Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 179/2025

Αριθμός    179 /2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα  4ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις   ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

Α) ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), με Α.Φ.Μ. ……….., η οποία εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή της, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, στην προκειμένη δε περίπτωση και από τους Προϊσταμένους των Δ.ΟΎ. Φ.Α.Ε. Πειραιά και Δ.Ο.Υ. Γλυφάδας, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Δικαστική Πληρεξουσία Ν.Σ.Κ. Βασιλική Τζίφα.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1)Εταιρείας με την επωνυμία «………», με Α.Φ.Μ. …., που εδρεύει στη …., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Βασίλειο Σουρλα (με δήλωση κατ’  άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.),  2)     Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στην Αθήνα, και εκπροσωπείται νόμιμα, ως εκπροσώπου και νόμιμης διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στο ……. Ιρλανδίας, ειδικής διαδόχου της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………..», η οποία είχε καταστεί ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….», που με τη σειρά της είχε καταστεί καθολική διάδοχος της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….», η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και 3) Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………….», που εδρεύει στην Αθήνα, και εκπροσωπείται νόμιμα, ως εκπροσώπου και νόμιμης διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στο ……. Ιρλανδίας, ειδικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………..», η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Σταματία Γκλιάου [ΜΟΥΡΓΕΛΑΣ, ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΕΛΙΑΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ]

Β) ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ) με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ» (Ε.Φ.Κ.Α.) όπως αυτό μετονομάσθηκε από 1-3-2020 σε «Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (e-Ε.Φ.Κ.Α), Ν. 4670/2020 ΦΕΚ A 43/28-2-2020, που εδρεύει στην Αθήνα, με Α.Φ.Μ. …………./ΔΟΥ Δ’ Αθηνών, όπως εκπροσωπείται νόμιμα – εν προκειμένω δε, από το Διευθυντή του Α’ Περιφερειακού ΚΕΑΟ Αθηνών και από το Διευθυντή του Περιφερειακού ΚΕΑΟ Πειραιά- ως οιονεί καθολικού διαδόχου του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ – ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ ΙΚΑ – ΕΤΑΜ», το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Ανδρέα Μητρόπουλο.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………», που εδρεύει στο Δουβλίνο Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενης από την διαχειρίστρια των απαιτήσεων αυτής ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………..» που εδρεύει στην Αθήνα ………. και εκπροσωπείται νόμιμα (Α.Φ.Μ. …), η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 2) Αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «……..», που εδρεύει στη …, με ΑΦΜ …., όπως εκπροσωπείται νόμιμα ορίζουσας ως αντίκλητο στην αναγγελία την δικηγόρο Αθηνών Ελένη Ν. Σωτηριάδου (Α.Μ. ΔΣΑ ….), η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 3) Εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……….», με έδρα το … Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενης από τη διαχειρίστρια των απαιτήσεων αυτών ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………..»,  με έδρα τη ……… Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα (ΑΦΜ ……….), η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Σταματία Γκλιάου [ΜΟΥΡΓΕΛΑΣ, ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΕΛΙΑΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ] και 4) Ελληνικού Δημοσίου με ΑΦΜ …, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και ήδη από 1-1-2017 από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων με ΑΦΜ …… (άρθρο 1 παρ., 36 παρ. 1, 41 παρ. 4 και 43 του Ν. 4389/2016), η οποία εκπροσωπείται από τον Διοικητή της και εδρεύει στην Αθήνα, στην προκειμένη δε περίπτωση και από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά που κατοικεί στον Πειραιά, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Δικαστική Πληρεξουσία Ν.Σ.Κ. Βασιλική Τζίφα.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΟΥΜΕΝΗ ΠΡΟΣ

Την Συμβολαιογράφο Αθηνών, ……….., μέλος της αστικής επαγγελματικής εταιρείας συμβολαιογράφων με την επωνυμία «……………» με έδρα την Αθήνα και ΑΦΜ ………….

Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς άσκησαν α) το Ελληνικό Δημόσιο την από 1.11.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2021) ανακοπή και β) το ΝΠΔΔ  με την επωνυμία «Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης»  την από 12.11.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2021) ανακοπή. Επί των ως άνω ανακοπών εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ  2262/2022  απόφαση του προαναφερόμενου Δικαστηρίου, που απέρριψε την υπό στοιχ (β) ως άνω ανακοπή και  δέχθηκε εν μέρει την με στοιχ (α) ως άνω ανακοπή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου α) το υπό στοιχ Α εκκαλούν (ανακοπτον της υπό στοιχ (α) ανακοπής) με την από 7.9.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ……./2022-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ  ………./2022) έφεσή του και β)  το υπό στοιχ Β ήδη εκκαλούν (ανακόπτον της υπό στοιχ (β) ανακοπής) με την από  24.10.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ  ……./2022- ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ  ………/2022) έφεσή του. Δικάσιμος των ως άνω εφέσεων ορίσθηκε αρχικά η 5η.10.2023, οπότε δεν εισήχθησαν προς συζήτηση οι εν λόγω εφέσεις, λόγω  ανωτέρας βίας, που αφορά τη διεξαγωγή των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών της 8ης.10.2023  και  σύμφωνα  με τις διατάξεις άρθρου 260 παρ 4 ΚΠολΔ  και δυνάμει της υπ΄ αριθμ 81/2023 Πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, επαναπροσδιορίσθηκαν για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος  της πρώτης εκ των υπό στοιχ Α εφεσιβλήτων, ο οποίος παραστάθηκε  με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των λοιπών παρασταθέντων διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά τον λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Νομίμως επανεισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με την υπ’ αριθμ. 81/2023 Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου  Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς  οι :α) από 7-9-2022  με αρ. εκθ. καταθ. ……./ 2022  και β) απο 24-10-2022 με αρ. εκθ. καταθ. ………../ 2022 εφέσεις κατά της με αριθμό 2262/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, μετά τη μη εκφώνηση  τους κατά την  αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο στις 5-10-2023, λόγω της διεξαγωγής των  Δημοτικών και Περιφερειακών εκλογών. Αυτές πρέπει να συνεκδικασθούν λόγω της μεταξύ τους συνάφειας (άρθρα 246 και 31 ΚΠολΔ). Α) Η έφεση με αριθμ. εκθ. καταθ. ………./ 2022  του Ελληνικού Δημοσίου ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση δικογράφου στην γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, στις 8-9-2022, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ.2 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας, καθόσον δεν προέκυψε ότι έγινε επίδοση αντίγραφου της εκκαλουμένης απόφασης. Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης με τη σειρά της από το πινάκιο κατά την δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή, η δεύτερη εφεσίβλητη δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Όπως δε προκύπτει από  την με αριθμό ……/ 10-10-2023 έκθεση επίδοσης της δικ. επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών, . …….., αυτή κλήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο στις 5-10-2023,  η δε κατ’άρθρο 260 παρ.4 ΚΠολΔ  εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο με πρωτοβουλία του γραμματέα, μετά τον οίκοθεν ορισμό νέας δικασίμου, λόγω της μη εισαγωγής της προς συζήτηση κατά την εν λόγω  δικάσιμο, συνεπεία  εκλογών (λόγος ανωτέρας βίας), ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Συνεπώς, πρέπει να δικασθεί ερήμην. Το Δικαστήριο, ωστόσο, θα προχωρήσει στη συζήτηση της υποθέσεως σαν να ήταν και αυτή παρούσα, δεδομένου ότι προσκομίστηκαν το εισαγωγικό δικόγραφο (ανακοπή), οι πρωτοδίκως κατατεθείσες προτάσεις της εφεσιβλήτης καθώς και τα πρακτικά συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρο 524 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ). Β)  Η έφεση με αριθμ. εκθ. καταθ. ……./ 2022 του ΝΠΔΔ με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ» (ΕΦΚΑ), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση δικογράφου στην γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, στις 24-10-2022, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ.2 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας, καθόσον δεν προέκυψε ότι έγινε επίδοση αντίγραφου της εκκαλουμένης απόφασης. Κατα την εκφώνηση της υπόθεσης με τη σειρά της από το πινάκιο κατά την δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή, η πρώτη και η δεύτερη των εφεσιβλήτων δεν εμφανίστηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.  Όπως προκύπτει από  τις  με αριθμό  …/ 24-10-2022 και ………./ 24-10-2022 εκθέσεις επίδοσης του δικ. επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, ………, αυτές κλήθηκαν νομίμως και εμπροθέσμως για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο στις 5-10-2023, η δε κατ’άρθρο 260 παρ.4 ΚΠολΔ  εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο με πρωτοβουλία του γραμματέα, όπως προεκτέθηκε, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Η συζήτηση της υποθέσεως, ωστόσο θα προχωρήσει κανονικά ερήμην της δεύτερης εφεσίβλητης, σαν να ήταν και αυτή παρούσα, διότι  προσκομίζονται οι πρωτοδίκως κατατεθείσες προτάσεις της (από την ίδια διάδικο, που παρίσταται νομίμως στη συζήτηση της υπο στοιχ. Α εφέσεως), ενώ δεν συμβαίνει το ίδιο και για την πρώτη εφεσίβλητη, με συνέπεια η συζήτηση της υπόθεσης να κηρυχθεί απαράδεκτη ως προς αυτήν (άρθρο 524 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ). Κατόπιν τούτου, οι ως άνω εφέσεις  πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια, ως και πρωτοδίκως, ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών.

