως, αφού η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο επέχει θέση νόμιμης κλήτευσης για όλους τους διαδίκους για την αρχική δικάσιμο, κατ΄ άρθρο 226 παρ. 4 ΚΠΟΛΔ, χωρίς την υποχρέωση της εκ νέου κλήτευσης των διαδίκων για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Στην δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας παραστάθηκαν η εκουσίως αυτοτελώς προσθέτως υπέρ της εφεσίβλητης παρεμβαίνουσα και η καθ’ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση – εκκαλούσα. Σύμφωνα επομένως και με όσα εκτίθενται στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, η απούσα υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, ανώνυμη τραπεζική εταιρία, με την επωνυμία «………» και το διακριτικό τίτλο «……..», θεωρείται ότι εκπροσωπείται στην παρούσα ενώπιον του Εφετείου δίκη από την ειδική διάδοχό της, εκουσίως υπέρ αυτής αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα, ανώνυμη εταιρεία, με την επωνυμία «………..» και το διακριτικό τίτλο «………….», με την οποία τη συνδέει ο δεσμός της αναγκαστικής ομοδικίας, δοθέντος ότι κατά τα προεκτεθέντα κλήθηκε νομίμως προκειμένου να παραστεί στην παρούσα δίκη (ΑΠ 267/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, πρέπει η ένδικη εκούσια αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση να ερευνηθεί περαιτέρω, συνεκδικαζόμενη κατά τα εκτεθέντα ανωτέρω με την ως άνω ένδικη έφεση αντιμωλία των διαδίκων, θεωρούμενης της μη παριστάμενης υπέρ ης η παρέμβαση, αντιπροσωπευόμενης από την αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα, με την οποία τελεί σε σχέση αναγκαίας ομοδικίας, γιατί έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης κι επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρο 246 ΚΠολΔ), πέραν του ότι η πρόσθετη παρέμβαση δεν είναι επιδεκτική χωριστής συζήτησης, από εκείνη της εκκρεμούς δίκης, αφού δεν έχει αυτοτέλεια έναντι της αρχικής αγωγής, αλλά εξαρτάται από την κύρια δίκη που ανοίχθηκε με την αγωγή ή το ένδικο μέσο, από την οποία δεν μπορεί να χωριστεί (βλ. σχετ. ΑΠ 1426/2013 και ΕφΑθ 4499/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4355/2002 ΕλλΔνη 2004.206).
Με τον πρώτο λόγο της έφεσης η εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη απόρριψη του πρώτου λόγου της ανακοπής της, με τον οποίο επικαλείται ακυρότητα της ανακοπτόμενης της από 29.11.2021 επιταγής προς πληρωμή και της εντεύθεν αρξάμενης αναγκαστικής εκτέλεσης, για το λόγο ότι η καθ’ ης δεν συγκοινοποίησε σε αυτή, με την ανακοπτόμενη επιταγή πληρωμής, τα έγγραφα που αποδεικνύουν την ενεργητική της νομιμοποίηση, κατά παράβαση του άρθρου 925 ΚΠολΔ. Ο λόγος αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι στη διάταξη του άρθρου 925 ΚΠολΔ ορίζεται η διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί (κοινοποίηση στον καθ’ ου η εκτέλεση νομιμοποιητικών εγγράφων) σε περίπτωση ειδικής ή καθολικής διαδοχής του δικαιούχου που έλαβε χώρα μετά την έκδοση του εκτελεστού τίτλου όταν, το πρόσωπο του δικαιούχου, όπως αυτό προκύπτει από τον εκτελεστό τίτλο, ταυτίζεται με το πρόσωπο του επισπεύδοντος την αναγκαστική εκτέλεση. Στην προκειμένη περίπτωση, δεν τυγχάνει εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 925 ΚΠολΔ, διότι δικαιούχος της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η στηρίζουσα τις ανακοπτόμενες πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης διαταγή πληρωμής είναι η αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία “…………”, νομιμοπούμενη δε να ασκήσει ένδικα βοηθήματα και να προβαίνει σε δικαστικές ενέργειες για την είσπραξη της ένδικης απαίτησης είναι, κατ’ άρθρο 2 παρ. 4 Ν. 4354/2015, η επισπεύδουσα – καθ’ ης η ανακοπή, υπό την προηγούμενη επωνυμία της «…………….», γνωστοποιηθείσας μάλιστα, ήδη από την πρώτη επίδοση αντιγράφου από το πρώτο απόγραφο εκτελεστό της ένδικης διαταγής πληρωμής (βλ. τη με αριθμό ………΄/09.09.