Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 186/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης   186/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, τον οποίο όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α) Της εκκαλούσας: ………………, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Ειρήνη Ιορδανίδου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ,

Του εφεσίβλητου: Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο νόμιμα εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, στην οδό …………, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον δικαστικό πληρεξούσιο Ν.Σ.Κ. Δημήτριο Βολτή, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

Β) Του εκκαλούντος: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών (ΑΦΜ …….), ο οποίος εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού …………, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον δικαστικό πληρεξούσιο Ν.Σ.Κ. Δημήτριο Βολτή, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ,

Των εφεσίβλητων: 1) …………, ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 2) …………, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Ειρήνη Ιορδανίδου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

Η εκκαλούσα στην υπό στοιχείο Α’ έφεση και δεύτερη εφεσίβλητη στην υπό στοιχείο Β’ έφεση, καθώς και ο πρώτος εφεσίβλητος στην υπό στοιχείο Β’ έφεση άσκησαν κατά του εφεσίβλητου στην υπό στοιχείο Α’ έφεση και εκκαλούντος στην υπό στοιχείο Β’ έφεση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 26.3.2019 με αριθμό κατάθεσης ………/2019 αγωγή τους που συζητήθηκε στις 24.2.2020 και επ’ αυτής εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων η 3448/2020 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου (τακτική διαδικασία) που απέρριψε την αγωγή ως προς τον πρώτο ενάγοντα και δέχθηκε εν μέρει αυτή ως προς την δεύτερη ενάγουσα.

Η δεύτερη ενάγουσα προσέβαλε την ανωτέρω οριστική απόφαση με την από 20.10.2022 έφεσή της, την οποία κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, στις 21.10.2022, με Γ.Α.Κ. …/2022 και Ε.Α.Κ. …../2022. Επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως κατατέθηκε αυθημερόν στη Γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2022 και Ε.Α.Κ. …./2022, οπότε για τη συζήτησή της ορίσθηκε δικάσιμος η 2.11.2023 και μετ’ αναβολή η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος και η υπόθεση γράφτηκε στο πινάκιο. Επίσης το εναγόμενο προσέβαλε την ανωτέρω οριστική απόφαση με την από 3.11.2022 έφεσή του την οποία κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, στις 4.11.2022, με Γ.Α.Κ. …/2022 και Ε.Α.Κ. …/2022. Επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως κατατέθηκε αυθημερόν στη Γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2022 και Ε.Α.Κ. …/2022, οπότε για τη συζήτησή της ορίσθηκε δικάσιμος η 2.11.2023 και μετ’ αναβολή η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος και η υπόθεση γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή οι παραπάνω εφέσεις εκφωνήθηκαν με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκαν. Κατά τη συζήτησή τους στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παραστάντων με δήλωση διαδίκων, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου νόμιμα φέρονται μετ’ αναβολή από το πινάκιο προς συζήτηση κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 226 παρ.4 και 498 παρ.2 ΚΠολΔ από την αρχική δικάσιμο της 2.11.2023: α) η από 20.10.2022 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2022 και Ε.Α.Κ. …/2022 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2022 και Ε.Α.Κ. …/2022) έφεση της ………. κατά του Ελληνικού Δημοσίου προς εξαφάνιση εν μέρει της 3448/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία) και β) η από 3.11.2022 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2022 και Α.Κ.Ε.Μ. …/2022 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2022 και Ε.Α.Κ. …/2022) έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά του ………… και της ………. προς εξαφάνιση της ίδιας απόφασης, οι οποίες εφέσεις λόγω της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας, δεδομένου ότι εκκρεμούν ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου και στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης, εκδικαζόμενες κατά την τακτική διαδικασία, πρέπει να συνεκδικαστούν σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246 και 524 παρ.1 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, κατά την εκφώνηση από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο της ως άνω από 3.11.2022 έφεσης του Ελληνικού Δημοσίου, ο πρώτος εφεσίβλητος δεν εμφανίσθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Από την προσκομιζόμενη από το εκκαλούν υπ’ αριθ. …./28.11.2022 έκθεση επίδοσης της δικ. επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ………… αποδεικνύεται ότι ακριβές αντίγραφο της ως άνω από 3.11.2022 έφεσης με πράξη ορισμού της αρχικής δικασίμου και κλήσης σε αυτή για συζήτηση επιδόθηκε στον ως άνω πρώτο εφεσίβλητο με θυροκόλληση νόμιμα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 124 παρ.2, 128 παρ.4-1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 498 παρ.2 του ίδιου Κώδικα. Επομένως, εφόσον θεωρείται πλασματικά κλητευθείς στη μετ’ αναβολή εκ του πινακίου δικάσιμο κατ’ άρθρο 226 παρ.4 ΚΠολΔ, η διαδικασία θα προχωρήσει ως προς τον πρώτο εφεσίβλητο σαν να ήταν κι αυτός παρών κατ’ άρθρο 524 παρ.4 ΚΠολΔ.

