ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 265/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Λάζαρο Γιαπαλάκη Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο Εφετών Πειραιά και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΕΚΚΑΛΩΝ: ΤΟΥ Ο.Τ.Α. με την επωνυμία ΔΗΜΟΣ ΝΙΚΑΙΑΣ-ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ που εδρεύει στην Νίκαια στην οδό ………, εκπροσωπείται νόμιμα από τον δήμαρχο του, με Α.Φ.Μ. ………… και ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Καραφέρη του Δ.Σ.Π. με Α.Μ. ……… με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠΟΛΔ.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗ: ΤΗΣ …………. και η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αντωνία Λεγάκη του Δ.Σ.Α. με Α.Μ. ……… με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠΟΛΔ.
Η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 13-6-2024 αγωγή της και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου αγωγής ………../2024 η οποία εκδικάστηκε κατά την δικάσιμο της 26-9-2024 κατά την ειδική διαδικασία περιουσιακών-εργατικών διαφορών και εκδόθηκε η με αριθμό 4195/2024 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου η οποία δέχτηκε εν μέρει την ένδικη αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών με την με αριθ. εκθ. καταθ. ……./2025 έφεσή του ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και με αριθμό εκθ. κατ. δικ. ……../2025 ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου της οποίας δικάσιμος ορίστηκε αυτή που αναγράφεται στην αρχή της παρούσης.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Στην προκειμένη περίπτωση φέρεται προς συζήτηση η από με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου …………/2025 έφεση κατά της με αριθμό 4195/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών αντιμωλία των διαδίκων επί της από με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ………./2024 αγωγής της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης κατά του εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος. Η ως άνω έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από τον εφεσίβλητο και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495, 511, 513 § 1 β, 516 και 518 § 2 ΚΠολΔ δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση δημοσιεύτηκε στις 19-12-2024 ενώ η έφεση του ασκήθηκε στις 7-2-2025 (βλ την με αριθμό ………../2025 έκθεση κατάθεσης δικογράφου ένδικου μέσου στο Πρωτοδικείο Πειραιά) καθόσον δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης. Δεδομένου ότι δεν απαιτείται η καταβολή του νόμιμου παράβολου κατ’ άρθρο 495 ΚΠΟΛΔ καθόσον στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για εφαρμογή του άρθρου 614 παρ.3 ΚΠΟΛΔ πρέπει να γίνει αυτή τυπικά δεκτή(άρθρο 533 ΚΠΟΛΔ και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των κατ’ ιδίαν λόγων της (άρθρο 524 παρ.1 ΚΠΟΛΔ).
Με την ένδικη αγωγή της η ενάγουσα εκθέτει ότι είναι καθηγήτρια φυσικής αγωγής, εργαζόμενη από το 1.997 στο Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία …………. της οποίας καθολική διάδοχος από τον Ιανουάριο του 2.011 κατέστη η …………(……….) και ήδη εργάζεται με σχέση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου στον εναγόμενο δήμο Νίκαιας-Αγίου Ιωάννη Ρέντη. Ότι δυνάμει της με αριθμό 4524/2012 αμετάκλητης απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, αναγνωρίστηκε ότι η ενάγουσα συνδέεται με την δημοτική επιχείρηση με σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου από την 1-12-1997. Ότι δυνάμει της με αριθμό 317/2018 αμετάκλητης απόφασης του παρόντος δικαστηρίου, της αναγνωρίστηκαν ο οφειλόμενες τακτικές μηνιαίες αποδοχές για τα έτη 2.015-2.017 και ότι οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές που της επιδικάστηκαν για το έτος 2.017 και αντιστοιχούσαν στο μισθολογικό κλιμάκιο 10. Ότι οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές αναβαθμίζονται ανά διετία. Ότι το 2023 είχε καταταγεί στο μισθολογικό κλιμάκιο 14 και της κατέβαλε μηνιαίο μισθό 1.859 ευρώ. Ότι δυνάμει απόφασης του δημάρχου η ενάγουσα από την 1-1-2024 κατετάγη στο μισθολογικό κλιμάκιο 13 με μηνιαίες αποδοχές 1870 ευρώ, έναντι των 1.929 ευρώ που αντιστοιχούν στο μισθολογικό κλιμάκιο 14, το οποίο