ΙΙΙ. Με την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./ 2021 ανακοπή  του το ήδη εκκαλούν, Ελληνικό Δημόσιο,  στρεφόταν κατά όλων των δανειστών που είχαν καταταγεί με τον προσβαλλόμενο με αριθμό …../ 2021 πίνακα κατάταξης της συμβολαιογράφου Αθηνών, ………., και ζητούσε, επικαλούμενο εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, να μεταρρυθμισθεί αυτός, προκειμένου :α) να αποβληθεί το πρώτο καθού η ανακοπή από το 25% του πλειστηριάσματος, για το συνολικό ποσό των 15.879,80 ευρώ, και να καταταγεί το ίδιο στη θέση του προνομιακά και οριστικά για αναγγελθείσες απαιτήσεις του από παρακρατούμενους φόρους, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα, καθώς και β) να καταταγεί σύμμετρα για το υπόλοιπο των αναγγελθεισών προνομιούχων απαιτήσεων του στο 10% του πλειστηριάσματος ως κατ’αποτέλεσμα εγχειρόγραφος δανειστής και συγκεκριμένα, δια του Προϊσταμένου της ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιώς, για το ποσό των 6.803,43 ευρώ και του Προϊσταμένου της ΔΟΥ Γλυφάδας για το ποσό των 1.305,62 ευρώ και να αποβληθούν αντιστοίχως η δεύτερη, τρίτη και τέταρτη των καθών.  Περαιτέρω,  το εκκαλούν στην υπο στοιχείο Β έφεση, ΝΠΔΔ με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ» (ΕΦΚΑ), με την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2021 ανακοπή  του,  στρεφόταν ομοίως κατά όλων των δανειστών που είχαν καταταγεί με τον ίδιο προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης, και ζητούσε, επικαλούμενο, αφενός εσφαλμένη κατάταξη του στο 25% του πλειστηριάσματος, ενώ έπρεπε να ικανοποιηθεί εξ ολοκλήρου για τις αναγγελθείσες απαιτήσεις του, πριν την διανομή του πλειστηριάσματος, κατ’ εφαρμογή  του άρθρου 975 ΚΠολΔ, ως ίσχυε πριν την αντικατάσταση του με το  άρθρο όγδοο του άρθρου 1 ν. 4335/2015  και αφετέρου, ότι κακώς προαφαιρέθηκε για έξοδα της εκτέλεσης το ποσό των 3.559,12 ευρώ, να καταταγεί επιπλέον για το ποσό των 18.720,44 ευρώ και 162.866,25 ευρώ, και να αποβληθούν αντιστοίχως οι καταταγέντες καθών η ανακοπή δανειστές, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο συνεκδίκασε τις ως άνω ανακοπές με την εκκαλουμένη απόφαση του και αφενός έκανε μερικώς δεκτή την πρώτη εξ αυτών δεχόμενο το πρώτο της αίτημα, ενώ απέρριψε ως μη νόμιμο το δεύτερο αίτημα (περί κατάταξης του ανακόπτοντος Ελληνικού Δημοσίου, συμμέτρως στο 10% του πλειστηριάσματος ως κατ’αποτέλεσμα εγχειρόγραφο δανειστή), και αφετέρου απέρριψε στο σύνολο των λόγων της την δεύτερη ανακοπή και δη τον πρώτο λόγο, περί εσφαλμένης κατάταξης του ανακόπτοντος ΕΦΚΑ, και τον τέταρτο λόγο αυτής, περί αόριστης αναγγελίας της δεύτερης καθής η ανακοπή και ήδη δεύτερης εφεσίβλητης ως μη νόμιμο, τον δεύτερο λόγο της περί εσφαλμένης προαφαίρεσης εξόδων εκτέλεσης, εν μέρει ως αόριστο και εν μέρει ως παθητικά ανομιμοποίητο, και τον τρίτο λόγο, κατά το μέρος, που αφορά σε ισχυρισμό περί αόριστης αναγγελίας απαίτησης της πρώτης καθής και ήδη πρώτης εφεσίβλητης ως μη νόμιμο, και κατά το μέρος, που αφορά σε αμφισβήτηση της ύπαρξης αυτής  και δη στην μεταβίβαση της από την αρχική δικαιούχο τράπεζα, ως ουσιαστικά αβάσιμο. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται αμφότερα  τα ανακόπτοντα με τις υπό κρίση εφέσεις τους, επικαλούμενα εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και ζητούν την εξαφάνιση της, ώστε οι ανακοπές τους να γίνουν καθ’ ολοκληρίαν δεκτές ως ουσιαστικά βάσιμες.

IV. Με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 77 του Συντάγματος, ορίζεται ότι “η αυθεντική ερμηνεία των νόμων ανήκει στη νομοθετική λειτουργία”, ενώ, με τη διάταξη της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι “νόμος που δεν είναι πράγματι ερμηνευτικός ισχύει μόνο από τη δημοσίευση του”, αποκλείοντας έτσι την αναδρομικότητα του “ψευδοερμηνευτικού” νόμου. Το δικαίωμα που παρέχεται με την ως άνω συνταγματική διάταξη στη νομοθετική εξουσία για έκδοση ερμηνευτικών νόμων, υφίσταται μόνο στην περίπτωση, κατά την οποία ο ερμηνευόμενος νόμος είναι ασαφής και, λόγω της ασάφειάς του, προέκυψαν ή μπορούσαν να προκύψουν διαφωνίες στη νομική επιστήμη ή στις δικαστικές