Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 215/2025

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Δ΄ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ   215 /2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα E.Δ.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ……………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο – Αλέξιο Μούκα (με δήλωση, κατ΄άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).

Της ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Επισπεύδουσας εταιρείας ειδικού σκοπού τιτλοποίησης µε την επωνυµία «………..» («………….»), που εδρεύει στο …….. Ιρλανδίας, …………., µε αριθµό καταχώρισης στο µητρώο εταιρειών της Ιρλανδίας …., όπως νόμιμα εκπροσωπείται από την ανώνυµη εταιρεία µε την επωνυµία «…………….»,  που εδρεύει στην Αθήνα, ………..,  με αρ. ΓΕ.ΜΗ. ………. και Α.Φ.Μ. ………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Σκόρδα.

Ο ΕΚΚΑΛΩΝ – ΑΝΑΚΟΠΤΩΝ άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά της καθ΄ής η ανακοπή – εφεσίβλητης, την από 11.5.2022, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης αντίστοιχα (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………/11.5.2022, ανακοπή, καθώς και τους από 27.9.2022, με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ………./27.9.2022, πρόσθετους λόγους αυτής. Επί της ως άνω ανακοπής και των πρόσθετων λόγων της εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, η υπ΄αρ. 3331/2022 οριστική απόφασή του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την ανακοπή.

Την απόφαση αυτή προσβάλλει ο εκκαλών – ανακόπτων – ασκών τους πρόσθετους λόγους της ανακοπής, με την κρινόμενη από 20.2.2023 έφεσή του κατά της εφεσίβλητης – καθ΄ής η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ……./20.2.2023, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) …………./20.2.2023, προσδιορίστηκε δε αρχικά προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 7ης-3-2024, κατά την οποία αναβλήθηκε για στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ. 25.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το πινάκιο, η πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις της, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος, ύστερα από δήλωσή του, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσε προτάσεις.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ  ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ΄αρ. 3331/4.11.2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και απέρριψε την από 11.5.2022 ανακοπή του ανακόπτοντος – ήδη εκκαλούντος και τους από 27-9-2022 πρόσθετους λόγους αυτής, έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.2, 517 εδ.α΄, 591 παρ.1 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης και από τη δημοσίευσή της έως την άσκηση της έφεσης, δεν έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της διετίας (άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19, 522, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ). Έχει κατατεθεί δε, από τον εκκαλούντα, το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 εδ.α΄ του ΚΠολΔ, παράβολο για την άσκηση της έφεσης, όπως αναφέρεται στην ως άνω έκθεση κατάθεσής της στη Γραμματεία του Πρωτοδικείο Πειραιώς.

O ανακόπτων – ήδη εκκαλών, ζητούσε με την ως άνω από 11.5.2022, κατ΄ άρθρο 933 ΚΠολΔ, ανακοπή του, καθώς και με τους ασκηθέντες με ξεχωριστό δικόγραφο, ως άνω από 27.9.2022 πρόσθετους λόγους αυτής, την αναγνώριση της αυτοδίκαιης παύσης της ισχύος της υπ΄αρ. …../2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθώς και την ακύρωση των πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης, που επισπεύσθηκε σε βάρος του, δυνάμει της ως άνω διαταγής πληρωμής, από την καθ΄ής η ανακοπή – ήδη εφεσίβλητη για την ικανοποίηση απαίτησης πηγάζουσας από σύμβαση δανείου και συγκεκριμένα: 1) της υπ’ αρ. …../13.2.2014 έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιµελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ………., 2) της από 7.2.2014 επιταγής προς εκτέλεση του τότε πληρεξουσίου δικηγόρου της «…………….» ………., ποσού 69.647,87 ευρώ, 3)         της από 10.2.2022 επιταγής προς εκτέλεση του πληρεξούσιου δικηγόρου της «………» …………, ευρισκόµενης κάτωθι αντιγράφου του µε αρ. …./2014 πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω υπ’ αρ. …./2014 διαταγής πληρωµής του Δικαστή του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ποσού 69.652,87 ευρώ και 4) της µε αρ. …./28.3.2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιµελητή του Εφετείου Αθηνών . ……., µέλους της αστικής εταιρείας δικαστικών επιµελητών «……………», δυνάμει της οποίας η καθ΄ής η ανακοπή – ήδη εφεσίβλητη («………….») με την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας ιδιότητά της, ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………..» (ως ειδικής διαδόχου της τραπεζικής ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……………..»), επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση, προς ικανοποίηση της μεταβιβασθείσας απαίτησης, πηγάζουσας από σύμβαση δανείου, επί του περιγραφόμενου στην ως άνω έκθεση κατάσχεσης ακινήτου – αυτοτελούς οριζόντιας ιδιοκτησίας, ιδιοκτησίας του ανακόπτοντος, ήτοι του υπό στοιχείο Β1 διαμερίσματος του δευτέρου πάνω από το ισόγειο ορόφου, επιφάνειας 71,12 τ.μ., του κτιρίου Π2 πολυκατοικίας, που βρίσκεται επί των οδών ………………. στη Δημοτική Κοινότητα …………………

Με την εκκαλουμένη απόφασή του (υπ΄αρ. 3331/2022), το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, αφού έκρινε παραδεκτώς ασκηθείσα την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους αυτής, πλην των αιτημάτων της περί ακύρωσης της υπ’ αρ. …………./13.2.2014 έκθεσης επίδοσης του ως άνω δικαστικού επιµελητή και αναγνώρισης της παύσης της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, καθώς ακυρωτέες τυγχάνουν οι πράξεις εκτέλεσης, στις οποίες δεν εμπίπτει η έκθεση επίδοσης, η δε απόφαση που θα εκδοθεί έχει διαπλαστικό χαρακτήρα, γεγονός που δεν αναιρείται από τον ισχυρισμό του εκκαλούντος στον τρίτο λόγο της έφεσης, ότι η αναγνώριση της ακυρότητας της διαταγής πληρωμής είναι προκαταρκτικό ζήτημα προκειμένου να κηρύξει τη διαπλαστική έννομη συνέπεια της ακύρωσης των προσβαλλόμενων πράξεων εκτέλεσης. Ακολούθως, το ως άνω πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε συνολικά την ανακοπή ως προς όλους τους λόγους της.

Ήδη κατά της παραπάνω οριστικής απόφασης παραπονείται ο ανακόπτων – εκκαλών, με την κρινόμενη έφεσή του, για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτή και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η ανακοπή του και οι πρόσθετοι λόγοι της.