Η εκκαλούσα στην πρώτη έφεση- δεύτερη εφεσίβλητη στην δεύτερη έφεση και ο πρώτος εφεσίβλητος στην δεύτερη έφεση άσκησαν κατά του Ελληνικού Δημοσίου (εφεσίβλητου-εκκαλούντος) ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 26.3.2019 και με αριθμό κατάθεσης ……/2019 αγωγή τους και εξέθεταν σε αυτή ότι με το υπ’ αρ. ……./1969 συμβόλαιο αγοράς του συμβ/φου Πειραιά ……. σε συνδυασμό με την υπ’ αρ. ……./1972 πράξη εξόφλησης του ίδιου ως άνω συμβ/φου, αμφότερα νομίμως μεταγεγραμμένα, ο πρώτος ενάγων και η σύζυγός του και μητέρα της δεύτερης ενάγουσας, ………. απέκτησαν την πλήρη κυριότητα, έκαστος σε ποσοστό ½  εξ αδιαιρέτου, ενός οικοπέδου- γεωτεμαχίου, εκτάσεως 198,80 τ.μ. κατά τα σχετικά συμβόλαια και ήδη 220 τ.μ. κατά το κτηματολόγιο, κείμενου στην περιοχή ……., στο Κερατσίνι Αττικής, επί της οδού ……, όπως λεπτομερώς περιγράφεται κατά θέση, έκταση και όρια στην ένδικη αγωγή, το οποίο βρίσκεται εντός σχεδίου πόλεως. Ότι εντός αυτού ο πρώτος ενάγων και η …….. ανήγειραν διώροφη οικοδομή, εκδίδοντας τις αναφερόμενες στην αγωγή άδειες, αποτελούμενη από ισόγειο διαμέρισμα και διαμέρισμα πρώτου ορόφου, χωρίς να προηγηθεί σύσταση οριζόντιων ιδιοκτησιών. Ότι στις 24.4.1991 η ………… απεβίωσε, έχοντας μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους τους ενάγοντες, ότι ο πρώτος ενάγων αποποιήθηκε το κληρονομικό του δικαίωμα στην κληρονομιαία περιουσία της συζύγου του, με αποτέλεσμα η δεύτερη ενάγουσα να αποκτήσει, ως μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμος της μητέρας της, ποσοστό ½  εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας στο επίδικο οικόπεδο μετά της εντός αυτού οικοδομής, αποδεχόμενη την εν λόγω κληρονομία με την υπ’ αρ. ……../1991 πράξη αποδοχής κληρονομίας της συμβ/φου Νίκαιας ………., νομίμως μεταγεγραμμένης. Ότι δυνάμει του υπ’ αρ. ……./1991 συμβολαίου γονικής παροχής με παρακράτηση δικαιώματος επικαρπίας της ίδιας ως άνω συμβ/φου, νομίμως μεταγεγραμμένης, ο πρώτος ενάγων μεταβίβασε στη δεύτερη ενάγουσα το ½  εξ αδιαιρέτου συγκυριότητάς του στο επίδικο οικόπεδο, παρακρατώντας ποσοστό ½  της επικαρπίας επί του ισογείου διαμερίσματος της εντός αυτού οικοδομής. Περαιτέρω, οι ενάγοντες εκθέτουν ότι από έτος 1969, που ο πρώτος ενάγων και η σύζυγός του και μητέρα της δεύτερης ενάγουσας αγόρασαν το επίδικο γεωτεμάχιο, αυτοί νέμονταν τούτο διενεργώντας τις ακόλουθες πράξεις νομής: ιδιόχρηση με ιδιοκατοίκηση, καθαρισμό ακινήτου, πληρωμή όλων των φόρων και τελών που αφορούν το ακίνητο, πληρωμή των λογαριασμών ΔΕΚΟ, ανοικοδόμηση του οικοπέδου, ότι ομοίως ασκούσε στο ακίνητο τις σχετικές πράξεις νομής και η δεύτερη ενάγουσα από το έτος 1991 που κληρονόμησε τη μητέρα της ως προς το ποσοστό του ½  εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας επί του ακινήτου και απέκτησε το υπόλοιπο ½ εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας επ’ αυτού από τον πρώτο ενάγοντα και πατέρα της, δυνάμει της προαναφερόμενης συμβολαιογραφικής πράξης γονικής παροχής, με παρακράτηση ποσοστού ½ επικαρπίας επί του ισογείου διαμερίσματος. Ότι το επίδικο γεωτεμάχιο έχει καταχωρισθεί στο οικείο κτηματολογικό βιβλίο του κτηματολογικού γραφείου Πειραιά με ΚΑΕΚ …………., με έκταση 220 τ.μ., αλλά εσφαλμένα εμφαίνεται στο οικείο κτηματολογικό φύλλο ότι αυτό ανήκει στην πλήρη κυριότητα του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, ενώ η δεύτερη ενάγουσα έχει καταστεί πλήρης κυρία αυτού τόσο με παράγωγο τρόπο, όσο και πρωτοτύπως, ήτοι με χρησικτησία σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 4 του ν. 3127/2003, προσμετρώντας στον χρόνο νομής της και τον χρόνο νομής των απώτερων δικαιοπαρόχων της, σε κάθε, δε, περίπτωση, στην αγωγή αναφέρεται ότι η ενάγουσα έχει αποκτήσει πλήρη κυριότητα επί του επίδικου γεωτεμαχίου και με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας, άλλως της έκτακτης χρησικτησίας. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, αναφέροντας ότι η αξία του επίδικου ακινήτου ανέρχεται στο ποσό των 180.000 ευρώ, οι ενάγοντες ζητούσαν: α) να αναγνωριστεί ότι η δεύτερη ενάγουσα είναι πλήρης κυρία του επίδικου ακινήτου με ΚΑΕΚ …………., β) να αναγνωριστεί ότι η δεύτερη ενάγουσα είναι αποκλειστική πλήρης κυρία του διαμερίσματος του πρώτου ορόφου, ψιλή κυρία του διαμερίσματος του ισογείου σε ποσοστό  100% και επικαρπώτρια σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου στο ίδιο αυτό διαμέρισμα, γ) να αναγνωριστεί ότι ο πρώτος ενάγων είναι επικαρπωτής σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου επί του διαμερίσματος του ισογείου, δ) να καταχωρισθεί με σχετική διόρθωση στα κτηματολογικά βιβλία του κτηματολογικού γραφείου Πειραιά ότι η δεύτερη ενάγουσα είναι πλήρης κυρία του επίδικου γεωτεμαχίου, πλήρης κυρία του διαμερίσματος του πρώτου ορόφου, ψιλή κυρία του διαμερίσματος του ισογείου και επικαρπώτρια σε ποσοστό ½  εξ αδιαιρέτου του διαμερίσματος του ισογείου και ότι ο πρώτος ενάγων είναι επικαρπωτής του διαμερίσματος του ισογείου σε ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση, αφού έκρινε επαρκώς ορισμένη την αγωγή, απορριφθέντος του αντίθετου ισχυρισμού του εναγόμενου, δέχθηκε ότι αυτή είναι και νόμιμη, πλην: α) του αιτήματος αναγνώρισης ποσοστού ½ εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας της δεύτερης ενάγουσας και αντίστοιχης διόρθωσης της εσφαλμένης κτηματολογικής εγγραφής ως προς το ανωτέρω ποσοστό συγκυριότητας επί του επίδικου οικοπέδου καθότι στην αγωγή αναφέρεται ότι η δεύτερη ενάγουσα απέκτησε ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας επί του οικοπέδου ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος της μητέρας της κατόπιν αποδοχής της κληρονομίας με συμβολαιογραφική πράξη, νομίμως μεταγεγραμμένη και ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας επί του οικοπέδου από τον πρώτο ενάγοντα δυνάμει συμβολαιογραφικής πράξης γονικής παροχής, νομίμως μεταγεγραμμένης, με παρακράτηση εκ μέρους του, ποσοστού ½ επικαρπίας επί του διαμερίσματος του ισογείου καθότι με το ανωτέρω συμβόλαιο γονικής παροχής έλαβε χώρα παρακράτηση εκ μέρους του πρώτου ενάγοντα ποσοστού ½ επικαρπίας όχι επί του επίδικου οικοπέδου αλλά επί του διαμερίσματος του ισογείου χωρίς να έχει λάβει χώρα σύσταση οριζοντίου ιδιοκτησίας, β) του αιτήματος αναγνώρισης των εμπράγματων δικαιωμάτων των εναγόντων επί των διαμερισμάτων της διώροφης κατοικίας καθώς σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ.2 του ν. 2664/1998, ζητείται η αναγνώριση δικαιώματος που προσβάλλεται με την ανακριβή κτηματολογική εγγραφή και στην προκειμένη περίπτωση, αναφορικά με τα διαμερίσματα της διώροφης οικοδομής που βρίσκεται εντός του επίδικου  οικοπέδου, δεν έχει λάβει χώρα σύσταση οριζόντιων ιδιοκτησιών και δεν έχει λάβει έκαστο των διαμερισμάτων αυτοτελές ΚΑΕΚ ώστε να τίθεται ζήτημα προσβολής ανακριβούς κτηματολογικής εγγραφής, γ) του αιτήματος διόρθωσης της εσφαλμένης πρώτης κτηματολογικής εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία του κτηματολογικού γραφείου Πειραιά ως προς το ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας επί του επίδικου οικοπέδου καθότι στην αγωγή αναφέρεται ότι η δεύτερη ενάγουσα απέκτησε ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας επί του οικοπέδου ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος της μητέρας της κατόπιν αποδοχής της κληρονομίας με συμβολαιογραφική πράξη, νομίμως μεταγεγραμμένη και ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας επί του οικοπέδου από τον πρώτο ενάγοντα δυνάμει συμβολαιογραφικής πράξης γονικής παροχής, νομίμως μεταγεγραμμένης, με παρακράτηση εκ μέρους του, ποσοστού ½ επικαρπίας επί του διαμερίσματος του ισογείου καθότι με το ανωτέρω συμβόλαιο γονικής παροχής έλαβε χώρα παρακράτηση εκ μέρους του πρώτου ενάγοντα ποσοστού ½ επικαρπίας όχι επί του επίδικου οικοπέδου αλλά επί του διαμερίσματος του ισογείου χωρίς να έχει λάβει χώρα σύσταση οριζοντίου ιδιοκτησίας, δ) του αιτήματος διόρθωσης της εσφαλμένης πρώτης κτηματολογικής εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία του κτηματολογικού γραφείου Πειραιά ως προς τα αναφερόμενα στην αγωγή εμπράγματα δικαιώματα των εναγόντων επί των διαμερισμάτων της διώροφης οικοδομής που βρίσκεται εντός του επίδικου ακινήτου, καθότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ.2 ν. 2664/1998, με την αγωγή που ασκείται σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, ζητείται, εκτός από την αναγνώριση του δικαιώματος που προσβάλλεται με την ανακριβή κτηματολογική εγγραφή, η διόρθωση, ολικά ή μερικά, της πρώτης εγγραφής και, στην προκειμένη περίπτωση, αναφορικά με τα διαμερίσματα της διώροφης οικοδομής που βρίσκεται εντός του επίδικου οικοπέδου, δεν έχει λάβει χώρα σύσταση οριζόντιων ιδιοκτησιών και δεν έχει λάβει έκαστο των διαμερισμάτων αυτοτελές ΚΑΕΚ ώστε να τίθεται ζήτημα προσβολής ανακριβούς κτηματολογικής εγγραφής και διόρθωσης αυτής. Ενόψει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή του πρώτου ενάγοντος κατά του Ελληνικού Δημοσίου ως μη νόμιμη. Αντίθετα ως προς την δεύτερη ενάγουσα δέχθηκε εν μέρει στην ουσία της την αγωγή και δη κατά το μέρος που την έκρινε νόμιμη και αφενός αναγνώρισε την δεύτερη ενάγουσα συγκύρια, κατά το ποσοστό του 50% εξ αδιαιρέτου, του ως άνω περιγραφόμενου οικοπέδου με ΚΑΕΚ …………., με τίτλο κτήσης την χρησικτησία σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 4 παρ.1 εδ.α’ του ν. 3127/2003, αφετέρου διέταξε τη διόρθωση των αρχικών εγγραφών στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιά ώστε, ως προς το αμέσως ανωτέρω, καταχωρισμένο στο κτηματολόγιο με το παραπάνω ΚΑΕΚ ακίνητο, να αναγραφεί η ενάγουσα συγκύρια κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου με τίτλο κτήσης τη χρησικτησία, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις των αμέσως ανωτέρω διατάξεων. Ειδικότερα, η απόφαση δέχθηκε ότι η περιοχή του «………..» στην οποία εμπίπτει το επίδικο οικόπεδο, μετά το τέλος των αγώνων υπέρ της ανεξαρτησίας του Ελληνικού Έθνους, κατελήφθη από το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο άρχισε να τη νέμεται και να την κατέχει με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, συνεχώς και αδιαλείπτως μέχρι το έτος 1915, αλλά και μετά το έτος αυτό, ενεργώντας με τα νόμιμα όργανά του όλες τις πράξεις νομής, που προσιδιάζουν στη φύση και στον προορισμό του, όπως εκμισθώσεις προς τρίτους, χαρτογραφήσεις, κατεδαφίσεις αυθαιρέτων, αναδασώσεις, παραχωρήσεις, εκδόσεις πρωτοκόλλων διοικητικής αποβολής, φύλαξη, επιτήρηση, εποπτεία και αποκρούσεις κάθε είδους επεμβάσεων τρίτων επ’ αυτού και ότι επομένως το επίδικο οικόπεδο ανήκε αρχικά στο Δημόσιο, εμπίπτον στο καταγεγραμμένο με ΑΒΚ ….. δημόσιο κτήμα εκτάσεως 1.000 στρεμμάτων. Ότι ωστόσο, η δεύτερη ενάγουσα έγινε κυρία του επίδικου ακινήτου, σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, αφενός διότι απέκτησε το ανωτέρω ποσοστό εξ αδιαιρέτου κυριότητας από τη μητέρα της, η οποία είχε αποκτήσει την κυριότητα του επίδικου ακινήτου, κατά το ανωτέρω ποσοστό πρωτοτύπως, με χρησικτησία, κατόπιν του υπ’ αρ. …./1969 συμβολαίου αγοράς του συμβ/φου Πειραιά ………, νομίμως μεταγεγραμμένου και της υπ’ αρ. …../1972 πράξης εξόφλησης, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 4 παρ.1 του ν. 3127/2003 αλλά και διότι και η ίδια η δεύτερη ενάγουσα απέκτησε τη συγκυριότητα του επίδικου ακινήτου, κατά το ανωτέρω ποσοστό, πρωτοτύπως με χρησικτησία, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ.1 του ν. 3127/2003, αφού αποδείχθηκε ότι αυτή νεμόταν αυτό κατά το ανωτέρω ποσοστό, μέχρι την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου, αδιατάρακτα για χρονικό διάστημα τριάντα ετών, με τον συνυπολογισμό στον δικό της χρόνο νομής και του χρόνου νομής της δικαιοπαρόχου μητέρας της, τελούσε, δε, σε καλή πίστη, έχοντας την πεποίθηση κατά τον χρόνο κτήσεως της νομής αυτού, χωρίς να την βαρύνει βαριά αμέλεια, ότι απέκτησε τη συγκυριότητα του ως άνω ακινήτου. Ήδη με την από 20.10.2022 έφεσή της η δεύτερη ενάγουσα παραπονείται ότι κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου η εκκαλουμένη απέρριψε το αίτημά της να αναγνωρισθεί αποκλειστική κυρία σε ολόκληρο το επίδικο γεωτεμάχιο και συγκεκριμένα απέρριψε το αίτημά της να αναγνωρισθεί κυρία και στο υπόλοιπο 50% εξ αδιαιρέτου του γεωτεμαχίου, με το σκεπτικό ότι δεν υπάρχει σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας και ότι ο πρώτος ενάγων παρακράτησε το ½ εξ αδιαιρέτου της επικαρπίας στο ισόγειο διαμέρισμα για όσο ζει, πλην όμως κατά την εκκαλούσα υποθετικά και αν υπήρχε σύσταση οριζοντίου ιδιοκτησίας, πάλι το δικαίωμα επικαρπίας του ………. (α’ ενάγοντος) στο ισόγειο διαμέρισμα δεν θα ασκούσε επιρροή στο δικαίωμα κυριότητάς της στο γεωτεμάχιο. Ζητεί, λοιπόν, να εξαφανιστεί εν μέρει η εκκαλούμενη απόφαση και αφού κρατηθεί η υπόθεση, να γίνει δεκτή η αγωγή της ως προς το προαναφερόμενο γεωτεμάχιο και να αναγνωρισθεί αποκλειστική κυρία αυτού, δηλαδή και στο υπόλοιπο 50% εξ αδιαιρέτου κυριότητας επί του γεωτεμαχίου που απέκτησε από τον ………. με τίτλο κτήσης τη χρησικτησία, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 4 παρ.1 εδ.α’ του ν. 3127/2003, περαιτέρω δε να διαταχθεί η αντίστοιχη διόρθωση στις αρχικές εγγραφές στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιά και να καταδικασθεί το εφεσίβλητο στα δικαστικά της έξοδα. Επίσης το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο με την δική του από 3.11.2022 έφεση παραπονείται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και με κακή εκτίμηση των αποδείξεων έγινε από την εκκαλουμένη έστω εν μέρει δεκτή η αγωγή και ζητεί γι’ αυτό να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε να απορριφθεί η ένδικη αγωγή των αντιδίκων, καταδικαζόμενων αυτών στα δικαστικά του έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας. Αμφότερες οι ως άνω εφέσεις αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 περ.1 ΚΠολΔ εισάγονται για να συζητηθούν ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου με την τακτική διαδικασία, όπως πρωτοδίκως. Από την προσκομιζόμενη από την εκκαλούσα- δεύτερη εφεσίβλητη υπ’  αριθ. ……/31.10.2022 έκθεση επίδοσης της δικ. επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ………. αποδεικνύεται ότι ακριβές αντίγραφο της εκκαλούμενης απόφασης (αν και εκ προφανούς παραδρομής αναφέρεται στην έκθεση ως 3448/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς αντί για το ορθό 3448/2020) επιδόθηκε επιμελεία των εναγόντων στο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο στις 31.10.2022, νόμιμα κατά τις διατάξεις των άρθρων 126 στοιχ.δ’ και 129 παρ.1 ΚΠολΔ. Δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στις 12.11.2020, η από 20.10.2022 έφεση της εκκαλούσας ασκήθηκε προ πάσης επιδόσεως, εντός της καταχρηστικής προθεσμίας των δύο ετών των άρθρου 518 παρ.2 ΚΠολΔ στις 21.10.2022, νόμιμα με την κατάθεση αυτής στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ.1 του ίδιου Κώδικα. Επίσης, η από 3.11.2022 έφεση του εκκαλούντος Δημοσίου έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση σε αυτό της εκκαλουμένης στις 31.10.2022, με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ, στις 4.11.2022. Επομένως, η από 20.10.2022 έφεση της εκκαλούσας, για το παραδεκτό της οποίας αυτή κατέθεσε το με κωδικό …………. e- παράβολο του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης ποσού 100 ευρώ, εξοφλημένο (βλ. συνημμένα στο εφετήριο αντίγραφο του παραπάνω παραβόλου και την από 20.10.2022 εξοφλητική απόδειξη της Εθνικής Τράπεζας- Internet Banking) πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του λόγου της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ). Επίσης, η από 3.11.2022 έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά της δεύτερης εφεσίβλητης, ομοίως, ως εμπροθέσμως ασκηθείσα, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της. Έναντι, όμως, του πρώτου εφεσίβλητου που ήταν πρώτος ενάγων στην από 26.3.2019 αγωγή, η έφεση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη κατά τις διατάξεις των άρθρων 516 και 68 ΚΠολΔ, ελλείψει έννομου συμφέροντος του εκκαλούντος, καθώς η κατ’ αυτού αγωγή εκ μέρους του πρώτου ενάγοντος απορρίφθηκε ως μη νόμιμη, οπότε νικήσας διάδικος έναντι του πρώτου ενάγοντος ήταν το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο. Δικαστικά έξοδα του πρώτου εφεσίβλητου στην αμέσως παραπάνω έφεση για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας δεν επιδικάζονται, καθώς αυτός δεν παρέστη κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και δεν υπέβαλε σχετικό αίτημα. Πρέπει, όμως, να ορισθεί παράβολο ερημοδικίας για τον πρώτο εφεσίβλητο για την περίπτωση που θελήσει να ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσας κατά τις διατάξεις των άρθρων 501, 502 και 505 παρ.2 ΚΠολΔ, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