αποφάσεις για την αληθή έννοιά του. Την ύπαρξη της προϋπόθεσης αυτής, δηλαδή, της ανάγκης ερμηνείας, οπότε η ισχύς του ερμηνευτικού νόμου ανατρέχει στο χρονικό σημείο έναρξης της ισχύος του ερμηνευόμενου νόμου, δικαιούνται να ελέγξουν τα δικαστήρια (ΟλΑΠ 1, 2/2014, ΟλΑΠ 22/1997, ΟλΑΠ 10/1990). Περαιτέρω, με το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.3 του ν. 4335/2015 “Μεταβατικές και άλλες διατάξεις” ορίζεται ότι “οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1.1.2016. Ομοίως, οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση (άρθρο όγδοο του παρόντος) εφαρμόζονται σε πτωχεύσεις που κηρύσσονται μετά την έναρξη ισχύος του, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου ένατου του παρόντος”. Ενόψει της ως άνω ειδικής διάταξης, που ορίζει, χωρίς διάκριση, ότι οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1.1.2016, προέκυψε διχογνωμία, κυρίως στη θεωρία αλλά και στη νομολογία, αναφορικά με το νομικό ζήτημα της κατάταξης των προνομίων από απόψεως διαχρονικού δικαίου. Ειδικότερα, κατά μία άποψη, τα προνόμια των απαιτήσεων κρίνονται, κατά πάγια νομολογία, σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο συντάξεως του πίνακα κατάταξης και, συνεπώς, και υπό το ν. 4335/2015 ως προς το ζήτημα της κατάταξης των προνομίων, εφόσον ο πίνακας κατάταξης καταρτίστηκε μετά την 1-1-2016, εφαρμοστέες τυγχάνουν, σε κάθε περίπτωση, οι διατάξεις περί προνομίων, όπως ισχύουν μετά την ισχύ του ως άνω νόμου, ανεξάρτητα δηλαδή από το νομικό καθεστώς, το οποίο ίσχυε, σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.3, κατά το χρόνο επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση και υπό το οποίο διενεργήθηκε η εκτέλεση και ο πλειστηριασμός. Κατ` άλλη άποψη, ενόψει της πιο πάνω ειδικής διάταξης, οι τροποποιήσεις που επήλθαν με το ν. 4335/2015, εφαρμόζονται μόνον αν η επιταγή προς πληρωμή που οδήγησε στην επίτευξη του διανεμητέου πλειστηριάσματος επιδόθηκε μετά την 1-1-2016, δηλαδή κρίσιμος πρέπει να θεωρηθεί ο χρόνος που διενεργήθηκε η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση και, ως εκ τούτου, όταν η επιταγή με βάση την οποία άρχισε η εκτέλεση, επιδόθηκε πριν την 1.1.2016, εφαρμόζεται για την κατάταξη των δανειστών το προϊσχύσαν δίκαιο. Ήδη, όμως, με τη διάταξη του άρθρου 43 του ν. 4715/2020, το οποίο φέρει τον τίτλο “Ερμηνευτική διάταξη ως προς το χρόνο εφαρμογής των νόμων 4335/2015 και 4336/2015 σε εκκρεμείς διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης και ήδη κηρυχθείσες πτωχεύσεις”, ορίστηκε στο εδ. α` αυτού ότι κατά την αληθή τους έννοια οι διατάξεις του άρθρου όγδοου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 (δηλαδή οι τροποποιήσεις που επέφερε ο νόμος αυτός στο δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης) δεν έχουν εφαρμογή σε διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης που βρίσκονταν ήδη σε εξέλιξη και σε πτωχεύσεις που είχαν ήδη κηρυχθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του παραπάνω νόμου, στο δε εδ. β` ότι για την κατάταξη των πιστωτών στην παραπάνω περίπτωση λαμβάνεται υπόψη το δίκαιο που ίσχυε κατά τον χρόνο επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση και της υποβολής της αίτησης για την κήρυξη της πτώχευσης. Σύμφωνα με την ως άνω διάταξη του άρθρου 43 του ν. 4715/2020, που, ενόψει των προεκτεθέντων, είναι γνήσια ερμηνευτική και ως εκ τούτου έχει αναδρομική δύναμη (ΑΠ 1457/2022, ΑΠ 1820/2022, ΑΠ 224/2022), το προϊσχύσαν δίκαιο εφαρμόζεται σε όλα τα ζητήματα αναγκαστικής εκτέλεσης, περιλαμβανομένου και του ζητήματος της κατάταξης των δανειστών στο σχετικό πίνακα, όταν η επιταγή με βάση την οποία άρχισε η εκτέλεση, επιδόθηκε πριν την 1.1.2016. Ο χαρακτήρας της διάταξης αυτής ως γνήσιας ερμηνευτικής (και όχι “ψευδοερμηνευτικής”) προκύπτει από το ότι με αυτή δεν αντικαθίστανται οι προηγούμενες διατάξεις, αλλά, όπως ρητώς αναφέρεται στο κείμενό της, αποδίδεται με αυτήν, κατά τρόπο σαφή, “η αληθής έννοια” των προγενέστερων αυτών διατάξεων, προς αποσαφήνιση της βούλησης του νομοθέτη και, εντεύθεν, προς άρση της διχοστασίας που είχε επικρατήσει