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών …………….) στην ανακόπτουσα της αλλαγής της επωνυμίας της επισπεύδουσας – καθ’ ης από «………………» σε «………..», κατόπιν τροποποίησης του καταστατικού της, καταχωρηθείσας στο Γ.Ε.ΜΗ με αριθμό ………../10.06.2020.Σε κάθε περίπτωση, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, στην προκειμένη περίπτωση, την 18.06.2019, ήτοι πριν από την έκδοση της ένδικης διαταγής πληρωμής, είχαν ήδη συναφθεί, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 παρ. 8 Ν. 3156/2003 και άρθρο 1 παρ. 1 γ και δ Ν. 4354/2015, αφενός μεταξύ της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….» και της εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία “……………”, σύμβαση μεταβίβασης (μεταξύ άλλων και) της ένδικης απαίτησης, περίληψη της οποίας καταχωρήθηκε αυθημερόν στα δημόσια βιβλία του άρθρου 3 Ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, στον τόμο ……….. και με αριθμό …., αφετέρου μεταξύ της εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία “………….” και της καθ’ ης, σύμβαση διαχείρισης και είσπραξης (μεταξύ άλλων και) της ένδικης απαίτησης, περίληψη της οποίας καταχωρήθηκε αυθημερόν στα δημόσια βιβλία του άρθρου 3 Ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, στον τόμο … και με αριθμό ….., καθώς δε, κατά τα εκτεθέντα στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη της παρούσας, τα αποτελέσματα της μεταβίβασης και η νομιμοποίηση της καθ’ ης επήλθαν αυτοδικαίως εκ του νόμου και χωρίς άλλη διατύπωση και έναντι της ανακόπτουσας από την καταχώριση της κάθε σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000, αφού το άρθρο 10 του ν. 3156/2003 προσδίδει θέση αναγγελίας της εκχώρησης κατά την καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 (άρθρ. 10 παρ. 8 ν. 3156/2003). Συνεπώς, δεν απαιτείται κοινοποίηση στην ανακόπτουσα των νομιμοποιητικών εγγράφων της καθ’ ης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που προέβη στις ίδιες παραδοχές και απέρριψε τον πρώτο λόγο της ως άνω ανακοπής ως μη νόμιμο, δεν έσφαλλε, παρά τα περί του αντιθέτου διατεινόμενα από την εκκαλούσα καθώς ορθά ερμήνευσε το Νόμο, απορριπτόμενου του σχετικού λόγου της υπό κρίση εφέσεως.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 995 ΚΠολΔ, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 77 Ν.4842/2021 (ΦΕΚ Α 190) : «1.Αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης επιδίδεται μόλις περατωθεί η κατάσχεση στον καθ` ου η εκτέλεση, αν ήταν παρών, και, αν αυτός αρνηθεί να παραλάβει το έγγραφο που του επιδίδεται, ο επιμελητής συντάσσει έκθεση για την άρνηση του. Αν είναι απών ή δεν είναι δυνατή η άμεση κατάρτιση του αντιγράφου, η επίδοση γίνεται το αργότερο την επομένη της ημέρας που έγινε η κατάσχεση, εφόσον εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση έχει την κατοικία του στην περιφέρεια του δήμου όπου έγινε η κατάσχεση, διαφορετικά μέσα σε οκτώ (8) ημέρες από την κατάσχεση. Η παράλειψη των διατυπώσεων αυτών επιφέρει ακυρότητα. Ως τιμή πρώτης προσφοράς για τον πλειστηριασμό ακινήτου ορίζεται η εμπορική του αξία, όπως αυτή προσδιορίζεται κατά τον χρόνο της κατάσχεσης κατά το π.