Με τον πρώτο λόγο της εφέσεώς του το Ελληνικό Δημόσιο προσάπτει στην εκκαλούμενη απόφαση ότι εσφαλμένα έκανε δεκτό τον ισχυρισμό ιδίας κυριότητας της δεύτερης ενάγουσας στο επίδικο ακίνητο, ενώ έπρεπε, αφού αναγνωρίσει το δικαίωμα κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου στο επίδικο, να μη δεχθεί στη συνέχεια ότι καταλύθηκε αυτό (το δικαίωμα) με τον ισχυρισμό ιδίας κυριότητας των αντιδίκων με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας του άρθρου 4 του ν. 3127/2003, ενόψει του ότι οι ενάγοντες ουδόλως επικαλέστηκαν δια της αγωγής τους κτήση κυριότητας στο επίδικο με χρησικτησία του άρθρου 4 του ν. 3127/2003, αλλά επιχείρησαν να θεμελιώσουν το δικαίωμά τους κυρίως σε παράγωγο τρόπο κτήσης κυριότητας. Ωστόσο, από την επισκόπηση του προσκομιζόμενου από την εκκαλούσα-δεύτερη εφεσίβλητη από 26.3.2019 αγωγικού δικογράφου προκύπτει ότι παρά τα όσα υποστηρίζει το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, οι ενάγοντες στις σελίδες 7 και 8 της αγωγής τους επικαλούνταν ότι συνέτρεχαν στην περίπτωσή τους οι προϋποθέσεις κτήσης κυριότητας με τη χρησικτησία του άρθρου 4 παρ.1α του ν. 3127/2003, μεταφέροντας μάλιστα στο δικόγραφο αυτούσιες τις σχετικές διατάξεις του ως άνω νόμου, οπότε τα αντίθετα προβαλλόμενα από το εκκαλούν με τον πρώτο λόγο έφεσης τυγχάνουν αβάσιμα. Περαιτέρω, με τον ίδιο λόγο έφεσης, το εκκαλούν υποστηρίζει ότι ακόμη κι αν ήθελε υποτεθεί ότι η εφεσίβλητη-ενάγουσα επικαλέστηκε και πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας, ο σχετικός ισχυρισμός της έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτος, αφού δεν μνημονεύονται συγκεκριμένες, εμφανείς υλικές πράξεις νομής από συγκεκριμένα πρόσωπα και σε συγκεκριμένες χρονικές στιγμές, καθώς και τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η καλή πίστη των νομέων. Εντούτοις, στο αγωγικό δικόγραφο εκτίθενται τόσο το προαναφερόμενο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο με αριθμό ……/1969, στο οποίο στηρίζουν την καλή τους πίστη οι ενάγοντες, αφού ο πρώτος ενάγων και η τότε εν ζωή σύζυγός του, …….. αγόρασαν από κοινού ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου της κυριότητας ο καθένας επί του επίδικου οικοπέδου, όσο και η υπ’ αριθ. ……../1972 πράξη εξόφλησης υπολοίπου τιμήματος, νομίμως μεταγεγραμμένη μαζί με το αρχικό συμβόλαιο στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Πειραιά. Επίσης οι ενάγοντες αναφέρουν ότι οι ίδιοι αγοραστές ανήγειραν με δικές τους δαπάνες και δυνάμει των υπ’ αρ. …/1974 και …../1982 οικοδομικών αδειών τη διώροφη οικοδομή που υπάρχει σήμερα στο οικόπεδο και χρησιμοποιείται ως κατοικία τους. Στη συνέχεια εκθέτουν ότι αφού απεβίωσε στη Νίκαια, η ……… στις 24.4.1991, η δεύτερη ενάγουσα προέβη στην υπ’ αριθ. …./1991 δήλωση αποδοχής κληρονομίας ενώπιον της συμβ/φου Νίκαιας ……… που αφορά στο επίδικο ακίνητο και έχει νόμιμα μεταγραφεί στο Υποθηκοφυλακείο Πειραιά και με την οποία φέρεται ότι κατέστη μοναδική κληρονόμος στο ½ εξ αδιαιρέτου της κυριότητας ολόκληρου του ακινήτου, το οποίο αναλογούσε τη μητέρα της και αφού προηγουμένως ο πρώτος ενάγων είχε αποποιηθεί την από τη σύζυγό του επαχθείσα κληρονομία με την υπ’ αριθ. …../1991 δήλωσή του στο Πρωτοδικείο Πειραιά. Ακόμη επικαλούνται  το υπ’ αρ. ……/1991 συμβόλαιο γονικής παροχής ημίσεος εξ αδιαιρέτου αστικού ακινήτου με παρακράτηση δικαιώματος επικαρπίας της παραπάνω συμβ/φου, νομίμως μεταγεγραμμένου, με το οποίο ο πρώτος ενάγων δήλωσε ότι μεταβιβάζει το δικαίωμα ψιλής κυριότητας κι επικαρπίας που του αναλογούσε στο ακίνητο, πλην του ½ εξ αδιαιρέτου του δικαιώματος επικαρπίας στο ισόγειο διαμέρισμα, το οποίο παρακράτησε για όσο ζει. Διαλαμβάνεται δε στην αγωγή ότι από το έτος 1969 που αγόρασαν το οικόπεδο ο πρώτος ενάγων με την επιζώσα τότε σύζυγό του, επί 49 συναπτά έτη, ασκούσαν πράξεις νομής και δη ιδιόχρηση με ιδιοκατοίκηση (μάλιστα και στην προμετωπίδα της αγωγής οι ενάγοντες αναφέρονται ως κάτοικοι Κερατσινίου Αττικής, οδός ………..), καθαρισμό ακινήτου, πληρωμή όλων των φόρων και τελών που αφορούν το ακίνητο, πληρωμή των λογαριασμών ΔΕΚΟ, καθαρισμό και ανοικοδόμηση του οικοπέδου. Επομένως εκτίθενται στην αγωγή αναλυτικά εμφανείς υλικές πράξεις νομής που ξεκίνησαν από το έτος 1969 και ασκούνταν έκτοτε συνεχόμενα από τους ενάγοντες και την δικαιοπάροχο της δεύτερης ενάγουσας, χωρίς να χρειάζεται άλλος χρονικός προσδιορισμός των επιμέρους πράξεων νομής, επίσης εκτίθεται το στοιχείο της καλής πίστης που υποστηρίζουν ότι συνέτρεχε στα πρόσωπά τους, χωρίς να χρειάζεται επιπλέον να διαλάβουν από πού προέκυπτε η καλή αυτή πίστη, δεδομένου ότι κατά το άρθρο 4 του ν. 3127/2003 το βάρος της απόδειξης της κακής πίστης του νομέως, ή του δικαιοπαρόχου του κατά τον χρόνο κτήσεως της νομής υπό εκατέρου τούτων φέρει το Ελληνικό Δημόσιο, αφού δια της φράσεως «εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη», η οποία ευρίσκεται στο τέλος των περιπτώσεων α` και β` της παραγράφου 1 του άρθρου 4 Ν. 3127/2003, καθίσταται σαφές ότι το βάρος αποδείξεως της καλής πίστεως του δεν το έχει ο (επικαλούμενος κυριότητα) νομέας ή ο δικαιοπάροχος, αλλά αντιθέτως το Ελληνικό Δημόσιο βαρύνεται με την απόδειξη της κακής πίστεως του (επικαλούμενου κυριότητα) νομέως, ή του δικαιοπαρόχου του (Ολ. ΑΠ 11/2015, ΑΠ 807/2019, ΑΠ 187/2017 ΑΠ 11/2015 στις οποίες παραπέμπει η ΜονΕφΑθ 2432/2022 όλες δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος).

