Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 190/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

3ο ΤΜΗΜΑ

Αριθμός αποφάσεως   190 /2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Βασιλική Παπιγκιώτη, Εφέτη, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και από τη Γραμματέα Ε.Δ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας: Εταιρείας με την επωνυμία «………….., (πρώην  …………) που εδρεύει στην ……… και ενεργεί δια του γραφείου της του ν. 27/75, το οποίο είναι εγκατεστημένο στη …….. Αττικής, οδό …….., με Α.Φ.Μ ………., νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Κωνσταντίνο Εμμανουήλ και Μιχαήλ Ραψομανίκη (αμφότεροι σε ΔΕ Δικηγορική εταιρεία Θεόδωρος Β. Σιούφας, Συνέταιροι και Συνεργάτες), με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Του εφεσίβλητου: ……….., ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Ευάγγελου Αστρά (ΔΕ «Δανιόλος Δικηγορική Εταιρεία»).

Ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 8-4-2024 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2024 αγωγή του, ζητώντας τα διαλαμβανόμενα σε αυτή. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 2803/2024 απόφαση, δυνάμει της οποίας η αγωγή έγινε δεκτή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε η εναγόμενη, με την από 14-10-2024 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιά ……../2024 έφεσή της (αριθμός κατάθεσης δικογράφου και προσδιορισμού δικασίμου ενώπιον του Εφετείου Πειραιά, ………../2024), δικάσιμος για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε η αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η οποία εκφωνήθηκε από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο,  ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσίβλητου ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις του, οι δε πληρεξούσιοι δικηγόροι της εκκαλούσας δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσαν προτάσεις, με τις οποίες ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς της.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Η φερόμενη προς συζήτηση και κρίση ενώπιον του παρόντος, αρμοδίου, καθ’ ύλην και κατά τόπον, Δικαστηρίου (άρθρα 19, 51 παρ. 3 Α του ν. 2172/1993 ΚΠολΔ), παραπάνω έφεση, ασκήθηκε από την, κατά τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα, πρωτοδίκως ηττηθείσα διάδικο νομίμως και εμπροθέσμως με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου στις 21-10-2024 και εντός προθεσμίας δύο ετών από την έκδοση της εκκαλουμένης (23-8-2024), (άρθρα 495 – 499, 511, 513 παρ. 1β, 516, 517, 518 παρ. 2 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 εδαφ. α’ και 7 εδαφ. α’ του ΚΠολΔ, όπως αυτές ισχύουν μετά την – κατά περίπτωση – αντικατάσταση και τροποποίησή τους από τις διατάξεις του ν. 4335/2015). Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, περαιτέρω, κατά το παραδεκτό και βάσιμο των επιμέρους λόγων της, κατά την ειδική διαδικασία που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρο 614 αρ. 3, 621 – 622 ΚΠολΔ). Επισημαίνεται, ότι η εκκαλούσα εκ του περισσού κατέθεσε το υπ’ αριθμ. κωδ. …………… e-παράβολο, ποσού εκατό ευρώ, χωρίς να υποχρεούται προς τούτο, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της υπό κρίση έφεσης, δεν απαιτείται η καταβολή παράβολου, λόγω του ότι πρόκειται για εργατική διαφορά (άρθρα 495 § 3 και 614 αρ. 3 ΚΠολΔ). Επομένως, ανεξαρτήτως της έκβασης της υπόθεσης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του ως άνω παραβόλου στην εκκαλούσα.

2.Με την από 8-4-2024 αγωγή του, ο ενάγων εκθέτει ότι προσελήφθη από την εταιρεία ……………, την 1-7-2014, προκειμένου να εργαστεί ως ναυλομεσίτης, έναντι μεικτού μηνιαίου μισθού 1.708,95 ευρώ, πλέον επιδομάτων Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας. Ότι πέραν του ως άνω μισθού του, συμφωνήθηκε η καταβολή του μηνιαίου ποσού 3.420 ευρώ (Χ 12 μήνες ετησίως), καθώς και η καταβολή επιμισθίου (bonus), σύμφωνα με τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή. Ότι το επιμίσθιο αυτό καταβαλλόταν πάντα κατά το επόμενο έτος, αφού υπολογίζονταν οι προμήθειες του προηγούμενου έτους. Ότι στις 4-3-2019 δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ η εγκατάσταση στην Ελλάδα γραφείου της …….. εταιρείας με την επωνυμία «………..», ενώ την 1η-9-2019 υπεγράφη μεταξύ της ανωτέρω εργοδότριάς του εταιρείας, της εταιρείας «………….» και του ίδιου ιδιωτικό συμφωνητικό ανάληψης υποχρεώσεων εργαζομένου από έτερο εργοδότη, δυνάμει του οποίου «μετακινήθηκε» προς απασχόληση στην εναγόμενη εταιρεία με την τότε επωνυμία «………..», παρέχοντας υπηρεσίες ναυλομεσίτη και διατηρώντας την ίδια ειδικότητα και τα ίδια καθήκοντα όπως και πριν, ότι η εναγόμενη αναγνώρισε την προϋπηρεσία του στην εταιρεία «……………» και ότι ανέλαβε όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την προϋπηρεσία του αυτή. Ότι στις 2-9-2019 υπεγράφη και τυπικά η σύμβαση εργασίας μεταξύ της εναγόμενης εταιρείας και του ίδιου, στην οποία, μεταξύ άλλων, προβλεπόταν μηνιαίος μεικτός μισθός 1.740,74 ευρώ, πλέον επιδομάτων Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας, και των ιδίων επιμισθίων (bonus) που είχαν συμφωνηθεί με την «…………». Ότι η εργασία του με την εναγόμενη εξελίχθηκε ομαλά, μέχρι τον Απρίλιο του έτους 2023, όταν, με αφορμή την παραίτησή του στις 18-4-2023, η εναγόμενη δεν του κατέβαλε τα οφειλόμενα επιμίσθια (bonus) για το έτος 2022. Ότι, ειδικότερα, το σύνολο των επιμισθίων που έπρεπε να του καταβληθεί για το έτος 2022 ανέρχεται στο ποσό των 74.000 ευρώ, εκ του οποίου το ποσό των 48.100 ευρώ καταβλήθηκε τον Μάρτιο 2023 και το ποσό των 25.900 ευρώ ήταν καταβλητέο τον Σεπτέμβριο 2023. Ότι, επιπλέον του ανωτέρω bonus, δικαιούται και bonus αποδοτικότητας λόγω της κερδοφορίας που σημείωσε το γραφείο της εταιρείας στην Ελλάδα, ποσού 45.000 ευρώ, όπως τούτο έχει αναγνωρισθεί από την εναγόμενη, με την αναφερόμενη ηλεκτρονική αλληλογραφία. Ότι, εξάλλου, ο διευθύνων σύμβουλος της εναγόμενης συμπεριέλαβε στα οικονομικά της στοιχεία του έτους 2022, το τελευταίο ποσό, αναγνωρίζοντας ουσιαστικά την υποχρέωση καταβολής του. Ότι, μετά την υποβολή της παραίτησής του, η εναγόμενη δεν του κατέβαλε το ως άνω bonus αποδοτικότητας 45.000 ευρώ, ενώ εκπρόσωποί της, του έχουν ρητά δηλώσει ότι δεν θα του καταβληθεί ούτε το bonus ποσού 25.900 ευρώ. Ότι η καταβολή των ανωτέρω bonus προμηθειών λάμβανε χώρα παγίως, με τρόπο περιοδικό, καθιστώντας τα έτσι μέρος της αντιμισθίας που του καταβαλλόταν ετησίως, ήδη από 2018 μέχρι και τον Μάρτιο του 2023, ιδρύοντας με τον τρόπο αυτό επιχειρησιακή συνήθεια εκ μέρους της εναγόμενης, η οποία ήταν συνέχεια της επιχειρησιακής συνήθειας της «……………». Με βάση το ιστορικό αυτό, και κατόπιν παραίτησης, με το δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής, εκ του δικογράφου της από 23-10-2023 και με αριθμ. έκθεσης κατάθεσης …………/2023 αγωγής του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία, ωστόσο επέχει θέση όχλησης, ζητεί να υποχρεωθεί η εναγόμενη, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να του καταβάλει το ποσό των 70.900 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την 1-11-2023, ήτοι την επόμενη ημέρα της επίδοσης στην εναγόμενη της ανωτέρω αγωγής του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, άλλως από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής. Επί της αγωγής αυτής το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 2803/2024 απόφαση, δυνάμει της οποίας η αγωγή έγινε δεκτή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η εναγόμενη – εκκαλούσα και ζητεί με τους λόγους έφεσής της, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε, εν τέλει, να απορριφθεί στο σύνολό της η ένδικη αγωγή.