Ι. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 του ν. 3156/2003 “Ομολογιακά δάνεια, τιτλοποίηση απαιτήσεων από ακίνητα κ.λπ.”, για τους σκοπούς του νόμου αυτού, τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται: α) από το προϊόν είσπραξης των επιχειρηματικών απαιτήσεων που μεταβιβάζονται ή β) από δάνεια, πιστώσεις ή συμβάσεις παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων. Ως “ιδιωτική τοποθέτηση” θεωρείται η διάθεση των ομολογιών σε περιορισμένο κύκλο προσώπων, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα εκατόν πενήντα. “Μεταβιβάζων”, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, μπορεί να είναι έμπορος με εγκατάσταση στην Ελλάδα και “αποκτών” μόνο νομικό πρόσωπο – ανώνυμη εταιρεία – με σκοπό την απόκτηση και την τιτλοποίηση των απαιτήσεων (Εταιρεία Ειδικού Σκοπού, σύμφωνα με την ορολογία που έχει επικρατήσει διεθνώς). Η εταιρεία καταβάλλει το τίμημα και “τιτλοποιεί” τις απαιτήσεις εκδίδοντας αξιόγραφα, “ομολογίες”, ονομαστικής αξίας τουλάχιστον 100.000 € η κάθε μία (βλ. παρ. 5 του άρθρου αυτού). Στην πιο απλή μορφή της, η τιτλοποίηση συνίσταται στην εκχώρηση (μεταβίβαση λόγω πώλησης) απαιτήσεων από έναν ή περισσότερους τομείς δραστηριότητας μιας εταιρείας προς μια άλλη εταιρεία, η οποία έχει ως ειδικό σκοπό την αγορά των εν λόγω απαιτήσεων έναντι τιμήματος. Το τίμημα καταβάλλεται από το προϊόν της διάθεσης σε επενδυτές ομολογιών, στο πλαίσιο ομολογιακού δανείου, το οποίο η λήπτρια εταιρία εκδίδει για το σκοπό αυτό και το διαθέτει σε τρίτους (επενδυτές) και στη συνέχεια με το αντίτιμο των ομολόγων εξοφλεί το τίμημα της αγοράς. Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. του ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. του ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του νόμου αυτού (παρ. 6). Η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων καταχωρίζεται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000 (παρ. 8). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στους όρους της σύμβασης και η μεταβίβαση αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβάζοντα ή την εταιρεία ειδικού σκοπού στον οφειλέτη (παρ. 9). Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 8 του ιδίου άρθρου. Πριν από την αναγγελία δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση (εκχώρηση) λόγω πώλησης της παρ. 1. Η ανωτέρω καταχώριση γίνεται με δημοσίευση (κατάθεση εντύπου, η μορφή του οποίου καθορίστηκε με την 161337/30.10.2003 – ΦΕΚ Β` 1688/2003 υπουργική απόφαση και ήδη με την 20783/9.11.2020 – ΦΕΚ Β` 4944/9.11.2020 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης) στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, ως ενεχυροφυλακεία δε, έως την ίδρυση τους με π.δ/γμα, ορίζονται τα κατά τόπους λειτουργούντα σήμερα υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία της έδρας των Πρωτοδικείων. Συνοπτικώς, τα στοιχεία που περιέχονται στο άνω έντυπο με την προκαθορισμένη μορφή είναι: α) τα στοιχεία των συμβαλλομένων, β) οι όροι της σύμβασης (λ.χ. νόμισμα και ποσό του τιμήματος της αγοράς), γ) ο τύπος των επιχειρηματικών απαιτήσεων, δ) το οφειλόμενο κεφάλαιο ανά επιχειρηματική απαίτηση και ανά σύνολο, ε) τα στοιχεία των οφειλετών και οι παρεπόμενες εμπράγματες και ενοχικές απαιτήσεις. Περαιτέρω, ο ως άνω νόμος προβλέπει ότι επί μιας τέτοιας μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων από Τράπεζα σε μία εταιρεία ειδικού σκοπού είναι δυνατό να ανατεθεί, με σύμβαση που συνάπτεται εγγράφως και σημειώνεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 (παρ. 16), η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα που παρέχει νομίμως υπηρεσίες, σύμφωνα με το σκοπό του, στον Ευρωπαϊκό Χώρο, στον μεταβιβάζοντα ή και σε τρίτο, εφόσον ο τελευταίος είτε είναι εγγυητής των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων είτε ήταν επιφορτισμένος με τη διαχείριση ή την είσπραξη των απαιτήσεων πριν τη μεταβίβασή τους στον αποκτώντα. Αν η εταιρεία ειδικού σκοπού (απόκτησης) δεν εδρεύει στην Ελλάδα και οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις είναι απαιτήσεις κατά καταναλωτών πληρωτέες στην Ελλάδα, τα πρόσωπα στα οποία ανατίθεται η διαχείριση πρέπει να έχουν εγκατάσταση στην Ελλάδα. Σε περίπτωση υποκατάστασης του διαχειριστή, ο υποκατάστατος ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον διαχειριστή” (παρ. 14). Εξάλλου, με τον ν. 4354/2015 “Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων κ.λπ.”, εισήχθησαν στην ελληνική έννομη τάξη δύο διακριτά εταιρικά σχήματα οι “εταιρείες απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις” (ΕΑΑΔΠ) και οι “εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις” (ΕΔΑΔΠ), οι οποίες δραστηριοποιούνται υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος, ενώ προβλέπονται δύο νέα συμβατικά μορφώματα, η σύμβαση πώλησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και η σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Αμφότερα τα συμβατικά μορφώματα υπόκεινται σε σοβαρούς περιορισμούς, ως προς τον τύπο, τα πρόσωπα που δικαιούνται να συμβληθούν και το περιεχόμενό τους, που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 1 έως 3 του άνω ν. 4354/2015. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ.1β΄ του ν. 4354/2015, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4643/2019, η μεταβίβαση απαιτήσεων από πιστώσεις και δάνεια, που έχουν χορηγήσει ή χορηγούν πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, όπως και απαιτήσεων εταιρειών προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, πλην της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του ν. 4261/2014, μπορεί να λάβει χώρα μόνο λόγω πώλησης, δυνάμει σχετικής έγγραφης συμφωνίας, σύμφωνα και με τα όσα προβλέπονται στο άρθρο 3, προς τους κατωτέρω, ως προς μεν τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα αποκλειστικά, ως προς δε τις εταιρείες προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας δυνητικά, ήτοι: αα) Ανώνυμες εταιρίες που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, εδρεύουν στην Ελλάδα και καταχωρίζονται στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΓΕΜΗ), ββ) Εταιρείες που έχουν έδρα στον Ευρωπαϊκό Χώρο, που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και γγ) Εταιρίες που έχουν έδρα σε τρίτες χώρες, που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, υπό την επιφύλαξη διατάξεων της ενωσιακής νομοθεσίας, οι οποίες έχουν διακριτική ευχέρεια να εγκαθίστανται στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος, υπό την προϋπόθεση ότι η έδρα τους δεν βρίσκεται σε κράτος που έχει προνομιακό φορολογικό καθεστώς ή σε μη συνεργάσιμο