Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 159/2025

Αριθμός   159/2025

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 2ο

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών, Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη και Χρυσή Φυντριλάκη, Εφέτη-Εισηγήτρια   και από τη Γραμματέα  Ε.Δ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την …………,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ……………. ατομικώς και ως μοναδικου κληρονόμου του αποβιώσαντος την 21.3.2011 πατρός του …………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του, Σταυρούλα Γεωργίου (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………» (πρώην «………..), που  εδρεύει στην …….. Κύπρου (………..) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 2) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….» η οποία εδρεύει στην Αθήνα επί της οδού …….. και εκπροσωπείται νόμιμα ως ειδικής διαδόχου της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………. (πρώην «……….») που εδρεύει στην ……….. Κύπρου και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε μόνο για το αίτημα της αναβολής από την πληρεξούσια Δικηγόρο της Ιωάννα Κατσούλη και 3) Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………..» (δ.τ. «………..»), που εδρεύει στη ………. Αττικής, οδός ………. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς από κοινού με τον ήδη αποθανόντα  -την 21η.3.2011- πατέρα του ………., κάτοικο εν ζωή Νίκαιας Αττικής (οδός ………)   και την  τρίτη εκ των εφεσιβλήτων, την από 4.5.2010 (αριθμ εκθ καταθ ………/2010) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄  αριθμ  4054/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών με την από  6.12.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ  ……../2021-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ  ………./2021) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 27η.4.2023, μετά δε από αναβολή, η δικάσιμος που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Η πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος, η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από την υπ΄αριθμόν ……/20-12-2021 έκθεση επίδοσης του  δικαστικού  επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, ………  και την υπ΄αριθμόν ……../21-12-2021 έκθεση επίδοσης του αυτού δικαστικού επιμελητή σε συνδυασμό με την υπ΄αριθμόν πρωτοκόλλου ΥΔΔΤ ……….. βεβαίωση επίδοσης της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιά και τα συνημμένα σ΄αυτήν έγγραφα  που προσκομίζει και επικαλείται  ο εκκαλών,  προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κρινόμενης εφέσεως  με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την 27-4-2023 κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για  αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα  τόσο στην πρώτη όσο και στην δεύτερη   των εφεσιβλήτων. Ωστόσο,  οι τελευταίες δεν  εμφανίστηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν  από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης  από τη σειρά του πινακίου και επομένως, πρέπει να δικαστούν  ερήμην καθόσον η αναβολή της συζήτησης και η αναγραφή της στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδικων (άρθρα 226 παρ 2,3 και 498 παρ 2 ΚΠολΔ). Το Δικαστήριο, ωστόσο, θα προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν και αυτές παρούσες (αρθρο 524 παρ 4  ΚπολΔ).

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 847, 850, 851 επ. ΑΚ και 328 ΚΠολΔ συνάγεται, ότι από δίκη, που έχει διεξαχθεί μεταξύ του δανειστή και είτε του πρωτοφειλέτη είτε του εγγυητή, προκύπτει δεδικασμένο υπέρ του ετέρου μόνο επωφελές και μόνο αν η αγωγή του δανειστή απορρίφθηκε λόγω ανυπαρξίας του χρέους. Από αυτήν την περιορισμένη και συγκυριακή καθ’ υποκείμενο επέκταση του ευμενούς μόνο δεδικασμένου δεν έπεται ότι μεταξύ τους, δηλαδή μεταξύ πρωτοφειλέτου και εγγυητού υπάρχει γενικώς και εκ προοιμίου δεσμός αναγκαστικής ομοδικίας υπό την έννοια του άρθρου 76 παρ. 1 περ. β’ ΚΠολΔ (επέκταση της ισχύος της εκδιδομένης αποφάσεως και στους δύο). Αντίθετη εκδοχή, θα διεύρυνε κατ’ αποτέλεσμα το άρθρο 328 ΚΠολΔ και θα υπερέτεινε αδικαιολογήτως το γράμμα και τον σκοπό της διατάξεως του άρθρου 76 παρ.1 περ. β’ του ΚΠολΔ, θα ήταν δε και ασυμβίβαστη προς την κατά το ουσιαστικό δίκαιο αυτοτέλεια της άμυνας του καθενός (άρθρο 853 ΑΚ). Επί πλέον η απόλυτη αυτή άποψη θα κατέληγε συχνά σε διαδικαστικές δυσχέρειες και θα επέφερε εκ προοιμίου και γενικώς αδικαιολόγητες καθυστερήσεις και απαράδεκτα (ΑΠ 1598/2000, ΑΠ 1223/1995). Εκ τούτων παρέπεται, ότι όταν ασκείται κοινή αγωγή παθητικώς κατά του πρωτοφειλέτου και του εγγυητού υφίσταται αναγκαία ομοδικία μεταξύ τους, καθ’ ο μέρος αντικείμενο της δίκης, ως προς τον καθένα, είναι η ύπαρξη της κύριας οφειλής, όντας αδιάφορο αν η επέκταση του δεδικασμένου είναι περιορισμένη, εξαρτώμενη από την νίκη ή ήττα του διαδίκου, όπως στην περίπτωση κατά την οποία δημιουργείται μόνον επί της ανυπαρξίας του χρέους (ΑΠ 1281/2017, 1280/2017). Περαιτέρω, με την ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία υπόκειται και στη ρύθμιση των άρθρων 583 επ. ΚΠολΔ, προβάλλονται λόγοι, είτε κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης, είτε κατά της υπάρξεως της απαιτήσεως (ΟλΑΠ 10/1997). Όταν δε με το λόγο της ανακοπής αμφισβητείται η ύπαρξη ή το ύψος της απαιτήσεως, ο λόγος αυτός έχει αρνητικό χαρακτήρα, αφού ο καθού η ανακοπή, ο οποίος επέχει θέση ενάγοντος (ΑΠ 908/2005), έχει το υποκειμενικό βάρος, κατά το γενικό δικονομικό κανόνα του άρθρου 338 παρ. 1 ΚΠολΔ, για την απόδειξη, με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, της υπάρξεως και του ύψους της απαιτήσεως του (ΑΠ 15/2007). Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, εφόσον ο πρωτοφειλέτης και ο εγγυητής του ασκούν ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, που εκδόθηκε σε βάρος τους με βάση το κατάλοιπο συμβάσεως πιστώσεως με ανοικτό λογαριασμό που καταγγέλθηκε από τον δανειστή, υφίσταται αναγκαία ομοδικία μεταξύ τους καθ’ ο μέρος αντικείμενο της δίκης, ως προς τον καθένα, είναι η ύπαρξη και η έκταση της κύριας σε βάρος τους οφειλής (ΑΠ1946/2017).

Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 517 του ΚΠολΔ, η έφεση απευθύνεται κατά εκείνων που ήταν διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη ή των καθολικών διαδόχων ή των κληροδόχων τους. Αν υπάρχει αναγκαστική ομοδικία, η έφεση πρέπει να απευθύνεται κατά όλων των ομοδίκων, αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη, ενώ σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 76 του ΚΠολΔ ορίζεται, εκτός των άλλων, ότι, όταν εξαιτίας των περιστάσεων που συνοδεύουν την υπόθεση, δε μπορούν να υπάρχουν αντίθετες αποφάσεις απέναντι στους ομοδίκους, οι πράξεις του καθενός ωφελούν και βλάπτουν τους άλλους, oι δε ομόδικοι, που μετέχουν νόμιμα στη δίκη ή έχουν προσεπικληθεί, αν δεν παραστούν, θεωρούνται ότι αντιπροσωπεύονται από εκείνους που παρίστανται. Περαιτέρω, στην παρ. 3 του ίδιου παραπάνω άρθρου 76 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι οι απόντες ομόδικοι καλούνται σε κάθε μεταγενέστερη δικαστική πράξη, ενώ στην παρ.4 ορίζεται ότι η άσκηση των ένδικων μέσων από κάποιον από τους ομοδίκους της παραγράφου 1 έχει αποτέλεσμα και για τους άλλους. Η τελευταία αυτή ρύθμιση έχει την έννοια ότι, αν ένας αναγκαίος ομόδικος ασκήσει ένδικο μέσο, θεωρείται από το νόμο ότι το άσκησαν και οι ομόδικοι αυτού, παρόλο ότι αυτοί αδράνησαν. Κατά συνέπεια, δεν απαιτείται από το νόμο να απευθύνεται η έφεση, που άσκησε αναγκαίος ομόδικος, με ποινή το απαράδεκτο, και κατά των ομοδίκων του, αφού, στην αντίθετη περίπτωση, ο αναγκαστικός ομόδικος του εκκαλούντος θα εμφανίζεται να έχει ταυτόχρονα την ιδιότητα του εφεσιβλήτου και του εκκαλούντος, πράγμα που είναι λογικά και νομικά απαράδεκτο (ΟλΑΠ 321/1983 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Απαιτείται, όμως, οι αναγκαίοι ομόδικοι του εκκαλούντος να καλούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 76 παρ.3 και 110 παρ.2 του ΚΠολΔ, στη συζήτηση της έφεσης, αλλιώς, σε περίπτωση μη εμφάνισης αυτών, κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση ως προς όλους τους διαδίκους σύμφωνα με τα άρθρα 524 παρ. 3 εδ. α και 272 παρ. 2 σε συνδυασμό με 271 παρ.1 και 2 του ΚΠολΔ (ΑΠ 1433/2012 ΤΝΠ Νόμος)

Από  την υπ΄αριθμόν  ……../4-11-2022 έκθεση επιδοσης  του αυτού ως άνω δικαστικού επιμελητή προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της ανωτέρω έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση  για  την δικάσιμο της 27-4-2023 κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας  επιδόθηκε   νομότυπα και εμπρόθεσμα  στην τρίτη των εφεσιβλήτων, η οποία, στην προκειμένη περίπτωση τελεί σε σχέση αναγκαίας ομοδικίας με τον εκκαλούντα και ως εκ τούτου θεωρείται  από το νόμο ότι την έφεση την άσκησε και αυτή, κατά τα αναφερόμενα στην προεκτιθέμενη μείζονα σκέψη. Επομένως,  απαραδέκτως  στρέφεται η  έφεση και κατ΄αυτής.  Ωστόσο, η επίδοση του δικογράφου  της έφεσης σ΄αυτήν  περιέχει  κλήτευση  αυτής για την δικάσιμο της 27-4-2023 κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, όπως προαναφέρθηκε. Ενόψει δε, του ότι   δεν εμφανίστηκε όταν εκφωνήθηκε η υπόθεση από τη σειρά του πινακίου πρέπει  να  θεωρηθεί ότι αντιπροσωπεύεται από τον εκκαλούντα κατ΄άρθρο 76 παρ 1 ΚΠολΔ μη  απαιτουμένης  νέας   κλήτευσης αυτής  για την τελευταία αυτή δικάσιμο καθώς   η αναβολή της συζήτησης  της υπόθεσης  και η αναγραφή της στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδικων.

Η κρινόμενη  με   αριθμό καταθ. στη γραμματεία του Εφετείου  Πειραιά   ……….//2021 έφεση κατά της υπ΄αριθμόν  4054/2019 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου  Πειραιά που εκδόθηκε κατά την τακτική   αντιμωλία της δεύτερης των εφεσιβλήτων και ερήμην των λοιπών εφεσιβλήτων   έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα  καθώς η εκκαλουμένη απόφαση  δημοσιεύτηκε  στις 9-12-2019  και  η  έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του   Πρωτοδικείου Πειραιά  στις 7-12-2021  δίχως εν τω μεταξύ να προηγηθεί επίδοση της εκκαλουμένης (άρθρα 495,511,513,516 παρ 1, 517 εδαφ α, 518 παρ 1  και 147 ΚΠολΔ). Συνεπώς, πρέπει να γινει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής κατά την  αυτή  διαδικασία  δοθέντος ότι έχει καταβληθεί και το απαιτούμενο παράβολο άσκησης έφεσης (βλ. με αριθμό  ……………/2021   e-παράβολο).