3. Από τις διατάξεις των άρθρων 361, 648, 649, 653 ΑΚ και 1 της 95/1949 Διεθνούς Συμβάσεως «περί προστασίας του ημερομισθίου», που κυρώθηκε με τον ν. 3248/1955, συνάγεται ότι στη σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας ως μισθός θεωρείται κάθε παροχή, την οποία σύμφωνα με το νόμο ή τη σύμβαση ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει στον εργαζόμενο, ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Πέραν του μισθού, όμως, ενδέχεται κατά τη διάρκεια της σύμβασης ο εργοδότης να προβαίνει σε διάφορες, πρόσθετες παροχές προς τον εργαζόμενο, σε χρήμα ή σε είδος, τις οποίες δεν χορηγεί από νομική υποχρέωση, αλλά για ποικίλους λόγους ευαρέσκειας ή σκοπιμότητας, απλά και μόνο επειδή ο ίδιος βούλεται (= εκουσίως, από ελευθεριότητα). Οι παροχές αυτές, που δεν έχουν το χαρακτήρα μισθού, αποκαλούνται συνήθως «οικειοθελείς». Ο εργοδότης μπορεί να διακόψει τη χορήγησή τους σε οποιοδήποτε χρόνο και, για το λόγο αυτό, ο εργαζόμενος δεν αποκτά αξίωση για την καταβολή τους.

4.Περαιτέρω, είναι ενδεχόμενο μία παροχή, η χορήγηση της οποίας άρχισε ως «οικειοθελής», να εξελιχθεί κατά τη διάρκεια της συμβάσεως εργασίας σε «επιχειρησιακή συνήθεια» και να καταστεί υποχρεωτική. Αυτό μπορεί να συμβεί όταν η χορήγηση της παροχής επαναλαμβάνεται σταθερά και ομοιόμορφα για μεγάλο χρονικό διάστημα, με τρόπο που από τις δημιουργούμενες συνθήκες να συνάγεται σιωπηρώς η βούληση αφ` ενός του εργοδότη να τη διατηρήσει στο διηνεκές και αφ` ετέρου του εργαζόμενου να την αποδέχεται, προσβλέποντας σ` αυτήν σαν σε μισθολογική παροχή. Οπότε, παράγεται σιωπηρή συμφωνία, από την οποία η μεν παροχή αποκτά μισθολογικό χαρακτήρα, ο δε εργοδότης δεν μπορεί να αποστεί μονομερώς από τη χορήγησή της.

5.Η ως άνω εξέλιξη, όμως, αποκλείεται να επέλθει, όταν εξ αρχής ο εργοδότης κατέστησε γνωστό στον εργαζόμενο ότι η παροχή χορηγείται με την «επιφύλαξη ελευθεριότητας». Η επιφύλαξη έχει την έννοια ότι ο εργοδότης χορηγεί μεν την παροχή με τη θέλησή του, αλλά επιφυλάσσει στον εαυτό του το δικαίωμα να τη διακόψει, οποτεδήποτε, μονομερώς και αναιτιολόγητα, όταν και πάλι ο ίδιος το θελήσει. Στην περίπτωση αυτή, ο εργαζόμενος δεν δικαιολογείται να προσβλέπει στη διηνεκή διατήρηση της παροχής. Οπότε, η χορήγησή της, ανεξάρτητα προς το αν παρατείνεται για μακρό χρονικό διάστημα, ούτε επιχειρησιακή συνήθεια ούτε σιωπηρή συμβατική δέσμευση του εργοδότη και αντίστοιχη αξίωση του εργαζόμενου δημιουργεί. Ο εργοδότης, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να προβεί σε κάποια πανηγυρική, διαπλαστική δήλωση, μπορεί σε οποιοδήποτε χρόνο, να παύσει την καταβολή της παροχής.