Περαιτέρω, σχετικά με τον επικαλούμενο από την δεύτερη ενάγουσα- ήδη εκκαλούσα τρόπο κτήσης κυριότητας στο επίδικο οικοπέδο με χρησικτησία δυνάμει του άρθρου 4 του ν. 3127/2003 σημειώνονται τα εξής: Με το άρθρο 4 του ν. 3127/2003 «Τροποποίηση και συμπλήρωση των νόμων 2308/1995 και 2664/1998 για την Κτηματογράφηση και το Εθνικό Κτηματολόγιο και άλλες διατάξεις», όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από την παρ. 11 του άρθρου 154 του ν. 4389/2016 (ΦΕΚ Α’ 94/27-5-2016), ορίζονται τα εξής: «(Παρ. 1) Σε ακίνητο που βρίσκεται μέσα σε σχέδιο πόλεως ή μέσα σε οικισμό που προϋφίσταται του έτους 1923 ή μέσα σε οικισμό κάτω των 2000 κατοίκων, που έχει οριοθετηθεί, ο νομέας του θεωρείται κύριος έναντι του Δημοσίου εφόσον: α) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, αδιαταράκτως για δέκα (10) έτη το ακίνητο, με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία, υπέρ του ίδιου ή του δικαιοπαρόχου του, που έχει καταρτισθεί και μεταγράφει μετά την 23-2-1945, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη ή β) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, το ακίνητο αδιαταράκτως για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ετών, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη. Η διάταξη της περίπτωσης β’ εφαρμόζεται για ακίνητο εμβαδού μέχρι 2000 τ.μ. Για ενιαίο ακίνητο εμβαδού μεγαλύτερου των 2.000 τ.μ., η διάταξη εφαρμόζεται μόνον εφόσον στο ακίνητο υφίσταται κατά την 31-12-2002 κτίσμα που καλύπτει ποσοστό τουλάχιστον τριάντα τοις εκατό (30%) του ισχύοντος συντελεστή δόμησης στην περιοχή. Στον χρόνο νομής που ορίζεται στις περιπτώσεις α’ και β’ προσμετράται και ο χρόνος νομής των δικαιοπαρόχων που διανύθηκε με τις ίδιες προϋποθέσεις. Σε κακή πίστη βρίσκεται ο νομέας, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 του Α.Κ.. (παρ. 2) Οι ρυθμίσεις της προηγούμενης παραγράφου δεν ισχύουν για εκτάσεις που στο σχέδιο πόλης ή στους οικισμού αποτελούν κοινόχρηστους χώρους ή πάρκα και άλση.». Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1042 ΑΚ, «Ο νομέας βρίσκεται σε καλή πίστη … όταν χωρίς βαριά αμέλεια έχει την πεποίθηση ότι απέκτησε την κυριότητα.». Ο νομέας θεωρείται κακής πίστης μόνον αν γνώριζε ότι δεν έγινε κύριος ή αγνοεί τούτο από βαριά αμέλεια. Ειδικότερα, ως προς το στοιχείο της καλής πίστεως, αυτό συντρέχει, όταν ο χρησιδεσπόζων, έστω και αν το ακίνητο ανήκει στην κυριότητα τρίτου, όμως, με βάση τα εκάστοτε συντρέχοντα περιστατικά, έχει, κατά την κτήση της νομής, την πεποίθηση, η οποία δεν οφείλεται σε βαριά αμέλεια, ότι απέκτησε την κυριότητα. Το δικαστήριο της ουσίας πρέπει να εξειδικεύει στην απόφασή του τα πραγματικά περιστατικά που, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συγκροτούν την έννοια της καλής πίστεως ή την έλλειψή της, χωρίς να αρκεί η απλή χρήση του όρου αυτού (ΑΠ 95/2024,  ΑΠ 505/2014, ΑΠ 863/2011, στην ΤΝΠ Νόμος). Από τις εν λόγω διατάξεις θεσπίζεται εξαίρεση από τον κανόνα ότι επί δημοσίων κτημάτων νομέας κατά πλάσμα του νόμου είναι το Δημόσιο και ότι αυτά είναι ανεπίδεκτα κτητικής ή αποσβεστικής παραγραφής, ο οποίος καθιερώνεται από τις διατάξεις του νόμου ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων «περί δικαιοστασίου», που εκδόθηκαν με βάση αυτόν, από 12-9-1915 μέχρι και τις 16-5-1926, και του άρθρου 21 του ν.δ/τος της 22-4/16-5-1926 «Περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κλπ», που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ με το άρθρο 53 του ΕισΝΑΚ και επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του Α.Ν. 1539/1938 «Περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων», εκτός εάν η τριακονταετής νομή της έκτακτης χρησικτησίας είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11-09-1915, αφού, μετά την χρονολογία αυτή δεν επιτρέπεται ούτε έκτακτη χρησικτησία επί των ακινήτων του Δημοσίου. Έτσι, κατ’ εφαρμογή των ως άνω διατάξεων του άρθρου 4 του ν. 3127/2003, κατ’ εξαίρεση του κανόνα του άρθρου 21 του ν.δ/τος της 22-4/16-5-1926, είναι δυνατή η απόκτηση κυριότητας με χρησικτησία και επί δημοσίου κτήματος, όταν αυτό βρίσκεται σε σχέδιο πόλης ή μέσα σε οικισμό προϋφιστάμενο του 1923 ή μέσα σε οικισμό κάτω των 2.000 κατοίκων, που έχει οριοθετηθεί, εφόσον κάποιος το νέμεται αδιαταράκτως, μέχρι την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου, δηλαδή, μέχρι τις 19-3-2003, επί δέκα έτη, με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία, υπέρ του ίδιου του νεμόμενου ή νεμηθέντος ή υπέρ των δικαιοπαρόχων του, εφόσον ο νόμιμος τίτλος έχει καταρτιστεί και μεταγραφεί μετά τις 23-2-1945, εκτός εάν, κατά την κτήση της νομής, ο επικαλούμενος κυριότητα ή οποιοσδήποτε από τους δικαιοπαρόχους του ήταν κακής πίστης, ή επί τριάντα έτη για ακίνητο εμβαδού μέχρι 2.000 τμ (ή για μεγαλύτερο, εάν επ’ αυτού υφίσταται κτίσμα κατά την 31 η-12-2002, που καλύπτει ποσοστό 30% τουλάχιστον του ισχύοντος στην περιοχή συντελεστή δόμησης), εκτός εάν, κατά την κτήση της νομής, ο επιληφθείς της νομής του ακινήτου ήταν κακής πίστης, δηλαδή, εφόσον δεν συνέτρεχαν κατά τον χρόνο κτήσης της νομής στο πρόσωπό του οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 ΑΚ. Η ρύθμιση αυτή ως ειδική και εξαιρετική επιτρέπει την απόκτηση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία σε ακίνητα του Δημοσίου, εφόσον κάποιος που απέκτησε με καλή πίστη τη νομή ακινήτου του Δημοσίου, νέμεται αδιατάρακτα τούτο αναλόγως για δέκα εφόσον διαθέτει νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία ή για τριάντα έτη, που φθάνουν χρονικά μέχρι την έναρξη ισχύος του παραπάνω νόμου, δηλαδή, μέχρι τις 19-3-2003 και υπό τις λοιπές διαλαμβανόμενες προϋποθέσεις στην παρ. 1 περ. α’ και β’ του ίδιου νόμου και όχι, εφόσον κάποιος, που απέκτησε με καλή πίστη τη νομή ακινήτου του Δημοσίου, το νέμεται αδιατάρακτα επί τριάντα έτη οποτεδήποτε (πριν από την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου, χωρίς να ενδιαφέρει αν συνεχίζει να νέμεται το ακίνητο του Δημοσίου αδιατάρακτα και μετά την έναρξη της ισχύος του). Τούτο προκύπτει τόσο από την γραμματική διατύπωση των ανωτέρω διατάξεων που χρησιμοποιούν την φράση «νέμεται μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού αδιαταράκτως για χρονικό διάστημα τριάντα ετών» και όχι «νεμήθηκε πριν από την έναρξη ισχύος αυτού», όσο και από τον γενικότερο δικαιοπολιτικό σκοπό τους, ο οποίος συνίσταται στην κατ’ εξαίρεση και υπό προϋποθέσεις νομιμοποίηση των αυθαιρέτως κατεχομένων δημοσίων κτημάτων που βρίσκονται εντός σχεδίου πόλης, ενόψει της σύνταξης του Εθνικού Κτηματολογίου, αλλά και στην προστασία των δημοσίων κτημάτων, η οποία δεν συντελείται με την ολική κατάργηση του κανόνα του απαράγραπτου των δικαιωμάτων του Δημοσίου επί των ακινήτων του που βρίσκονται εντός σχεδίου πόλης, για τον μετά τις 11-9-1915 χρόνο, όπως θα συνέβαινε στην περίπτωση που γινόταν δεκτή η τελευταία εκδοχή. Άλλωστε, στον ίδιο νόμο δεν περιέχεται, όσον αφορά το άρθρο 4, η γενική καταργητική ρήτρα, που κατά κανόνα τίθεται στους νόμους, ότι κάθε διάταξη που είναι αντίθετη με τον παρόντα νόμο ή ρυθμίζει θέματα που διέπονται από αυτόν καταργείται. Εξάλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 984 ΑΚ, η νομή προσβάλλεται είτε με διατάραξη είτε με αποβολή του νομέα. Διατάραξη της νομής, η έννοια της οποίας δεν είναι νομοθετικά καθορισμένη, υπάρχει όταν δεν αποβάλλεται ο νομέας από το πράγμα, αλλά εξακολουθεί να διατηρεί τη νομή του σε αυτό, συνιστά δε διατάραξη της νομής κάθε θετική πράξη ή παράλειψη που αποτελεί παρενόχληση του νομέα στην άσκηση της νομής του (ΑΠ 942, 943/2012). Θετικά εκδηλώνεται η διατάραξη είτε με πράξη του προσβάλλοντος στο πράγμα είτε με παρεμπόδιση πράξης του νομέα, ενώ αρνητικά, με παράλειψη, όταν ο προσβάλλων δεν προβαίνει στην επιβαλλόμενη ενέργεια προς αποτροπή ή παύση της διατάραξης. Δεν συνιστά διατάραξη η απλή προφορική αμφισβήτηση του δικαιώματος του νομέα, η οποία αντιμετωπίζεται με την αναγνωριστική αγωγή (άρθρο 70 ΚΠολΔ). Η διατάραξη της νομής, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 984 του ΑΚ, αναφέρεται σε προσβολή της νομής και σε προστασία της νομής από την προσβολή της με διατάραξη, κατά το άρθρο 989 ΑΚ. Η έννοια όμως του «νέμεται αδιαταράκτως» στην ως άνω διάταξη του άρθρου 4 του Ν. 3127/2003, δεν αναφέρεται σε προσβολή και προστασία της νομής του νεμόμενου το δημόσιο κτήμα από τον κατά πλάσμα του νόμου αληθή νομέα του δημοσίου κτήματος, που είναι το Δημόσιο, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις των νόμων περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων, αλλά αναφέρεται σε μη παρενόχληση του νεμόμενου το δημόσιο κτήμα από τον κατά τον νόμο αληθή νομέα του δημοσίου κτήματος, που είναι το Ελληνικό Δημόσιο. Η παρενόχληση αυτή μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο δύναται να προστατεύσει τη νομή του επί του δημοσίου κτήματος το Ελληνικό Δημόσιο (ΟλΑΠ 11/2015 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέτοιος δε νόμιμος τρόπος προστασίας της νομής του Ελληνικού Δημοσίου επί του δημοσίου κτήματος είναι, μεταξύ άλλων η κοινοποίηση της πράξεως της αρμόδιας αρχής περί καθορισμού αποζημιώσεως αυθαίρετης χρήσεως του δημοσίου κτήματος (Ολ. Α.Π. 11/2015), η κοινοποίηση πρωτοκόλλου καταλήψεως (Α.Π. 826/2018), η, με, οποιοδήποτε τρόπο, λήψη από τον ιδιώτη δηλώσεως ιδιοκτησίας του Δημοσίου ότι έχει καταχωρηθεί ως δημόσια έκταση (Α.Π. 712/2020), η γνωστοποίηση αποφάσεως επί ενστάσεως κατά της αποφάσεως της πρωτοβάθμιας επιτροπής που δικαιώνει τον προβαλλόντα δικαίωμα κυριότητας ιδιώτη (Α.Π. 807/2019) . Δηλαδή από το χρονικό σημείο κατά το οποίο ο νεμόμενος δημόσιο κτήμα λαμβάνει γνώση ότι υφίσταται παρενόχληση από τον κατά νόμο αληθή νομέα του δημοσίου κτήματος, που είναι το Ελληνικό Δημόσιο, παύει να νέμεται αδιαταράκτως το δημόσιο κτήμα εις βάρος του Δημοσίου (ΑΠ 95/2024, ΑΠ 1813/2017 στην ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, όπως προεκτέθηκε, οι παράγραφοι 1 και 2 του ως άνω άρθρου 4 ν. 3127/2003 αντικαταστάθηκαν με την παράγραφο 11 του άρθρου 154 Ν. 4389/2016 (ΦΕΚ Α’ 94/27-5-2016), χωρίς όμως ουσιώδεις τροποποιήσεις και διαφοροποιήσεις καθόσον αφορά τα οριζόμενα και στις δύο ως άνω παραγράφους, με εξαίρεση τα όσα στη συνέχεια ορίζονται στην παρ. 2, κατά την οποία «Οι ρυθμίσεις της προηγούμενης παραγράφου δεν ισχύουν για εκτάσεις που στο σχέδιο πόλης ή στους οικισμούς αποτελούν κοινόχρηστους χώρους ή πάρκα και άλση», ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 240 του νόμου αυτού, η ισχύς του εν λόγω νόμου αρχίζει από την δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά, χωρίς να υπάρχει ειδικότερη ρύθμιση αναφορικά με την παράγραφο 11 του άρθρου 154. (ΟλΑΠ 11/2015, ΑΠ 121/2022, ΑΠ 22/2021, ΑΠ 807/2019, ΑΠ 23/2019, ΑΠ 187/2017 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ στις οποίες παραπέμπει η ΜονΕφΘεσσαλ 731/2023 στην ΤΝΠ Νόμος). Τέλος κατά την έννοια του άρθρου 4 παρ.1 εδ.α’ του ν. 3127/2003 νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία δεν αποτελεί η γονική παροχή, η οποία συνιστά μεν εκπλήρωση νομικής υποχρεώσεως των γονέων προς τα τέκνα των, έναντι όμως των τρίτων λογίζεται πάντοτε ως παροχή από χαριστική αιτία (ΑΠ 275/2020 στην ΤΝΠ Νόμος).