στη θεωρία και τη νομολογία, κατά την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 977 του ΚΠολΔ και 156 του ΠτΚ στις ήδη εκκρεμούσες διαδικασίες της αναγκαστικής εκτέλεσης και της πτώχευσης για το κρίσιμο θέμα του διαχρονικού δικαίου, σχετικά με την κατάταξη των εργατικών απαιτήσεων στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης και στην πτωχευτική διαδικασία. Συνεπώς, το χρονικό σημείο έναρξης της ισχύος της ως άνω ερμηνευτικής διάταξης ανατρέχει στο χρόνο ισχύος των ανωτέρω ερμηνευόμενων διατάξεων. Συνακόλουθα, ως προς τις διαδικασίες, τις οποίες καταλαμβάνει η ως άνω ερμηνευτική διάταξη, από τη γραμματική της διατύπωση συνάγεται ότι τα άρθρα 977 του ΚΠολΔ και 156 του ΠτΚ, όπως τροποποιήθηκαν ανωτέρω, δεν εφαρμόζονται σε διαδικασίες αναγκαστικής εκτελέσεως, που βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη και σε πτωχεύσεις, που είχαν ήδη κηρυχθεί πριν από τις 19-8-2015 (ΑΠ 17/2022, ΑΠ 1151/2021). Ως επιταγή νοείται εκείνη που στηρίζει την περαιτέρω κύρια εκτελεστική διαδικασία, η οποία αρχίζει με την επιβολή κατάσχεσης επί χρηματικών απαιτήσεων, όχι δε τυχόν προηγούμενες επιταγές, κατόπιν των οποίων δεν επακολούθησε κατάσχεση εντός έτους ή και άλλες περαιτέρω πράξεις της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση των δικονομικών τους συνεπειών (άρθρο 926 παρ. 2 ΚΠολΔ), ή, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, εκείνες από τις οποίες εγκύρως παραιτήθηκε ο επισπεύδων (ΑΠ 1151/2021). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 977 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου όγδοου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, και ίσχυε πριν την τροποποίηση με  το άρθρο 71 του ν. 4842/ 2021, «αν εκτός από τις απαιτήσεις του άρθρου 975 υπάρχουν και απαιτήσεις του άρθρου 976, καθώς και μη προνομιούχες απαιτήσεις, τότε οι απαιτήσεις του άρθρου 976 ικανοποιούνται έως το εξήντα πέντε τοις εκατό (65%), οι απαιτήσεις του άρθρου 975 έως το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) και οι μη προνομιούχες απαιτήσεις έως το δέκα τοις εκατό (10%) του ποσού του πλειστηριάσματος, που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές συμμέτρως. Από τα υπόλοιπα που απομένουν από την ικανοποίηση των εγχειρόγραφων δανειστών ικανοποιούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 976 και του άρθρου 975 κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο 2 της παραγράφου 1. […]». Σημαντική τομή στο σύστημα του ΚΠολΔ, αναφορικά με τη διανομή του πλειστηριάσματος, αποτελεί η κατάταξη των μη προνομιούχων απαιτήσεων σε ποσοστό 10%, όταν αυτές συντρέχουν με απαιτήσεις εξοπλισμένες με γενικά και ειδικά προνόμια. Σκοπός του νομοθέτη με την ανωτέρω ρύθμιση του άρθρου 977 παρ. 3 ΚΠολΔ ήταν να ενθαρρύνονται και οι μη προνομιούχοι δανειστές να επιχειρήσουν αναγκαστική εκτέλεση, ώστε ακόμα και αν υπάρχουν προνομιούχοι δανειστές, να λάβουν και αυτοί ποσοστό, έστω μικρό, του πλειστηριάσματος (βλ. αιτιολογική έκθεση ν. 4335/2015, σελ. 23, άρθρο 977). Αναφορικά με την ερμηνεία και εφαρμογή της ως άνω διάταξης αναπτύχθηκαν στη νομολογία τρεις θέσεις και συγκεκριμένα Α) Κατά μία άποψη γίνεται δεκτό, ότι από το 10% του πλειστηριάσματος ικανοποιούνται όχι μόνον οι μη προνομιούχοι πιστωτές, όπως προβλέπει η γραμματική διατύπωση της ανωτέρω διάταξης, αλλά και αυτοί των οποίων οι απαιτήσεις είναι μεν εξοπλισμένες με προνόμιο, δεν ικανοποιήθηκαν όμως με βάση αυτό, διότι προηγούνταν  άλλοι προνομιούχοι στους οποίους αναλώθηκε το ποσοστό κάθε κατηγορίας  και αυτό διότι εκείνοι οι μη ικανοποιηθέντες δανειστές ταυτίζονται κατ’ αποτέλεσμα με τους μη προνομιούχους (βλ. ΜΕφΘεσ 2719/2018 στη sakkoulas online, Ευδ. Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη, Ζητήματα από το δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, Αρμ 2016.12 -13 και Ν. Νίκα, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, τ.2 2018, σελ. 595). Η παραπάνω άποψη υποστηρίζεται τόσο υπό την εκδοχή ότι ως μη προνομιούχες απαιτήσεις για την κατάταξη στο 10% του πλειστηριάσματος θεωρούνται, όχι μόνο αυτές που δεν είναι εξοπλισμένες με προνόμιο, αλλά και αυτές που είναι μεν εξοπλισμένες με προνόμιο, πλην όμως, δεν κατέστη δυνατό να καταταγούν καθ’ ολοκληρίαν  στα ποσοστά που προβλέπονται για τις προνομιούχες απαιτήσεις, κάνοντας «χρήση» του προνομίου τους, με τη σκέψη ότι πλήρης αποκλεισμός από την κατάταξη προνομιούχου δανειστή θα τον καθιστούσε στη σειρά κατάταξης υποδεέστερο από ανέγγυο δανειστή, που δεν έχει δηλαδή ούτε γενικό ούτε ειδικό προνόμιο, αποτέλεσμα αντίθετο με τον σκοπό του νόμου, αλλά και τη φιλοσοφία του νέου συστήματος κατάταξης του ΚΠολΔ, όπου προηγούνται όσοι έχουν ειδικό προνόμιο, οι οποίοι κατατάσσονται σε ποσοστό 65% του πλειστηριάσματος, έπονται οι έχοντες γενικό προνόμιο, οι οποίοι κατατάσσονται σε ποσοστό 25% του πλειστηριάσματος και στο υπόλοιπο ποσοστό του 10% του πλειστηριάσματος κατατάσσονται οι μη προνομιούχες απαιτήσεις (βλ. Δ. Μηχιώτη, Σύγκρουση προνομίων και κατάταξη δανειστών κατά τη διανομή του πλειστηριάσματος – Σκέψεις επί των διατάξεων των άρθρων 977 και 977Α ΚΠολΔ δημ. στη sakkoulas online) όσο και υπό την εκδοχή ότι με τέτοιες μη προνομιούχες απαιτήσεις, οι οποίες θα πρέπει να καταταγούν στο 10% του πλειστηριάσματος, εξομοιώνεται και το μέρος των προνομιούχων απαιτήσεων, οι οποίες συνυπολογίστηκαν μεν κατά την προνομιακή κατάταξη στα υπόλοιπα ποσοστά του πλειστηριάσματος, αντιμετωπίστηκαν, δηλαδή, ως προνομιακές, πλην όμως δεν ικανοποιήθηκαν πλήρως, καθ’ όλη την έκταση του προνομίου τους, λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος (βλ ΜΕφΘεσ 2719/2018 ο.π.). Β) Κατά άλλη άποψη γίνεται δεκτό ότι στο 10% του πλειστηριάσματος κατατάσσονται οι προνομιούχες απαιτήσεις μόνον, όμως, εφόσον, δεν κατέστη δυνατή η, έστω μερική, κατάταξή τους με βάση το προνόμιό τους σε άλλο ποσοστό του πλειστηριάσματος. και Γ) Κατά δε τρίτη άποψη, στο 10% του πλειστηριάσματος κατατάσσονται μόνον οι μη προνομιούχες απαιτήσεις. Το παρόν Δικαστήριο τάσσεται υπέρ της τρίτης άποψης , καθόσον οι άλλες δύο έρχονται σε αντίθεση με τη γραμματική διατύπωση της διάταξης, η οποία αφορά στις μη προνομιούχες απαιτήσεις. Πρόσθετο επιχείρημα δε, αντλείται και από το εδ. γ΄ του άρθρου 975 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπου και ρητά προβλέπεται η εκ νέου κατάταξη των προνομιούχων δανειστών των άρθρων 975 και 976 ΚΠολΔ στο πλειστηρίασμα που αντιστοιχεί στο 10%, στην περίπτωση που προκύπτει υπόλοιπο μετά την κατάταξη των εγχειρόγραφων δανειστών. Είναι σαφές ότι δεν θα υπήρχε λόγος να γίνεται η ως άνω μνεία στο νόμο, σε περίπτωση που άνευ ετέρου αντιμετωπίζονταν ως εγχειρόγραφοι οι ενέγγυοι πιστωτές αν δεν ικανοποιούνταν προνομιακά (εν όλω ή εν μέρει). Αν ο νομοθέτης ήθελε να αποτελεί κανόνα η διπλή κατάταξη των προνομιούχων απαιτήσεων θα το προέβλεπε ρητά, όπως άλλωστε έκανε στο άρθρο 160 του Πτωχευτικού Κώδικα, ειδικά και κατ’ εξαίρεση από το άρθρο 977 του ΚΠολΔ, το οποίο ισχύει κατά τα λοιπά και στην πτωχευτική διαδικασία (άρθρο 156 ΠτΚ). Πέραν όμως από το γράμμα της διάταξης, η παραπάνω ερμηνεία απολήγει στην καταστρατήγηση της βούλησης του νομοθέτη, ο οποίος θέλησε, για πρώτη φορά, να αναλώνεται το ποσοστό του 10% του πλειστηριάσματος για την ικανοποίηση των μη προνομιούχων πιστωτών. Η τελολογία για τη θέσπιση της ως άνω ρύθμισης του άρθρου 977 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως αυτή διατυπώνεται σαφώς στην αιτιολογική έκθεση του ν.4335/2015, κατά τα προδιαλαμβανόμενα, ήταν να ενθαρρύνονται και οι μη προνομιούχοι δανειστές να επιχειρήσουν αναγκαστική εκτέλεση, ώστε ακόμα και αν υπάρχουν προνομιούχοι δανειστές, να λάβουν και αυτοί ποσοστό, έστω μικρό, του πλειστηριάσματος. Η υλοποίηση της νομοθετικής ratio αυτής είναι αμφίβολη στην περίπτωση που αναγνωριζόταν η δυνατότητα κατάταξης των προνομιούχων πιστωτών στο υπόλοιπο 10%, κατά το μέτρο που δεν ικανοποιήθηκε ολικά ή εν μέρει  η απαίτησή τους με βάση το προνόμιό της. Εξάλλου, σύμφωνη με τις ανωτέρω σκέψεις τυγχάνει και η πρόσφατη τροποποίηση της εν λόγω διάταξης του άρθρου 977 παρ.3 ΚΠολΔ, με την προσθήκη τελευταίου εδαφίου (άρθρο 71 του ν. 4842/ 2021) ,όπου ρητά πλέον ορίζεται, προς άρση ερμηνευτικών