κράτος. Συνεπώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 4354/2015, στη σύμβαση μεταβίβασης (πώλησης) απαιτήσεων από πιστώσεις και δάνεια που έχουν χορηγήσει πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να είναι, ως πωλητές μόνον πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα και ως αγοραστές μόνον ΕΑΑΔΠ (Εταιρείες απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ.1α του ως άνω ν. 4354/2015, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 παρ.1 του ν. 4643/2019, η διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις που χορηγούνται ή έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, καθώς και των απαιτήσεων εταιρειών προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, εκτός των αναφερόμενων στην περίπτωση δ΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του ν. 4261/2014, ανατίθεται στους κατωτέρω, ως προς μεν τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα αποκλειστικά, ως προς δε τις εταιρείες προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας δυνητικά: ήτοι, αα) σε ανώνυμες εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, ειδικού και αποκλειστικού σκοπού, υπό την επιφύλαξη της παρ. 20, που εδρεύουν στην Ελλάδα και ββ) σε εταιρείες που εδρεύουν σε κράτος – μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, με την προϋπόθεση ότι έχουν εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος, με σκοπό τη διαχείριση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, με την επιφύλαξη των διατάξεων της Οδηγίας 2013/36 (EEL 176/338/27.6.2013), καθώς και της Οδηγίας 2004/39 (EEL 145/2004) και της περίπτωσης δ΄ της παρούσας παραγράφου. Δηλαδή, στη σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις δύνανται να συμβάλλονται αφενός πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα ή ΕΑΑΔΠ (Εταιρείες απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) και αφετέρου ΕΔΑΔΠ (Εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις). Εξάλλου, οι ΕΔΑΔΠ (Εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) είναι ανώνυμες εταιρείες ειδικού και αποκλειστικού σκοπού, που αποτελούν χρηματοδοτικά ιδρύματα, λαμβάνουν ειδική άδεια λειτουργίας από την ΤτΕ, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και εποπτεύονται, για τη συμμόρφωσή τους προς τις διατάξεις του παρόντος νόμου από την Τράπεζα της Ελλάδος (άρθρο 1 παρ.1 περ.α΄, όπως το δεύτερο εδάφιο της περ. α΄ αντικαταστάθηκε με το άρθρο 69 παρ. 1 του ν. 4549/2018). Αντικείμενο της δραστηριότητάς τους ορίζεται η διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις που χορηγούνται ή έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, καθώς και απαιτήσεων εταιρειών προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίες (απαιτήσεις) μπορεί να είναι είτε καθυστερούμενες είτε ενήμερες. Περαιτέρω, το άρθρο 2 παρ.1 – 3 του ν. 4354/2015, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ.1 του άρθρου 70 του ν. 4389/2016, προβλέπει ότι, στις Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ), δύναται να ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή και πιστώσεων που έχουν χορηγηθεί ή χορηγούνται από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, πλην του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων (περίπτωση δ΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του ν. 4261/2014). Η παραπάνω ρύθμιση εισάγει διττό περιορισμό ως προς το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της, καθόσον, αφενός μεν εξουσιοδοτών (αναθέτων την διαχείριση) μπορεί να είναι μόνον πιστωτικό ίδρυμα ή ΕΑΑΔΠ (Εταιρεία απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις), αφετέρου δε διαχειριστής μπορεί να είναι μόνον ΕΔΑΔΠ (Εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) που έχει λάβει ειδική άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος (1 παρ.1α του ν. 4354/2015). Επίσης, η πώληση και μεταβίβαση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων, που έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα ρυθμίζεται στο άρθρο 3 του ν. 4354/2015, και μπορεί να γίνει μόνον προς αδειοδοτημένη ΕΑΑΔΠ (Εταιρεία απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) (ή ανάλογη αλλοδαπή εταιρεία που έχει εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 1 παρ.1β περιπτ. ββ και γγ του ν. 4354/2015) και διέπονται (όπως και στις περιπτώσεις της μεταβίβασης απαιτήσεων με βάση τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 3156/2003 για την τιτλοποίηση απαιτήσεων), η μεν πώληση από τις διατάξεις του άρθρου 513 επ. ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. ΑΚ (άρθρο 3 παρ. 1). Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 του Ν. 4354/2015, η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή και πιστώσεων προς τις ΕΔΑΔΠ (Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις) υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο (ν. 4354/2015) και περιλαμβάνει, κατ` ελάχιστο περιεχόμενο, τα ακόλουθα: (α) τις προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης, (β) τις πράξεις της διαχείρισης, οι οποίες μπορεί να συνίστανται ιδίως στη νομική και λογιστική παρακολούθηση, την είσπραξη, τη διενέργεια διαπραγματεύσεων με τους οφειλέτες των προς διαχείριση απαιτήσεων και τη σύναψη συμβάσεων συμβιβασμού κατά την έννοια των άρθρων 871 – 872 ΑΚ ή ρύθμισης και διακανονισμού οφειλών σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας, όπως έχει θεσπισθεί με την υπ` αριθμ. 116/25.8.2014 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος κατ` εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013 και (γ) την καταβλητέα αμοιβή διαχείρισης, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να μετακυλίεται στον υπόχρεο καταβολής της απαίτησης. Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 περιπτ. γ΄ του ν. 4354/2015, η πώληση των παραπάνω απαιτήσεων είναι ισχυρή, μόνο εφόσον έχει υπογραφεί συμφωνία ανάθεσης διαχείρισης μεταξύ εταιρείας απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων, που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά τον παρόντα νόμο από την Τράπεζα της Ελλάδος, τα δε δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες, λόγω πώλησης, απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιρειών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρείες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του ως άνω νόμου 4354/2015, οι Εταιρείες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α` 246). Εφόσον οι Εταιρείες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης. Αμφότεροι οι ως άνω νόμοι 3156/2003 και 4354/2015 έχουν παραπλήσιο αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής, καθώς και οι δύο καθορίζουν τις προϋποθέσεις για την μεταβίβαση – πώληση των απαιτήσεων (ειδικά δε στην περίπτωση του ν. 4354/2015 των τραπεζικών) από τους φορείς τους προς τρίτους, με τη διαφοροποίηση ότι στην περίπτωση του ν. 3156/2003, μετά την πώληση ακολουθεί το στάδιο τη έκδοσης ομολογιών (της τιτλοποίησης) και ρυθμίζουν τη διαχείριση και είσπραξη των απαιτήσεων αυτών από εταιρείες διαχείρισης, ωστόσο ο ν. 4354/2015 περιέχει πληρέστερο ρυθμιστικό πλαίσιο για το καθεστώς λειτουργίας των εταιρειών διαχείρισης, τόσο στο πεδίο του ουσιαστικού, όσο και στο πεδίο του δικονομικού δικαίου. Όπως προεκτέθηκε, στην περίπτωση της μεταβίβασης απαιτήσεων με σκοπό την τιτλοποίηση σύμφωνα με το ν. 3156/2003, στο άρθρο 10 παρ. 14 αυτού ορίζεται ότι η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των τιτλοποιημένων απαιτήσεων μπορεί να ανατίθεται συμβατικά σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, στον ίδιο τον μεταβιβάζοντα ή σε τρίτο – εγγυητή με τις προϋποθέσεις που ειδικότερα ορίζονται σ` αυτή. Με τη διάταξη αυτή δεν παρέχεται ρητά στην εταιρεία διαχείρισης, η οποία, συμβαλλόμενη με την εταιρεία απόκτησης, αποκτά κατά το ουσιαστικό δίκαιο την εξουσία είσπραξης αλλότριας απαίτησης (ήτοι απαίτησης της εταιρείας απόκτησης), και η δικονομική εξουσία να εγείρει αγωγή και κάθε άλλο ένδικο βοήθημα για την είσπραξή της, με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, αιτούμενη έννομη προστασία στο όνομά της, όπως ρητά προβλέπεται τούτο για τις εταιρείες διαχείρισης στην προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 2 παρ.4 του ν. 4354/2015, δυνάμει της οποίας ο νομοθέτης εξόπλισε τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων, στις οποίες ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων, με βάση τον νόμο αυτό, και με τη δικονομική εξουσία να ενεργούν, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, στο όνομά τους, το σύνολο των αναγκαίων δικαστικών, αλλά και εξώδικων ενεργειών, προς είσπραξη των υπό την διαχείρισή τους απαιτήσεων. Η προβλεπόμενη από το άρθρο 2 παρ.4 του ν. 4354/2015 εξαιρετική νομιμοποίηση της εταιρείας διαχείρισης ως μη δικαιούχου διαδίκου, διευκολύνει τις εταιρείες απόκτησης, οι οποίες συνήθως έχουν έδρα στην αλλοδαπή, καθώς απαλλάσσονται από το βάρος της διαχείρισης των απαιτήσεων αυτών και της επιμέλειας της δικαστικής επιδίωξής τους, αφού αυτή ασκείται αποκλειστικά από τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων (άρθρο 1 στοιχ. γ του ν. 4354/2015), χωρίς να βλάπτει τα ουσιαστικά δικαιώματα των δανειοληπτών – καταναλωτών, οι οποίοι ασκούν τα δικαιώματά τους ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων κατά εταιρειών, οι οποίες έχουν λάβει ειδική άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος, που έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και οι οποίες εδρεύουν στην Ελλάδα και λειτουργούν εντός ενός συγκεκριμένου αυστηρού νομικού καθεστώτος εποπτευόμενες από την Τράπεζα της Ελλάδος. Ενόψει αυτών είναι ερευνητέο, αν οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων του ν. 4354/2015 απολαμβάνουν την προβλεπόμενη από το νόμο αυτό εξαιρετική νομιμοποίηση ως μη δικαιούχοι διάδικοι και στην περίπτωση που τους έχει ανατεθεί η διαχείριση απαιτήσεων με το καθεστώς του ν. 3156/2003, μολονότι τέτοια νομιμοποίηση δεν θεσπίζεται ρητά με τον ν. 3156/2003. Στην ελληνική έννομη τάξη η κατ` εξαίρεση νομιμοποίηση προϋποθέτει ειδική νομοθετική ρύθμιση, η οποία απονέμει στο πρόσωπο την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου, όπως λ.χ. συμβαίνει με το σύνδικο της πτώχευσης, τον εκτελεστή διαθήκης, τον εκκαθαριστή κληρονομίας, τον αναγκαστικό διαχειριστή, τον Εισαγγελέα στη δίκη ακύρωσης του γάμου κ.λπ. Ωστόσο, η πρόβλεψη μιας περίπτωσης εξαιρετικής νομιμοποίησης από το νομοθέτη δεν απαιτεί πανηγυρική διατύπωση ότι πρόκειται για μη δικαιούχο ή μη υπόχρεο διάδικο, εφόσον από την τελολογική ερμηνεία της εφαρμοστέας διάταξης, σύμφωνα με την οποία μεταξύ των περισσοτέρων δυνατών νοημάτων, που καλύπτονται από το γράμμα του ερμηνευόμενου κανόνα δικαίου πρέπει να αναζητείται εκείνο που επιτυγχάνει την πληρέστερη πραγμάτωση του ρυθμιστικού σκοπού του, δηλαδή την πληρέστερη διασφάλιση της αξιολογικής στάθμισης των εκατέρωθεν συμφερόντων, προκύπτει ότι ο σκοπός του νομοθέτη είναι να εξοπλίσει το πρόσωπο, που νομιμοποιείται προς είσπραξη μιας απαίτησης τρίτου κατά το ουσιαστικό δίκαιο και με τη δικονομική εξουσία να ενεργεί κάθε αναγκαία για την είσπραξή της διαδικαστική πράξη και ενέργεια με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου. Προς τούτο συγκλίνει και η αντικειμενική θεωρία, σύμφωνα με την οποία ο ερμηνευτής ενός κανόνα δικαίου αναζητεί το αντικειμενικό νόημα του νόμου, δηλαδή την ενυπάρχουσα στον κανόνα δικαίου λογική, έτσι ώστε αυτός, ενόψει του όλου συστήματος δικαίου, των υφισταμένων συνθηκών και των αντιμαχόμενων συμφερόντων και αναγκών να μπορεί να επιτελέσει τον σκοπό για τον οποίο θεσπίστηκε. Ο νομοθέτης, στο άρθρο 2 παρ.4 του ν. 4354/2015 ρύθμισε ρητά το ειδικό δικονομικό καθεστώς των εταιρειών διαχείρισης, απονέμοντας σ` αυτές την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου. Ωστόσο, αυτές οι εταιρείες διαχείρισης υπάγονται σε μια ευρύτερη κατηγορία εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, όπως είναι και εκείνες του ν. 3156/2003. Ως εκ τούτου η διαφορετική αντιμετώπιση των εταιρειών διαχείρισης του ν. 3156/2003 από εκείνες του ν. 4354/2015 θα έχει ως συνέπεια λογική ανακολουθία στο εσωτερικό σύστημα του νόμου. Αυτό, άλλωστε, συνάγεται και από τη συστηματική ερμηνεία των ως άνω κανόνων δικαίου, οι οποίοι παρουσιάζουν νοηματική και λειτουργική συνοχή μεταξύ τους, αφού και οι δύο ρυθμίζουν τη διαχείριση και είσπραξη απαιτήσεων τρίτων. Γι` αυτό οι ανωτέρω δύο νόμοι θα πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να βρίσκονται σε αρμονία μεταξύ τους, ανεξαρτήτως αν η απόκτηση των απαιτήσεων από τις εταιρείες ειδικού σκοπού έγινε με τη διαδικασία της τιτλοποίησης και εκχώρησης βάσει του ν. 3156/2003 ή με τη διαδικασία της πώλησης βάσει του ν. 4354/2015. Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 1 παρ.1δ΄ του ν. 4354/2015, ορίζεται ότι οι διατάξεις του δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων του ν. 3156/2003, ενώ και στην αιτιολογική έκθεση αυτού σημειώνεται ότι “παρέχονται στα πιστωτικά ιδρύματα τα θεσμικά εργαλεία αξιοποίησης του χαρτοφυλακίου τους, καθώς θα έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν είτε την εφαρμογή του νόμου περί τιτλοποίησης απαιτήσεων (ν. 3156/2003) είτε το θεσμικό πλαίσιο που προκρίνεται με τον ν. 4354/2015). Η προβλεπόμενη με την πιο πάνω διάταξη παράλληλη εφαρμογή των δύο νομοθετημάτων αναφέρεται στη διαδικασία μεταβίβασης των απαιτήσεων και σκοπεύει να διευκολύνει τις συναλλαγές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ν. 3156/2003, απαλλάσσοντας τους συμβαλλόμενους από τις επιπλέον προβλεπόμενες ειδικότερες προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη μεταβίβαση των απαιτήσεων με βάση τον ν. 4354/2015. Η ως άνω ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία επιβάλλεται ενιαία εφαρμογή του άρθρου 2 παρ.4 του ν. 4354/2015, τόσο στις περιπτώσεις που η διαχείριση των απαιτήσεων έχει αναληφθεί με βάση τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 14 του ν. 3156/2003, όσο και όταν έχει αναληφθεί με βάση τις διατάξεις του ν. 4354/2015, εξυπηρετεί το νομοθετικό σκοπό της διευκόλυνσης της διαχείρισης των απαιτήσεων και επιλύει κατά τρόπο ενιαίο το ζήτημα της δικονομικής υπόστασης των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων, επιτυγχάνοντας έτσι την αρμονική ένταξη του ερμηνευόμενου ν. 3154/2003 στο σύστημα, χωρίς η προσέγγιση αυτή να επηρεάζεται από τις διαφορετικές συνθήκες κάτω από τις οποίες θεσπίστηκαν τα ως άνω δύο νομοθετήματα. Η διαφορετική αντιμετώπιση του ζητήματος, σύμφωνα με την οποία οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις του ν. 4354/2015 διαθέτουν την κατ` εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ.4 αυτού, μόνο όταν η μεταβίβαση και ανάθεση της διαχείρισης των απαιτήσεων στις εν λόγω εταιρείες γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4354/2015 και όχι όταν έχει πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων του ν. 3156/2003, θα ήταν αντίθετη προς την αρχή της ενότητας και ασφάλειας του δικαίου, η οποία απορρέει από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ.1 εδ.α΄ του Συντάγματος και επιβάλλει τη σαφήνεια και την προβλέψιμη εφαρμογή των εκάστοτε νομοθετικών ρυθμίσεων, η οποία πρέπει να τηρείται, ιδίως όταν πρόκειται για διατάξεις που μπορούν να έχουν σοβαρές οικονομικές συνέπειες για τους ενδιαφερόμενους, όπως οι προαναφερόμενες διατάξεις. Τέλος, υπέρ της ανωτέρω ερμηνευτικής προσέγγισης ότι ο διαχειριστής των τιτλοποιημένων απαιτήσεων του ν. 3156/2003 νομιμοποιείται ως μη δικαιούχος διάδικος αποτελεί και η ιστορική καταγωγή του ν. 3156/2003. Ειδικότερα, η τιτλοποίηση απαιτήσεων προβλέφθηκε για πρώτη φορά στην ελληνική νομοθεσία με το άρθρο 14 του ν. 2801/2000 και αφορούσε την τιτλοποίηση απαιτήσεων του Ελληνικού Δημοσίου, στη συνέχεια δε, ο θεσμός αυτός επεκτάθηκε και στον ιδιωτικό τομέα με τη θέσπιση του ν. 3156/2003. Με την παρ. 13 του άρθρου 14 του άνω ν. 2801/2000 ορίστηκε ότι η είσπραξη των εκχωρούμενων απαιτήσεων συνεχίζει να γίνεται από το Ελληνικό Δημόσιο στο όνομα και για λογαριασμό αυτού, σύμφωνα με τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις, για την είσπραξη δημόσιων εσόδων και με όλα τα διαδικαστικά προνόμια του Ελληνικού Δημοσίου, σαν να μην είχε λάβει χώρα εκχώρηση ή μεταβίβαση των σχετικών απαιτήσεων, οι δε προβλεπόμενες επί των εσόδων κρατήσεις και δικαιώματα υπέρ τρίτων αποδίδονται στους δικαιούχους τους, με βάση τις ισχύουσες διατάξεις. Ο εκδοχέας των απαιτήσεων δεν νομιμοποιείται να παρέμβει ή να συμμετάσχει κατά οποιονδήποτε τρόπο στις σχετικές διαδικασίες. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται κατ` αναλογία και όταν πρόκειται για εκχώρηση απαιτήσεων ΝΠΔΔ. Συνεπώς, με βάση τον ως άνω νόμο, που προηγήθηκε του ν. 3156/2003, το Ελληνικό Δημόσιο ως διαχειριστής των τιτλοποιημένων απαιτήσεων έχει την αποκλειστική εξουσία να ενεργεί στο όνομά του ως μη δικαιούχος διάδικος όλες τις αναγκαίες ενέργειες και διαδικασίες για την είσπραξη των εκχωρημένων ή μεταβιβασθεισών απαιτήσεων, ενώ ο εκδοχέας των απαιτήσεων στερείται νομιμοποίησης. Η υποστηριζόμενη άποψη ότι οι εταιρείες διαχείρισης νομιμοποιούνται ως μη δικαιούχοι διάδικοι μόνο όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η ανάθεση της διαχείρισης σ` αυτές γίνεται με βάση τις διατάξεις του ν. 4354/2015, λόγω του ότι προβλέπεται διαφορετική φορολογική μεταχείριση των εταιρειών διαχείρισης στους δύο νόμους, καθώς ο ν. 3156/2003 θέτει τις τιτλοποιημένες απαιτήσεις υπό καθεστώς φορολογικής ατέλειας, ενώ οι μεταβιβάσεις που γίνονται με βάση τον ν. 4354/2015 υπόκεινται σε φορολογία, δεν μπορεί να στηρίξει πειστικά αυτή τη διαφορετική άποψη. Επίσης, το επιχείρημα υπέρ της ίδιας ως άνω άποψης, λόγω του ότι ο ν. 4354/2015 θέτει ως απαραίτητη προϋπόθεση για την πώληση των μη εξυπηρετούμενων δανείων των καταναλωτών την προηγούμενη πρόσκληση του συνεργάσιμου δανειολήπτη και του εγγυητή για να διακανονίσουν τις οφειλές τους (άρθρο 3 παρ.2 του ν. 4354/2015), ενώ ο ν. 3156/2003 δεν περιλαμβάνει τέτοια πρόβλεψη, είναι ατελέσφορο, διότι η τήρηση αυτής της προϋπόθεσης δεν απαιτείται σε όλες τις περιπτώσεις, αφού εξαιρούνται από την προϋπόθεση αυτή απαιτήσεις επίδικες ή επιδικασθείσες και απαιτήσεις κατά οφειλετών μη συνεργάσιμων (άρθρο 3 παρ.2 εδ.β΄ του ν. 4354/2015). [Ολ.ΑΠ 1/2023 (με αντίθετη μειοψηφία) ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ}.

ΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 915 και 916 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, για την, υπό την µορφή της αναγκαστικής εκτέλεσης, παροχή έννοµης προστασίας, απαιτείται ως προϋπόθεση, εκτός από την ύπαρξη εκτελεστού τίτλου, η ύπαρξη απαίτησης, η οποία να είναι βέβαιη και εκκαθαρισµένη. Βέβαιη είναι η απαίτηση όταν δεν εξαρτάται από αναβλητική αίρεση ή προθεσµία που προϋπήρχε πριν από την έναρξη της αναγκαστικής εκτέλεσης. Εκκαθαρισµένη είναι η απαίτηση, όταν από τον ίδιο τον εκτελεστό τίτλο, χωρίς την ανάγκη συνεκτίµησης και άλλων εγγράφων µε δεσµευτική αποδεικτική δύναµη, προκύπτει η ποσότητα και η ποιότητα της παροχής. Αυτό επιβάλλεται προκειµένου ο οφειλέτης να τελεί σε γνώση του ποσού και του ποιού της παροχής, για την ικανοποίηση της οποίας µπορεί να γίνει σε βάρος του αναγκαστική εκτέλεση. Είναι δε εκκαθαρισµένη η απαίτηση και όταν µπορεί να καθοριστεί κατά ποσό µε αριθµητικό υπολογισµό (ΑΠ 1016/2018, ΑΠ 1543/2014, ΑΠ 653/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η κατάσχεση δεν πάσχει, επειδή αυτή επιβλήθηκε για ποσό µικρότερο από το αναφερόµενο στην επιταγή ή το πράγµατι οφειλόµενο, λόγω περιορισµού της απαίτησης, εφόσον βεβαίως ο περιορισµός είναι ορισµένος και δεν επιφέρει µετάπτωση της παροχής σε ανεκκαθάριστη (ΑΠ 1773/2001 ΕλλΔικ 2002.1386, Εφ.Αθ. 4901/2000, Εφ.Πειρ.(Μον.) 86/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφού, όπως προκύπτει από τα άρθρα 904, 915, 916 και 924 ΚΠολΔ, ακυρότητα δεν υπάρχει και αν ακόµα η κατάσχεση έχει επιβληθεί για ποσό µεγαλύτερο του πράγµατι οφειλόµενου (Εφ.Αθ. 4901/2000 ό.π., Εφ.Πειρ.(Μον.) 86/2022 ό.π.).