Περαιτέρω, άκυρη δικαιοπραξία είναι η ένεκα του εμφιλοχωρούντος ελαττώματος μη παράγουσα την οικεία αυτής ενέργεια (βλ. Γ. Μπαλή, Γενικαί Αρχαί, έκδοση 1955, σελ. 192). Περίπτωση άκυρης δικαιοπραξίας προβλέπει το άρθρο 174 ΑΚ σύμφωνα με το οποίο «δικαιοπραξία που αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου, αν δεν συνάγεται κάτι άλλο, είναι άκυρη». Με την παραπάνω διάταξη που συνιστά περιορισμό της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων που θεσπίζεται με την ΑΚ 361, καθιερώνεται η αρχή της ακυρότητας της δικαιοπραξίας όταν αντιβαίνει σε απαγορευτική ή επιτακτικού χαρακτήρα δημόσιας τάξης οποιουδήποτε νόμου ελληνικού, αλλοδαπού δημόσιας τάξης, διεθνούς δημοσίου δικαίου, του Συντάγματος και ποινικού, ρητώς ή κατά την έννοια και τον σκοπό της διάταξης, χωρίς να απαιτείται πρόθεση παραβίασης αυτής ή γνώση του συμβαλλομένου (Β. Βαθρακοκοίλη, ΕΡΝΟΜΑΚ, τόμος Α’, άρθρο 174, σελ. 725). Εξάλλου, κατά το άρθρο 1001 εδ.1 ΑΚ «η κυριότητα πάνω σε ακίνητο εκτείνεται, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, στο χώρο πάνω και κάτω από το έδαφος», ενώ κατά το άρθρο 1002 εδ. 1 ΑΚ «Κυριότητα χωριστή σε όροφο οικοδομής ή σε διαμέρισμα ορόφου μπορεί να συσταθεί με δικαιοπραξία του κυρίου του όλου ακινήτου». Οι σχετικές διατάξεις των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ ισχύουν παράλληλα με το ν. 3741/1929 «περί ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους», οι δε διατάξεις της σύστασης οροφοκτησίας είναι δημόσιας τάξης και εξετάζονται αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 107/1971, ΝοΒ 19, σελ. 598). Περαιτέρω, η ακυρότητα μιας δικαιοπραξίας διακρίνεται σε ολική και μερική. Ολική είναι όταν περιλαμβάνει ολόκληρη τη δικαιοπραξία και μερική όταν φορά μέρος μόνον αυτής. Σύμφωνα με το άρθρο 181 ΑΚ «η ακυρότητα μέρους συνεπιφέρει την ακυρότητα ολόκληρης της δικαιοπραξίας, αν συνάγεται ότι δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος». Η μερική ακυρότητα προϋποθέτει όχι ότι ο λόγος (η αιτία) της ακυρότητας, δηλαδή το ελάττωμα αφορά μέρος της δικαιοπραξίας, αλλά ότι η ενέργεια της ακυρότητας κατά την έννοια του νόμου πλήττει μέρος μόνο της δικαιοπραξίας, κάποιον όρο αυτής. Διότι είναι δυνατόν ο λόγος της ακυρότητας, δηλαδή το ελάττωμα να αφορά μέρος (όρον τινά) μόνον της δικαιοπραξίας και εντούτοις η ενέργεια της ακυρότητας να είναι ολική, δηλαδή η δικαιοπραξία να είναι εξ ολοκλήρου άκυρη (βλ. Μπαλή, ό.π., σελ. 199 παρ.71). Ο παραπάνω κανόνας του άρθρου 181 ΑΚ έχει εφαρμογή και στην ενιαία εξωτερικώς δικαιοπραξία, η οποία συντίθεται από περισσότερες αυτοτελείς δικαιοπραξίες που βρίσκονται μεταξύ τους σε κάποιο σύνδεσμο, χωρίς να απαιτείται η υποβολή των συμφωνιών σε ενιαίο έγγραφο. Το περιεχόμενο της δικαιοπραξίας πρέπει να μπορεί να κατατμηθεί σε πολλά μέρη, χωρίς να μεταβάλλεται το είδος της. Δηλαδή να μπορεί το υπόλοιπο μέρος της δικαιοπραξίας να ισχύει ως αυτοτελής δικαιοπραξία (βλ. ΕφΑθ 3327/99, Αρμ 2000, σελ. 209, Νικόλαος Τριάντος, Αστικός Κώδικας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Νομική Βιβλιοθήκη 2010, σελ. 244). Η δικαιοπραξία κατά το μέρος αυτό είναι ισχυρή, εκτός αν συνάγεται ότι τα μέρη δεν θα επιχειρούσαν τη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος αλλά απέβλεπαν σε αυτή ως ενιαίο αδιάσπαστο σύνολο. Στην περίπτωση αυτή πρόκειται για αναζήτηση κατά τον χρόνο κατάρτισης, της υποθετικής βούλησης των μερών, δηλαδή της βούλησης που θα είχαν αυτά αν γνώριζαν την ακυρότητα του μέρους και όχι για ερμηνεία της βούλησής τους αφού αυτή είναι δεδομένη ότι κατευθυνόταν στη σύναψη της όλης δικαιοπραξίας. Συνεπώς προϋποτίθεται άγνοια των μερών, κατά τον χρόνο σύναψης της δικαιοπραξίας, της ακυρότητας του μέρους γιατί αν τη γνώριζαν, η γνώση τους υποδηλώνει βούληση για την ισχύ του άκυρου μέρους και συνεπώς η δικαιοπραξία κατά το υπόλοιπο μέρος είναι ισχυρή, χωρίς την επίκληση του άνω κανόνα. Η διακρίβωση της υποτιθέμενης βούλησης των μερών εξαρτάται από τα περιστατικά κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης, τα ελατήρια, τον σκοπό, τα αντιμαχόμενα συμφέροντα και με βάση τους κανόνες της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών. Κρίσιμος γι’ αυτή χρόνος είναι ο της σύναψης της δικαιοπραξίας. Είναι ενδεχόμενο να απαιτείται αναπροσαρμογή του υπόλοιπου μέρους, οπότε πρέπει να διακριβωθεί, αν δεν συμφωνούν τα μέρη, η υποτιθέμενη προς τούτο βούλησή τους και αν δεν μπορεί να διακριβωθεί, άκυρη είναι η όλη δικαιοπραξία (Β. Βαθρακοκοίλης, ό.π., σελ. 773, 774).