Οι  ανακόπτοντες  μεταξύ των οποίων και ο εκκαλών  με την με  αριθμό καταθ. …………/2010 ανακοπή που άσκησαν   κατά της πρώτης των εφεσιβλήτων («…………..» πρώην «………….») ζήτησαν για τους αναφερόμενους  σ αυτήν   λόγους  α)  την ακύρωση της υπ΄αριθμόν ………../2020 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την οποία υποχρεώθηκαν να καταβάλουν  σ΄αυτήν το ποσό των 85.897,56 ευρώ  πλέον τόκων  υπερημερίας και  τόκων επ΄αυτών από 24-7-2009 μέχρις εξοφλήσεως  και με εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων και  εξόδων ύψους 1850 ευρώ  β) την ακύρωση της από  15-4-2010 επιταγής προς πληρωμή  που έχει  τεθεί κάτω από το αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της προαναφερόμενης διαταγής πληρωμής με την οποια επιτάχθηκαν  να καταβάλουν  στην καθ΄ης η ανακοπή  και ήδη πρώτη των  εφεσίβλητων το συνολικό  ποσό των 93.609,95 ευρώ.  Κατά την συζήτηση της υπόθεσης  είχε ήδη  αποβιώσει   ο τρίτος των ανακοπτόντων (………..), πατέρας του δεύτερου εξ αυτών (………),  ο οποίος  συνέχισε την  δίκη μετέχοντας τόσο ατομικώς  όσο και  ως μοναδικός  κληρονόμος του αποβιώσαντος πατέρα του. Επί της ανωτέρω ανακοπής και της εκούσιας αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης που άσκησε η τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………….»   υπέρ  της καθ΄ης η ανακοπή (…………..)  ως  ειδική διάδοχος  αυτής,   εξεδόθη,  ερήμην  της καθ΄ης η ανακοπή  και ερήμην της πρώτης των ανακοπτόντων η οποία αντιπροσωπεύτηκε από τον δεύτερο ανακόπτοντα αναγκαίο ομόδικο, η εκκαλουμένη απόφαση με την οποία  κηρύχθηκε καθ΄υλην αναρμόδιο το Δικαστήριο προς εκδίκαση της ανακοπής κατά της επιταγής προς πληρωμή η οποία   παραπέμφθηκε    ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,  ενώ κατά τα λοιπά έγινε μερικώς δεκτή η ανακοπή    και  ακυρώθηκε  η  διαταγή πληρωμής κατά το ποσό των 11500 ευρώ, επικυρώθηκε ως προς το ποσό των 78.397,56 ευρώ και  μέρος των δικαστικών εξόδων  ύψους   200 ευρώ επιβλήθηκε σε βάρος της  πρώτης και του  τρίτου   των ανακοπτόντων.   Ήδη, κατά της αποφάσεως αυτής βάλλει  ο δεύτερος των ανακοπτόντων ενεργώντας τόσο ατομικώς όσο και ως μοναδικός κληρονόμος του τρίτου των ανακοπτόντων πατέρα του, παραπονούμενος    για εσφαλμένη ερμηνεία  και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την εν όλω παραδοχή της  ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής με σκοπό την ακύρωση της  ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής.

Κατά την παρ. 2 του άρθρου 626 ΚΠολΔ, το δικόγραφο της αίτησης για έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να περιέχει: α) όσα ορίζουν τα άρθρα 118 και 117 και το άρθρο 119 παρ.1 του κώδικα αυτού, β) αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής και γ) την απαίτηση και το ακριβές ποσό των χρημάτων ή των χρεογράφων, με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους των οποίων ζητείται η καταβολή, κατά δε την παρ.3 του ίδιου άρθρου στην αίτηση του δικαιούχου για την έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Από τις διατάξεις αυτές, που δεν περιλαμβάνουν παραπομπή στο άρθρο 216 παρ.1 περ. α ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 623 του ίδιου κώδικα, σύμφωνα με την οποία μπορεί κατά την ειδική διαδικασία των άρθρ. 624 έως 634 να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, προκύπτει ότι στο δικόγραφο της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής δεν απαιτείται να παρατίθεται, για τον προσδιορισμό της χρηματικής απαίτησης για την οποία ζητείται η έκδοσή της, ούτως, ώστε να πληρούται ο αντίστοιχος νόμιμος όρος, το σύνολο των γενεσιουργών της απαίτησης περιστατικών, αλλά αρκεί η παράθεση πραγματικών περιστατικών που εξατομικεύουν την απαίτηση υπό την άποψη αντικειμένου, είδους και τρόπου γένεσης της και που δικαιολογούν συμπέρασμα αντίστοιχης συγκεκριμένης οφειλής εκείνου κατά του οποίου απευθύνεται η αίτηση έναντι του αιτούντος (ΑΠ 330/2012, ΑΠ 15/2007 δημ. σε ΤΝΠ Νόμος) και, περαιτέρω, απαιτείται να επισυνάπτονται στην αίτηση τα έγγραφα εκείνα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Εξάλλου, διαταγή πληρωμής μπορεί να εκδοθεί και για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, εφόσον αποδεικνύονται εγγράφως η σύμβαση ανοίγματος του αλληλόχρεου λογαριασμού, η κίνησή του, το κλείσιμο και το κατάλοιπο αυτού. Η περιλαμβανόμενη στη σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό ειδική συμφωνία ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα, που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο της πίστωσης, θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τελευταίας είναι έγκυρη ως δικονομική σύμβαση. Το απόσπασμα αυτό, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου. Στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, μεταξύ της αιτούσας πιστώτριας τράπεζας και του καθού η αίτηση πιστούχου, αρκεί να αναφέρεται, ότι μεταξύ των διαδίκων συμφωνήθηκε, ότι το ποσό αυτό θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της αιτούσας και ότι ο σχετικός λογαριασμός έκλεισε με ορισμένο υπόλοιπο υπέρ αυτής, το οποίο αποδεικνύεται από το πλήρες απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της, στο οποίο εμφανίζεται η όλη κίνηση του λογαριασμού, από την υπογραφή της σύμβασης πίστωσης μέχρι το κλείσιμό της (ΑΠ 1071/2017  ΤΝΠ Νόμος), χωρίς να είναι απαραίτητο να αναφέρονται και τα επιμέρους κονδύλια πιστώσεων και χρεώσεων, και ειδικότερα να προσδιορίζεται το επιτόκιο που εφαρμόστηκε για τον υπολογισμό των τόκων, αφού τα κονδύλια αυτά περιλαμβάνονται στο επισυναπτόμενο απόσπασμα, από το οποίο, κατά τη συμφωνία των διαδίκων, αποδεικνύεται η απαίτηση της τράπεζας (ΑΠ 370/2012, ΑΠ 1391/2011, ΑΠ 1094/2006  ΤΝΠ Νόμος), η απαίτηση δε είναι εκκαθαρισμένη και όταν μπορεί να καθορισθεί κατά ποσό με απλό αριθμητικό υπολογισμό ή σύμφωνα με τα περιλαμβανόμενα στον τίτλο στοιχεία, όπως είναι ο υπολογισμός των τόκων, των οποίων η έναρξη και το ποσοστό ορίζεται από τον τίτλο ή από το νόμο (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1349/2013, ΑΠ 1094/2006  ΤΝΠ Νόμος). Επιπλέον, από τη διάταξη του άρθρου 293 εδ. γ ΑΚ, που ορίζει ότι το ποσοστό του νόμιμο τόκου ή του τόκου υπερημερίας προσδιορίζεται όπως ορίζει ο νόμος, συνάγεται ότι δεν καθίσταται αόριστο το αίτημα επιδικάσεως τόκων υπερημερίας ορισμένου ποσού κεφαλαίου και για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, ακόμα και αν οι τόκοι δεν προσδιορίζονται κατά ποσό, ούτε είναι αόριστη η διαταγή πληρωμή που επιδικάζει τόκους με τον ανωτέρω, τρόπο, αφού ol τόκοι μπορούν ευχερώς να εξευρεθούν με βάση τη χρονική περίοδο εκτοκισμού και το επιτόκιο υπερημερίας που ορίζει ο νόμος (ΑΠ 99/2020  ΤΝΠ Νόμος).

