Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 256/2025

Αριθμός    256/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα  4o  

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ………,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

 ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος κατοικοεδρεύει στην Αθήνα (οδός Νίκης αριθ 5-7), με Α.Φ.Μ. …………, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Δικαστική Πληρεξουσία Ν.Σ.Κ. Ιωάννα Δρεσίου (με δήλωση κατ’  άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1)……. και 2) ………. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους Δικηγόρο Γεώργιο Κούτση (με δήλωση κατ’  άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

Οι εφεσίβλητοι άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς   την από 16.12.2019   (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2019)   αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 1971/2021  απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν με την από 6.9.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ   ………/2023-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ……../2023) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Η δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ του εκκαλούντος και ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εφεσιβλήτων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από  08.09.2023 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ……../2023  και ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ……../20.9.2023 του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου κατά των εφεσίβλητων, προς εξαφάνιση της υπ΄ αριθμό 1971/2021  οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία δέχθηκε κατά τα κύρια αιτήματά την από 16.12.2019 και με αριθμό κατάθεσης ……../20.12.2019  αγωγή των εναγουσών και ήδη  εφεσίβλητων κατά του εναγομένου και ήδη  εκκαλούντος. Η ανωτέρω έφεση έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως κατά τα άρθρα 495, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση της με το άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 που εφαρμόζεται για τις εφέσεις που ασκούνται από την 1.1.2016, 499, 500, 511, 513 παρ1 εδ. β , 516 παρ. 1 εδ. β και 517 και 518 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το ανωτέρω άρθρο, δηλαδή πριν παρέλευση διετίας από τη δημοσίευση της, εφόσον δεν προκύπτει αλλά ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ούτε προκύπτει άλλος λόγος απαραδέκτου, καθόσον η εκκαλούμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 15.09.2021, το δε εφετήριο κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά στις 08.09.2023.  Πρέπει, λοιπόν, η έφεση που αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 του ΚΠολΔ εισάγεται για να δικασθεί από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία. Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό του ως άνω ενδίκου μέσου δεν απαιτείται η καταβολή του τασσόμενου από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ παραβόλου, αφού το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής κάθε τέλους και παραβόλου για την άσκηση ενδίκου μέσου σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ.1 του Καν. Δ/τος της 26 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1944 “Περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου” (βλ. ΤρΕφΠειρ 50/2020 στο site του Εφετείου Πειραιά, efeteio-peir.gr).

Με την από  16.12.2019 και με αριθμό κατάθεσης ………/20.12.2019  αγωγή οι ενάγουσες, εκθέτουν ότι η αποβιώσασα την 9-07-2009 ……….. ήταν αποκλειστική κυρία ενός αγροτεμαχίου, εκτάσεως κατά τον τίτλο κτήσης, 306 τ.μ. και κατά το κτηματολόγιο 289 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση «…..» ή «……..» ή «…….» της κτηματικής περιφέρειας Αμπελακίων Σαλαμίνας, εντός του αναγνωρισμένου οικισμού …. που αριθμεί κάτω των δύο χιλιάδων (2,000) κατοίκων, όπως αυτό λεπτομερώς περιγράφεται στην αγωγή. Ότι η ανωτέρω είχε αποκτήσει το εν λόγω αγροτεμάχιο με παράγωγο τρόπο και συγκεκριμένα με αγορά από την έως τότε κυρία αυτού, …………… δυνάμει του αναφερομένου στην αγωγή συμβολαίου, νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας. Ότι τόσο η ανωτέρω άμεση δικαίοπάροχός της όσο και οι απώτεροι δικαίοπάροχοι αυτής είχαν αποκτήσει το επίδικο αγροτεμάχιο με παράγωγο τρόπο, δυνάμει των αναφερομένων στην αγωγή συμβολαιογραφικών τίτλων, νομίμως μεταγεγραμμένων, που ανάγονται έως το έτος 1908. Ότι επικουρικά, η ……………. είχε καταστεί κυρία του επίδικου ως άνω αγροτεμαχίου και με τα προσόντα της τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας καθώς ασκούσε επ΄ αυτού τις αναφερόμενες στην αγωγή πράξεις νομής, με διάνοια αποκλειστικής κυρίας, καλή πίστη και νόμιμο τίτλο για χρονικό διάστημα εκατό και πλέον ετών, προσμετρώντας στο χρόνο νομής της και αυτόν των απώτερων δικαιοπαρόχων της, οι οποίοι νέμονταν αδιαλείπτως το επίδικο αγροτεμάχιο με καλή πίστη, τουλάχιστον από το έτος 1850, κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα στην αγωγή. Ότι η ………, δυνάμει της από 21-04-2009 ιδιόγραφης διαθήκης της, που δημοσιεύθηκε νομίμως, κατέλειπε το επίδικο αγροτεμάχιο κυριότητας της, κατά μεν την επικαρπία στην πρώτη ενάγουσα κατά δε την ψιλή κυριότητα στον δεύτερο, οι οποίοι αποδέχθηκαν ήδη την κληρονομιά αυτής δυνάμει της υπ’ αριθμ. …./2013 πράξης αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Πειραιά, . ….., που καταχωρήθηκε νομίμως στα βιβλία του κτηματολογικού γραφείου Σαλαμίνας. Ότι κατά την έναρξη του κτηματολογίου στην περιοχή των Αμπελακίων Σαλαμίνας, το ανωτέρω αγροτεμάχιο κυριότητας της δικαιοπαρόχου τους έλαβε ΚΑΕΚ ……….., πλην όμως καταχωρίστηκε εσφαλμένα ως ιδιοκτησία του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά και προσδιορίζοντας την αξία του επίδικου αγροτεμαχίου στο ποσό των 23.000 ευρώ, ζητούσαν  να αναγνωρισθεί ότι κατά το χρόνο των πρώτων εγγραφών, η δικαιοπάροχός τους ………… ήταν αποκλειστική κυρία αυτού καθώς και ότι σήμερα η πρώτη εξ αυτών τυγχάνει επικαρπώτρια και ο δεύτερος ψιλός κύριος του επίδικου ακινήτου. Ζητούν επίσης να διορθωθεί σχετικά η ανακριβής πρώτη εγγραφή με την αναγραφή αρχικά της ως άνω δικαιοπαρόχου τους ως αποκλειστικής κυρίας του επίδικου αγροτεμαχίου και ακολούθως των ίδιων ως επικαρπώτριας και ψιλού κυρίου αυτού αντίστοιχα, ενώ τέλος ζητούν να καταδικασθεί το εναγόμενο στην καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την  εκκαλουμένη απόφαση του, δέχθηκε εν μέρει την  ως άνω αγωγή ως βάσιμη και κατ΄ ουσιάν. Ειδικότερα, το Δικαστήριο αναγνώρισε με την εκκαλουμένη οριστική απόφαση του  ότι η . ……….. ήταν κατά το χρόνο των πρώτων εγγραφών αποκλειστική κυρία ενός αγροτεμαχίου μετά της επ’ αυτού ισόγειας οικίας, που βρίσκεται στη θέση «Καμίνια» της χερσονήσου «……..» ή «……….» της κτηματικής περιφέρειας Αμπελακίων του Δήμου Σαλαμίνας (ή Σεληνίων Σαλαμίνας, κατά το κτηματολόγιο), εκτάσεως, κατά τον τίτλο κτήσης της, 306 τ.μ. και κατά το κτηματολόγιο 289 τ.μ. το οποίο έχει λάβει ΚΑΕΚ ……… και διέταξε τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογίκού Γραφείου Σαλαμίνας, ώστε στο κτηματολογικά φύλλο με ΚΑΕΚ ./……. που αντιστοιχεί στην περιγραφόμενη στην ανωτέρω διάταξη ιδιοκτησία να καταχωρηθεί η . …….. ως αποκλειστική κυρία, αντί του εσφαλμένου «Ελληνικού Δημοσίου», με τίτλο κτήσης το υπ΄ αριθμ. …../29-11-1976 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιώς, ……….. που έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …. και υπ΄ αύξοντα αριθμό …..  Ήδη το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο με την υπό κρίση έφεσή του ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και ακολούθως να απορριφθεί η ως άνω  αγωγή των  εναγουσών  και ήδη εφεσίβλητων  για τους λόγους που αναφέρει και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και λανθασμένη εκτίμηση των αποδείξεων.