Στην προκειμένη περίπτωση, αναφορικά με το αίτημα της δεύτερης ενάγουσας να αναγνωρισθεί αποκλειστική κυρία του γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ …………. με βάση τη χρησικτησία του άρθρου 4 παρ.1 εδ.α’ του ν. 3127/2003 και να γίνει η σχετική διόρθωση στο οικείο κτηματολογικό βιβλίο του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιά, η εκκαλουμένη απέρριψε ως μη νόμιμο το παραπάνω αίτημα ως προς το ½ εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας επί του οικοπέδου το οποίο φέρεται να της μεταβίβασε ο πατέρας της (πρώτος ενάγων) δυνάμει συμβολαιογραφικής πράξης γονικής παροχής, νομίμως μεταγεγραμμένης με παρακράτηση, εκ μέρους του, ποσοστού ½  επικαρπίας επί του διαμερίσματος του ισογείου ορόφου στο ως άνω οικόπεδο, «καθότι με το ανωτέρω συμβόλαιο γονικής παροχής έλαβε χώρα παρακράτηση εκ μέρους του πρώτου ενάγοντα ποσοστού ½ επικαρπίας όχι επί του επίδικου οικοπέδου αλλά επί του διαμερίσματος του ισογείου χωρίς να έχει λάβει χώρα σύσταση οριζοντίου ιδιοκτησίας». Εντούτοις, ως προς το θέμα αυτό, η εκκαλουμένη παρείδε ότι με το υπ’ αρ. ……/1991 συμβόλαιο γονικής παροχής με παρακράτηση δικαιώματος επικαρπίας της συμβ/φου Νίκαιας ………… ο πρώτος ενάγων- παρέχων γονέας φέρεται να προβαίνει σε διαχωρισμό του μεταβιβαζόμενου προς την θυγατέρα του προς ην η γονική παροχή δεύτερη ενάγουσα δικαιώματος συγκυριότητας στο ½ εξ αδιαιρέτου στο επίδικο ακίνητο, ως προς την ψιλή κυριότητα επί του ως άνω οικοπέδου την οποία δηλώνει ότι μεταβιβάζει στην θυγατέρα του χωρίς κάποια διάκριση και ως προς την επικαρπία την οποία μεταβιβάζει μεν προς την δεύτερη ενάγουσα, πλην όμως παρακρατώντας το ½ εξ αδιαιρέτου του δικαιώματος επικαρπίας στο ισόγειο διαμέρισμα της διώροφης οικοδομής που έχει ανεγερθεί στο ως άνω οικόπεδο για όσο ζει, οπότε ναι μεν η γονική παροχή ως προς την επικαρπία δεν μπορεί να λάβει χώρα, όπως επισημαίνει η προσβαλλόμενη απόφαση, χωρίς σύσταση οριζόντιων ιδιοκτησιών, όμως η μεταβίβαση από τον πρώτο ενάγοντα του ποσοστού του της ψιλής κυριότητας επί του οικοπέδου στη δεύτερη ενάγουσα δεν πάσχει από κάποια ακυρότητα, ούτε η τυχόν ακυρότητα της σύμβασης ως προς τη συμφωνία μεταβίβασης της επικαρπίας από τον πρώτο στην δεύτερη ενάγουσα συμπαρασύρει σε ακυρότητα την πρώτη συμφωνία που αφορά στη μεταβίβαση της ψιλής κυριότητας στο ½ εξ αδιαιρέτου επί του επίδικου γεωτεμαχίου. Εξάλλου, σημειώνεται ότι το αίτημα αναγνώρισης αποκλειστικής πλήρους κυριότητας της δεύτερης ενάγουσας στο επίδικο γεωτεμάχιο και της σχετικής διόρθωσης στο κτηματολογικό φύλλο εμπεριέχει ως έλασσον το αίτημα αναγνώρισης έστω της ψιλής κυριότητας της δεύτερης ενάγουσας στο εν λόγω γεωτεμάχιο και της σχετικής διόρθωσης στο κτηματολογικό φύλλο, και κατά το μέρος της συγκυριότητας που φέρεται να της μεταβίβασε με γονική παροχή ο πατέρας της, οπότε σε κάθε περίπτωση, τούτο πρέπει να εξεταστεί ως αγωγικό αίτημα από το Δικαστήριο στην ουσία του.