ΙΙΙ. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 924 ΚΠολΔ, η επιταγή με την οποία αρχίζει η αναγκαστική εκτέλεση, πρέπει να περιέχει σύντομη μνεία του ποσού που οφείλεται, χωρίς, όμως, να απαιτείται να εκτίθεται το ιστορικό κάθε κονδυλίου. Ειδικότερα, αρκεί να προκύπτει από την επιταγή η αιτία της απαίτησης, η οποία κατ’ αρχήν θα προκύπτει από το αντίγραφο του τίτλου, κάτω από το οποίο γράφεται η επιταγή, καθώς και η οφειλή κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Εφόσον έχει γίνει ο διαχωρισµός αυτός, η επιταγή παρουσιάζει πληρότητα και απόκειται στον οφειλέτη να ισχυρισθεί και να αποδείξει την απόσβεση της απαίτησης ή την ανακρίβεια των κονδυλίων ή τον εσφαλµένο υπολογισµό ή το παράνοµο των τόκων. Ακόμη, ούτε ο τρόπος υπολογισµού των οφειλοµένων τόκων, αλλά ούτε και το ποσό αυτών χρειάζεται να αναφέρεται στην επιταγή, αφού το ποσοστό του τόκου ορίζεται από τον νόµο και το ποσό των τόκων που θα καταβληθεί, µπορεί να βρεθεί µε απλό µαθηµατικό υπολογισµό βάσει του ποσοστού αυτού και του χρονικού διαστήµατος που θα έχει παρέλθει µέχρι της ηµεροµηνίας εξόφλησης της επιταγής. Αν η επιταγή δεν περιέχει τα ως άνω στοιχεία, επέρχεται ακυρότητα που κηρύσσεται από το δικαστήριο, εφόσον κατά την κρίση του προκαλείται από την αοριστία της επιταγής στον οφειλέτη δικονοµική βλάβη που δεν µπορεί να επανορθωθεί µε άλλο τρόπο παρά µε την κήρυξη της ακυρότητας (ΑΠ 474/1999, Εφ.Πατρ. 21/2021, Εφ.Αθ. 2838/2002, Εφ.Πειρ.(Μον). 217/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

IV. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 924 παρ. 1 ΚΠολΔ, η επιταγή ως πρώτη πράξη της αναγκαστικής εκτέλεσης και συνάμα της προδικασίας της πρέπει απαραίτητα να επιδίδεται στον καθ΄ού η εκτέλεση οφειλέτη, ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ σαφώς προκύπτει ότι ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου (δανειστή), ο οποίος δεν αναφέρεται στον εκτελεστό τίτλο και δικαιούται κατ’ άρθρο 919 παρ. 1 ΚΠολΔ ή άλλη ειδική διάταξη να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση, υποχρεούται για το έγκυρο της αναγκαστικής εκτέλεσης που ενεργείται απ’ αυτόν, να κοινοποιήσει στον καθ΄ού η εκτέλεση νέα επιταγή, ακόμη και αν έχει κοινοποιηθεί προηγουμένως επιταγή από τον αναφερόμενο στον εκτελεστό τίτλο αρχικό δικαιούχο, καθώς και τα νομιμοποιητικά της διαδοχής του έγγραφα, είτε αυτά είναι δημόσια, είτε ιδιωτικά, τόσο για την έναρξη όσο και για τη συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης. Η υποχρέωση αυτή είναι ανεξάρτητη και πρέπει να γίνεται ακόμα και όταν ο καθ΄ού η εκτέλεση γνωρίζει για την επελθούσα διαδοχή. Απαιτείται δε η επίδοση ολοκλήρων των εγγράφων και όχι αποσπασμάτων. Αυτά πρέπει να κοινοποιούνται ως πρωτότυπα επίσημα έγγραφα, μη αρκούσης, της απλής μνείας τούτων στην επιταγή. Η παράβαση του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ συνεπάγεται ακυρότητα της εκτέλεσης ανεξαρτήτως βλάβης, δεδομένου ότι η φράση του νόμου ‘’δεν δύναται να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση’’ είναι ισοδύναμη με την απειλή ακυρότητας. Τυχόν ακυρότητα της επιταγής που επέδωσε ο αρχικός δικαιούχος δεν επιδρά στο κύρος της νέας επιταγής, η οποία έχει αυτοτέλεια έναντι της προηγούμενης. Παρά τα ανωτέρω, στην περίπτωση της διαδοχής του δικαιούχου λόγω σύμβασης μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων τραπεζικών απαιτήσεων κατά τους ορισμούς των ν. 4354/2015 και 3156/2003, με δεδομένη τη συνθετότητα και την έκταση των επιμέρους πράξεων, από τις οποίες απαρτίζεται η μεταβίβαση των απαιτήσεων και εν συνεχεία η ανάθεση της διαχείρισης αυτών, άρα και των αντιστοίχων εγγράφων που την πιστοποιούν, η απαίτηση συγκοινοποίησης στον καθ΄ού η εκτέλεση οφειλέτη, στο πλαίσιο της ρύθμισης του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, ολόκληρων των σχετικών συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, εκτός του ότι δεν συμπορεύεται με το πνεύμα της ρύθμισης του ανωτέρω άρθρου 925 παρ.1 ΚΠολΔ, είναι ιδιαιτέρως πολυτελής, εξόχως δαπανηρή, στείρα τυπολατρική και παρεμβάλει σοβαρά εμπόδια στην εκτελεστική διαδικασία, παρεμποδίζοντας αδικαιολογήτως την πρόσβαση σε αυτήν των δανειστών. Η αναγκαστική εκτέλεση θέτει μεν συνήθως τον τύπο πριν από την ουσία, όχι, όμως, σε βαθμό που να εγγίζει τα όρια της κατάχρησης. Κατ’ ανάγκη λοιπόν, θα πρέπει να επιλεγούν εκείνα μόνο τα έγγραφα, που αποδεικνύουν την συντέλεση της μεταβίβασης και στοιχειοθετούν τη νομιμοποίηση του επισπεύδοντος (ΑΠ 345/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Καθώς δε τα αποτελέσματα της μεταβίβασης επέρχονται αυτοδικαίως εκ του νόμου και χωρίς άλλη διατύπωση και έναντι τρίτων από την καταχώριση της κάθε σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000, είναι προφανές ότι και η νομιμοποίηση της εταιρείας που αναλαμβάνει τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων αρχίζει ακριβώς από τότε. Άρα, τα έγγραφα, που πιστοποιούν τις ανωτέρω πράξεις και ολοκληρώνουν τη μεταβίβαση και την ανάθεση της διαχείρισης, είναι τα μόνα κρίσιμα και θα πρέπει να συγκοινοποιούνται στον οφειλέτη με την επιταγή. Όλα τα υπόλοιπα, οσηδήποτε σπουδαιότητα και σοβαρότητα αν παρουσιάζουν για τη διαδικασία της μεταβίβασης καθ΄εαυτήν, δεν παύουν να αποτελούν στοιχεία, που αφορούν στις εσωτερικές σχέσεις των εταιρειών. Τα έγγραφα που νομιμοποιούν, συνεπώς, την εταιρεία που ανέλαβε τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων, είναι η καταχώριση σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία των συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000, ήτοι η δημοσίευση του εντύπου που καθορίστηκε με την υπ΄αρ. 161/337/2003 (ήδη Υ.Α. 207/2020) απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, με το σχετικό απόσπασμα των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων απ΄ όπου θα φαίνεται η καταχώριση της μεταβίβασης της απαίτησης του καθ΄ού η εκτέλεση. Η κοινοποίηση των εγγράφων αυτών είναι αρκετή και ανταποκρίνεται πλήρως στη νομοτυπική μορφή των εγγράφων που αξιώνει το άρθρο 925 παρ. 1 ΚΠολΔ (Εφ.Θεσ. 177/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 574/2020 Ιστοσελ. Εφ.Πειρ., Π. Γιαννόπουλου, Η Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις ως μη δικαιούχος διάδικος στη διαγνωστική δίκη και στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης – Κριτική επισκόπηση των ρυθμίσεων του ν. 4354/2015 και de lege ferenda προτάσεις, Αρμ. 2019.233 επ.).