Με τον πρώτο λόγο της έφεσής του το εκκαλούν παραπονείται γιατί δεν έγινε δεκτός ο και πρωτοδίκως προβληθείς ισχυρισμός του περί απαραδέκτου της αγωγής, γιατί οι ενάγουσες και ήδη εφεσίβλητες δεν είχαν προσκομίσει στο δικαστήριο πιστοποιητικό ότι το επίδικο ακίνητο περιλαμβάνονταν στη δήλωση ΕΝ.Φ.Ι.Α και  Φ.Α.Π, για τα πέντε προηγούμενα χρόνια, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 54α παρ. 5 του Ν. 4174/2013 όπως αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 παρ. 6 του νόμου 4474/2017 που ισχύει από την 01.01.2017  κατά την οποία : «Είναι απαράδεκτη η συζήτηση ενώπιον δικαστηρίου εμπράγματης αγωγής επί ακινήτου, πλην της μονομερούς εγγραφής υποθήκης ή προσημείωσης υποθήκης ή της άρσης κατάσχεσης, αν δεν προσκομισθεί από τον υπόχρεο σε ΕΝ.Φ.Ι.Α. πιστοποιητικό ότι το ίδιο ακίνητο περιλαμβάνεται στη δήλωση ΕΝ.Φ.Ι.Α. και Φ.Α.Π., κατά περίπτωση, για τα πέντε (5) προηγούμενα έτη», το οποίο πιστοποιητικό περί συμπερίληψης του επιδίκου στη δήλωση ΕΝ.Φ.Ι.Α και Φ.Α.Π δεν ταυτίζεται με το πιστοποιητικό περί καταβολής ΕΝΦΙΑ, ώστε δεν τίθεται πλέον  αντισυνταγματικότητας της διάταξης. Επί του λόγου λεκτέα είναι τα εξής : Κατά τη διάταξη του άρθρου 54A παρ. 5 του Ν. 4174/2013 «Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας και άλλες διατάξεις», όπως αυτή (παράγραφος 5), είχε αντικατασταθεί  με το  Ν. 4254/2014  (ΦΕΚ Α 85/7-4-2014) και αντικαταστάθηκε εκ νέου με το άρθρο 13 παρ. 6 του Ν. 4474/2017 (ΦΕΚ Α 80/6-6-2017), το οποίο ισχύει από 1-1-2017 και ίσχυε κατά το χρόνο συζήτησης της ένδικης αγωγής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (19.4.2021), «Είναι απαράδεκτη η συζήτηση ενώπιον δικαστηρίου εμπράγματης αγωγής επί ακινήτου, πλην της μονομερούς εγγραφής υποθήκης ή προσημείωσης υποθήκης ή της άρσης κατάσχεσης, αν δεν προσκομισθεί από τον υπόχρεο σε ΕΝ.Φ.Ι.Α. πιστοποιητικό ότι το ίδιο ακίνητο περιλαμβάνεται στη δήλωση ΕΝ.Φ.Ι.Α. και Φ.Α.Π., κατά περίπτωση, για τα πέντε (5) προηγούμενα έτη». Από την προπαρατεθείσα διάταξη προκύπτει σαφώς ότι απαιτείται η προσκόμιση πιστοποιητικού ότι το ακίνητο  περιλαμβάνεται στη δήλωση ΕΝ.Φ.Ι.Α. και Φ.Α.Π., κατά περίπτωση, για τα πέντε (5) προηγούμενα έτη,   ως όρος του παραδεκτού της συζήτησης της αγωγής, που συνεπάγεται την υποχρέωση του ενάγοντος νομότυπης δήλωσης της αξιούμενης από αυτόν ακίνητης περιουσίας στη φορολογική διοίκηση, συνεπώς  η εν λόγω διάταξη αυτή είναι φορολογικής φύσεως και θεσπίστηκε για να διασφαλίσει το φορολογικό δικαίωμα του Δημοσίου, η δε παράβασή της δεν δημιουργεί διαδικαστικό απαράδεκτο, διότι η διάταξη λόγω του αμιγούς φορολογικού χαρακτήρα της δεν είναι εφαρμοστέα, ως ευθέως αντιτιθέμενη τόσο στα άρθρα 17, 20 και 25 του Συντάγματος, όσο και στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι δεν αφορά στην προστασία των συναλλασσομένων σε σχέση με τα ακίνητα, ώστε να επιδιώκει την παροχή δικαστικής προστασίας, αποτελώντας ειδική διαδικαστική προϋπόθεση μιας εμπράγματης αγωγής και προαπαιτούμενο προκειμένου να εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας (Α.Π 275/2024, Α.Π 1143/2019, ΑΠ 293/2014 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση πάντως προσκομίζονται τα από 12-03-2020 πιστοποιητικά ΕΝ.Φ.Ι.Α. των εναγόντων και ήδη εφεσιβλήτων (αρθ. 54Α Ν. 4174/2013), απορριπτομένου του σχετικού λόγου έφεσης ως ουσιαστικά αβάσιμου.

Με το δεύτερο λόγο της έφεσής του το εκκαλούν παραπονείται γιατί δεν έγινε δεκτός ο και πρωτοδίκως προβληθείς ισχυρισμός του περί αοριστίας της αγωγής, όπως η αοριστία αυτή εντοπίζεται αφενός στην περιγραφή του ευρύτερου επίδικου ακινήτου τμήμα του οποίου αποτελεί το επίδικο ακίνητο,  ως προς την ταυτότητα του και αφετέρου στην αναφορά του τρόπου κτήσης της κυριότητας επί του ακινήτου αυτού, τόσο ως προς τη βάση του παράγωγου όσο και ως προς τη βάση του πρωτότυπου τρόπου κτήσης κυριότητας. Συγκεκριμένα υποστηρίζει ότι το επίδικο ακίνητο  φέρεται στην αγωγή ως τμήμα ευρύτερου ακινήτου έκτασης, δυνάμει του υπ΄ αριθμό ………../15.6.1961 συμβολαίου αγοράς του τότε Συμβολαιογράφου Αθηνών ………….. Ότι ως προς το ευρύτερο ακίνητο οι ενάγουσες και ήδη εφεσίβλητες  είχαν  υποχρέωση να προσδιορίσουν τα όρια και το εμβαδόν της και τον προσανατολισμό του επίδικου ακινήτου μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο, με την επίκληση και την προσάρτηση στο αγωγικό δικόγραφο τοπογραφικού διαγράμματος που να απεικονίζει τη θέση και τα όρια του επιδίκου εντός της ευρύτερης έκτασης, ούτως ώστε να είναι δυνατό στο εναγόμενο να αντιτάξει άμυνα περί συγκεκριμένου επίδικου αντικειμένου. Ότι έτσι η σχετική παράλειψη,  κατά τους ισχυρισμούς του εναγομένου – εφεσίβλητου που δεν έγιναν δεκτοί πρωτοδίκως, επάγεται μη άλλως θεραπεύσιμη αοριστία της αγωγής. Επί του ισχυρισμού αυτού λεκτέα είναι τα εξής: Σύμφωνα με το άρθρο 6 §§ 2, 3 του ν. 2664/1998 «Εθνικό Κτηματολόγιο» (όπως ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής), σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής ως προς το δικαιούχο εμπράγματου δικαιώματος στα κτηματολογικά βιβλία, δηλαδή όταν στο κτηματολογικό φύλλο και συγκεκριμένα στις πρώτες εγγραφές αναγράφεται ως δικαιούχος κυριότητας διαφορετικό πρόσωπο από τον πραγματικό κύριο ή «άγνωστος», μπορεί, όποιος έχει έννομο συμφέρον στρεφόμενος κατά του αναγραφόμενου στο κτηματολογικό φύλλο ως κυρίου ή των καθολικών του διαδόχων και σε περίπτωση που εχώρησε μεταβίβαση και κατά του ειδικού διαδόχου, να ζητήσει την αναγνώριση του προσβαλλόμενου με την ανακριβή εγγραφή δικαιώματος και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή αυτή που απευθύνεται ενώπιον του αρμόδιου καθ’ ύλην και κατά τόπο (Μονομελούς ή Πολυμελούς) Πρωτοδικείου δικάζοντος κατά την τακτική διαδικασία, έχει διττό χαρακτήρα (αναγνωριστικό – διορθωτικό), και περιεχόμενο του αιτήματός της είναι η αναγνώριση του δικαιώματος, που ισχυρίζεται ότι έχει ο ενάγων επί του σχετικού ακινήτου και η διόρθωση της αντίστοιχης ανακριβούς εγγραφής. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που απαιτούνται για τη νομική θεμελίωσή της, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας, είτε κατόπιν προβολής της σχετικής ένστασης, είτε και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας. Προκειμένου ειδικότερα περί διεκδικητικής ή αναγνωριστικής της κυριότητας ακινήτου αγωγής απαιτείται, για το ορισμένο αυτής, εκτός από τα απαιτούμενα κατά το άρθρο 1094 ΑΚ στοιχεία, και ακριβής περιγραφή του επίδικου ακινήτου, δηλαδή ο προσδιορισμός του κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια και, μάλιστα τόσο λεπτομερής, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Συγκεκριμένα, όταν το διεκδικούμενο ακίνητο φέρεται ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, ο ενάγων έχει υποχρέωση, εκτός από την έκταση του διεκδικούμενου αυτού τμήματος, να προσδιορίσει τη θέση του μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο, ώστε να είναι δυνατόν στο μεν εναγόμενο να αντιτάξει άμυνα περί συγκεκριμένου και όχι ασαφούς επιδίκου αντικειμένου, στο δε δικαστήριο να εκδώσει απόφαση δεκτική εκτέλεσης. Η ανωτέρω αοριστία δεν μπορεί να θεραπευθεί με τις προτάσεις ή με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή σχεδιαγράμματα, εάν δεν προσαρτώνται στην αγωγή. Η περιγραφή όμως του ακινήτου μπορεί να γίνει και με την αποτύπωσή του σε ενσωματωμένο στο δικόγραφο της αγωγής τοπογραφικό διάγραμμα υπό κλίμακα (Α.Π 53/2023, 9/2020, ΑΠ 119/2018, ΑΠ 1597/2018). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των άρθρων 974,1045, 1046 και 1094 ΑΚ, 1,3,4 παρ. 1, 6 παρ 1, 2,3,9,10 και 11 του Ν. 2664/1998, που ρυθμίζει τη λειτουργία του Εθνικού Κτηματολογίου, 70, 117, 118 εδ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι για το ορισμένο αγωγής διόρθωσης ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο κτηματολογικό φύλλο αναφορικά με τη λέξη “άγνωστος” ως δικαιούχου κυριότητας ακινήτου, με επικαλούμενη αιτία κτήσης από τον ενάγοντα-πραγματικό δικαιούχο κυριότητας την έκτακτη χρησικτησία, η οποία είναι πρωτίστως αναγνωριστική κυριότητας με παρεπόμενο το διαπλαστικό αίτημα της διόρθωσης των κτηματολογικών εγγραφών, απαιτείται να αναφέρονται στο αγωγικό δικόγραφο: α) ότι ο πραγματικός δικαιούχος απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου με πρωτότυπο τρόπο και δη έκτακτη χρησικτησία κατά το χρονικό διάστημα πριν από την έναρξη λειτουργίας του Εθνικού Κτηματολογίου σε μία περιοχή και είχε τέτοια κυριότητα στο συγκεκριμένο χρονικό σημείο, ήτοι την έναρξη λειτουργίας του Εθνικού Κτηματολογίου, καθόσον κρίσιμος χρόνος για την έναρξη εμπραγμάτου δικαιώματος που προσβάλλεται με τις ανακριβείς πρώτες εγγραφές είναι αυτός της έναρξης του Εθνικού Κτηματολογίου σε μία περιοχή όπως καθορίζεται με σχετική απόφαση του ΟΚΧΕ για τις παλιές κτηματογραφήσεις και μετέπειτα με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και ήδη με τον Ν. 4512/2018 για τις νέες κτηματογραφήσεις με απόφαση του ΔΣ του ΝΠΔΔ “Ελληνικό Κτηματολόγιο” και όχι αυτός της έγερσης της αγωγής του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998. (ΑΠ 1412/2021, ΑΠ 239/2021, ΑΠ 582/2018, ΑΠ 148/2016). Για την επίκληση τη κυριότητας αποκτηθείσας με έκτακτη χρησικτησία αρκεί να αναφέρεται στο αγωγικό δικόγραφο ότι ο ενάγων επί εικοσαετία και μέχρι την έναρξη λειτουργίας του Εθνικού Κτηματολογίου στην περιοχή όπου κείται το επίδικο ακίνητο συνεχώς ασκεί τη φυσική εξουσίαση επί του ακινήτου με διάνοια κυρίου (νομή), δηλ. να αναφέρει εμφανείς υλικές πράξεις επ’ αυτού, που να είναι δηλωτικές της βούλησής του να εξουσιάζει τούτο και οι οποίες ποικίλλουν ανάλογα με τον κατά τη βούλησή του προορισμό του ακινήτου, όπως είναι ενδεικτικά η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η εκμίσθωση σε τρίτο, η φύλαξή του, η καλλιέργεια, η οριοθέτηση και καταμέτρηση των διαστάσεών του, η ανέγερση κτισμάτων κ.α., αν δε πρόκειται για αστικό ακίνητο η ενοικίαση σε αυτό και γενικά οι αρμόζουσες στην φύση του πράξεις εξουσίασης, χωρίς παράλληλα να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας. (ΑΠ 911/2019, ΑΠ 336/2019). β) περιγραφή του επιδίκου γεωτεμαχίου και δη αναφορά του Κωδικού Αριθμού Ειδικού Κτηματολογίου (ΚΑΕΚ) και γ) την ανακριβή εγγραφή που περιέχεται στο οικείο κτηματολογικό φύλλο του επίδικου γεωτεμαχίου και συγκεκριμένα ότι στις πρώτες εγγραφές αναγράφεται ως δικαιούχος κυριότητας “άγνωστος”. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής, το επίδικο ακίνητο είναι ένα αγροτεμάχιο, μετά της επ ΄  αυτού υφιστάμενης ισόγειας οικίας που βρίσκεται στη θέση «Καμίνια» της χερσονήσου «…….» ή «…….» της κτηματικής περιφέρειας Αμπελακίων Σαλαμίνας, κατά τους τίτλους κτήσης, ή Σεληνίων Σαλαμίνας κατά το Κτηματολόγιο, το οποίο έχει έκταση 306 τ.μ., κατά τους αναφερόμένους κατωτέρω τίτλους κτήσης, και έκταση 289 τ.μ. κατά τη μέτρηση του Κτηματολογίου, στα βιβλία του οποίου φέρει ΚΑΕΚ ……….. Το αγροτεμάχιο αυτό εμφαίνεται με τον αριθμό 10 του Ν οικοδομικού τετραγώνου στο από Ιουλίου 1961 σχεδιάγραμμα του μηχανικού …….. που προσαρτάται στο υπ΄ αριθμ. …… συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιώς, ……….. καθώς και με τα περιμετρικά στοιχεία ΑΒΓΔΑ στο προσκομιζόμενο μετ΄ επικλήσεως από τις ενάγουσες και ήδη εφεσίβλητες  από Μάϊου 2009 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού ……., σύμφωνα με το οποίο, βρίσκεται εκτός σχεδίου πόλεως και εκτός ζώνης, δεν είναι άρτιο και οικοδομήσιμο και συνορεύει βόρεια επί πλευράς μέτρων 20,00 με ιδιοκτησία …….. (και ήδη με γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ ……., σύμφωνα με το απόσπασμα του κτηματολογικού του διαγράμματος], ανατολικά επί πλευράς μέτρων 14,80 με ιδιωτικό οδό (…….), νότια επί πλευράς μέτρων 20,00 με ιδιοκτησία …….. (ήδη γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ ……..