Ακολούθως, από την εκτίμηση της επιμελεία της δεύτερης ενάγουσας- ήδη εκκαλούσας- δεύτερης εφεσίβλητης δοθείσας ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά υπ’ αρ. ……../27.6.2019 ένορκης βεβαίωσης του . ………, συζύγου της εκκαλούσας, κατόπιν νόμιμης κι εμπρόθεσμης κλήτευσης του εναγόμενου (βλ. την υπ’ αρ. ………../24.6.2019 έκθεση επίδοσης της δικ. επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών ……..) κι απ’ όλα τα έγγραφα που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο ακίνητο είναι οικόπεδο, επιφάνειας, σύμφωνα με το Κτηματολόγιο, 220 τ.μ., κείμενο στην περιοχή ….. της περιφέρειας του Δήμου Κερατσινίου και επί της οδού …………, εμφαινόμενο ως αγροτεμάχιο φερόμενης επιφάνειας 198,80 τ.μ. με τον αριθμό …. στο από Αύγουστο 1967 σχεδιάγραμμα του πολιτικού υπομηχανικού ……, το οποίο έχει κατατεθεί στο υπ’ αρ. ………../1967 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιά …….., συνορευόμενο ανατολικά επί πλευράς 24,70 μέτρων με το υπ’ αρ. 10 αγροτεμάχιο, δυτικά επί πλευράς 25 μέτρων με το υπ’ αρ. … αγροτεμάχιο, βόρεια επί προσώπου 8 μέτρων με την οδό ………. και νότια επί πλευράς 8 μέτρων με ιδιοκτησία πρώην ……….. και ήδη αγνώστων. Επίσης το ανωτέρω οικόπεδο εμφαίνεται στο από τον Μάιο 1991 τοπογραφικό διάγραμμα της μηχανικού ………., που προσαρτάται στην υπ’ αριθ. ……../1991 δήλωσης αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Νίκαιας ………., σύμφωνα με το οποίο, αυτό είναι εντός σχεδίου πόλεως, έχει έκταση 198,80 τ.μ. και συνορεύει βόρεια με πρόσοψη Α Β μέτρων 8, με την οδό …………., νότια με πλευρά Γ Δ μέτρων 8, με γειτονική ιδιοκτησία αγνώστων, ανατολικά με πλευρά Β Γ μέτρων 24,70 με γειτονική ιδιοκτησία αγνώστων και δυτικά με πλευρά Α Δ μέτρων 25 με γειτονικές ιδιοκτησίες αγνώστων. Το επίδικο ακίνητο απέκτησαν ο πρώτος ενάγων και η σύζυγός του και μητέρα της δεύτερης ενάγουσας ……….., έκαστος σε ποσοστό ½  εξ αδιαιρέτου, δυνάμει του υπ’ αρ. ………/1969 συμβολαίου αγοράς του συμβολαιογράφου Πειραιά ………, νομίμως μεταγεγραμμένου στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά (τ. …., α.α. ….), σε συνδυασμό με την υπ’ αρ. ……./1972 συμβολαιογραφική πράξη εξόφλησης του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγεγραμμένη στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά (τ. …., α.α. ……….). Στη συνέχεια, η ………. απεβίωσε στις 24.4.1991, αφήνοντας μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους της, κατά τον χρόνο θανάτου της, τον πρώτο ενάγοντα σύζυγό της, ο οποίος αποποιήθηκε το κληρονομικό του δικαίωμα δυνάμει της υπ’ αρ. …../1991 δήλωσής του στο Πρωτοδικείο Πειραιά και την δεύτερη ενάγουσα, η οποία φέρεται ότι κληρονόμησε εξ αδιαθέτου το ½ εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας της ……… στο επίδικο ακίνητο δυνάμει της υπ’ αρ.κ ……./1991 δήλωσης αποδοχής κληρονομίας της συμβ/φου Νίκαιας ………, νομίμως μεταγεγραμμένης στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά (τ. ……, α.α. ……..). Σύμφωνα δε με τα κτηματολογικά βιβλία του κτηματολογικού γραφείου Πειραιά, το επίδικο ακίνητο έχει λάβει ΚΑΕΚ …………., στο οικείο δε κτηματολογικό φύλλο φέρεται με έκταση 220 τ.μ. και ως ανήκον στην πλήρη κυριότητα του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο έχει ενταχθεί στο σχέδιο πόλης του Δήμου Κερατσινίου- Δραπετσώνας και βρίσκεται σε περιοχή κατοικημένη από πολλά χρόνια, η οποία έχει κατατμηθεί σε οικόπεδα από δεκαετίες. Ακόμη, αποδείχθηκε ότι οι δικαιοπάροχοι της δεύτερης ενάγουσας, γονείς της ασκούσαν συνεχώς, από το έτος 1969 που απέκτησαν ο καθένας με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία (αγορά) ποσοστό ½  εξ αδιαιρέτου της νομής του επίδικου ακινήτου με τον προαναφερόμενο τίτλο κτήσης, με καλή πίστη όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό του επίδικου οικοπέδου πράξεις νομής. Οι παραπάνω δικαιοπάροχοι της δεύτερης ενάγουσας (…. και ……..) συνέπραξαν ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιά ……… στην κατάρτιση του υπ’ αρ. ……./1969 συμβολαίου αγοράς του τότε αγροτεμαχίου, όπου στο σχετικό έγγραφο εκτίθεται αναλυτικά ιστορική διαδοχή συμβολαίων που αφορούν στην ευρύτερη περιοχή όπου εμπίπτει το επίδικο ακίνητο, με βάση τα οποία (συμβόλαια) εμφανίστηκε ως κύριος του επίδικου ακινήτου ο πωλητής …….. Αναφέρεται, λοιπόν, στο σχετικό συμβόλαιο ότι ο πωλητής έχει στην αδιαφιλονίκητη κυριότητά του έναν αγρό εκτάσεως 12.798,95 τ.μ. στη θέση «…» ή «….» της περιφέρειας του τέως Δήμου Πειραιώς και ήδη Κερατσινίου, όπως εμφαίνεται στο από μηνός Αυγούστου 1967 σχεδιάγραμμα του από μηνός Αυγούστου 1967 σχεδιάγραμμα του πολιτικού υπομηχανικού …….. που κατατέθηκε στον ίδιο συμβ/φο με την υπ’ αρ. ………/1967 πράξη του και το οποίο περιγράφεται ως προς τις πλευρικές του διαστάσεις και ότι ολόκληρος ο αγρός περιήλθε στον πωλητή εξ αγοράς από μείζονα έκταση 26 στρεμμάτων από τους ………. και ………. δυνάμει του υπ’ αριθ. ………/1931 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς ………. νομίμως μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Πειραιώς (τ. …… και με α.α. …….) σε συνδυασμό προς την ενώπιον του συμβ/φου Πειραιώς ……….. συνταγείσα στις 19.5.1952 υπ’ αρ. ……. πράξη διευθετήσεως ορίων, ως και το υπ’ αρ. ……./1953 διανεμητήριο συμβόλαιο του συμβ/φου Πειραιώς . ……, όμως μεταγραφέντος στα παραπάνω βιβλία (τ. ……, α.α. …….). Επίσης ότι στους παραπάνω δικαιοπαρόχους του πωλητή, …… και ……… ο αγρός αυτός είχε περιέλθει από κληρονομία του άνευ διαθήκης αποβιώσαντος το έτος 1891 πατρός τους, …….., στον οποίο είχε περιέλθει εξ αγοράς δυνάμει του υπ’ αρ. …./1883 συμβολαίου του συμβ/φου Πειραιώς ………, μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Πειραιώς (τ. …, α.α. …) από τον . ….., στον οποίο είχε περιέλθει ωσαύτως εξ αγοράς παρά του Ελληνικού Δημοσίου δυνάμει του υπ’ αρ. …. παραχωρητηρίου του Υπουργείου Οικονομικών, νομίμως μεταγραφέντος στα αυτά βιβλία στον τόμο ΟΑ, με α.α. …. Ότι μεταξύ των ανωτέρω αγροτεμαχίων περιλαμβανόταν το επίδικο ένα (1) κείμενο εκτός σχεδίου, εκτάσεως 198,80 τ.μ., εμφαινόμενο με τον αριθμό έντεκα (11) στο προμνησθέν σχεδιάγραμμα του υπομηχανικού .. ………., όπως περιγράφεται πιο πάνω στην παρούσα. Δηλαδή οι άμεσα δικαιοπάροχοι της δεύτερης ενάγουσας, γονείς της, στήριξαν την πίστη τους ότι αγόραζαν αγροτεμάχιο από πραγματικό κύριο σε σειρά συμβολαίων τα οποία μνημονεύτηκαν στο δικό τους αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, αλλά και σε κατατεθειμένο στον ίδιο συμβολαιογράφο τοπογραφικό διάγραμμα, ενώ στη συνέχεια προχώρησαν σε εξόφληση του συμφωνηθέντος τιμήματος των 80.000 δραχμών, πράξη στην οποία δεν θα προέβαιναν αν θεωρούσαν ότι ο πωλητής δεν ήταν πραγματικός κύριος του επίδικου ακινήτου, συνταχθείσας της υπ’ αριθ. ……./20.6.1972 πράξεως εξόφλησης υπολοίπου τιμήματος- άρσις διαλυτικής αιρέσεως από τον συμβολαιογράφο Αθηνών . …….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Πειραιώς στον τόμο … με α.α. ….. Από το έτος 1969, ο ………. και η ………… φρόντιζαν το επίδικο γεωτεμάχιο προβαίνοντας σε καθαρισμό του, ενώ στη συνέχεια με εντολή τους εκδόθηκαν οι υπ’ αρ. …./1974 και …../1982 οικοδομικές άδειες με βάση τις οποίες ανήγειραν το διαμέρισμα του ισογείου και το διαμέρισμα του πρώτου ορόφου αντίστοιχα, σε διώροφη οικοδομή εντός του επίδικου οικοπέδου. Οι γονείς της δεύτερης ενάγουσας κατοικούσαν στο ισόγειο διαμέρισμα της παραπάνω οικοδομής μετά το έτος 1974 μέχρι τον θάνατο της ………….. στις 24.4.1991, οπότε συνέχισε να κατοικεί σε αυτό μόνος του ο πρώτος ενάγων, στο ίδιο δε διάστημα εκείνοι συντηρούσαν την οικοδομή που έχτισαν στο επίδικο οικόπεδο, κατέβαλλαν τους αναλογούντες στο επίδικο ακίνητο φόρους, χωρίς ποτέ να ενοχληθούν από τρίτους και ειδικότερα από όργανα του εναγόμενου, απεναντίας δε το Ελληνικό Δημόσιο εισέπραττε τους φόρους που του κατέβαλλε το ζεύγος ……, ενώ δεν προέβη ποτέ στη σύνταξη πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής κατά τις διατάξεις περί δημοσίων κτημάτων για να αποβάλει τους αγοραστές και συννομείς του επίδικου ακινήτου. Επομένως, αποδείχθηκε ότι το έτος 1991, η δεύτερη ενάγουσα αφενός έλαβε τη νομή ως προς το ½ εξ αδιαιρέτου του επίδικου γεωτεμαχίου διανοία συγκυρίας κατά το παραπάνω ποσοστό κατ’ άρθρο 983 ΑΚ, δυνάμει εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής στο επίδικο από τη μητέρα της που απεβίωσε κατά τα ανωτέρω στις 24.4.1991 και η δεύτερη ενάγουσα αποδέχθηκε την επαχθείσα σε αυτή κληρονομία με την υπ’ αρ. ………./26.6.1991 δήλωση αποδοχής κληρονομίας της συμβ/φου Νίκαιας ………., νομίμως μεταγραφείσας στο Υποθηκοφυλακείο Πειραιά (τόμος ….., με α.α. ….), αφετέρου έλαβε τη νομή του ½ εξ αδιαιρέτου της ψιλής κυριότητας στο ίδιο ακίνητο από τον πατέρα της, πρώτο ενάγοντα κατόπιν κατάρτισης του υπ’ αρ. …../26.6.1991 συμβολαίου γονικής παροχής ημίσεος (1/2) εξ αδιαιρέτου αστικού ακινήτου με παρακράτηση δικαιώματος επικαρπίας ½ εξ αδιαιρέτου επί του ισογείου ορόφου της ίδιας συμβ/φου, νομίμως μεταγραφέντος, οπότε ναι μεν δεν ήταν έγκυρη η συμφωνία μεταβίβασης μέρους της επικαρπίας του πρώτου ορόφου μόνο στην δεύτερη ενάγουσα, καθώς δεν είχε γίνει προηγουμένως σύσταση οριζόντιων ιδιοκτησιών, πλην όμως νομίμως μεταβιβάσθηκε από τον πρώτο ενάγοντα παρέχοντα στη δεύτερη ενάγουσα θυγατέρα του η νομή στο ½ εξ αδιαιρέτου της ψιλής κυριότητας του επίδικου οικοπέδου. Από το έτος 1991 που η δεύτερη ενάγουσα έλαβε στη νομή το επίδικο ακίνητο κατά τα παραπάνω ποσοστά, κατοικούσε συνεχώς στο διαμέρισμα του πρώτου ορόφου της προαναφερόμενης διώροφης οικοδομής, κατέβαλλε τους αναλογούντες σε αυτό φόρους και συντηρούσε την οικοδομή και το επίδικο ακίνητο μέχρι τον κρίσιμο χρόνο της 19.3.2003 και γενικά ασκούσε όλες τις πράξεις που εκδηλώνουν τη βούλησή της να το εξουσιάζει από το έτος 1991 και μετά, χωρίς ποτέ να ενοχληθεί από τρίτους και ειδικότερα, από όργανα του εναγόμενου, το δε εναγόμενο εισέπραττε τους φόρους που κατέβαλλε η δεύτερη ενάγουσα για το παραπάνω ακίνητο, χωρίς να προβεί ποτέ στη σύνταξη πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής κατά τις διατάξεις περί δημοσίων κτημάτων για να την αποβάλει από αυτό. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι κατά την κτήση της νομής του επιδίκου, τόσο από τους δικαιοπάροχους της δεύτερης ενάγουσας, όσο και από την ίδια την δεύτερη ενάγουσα, αυτοί τελούσαν σε κακή πίστη. Ούτε η δεύτερη ενάγουσα κατά την κτήση της νομής στο επίδικο είχε κάποιο λόγο να αμφιβάλλει ότι το ακίνητο ανήκε κατά κυριότητα στους δικαιοπάροχους γονείς της. Κατά την κτήση, λοιπόν, της νομής στο επίδικο, τόσο οι γονείς της δεύτερης ενάγουσα, όσο και η ίδια είχαν την πεποίθηση ότι απέκτησαν οι πρώτοι την κυριότητα, η δε δεύτερη το ½ εξ αδιαιρέτου της πλήρους κυριότητας και το ½ εξ αδιαιρέτου της ψιλής κυριότητας του επίδικου οικοπέδου και ότι δεν προσέβαλαν την κυριότητα άλλου και δη του Ελληνικού Δημοσίου. Δεν προέκυψε από κάποιο στοιχείο ότι κατά την κτήση της νομής του επιδίκου από τους γονείς της δεύτερης ενάγουσας το έτος 1969, αυτοί γνώριζαν με κάποιο τρόπο τα προβαλλόμενα δικαιώματα του Ελληνικού Δημοσίου, ούτε βέβαια ότι η δεύτερη ενάγουσα το έτος 1991, όταν περιήλθε σε αυτή η νομή του επίδικου ακινήτου, όπου βρισκόταν και η κατοικία της, είχε λάβει γνώση τέτοιων διεκδικήσεων, αφού μέχρι τότε το Ελληνικό Δημόσιο δεν είχε προβεί σε κάποια εμφανή ενέργεια σε αυτό, ούτε είχε εκδώσει γι’ αυτό πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η επίδικη έκταση εμπίπτει στο καταγεγραμμένο με ΑΒΚ …… δημόσιο κτήμα εκτάσεως 1.000 στρεμμάτων, το οποίο αποτελεί τμήμα μεγαλύτερου κτήματος 10.000 στρεμμάτων και είναι γνωστό με την ονομασία «Εθνικό Λειβάδιο» ή «…..», συνορεύει δε ανατολικά με τον λόφο …, δυτικά με γαίες της Μονής Σκαραμαγκά, αρκτικά με λειβάδιο ….. και μεσημβρινά εν μέρει με γαίες που παραχωρήθηκαν από αυτό στον ……….. και εν μέρει με εθνικές γαίες που ανήκαν κατά κυριότητα στη διαλυθείσα Μονή Αγίου ……… Η περιοχή του «….», μετά το τέλος των αγώνων υπέρ της ανεξαρτησίας του Ελληνικού Έθνους, κατελήφθη από το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο άρχισε να τη νέμεται και να την κατέχει με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, συνεχώς και αδιαλείπτως μέχρι το έτος 1915, αλλά και μετά το έτος αυτό, ενεργώντας με τα νόμιμα όργανά του όλες τις πράξεις νομής, που προσιδιάζουν στη φύση και στον προορισμό του, όπως εκμισθώσεις, παραχωρήσεις, εκδόσεις πρωτοκόλλων διοικητικής αποβολής, φύλαξη, επιτήρηση, εποπτεία και αποκρούσεις κάθε είδους επεμβάσεων τρίτων επί αυτού. Εντούτοις δεν αποδείχθηκε ότι οι ενέργειες αυτές αφορούσαν τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1960 και μετά και το επίδικο ακίνητο. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι οι άμεσοι δικαιοπάροχοι γονείς της δεύτερης ενάγουσας νέμονταν το επίδικο ακίνητο με διάνοια συγκυρίων στο ½ εξ αδιαιρέτου ο καθένας με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία, ήτοι συμβόλαιο αγοράς από το έτος 1969, ο οποίος (τίτλος) δηλαδή καταρτίσθηκε και μεταγράφηκε μετά το έτος 1945, απέκτησαν δε τη νομή με καλή πίστη, πιστεύοντας ακράδαντα ότι το είχαν αγοράσει από αληθινό κύριο και ότι δεν προσβάλλουν τα δικαιώματα κανενός άλλου, το νέμονταν δε αυτοί στο διάστημα 1969 έως 1991, χτίζοντας εκεί τη διώροφη μόνιμη κατοικία τους και από το έτος 1991, κατά τα προαναφερθέντα, τις ίδιες πράξεις ασκούσε η κόρη τους δεύτερη ενάγουσα, αυτή δε με καλή πίστη με διάνοια ψιλής κυρίας κατά το ½ εξ αδιαιρέτου που αναλογούσε αρχικά στον πατέρα της το οποίο της παραδόθηκε ως γονική παροχή και πλήρους κυρίας κατά το υπόλοιπο ½ εξ αδιαιρέτου που αναλογούσε αρχικά στη μητέρα της και έλαβε ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος της, για διάστημα τουλάχιστον δέκα ετών μέχρι την έναρξη του ν. 3127/2003, στις 19.3.2003, χωρίς να διαταραχθεί η νομή της από το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, με αποτέλεσμα η τελευταία να αποκτήσει το ½ εξ αδιαιρέτου της πλήρους κυριότητας και το υπόλοιπο ½ εξ αδιαιρέτου της ψιλής κυριότητας επί του επίδικου οικοπέδου σύμφωνα με την περίπτωση α’ του άρθρου 4 παρ.1 του ν. 3127/2003. Ούτε άλλωστε αποδείχθηκε ότι το επίδικο βρίσκεται σε κοινόχρηστο χώρο, όπως υποστηρίζει το εκκαλούν Δημόσιο με τον τρίτο λόγο έφεσης. Περαιτέρω, κατά την ένταξη της περιοχής του Κερατσινίου στο Κτηματολόγιο, η δεύτερη ενάγουσα είχε αναθέσει στον πατέρα της πρώτο ενάγοντα να προβεί σε όλες τις νόμιμες ενέργειες για την υποβολή δήλωσης της ιδιοκτησίας της στο Κτηματολόγιο, πλην όμως ο τελευταίος λόγω προβλημάτων υγείας και της μετακόμισής του τους θερινούς μήνες του έτους στη νήσο Σύρο, όπου φέρεται ότι είναι ο τόπος καταγωγής του, το αμέλησε (βλ. την υπ’ αριθ. ……./2019 ένορκη βεβαίωση του γαμπρού του, ……….), με αποτέλεσμα στο σχετικό κτηματολογικό φύλλο του επίδικου οικοπέδου να γίνει καταχώριση της Απόφασης του Προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιώς με αριθμό και ημερομηνία καταχώρισης ……- 15/1/2019 και κύριος του ακινήτου στη διεύθυνση …………. στο Κερατσίνι- όπως η διεύθυνση αυτή είχε διορθωθεί με πρωτοβουλία της δεύτερης ενάγουσας το έτος 2009 ως προς τον αριθμό «4» αντί του αρχικού «6»- να φαίνεται το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο. Ήδη όμως από τις 19.3.2003, πλήρης κυρία κατά το ½ εξ αδιαιρέτου και ψιλή κυρία κατά το υπόλοιπο ½ εξ αδιαιρέτου του παραπάνω οικοπέδου είχε καταστεί κατ’ άρθρο 4 παρ.1 εδ.α’ του ν. 3127/2003 η δεύτερη ενάγουσα, η οποία το πρώτον έλαβε γνώση της διεκδίκησης του επίδικου ακινήτου από το Ελληνικό Δημόσιο μετά την ως άνω προσβαλλόμενη καταχώριση του ακινήτου στο κτηματολογικό του φύλλο ως δημόσιο που έλαβε χώρα στις 15.1.2019. Κατόπιν τούτου, η δεύτερη ενάγουσα- ήδη εκκαλούσα- δεύτερη εφεσίβλητη έχει έννομο συμφέρον να αναγνωριστεί από το παρόν Δικαστήριο, αυτή αντί του Ελληνικού Δημοσίου, κατά τα παραπάνω ποσοστά εν μέρει πλήρης κυρία και εν μέρει ψιλή κυρία του με ΚΑΕΚ ……….. οικοπέδου με τίτλο κτήσης της τη χρησικτησία σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 4 παρ.1 εδ.α’ του ν. 3127/2003 και να γίνει η σχετική διόρθωση ως προς την ανακριβή καταχώριση στα οικεία κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιά. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή της δεύτερης ενάγουσας και αναγνώρισε αυτή συγκυρία κατά το ποσοστό του 50% εξ αδιαιρέτου του επίδικου οικοπέδου κατά το μέρος της συννομής που είχε κληρονομήσει εξ αδιαθέτου από τη μητέρα της, με τίτλο κτήσης πλέον τη χρησικτησία του άρθρου 4 παρ.1 εδ.α’ του ν. 3127/2003 και διέταξε τη σχετική διόρθωση της σχετικής εγγραφής στα οικεία κτηματολογικά βιβλία ορθά μεν έκρινε ως προς το παραπάνω επιμέρους αίτημα της δεύτερης ενάγουσας, ως προς το οποίο όμως συμπληρώνεται η αιτιολογία της εκκαλουμένης με την αιτιολογία της παρούσας κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, εσφαλμένα δε απέρριψε το περιεχόμενο στην ένδικη αγωγή αίτημα αναγνώρισης και διόρθωσης στα οικεία κτηματολογικά βιβλία ως προς το έτερο ½ εξ αδιαιρέτου του δικαιώματος κυριότητας στο οικόπεδο και δη ως προς το ½ εξ αδιαιρέτου του δικαιώματος της ψιλής κυριότητας, τη νομή της οποίας παρέδωσε ο πρώτος ενάγων στην δεύτερη ενάγουσα στις 26.6.1991 με το προαναφερόμενο υπ’ αριθ. ………/1991 συμβόλαιο γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Νίκαιας ………. Επομένως, γενομένου εν μέρει δεκτού στην ουσία του του σχετικού λόγου της από 20.10.2022 έφεσης της εκκαλούσας πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη, ως προς το εκκαλούμενο με την αμέσως παραπάνω έφεση κεφάλαιο που αφορά αποκλειστικά στο ποσοστό 50% συγκυριότητας του με το παραπάνω ΚΑΕΚ οικοπέδου, τη συννομή του οποίου ως προς την ψιλή κυριότητα κατά το ανωτέρω ποσοστό της παρέδωσε ο πρώτος ενάγων πατέρας της με το παραπάνω συμβόλαιο γονικής παροχής στις 26.6.1991 και αφού κρατηθεί και δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο η από 26.3.2019 με αριθμό κατάθεσης ………./2019 αγωγή της δεύτερης ενάγουσας, να γίνει εν μέρει δεκτή και να αναγνωριστεί η ως άνω ενάγουσα, πέραν του ποσοστού του 50% εξ αδιαιρέτου κυριότητας για το οποίο έχει αναγνωριστεί πλήρης κυρία με την 3448/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ψιλή συγκυρία κατά το υπόλοιπο ποσοστό του 50% εξ αδιαιρέτου κυριότητας, οικοπέδου στην οδό ………… στο Κερατσίνι, καταχωρισμένου στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιά με ΚΑΕΚ ………., με τίτλο κτήσης τη χρησικτησία σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 4 παρ.1 εδ.α’ του ν. 3127/2003, ακολούθως δε να διαταχθεί η διόρθωση των αρχικών εγγραφών στα κτηματολογικά βιβλία ως προς το παραπάνω δικαίωμα της δεύτερης ενάγουσας σύμφωνα με το διατακτικό. Αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί η από 3.11.2022 έφεση του εκκαλούντος Δημοσίου, πέραν των άλλων λόγων και ως προς τον δεύτερο λόγο αυτής με την οποία το εκκαλούν αμφισβητεί την απόδειξη της συνδρομής καλής πίστης στα πρόσωπα της δεύτερης ενάγουσας και των άμεσων δικαιοπαρόχων γονέων της αλλά και ως προς τον τρίτο λόγο αυτής με τον οποίο αμφισβητείται η άσκηση πράξεων νομής στο επίδικο εκ μέρους της δεύτερης ενάγουσας και των δικαιοπαρόχων της, εντέλει δε να απορριφθεί στην ουσία της η ως άνω έφεση στο σύνολό της. Περαιτέρω, τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας- δεύτερης εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, θα πρέπει τα μεν αφορώντα στην έφεση της εκκαλούσας να συμψηφισθούν με τα δικαστικά έξοδα του Ελληνικού Δημοσίου κατ’ άρθρο 22 παρ.2 εδ. β’ του ν. 3693/1957, καθώς αυτή έγινε εν μέρει δεκτή (η δεύτερη ενάγουσα- εκκαλούσα ζητούσε να αναγνωρισθεί πλήρης κυρία στο ½ εξ αδιαιρέτου της κυριότητας του επίδικου οικοπέδου και όχι ψιλή κυρία στο ½ εξ αδιαιρέτου της κυριότητας αυτού, όπως δέχθηκε η παρούσα απόφαση), τα δε δικαστικά της έξοδα που αφορούν στην έφεση του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου που απορρίφθηκε πρέπει να επιβληθούν, κατόπιν σχετικού αιτήματος αυτής, σε βάρος του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου, που ηττάται στη δίκη (άρθρο 183, 176, 191 § 2 ΚΠολΔ), τα οποία όμως θα οριστούν μειωμένα, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 22 § 1 του Ν. 3693/1957 [όπως η παράγραφος αυτή ισχύει μετά την υπ’ αριθ. 134423/8-121992 απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β’ 11/201-1993), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 § 12 του Ν. 1738/1987], κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Αντίθετα, δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας- δεύτερης εφεσίβλητης δεν ορίζονται για τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, καθώς, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη, δεν είχε συμπεριληφθεί σχετικό αίτημα στο δικόγραφο της αγωγής. Τέλος, επειδή η έφεση της εκκαλούσας έγινε δεκτή, πρέπει το κατατεθέν για την άσκησή της με κωδικό 540216307953 0418 0081 e- παράβολο του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης ποσού 100 ευρώ να επιστραφεί σε αυτή κατ’ άρθρο 495 παρ.3 προτελ. εδ. ΚΠολΔ σύμφωνα με το διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει α) την από 20.10.2022 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2022 και Ε.Α.Κ. …./2022 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2022 και Ε.Α.Κ. …../2022) έφεση κατά της 3448/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία) αντιμωλία των διαδίκων και β) την από 3.11.2022 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2022 και Α.Κ.Ε.Μ. …/2022 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2022 και Ε.Α.Κ. …../2022) έφεση κατά της ίδιας ως άνω απόφασης ερήμην του πρώτου εφεσίβλητου και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας για τον πρώτο εφεσίβλητο στην από 3.11.2022 έφεση για την περίπτωση που ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσας στο ποσό των διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ.