6.Διαφορετική έννοια και λειτουργία ως προς την «επιφύλαξη ελευθεριότητας» έχει η διατύπωση της «ρήτρας ανακλήσεως» κατά την έναρξη χορήγησης της οικειοθελούς παροχής (ΑΚ 185, 186). Στην περίπτωση αυτή, το δικαίωμα ανάκλησης δεν εμποδίζει τη δημιουργία επιχειρησιακής συνήθειας και, κατ` επέκταση, σιωπηρής συμβατικής δέσμευσης του εργοδότη και αντίστοιχης αξίωσης του εργαζόμενου για την καταβολή της παροχής, όταν αυτή χορηγείται σταθερά και ομοιόμορφα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο εργοδότης, όμως, έχει την ευχέρεια να ανατρέψει την κατάσταση αυτή, ασκώντας με μονομερή, απευθυντέα δήλωσή του το δικαίωμα ανακλήσεως. Η διαφορά μεταξύ των δύο περιπτώσεων έγκειται στο ότι στην πρώτη («επιφύλαξη ελευθεριότητας») δεν γεννιέται αξίωση του εργαζόμενου για να λάβει την παροχή, ενώ στη δεύτερη («ρήτρα ανακλήσεως») γεννάται τέτοια αξίωση, η οποία απόλλυται για το μέλλον, μετά την άσκηση του δικαιώματος ανακλήσεως (ΑΠ 1174/2017, ΤΝΠ Νόμος).

7.Περαιτέρω, ο απόλυτα προστατευμένος πυρήνας της σύμβασης εργασίας, ως προς τον οποίο δεν επιτρέπεται να επιφυλάξει ο εργοδότης για τον αυτό του δικαίωμα μονομερούς διαμόρφωσης και διάκρισής του από όρους που ανήκουν στην περιφέρεια της σύμβασης εργασίας, ως προς την οποία η δυνατότητα αυτή είναι επιτρεπτή, δεν μπορεί να προσδιορισθεί γενικά και αφηρημένα για όλες τις συμβάσεις εργασίας αλλά πάντα ενόψει μιας συγκεκριμένης σύμβασης. Κρίσιμα κριτήρια θα είναι το είδος της παροχής, το ύψος της, το ύψος του μισθού που παραμένει μετά την ανάκληση, καθώς επίσης και η θέση του εργαζομένου στην επιχείρηση. Για εργαζομένους που κατέχουν ανώτατες θέσεις της υπαλληλικής ιεραρχίας και λαμβάνουν ιδιαίτερα υψηλές αμοιβές ο πυρήνας της σύμβασης εργασίας συρρικνώνεται. Για την κατηγορία αυτή των εργαζομένων, μπορεί συμβατικά να επιφυλαχθούν για τον εργοδότη ευρύτερα δικαιώματα μονομερούς προσδιορισμού ης παροχής απ’ ότι απέναντι σε άλλους εργαζομένους. Και εδώ όμως υπάρχουν όρια. (Ζερδελής, Η ανάκληση μισθολογικών παροχών ΕΕργΔ 69 σελ. 1160). Τον περιορισμό αυτό στην ελευθερία του εργοδότη να προσφεύγει στη χρήση ρητρών που του παρέχουν τη δυνατότητα ανάκλησης μισθολογικών παροχών δέχεται και η κρατούσα άποψη στη γερμανική νομολογία και θεωρία, και έχει εξελιχθεί σε ένα βασικό κανόνα ελέγχου, που ισχύει για όλες αδιακρίτως τις ρήτρες που παρέχουν στον εργοδότη δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης των όρων εργασίας και φυσικά ισχύει πολύ περισσότερο για την επιφύλαξη ελευθεριότητας, για τη ρήτρα δηλαδή εκείνη που αποκλείει ως προς συγκεκριμένη παροχή τη συμβατική δέσμευση του εργοδότη. Αποτυπώνει μια στάθμιση αντιτιθέμενων συμφερόντων: του συμφέροντος του εργοδότη για ελαστική διαμόρφωση του περιεχομένου της σύμβασης από τη μία μεριά, με το συμφέρον του εργαζομένου για διατήρηση των αρχικά συμφωνηθέντων όρων. Ο εργοδότης δεν μπορεί να μετακυλύει ολοκληρωτικά τον οικονομικό κίνδυνο στον εργαζόμενο και συνεπώς η χειροτέρευση των οικονομικών παραμέτρου μόνο εντός ορισμένοι ορίων μπορεί να επιδρά στο μισθό. Ειδικότερα το Γερμανικό Ακυρωτικό Δικαστήριο (BAG) αναγνωρίζει –και μάλιστα με μεγάλη γενναιοδωρία– ότι ρήτρες ανάκλησης σε παροχές στις ανταλλακτικές συμβάσεις δεν είναι δυσανάλογα βλαπτικές, όταν το τμήμα των αποδοχών που μπορεί να υπόκειται σε ανάκληση είναι κάτω από το 25% και δεν επηρεάζονται οι αποδοχές που προκύπτουν από τις συλλογικές συμβάσεις (βλ. BAG 12.1.2005 Β.Β. 2005.833). Με βάση τις παραπάνω επισημάνσεις θα μπορούσαμε να δεχθούμε ως κανόνα ότι ο πυρήνας της σύμβασης εργασίας θίγεται όταν οι ρήτρες ανάκλησης αφορούν παροχές που υπερβαίνουν τα 25% των συνολικών αποδοχών του εργαζομένου. Με τον περιορισμό αυτό αφενός παραμένει ένα όχι ασήμαντο τμήμα του μισθού ανακλητό ώστε να ικανοποιούνται τα εργοδοτικά συμφέροντα για ελαστικοποίηση στη διαμόρφωση της μισθολογικής πολιτικής και αφετέρου προστατεύεται ο εργαζόμενος από την επιδίωξη μετακύλισης σε σημαντικών βαθμό κινδύνων που πρέπει να φέρει ο εργοδότης. Ρήτρες που επιφυλάσσουν στον εργοδότη δικαίωμα ανάκλησης μισθολογικών παροχών σε μεγαλύτερη έκταση είναι καταχρηστικές και συνεπώς άκυρες, καθώς έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων σε βάρος του εργαζομένου (Ζερδελής, Η ανάκληση μισθολογικών παροχών ΕΕργΔ 69 σελ. 1160, Ζερδελής ΕργΔ, 81 Φεβρουάριος 2022, Τεύχος 2 (1836),)