} και δυτικά επί πλευράς μέτρων 15,80 με ιδιοκτησία ………… (ήδη γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ ………). Συνεπώς το επίδικο, περιγράφεται στην αγωγή επαρκώς κατά θέση , είδος, έκταση και όρια, με αναφορά μάλιστα και των όμορων ακινήτων, κυρίως όμως αναφέρεται το ΚΑΕΚ του ίδιου του επίδικου, επιπλέον δε έχει ενσωματωθεί στο αγωγικό δικόγραφο το απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος εντός του οποίου εμφαίνεται το εν λόγω ακίνητο και προσδιορίζονται οι συντεταγμένες του. Επομένως το επίδικο ακίνητο περιγράφεται στην αγωγή με τρόπο κατά τον οποίο δεν γεννάται αμφιβολία ως προς τη θέση και την ταυτότητά του. Συνεπώς ως προς την περιγραφή του επίδικου ακινήτου η αγωγή είναι πλήρως ορισμένη, όπως ορθώς έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, οπότε το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του. Περαιτέρω, με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου έφεσης που ομοίως αφορά σε αοριστία της αγωγής, το εκκαλούν υποστηρίζει ότι οι ενάγουσες  και ήδη εφεσίβλητες δεν προσδιορίζουν  στο δικόγραφο της αγωγής σαφώς τον τρόπο κτήσης της κληρονομίας και δη τον τρόπο υπεισέλευσης του …………. στην κληρονομία του ………. (ως εκ διαθήκης ή εξ΄ αδιαθέτου κληρονόμος και περαιτέρω ως εξωτικός ή ως υπεξούσιος, τις πράξεις που φανερώνουν τη βούληση του να αναμειχθεί στην κληρονομία εκδηλώνοντας διάνοια κληρονόμου. Εξάλλου το εκκαλούν ισχυρίζεται ότι οι ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητες δεν προσδιορίζουν  κατά τόπο και χρόνο τις συγκεκριμένες πράξεις νομής που διενήργησε στο επίδικο, ούτε και τα χρονικά διαστήματα άσκησής τους . Με το περιεχόμενο αυτό, το σκέλος αυτό του δεύτερου  λόγου έφεσης τυγχάνει απορριπτέο, διότι  οι ενάγουσες και ήδη εφεσίβλητες διαλαμβάνουν  στο αγωγικό δικόγραφο όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για να θεμελιώσει το δικαίωμα κτήσης κυριότητας με παράγωγο τρόπο αλλά και με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Στην προκειμένη περίπτωση, ως προς την επικουρική βάση της αγωγής περί κτήσης κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, περιγράφεται η άσκηση συγκεκριμένων διακατοχικών πράξεων,  ήτοι υλικών πράξεων νομής επί του επιδίκου ακινήτου από τους προκτήτορες των εναγουσών και ήδη εφεσιβλήτων, αφού γίνεται λόγος ότι εκ των δικαιοπαρόχων της οι ……… ασκούσαν πράξεις νομής διάνοιά κυρίου όπως καλλιέργεια και βοσκή ζώων, η δε …….. που αγόρασε από τους τελευταίους το μεγαλύτερο ακίνητο, μέρος του οποίου αποτελεί το επίδικο προέβη σε κατάτμηση αυτού και μεταπώληση τμημάτων σε τρίτους. Περαιτέρω προσδιορίζονται οι απώτατοι δικαιοπαροχοι των εναγουσών, ………. και …….. , οι οποίοι ήδη πριν το έτος 1850 ασκούσαν καλόπιστα πράξεις νομής, έχοντας μέχρι το θάνατο του ο καθένας το ½ εξ΄ αδιαιρέτου επί της κυριότητας, νομής και κατοχής αυτού, μετά δε το θάνατο του ……….. το 1899, τον κληρονόμησε ο γιος του …….. στο μερίδιο ½ εξ αδιαιρέτου επί της κυριότητας, νομής και κατοχής επί του επιδίκου ακινήτου, εν ώ το υπόλοιπο ½ εξ αδιαιρέτου του ίδιου δικαιώματος φέρεται να το απέκτησε με αγορά από τος κληρονόμους του …….. το έτος 1908. Περαιτέρω αναφέρεται στην αγωγή ότι ο . ………… κληρονόμησε  τον πατέρα του ……. το έτος 1899 όπως και ότι οι …… και ………. κληρονόμησαν το δικό τους πατέρα ………. και ότι όλοι αυτοί εκμεταλλεύονταν την ευρύτερη έκταση με καλλιέργειες και βοσκή ζώων, η ίδια δε εκμετάλλευση της επίδικης έκτασης γίνονταν από  την επανάσταση του 1821 και από τους διαδόχους τους μέχρι τη δεκαετία του 1950, εκ των στοιχείων δε αυτών προκύπτει ότι οι ανωτέρω κληρονόμοι αναμείχθηκαν ο καθένας στην  κληρονομιαία περιουσία του πατέρα του προβαίνοντας στις παραπάνω πράξεις εκμετάλλευσης της ως άνω έκτασης, χωρίς να χρειάζεται να εκτίθεται η ανάμειξη τους στην κληρονομία αυτή με πανηγυρικό τρόπο.  Ενόψει των  ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και έκρινε ότι η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη και συνεπώς ο δεύτερος λόγος της υπό κρίση έφεσης τυγχάνει απορριπτέος.

Με τον τρίτο λόγο της έφεσής του το εκκαλούν παραπονείται διότι εσφαλμένα απορρίφθηκαν ως αόριστοι οι πρωτοδίκως προβληθέντες ισχυρισμοί του περί  ότι το επίδικο ακίνητο αποτελεί τμήμα του καταγεγραμμένου με αριθμό ΑΒΚ …… δημοσίου κτήματος, το οποίο περιήλθε στην κυριότητά του εκκαλούντος δημοσίου δυνάμει της από 9-07-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης και των από 3-02-1830, 4/16-06-1830 και 19-6/1-07-1830 πρωτοκόλλων του Λονδίνου διότι κατά το χρόνο υπογραφής των προαναφερθέντων πρωτοκόλλων του Λονδίνου είχε εγκαταλειφθεί από τους έως τότε κυρίους του Οθωμανούς και δεν είχε καταληφθεί από άλλους, άλλως διότι  το απέκτησε με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας, άλλως ως αδέσποτο, βάσει του άρθρου 16 του β.δ. της 21-6/10-07-1837 και χωρίς να απαιτείτο και η κατάληψή του. Οι παραπάνω ισχυρισμοί του εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος, ως προτεινόμενα γεγονότα δίακωλυτικά της γένεσης του δικαιώματος κυριότητας των εναγουσών και ήδη εφεσιβλήτων, αποτελούν ενστάσεις (ΑΠ 148/2016, ΝΟΜΟΣ), οι οποίες  τυγχάνουν απορριπτέες ως απαράδεκτες λόγω αοριστίας διότι το εναγόμενο δεν επικαλείται τα αναγκαία για τη θεμελίωσή τους πραγματικά περιστατικά, ήτοι δεν αναφέρει ποιος ήταν ο Οθωμανός κύριος του επίδικου αγροτεμαχίου που το εγκατέλειψε, ή περαιτέρω πότε έλαβε χώρα η εγκατάλειψη της νομής του με πρόθεση παραιτήσεως από την κυριότητα, ώστε αυτό να καταστεί αδέσποτο ή τέλος ποιος ο νόμιμος τίτλος δυνάμει του οποίου το κατέχει. (Εφ. Πει. 6678/2022). Ενόψει των  ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε ομοίως,  ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και συνεπώς ο τρίτος  λόγος της υπό κρίση έφεσης, κατά το ανωτέρω σκέλος, τυγχάνει απορριπτέος.