αμφισβητήσεων (βλ. αιτιολογική έκθεση νόμου  4842/ 2021), ότι εάν υπάρχουν και εγχειρόγραφοι δανειστές οι προνομιούχες απαιτήσεις των άρθρων 975 και 976 δεν συμμετέχουν στο δέκα τοις εκατό (10%) ακόμη και εάν δεν ικανοποιήθηκε η απαίτησή τους,  η οποία (νέα διάταξη) εφαρμόζεται, όταν ο πίνακας κατάταξης αφορά σε πλειστηριασμό, που διενεργήθηκε μετά από τις 12-11-2021 (βλ. συνδυασμό διατάξεων  περ. θ΄  παρ.6 του άρθρου 116  Ν.4842/2021, ΦΕΚ Α 190 και άρθρου 176  4855/ 2021). Επομένως, με βάση όλα τα παραπάνω, τυχόν ερμηνεία, κατά την οποία οι μη ικανοποιηθείσες, εν όλω ή εν μέρει, αναγγελθείσες ως προνομιούχες απαιτήσεις, εξομοιώνονται κατ’ αποτέλεσμα προς τις εγχειρόγραφες και, συνεπώς, κατατάσσονται  και στο ποσοστό του 10% του πλειστηριάσματος, προσκρούει τόσο στη βούληση του νομοθέτη όσο και στο σαφές γράμμα του νόμου (βλ. Αντ. Βαθρακοκοίλη-Γ,Πλαγάκου ο.π. σελ. 527-529, Π. Κολοτούρο, Συρροή δανειστών και σύγκρουσις δικαιωμάτων εις το πεδίον της αναγκαστικής εκτελέσεως, ΕΠολΔ 2019 σελ.138) (MEφΠειρ 1/2023, ΜΕφΘεσ 297/ 2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).V. Με τον μοναδικό λόγο της έφεσής το εκκαλούν στην υπο στοιχείο Α έφεση, Ελληνικό Δημόσιο, παραπονείται για την εσφαλμένη απόρριψη του  λόγου της ανακοπής του, περί μη σύννομης κατάταξης του στο 10% του ποσού του πλειστηριάσματος, που προορίζεται για την κατάταξη των εγχειρόγραφων δανειστών, για τις αναγγελθείσες,  προνομιακές απαιτήσεις του, για τις οποίες δεν κατέστη δυνατόν να καταταγεί στο 25% του πλειστηριάσματος. Ο  λόγος αυτός  τυγχάνει μη νόμιμος, κι ορθώς απορρίφθηκε ως τέτοιος, καθόσον, σύμφωνα και με τα όσα αναφέρονται ανωτέρω στη μείζονα σκέψη,  η βούληση του  νομοθέτη, όπως αποτυπώνεται  στο άρθρο 977 παρ.3  του ΚΠολΔ [όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ.2 ν. 4335/2015] δεν ήταν να κατατάσσονται στο 10% του πλειστηριάσματος σε βάρος των μη προνομιούχων εγχειρόγραφων δανειστών και όσοι  προνομιούχοι  αναγγελθέντες δανειστές δεν μπόρεσαν  τυχόν να ικανοποιηθούν  από το 25% και 65% του ποσού του πλειστηριάσματος, καθόσον, εάν συνέτρεχε τέτοια περίπτωση   θα το όριζε ρητά.  Συνεπώς, ο ερευνώμενος λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατόπιν τούτου, επειδή δεν υπάρχει άλλος λόγος της υπο στοιχείο Α’ έφεσης προς εξέταση, αυτή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, τα δε δικαστικά έξοδα των παρισταμένων εφεσιβλήτων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, να επιβληθούν σε βάρος του ηττηθέντος εκκαλούντος (άρθρα 183, 176, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), μειωμένα, όμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 παρ.1 του ν. 3693/1957, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. VI. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα απορριπτέος ως αβάσιμος τυγχάνει και ο πρώτος λόγος της με στοιχείο Β’ έφεσης, με τον οποίο το εκκαλούν (ΕΦΚΑ) παραπονείται για την εσφαλμένη απόρριψη του πρώτου λόγου της ανακοπής του, με τον οποίο διατεινόταν ότι κακώς  εφαρμόστηκαν οι διατάξεις των άρθρων 975 επ. ΚΠολΔ, ως ισχύουν μετα τον ν. 4335/2015, και όχι το άρθρο 975 ΚΠολΔ, ως ίσχυε πριν την αντικατάσταση του, καθόσον  είχαν ήδη επιδοθεί δύο επιταγές προς πληρωμή κατά τα έτη 2012 και 2013. Εν τούτοις, κατά τα αναφερόμενα στο δικόγραφο της ανακοπής, η διαδικασία που οδήγησε στον επίδικο πλειστηριασμό επισπεύστηκε μετά την 1-1-2016, και συγκεκριμένα από την  αλλοδαπή εταιρία ειδικού σκοπού με την επωνυμία “………., η οποία στις 25-10-2019 επέδωσε στον οφειλέτη ……. αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό ……../ 2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με επιταγή προς πληρωμή (βλ. τη με αριθμό …./25-10-2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……. …), και ακολούθως με την με αριθμό ……/17-12-2019 έκθεση κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της  ίδιας ως άνω δικ. επιμελήτριας κατάσχεσε αναγκαστικά τα ακίνητα, που τελικώς εκπλειστηριάστηκαν. Ως εκ τούτου, εφαρμοστέες είναι εν προκειμένω οι διατάξεις των άρθρων 975 επ. ΚΠολΔ, ως ισχύουν μετά τις τροποποιήσεις με το ν. 4335/2015, τις οποίες ορθώς εφάρμοσε ο υπάλληλος του πλειστηριασμού.  