δ. 59/2016 (Α` 95). 2. Με ποινή ακυρότητας, αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης επιδίδεται στον υποθηκοφύλακα (κτηματολόγιο) της περιφέρειας όπου βρίσκεται το κατασχεμένο μέσα σε πέντε (5) ημέρες από την κατάσχεση. Αν πρόκειται για πλοία νηολογημένα στην Ελλάδα, η επίδοση γίνεται σε εκείνον που τηρεί το νηολόγιο, όπου είναι γραμμένο το πλοίο, και αν πρόκειται για αεροσκάφη γραμμένα σε μητρώο που τηρείται στην Ελλάδα, η επίδοση γίνεται σε εκείνον που το τηρεί. Ο υποθηκοφύλακας ή όποιος τηρεί το νηολόγιο ή το μητρώο οφείλει να εγγράφει την ίδια ημέρα την κατάσχεση σε ειδικό βιβλίο κατασχέσεων που τηρείται για το σκοπό αυτό και να παραδώσει μέσα σε προθεσμία πέντε (5) ημερών, αφότου κατά τα προαναφερόμενα του έγινε η επίδοση, το σχετικό πιστοποιητικό βαρών στον αρμόδιο για την εκτέλεση δικαστικό επιμελητή, ενώ ο γραμματέας του ειρηνοδικείου οφείλει αυθημερόν να καταχωρίσει την κατασχετήρια έκθεση σε ειδικό βιβλίο με αλφαβητικό ευρετήριο, με βάση τα ονοματεπώνυμα των καθ` ων η κατάσχεση…3… 4. Ο δικαστικός επιμελητής οφείλει, μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από την κατάσχεση, να καταθέσει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού τον εκτελεστό τίτλο, την έκθεση επίδοσης της επιταγής της εκτέλεσης, την κατασχετήρια έκθεση και τις εκθέσεις επίδοσης της στον οφειλέτη, τον τρίτο κύριο ή νομέα και τον υποθηκοφύλακα ή όποιον τηρεί το νηολόγιο ή το μητρώο, το πιστοποιητικό βαρών, καθώς και, σε έντυπη και ψηφιακή μορφή, την έκθεση εκτίμησης του πιστοποιημένου εκτιμητή του π.δ. 59/2016…» Σύμφωνα, δε, με την παρ.6 περ. ιβ του άρθρου 116 του ν.4842/2021, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 176 ν.4855/2021 (ΦΕΚ Α` 215/12.11.2021) : «…ιβ) Οι παρ. 1, 2 και 4 του άρθρου 995 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπως τροποποιούνται με το άρθρο 77 του παρόντος, εφαρμόζονται για επιδόσεις που πρόκειται να γίνουν μετά από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου». Σύμφωνα δε με το άρθρο 120 του ν. 4842/2021, η έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου έλαβε χώρα από την ημέρα δημοσίευσης του στο Φύλλο Εφημερίδας της Κυβέρνησης, η οποία έλαβε χώρα την 13η.10.2021. Η παράλειψη ή το εκπρόθεσμο των διατυπώσεων των παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου 995 ΚΠολΔ, λχ. η μη επίδοση ή η εκπρόθεσμη επίδοση του αντιγράφου ή της περίληψης της εκθέσεως κατάσχεσης, έχει ως συνέπεια την ακυρότητα της κατάσχεσης, εξαιτίας της σπουδαιότητας που αποδίδει σ΄αυτές ο νομοθέτης και θεμελιώνεται λόγος ανακοπής της διάταξης του άρθρου 933 ΚΠολΔ, ανεξάρτητα από την επίκληση και απόδειξη δικονομικής βλάβης (ΑΠ 1255/2020, ΕφΠειρ 252/2024, ΕφΠειρ 181/2024, ΕφΑθ 55/2024, δημ.TNΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΙωαν 525/2023 ΤΝΠ ΔΣΑ, Κιουπτσίδου – Στρατουδάκη σε Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας 2, Ερμηνεία ΚΠολΔ 2021, άρθρο 995 ΚΠολΔ, αρ. 3, Ορφανίδης σε Κεραμεύς, ΕρμΚΠολΔ 2000, άρθρο 159 ΚΠολΔ, παρ. 8, 9 σελ. 380, Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως ΙΙ, Ειδικό Μέρος, Γ΄ Έκδοση, σελ. 252 επ), ενώ, αντίθετα, οι παραλείψεις ή τα ελαττώματα της εμπρόθεσμης επίδοσης του αντιγράφου ή της