Με σχετικό λόγο έφεσης ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι κατ΄εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον πρώτο λόγο ανακοπής με τον οποίο είχε προβάλει ότι η αίτηση που είχε καταθέσει η δανείστρια τράπεζα ήταν αόριστη διότι δεν περιλαμβανόταν σ΄αυτήν το ακριβές περιεχόμενο της σύμβασης πιστώσεως που είχε συνάψει με την πιστούχο εταιρεία, ούτε αναφέρονται τα επιμέρους  κονδύλια των πιστώσεων και των χρεώσεων από τα οποία προέκυπτε το κατάλοιπο του λογαριασμού αλλά ούτε και το επιτόκιο με το οποίο υπολογίστηκαν οι τόκοι . Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος καθόσον τα στοιχεία αυτά δεν είναι αναγκαία για την έκδοση διαταγής πληρωμής αφού στο δικόγραφο της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής  δεν απαιτείται  να παρατίθεται για τον προσδιορισμό  της χρηματικής απαίτησης  για την οποία ζητείται η έκδοσή της  το σύνολο των γενεσιουργών της απαίτησης περιστατικών αλλά αρκεί η παράθεση των πραγματικών περιστατικών που εξατομικεύουν την απαίτηση υπό την άποψη αντικειμένου, είδους και τρόπου γένεσής της και που δικαιολογούν το συμπέρασμα αντίστοιχης συγκεκριμένης οφειλής εκείνου κατά του οποίου απευθύνεται η αίτηση έναντι του αιτούντος κατά τα αναφερόμενα στην προεκτιθέμενη μείζονα σκέψη. Επομένως, απορρίπτοντας με την εκκαλουμένη  τον λόγο αυτό ως μη νόμιμο  το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και όλα όσα αντίθετα υποστηρίζονται με το δικόγραφο της εφέσεως είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

Με  επόμενο  λόγο έφεσης  ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι κατ΄εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου το πρωτοβάθμιο  Δικαστήριο απέρριψε τον δεύτερο λόγο ανακοπής με τον οποίο είχε ισχυριστεί ότι κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη και  ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος, ήτοι κατά  κατάχρηση δικαιώματος  η  καθ΄ης η  ανακοπή προέβη σε καταγγελία της συναφθείσας πίστωσης  και εν συνεχεία σε δικαστική διεκδίκηση του οφειλόμενου ποσού πετυχαίνοντας την έκδοση της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής καθόσον α) είχε ήδη  εξασφαλισει την απαίτησή της με εγγραφή   προσημείωση υποθήκης  σε ακίνητη περιουσία του τρίτου των ανακοπτόντων, β) γνώριζε την φερεγγυότητα των ανακοπτόντων καθώς στο παρελθόν είχαν λάβει χρηματοδοτήσεις  700.000 ευρώ τις οποίες είχαν εξοφλήσει ολοσχερώς, γ) βρισκόταν από τον Απρίλιο – Μάιο 2009 σε  διαπραγματεύσεις  για την ρύθμιση της οφειλής  και παρά ταύτα  η καθ΄η η ανακοπή  προέβη αυθαιρέτως σε κλείσιμο του λογαριασμού. δ)  μετά το κλείσιμο του λογαριασμού ενώ  διαβεβαίωσε τους ανακόπτοντες ότι η διαδικασία της ρύθμισης θα προχωρούσε  με την καταβολή των  ποσών  των 10.000 ευρώ  και  των 1500 ευρώ τα οποία και κατέβαλαν  οι τελευταίοι  αναμένοντας την ρύθμιση της οφειλής τους απεμπολώντας ταυτόχρονα το δικαίωμα για ρύθμιση της  οφειλής τους βάσει του άρθρου 1 του ν 3816/2010 «Για την ρύθμιση επιχειρηματικών και επαγγελματικών οφειλών προς τα πιστωτικά ιδρύματα, διατάξεις  για την επεξεργασία  δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς  και άλλες διατάξεις», που  προέβλεπε  την δυνατότητα υπαγωγής σε ρύθμιση των οφειλών από κάθε σύμβαση δανείου ή πίστωσης οι οποίες είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμες  κατά το χρονικό διάστημα από  30-6-2007 και μέχρι  26-1-2010   με διαγραφή των τόκων υπερημερίας και ανατοκισμού, παρά ταύτα, η καθ΄ης η ανακοπή προέβη σε επίδοση της  εκδοθείσας ανακοπτομένης  διαταγής  πληρωμής  διεκδικώντας τα αναφερόμενα σ΄αυτήν ποσά   και  ε) Η αίτηση για την έκδοση της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής κατατέθηκε στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  παραμονές της δημοσίευσης του ν 3816/2010 λόγω του ότι  η καθ΄ης  γνώριζε το περιεχόμενο του καθώς το σχέδιο του ανωτέρω νόμου είχε τεθεί σε δημόσια διαβούλευση από την 20-11-2009 έως 27-11-2009.  Ο λόγος αυτός  ως προς τα υπό στοιχεία  α, β και ε σκέλη αυτού είναι νόμω αβάσιμος καθόσον και αληθή υποτιθέμενα τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται  δεν θεμελιώνουν  καταχρηστική  άσκηση δικαιώματος αφού ο δανειστής υποχρεούται να προβεί στις απαιτούμενες ενέργειες για την προστασία των δικαιωμάτων του έναντι του οφειλέτη ενώ ως  προς τα υπό στοιχεία γ και δ σκέλη αυτού  ο λόγος αυτός  είναι νόμιμος και στηρίζεται στην διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε τα  αντίθετα  και απέρριψε τον σχετικό λόγο της ανακοπής και ως προς το σκέλος αυτό  ως μη νόμιμο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο. Πρέπει, επομένως, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν δικαστήριο και  να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ΄ουσίαν.