αποτελεί παράνομη μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας της. Ότι ο εναγόμενος οφείλει να της καταβάλει την διαφορά μεταξύ των ανωτέρω κλιμακίων από την 1-1-2024 έως την 31-12-2024, η οποία συνίσταται σε 59 ευρώ *12 μήνες και συνολικά σε 708 ευρώ. Με βάση το παραπάνω ιστορικό η ενάγουσα ζητεί όπως υποχρεωθεί ο εναγόμενος να την κατατάξει στο κλιμάκιο 14 και να της καταβάλει τακτικές μηνιαίες αποδοχές ποσού 1.929 ευρώ από 1-1-2024, καθώς επίσης να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το ποσό των 708 ευρώ με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό μέχρι ολοσχερούς εξόφλησης καθώς επίσης να καταδικαστεί στην πληρωμή της δικαστικής της δαπάνης. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκδικάζοντας την ένδικη αγωγή κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών αντιμωλία των διαδίκων την έκρινε εν μέρει ορισμένη και εν μέρει νόμιμη, την έκανε εν μέρει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 531 ευρώ με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης. Κατά της απόφασης αυτής με την από με αριθμ. Εκθ. Καταθ. ………./2025 έφεση του παραπονείται ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών για τον περιεχόμενο στην ανωτέρω έφεση του λόγο ο οποίος ανάγεται σε εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και δη στο ότι η ένταξη της ενάγουσας στο μισθολογικό κλιμάκιο 13 συντελέστηκε με την με αριθμό 964/31/1/2024 απόφαση κατάταξης του Δημάρχου του ανωτέρω δήμου η οποία αποτελεί ατομική εκτελεστή διοικητική πράξη την οποία η ενάγουσα δεν προσέβαλε ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων και συνεπώς το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση του υιοθετώντας την κατάταξη της ενάγουσας στο μισθολογικό κλιμάκιο 14 ενώ το ζήτημα του χρόνου προϋπηρεσίας της εκφεύγει της αρμοδιότητας του διέλαβε αντιφατική και μη επαρκή αιτιολογία. Ακόμη ότι εσφαλμένα εκτιμήθηκε το αποδεικτικό υλικό καθόσον καίτοι απορρίφθηκε το αγωγικό της αίτημα όπως υποχρεωθεί ο εναγόμενος να την κατατάξει στο κλιμάκιο 14 εν τούτοις της επιδικάζει διαφορές αποδοχών που αντιστοιχούν στις αποδοχές του μισθολογικού κλιμακίου 14. Μετά ταύτα ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης έτσι ώστε να απορριφθεί η ένδικη αγωγή της ενάγουσας. Ως προς το ζήτημα της δικαιοδοσίας και αρμοδιότητας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά στην εκδίκαση της ένδικης αγωγής λεκτέα είναι τα ακόλουθα: Κατά το άρθρο 94 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει από 18.4.200 μετά την αναθεώρηση του εν λόγω άρθρου με το από 6 Απριλίου 2001 Ψήφισμα της Ζ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ορίζεται ότι στο Συμβούλιο της Επικράτειας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνέδριου (παρ. 1) και ότι στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές καθώς και υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας (παρ. 2). Περαιτέρω κατά το άρθρο 95 παρ. 1 του Συντάγματος στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικράτειας ανήκουν μεταξύ άλλων η μετά από αίτηση ακύρωσης των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών για υπέρβαση εξουσίας ή για παράβαση νόμου και κατά την παρ. 3 εδ. α του ιδίου άρθρου κατηγορίες υποθέσεων της ακυρωτικής αρμοδιότητας του Συμβουλίου της Επικράτειας μπορεί να υπάγονται με νόμο, ανάλογα με τη φύση ή τη σπουδαιότητά τους, στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Με τη διάταξη του άρθρου 1 του ΚΠΟΛΔ ορίζεται ότι στη δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων ανήκουν α) οι διαφορές του ιδιωτικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν τις έχει υπαγάγει σε άλλα δικαστήρια, β)… γ).. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 95 παρ. 1 του Συντάγματος, που αφορά τις αρμοδιότητες του Συμβουλίου της Επικράτειας, προκύπτει ότι διοικητικές διαφορές ουσίας, που υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, είναι οι διαφορές που πηγάζουν από διοικητικές συμβάσεις ή από ενέργειες διοικητικών οργάνων, οι οποίες δεν συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις και εφόσον, στη δεύτερη αυτή περίπτωση, ο νόμος οργανώνει κατά τέτοιο τρόπο τη δικαστική προστασία του πολίτη, ώστε το αίτημά του ενώπιον του δικαστηρίου να είναι η καταψήφιση σε παροχή ή η αναγνώριση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, που αναφέρονται στο δημόσιο δίκαιο (ΑΕΔ 2/1993, ΑΠ 762/2018, ΑΠ 533/2018). Εξ άλλου σε εκτέλεση της τελευταίας διάταξης (άρθρο 95 του Συντάγματος) με το άρθρο 1 παρ. 1 περ. γ του Ν. 702/1977 ορίσθηκε ότι στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού εφετείου υπάγεται η εκδίκαση αιτήσεων ακυρώσεως ατομικών πράξεων διοικητικών αρχών που αφορούν την πρόσληψη και την κατάσταση γενικά του προσωπικού του Δημοσίου, ων οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτης και δεύτερης βαθμίδας και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ανεξάρτητα από τη φύση της σχέσης που το συνδέει. Από τις προαναφερθείσες διατάξεις προκύπτει ότι ακυρωτική διαφορά υπαγόμενη στο Συμβούλιο της Επικράτειας ή στα διοικητικά εφετεία δεν προκαλείται από τη δικαστική αμφισβήτηση κάθε πράξης διοικητικής αρχής η οποία έχει τα χαρακτηριστικά μονομερούς πράξης που παράγει έννομα αποτελέσματα αλλά μόνο από τη δικαστική αμφισβήτηση των εκτελεστών εκείνων πράξεων των διοικητικά αρχών (πρβλ. και άρθρο 45 παρ. 1 π.δ. 18/1989) που εκδίδονται κατά την ενάσκηση δημοσίας εξουσίας για την ικανοποίηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος ή εκείνων που εκδίδονται στο πλαίσιο διαγραφόμενης από το νόμο ειδικής διοικητικής διαδικασίας (ΑΠ 280/2016 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω σε εφαρμογή των ανωτέρω Συνταγματικών ρυθμίσεων, εκδόθηκε ο Ν.1406/1983, με τα άρθρα 1 και 9 του οποίου όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας υπήχθησαν από 11.6.1985 στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. Ειδικότερα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 εδ. θ του Ν. 1406/1983 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 παρ. 3 του Ν. 2721/1999, ορίστηκε ότι στις διοικητικές διαφορές ουσίας που υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων περιλαμβάνονται ιδίως οι διαφορές που αφορούν τις κάθε είδους αποδοχές (δεδουλευμένες ή μη) του προσωπικού είδους αποδοχές (δεδουλευμένες ή μη) του προσωπικού γενικώς του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτης και δεύτερης βαθμίδας και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι οποίες ρυθμίζονται από διατάξεις κανονιστικού περιεχομένου. Ως «αποδοχές», κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοούνται οι αποδοχές του προσωπικού που συνδέεται με το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με σχέση δημόσιου δικαίου. Έτσι οι διαφορές που αφορούν τις αποδοχές των μισθωτών που συνδέονται με το Δημόσιο με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (ΑΕΔ 11/1992 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 598/2020 ΝΟΜΌΣ, ΑΠ 762/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 533/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 22/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1340/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1635/2012 ΝΟΜΟΣ). Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι διοικητικές διαφορές ουσίας ή ακυρωτικές, που υπάγονται κατά περίπτωση στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, είναι οι διαφορές που πηγάζουν από διοικητικές συμβάσεις ή από ενέργειες διοικητικών οργάνων, οι οποίες συνιστούν εκτελεστές κατά την προαναφερθείσα έννοια διοικητικές πράξεις και εφόσον, στη δεύτερη αυτή περίπτωση, ο νόμος οργανώνει κατά τέτοιο τρόπο τη δικαστική προστασία του πολίτη, ώστε το αίτημά του ενώπιον του δικαστηρίου να είναι ακυρότητα ή καταψήφιση σε παροχή ή αναγνώριση δικαιώματος ή έννομης σχέσης που αναφέρονται στο δημόσιο δίκαιο. Οι λοιπές πράξεις της διοικήσεως που είναι αμέτοχες του λειτουργικού αυτού στοιχείου και κινούνται σε κύκλο σχέσεων του ιδιωτικού δικαίου, έχουν δηλαδή ως υπόβαθρο έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου, όπως σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ή σύμβαση έργου, εξαιρούνται από την έννοια της διοικητικής διαφοράς, έστω και αν αυτές σχετίζονται προς τη λειτουργία δημόσιας υπηρεσίας, είναι δε ιδιωτικές διαφορές που ανήκουν στη γενική, σύμφωνα με το άρθρο 94 παρ. 2 του Συντάγματος, δικαιοδοσία