8. Αναγνώριση της αξίωσης αποτελεί κάθε ενέργεια και συμπεριφορά του οφειλέτη απέναντι στον δανειστή, από την οποία να προκύπτει ότι ο οφειλέτης, έχοντας πλήρη επίγνωση της αξίωσης του δανειστή, θεωρεί αυτήν ότι υπάρχει, ώστε να μην είναι αναγκαία η άσκηση της σχετικής αγωγής. Τέτοια συμπεριφορά αποτελεί και η μερική καταβολή με σκοπό εξόφλησης της ένδικης αξίωσης του αξιουμένου με την αγωγή χρηματικού ποσού (ΑΠ 1668/2014, ΑΠ 1239/2010, ΤΝΠ Νόμος).

9. Περαιτέρω, η σύμβαση με την οποία αναγνωρίζει κάποιος το χρέος που έχει από ορισμένη αιτία, δεν προβλέπεται ρητώς από τον Α.Κ., ισχύει όμως διεπομένη από το άρθρο 361 αυτού, το οποίο παρέχει ελευθερία συνάψεως ποικίλου περιεχομένου συμβάσεων δεσμευτικώς για τους συμβαλλομένους, αρκεί το περιεχόμενο τους να μην προσκρούει σε απαγορευτικό νόμο ή στα χρηστά ήθη. Η σύμβαση αυτή, η οποία διαφέρει από τη ρυθμιζόμενη από το άρθρο 873 Α.Κ. αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, καταρτίζεται σε αντίθεση με εκείνη κατ’ αρχήν ατύπως και ιδρύει νέα ενοχική σχέση που αποτελεί νέα αυτοτελή βάση υποχρεώσεως προς εκπλήρωση της παροχής, δηλαδή ενοχή αυτοτελή και ανεξάρτητη από την υποκείμενη αιτία (όταν αυτό θέλησαν οι συμβαλλόμενοι και δεν απέβλεψαν μόνο στην παροχή αποδεικτικού μέσου για την ύπαρξη του χρέους ή στην επιβεβαίωση προϋφισταμένης εννόμου σχέσεως, την οποία διασφαλίζουν έτσι από ενδεχόμενα ελαττώματα), με συνέπεια αυτός που αναγνωρίζει την από ορισμένη αιτία οφειλή του να μη μπορεί πλέον να προτείνει τις ενστάσεις που είχε από την κύρια αιτία. Στην περίπτωση αυτή, για την πληρότητα της αγωγής, όσον αφορά την αιτία από την οποία προέρχεται το αναγνωρισθέν χρέος, αρκεί η παράθεση στο δικόγραφο αυτής όσων πραγματικών στοιχείων είναι αναγκαία για τον προσδιορισμό της αναγνωριζομένης ενοχής, ώστε να μη γεννάται αμφιβολία γι’ αυτήν (ΑΠ 1424/2017, ΑΠ 1279/2012, ΑΠ 523/2001,ΤΝΠ ).

10. Με τον πρώτο λόγο έφεσης η εκκαλούσα διαμαρτύρεται ότι η ένδικη αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστη, εφόσον δεν προσδιορίζονται σε αυτή η βάση και ο τρόπος με τον οποίο υπολογίζονται τα συγκεκριμένα κονδύλια του επιδόματος (bonus) και του επιπρόσθετου bonus αποδοτικότητας που διεκδικούνται, καθιστώντας έτσι αδύνατη την αντίκρουση των αγωγικών αξιώσεων. Ειδικότερα, η εκκαλούσα διατείνεται ότι ο ενάγων, αναφορικά με το bonus επί των προμηθειών που διεκδικεί, δεν αναφέρει διεξοδικά τα ποσά των προμηθειών, τον ακριβή χρόνο είσπραξής τους, τα επ’ αυτών ποσοστά και τους καταβάλλοντες τις προμήθειες τρίτους, ώστε να επαληθευτεί το συνολικό ποσό που διεκδικεί. Επιπλέον, η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι αναφορικά με το ποσό που ο ενάγων διεκδικεί για bonus αποδοτικότητας επί των εισπράξεών, σε ποσοστό 5% επ’ αυτών, δεν αναφέρει τα συγκεκριμένα ποσά των εν λόγω εισπράξεων, ούτε το ακριβές αντικείμενο αυτών, καθώς και τα πρόσωπα που τις κατέβαλαν. Ωστόσο, ο ενάγων αξιώνει την καταβολή των ανωτέρω κονδυλίων, αναφερόμενος σε ηλεκτρονική αλληλογραφία με την εναγόμενη, η οποία, κατά τους ισχυρισμούς του, είχε αναγνωρίσει το ύψος αυτών. Ισχυρίζεται, επομένως, με το αγωγικό δικόγραφο, ότι υφίσταται σύμβαση αιτιώδους αναγνώρισης χρέους (άρθρο 361 ΑΚ), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα, και βάσει του ως άνω αιτείται τα υπό κρίση κονδύλια. Επομένως δεν υφίσταται αοριστία στο δικόγραφο της αγωγής και ο πρώτος λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος

11. Από την ανωμοτί εξέταση του νομίμου εκπροσώπου του στην Ελλάδα εγκατεστημένου γραφείου της εναγομένης, κατ’ άρθρο 25 του ν. 27/1975, ως διαδίκου, που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και εμπεριέχεται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης της εκκαλουμένης και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, μεταξύ των οποίων και τα ξενόγλωσσα έγγραφα που είναι συνταγμένα στην αγγλική γλώσσα, την οποία το Δικαστήριο κατανοεί και προσκομίζονται χωρίς να συνοδεύονται στο σύνολό τους από την κατ’ άρθρο 454 ΚΠολΔ επίσημη μετάφραση, θα ληφθούν δε υπόψη ως αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου (ΑΠ 1483/2021, ΤΝΠ Νόμος) καθώς και, τέλος, από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (αρ. 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την υπ’ αριθ. 2212.2-1/5235/12888/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (ΦΕΚ 738 B’/4-3-2019) εγκρίθηκε η εγκατάσταση στην Ελλάδα γραφείου της εναγόμενης εταιρείας με την επωνυμία «……………….» που εδρεύει στην Κύπρο, και η υπαγωγή της στις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 27/1975, με σκοπό να απασχολείται αποκλειστικά και μόνο με τη μεσιτεία ναυλώσεων ή αγοραπωλησιών ή ναυπηγήσεων πλοίων με ελληνική ή ξένη σημαία πάνω από 500 κόρους ολικής χωρητικότητας, με εξαίρεση τα επιβατικά ακτοπλοϊκά πλοία και τα εμπορικά πλοία που εκτελούν εσωτερικούς πλόες, καθώς και με την αντιπροσώπευση επιχειρήσεων που έχουν σαν αντικείμενο εργασιών τις ίδιες παραπάνω δραστηριότητες. Ακολούθως, με την υπ’ αριθ. 2212.2-1/5235/12112/2020 απόφαση του ως άνω Υπουργού (ΦΕΚ 691 Β’/4-3-2020) τροποποιήθηκε η ως άνω απόφαση ως προς την επωνυμία της εναγόμενης από «…………» σε «…………..», διατηρούμενων κατά τα λοιπά σε ισχύ των όρων της προηγούμενης απόφασης. Εξάλλου, πριν την εγκατάσταση γραφείου στην Ελλάδα της εναγόμενης, δυνάμει της υπ’ αριθ. 3122.1/4750/01/2014 απόφασης του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου (ΦΕΚ 562 Β’/6-3-2014), είχε εγκαταστήσει γραφείο η εταιρεία με την επωνυμία «…………..», με έδρα τις …… ., η οποία έπαυσε τη λειτουργία της στην Ελλάδα, όταν εγκαταστάθηκε το γραφείο της εναγόμενης, κατά τα ανωτέρω. Περαιτέρω, ο ενάγων προσλήφθηκε την 1-7-2014 από την προαναφερόμενη εταιρεία, προκειμένου να απασχοληθεί ως ναυλομεσίτης, έναντι μηνιαίου μεικτού μισθού ύψους 1.708,95 ευρώ, ενώ περαιτέρω, συμφωνήθηκε η καταβολή στον ενάγοντα σε μετρητά πλέον του ως άνω μισθού του, του ποσού των 3.420 ευρώ μηνιαίως, καθώς και η καταβολή προμηθειών ποσοστού 25% στις ολοκληρωμένες συμφωνίες, με πληρωμή της αμοιβής αυτής μία φορά ανά έτος. Εξάλλου, δυνάμει του από 3-8-2018 πρακτικού συνεδρίασης του διοικητικού συμβουλίου της ως άνω εταιρείας, ο ενάγων ορίστηκε νόμιμος εκπρόσωπός της στην Ελλάδα. Εν συνεχεία, την 1-9-2019 αποφασίστηκε η μετακίνησή του από την ανωτέρω εταιρεία και η απασχόλησή του έκτοτε στην εναγόμενη με την τότε επωνυμία «………………», με την ίδια ειδικότητα και καθήκοντα. Με το από 1-9-2019 ιδιωτικό συμφωνητικό που συνήφθη μεταξύ της ανωτέρω αρχικής εργοδότριας, της εναγόμενης και του ενάγοντος, συμφωνήθηκε ότι η εναγομένη «αναγνωρίζει την προϋπηρεσία του από 1-7-2014 στην πρώτη (ενν. αρχική εργοδότρια) και αναλαμβάνει έναντι του εργαζομένου, όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την προϋπηρεσία αυτή, όπως ενδεικτικά τον συνυπολογισμό της στην καταβολή χρονοεπιδομάτων, καθώς και στην καταβολή της αποζημιώσεως λόγω καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας κλπ». Εξάλλου, μεταξύ του ενάγοντος και της εναγόμενης με την τότε επωνυμία της, συνήφθη νέα σύμβαση εργασίας, στις 2-9-2019, με τον όρο 4.1 της οποίας ορίστηκε ο μισθός του πρώτου στο ποσό των 1.740,74 ευρώ μεικτά. Περαιτέρω, με τον όρο 4.3 της τελευταίας σύμβασης ορίστηκε ότι: «Επιπλέον του ως άνω μηνιαίου μισθού, η Εργοδότρια θα δύναται να χορηγεί στον Εργαζόμενο οικειοθελώς και κατά την απόλυτη διακριτική της ευχέρεια πρόσθετες χρηματικές παροχές βάσει της απόδοσης της Εταιρείας και του Εργαζομένου. Η Εργοδότρια διατηρεί το δικαίωμα να ανακαλεί οποτεδήποτε και κατά την απόλυτη κρίση της τις πρόσθετες αυτές χρηματικές παροχές. Όλες οι πρόσθετες αυτές αποδοχές ως χορηγούμενες κατά την απόλυτο κρίση της Εταιρείας, σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να θεωρηθούν ως μέρος των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του Εργαζόμενου, ακόμη και σε περίπτωση που ο Εργαζόμενος τις λαμβάνει συχνά, περιοδικά και ομοιόμορφα, ούτε θα λαμβάνονται υπ’ όψιν για τον υπολογισμό των επιδομάτων Χριστουγέννων, Πάσχα, Αδείας ούτε για τον υπολογισμό της αποζημιώσεως απολύσεως, σε περίπτωση λύσεως της Συμβάσεως». Ακόμη, αποδείχθηκε