Από την  υπ΄αριθμόν ……/16-9-2014 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά που δόθηκε επιμελεία των ανακοπτόντων κατόπιν νομότυπης κλήτευσης της δεύτερης εφεσίβλητης, την κατάθεση  του μάρτυρα των ανακοπτόντων που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και όλα τα έγγραφα που ο εκκαλών προσκομίζει και επικαλείται, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την υπ΄αριθμόν ………../2008 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό που συνήφθη στις 19-2-2008 στη Νίκαια μεταξύ της τραπεζικής εταιρείας  με την επωνυμία «………..» (πρώην επωνυμία «…………»  με έδρα την Λευκωσία Λεμεσού και της  εταιρείας  με την επωνυμία «………..»  και διακριτικό τίτλο «…………..» με έδρα το Δήμο Νίκαιας Αττικής η πρώτη χορήγησε στην δεύτερη  πίστωση μέχρι του ποσού των 80.000 ευρώ. Στην σύμβαση αυτή  περιλήφθηκε μεταξύ άλλων και ο  όρος σύμφωνα με τον οποίο η πιστώτρια τράπεζα είχε το δικαίωμα να κλείνει περιοδικά, ανά εξάμηνο, τους λογαριασμούς που θα τηρούσε προς εξυπηρέτηση της πίστωσης αυτής (βλ υπ΄αριθμόν 5.3 όρος) καθώς και ότι ο πιστούχος είχε   την υποχρέωση να αποπληρώνει στην πιστώτρια τράπεζα τα ποσά που αναλάμβανε, τους τόκους και κάθε γενικά οφειλή του από την πίστωση αυτή, μέσα στις προθεσμίες που καθορίζονταν  στην σύμβαση αυτή (βλ υπ΄αριθμόν 8.1 εδαφ γ ), αλλά και ότι σε περίπτωση καθυστερήσεως της πληρωμής οποιασδήποτε οφειλής του ο πιστούχος καθίστατο υπερήμερος αυτοδικαίως με μόνη την πάροδο της ημέρας κατά την οποία η οφειλή του κατέστη ληξιπρόθεσμη (βλ υπ΄αριθμόν 8.2 όρος). Συμφωνήθηκε, επίσης ότι η πιστώτρια τράπεζα εδικαιούτο  ειδοποιώντας σχετικά τον πιστούχο με απλή επιστολή, να κλείσει το λογαριασμό της πιστώσεως, είτε μερικώς ως προς το ποσό της αναλήψεως  η εξόφληση του οποίου καθυστερούσε, είτε και ολικώς  ως προς το σύνολο της πιστώσεως  και αν ακόμη οι προθεσμίες  εξοφλήσεως  άλλων τυχόν αναλήψεων από την πίστωση αυτή δεν είχαν ακόμη παρέλθει. Σε κάθε τέτοια περίπτωση το συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο που θα προέκυπτε από το κλείσιμο αυτό του λογαριασμού της πιστώσεως  θα καθίστατο αμέσως, ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και ο πιστούχος θα όφειλε από τότε, χωρίς άλλη όχληση, τόκους υπερημερίας πάνω στο ποσό αυτό. (βλ υπ΄αριθμόν 8.2 εδαφ γ΄ορος). Τέλος, συμφωνήθηκε ότι η πιστώτρια τράπεζα εδικαιούτο και χωρίς να συντρέξει περίπτωση υπερημερίας  του πιστούχου ή οποιαδήποτε υπέρβαση του συμφωνημένου ορίου ή άλλη παράβαση όρου της σύμβασης πίστωσης  να κλείσει οριστικά οποτεδήποτε και για οποιονδήποτε λόγο, κατά την κρίση της, την πίστωση ακόμη και πριν από κάθε χρήση αυτής, ειδοποιώντας σχετικά τον πιστούχο με απλή επιστολή.  Την τήρηση των όρων της ανωτέρω σύμβασης και την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση του καταλοίπου κατά το κλείσιμο των λογαριασμών που θα τηρούνταν για την εξυπηρέτηση αυτής  ανέλαβαν  ο δεύτερος και τρίτος των ανακοπτόντων ευθυνόμενοι ως αυτοφειλέτες και εις ολόκληρον μετά της πιστούχου εταιρείας. Στα πλαίσια της σύμβασης αυτής η πιστώτρια εταιρεία στις 29-2-2008  κατέθεσε στον λογαριασμό που τηρούσε για την συγκεκριμένη πίστωση το ποσό των 80.000 ευρώ το οποίο ανέλαβε η πιστούχος εταιρεία στις 3-3-2008,  η οποία   στις 17-7-2008 κατέβαλε το ποσό των 2500 ευρώ  και  στις 6-11-2008 το ποσό των 140 ευρώ, ενώ στις 23-4-2009  έκλεισε  η πιστώτρια  τον  λογαριασμό  λόγω καθυστέρησης πληρωμής  των οφειλομένων και  προέβη σε καταγγελία της σύμβασης   την οποία επέδωσε στην  πιστούχο εταιρεία  και στους εγγυητές στις 27-4-2009  καλώντας τους  να  καταβάλουν  το ποσό των 80.000 ευρώ. Τις επόμενες ημέρες και συγκεκριμένα στις  5-5-2009, η πιστούχος εταιρεία  απέστειλε στην πιστώτρια τραπεζική εταιρεία  επιστολή με την οποία δήλωσε την πρόθεσή της να εξοφλήσει το σύνολο της οφειλής της πλέον των δεδουλευμένων τόκων με άμεση καταβολή του ποσού των 10.000 ευρώ και το υπόλοιπο ποσό σε  δώδεκα  χρεολυτικές δόσεις αρχής γενομένης από 30-6-2009. Η  τελευταία αποδέχτηκε προφορικά την πρόταση αυτή και γνωστοποίησε στην πιστούχο εταιρεία  τον λογαριασμό στον οποίο έπρεπε να καταβάλει το ανωτέρω ποσό, το οποίο και κατέβαλε   η τελευταία στις 22-5-2009, ενώ  στις 21-7-2009  κατέβαλε επιπλέον  το ποσό των 1500 ευρώ  αναμένοντας την  ρύθμιση της οφειλής της και εγγράφως. Ωστόσο, στη συνέχεια η πιστούχος εταιρεία μολονότι είχε υποσχεθεί την αποπληρωμή του υπόλοιπου ποσού σε 12 χρεολυτικές  δόσεις αρχής γενομένης από 30-6-2009 σε ουδεμία περαιτέρω καταβολή προέβη. Συνεπεία της συμπεριφοράς αυτής της πιστούχου εταιρείας η πιστώτρια κατέθεσε μετά πάροδο εξ μηνών αδράνειας της πιστούχου  και συγκεκριμένα στις 12-1-2010 αίτηση ενώπιον του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  διώκοντας την έκδοση διαταγής πληρωμής για το οφειλόμενο ποσό επί της οποίας εξεδόθη η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής με την οποία υποχρεώθηκαν πρωτοφειλέτρια και εγγυητές να καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας το ποσό των 85.897,56 ευρώ  πλέον τόκων και εξόδων. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η αδιαφορία της πιστούχου εταιρείας και η αθέτηση της υπόσχεσής της  προκάλεσε την από μέρους της  πιστώτριας τράπεζας  υποβολή της  αιτήσεως για  έκδοση της ανακοπτομένης  διαταγής πληρωμής, ενώ δεν παρεμποδίστηκε η πιστούχος εταιρεία   με οποιοδήποτε τρόπο  από την πιστώτρια  να υποβάλλει αίτηση για υπαγωγή της οφειλής της στις διατάξεις του ν 3816/2010. Γνωρίζοντας δε την αθέτηση της υπόσχεσής της η πιστούχος εταιρεία όφειλε ν΄αναμένει την αντίδραση της πιστώτριας  τράπεζας και ως εκ τούτου θα έπρεπε ν΄ασκήσει  κάθε δικαίωμα που της  παρείχε ο νόμος για την ρύθμιση της οφειλής της.  Κατόπιν αυτών η από μέρους  της πιστώτριας  εταιρείας διεκδίκηση του οφειλόμενου ποσού μέσω της έκδοσης διαταγής πληρωμής δεν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματός  και δεν καθιστά  καταχρηστική την διεκδίκηση του οφειλόμενου.  Επομένως ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει ν΄απορριφθεί ως αβάσιμος κατ΄ουσίαν.

Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 2 παρ.6 και 8 του ν.2251/1994, 181 και 200 ΑΚ συνάγεται ότι η ακυρότητα ενός Γενικού Όρου Συναλλαγών (ΓΟΣ) δεν επιδρά επί του κύρους όλης της σύμβασης, αλλά είναι μερική, υπό την έννοια ότι άκυρος θεωρείται μόνο ο συγκεκριμένος καταχρηστικός, σύμφωνα με το νόμο, όρος, εκτός αν συνάγεται ότι η σύμβαση δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος (άρθρο 181 ΑΚ), δηλαδή συνάγεται ότι τα μέρη δεν θα επιχειρούσαν τη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος, αλλά απέβλεπαν σ` αυτή ως ενιαίο αδιάσπαστο σύνολο. Ως προς το ζήτημα της πλήρωσης του κενού, που δημιουργείται από την ακυρότητα ενός ΓΟΣ, γίνεται δεκτό ότι το σχετικό κενό καλύπτεται καταρχήν με την εφαρμογή του αντίστοιχου κανόνα ενδοτικού δικαίου, εφόσον προβλέπεται σχετική ρύθμιση, διαφορετικά από τη συμπληρωματική ερμηνεία της σύμβασης κατά το άρθρο 200 του ΑΚ (ΑΠ 1060/2019, ΑΠ 105/2019). Εξάλλου, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 583, 585 παρ. 2, 632 και 633 ΚΠολΔ, λόγο ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής αποτελεί και η επίκληση ουσιαστικής ενστάσεως (διακωλυτικής ή αποσβεστικής εν όλω ή εν μέρει), εξαιτίας της οποίας, όταν εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, είτε είχε καταλυθεί η οφειλή την οποίαν αυτή αφορά είτε ήταν άκυρη η δικαιοπραξία από την οποία πήγαζε. Για το ορισμένο του λόγου της ανακοπής, που δεν έχει αρνητικό απλώς χαρακτήρα, αλλά κατά τα προεκτεθέντα φέρει χαρακτήρα ένστασης, δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης, αλλά θα πρέπει να προσδιορίζονται συγκεκριμένα κατ` ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού (ΑΠ 1346/2022, ΑΠ 1395/2021, ΑΠ 999/2019), δεδομένου ότι, κατά την αληθή έννοια της διατάξεως του άνω άρθρου (633 παρ. 1 του ΚΠολΔ), αν ο λόγος της ανακοπής είναι βάσιμος κατά ένα μέρος ή αν με αυτόν βάλλεται βασίμως μερικότερο κονδύλιο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, αυτή δεν είναι άκυρη στο σύνολό της, αφού δεν συντρέχει νόμιμος λόγος για την ολική ακύρωσή της, αλλά μόνον κατά το μέρος κατά το οποίο ευδοκιμεί η ανακοπή και κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η οφειλή του ανακόπτοντος (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 333/2019, ΑΠ 1349/2013). Δηλαδή, αν η ευδοκίμηση του σχετικού λόγου της ανακοπής (ενστάσεως) επάγεται μερική μόνο κατάλυση της οφειλής, ανάλογο θα είναι και το αποτέλεσμα ως προς την ανακοπείσα διαταγή πληρωμής, δηλαδή μερική θα είναι και η ακύρωση της τελευταίας, αφού κανένας λόγος, νομικός ή άλλος, δεν επιβάλλει την καθολική ακύρωσή της (ΑΠ 1138/2020, ΑΠ 387/2020, ΑΠ 196/2020, ΑΠ 1060/2019). Επομένως, σύμφωνα με τα παραπάνω, η ακυρότητα του Γενικού Όρου Συναλλαγών (ΓΟΣ) δεν καθιστά την απαίτηση ανεκκαθάριστη  (ΑΠ 699/2023 ΤΝΠ Νομος)