που έχουν τα πολιτικά δικαστήρια στις περιπτώσεις προσβολής ιδιωτικών δικαιωμάτων (ΑΕΔ 12/1992 ΝΟΜΟΣ, ΑΕΔ 85/1991 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 280/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 854/2009 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα ως διαφορές ιδιωτικού δικαίου νοούνται οι αναγόμενες σε δικαιώματα και γενικότερα σχέσεις ιδιωτικού δικαίου, έστω και αν γενεσιουργός λόγος αυτών είναι εκτελεστές πράξεις των διοικητικών αρχών. Δηλαδή κρίσιμη από την άποψη της δικαιοδοσίας είναι η φύση του δικαιώματος και γενικότερα της έννομης σχέσης που αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς και όχι της πράξεως από την οποία απορρέει το δικαίωμα αυτό ή η σχέση. Έτσι ιδιωτικού δικαίου είναι οι διαφορές εκείνες που έχουν ως βάση την παροχή εξαρτημένης εργασίας στο πλαίσιο σύμβασης εργασίας ιδιωτικού δίκαιου για την επίλυση των οποίων είναι αρμόδια τα πολιτικά δικαστήρια (ΑΕΔ 3/2004 ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 3691/1991 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, με βάση το περιεχόμενο και τα αιτήματα της αγωγής που εκτέθηκαν παραπάνω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου εισήχθη η υπόθεση, είχε δικαιοδοσία προς εκδίκαση της αγωγής, εφόσον οι διαφορές που αφορούν τις αποδοχές μισθωτών που συνδέονται με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ ή τα ΝΠΔΔ με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση η ενάγουσα υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που έκρινε ομοίως, δεν έσφαλε και συνεπώς ο σχετικός λόγος της έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο, τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος. Ως προς τον ισχυρισμό του εκκαλούντος ότι στην ενάγουσα εσφαλμένα της αποδόθηκαν οι μισθολογικές αποδοχές που αντιστοιχούν στο μισθολογικό κλιμάκιο 14, αντί του ορθού 13 ου, αυτός πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος. Διότι από την επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας προκύπτει ότι με την με αριθμό 317/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά η οποία είναι ήδη σήμερα αμετάκλητη και η οποία δεν καθόρισε το κλιμάκιο κατάταξης της ενάγουσας πλην όμως διέταξε για το έτος 2.017 να καταβληθεί στην ενάγουσα το ποσό των 1.623 ευρώ, που αντιστοιχούσε στο κλιμάκιο το οποίο έπρεπε να είχε καταταγεί κατόπιν εκτίμησης του χρόνου προϋπηρεσίας της δηλαδή στο κλιμάκιο 10. Η ενάγουσα αποδείχτηκε από το μηνιαίο εκκαθαριστικό μηνός Δεκεμβρίου 2.023 του Ν.Π.Ι.Δ. ΔΗ.Κ.Ε.ΝΙ.Ρ. ότι κατατάχθηκε στο παραπάνω κλιμάκιο και εξελισσόταν ανά διετία φθάνοντας ήδη στο μισθολογικό κλιμάκιο 14 πλην όμως ο εναγόμενος Δήμος σύμφωνα με την βεβαίωση αποδοχών της ενάγουσας ήδη από τον Ιανουάριο του 2.024 ενέταξε την ενάγουσα στο Μ.Κ. 13 αντί του Μ.Κ. 14 στο οποίο την είχε ήδη εντάξει το προαναφερθέν Ν.Π.Ι.Δ. από τον Δεκέμβριο του 2.023 και σύμφωνα με το ενιαίο μισθολόγιο για τους δημόσιους υπάλληλους από 1-1-2024 αυτή έπρεπε να λαμβάνει μικτό μισθό 1.929 ευρώ. Συνεπώς καθόσον η ενάγουσα είχε ήδη ενταχθεί από τον Δεκέμβριο του 2.023 στο κλιμάκιο 14 εσφαλμένα ο εναγόμενος Δήμος κατέβαλε στην ενάγουσα τον μισθό που αντιστοιχεί στο μισθολογικό κλιμάκιο 13 από τον Ιανουάριο του 2.024. Επομένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχτηκε ότι έχει δικαιοδοσία και αρμοδιότητα και έκανε εν μέρει δεκτή την ένδικη αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 531 ευρώ με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης ορθά ερμήνευσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Συνεπώς με βάση τα παραπάνω πρέπει να απορριφθούν οι παραπάνω λόγοι έφεσης και η ένδικη έφεση στο σύνολο της. Η δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί σε βάρος του εκκαλούντος (άρθρα 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), η οποία όμως θα καθορισθεί μειωμένη σύμφωνα με το άρθρο 281 παρ. 2 του Ν. 3463/2006 (Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την από με αριθμό εκθ. κατ. δικ………../2025 έφεσης .
Δέχεται τυπικά την έφεση και
Απορρίπτει αυτή κατ’ ουσίαν.
Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του στον Πειραιά στις 30-4-2025 απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