Περαιτέρω, με τον τρίτο λόγο της έφεσης του, κατά το μέρος που αφορά στην δεύτερη εφεσίβλητη, το εκκαλούν παραπονείται για εσφαλμένη απόρριψη ως μη νόμιμου του λόγου της ανακοπής του, με τον οποίο   αυτό έβαλλε κατά του ορισμένου της αναγγελίας της απαίτησης της, επειδή δεν γινόταν σε αυτήν μνεία της νομιμοποίησης της, καθώς και του νόμιμου αντιπροσώπου της στην Ελλάδα και του εγγράφου της ειδικής πληρεξουσιότητας του υπογράφοντος αυτήν. Όμως, εν προκειμένω η δεύτερη εφεσίβλητη δεν ενεργεί ως διαχειρίστρια τιτλοποιηθείσας απαίτησης, όπως εσφαλμένα θεωρεί το εκκαλούν, αλλά ως δανείστρια- δικαιούχος αυτής. Περαιτέρω,  τα ως άνω στοιχεία, που κατά το εκκαλούν ελλείπουν από το αναγγελτήριο έγγραφο δεν καθιστούν άκυρη κατά περιεχόμενο την αναγγελία της, όπως ορθώς έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Και τούτο διότι  με βάση το άρθρο  972 παρ.1 K.Πολ.Δ, η έγγραφη αναγγελία του δανειστή που επιδίδεται, το αργότερο μέσα σε δέκα πέντε ημέρες από τον πλειστηριασμό, στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, σε εκείνον υπέρ του οποίου γίνεται και σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και πρέπει να περιέχει α) διορισμό αντικλήτου στην περιφέρεια του ειρηνοδικείου του τόπου της εκτέλεσης, αν ο δανειστής που αναγγέλλει την απαίτησή του δεν κατοικεί μέσα στην περιφέρεια αυτή και β) περιγραφή της απαίτησης του δανειστή που αναγγέλλεται. Για την πληρότητα δε της περιγραφής της αναγγελλόμενης απαίτησης, αρκεί η μορφολογική εξατομίκευσή της ως προς το είδος και το προνόμιο κατάταξής της, ώστε να παρέχει στον μεν οφειλέτη και στους άλλους δανειστές τα απαραίτητα για την άμυνά τους στοιχεία, στον δε υπάλληλο του πλειστηριασμού τις προϋποθέσεις για να μπορεί να ελέγξει τη νομιμότητα και βασιμότητα της απαίτησης (ΜΕφΠειρ 292/ 2024 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ας σημειωθεί εξάλλου, αναφορικά με την πληρεξουσιότητα του υπογράφοντος την αναγγελία προσώπου, ότι η δεύτερη εφεσίβλητη παραστάθηκε κατά την συζήτηση της ανακοπής στον πρώτο βαθμό υπερασπιζόμενη την εγκυρότητα και το ισχυρό της αναγγελίας της απαίτησης της, το περιεχόμενο της οποίας έτσι ενέκρινε. Συνεπώς, και ο  λόγος αυτός της έφεσης τυγχάνει ουσιαστικά αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Τέλος, ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος της έφεσης, κατά το μέρος, που αφορά στην πρώτη εφεσίβλητη, για την οποία η συζήτηση κηρύχθηκε απαράδεκτη, δεν μπορούν να εξετασθούν με την απόφαση αυτή. Κατόπιν τούτου η υπο στοιχ. Β έφεση πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς την δεύτερη, την τρίτη και το τέταρτο των εφεσιβλήτων, τα δε δικαστικά έξοδα των παρισταμένων εφεσιβλήτων και του εκκαλούντος για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ τους, λόγω δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν   (άρθρα 179 εδ.α περ β ,183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΚΗΡΥΣΣΕΙ απαράδεκτη την συζήτηση της απο 24-10-2022 με αρ. εκθ. καταθ. ……./ 2022 έφεσης ως προς την πρώτη εφεσίβλητη.

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ  την με αρ. εκθ. καταθ. ……../ 2022  έφεση ερήμην της  δεύτερης εφεσίβλητης και την  με αρ. εκθ. καταθ. 1009/607/ 2022 έφεση ερήμην της  δεύτερης εφεσίβλητης, και με την παρουσία των λοιπών διαδίκων

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την με αρ. εκθ. καταθ. ………./ 2022  έφεση .

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ  τα δικαστικά έξοδα των παρισταμένων εφεσιβλήτων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος του εκκαλούντος και ορίζει αυτά στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την με αρ. εκθ. καταθ. …………/ 2022 έφεση.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ  τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος και των παρισταμένων εφεσιβλήτων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας μεταξύ τους.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 24 Μαρτίου 2025,  χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