Από την επανεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων και δη από όλα ανεξαιρέτως τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, τα οποία εκτιμώνται από το Δικαστήριο είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική μνεία κατωτέρω χωρίς όμως να παραλείπεται κάποιο κατά την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο είναι ένα αγροτεμάχιο, μετά της επ ΄ αυτού υφιστάμενης ισόγειας οικίας που βρίσκεται στη θέση «….» της χερσονήσου «……» ή «……» της κτηματικής περιφέρειας Αμπελακίων Σαλαμίνας, κατά τους τίτλους κτήσης, ή Σεληνίων Σαλαμίνας κατά το Κτηματολόγιο, το οποίο έχει έκταση 306 τ.μ., κατά τους αναφερόμένους κατωτέρω τίτλους κτήσης, και έκταση 289 τ.μ. κατά τη μέτρηση του Κτηματολογίου, στα βιβλία του οποίου φέρει ΚΑΕΚ ………. Το αγροτεμάχιο αυτό εμφαίνεται με τον αριθμό 10 του Ν οικοδομικού τετραγώνου στο από Ιουλίου 1961 σχεδιάγραμμα του μηχανικού ………. που προσαρτάται στο υπ΄ αριθμ. ………. συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιώς, ………. καθώς και με τα περιμετρικά στοιχεία ΑΒΓΔΑ στο προσκομιζόμενο μετ΄ επικλήσεως από τις ενάγουσες και ήδη εφεσίβλητες  από Μάϊου 2009 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού ……., σύμφωνα με το οποίο, βρίσκεται εκτός σχεδίου πόλεως και εκτός ζώνης, δεν είναι άρτιο και οικοδομήσιμο και συνορεύει βόρεια επί πλευράς μέτρων 20,00 με ιδιοκτησία ……… (και ήδη με γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ …….., σύμφωνα με το απόσπασμα του κτηματολογικού του διαγράμματος], ανατολικά επί πλευράς μέτρων 14,80 με ιδιωτικό οδό (………), νότια επί πλευράς μέτρων 20,00 με ιδιοκτησία …… (ήδη γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ ……….} και δυτικά επί πλευράς μέτρων 15,80 με ιδιοκτησία ……… (ήδη γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ ……….). Η δικαιοπάροχος των εναγόντων, …………, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ……./29-11-1976 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς, ………. που έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …. και υπ΄ αύξοντα αριθμό …., απέκτησε αρχικά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου του επίδικου αγροτεμαχίου κατά πλήρη κυριότητα και ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου αυτού κατά ψιλή κυριότητα, δια αγοράς από την έως τότε κυρία αυτού, ………, η οποία είχε παρακρατήσει την επικαρπία κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου εφ΄  όρου ζωής. Μετά δε το θάνατο της ως άνω δικαιοπαρόχου της, την 28-08-2000, κατέστη πλήρη κυρία του επιδίκου αγροτεμαχίου κατά ποσοστό 100%. Η ανωτέρω ……….. είχε αποκτήσει το επίδικο αγροτεμάχιο δια αγοράς από την ……….., δυνάμει του υπ΄ αριθμ. …./4-07-1969 συμβολαίου του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, στον τόμο …. και υπ΄  αύξοντα αριθμό ….. Στην ως άνω απώτερη δικαιοπάροχο ……… το εν λόγω ακίνητο είχε περιέλθει δυνάμει του υπ΄ αριθμόν …./1961 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών …………, νομίμως μεταγραμμένου, ως τμήμα ευρύτερης έκτασης 95.987 τ.μ με αγορά από τους κληρονόμους του …………. και έως τότε κυρίους της ευρύτερης ως άνω έκτασης: 1] ……… και 25) ……. Η ………  ακολούθως, προέβη σε κατάτμηση της ανωτέρω έκτασης, σύμφωνα με το από Ιουλίου 1961 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού …….., σε δενδροφύτευση και σε πώληση των επιμέρους αγροτεμαχίων. Ένα, δε, εκ των ανωτέρω αγροτεμαχίων, στα οποία κατέτμησε την ευρύτερη έκταση η ………. είναι και το προπεριγραφόμενο και επίδικο ακίνητο. Απώτατοι συννομείς της ως άνω έκτασης ήδη προ του έτους 1850 ήταν ο …. ή …….., κατά το 1/2 εξ΄ αδιαιρέτου και ό ……… κατά το υπόλοιπο 1/2 εξ΄ αδιαιρέτου, οι οποίοι ενεργούσαν επ’ αυτού πράξεις φυσικής εξουσίασης και νομής με καλή πίστη και διάνοια συγκυριών, ήτοι πιστεύοντας ότι δεν προσέβαλαν τη κυριότητα τρίτου και  διάνοια συγκυριών όπως καλλιέργεια και βόσκηση ζώων, επίβλεψη και προστασία. Στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι ο …………  πέθανε σε χρόνο προγενέστερο του έτους 1908 και κληρονομήθηκε από τους δύο υιούς του, …. και …….., οι οποίοι νόμιμα υπεισήλθαν στην κληρονομιά του, με ανάμειξη σε αυτήν, συνεχίζοντας τις ίδιες πράξεις νομής με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, όπως ο προκτήτορας τους.  Το έτος 1899 πέθανε και ο ……… και κληρονομήθηκε κατά το ως άνω εξ αδιαιρέτου ποσοστό του ½ εξ΄ αδιαιρέτου επί της μείζονος έκτασης, σύμφωνα με το Βυζαντινορωμαικό δίκαιο από τον μοναδικό ενήλικο κληρονόμο του, τον υιό του ………., ο οποίος απέκτησε τη συννομή στη μείζονα έκταση κατά το παραπάνω κληρονομηθέν από αυτό μερίδιο, έχοντας καλή πίστη και διάνοια κυρίου και συνεχίζοντας τις ίδιες διακατοχικές πράξεις νομής που ασκούσε ο πατέρας του και έτσι  νόμιμα υπεισήλθε στην κληρονομιά αυτού. Ο ίδιος ο …………..· στη συνέχεια αγόρασε και το υπόλοιπο 1/2 εξ αδιαιρέτου ποσοστό της μείζονος έκτασης από τους προαναφερόμενους κληρονόμους του ………, ……… και ……., δυνάμει του υπ΄ αρ. …/1908 συμβολαίου του συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας …… ., νομίμως μεταγεγραμμένου στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (τ. …., α.α. …..), δηλαδή απέκτησε τη συννομή με νόμιμο συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του εκκαλούντος. Έτσι ο ως άνω …….., ο οποίος πέθανε το 1932, από το χρόνο που περιήλθε στην κατοχή του η μείζονα έκταση, τμήμα της οποίας είναι και το επίδικο ακίνητο, ασκούσε επ΄ αυτής με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, τις προσιδιάζουσες στην φύση του ακινήτου πράξεις φυσικής εξουσίασης, ήτοι καλλιεργούσε αφενός αμπέλια στο ομαλό μέρος αυτής και χρησιμοποιούσε για κτηνοτροφία το υπόλοιπο τμήμα της όλης έκτασης. Ο ως άνω αποβιώσας χωρίς διαθήκη ………….. κληρονομήθηκε από την σύζυγό του ……. και τα τέκνα του ……………… τον υιό του ………. που πέθανε το έτος 1951, τον υιό του ………. που πέθανε το έτος 1958, τη θυγατέρα του ………………. που πέθανε το έτος 1960 και τον υιό του …………… που πέθανε το έτος 1952 και οι οποίοι τον κληρονόμησαν η μεν σύζυγος του ………. κατά τα τετρακόσια πενήντα χιλιοστά οκτακοσιοστά (450/1800) εξ αδιαιρέτου, έκαστος δε εκ των δέκα προαναφερόμενων τέκνων κατά εκατόν τριάντα πέντε χιλιοστά οκτακοσιοστά (135/1800) εξ΄ αδιαιρέτου της ανωτέρω περιγραφόμενης έκτασης, οι δε ως ανω κληρονόμοι του νόμιμα υπεισήλθαν στην κληρονομιά. Τη δε θανούσα κατά το έτος 1937 χωρίς διαθήκη ……….. κληρονόμησαν τα πιο πάνω δέκα (10) τέκνα της, κατ’ ισομοιρίαν, δηλαδή κατά τα 45/1800 εξ αδιαιρέτου έκαστος και η μερίδα έκαστου από αυτούς επί της ως άνω μείζονος έκτασης ανήλθε στα 180/1800 εξ αδιαιρέτου, οι δε ως άνω κληρονόμοι της νόμιμα υπεισήλθαν στην κληρονομιά αυτής, αναμειχθέντες στην κληρονομία και συνεχίζοντας τις ίδιες ως άνω πράξεις νομής της δικαιοπαρόχου τους. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι τον  αποβιώσαντα το έτος 1952 …….. χωρίς διαθήκη, κληρονόμησαν η σύζυγος του ……… και τα τέκνα του ……….. Ο τελευταίος, ήτοι ο …………, πέθανε χωρίς διαθήκη το έτος 1954 και τον κληρονόμησαν η μητέρα του ……. και οι αδελφοί του ………., οι οποίοι κληρονόμοι και αποδέχθηκαν την κληρονομιά τόσο του ………., όσο και του ………, δυνάμει των υπ΄ αρ. …. και …. του έτους 1961 πράξεων του Συμβολαιογράφου Αθηνών …………. που μεταγράφηκαν νόμιμα. Τον αποβιώσαντα χωρίς διαθήκη το έτος 1951 …….. κληρονόμησαν  η σύζυγος του ………. και τα τέκνα του …………. οι οποίοι αποδέχθηκαν την κληρονομιά του ως άνω αποβιώσαντος δυνάμει της υπ’ αρ. …../1961 πράξης του ΣυμΒολαιογράφου Αθηνών ……… που νόμιμα μεταγράφηκε. Τον αποβιώσαντα χωρίς διαθήκη και χωρίς τέκνα το έτος 1958 …………. κληρονόμησαν η σύζυγος του ……… κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου και κατά το άλλο 1/2 εξ΄ αδιαιρέτου τον κληρονόμησαν οι αδελφοί του ………., τα τέκνα του προαποβιώσαντος αδελφού του …….., …………., οι οποίοι αποδέχθηκαν την κληρονομιά του ως άνω αποβιώσαντος δυνάμει της υπ’ αρ. …./1961 πράξης του Συμβολαιογράφου Αθηνών ……. που νόμιμα μεταγράφηκε. Την αποβιώσασα το έτος 1960 θυγατέρα του ……., ………. κληρονόμησαν ο σύζυγος της ……… κατά το 1/4 εξ΄ αδιαιρέτου και κατά τα υπόλοιπα 3/4 εξ αδιαιρέτου τα τέκνα της …………. οι οποίοι αποδέχθηκαν την κληρονομιά με την με αριθμό …../1961 πράξη του Συμβολαιογράφου Αθηνών …….. που νόμιμα μεταγράφηκε. Την ως άνω έκταση των 95.987 τ.μ. νέμονταν οι ανωτέρω συγκληρονόμοι οι οποίοι με καλή πίστη , ανεπίληπτα και αδιατάραχτα ασκούσαν πράξεις φυσικής εξουσίασης με διάνοια συγκυριών, όπως καλλιέργεια, επίβλεψη, οριοθέτηση, παραχώρηση δικαιώματος βόσκησης και ξύλευσης, με καλή πίστη και την πεποίθηση ότι δεν προσβάλλουν δικαίωμα τρίτου έως και τη μεταβίβασή της, αιτία πωλήσεως, στην ως άνω …….., δυνάμει του υπ’ αρ. ………./1961 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών ……… Ομοίως η …….. συνέχισε να ασκεί στο ίδιο ακίνητο με καλή πίστη, ανεπίληπτα και αδιατάρακτα πράξεις φυσικής εξουσίασης με διάνοια κυρίας. Πρέπει, δε, να αναφερθεί ότι στην κυριότητα του ……… ανήκε μεγαλύτερη έκταση, 111.987 τμ, από την οποία αυτός μεταβίβασε τμήμα 16.000 τμ λόγω πώλησης στον ………., το έτος 1925, οπότε απέμεινε το ακίνητο των 95.987 τμ, το οποίο οι διάδοχοι του πώλησαν στην …….. το 1961. Μετά τη σύνταξη του ως άνω συμβολαίου η …….. προέβη σε κατάτμηση της όλης έκτασης σε αγροτεμάχια, ρυμοτομώντας αυτήν σε οικοδομικά τετράγωνα  αγροτεμαχίων και ιδιωτικούς δρόμους που εμφανίζονται στο από Ιουλίου 1961 σχεδιάγραμμα του Μηχανικού … .. Τα αγροτεμάχια αυτά μεταπωλούσε σε τρίτους, ένα δε εξ’ αυτών τυγχάνει και το επίδικο , το οποίο εμφαίνεται με τον αριθμό 10 του Ν οικοδομικού τετραγώνου στο ως άνω σχεδιάγραμμα του μηχανικού ……… το οποίο η ανωτέρω ………. μεταβίβασε το έτος 1969 στη δικαιοπάροχο της ………., …….., δυνάμει του αναφερόμενου ανωτέρω συμβολαιογραφικού τίτλου. Η τελευταία εγκαταστάθηκε άμεσα στη νομή του επίδικου αγροτεμαχίου, ανήγειρε επ΄ αυτού αυθαίρετη κατοικία, φύτεψε δέντρα και καλλωπιστικά φυτά εντός αυτού ενώ γενικά το επέβλεπε και το συντηρούσε με καλή πίστη και διάνοια κυρίου έως και τη μεταβίβαση του στη δικαιοπάροχο των εναγόντων …….., το έτος 1976. Θα πρέπει να σημειωθεί  ότι κατά το έτος 1963 το δικαίωμα κυριότητας της ……… επί της ευρύτερης ως άνω έκτασης των 95.987 τ.μ. αμφισβητήθηκε από τις Κοινότητες Σεληνίων και Αμπελακίων του Δήμου Σαλαμίνας. Ειδικότερα, η Κοινότητα Σεληνίων άσκησε την από 5-8-1963, με αριθμό κατάθεσης ………../1963, αγωγή της κατά της ………., ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, ζητούσε να αναγνωρισθεί κυρία ενός τμήματος 15.600 τ.μ. της ευρύτερης έκτασης των 95.987 τ.μ.. Επίσης η ίδια κοινότητα άσκησε κατά της …….. και την από 15-04-1965, με αριθμό κατάθεσης ……/1965 αγωγή της με όμοιο περιεχόμενο. Καμία όμως από τις αγωγές αυτές δε συζητήθηκε. Επίσης και η Κοινότητα Αμπελακίων άσκησε την από 30-12-1964, με αριθμό κατάθεσης ………/1964 αγωγή της κατά της …….., ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιώς, ισχυριζόμενη ότι ένα τμήμα 90 περίπου στρεμμάτων εκ της μείζονος έκτασης των 95.987 τ.μ. της ανήκει και αιτούμενη αφενός την αναγνώριση της κυριότητάς της επ΄ αυτού και αφετέρου την απόδοση της νομής του στην ίδια. Ωστόσο, η δίκη επί της αγωγής αυτής καταργήθηκε με τον υπ΄ αριθμ. …./1969 (εξώδικο) συμβιβασμό ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιώς …….., όπως αυτός τροποποιήθηκε στη συνέχεια και εγκρίθηκε με την υπ΄ αριθμ. 31/1969 απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου. Με βάση το συμβιβασμό αυτό, η Κοινότητα Αμπελακίων παραιτήθηκε από το δικαίωμα της προαναφερόμενης από 30-12-1964 αγωγής της και συναίνεσε στη διαγραφή αυτής από τα οικεία βιβλία διεκδικήσεων, η δε ……… ανέλαβε την υποχρέωση να της καταβάλει, τμηματικώς, το ποσό των 200.000 δρχ.. Εκ των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών αποδεικνύεται ότι, τουλάχιστον από το έτος 1850, τη νομή επί της μείζονος εκτάσεως των 95.987 τ.μ., τμήμα της οποίας αποτελεί και το επίδικο αγροτεμάχιο, ασκούσαν όλοι οι προαναφερόμενοι απώτεροι δικαιοπάροχοι της …………, οι οποίοι ουδέποτε την απώλεσαν. Επομένως, κατά την κρίσιμη ημερομηνία της 11-9-1915, ο απώτερος δικαιοπάροχος αυτής, …………. είχε καταστεί κύριος της ευρύτερης ως άνω έκτασης και συνεπώς και  του επιδίκου αγροτεμαχίου, με πρωτότυπο τρόπο έναντι του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου και συγκεκριμένα με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας του  βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, καθώς, κατά την ημερομηνία αυτή, είχε συμπληρώσει, με προσμέτρηση του χρόνου χρησικτησίας και των άμεσων δικαιοπαρόχων του τους οποίους διαδέχτηκε στη νομή, τριάντα έτη καλόπιστης νομής επ΄  αυτού [βλ. ΑΠ 1816/2017, ΝΟΜΟΣ ως προς τη δυνατότητα κτήσης κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία έναντι του Δημοσίου έως και την 11-09-1915]. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι το επίδικο ακίνητο έχει καταχωριστεί ως τμήμα του δημόσιου κτήματος με ΑΒΚ …… καθώς και ως τμήμα ευρύτερης εκχερσωμένης δασικής έκτασης με κωδικό στους δασικούς χάρτες ….. και …, αφού η απλή πράξη της καταχώρισης αυτού στα δημόσια κτήματα ή τις δασικές εκτάσεις του δημοσίου δεν μπορεί να αναιρέσει την αποδειχθείσα, κατά τα προεκτεθέντα, νομή των απώτερων δικαιοπαρόχων της ………, επ΄ αυτού. Εξάλλου, από τα στοιχεία της δικογραφίας, πέραν της ως άνω καταγραφής, δεν προέκυψε ότι το έπίδικο αγροτεμάχιο είναι πράγματι δημόσιο ή ότι το εναγόμενο νεμόταν αυτό με διάνοια κυρίου για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα από το έτος 1850 (οπότε ξεκίνησε η νομή των απώτατων δικαιοπαρόχων της ……) και έως σήμερα. Ειδικότερα, στο προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως από τους ενάγοντες με αριθμό ……../3-08-1974 έγγραφο της Οικονομικής Εφορίας Σαλαμίνας προς το Υπουργείο Οικονομικών, σημειώνεται ρητώς ότι στο βιβλίο καταχωρήσεως δημοσίων κτημάτων δεν έχει καταχωρηθεί  τίτλος κτήσης του εναγόμενου επί του κτήματος με κωδικό ΒΚ …., ότι το κτήμα αυτό δε φέρεται εγγεγραμμένο στη μερίδα του εναγόμενου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας καθώς κι ότι δεν προκύπτει ο τίτλος βάσει του οποίου το εναγόμενο απέκτησε κυριότητα επί αυτού. Σύμφωνα δε με τη σχετική από 18-11- 1998 έκθεση ελέγχου της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιά, το ανωτέρω κτήμα με κωδικό ΒΚ …….. αποτελεί αγροτεμάχιο εκτάσεως 288 στρεμμάτων και 180 τ.μ. στην περιοχή Αμπελάκια, το οποίο έχει μεν καταγραφεί ως ανέκαθεν δημόσιο, πλην όμως το μεγαλύτερο μέρος του κατέχεται από οικίες και περιφραγμένα οικόπεδα ενώ το υπόλοιπο είναι χέρσο. Εξάλλου, το εναγόμενο, μόλις το έτος 1940, αμφισβήτησε το πρώτον την κυριότητα των απώτερων δικαιοπαρόχων της ……… επί της ευρύτερης έκτασης των 95.987 τ.μ., εκδίδοντας σε βάρος του . ……….. το από 7-03-1940 πρωτόκολλο αποζημίωσης για τη χρήση δημόσιου Κτήματος, κείμενου στη θέση ….. της περιφέρειας της κοινότητας Αμπελακίων, εκτάσεως μόλις 3 στρεμμάτων και 860 τ.μ., για τα έτη 1928- 1939, το οποίο όμως, με την με αριθμό 27/1940 απόφαση του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας επί ανακοπής του ……….. ακυρώθηκε με την αιτιολογία ότι η εν λόγω έκταση ανήκε στον παππού του ανακόπτοντος, ………., επί 50 έτη και έως το θάνατο του το 1899, οπότε περιήλθε στον υιό του και πατέρα του ανακόπτοντος, ………. και μετά το θάνατο του τελευταίου το έτος 1932 στον ανακόπτοντα, ο οποίος έτσι κατέστη κύριος και νομέας αυτής. Εξάλλου, στο προσκομιζόμενο από το εναγόμενο από 18-11-2011 τοπογραφικό διάγραμμα των μηχανικών ………., το οποίο συντάχθηκε με βάση το από Φεβρουάριου 1939 τοπογραφικό διάγραμμα των μηχανικών …….. περιλαμβάνεται κτηματολογικός πίνακας, στον οποίο σημειώνεται ότι η με αριθμό 12 έκταση 288,180 στρεμμάτων που ταυτίζεται με το ΒΚ 61 δημόσιο κτήμα, διεκδικείται από την Κοινότητα Αμπελακίων και Σεληνίων. Πράγματι δε, όπως προκύπτει κι από την υπ΄  αριθμ. πρωτ. 1133/3-12- 1939 έγγραφη απάντηση της Κοινότητας Αμπελακίων προς τον Οικονομικό Έφορο Σαλαμίνας, η παραπάνω έκταση των 288,180 στρεμμάτων είχε συμπεριληφθεί ήδη από το έτος 1938 στο κτηματολόγιο της Κοινότητας Αμπελακίων και ειδικότερα η μεν βραχώδης έκταση αυτής ως ανήκουσα κατά κυριότητα στην Κοινότητα, οι δε καλλιεργήσιμοι αγροί ως ιδιοκτησίες διαφόρων ιδιωτών. Η παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου περί του ιδιωτικού χαρακτήρα της ευρύτερης έκτασης των 95.987 τ.μ., τμήμα της οποίας αποτελεί και το επίδικο, ενισχύεται και από το γεγονός ότι με την υπ΄  αριθμ. 349/175/1972 ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομικών και Ναυτιλίας, Μεταφορών και Επικοινωνιών (ΦΕΚ Δ’ 45/25-2-1972] κηρύχθηκε αναγκαστική απαλλοτρίωση της ευρύτερης περιοχής για την επέκταση της χερσαίας ζώνης του λιμένος Πειραιώς, η οποία απαλλοτρίωση αφορούσε μεταξύ άλλων και το επίδικο, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. 93/1974 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου (διαδικασία απαλλοτριώσεων], που καθόρισε προσωρινή τιμή μονάδος και στην οποία αναφέρεται ως φερόμενη δικαιούχος αποζημίωσης, μεταξύ άλλων, και η άμεση δικαιοπάροχος της ………., ………, καθώς και από την περίληψη μεταγραφής στο Υποθηκοφυλακείο Σαλαμίνας της υπ΄ αριθμ. Ε4159/2170/Ν.11549/29-4-1975 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Δ 114/24-5- 1975], με την οποία ανακλήθηκε η ως άνω αναγκαστική απαλλοτρίωση και στην οποία επίσης αναφέρεται η ανωτέρω ………… Λαμβανομένου δε υπόψη ότι μια έκταση δύναται να κηρυχθεί απαλλοτριωτέα μόνον αν ανήκει σε τρίτο και όχι στην περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου (εναγομένου), συνάγεται ότι το επίδικο ακίνητο που, κατά τα ανωτέρω, κηρύχθηκε απαλλοτριωτέο, είναι αδύνατο να είχε περιέλθει στη νομή ή την κυριότητα του εναγομένου. Ο ισχυρισμός δε του τελευταίου ότι το επίδικο αγροτεμάχιο δεν εμπίπτει στην ευρύτερη έκταση που απαλλοτριώθηκε με την ως άνω απόφαση αναιρείται από τα προαναφερθέντα δημόσια έγγραφα ενώ σε κάθε περίπτωση δεν επιβεβαιώνεται ούτε κι από το προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως από το ίδιο από 18-10-2011 τοπογραφικό διάγραμμα των μηχανικών ………., καθώς σε αυτό αποτυπώνεται μόνον η περιοχή που κηρύχθηκε ατταλλοτριωτέα με την προγενέστερη ΚΥΑ Ε13862/5745/1969 [(ΦΕΚΔ 169/1969) – η οποία εντοπίζεται στο βόρειο τμήμα του κτήματος με αριθμό ΒΚ 61, στην οποία πράγματι δεν εμπίπτει το επίδικο αγροτεμάχιο], ενώ δεν αποτυπώνεται και η περιοχή που κηρύχθηκε απαλλοτρίωτέα με την κρίσιμη εν προκειμένω ΚΥΑ Κ4159/2170/Ν.11549/29-4-1975 (ΦΕΚΔ 114/24- 5-1975), στην οποία περιοχή εμπίπτει και το επίδικο. Περαιτέρω, από τις αποδείξεις ουδόλως προέκυψε ότι το επίδικο υπήρξε κάποτε δάσος ή λιβάδι όπως αβάσιμα ισχυρίζεται το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν. Ειδικότερα, από την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από τους ενάγοντες από Δεκεμβρίου 2004 έκθεση φωτοερμηνείας του πτυχιούχου Γεωτεχνικής Σχολής Α.Π.Θ., ….., η οποία αφορά σε άλλο αγροτεμάχιο της ευρύτερης έκτασης που βρίσκεται στη θέση «……..» και βασίζεται σε φωτογραφίες της έκτασης αυτής από τα έτη 1945 έως και 2002 προκύπτει ότι η βλάστηση στην ως άνω ευρύτερη έκταση εμφανίζεται αρχικά φρυγανική και αγροστώδης με διάσπαρτους μεμονωμένους θάμνους σε πυκνότητα κάτω του 5%, ενώ προϊόντος του χρόνου υποβαθμίζεται σταδιακά καθώς εγκαταλείπεται η γεωργική δραστηριότητα και στην περιοχή παρουσιάζεται έντονη οικοδομική ανάπτυξη. Επομένως, η ευρύτερη έκταση στην οποία εντοπίζεται και το επίδικο δε συνιστά δάσο βιοκοινότητα, ούτε συγκροτεί φυσικό οικοσύστημα και κατ’ επέκταση δε φέρει δασικό χαρακτήρα και δεν υπάγεται στις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας. Σε κάθε δε περίπτωση, ακόμη κι αν ήθελε θεωρηθεί ότι το επίδικο έφερε κάποτε δασικό χαρακτήρα, αυτό, τουλάχιστον από το έτος 1845, υπήρξε ιδιωτικό όπως τούτο επιβεβαιώνεται και από το προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως από τις ενάγουσες και ήδη εφεσίβλητες  με αριθμό ……/13-06-1845 έγγραφο του συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκου Σαλαμίνας ………, στο οποίο σημειώνεται ότι το Υπουργείο Οικονομικών εφοδίασε τον κτηματία ……., με το υπ΄ αριθμόν …../ 1845 έγγραφό του, με το οποίο ειδοποιεί τον ανωτέρω κτηματία ως πληρεξούσιο των κατοίκων της νήσου Σαλαμίνας ότι «αναγνωρίζει ως ιδιοκτησίαν των Σαλαμίνιων όχι μόνο τα εν τοις ιδιόκτητόις αγρόίς κείμενα δάση αλλά και τα εις ορεινά μέρη, εξαιρουμένων μόνον των εν τη ρηθείση νήσω Σαλαμίνος κείμενων δασών, ανηκοντών στη διαλελυμένη Μονήν τον Αγίου Νικολάου και τα οποία μετέβησαν εις την κυριότητα τον Δημοσίου κατά τα περί διαλελυμένων μοναστήρίων διατεταγμένα». Η περιοχή δε, της διαλελυμένης Μονής Αγίου Νικολάου ουδεμία σχέση έχει με την περιοχή Κυνόσουρας ενώ σύμφωνα με το άρθρο 15 του ν. 3208/2003 (ΦΕΚ 303/Α/2003) τα δάση και οι δασικές εκτάσεις των περιοχών της νήσου Σαλαμίνας τα οποία υπέκείντο σε διαχείριση ως ιδιωτικά σύμφωνα με αντίστοιχες διαταγές του Υπουργείου Οικονομικών αναγνωρίζονται ως ιδιωτικά. Κατόπιν όλων των ανωτέρω και εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι το επίδικο αγροτεμάχιο ανήκει στο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, πρέπει οι σχετικές ενστάσεις του τελευταίου περί ιδίας κυριότητας αυτού να απορριφθούν ως ουσία αβάσιμες. Επίσης, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι το επίδικο αποτελεί τμήμα δημόσιας δασικής έκτασης, πρέπει και οι ισχυρισμοί του εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος  περί ακυρότητας των συμβολαιογραφικών τίτλων της ……… και των δικαιοπαρόχων της, λόγω παράβασης των διατάξεων των άρθρων 280 παρ. 1 του δασικού κώδικα, 72 του Ν. 998/1979, 216 του Ν. 4173/1929 και 60 του ΝΔ 86/1969, να απορριφθούν  ως αβάσιμες κατ΄  ουσία, εφόσον όλες οι ανωτέρω διατάξεις προϋποθέτουν ότι το μεταβιβαζόμενο ακίνητο αποτελεί δασική έκταση. Όπως αποδείχθηκε και ανωτέρω ο απώτερος δικαιοπάροχος της ………, ……….. είχε καταστεί κύριος του επίδικου ακινήτου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας έναντι του Ελληνικού Δημοσίου κατά την 11-09-1915. Επομένως, οι καθολικοί διάδοχοι αυτού, ήτοι η σύζυγος και τα δέκα τέκνα του καθώς και οι καθολικοί διάδοχοι των τελευταίων, όπως αυτοί αναλυτικά σημειώνονται ανωτέρω, απέκτησαν την ευρύτερη έκταση των 95.987 τ.μ. με παράγωγο τρόπο και δη με κληρονομική διαδοχή του αληθινού κυρίου αυτής, ……… και ακολούθως μεταβίβασαν αυτή κατά πλήρη κυριότητα στην ……… με αιτία την πώληση. Η τελευταία μεταβίβασε το επίδικο ακίνητο, ομοίως λόγω πώλησης, στην …………, η οποία ακολούθως το μεταβίβασε στην ..….., για την ίδια ως άνω νόμιμη αιτία. Όλες δε οι ανωτέρω μεταβιβάσεις έλαβαν χώρα δυνάμει των αναλυτικά αναφερομένων ανωτέρω συμβολαιογραφικών τίτλων, νομίμως μεταγεγραμμένων. Αποδεικνύεται επομένως ότι το έτος 1976, η ….. κατέστη κυρία του επίδικου αγροτεμαχίου με παράγωγο τρόπο, αφού απέκτησε αυτό από την έως τότε αληθινή κυρία του, με αίτια την πώληση και η σχετική συμφωνία τους περιεβλήθη τον συμβολαιογραφικό τύπο και μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (αρθ. 1033 ΑΚ). Η ανωτέρω ……….. απεβίωσε στον Πειραιά την 9-07-2009 και με την από 21-04-2009 ιδιόγραφη διαθήκη της, που δημοσιεύθηκε νόμιμα με το υπ΄ αριθμ. …./2009 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εγκατέστησε ως κληρονόμους της τους ενάγοντες, στην πρώτη εκ των οποίων κατέλειπε το δικαίωμα ισόβιας επικαρπίας του παραπάνω αγροτεμαχίου και στον δεύτερό την ψιλή κυριότητα αυτού. Οι ενάγουσες και ήδη εφεσίβλητες  αποδέχθηκαν την ως άνω κληρονομιά, δυνάμει της υπ΄ αριθμ, ………/2013 πράξης αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Πειραιά ……., η οποία καταχωρήθηκε κατ΄ άρθρο 7Λ του Ν. 2664/1998 στο κτηματολογικά φύλλο του επίδικου αγροτεμαχίου, Τέλος, αποδείχθηκε ότι η κτηματική περιοχή στην οποία βρίσκεται το ανωτέρω αγροτεμάχιο κατά το Κτηματολόγιο, ήτοι η περιοχή των Σεληνίων Σαλαμίνας κηρύχθηκε υπό κτηματογράφηση στα πλαίσια των εργασιών για τη δημιουργία του Εθνικού Κτηματολογίου σύμφωνα με το Ν. 2308/1995. Η σχετική διαδικασία περαιώθηκε ήδη, και ως ημερομηνία έναρξης του κτηματολογίου στην περιοχή αυτή ορίστηκε η 13-01-2006 [βλ. υπ΄ αριθμ. 354/3/4-1-2006 απόφαση του ΔΣ του ΟΚΧΕ, ΦΕΚ 19/Β/13-1- 2006). Ωστόσο, κατά τη διαδικασία της καταχώρησης των πρώτων εγγραφών στα οικεία κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, το επίδικο αγροτεμάχιο, το οποίο έλαβε ΚΑΕΚ ……….., καταχωρίστηκε εσφαλμένα ως ιδιοκτησία του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου. Η ανωτέρω όμως αρχική εγγραφή είναι ανακριβής και προσβάλλει το δικαίωμα κυριότητας της δικαιοπαρόχου των εναγουσών και ήδη εφεσιβλήτων, …….., η οποία, όπως αποδείχθηκε και ανωτέρω ήταν αποκλειστική κυρία του επίδικου αγροτεμαχίου κατά τον χρόνο των πρώτων εγγραφών. Κατ΄ακολουθία των ανωτέρω,  η δικαιοπάροχος των εναγουσών και ήδη εφεσιβλήτων, ………. ήταν αποκλειστική κυρία του επίδικου αγροτεμαχίου κατά το χρόνο των πρώτων εγγραφών και να διαταχθεί σχετικώς η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στα οικεία κτηματολογικά βιβλία. Το  πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε ομοίως με την εκκαλουμένη απόφαση του δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, τα αντίθετα δε υποστηριζόμενα από το εκκαλούν με την υπό κρίση έφεση κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα, όπως και η υπό κρίση έφεση στο σύνολο της, καθώς δεν απομένει προς εξέταση άλλος λόγος έφεσης. Τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων  για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει, γενομένου δεκτού του σχετικού αιτήματός τους, να επιβληθούν σε βάρος του ηττηθέντος εκκαλούντος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183, 176 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ, μειωμένα όμως κατ’ άρθρο 22 του ν. 3693/1957, σύμφωνα με όσα ειδικότερα αναφέρονται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από  08.09.2023  (με Γ.Α.Κ…./2023  και με Ε.Α.Κ. …../2023  κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, επικυρωμένο αντίγραφο της οποίας για προσδιορισμό δικασίμου κατατέθηκε στη Γραμματεία του Εφετείου Πειραιά  στις 20.09.2023  με Γ.Α.Κ. …./2023 και Ε.Α.Κ. …/2023) έφεση προς εξαφάνιση της υπ΄ αριθμό 1971/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία .

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.

Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας και ορίζει αυτά στο ποσό των διακοσίων (200,00 ) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις  28 Απριλίου 2025,  χωρίς την παρουσία των διαδίκων, της δικαστικής πληρεξουσίας ΝΣΚ του εκκαλούντος και του πληρεξουσίου δικηγόρου των εφεσιβλήτων

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