ότι πέραν του μισθού του, η εναγόμενη κατέβαλλε στον ενάγοντα από τη σύναψη της ανωτέρω από 2-9-2019 σύμβασης εργασίας: α) επιπλέον μηνιαίες αποδοχές, καταβαλλόμενες σε μετρητά χρήματα, το ύψος των οποίων δεν αποδείχθηκε, β) ετήσια πρόσθετη παροχή (bonus), με βάση τις προμήθειες για τις επιτυχείς συμφωνίες ναυλώσεων στις οποίες είχε μεσολαβήσει, η καταβολή της οποίας εγκρίνονταν από τον οικονομικό διευθυντή της μητρικής εταιρείας «…………», …………….., και καταβάλλονταν για έκαστο έτος σε δύο δόσεις, μία τον μήνα Μάρτιο και μία τον μήνα Σεπτέμβριο του επόμενου έτους, κατά βάση κατά ποσοστό 65% τον Μάρτιο και 35% τον Σεπτέμβριο, η οποία παροχή καταβάλλονταν σε όλα τα στελέχη και υπαλλήλους της εναγόμενης, ανάλογα με τη συμβολή εκάστου εξ’ αυτών στα οικονομικά αποτελέσματα της εταιρείας, ώστε κάθε εργαζόμενος λάμβανε διαφορετικό ποσό bonus, το ύψος του οποίου εναπόκειτο στην κρίση της εναγόμενης, γ) επιπλέον ετήσια παροχή (bonus) επί των εσόδων του γραφείου της εναγόμενης στην Ελλάδα, ανερχόμενης για το επίδικο έτος 2022 σε ποσοστό 5% επί των ανωτέρω εσόδων, η οποία καταβαλλόταν μία φορά τον Σεπτέμβριο του έτους, στο οποίο αφορούσε (βλ. και την προσκομιζόμενη από 9-3-2023 ηλεκτρονική επικοινωνία σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης του ενάγοντος με τον ……………). Έτσι, η εναγόμενη κατέβαλε στον ενάγοντα, ως bonus κατά το φορολογικό έτος 2020 το ποσό των 48.038,19 ευρώ, κατά το φορολογικό έτος 2021 το ποσό των 96.328,22 ευρώ και κατά το φορολογικό έτος 2022 το ποσό των 162.092,32 ευρώ (βλ. προσκομιζόμενες δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος του ενάγοντος). Περαιτέρω, ο ενάγων, ο οποίος από 4-11-2019 ορίστηκε και νόμιμος εκπρόσωπος του γραφείου της εναγόμενης στην Ελλάδα, απασχολήθηκε στην εναγόμενη εταιρεία μέχρι τις 18-4-2023, οπότε υπέβαλε την παραίτησή του. Εξάλλου, αναφορικά με τα επίδικα bonus – πρόσθετες αμοιβές του έτους 2022, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από τον ενάγοντα από 28-2-2023 ηλεκτρονική αλληλογραφία μεταξύ του ………., Διευθύνοντος Συμβούλου της μητρικής εταιρείας του Ομίλου, και του …………., εγκρίθηκε από την μητρική εταιρεία η καταβολή bonus για το έτος χρήσης 2022, για τους υπαλλήλους της εναγόμενης στην Ελλάδα, μεταξύ των οποίων και για τον ενάγοντα, ανερχόμενου για τον τελευταίο στο ποσό των 74.000 ευρώ, εκ του οποίο το ποσό των 48.100 ευρώ ορίστηκε πληρωτέο τον Μάρτιο του έτους 2023. Από την ίδια αλληλογραφία προκύπτει επίσης η υποχρέωση καταβολής στον ενάγοντα επιπλέον αμοιβής ποσοστού 5% επί των εσόδων του γραφείου στην Ελλάδα. Ακολούθως, όπως προκύπτει από την από 9-3-2023 ηλεκτρονική αλληλογραφία μεταξύ του . …….., νυν εκπροσώπου του γραφείου της εναγόμενης στην Ελλάδα και του ………………, ο τελευταίος ως οικονομικός διευθυντής της μητρικής εταιρείας του Ομίλου, ενέκρινε την καταβολή του ετήσιου bonus των υπαλλήλων της εναγόμενης, όπως αυτά απεικονίζονται στο αποσταλέν στον ίδιο υπολογιστικό φύλλο, και ζήτησε από τον …………….. τη διεκπεραίωση των αντίστοιχων τραπεζικών εντολών. Πράγματι, ο τελευταίος προέβη στη σύνταξη των σχετικών τραπεζικών εντολών και με το από 9-3-2023 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προς τον ……………, ζήτησε από τον τελευταίο να υπογράψει αυτές και να του αποστείλει, με υπηρεσία ταχυμεταφορών, τα πρωτότυπα. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι αποφάσεις για την χορήγηση των bonus και το ύψος αυτών λαμβάνονταν μετά από έγκριση της μητρικής εταιρείας, κατόπιν της οποίας η εναγόμενη υποχρεούνταν, ως εργοδότης, να καταβάλει τα σχετικά χρηματικά ποσά στους υπαλλήλους του γραφείου της στην Ελλάδα. Ειδικότερα, προκειμένου για τον ενάγοντα, όπως προαναφέρθηκε, εγκρίθηκε για το έτος 2022 η καταβολή bonus, συνολικού ποσού 74.000 ευρώ, εκ του οποίο το ποσό των 48.100 ευρώ που αφορά στην πρώτη δόση ορίστηκε, κατά τα ανωτέρω, πληρωτέο τον Μάρτιο του έτους 2023, ενώ το υπόλοιπο ποσό των 25.900 ευρώ ορίστηκε καταβλητέο τον Σεπτέμβριο του έτους 2023. Η απόφαση δε της εναγόμενης για την χορήγηση του ανωτέρω bonus, το ύψος του οποίου καθορίστηκε κατά την κρίση της εναγόμενης και αφορά στις επιτυχείς συμφωνίες ναυλώσεων, στις οποίες ο ενάγων μεσολάβησε εντός του έτους 2022, γνωστοποιήθηκε στον τελευταίο με το προσκομιζόμενο από 28-2-2023 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του . …….. Περαιτέρω δε, εγκρίθηκε και η πληρωμή, εντός του Μαρτίου, του ποσού των 50.080,75 ευρώ σε μετρητά, το οποίο πράγματι η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα στις 16-3-2023 με έμβασμα στον τραπεζικό του λογαριασμό στην τράπεζα Πειραιώς (βλ. σχετικό ειδοποιητήριο εισερχόμενου εμβάσματος). Επιπλέον, όπως προκύπτει από το από 29-3-2023 