περιλήψεως της κατασχετήριας έκθεσης, επιφέρουν ακυρότητα μόνο με τη συνδρομή του στοιχείου της δικονομικής βλάβης, η οποία πρέπει να προσδιορίζεται ειδικά στην απόφαση που ακυρώνει την κατάσχεση (ΑΠ 1255/2020, ΑΠ 196/2006, ΑΠ 1470/2004, ΕφΠειρ 252/2024, ΕφΠειρ 181/2024, δημ.TNΠ ΝΟΜΟΣ, Κιουπτσίδιου – Στρατουδάκη σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα Ερμηνεία ΚΠολΔ, έκδοση 2021, σελ. 854). Ούτε οι διατυπώσεις της παρ.4 του άρθρου 995 ΚΠολΔ, επιβάλλονται με ποινή ακυρότητας. Συνεπώς, η παράλειψη κατάθεσης ή η εκπρόθεσμη κατάθεση των αναφερομένων εγγράφων (λ.χ. του εκτελεστού τίτλου με βάση τον οποίο επισπεύδεται η εκτέλεση κ.λ.π.) στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, δημιουργεί μεν ευθύνη του δικαστικού επιμελητή, ακυρότητα, όμως, επιφέρει μόνο με τη συνδρομή του στοιχείου της βλάβης (Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος ΙΙ, άρθρο 995, σελ. 1935, αρ. 5). Τέλος, η επίδοση της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης γίνεται στον καθ’ου η εκτέλεση, αν αυτός είναι απών κατά την κατάσχεση, εντός της επόμενης ημέρας από την κατάσχεση, εφόσον ο καθ’ου η εκτέλεση έχει την κατοικία του στην περιφέρεια του δήμου του τόπου της κατάσχεσης. Εάν, όμως, η επόμενη ημέρα είναι κατά νόμο εξαιρετέα, η κοινοποίηση πρέπει να γίνει την μεθεπόμενη, σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 144 παρ. 3 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 14 του ν. 3994/2011, το Σάββατο θεωρείται για τον παρόντα Κώδικα εξαιρετέα και μη εργάσιμη ημέρα. Εφ. Πειρ. 463/2024.
Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης έφεσης, η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη απόρριψη του δεύτερου λόγου της ανακοπής της, με τον οποίο βάλλει κατά της τυπικής εγκυρότητας της ανακοπτόμενης αναγκαστικής κατάσχεσης του ακινήτου της, ισχυριζόμενη ότι η καθ΄ης δεν τήρησε ως όφειλε, τα προβλεπόμενα στο άρθρο 995 ΚΠολΔ, που επιβάλλει, με ποινή ακυρότητας, την επίδοση αντιγράφου της κατασχετήριας έκθεσης στο αρμόδιο κτηματολογικό γραφείο υποθηκοφυλακείο, την κατάθεση στον υπάλληλο του πλειστηριασμού των αναφερόμενων στην παράγραφο 4 του ως άνω άρθρου εγγράφων, καθώς και την ανάρτηση στην ιστοσελίδα του e-ΕΦΚΑ περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι : α) δεν επιδόθηκε εντός πέντε (5) ημερών αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης στον αρμόδιο κτηματολογικό γραφείο – υποθηκοφυλακείο, β) δεν κατατέθηκαν εμπροθέσμως στον συμβολαιογράφο/υπάλληλο του πλειστηριασμού εντός είκοσι (20) ημερών τα αναφερόμενα στην παρ. 4 του άρθρου 995 έγγραφα του πλειστηριασμού, γ) ότι αναρτήθηκε εκπροθέσμως στην ιστοσελίδα του e- ΕΦΚΑ – Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων αντίγραφο της περίληψης της καταχετήριας έκθεσης και δεν επιδόθηκε το σχετικό έγγραφο στην ανακόπτουσα ως οφειλέτρια. Με αυτό το περιεχόμενο ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, για το λόγο ότι η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα παραθέτει απλώς το κείμενο του ως άνω άρθρου, επικαλούμενη την παραβίαση των διατάξεών του από την καθ’ ης, χωρίς ουδόλως να εξειδικεύει με ποιον τρόπο η καθ’ ης δεν συμμορφώθηκε. Ειδικότερα, η ανακόπτουσα δεν εκθέτει με σαφήνεια ακρίβεια αν επικαλείται την παράλειψη ή το εκπρόθεσμο των διατυπώσεων των παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου 995 ΚΠολΔ, καθόσον δεν αναφέρει αν έλαβε