Με επόμενο λόγο έφεσης ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι κατ΄εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως αόριστο  τον τρίτο λόγο της ανακοπής με τον οποίο ισχυρίστηκε ότι μη νομίμως οι τόκοι ύψους 5477,44  ευρώ υπολογίστηκαν με βάση έτος 360 ημέρων και όχι με βάση έτος 365 ημερών με την αιτιολογία ότι οι ανακόπτοντες δεν προσέβαλαν  συγκεκριμένα κονδύλια του τηρηθέντος λογαριασμού, ούτε προσδιόρισαν το παρανόμως επιδικασθέν ποσό από την επιβάρυνση του υπολογισμού του επιτοκίου με τον υπολογισμό του έτους των 360 ημερών ώστε μόνον κατ΄αυτό το ποσό να κριθεί εάν η διαταγή πληρωμής είναι άκυρη. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος καθόσον για το ορισμένο του λόγου της ανακοπής που δεν έχει αρνητικό απλώς χαρακτήρα, όπως στην προκειμένη περίπτωση, δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας  του λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης αλλά θα πρέπει να προσδιορίζονται συγκεκριμένα τα κατ΄ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού που προσβάλλονται ως παράνομα  δεδομένου ότι κατά την αληθή έννοια της διατάξεως του άρθρου 633 παρ 1 ΚΠολΔ αν ο λόγος της ανακοπής είναι βάσιμος κατά ένα μέρος  ή αν με αυτόν βάλλεται  βασίμως  μερικότερο κονδύλιο της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής αυτή δεν είναι άκυρη στο σύνολό της αλλά μόνον κατά το μέρος κατά το οποίο ευδοκιμεί η ανακοπή, κατά τα αναφερόμενα στην προεκτιθέμενη μείζονα σκέψη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε τα ίδια ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και όλα όσα αντίθετα υποστηρίζονται με τον ανωτέρω λόγο έφεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

Με επόμενο λόγο έφεσης ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι κατ΄εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου  το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε τον  τέταρτο λόγο ανακοπής με τον οποίο είχαν  προβάλει ότι το ποσό των 85.897,56 ευρώ  το οποίο επιτάχθηκαν να καταβάλλουν με την ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής περιέχει παράνομους τόκους  από  ανατοκισμούς ανά εξάμηνο  των καθυστερούμενων τόκων. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος καθόσον σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 12 τουν 2601/1998 οι οφειλόμενοι στα πιστωτικά ιδρύματα σε καθυστέρηση τόκοι ανατοκίζονται εφόσον τούτο συμφωνηθεί από την πρώτη ημέρα της καθυστέρησης και οι  τόκοι που προκύπτουν προστίθενται στο ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο ανά εξάμηνο κατ΄ελάχιστο όριο είτε πρόκειται για συμβάσεις  δανείων είτε για συμβάσεις αλληλόχρεου λογαριασμού και το προσωρινό ή οριστικό κατάλοιπο αυτού ενώ κατά  τα λοιπά εφαρμοζεται η διάταξη του άρθρου 112 του Εισαγωγικού Νόμου Αστικού Κώδικα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε τον ανωτέρω λόγο ανακοπής  ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και όλα όσα αντίθετα υποστηρίζονται με σχετικό λόγο της έφεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Απορριπτέος, επίσης, κρίνεται και ο ισχυρισμός των ανακοπτόντων ότι δεν οφείλουν τόκους υπερημερίας από 24-7-2009  και εντεύθεν επικαλούμενοι ότι δεν επιδόθηκε σ΄αυτούς σχετική ειδοποίηση  καθόσον η πιστώτρια τράπεζα επέδωσε σ΄αυτούς  την καταγγελία της συμβάσεως πιστώσεως στις 27-4-2009 (βλ υπ΄αριθμούς …., ….. και ……/2009  εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας ….  ….) καλώντας  αυτούς  να καταβάλουν  το ποσό των 85.897,56 ευρώ  και ως εκ τούτου έκτοτε, οφείλουν  τόκους υπερημερίας. Είναι δε,  αυτονόητο ότι  οφείλουν  τόκους υπερημερίας  από  24-7-2009 και εντεύθεν   ως μεταγενέστερο χρονικό σημείο  εκείνου της επιδόσεως της καταγγελίας.