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του ……….. προς τον ……….. και την απάντηση του τελευταίου, το ποσό του ανωτέρω επιπρόσθετου bonus – αμοιβής του ενάγοντος, ποσοστού 5% επί των εσόδων του γραφείου στην Ελλάδα, ορίστηκε από την εναγομένη για το έτος 2022 στο ποσό των 45.000 ευρώ, το ύψος του οποίου αποδέχεται ο ενάγων. Από την ίδια δε επικοινωνία προκύπτει ότι το ποσό αυτό συμπεριλήφθηκε στα οικονομικά αποτελέσματα του Ομίλου του έτους 2022. Ωστόσο, μετά την παραίτηση του ενάγοντος από την εναγόμενη, στις 18-4-2023, ήτοι σε λιγότερο από ένα μήνα από την ανωτέρω από 29-3-2023 ηλεκτρονική αλληλογραφία, δεν καταβλήθηκε στον ενάγοντα το ανωτέρω ποσό των 45.000 ευρώ, καθώς επίσης ούτε το ποσό των 25.900 ευρώ που αντιστοιχούσε στη δεύτερη δόση του ανωτέρω ετήσιου bonus, αμοιβές που αμφότερες αφορούσαν το έτος 2022 και ήταν καταβλητέες τον Σεπτέμβριο του έτους 2023. Η εναγόμενη δεν αρνείται το ύψος των ανωτέρω ποσών, πλην όμως, με τον δεύτερο λόγο έφεσης, ισχυρίζεται ότι ο πιο πάνω αναφερόμενος όρος 4.3 της σύμβασης που αφορούσε στη χορήγηση των πρόσθετων χρηματικών παροχών (bonus), είναι όρος που διατυπώθηκε «με την επιφύλαξη της ελευθεριότητας», ήτοι όρος που μπορούσε οποτεδήποτε να διακοπεί, χωρίς την ανάγκη υποβολής κάποιας δήλωσης προς τον ενάγοντα – εφεσίβλητο. Ωστόσο, ο χαρακτηρισμός και μόνο της παροχής ως «οικειοθελούς» δεν οδηγεί ερμηνευτικά στο συμπέρασμα ότι ο εργοδότης θέλησε να αποκλείσει τη γένεση συμβατικής αξίωσης ως προς την παροχή. Με τον χαρακτηρισμό αυτό ο εργοδότης δηλώνει απλώς ότι η παροχή που χορηγεί δεν προβλέπεται από τον νόμο ή από συλλογικές κανονιστικές ρυθμίσεις. Άλλωστε στον επίμαχο όρο, δεν αναφέρονταν ότι οι παροχές χορηγούνται «από ελευθεριότητα», αλλά αντιθέτως αναφέρονταν ότι η «Η Εργοδότρια διατηρεί το δικαίωμα να ανακαλεί οποτεδήποτε και κατά την απόλυτη κρίση της τις πρόσθετες αυτές χρηματικές παροχές». Σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από το ανωτέρω ζήτημα εάν ο υπό κρίση όρος αποτελεί ρήτρα «ελευθεριότητας» ή «ανάκλησης», τα ως άνω δικαιώματα ενεργούν πάντοτε και μόνο για το μέλλον. Στην υπό κρίση περίπτωση, η εναγόμενη έλαβε την απόφαση για τη χορήγηση των ανωτέρω αναφερόμενων πρόσθετων αμοιβών του ενάγοντος, εντός του έτους 2023, όταν η σύμβαση εργασίας του ήταν ενεργή. Ακολούθως, πράγματι κατέβαλε στον ενάγοντα την πρώτη δόση της πρόσθετης παροχής συνολικού ύψους 74.000 ευρώ αναγνωρίζοντας με τον τρόπο αυτό, κατά τα ανωτέρω, την σχετική οφειλή, ενώ, λίγες ημέρες πριν την αποχώρηση του ενάγοντος, επιβεβαίωσε ότι έχει συμπεριλάβει στα οικονομικά της αποτελέσματα του Ομίλου έτους 2022 την επιπρόσθετη παροχή του ενάγοντος, ποσού 45.000 ευρώ. Οι ως άνω παροχές αφορούσαν στην επιβράβευση του ενάγοντος για την συμβολή του στα οικονομικά αποτελέσματα της εναγόμενης (επιτυχείς συμφωνίες ναυλώσεων και έσοδα του γραφείου της) του έτους 2022. Εξάλλου με την καταβολή στον ενάγοντα του ποσού των 48.100 ευρώ τον Μάρτιο του του 2023 (η πρώτη δόση του ποσού των 74.000 ευρώ, ενώ τα κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα η επόμενη δόση των 25.900 ευρώ ήταν προγραμματισμένη να καταβληθεί τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους), η εναγόμενη ουσιαστικά αναγνώρισε την αξίωση, εφόσον προχώρησε σε μερική καταβολή χρέους (βλέπε μείζονα σκέψη § 8). Επιπλέον, με το προαναφερόμενο από 27-2-2023 ηλεκτρονικό μήνυμα, το οποίο προωθήθηκε στον ενάγοντα στις 28-2-2023 συνήφθη μεταξύ των διαδίκων σύμβαση αναιτιώδους αναγνώρισης χρέους, για την καταβολή bonus 5% επί των εισπράξεων της εναγόμενης για το έτος 2022.  Συμπληρωματικά και σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην μείζονα σκέψη της § 7, ο ανωτέρω υπ’ αριθμ. 4.3 όρος της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, δεν δύναται  να επιφυλάσσει δικαίωμα ανάκλησης της εργοδότριας – εναγομένης, δεδομένου ότι θίγει τον πυρήνα της σύμβασης εργασίας, αφού αφορά σε μισθολογικές παροχές που υπερβαίνουν τις συνολικές αποδοχές του εργαζομένου – ενάγοντος, πολύ περισσότερο από το 25%, το οποίο θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι αποτελεί το όριο μείωσης των μισθολογικών παροχών, η υπέρβαση του οποίου θίγει τον πυρήνα της σύμβασης εργασίας (βλ. Γ. Λεβέντη, Η μεταβολή των όρων της συμβάσεως εξηρτημένης εργασίας σελ. 56, Δ. Λαδά, Η εφαρμογή του ν. 2251/1994 στις σχέσεις εργασίες, επιχείρημα και στη γερμανική νομολογία BAG 12-1-2005 Β.