χώρα ή όχι επίδοση της εκθέσεως κατάσχεσης, στο αρμόδιο κτηματολογικό γραφείο – υποθηκοφυλακείο, ώστε να κριθεί σε περίπτωση που έχει γίνει επίδοση αν ήταν εμπρόθεσμή ή εκπρόθεσμη. Περαιτέρω η ανακόπτουσα δεν αναφέρει αν πράγματι κατατέθηκαν στον υπάλληλο του πλειστηριασμού τα αναφερόμενα στην παρ. 4 έγγραφα και σε καταφατική περίπτωση πότε έλαβε χώρα η κατάθεση , ώστε να κριθεί αν ήταν ή όχι εκπρόθεσμη. Εξάλλου, η ανακόπτουσα δεν εκθέτει την επελθούσα σε αυτή βλάβη από την παράλειψη κατάθεσης ή η εκπρόθεσμη κατάθεση των αναφερομένων εγγράφων, δεδομένου ότι οι διατυπώσεις της παρ.4 του άρθρου 995 ΚΠολΔ, δεν επιβάλλονται με ποινή ακυρότητας κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Τέλος, όσον αφορά την επικαλούμενη μη επίδοση αντιγράφου της κατασχετήριας έκθεσης στην ανακόπτουσα, δεν εκθέτει στο σχετικό λόγο αν ήταν παρούσα μόλις περατώθηκε η κατάσχεση και παρόλα αυτά δεν της επιδόθηκε η έκθεση κατάσχεσης ή αν ήταν απούσα και δεν έγινε επίδοση την επόμενη ημέρα, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 995 παρ. 1 ΚΠολΔ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που προέβη στις ίδιες παραδοχές και απέρριψε τον δεύτερο λόγο της ως άνω ανακοπής ως αόριστο, ορθά κατ’ αποτέλεσμα το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε, με συμπλήρωση των αιτιολογιών της εκκαλουμένης ως προς τον παραπάνω λόγο ανακοπής με τις αιτιολογίες της παρούσας απόφασης κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ (βλ. ομοίως ΕφΛαμ 8/2024 στην ΤΝΠ Νόμος), παρά τα περί του αντιθέτου διατεινόμενα από την εκκαλούσα καθώς ορθά ερμήνευσε το Νόμο, απορριπτόμενου του σχετικού λόγου της υπό κρίση εφέσεως.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 626, 630 και 631 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η διαταγή πληρωμής, η οποία αποτελεί μόνο τίτλο εκτελεστό και όχι δικαστική απόφαση και επομένως δεν είναι αναγκαίο να έχει πλήρες αιτιολογικό για να είναι έγκυρη, αρκεί να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που προβλέπονται στις περιπτώσεις α, β, ε και στ του άρθρου 630 ΚΠολΔ (ονοματεπώνυμο του δικαστή που την εκδίδει, ονοματεπώνυμο εκείνου που ζητεί την έκδοση της και του καθ΄ ου η αίτηση, διευθύνσεις κατοικίας των τελευταίων κ.λπ.), το ποσό των χρημάτων που πρέπει να καταβληθεί, καθώς και την αιτία της πληρωμής, δηλαδή να προσδιορίζεται το είδος της δικαιοπραξίας από την οποία γεννήθηκε η απαίτηση, έστω και συνοπτικά, αρκεί να μη δημιουργείται αμφιβολία από ολόκληρο το περιεχόμενο της ως προς την αιτία της πληρωμής και δεν είναι απαραίτητο να περί γράφονται τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αιτία αυτή (ενδ. ΑΠ 1094/2000, ΕφΘεσ 110/2008 ΕπισκΕμπΔ 2008.740), Επομένως, επί διαταγής πληρωμής με την οποία ειδικότερα διατάσσεται ο οφειλέτης να πληρώσει ορισμένο χρηματικό ποσό, το οποίο αποτελεί χρεωστικό υπόλοιπο λογαριασμού που τηρήθηκε στο πλαίσιο σύμβασης χορήγησης τοκοχρεωλυτικού δανείου, αρκεί, για την πληρότητά της, να αναφέρεται σε αυτή η κατάρτιση της σύμβασης, το κλείσιμο του λογαριασμού, ότι το ποσό που διατάσσεται ο καθ΄ ου να πληρώσει αποτελεί το εις βάρος του οφειλέτη υπόλοιπο καθώς και να καθορίζονται τα έγγραφα από τα οποία αποδεικνύονται τα ανωτέρω (ενδ. ΑΠ 405/2001 ΝΟΜΟΣ). Δεν απαιτείται να αναφέρεται στη διαταγή πληρωμής το επιτόκιο που εφαρμόσθηκε κατά καιρούς από την Τράπεζα για τον υπολογισμό των τόκων (ΕφΠατρ 21/2021 ΝΟΜΟΣ).