Με  επόμενο  λόγο έφεσης ο εκκαλών ισχυριζεται ότι κατ΄εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε τον πέμπτο λόγο ανακοπής με τον οποίο οι ανακόπτοντες είχαν προβάλλει ότι ουδέποτε αποδέχθηκαν το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού που τηρήθηκε στα πλαίσια της επίδικης σύμβασης πίστωσης, ούτε το κατάλοιπο αυτού και ως εκ τούτου η εκδοθείσα διαταγή πληρωμής είναι ακυρωτέα.  Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος καθόσον   σύμφωνα με τον υπό στοιχεία 4.5 εδαφ γ της σύμβασης πίστωσης σε περίπτωση που το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού στον οποίο περιλαμβάνονται τόκοι, προμήθεια και έξοδα, υπερβεί το όριο της πιστώσεως, ο πιστούχος είναι υποχρεωμένος  να καταβάλει αμέσως το ποσό της υπερβάσεως, ενώ σύμφωνα με τον υπό στοιχεία  8.2 εδαφ β   όρο της σύμβασης  η πιστώτρια τράπεζα σε περίπτωση καθυστερήσεως πληρωμής οφειλής  δικαιούται ειδοποιώντας σχετικά τον πιστούχο με απλή επιστολή να κλείσει το λογαριασμό της πίστωσης και αν ακόμη οι προθεσμίες εξοφλήσεως άλλων τυχόν αναλήψεων από την πίστωση αυτή δεν έχουν ακόμη παρέλθει. Στην προκειμένη περίπτωση χορηγήθηκε πίστωση στην πιστούχο εταιρεία  μέχρι του ποσού των 80.000 ευρώ και στις 1-12-2008  το χρεωστικό υπόλοιπο  είχε υπερβεί το  όριο της πίστωσης και είχε  ανέλθει σε 83.690,65 ευρώ,  ενώ στις 23-4-2009 σε 85.897,56 ευρώ. Ως εκ τούτου η πιστούχος είχε περιέλθει σε υπερημερία καθώς δεν κατέβαλε  αμέσως το ποσό  κατά το οποίο το χρεωστικό υπόλοιπο είχε υπερβεί το όριο της πιστώσεως, όπως είχε υποχρέωση βάσει του ανωτέρω όρου. Επομένως, δικαιωματικά η πιστώτρια τράπεζα προέβη σε καταγγελία της συμβάσεως καθιστώντας ληξιπρόθεσμο και απαιτητό το σύνολο του χρεωστικού υπολοίπου. Κρίνεται δε απορριπτέος ο ισχυρισμός του εκκαλούντος  ότι ο υπό στοιχεία 8.2 προαναφερόμενος όρος είναι καταχρηστικός (ΓΟΣ)  καθόσον λαμβανομένης υπόψη της φύσης της σύμβασης πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά την σύναψή της και όλους τους λοιπούς όρους και  ρήτρες που περιλαμβάνονται σ΄αυτήν,  δεν  συνεπάγεται την υπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της πιστώτριας και της πιστούχου   σε βάρος της πιστούχου εταιρείας αφού τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των συμβληθέντων μερών που προκύπτουν από την συγκεκριμένη σύμβαση κατανέμονται και  ισορροπούν  με τρόπο όμοιο  με αυτόν που επιτυγχάνεται με τις ρυθμίσεις του ενδοτικού δικαίου καθώς η υπέρβαση του ορίου της πίστωσης αποτελεί μονομερή  αύξηση  του ποσού της πίστωσης.

Με τον τελευταίο λόγο έφεσης ο εκκαλών ισχυρίζεται βασίμως ότι λόγω λανθασμένου υπολογισμού το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη ενώ  δέχθηκε ότι  η πιστούχος εταιρεία  είχε καταβάλει μετά την καταγγελία της συμβάσεως  τα ποσά των 10.000 ευρώ και 1500 ευρώ τα οποία και  αφαίρεσε από το επιτασσόμενο ποσό των 85.897,56 ευρώ, στη συνέχεια δέχτηκε ότι το εναπομείναν υπόλοιπο ανέρχεται σε 78.397,56 ευρώ, ενώ το ορθό είναι ότι ανέρχεται σε 74.397,56 ευρώ.  Επομένως, πρέπει ν΄ακυρωθεί  η διαταγή πληρωμής κατά το ποσό των 11.500 ευρώ και να επικυρωθεί κατά  το εναπομείναν υπόλοιπο ποσό των 74.397,56 ευρώ πλέον τόκων και συγκεκριμένα πλέον τόκων υπερημερίας και  τόκων επ΄ αυτών από την 24.7.2009 μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως και με εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων κατ΄ άρθρο 12 του ν. 2601/1998 κατά τα αναφερόμενα στη διαταγή πληρωμής. Μέρος των δικαστικών εξόδων του εκκαλούντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας  πρέπει να επιβληθεί σε βάρος  των δύο πρώτων των εφεσιβλήτων λόγω της μερικής ήττας αυτών (άρθρο 183, 176 και 191 παρ 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει, ενόψει της παραδοχής της έφεσης, να διαταχθεί και η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου άσκησης έφεσης (άρθρο 495 παρ 3 ΚΠολΔ) στον εκκαλούντα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ  ερήμην των εφεσιβλήτων

ΚΗΡΥΣΣΕΙ  απαράδεκτη την έφεση ως προς την τρίτη εφεσίβλητη

ΔΕΧΕΤΑΙ  την έφεση ως προς τις λοιπές των εφεσιβλήτων

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ  την υπ΄αριθμόν 4054/2019 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ως προς τα εκκληθέντα κεφάλαια.

ΚΡΑΤΕΙ  και  ΔΙΚΑΖΕΙ την με αριθμό καταθ. ……/2010 ανακοπή  κατά της υπ΄αριθμόν 344/2010 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου  Πειραιώς που ασκήθηκε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ως προς τα εκκληθέντα κεφάλαια

ΔΕΧΕΤΑΙ  εν μέρει την ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής

ΑΚΥΡΩΝΕΙ εν μέρει την υπ΄αριθμόν ……../2010 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά  κατά  το ποσό των έντεκα χιλιάδων και πεντακοσίων ευρώ  (11.500 ευρώ).

ΕΠΙΚΥΡΩΝΕΙ την υπ΄αριθμόν …../2020 διαταγή πληρωμής κατά το ποσό των εβδομήντα τεσσάρων χιλιάδων και τριακοσίων ενενήντα επτά ευρώ και πενήντα εξ λεπτών (74.397,56 ευρώ), πλέον τόκων υπερημερίας και τόκων επ΄αυτών από την 24-7-2009 μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως και με εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων κατ΄άρθρο 12 του ν 2601/1998.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ  τις δύο πρώτες των εφεσιβλήτων  σε μέρος των δικαστικών εξόδων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας του εκκαλούντος,  το οποίο καθορίζει στο ποσό  των  τετρακοσίων (400) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 20η Ιανουαρίου 2025  και δημοσιεύθηκε στις 11 Μαρτίου 2025 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και την πληρεξουσία δικηγορο του εκκαλούντος.

    Ο   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