Β. 2005.833). Περαιτέρω, δεν εξαρτά το δικαίωμα της εργοδότριας από τη συνδρομή αντικειμενικών λόγων, ειδικών και σοβαρών, ώστε να εξασφαλιστεί η προστασία του ενάγοντος-εργαζομένου, δεδομένου ότι η κατά βούληση μεταβολή συμβατικών δικαιωμάτων, χωρίς αυτή να εξαρτάται από τη συνδρομή ειδικών και σοβαρών λόγων ενέχει το στίγμα της καταχρηστικότητας, γιατί περιορίζει το ουσιωδέστατο δικαίωμα του εργαζομένου που απορρέει από τη σύμβαση εργασίας, το δικαίωμα αμοιβής, κατά τρόπο που θέτει σε κίνδυνο την επίτευξη του επιδιωκόμενου από αυτόν σκοπού της σύμβασης και έχει ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων σε βάρος του εργαζομένου. Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος έφεσης καθίσταται απορριπτέος. Επίσης απορριπτέος τυγχάνει και ο τρίτος λόγος έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό, ότι ο επίδικος όρος απαιτούσε να ασκηθεί το δικαίωμα ανάκλησης, για τη μη χορήγηση των πρόσθετων χρηματικών παροχών, τούτο  πράγματι ασκήθηκε εκ μέρους της στις 18-4-2023, ήτοι την ημέρα παραίτησης του εναγόμενου από την εργασία του, άλλως στις 2-5-2023 όταν ο εναγόμενος υπέβαλε το έντυπο οικειοθελούς αποχώρησης από την εργασία του, άλλως τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, όταν η ίδια δεν προέβη στην καταβολή του υπόλοιπου bonus, άλλως στις 21-5-2024, όταν η εναγόμενη αρνήθηκε την υπό κρίση αγωγή, κατά τη συζήτησή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Καταρχάς, για την αποφυγή ασκόπων επαναλήψεων, ο πιο πάνω λόγος, ουσιαστικά, έχει απορριφθεί από το παρόν Δικαστήριο κατά τα αναφερόμενα αμέσως ανωτέρω. Λεκτέο είναι μόνο, πέρα των προαναφερόμενων, ότι ακόμη και αν γίνει δεκτός ο ισχυρισμός της εκκαλούσας, ότι προέβη σε ανάκληση κατά τις αναφερόμενες ημερομηνίες, το δικαίωμα αυτό μπορούσε να ασκηθεί μόνο για τις μελλοντικές παροχές και όχι για παροχές που είχαν ήδη αναγνωριστεί από την εκκαλούσα και είχαν καταστεί απαιτητές, όπως οι επίδικες που αφορούσαν στο προηγούμενο έτος (2022). Επιπλέον, ο ισχυρισμός της εκκαλούσας, ότι δεν συνήφθη έγγραφη σύμβαση αναγνώρισης χρέους κατ’ άρθρα 783 – 875, είναι απορριπτέος, καθότι εν προκειμένω συντάχθηκε αιτιώδης σύμβαση αναγνώρισης χρέους, για την οποία δεν απαιτείται έγγραφος τύπος (βλ. μείζονα σκέψη στην § 9), αλλά αποδεικνύεται από την ηλεκτρονική αλληλογραφία των στελεχών της εκκαλούσας, σύμφωνα με εκτιθέμενα ανωτέρω. Με τον τέταρτο λόγο έφεσης η εκκαλούσα διαμαρτύρεται για τον λόγο ότι δεν κρίθηκε πειστική η κατάθεση του εξετασθέντος στο ακροατήριο μάρτυρά της, ο οποίος κατέθεσε ότι η εκκαλούσα ανακάλεσε τις επίδικες παροχές, στις 19-4-2023, ήτοι μόλις πληροφορήθηκε την παραίτηση του εφεσίβλητου, καθώς και ότι είναι πολιτική της εκκαλούσας, γνωστή σε όλους τους εργαζόμενους, να μην χορηγεί bonus σε όσους υπαλλήλους αποχωρούν και μετά την αποχώρηση αυτών. Ωστόσο, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα ανωτέρω, ουδόλως αποδείχτηκε ότι ασκήθηκε εκ μέρους της εκκαλούσας το δικαίωμα ανάκλησης, σε κάθε δε περίπτωση το δικαίωμα αυτό ενεργεί μόνο για το μέλλον και δεν δύναται να ενεργήσει αναδρομικά για τις  επίδικες παροχές του έτους 2022, οι οποίες μάλιστα είχαν αναγνωριστεί ως οφειλόμενες από την εκκαλούσα. Επιπλέον, ο ισχυρισμός περί της πολιτικής της εκκαλούσας  για τη μη χορήγηση bonus στους αποχωρώντες εργαζόμενους, και αληθής υποτιθέμενος, συνιστά ευθεία παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, καθώς για την καταβολή της επίδικης οικειοθελούς παροχής η εκκαλούσα θέτει ένα κριτήριο τυχαίο, μη αντικειμενικό και ουδόλως σχετιζόμενο με τις συνθήκες απασχόλησης των υπαλλήλων. Η δε εφαρμογή του, θα έχει ως συνέπεια υπάλληλοι, οι οποίοι παρέχουν την ίδια ακριβώς εργασία υπό τις αυτές συνθήκες και με τα ίδια προσόντα, να αντιμετωπίζονται διαφορετικά απλώς και μόνο διότι αποχώρησαν από την εταιρεία σε χρόνο προγενέστερο της καταβολής της ειδικής παροχής (βλ. ΑΠ 465/2011, 458/2010 ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, οι αναφερόμενοι από την εκκαλούσα ισχυρισμοί περί ανταγωνιστικής δράσης του εφεσίβλητου μετά την αποχώρησή του και περί οικονομικής ζημίας της ιδίας, αλυσιτελώς προβάλλονται, καθότι αφορούν σε μελλοντικά γεγονότα και δεν συνδέονται με ορισμένο αίτημα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε όσα και το παρόν, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο, με αιτιολογίες που συμπληρώνονται με αυτές τις παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ) ελλείψει δε άλλου λόγου έφεσης, πρέπει η τελευταία να απορριφθεί κατ’ ουσίαν, στο σύνολό της. Επιπλέον, η εκκαλούσα πρέπει να καταδικαστεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.

ΠΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παράβολου που έχει προκαταβληθεί στην εκκαλούσα.

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στον Πειραιά, στις   31.3.2025

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                             Η ΓPAMMATEAΣ