Με τον τρίτο λόγο της ένδικης έφεσης, η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα παραπονείται ότι η εκκαλουμένη εσφαλμένα απέρριψε τον τρίτο λόγο της ανακοπής με τον οποίο έβαλε κατά του κύρους τής από 29.11.2021 επιταγής προς πληρωμή παρά πόδας αντιγράφου του πρώτου απογράφου εκτελεστού της με αριθμό ……/2020 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ισχυριζόμενη ότι σε αυτή δεν αναφέρονται οι κεφαλαιοποιημένοι τόκοι κατά ποσά ορισμένο, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η αναγκαστική εκτέλεση για την είσπραξη της ανακοπτόμενης απαίτησης. Με αυτό το περιεχόμενο ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι απορριπτέος, προεχόντως ως αόριστος, διότι με αυτόν δεν αμφισβητείται συγκεκριμένο κονδύλιο της απαίτησης και για συγκεκριμένους λόγους, ούτε αναφέρεται ποιο είναι, κατά τους ισχυρισμούς της ανακόπτουσας, το ποσό το οποίο η ίδια οφείλει και εάν αυτό διαφοροποιείται από το ποσό που επιτάσσεται να καταβάλει με την προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή. Όπως εξάλλου προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων που προσκομίσθηκαν για την έκδοση της διαταγής πληρωμής, περιέχονται με πληρότητα και σαφήνεια όλα τα στοιχεία που εξατομικεύουν την απαίτηση, όπως ειδικότερα η ένδικη με αριθμό ……/30.12.2010 σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου μετά των από 15.12.2011, 07.09.2012, 12.03.2013, 16.10.2013, 11.07.2014, 04.02.2015, 22.03.2016 και 30.03.2017 πρόσθετων σε αυτή πράξεων, καθώς και τα αποσπάσματα κίνησης των με αριθμούς …. “…….. και ……………. λογαριασμών, οι οποίοι έκλεισαν την 16,12.2019 στο συνολικό ποσό των €51,035,40. Με βάση τα ανωτέρω, με την προσβαλλόμενη από 29.11.2021 επιταγή προς πληρωμή, η ανακόπτουσα επιτάχθηκε να καταβάλει α. το κεφάλαιο εντόκως από 20.12.2019, με το εκάστοτε ισχύον συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας και με εξαμηνιαίο ανατοκισμό των τόκων μέχρι ολοσχερούς εξόφλησης, β. επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη ποσού €1.561,00, γ. για σύνταξη της επιταγής το ποσόν των €40,00, και δ. τα έξοδα και την αμοιβή του δικαστικού επιμελητή για την επίδοση της επιταγής, ήτοι συνολικά το ποσό των €52.642,40, αναφέρονται δε αναλυτικά το είδος των τόκων επί του κεφαλαίου ως συμβατικών τόκων υπερημερίας σε συσχετισμό με το κεφάλαιο των €51.035,40 για την χρονική περίοδο από την επομένη της καταγγελίας έως την εξόφληση. Σημειώνεται επίσης ότι δεν θα μπορούσε να προσδιορισθεί επακριβώς στην ανακοπτόμενη από 29.11.2021 επιταγή προς πληρωμή το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας, αφού αυτό έχει ορισθεί κυμαινόμενο, καθόσον δεν είναι εκ των προτέρων γνωστό πότε θα εξοφληθεί ολοσχερώς η απαίτηση εις βάρος της ανακόπτουσας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που προέβη στις ίδιες παραδοχές και απέρριψε τον τρίτο λόγο της ως άνω ανακοπής ως αόριστο, δεν έσφαλλε, παρά τα περί του αντιθέτου διατεινόμενα από την εκκαλούσα καθώς ορθά ερμήνευσε το Νόμο, απορριπτόμενου του σχετικού λόγου της υπό κρίση εφέσεως.