Απορρίπτει την από 3.11.2022 έφεση κατά του πρώτου εφεσίβλητου.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 3.11.2022 έφεση κατά της δεύτερης εφεσίβλητης.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της δεύτερης εφεσίβλητης από την αμέσως παραπάνω έφεση σε βάρος του εκκαλούντος και ορίζει αυτά στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 20.10.2022 έφεση.

Εξαφανίζει εν μέρει την 3448/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία) και δη κατά το εκκαλούμενο κεφάλαιο που αφορά στο ποσοστό του 50% εξ αδιαιρέτου κυριότητας του με ΚΑΕΚ …………. οικοπέδου, που φέρεται να απέκτησε η δεύτερη ενάγουσα από τον πρώτο ενάγοντα, …………

Κρατεί και δικάζει την από 26.3.2019 και με αριθμό κατάθεσης ………./2019 αγωγή της δεύτερης ενάγουσας ως προς το αμέσως παραπάνω κεφάλαιό της.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή της δεύτερης ενάγουσας ως προς το παραπάνω κεφάλαιο.

Αναγνωρίζει την δεύτερη ενάγουσα, πέραν του ποσοστού 50% εξ αδιαιρέτου κυριότητας επί του παρακάτω οικοπέδου ως προς το οποίο έχει ήδη αναγνωριστεί συγκυρία με την εκκαλουμένη απόφαση, ψιλή κυρία του υπόλοιπου ποσοστού 50% εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου, κείμενου στην περιοχή ……… της περιφέρειας του Δήμου Κερατσινίου και επί της οδού ………, όπως λεπτομερώς περιγράφεται στο σκεπτικό της παρούσας, καταχωρισθέντος στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιά με ΚΑΕΚ ……../……., με τίτλο κτήσης τη χρησικτησία σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 4 παρ.1 εδ.α’ του ν. 3127/2003.

Διατάσσει τη διόρθωση των αρχικών εγγραφών στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιά ώστε, ως προς το αμέσως ανωτέρω, καταχωρισθέν στο κτηματολόγιο με ΚΑΕΚ ……….. οικόπεδο, πέραν του ποσοστού του 50% εξ αδιαιρέτου για το οποίο έχει εγγραφεί πλήρης κυρία δυνάμει της εκκαλουμένης απόφασης, να εγγραφεί η δεύτερη ενάγουσα ψιλή κυρία στο υπόλοιπο ποσοστό του 50% εξ αδιαιρέτου με τίτλο κτήσης τη χρησικτησία σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 4 παρ.1 εδ. α’ του ν. 3127/2003.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων στην από 20.10.2022 έφεση για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, μεταξύ τους.

Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα της παραπάνω έφεσης του κατατεθέντος από αυτή για την άσκηση του ένδικου μέσου με κωδικό ………… e- παράβολου του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης ποσού  εκατό (100) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 28.3.2025.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