Με τον τέταρτο λόγο της κρινόμενης έφεσης η εκκαλούσα παραπονείται περί του ότι η εκκαλουμένη εσφαλμένα απέρριψε τον τέταρτο λόγο της ανακοπής με τον οποίο ισχυρίζονταν ότι στα νομιμοποιητικά έγγραφα που της συγκοινοποίησε η καθ’ ης δεν περιλαμβάνεται έγγραφο παροχής πληρεξουσιότητας αυτής προς το δικηγόρο Αθηνών …………., για τη σύνταξη και επίδοση της από 29.11.2021 επιταγής προς πληρωμή, με συνέπεια τόσο η επιταγή προς πληρωμή όσο και η ερειδόμενη σε αυτή έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, που προσβάλλεται με την κρινόμενη ανακοπή, να τυγχάνουν ακυρωτέες. Με το περιεχόμενο αυτό ο λόγος αυτός της κρινόμενης ανακοπής είναι απορριπτέος ως νομικά και ουσιαστικά αβάσιμος, διότι μόνη η παράσταση της καθ’ ης η ανακοπή, με πληρεξούσιο δικηγόρο, στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου αρκεί για την έγκριση των προγενέστερων διαδικαστικών ενεργειών που έλαβαν χώρα, έστω και αν η έγκριση δίδεται σε χρόνο μεταγενέστερο της πρότασης της ακυρότητας (ΜονΕφΠειρ 425/2021, αδημοσίευτη στο νομικό τύπο, με τις εκεί παραπομπές). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που προέβη στις ίδιες παραδοχές και απέρριψε τον πρώτο λόγο της ως άνω ανακοπής πρωτίστως ως μη νόμιμο, δεν έσφαλλε, παρά τα περί του αντιθέτου διατεινόμενα από την εκκαλούσα καθώς ορθά ερμήνευσε το Νόμο, απορριπτόμενου του σχετικού λόγου της υπό κρίση εφέσεως. Ενόψει των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίση έφεση, να απορριφθεί στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη και να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του e-παραβόλου που αναφέρεται στο σκεπτικό της παρούσας, ποσού εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε από την εκκαλούσα, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας και να ορισθεί και το παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας αποφάσεως από την ερήμην δικασθείσα εφεσιβλήτη (αρθρ. 501, 502 παρ.1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας και να επιβληθεί σε βάρος της εκκαλούσας η δικαστική δαπάνη της αυτοτελώς προσθετώς παρεμβαίνουσας του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας λόγω της ήττας της (άρθρο 176 ΚΠΟΛΔ), κατόπιν σχετικού αιτήματος της κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας (άρθρα 106, 176, 183 ΚΠΟΛΔ). Όσον αφορά στην υπό κρίση πρόσθετη παρέμβαση δεν θα περιληφθεί διάταξη στο διατακτικό, καθόσον αυτή δεν περιέχει ίδιο αίτημα, το οποίο να πρέπει να δεχθεί ή να απορρίψει (ούτε καν σιωπηρά) το Δικαστήριο τούτο, αλλά απλώς διευρύνει τα όρια της εκκρεμούς διαδικασίας, αποτέλεσμα το οποίο επέρχεται αμέσως μετά την άσκησή της (βλ. ΑΠ 715/1998 ΕλλΔνη 40.630, ΕφΠατρ 58/2021 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 111/2016 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5722/2011 ΕλλΔνη 53. 822, ΕφΑθ 6524/1996 ΕλλΔνη 38. 929).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εφεσίβλητης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων την από 26.09.2022 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου …../2022 και ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ………../26.09.2022 έφεση κατά της με αριθμό 2541/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και την από 23.10.2024 (αρ. εκ. κατ. ………../2024) ασκηθείσα με ιδιαίτερο δικόγραφο αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία <<…….. .>>, λογιζομένης της υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, ως αντιπροσωπευόμενης από την αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα.
Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της απόφασης αυτής από την εφεσίβλητη – καθ΄ης η ανακοπή.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν την έφεση.
Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τη δικαστική δαπάνη της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500,00) ευρώ. για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας .
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου ποσού εκατό (100,00) ευρώ, που καταβλήθηκε εκ μέρους της εκκαλούσας κατά την άσκηση της ως άνω έφεσης.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 10 Μαρτίου 2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