Με τον πρώτο και  δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσης, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της, ο ανακόπτων – εκκαλών παραπονείται ότι, κατ΄ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο θεώρησε ότι η καθ΄ής η ανακοπή, ως εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων, αφενός μεν νομιμοποιείται ενεργητικά να διενεργήσει τις προσβαλλόμενες πράξεις εκτέλεσης, ενεργώντας για λογαριασμό της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………», αφετέρου δε, νομιμοποιείται παθητικά να παρίσταται στην παρούσα δίκη ως διάδικος. Ειδικότερα, ο ανακόπτων – εκκαλών υποστηρίζει ότι, εφόσον η απαίτηση για την οποία εκδόθηκε, υπέρ της αρχικής δανείστριας τράπεζας («……………»), η υπ΄αρ. …………/2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία αποτελεί τον εκτελεστό τίτλο για την επισπευδόμενη σε βάρος του αναγκαστική εκτέλεση, φέρεται να μεταβιβάσθηκε στην παραπάνω αλλοδαπή εταιρεία, λόγω τιτλοποίησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3156/2003, δυνάμει της από 8.10.2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, και, αντίστοιχα, η ανάθεση της διαχείρισής της στην καθ΄ής, δυνάμει του από 8.10.2021 ιδιωτικού συμφωνητικού διαχείρισης απαιτήσεων, το οποίο συνήφθη σε συνέχεια της από 30.11.2020 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, η οποία έπαυσε να ισχύει και αντικαταστάθηκε από την από 8.10.2021 σύμβαση μακροπρόθεσμης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, διέπεται από τις διατάξεις του ίδιου ως άνω νομοθετήματος. Ως εκ τούτου, όπως ισχυρίζεται ο ανακόπτων, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 4354/2015, με τις οποίες προβλέπεται η δυνατότητα των εταιρειών διαχείρισης να ενεργούν διαδικαστικές πράξεις για λογαριασμό του δικαιούχου της απαίτησης και η κατ’ εξαίρεση νομιμοποίησή τους. Ωστόσο, οι ισχυρισμοί αυτοί του ανακόπτοντος και συνεπώς και οι ως άνω λόγοι της έφεσής του, είναι απορριπτέοι ως νομικά αβάσιμοι. Κι αυτό διότι, σύμφωνα με όσα αναλυτικά αναφέρθηκαν στην προπαρατεθείσα υπό στοιχείο Ι μείζονα σκέψη, όπως κρίθηκε με την υπ’αρ.1/2023 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, κρίση η οποία είναι δεσμευτική, ως προς την ερμηνεία των εφαρμοζομένων διατάξεων, κατά την παράλληλη και συνδυαστική εφαρμογή των άρθρων 10 παρ.14 του ν. 3156/2003 και 2 παρ.4 του ν. 4354/2015, οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ), όπως η εφεσίβλητη, έχουν την κατ` εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ.4 του ν. 4354/2015, προς άσκηση κάθε ένδικου βοηθήματος και κάθε άλλης δικαστικής ενέργειας προς είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, ανεξάρτητα από το ειδικότερο νομικό πλαίσιο, με βάση το οποίο συντελείται η μεταβίβαση των υπό διαχείριση απαιτήσεων, δηλαδή ακόμη και όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η ανάθεση της διαχείρισης τους στις εν λόγω εταιρείες συντελείται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3156/2003 για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων. Επομένως, η εφεσίβλητη («………….»), ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της ως άνω αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού («……………..»), νομιμοποιείται, κατά το ουσιαστικό δίκαιο, προς είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων της, μεταξύ των οποίων και της απαίτησης για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύσθηκε η προσβαλλομένη αναγκαστική εκτέλεση, έχει δε τη δικονομική εξουσία να ενεργεί κάθε αναγκαία για την είσπραξη αυτής διαδικαστική πράξη και ενέργεια με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου και συνεπώς, νομιμοποιείται να διενεργήσει την επισπευδόμενη αναγκαστική εκτέλεση στο δικό της όνομα για την ικανοποίηση της χρηματικής αξίωσης της ως άνω δικαιούχου και σε διεξαγωγή της παρούσας δίκης περί την εκτέλεση, παρά τα όσα αβάσιμα περί του αντιθέτου ισχυρίζεται ο εκκαλών. Με τον τρίτο λόγο της έφεσης, ο εκκαλών παραπονείται σχετικά με την απόρριψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο του πρώτου λόγου της ανακοπής του, περί αυτοδίκαιης παύσης της ισχύς της ως άνω (υπ΄αρ. ………/2014) διαταγής πληρωμής, η οποία αποτέλεσε τον τίτλο της προσβαλλόμενης εκτέλεσης, που οδηγεί σε ακυρότητα και τις πράξεις της τελευταίας, λόγω μη επίδοσης της διαταγής αυτής εντός διμήνου από την έκδοσή της, κατ΄άρθρο 630Α ΚΠολΔ.  Ο λόγος αυτός δεν είναι βάσιμος, διότι, η εν λόγω διαταγή πληρωμής, η οποία εκδόθηκε στις 3.2.2014, επιδόθηκε στον ανακόπτοντα στις 13.2.2014, όπως προκύπτει από την υπ΄αρ. ………../13.2.2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …………., ήτοι εντός της νόμιμης προθεσμίας των δύο μηνών από την έκδοσή της. Περαιτέρω, ο εκκαλών ισχυρίζεται, με τον ίδιο λόγο της ανακοπής (δεύτερο σκέλος αυτού), ότι η επίδοση αυτή είναι άκυρη, διότι πάσχει από τυπικά ελαττώματα. Ειδικότερα, διατείνεται ότι ο  ως άνω δικαστικός επιμελητής αναγράφει στην προαναφερθείσα επίδοση ότι  «…ήλθα για να επιδώσω προς τον …………….., κάτοικο . …. Αττικής επί της διασταυρώσεως των οδών ………., ακριβες αντίγραφο του με αριθμό ……/2014 πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό …../2014 διαταγής πληρωμής», χωρίς, όμως, να αναγράφει σε ποια ακριβώς διεύθυνση (με αναφορά οδού και αριθμού) προσήλθε να επιδώσει και, εν συνεχεία, θυροκόλλησε την εν λόγω διαταγή πληρωμής. Κι αυτός ο ισχυρισμός, όμως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι αφενός μεν η εν λόγω έκθεση επίδοσης περιλαμβάνει τα ουσιώδη σύμφωνα με τον νόμο (άρθρα 139 παρ.1 και 117 παρ.1 ΚΠολΔ) στοιχεία, μεταξύ των οποίων και τη διεύθυνση του ανακόπτοντος στον οποίο έγινε, με θυροκόλληση, η επίδοση, όπως προκύπτει από την απλή ανάγνωση αυτής, αντίθετα με όσα υποστηρίζει ο τελευταίος. Πέραν τούτου, όπως ορθά σημειώνεται και στην εκκαλουμένη, η παράλειψη ή η ελλιπής παράθεση στοιχείου από αυτά, που, κατά το άρθρο 117 ΚΠολΔ, απαιτούνται σε κάθε συντασσόμενη έκθεση, επιφέρει ακυρότητα της επίδοσης μόνο σε περίπτωση βλάβης του διαδίκου που την προτείνει, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξή της, καθώς η άκυρη επίδοση είναι καταρχήν υποστατή διαδικαστική πράξη (ΑΠ 139/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλης Ερμ. ΚΠολΔ, υπό το άρθρο 117 αρ. 22). Στην ένδικη δε περίπτωση δεν γίνεται επίκληση δικονομικής βλάβης εκ μέρους του ανακόπτοντος – εκκαλούντος. Με τον τέταρτο λόγο της ένδικης έφεσης, ο εκκαλών υποστηρίζει ότι, εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον σχετικό λόγο της ανακοπής του (πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αυτής) καθώς και τον πρώτο πρόσθετο λόγο της, περί μη κοινοποίησης εκ μέρους της καθ΄ής η ανακοπή – εφεσίβλητης, σε αυτόν τα απαιτούμενα έγγραφα για τη νομιμοποίησή της, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 925 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι, ενώ η καθ΄ής επικαλείται ότι η τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……………» της μετεβίβασε την επίδικη απαίτηση, δυνάμει της ως άνω από 8.10.2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, διεπομένης από το άρθρο 10 ν. 3156/2003, εντούτοις σε κανένα από τα έγγραφα που του έχει κοινοποιήσει, για τη νομιμοποίησή της ως δικαιούχος των απαιτήσεων της ανωτέρω τραπεζικής εταιρείας, δεν αναφέρεται ότι έχει ως αποκλειστικό καταστατικό σκοπό της την απόκτηση επιχειρηματικών απαιτήσεων για την τιτλοποίησή τους, με συνέπεια, να μην του δίνεται η δυνατότητα να ελέγξει τη νομιμότητα και την εγκυρότητα της μεταβίβασης των επίδικων απαιτήσεων προς την καθ΄ής. Επίσης, ο εκκαλών ισχυρίστηκε ότι, εφόσον η καθ’ ης, όπως επιτάσσει η ως άνω διάταξη του άρθρου 925 παρ.1 ΚΠολΔ, έπρεπε να επικαλεσθεί και να κοινοποιήσει όλα τα έγγραφα τα οποία αποδεικνύουν τη νομιμοποίησή της, μεταξύ των οποίων και τα έγγραφα που αποδεικνύουν τον ως άνω αποκλειστικό καταστατικό σκοπό της, η παράλειψη εκ μέρους της να το πράξει συνιστά παραβίαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του και ως εκ τούτου, καθιστά αυτοδικαίως άκυρη την ανοιχθείσα με την προσβαλλόμενη από 10.2.2022 επιταγή προς πληρωμή, εκτελεστική διαδικασία, καθώς και κάθε μεταγενέστερη αυτής πράξη εκτέλεσης. Οι λόγοι, όμως, αυτοί της ανακοπής και συνεπώς και ο ως άνω λόγος της έφεσης, τυγχάνουν απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Πιο συγκεκριμένα, ο πρώτος ισχυρισμός είναι απορριπτέος ως νομιμά αβάσιμος, καθώς δεν απαιτείται στα συγκοινοποιούμενα έγγραφα κατ΄ άρθρο 925 ΚΠολΔ, η αποκτώσα εταιρεία, προκειμένου να εμφανιστεί ως δικαιούχος των απαιτήσεων της τραπεζικής εταιρείας, να επικαλείται και να αποδεικνύει ότι έχει ως αποκλειστικό καταστατικό σκοπό την απόκτηση επιχειρηματικών απαιτήσεων για την τιτλοποίησή τους. Κατά τα προεκτεθέντα δε στις υπό στοιχ. Ι και IV νομικές σκέψεις, η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων επέρχεται από την καταχώριση περίληψης της σχετικής σύμβασης μεταβίβασης των απαιτήσεων αυτών, που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία της, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000 (παρ. 8). Περαιτέρω, ο δεύτερος ισχυρισμός είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθώς, από τα συγκοινοποιούμενα από την καθ΄ής η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής – ήδη εφεσίβλητη, στον ανακόπτοντα – ασκούντα τους πρόσθετους λόγους της ανακοπής – ήδη εκκαλούντα έγγραφα, ήτοι τα προαναφερθέντα, από 8.10.2021 ιδιωτικό συμφωνητικό διαχείρισης απαιτήσεων, το οποίο συνήφθη σε συνέχεια της από 30.11.2020 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, η οποία έπαυσε να ισχύει και αντικαταστάθηκε από την από 8.10.2021 σύμβαση μακροπρόθεσμης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, η οποία καταχωρίστηκε νόμιμα στα βιβλία του ενεχυροφυλακείου Αθηνών στις 11.10.2021 με αρ. πρωτοκ. …../11.10.2021 (στον τόμο …. με α.α. ….) και την από 17.12.2021 περίληψη της σύμβασης μακροπρόθεσμης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων μεταξύ της ως άνω αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού και της «……………», προκύπτει ότι μεταβιβάστηκε στην τελευταία από την πρώτη, προς διαχείριση, το σύνολο των απαιτήσεων και δεν απαιτείται ειδική και συγκεκριμένη αναφορά στα έγγραφα αυτά ότι η απαίτηση από την εν λόγω δανειακή σύμβαση είναι μία εκ των απαιτήσεων των οποίων την διαχείριση ανέλαβε η «…………..», αναφορά η οποία απαιτείται σε περίπτωση μεταβίβασης της απαίτησης και όχι στην περίπτωση ανάθεσης της διαχείρισης αυτής, κατά την οποία αρκεί η αναφορά ότι ανατίθεται, προς διαχείριση, το σύνολο των απαιτήσεων, όπως ορθά κρίθηκε με την εκκαλουμένη. Με τον πέμπτο λόγο της έφεσης, ο εκκαλών διατείνεται ότι εσφαλμένα απέρριψε η εκκαλουμένη, τους σχετικούς λόγους της ανακοπής (τρίτο σκέλος πρώτου λόγου, δεύτερο και τρίτο σκέλος δεύτερου λόγου), με τους οποίους ισχυρίστηκε ότι η προσβαλλόμενη επιταγή προς εκτέλεση είναι άκυρη λόγω αοριστίας, διότι δεν αναφέρεται σε αυτήν ο αριθμός του πρώτου εκτελεστού απογράφου, ο αριθμός της κοινοποιούμενης διαταγής πληρωμής και σαφώς ορισμένο συνολικό ποσό προς καταβολή, καθώς επίσης (δεν αναφέρει) εάν έχει λάβει χώρα πρώτη επίδοση της ως άνω διαταγής πληρωμής ούτε και με ποιον τρόπο. Ακόμη, ο εκκαλών υποστηρίζει ότι η επιταγή προς εκτέλεση και η ερειδόμενη σε αυτήν έκθεση κατάσχεσης είναι άκυρη, διότι δεν γίνεται σαφής αναφορά των οφειλόμενων τόκων, αλλά ο υπολογισμός τους καθίσταται ιδιαίτερα δυσχερής, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην ανακοπή και την έφεσή του. Ωστόσο, ο ως άνω λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ειδικότερα, στην επίμαχη επιταγή προς εκτέλεση επιτάσσεται ο τότε καθ΄ού – ήδη ανακόπτων – εκκαλών να καταβάλει: «1. Για επιδικασθέν κεφάλαιο ποσό ευρώ εξήντα οκτώ χιλιάδων τετρακοσίων δυο και εβδομήντα δύο λεπτών (68.402,72 €), με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη του κλεισίματος του λογαριασμού ήτοι από 5.11.2013, όπως αυτό καθορίζεται δια της συμβάσεως και του νόμου, πλέον τόκων υπερημερίας επί των καθυστερουμένων τόκων, ανατοκιζόμενων ανά εξάμηνο κατά τη διάταξη του άρθρου 12 του Ν. 2601/1998 πλέον εισφοράς του 128/75 και λοιπών εξόδων μέχρις εξοφλήσεως. 2. Για επιδικασθείσα μου δικαστική δαπάνη ευρώ χιλίων διακοσίων (1.200, 00 €). 3. Για έκδοση αντιγράφου εξ απογράφου ευρώ πέντε και δεκαπέντε λεπτών (5,15 €). 4. Για σύνταξη παρούσης επιταγής ευρώ δέκα (10,00 €) και 5. Για επίδοση αυτής, ευρώ τριάντα πέντε (35,00 €), ήτοι συνολικά ποσό ευρώ εξήντα εννέα χιλιάδων εξακοσίων πενήντα δύο και ογδόντα επτά λεπτών (69.652.87 €), εκ των οποίων το κονδύλιο 1 εξ ευρώ 68.402,72 €, έντοκο κατά τα ανωτέρω μέχρις εξoφλήσεως, τα δε κονδύλια 2, 3, 4 και 5 που ανέρχονται συνολικά στο ποσόν των ευρώ (1.250,15 €), νομιμοτόκως από την επομένη της επιδόσεως της παρούσης μέχρις εξοφλήσεως, άλλως θα εξαναγκασθεί η πληρωμή τους με αναγκαστική εκτέλεση, οπότε θα προστεθεί και ποσό δέκα τεσσάρων ευρώ και εξήντα επτά λεπτών (14,67 €) για την προς τον δικαστικό επιμελητή διδομένη εντολή εκτέλεσης». Με το ως άνω περιεχόμενο η επιταγή προς εκτέλεση είναι επαρκώς ορισμένη, σύμφωνα με το άρθρο 924 ΚΠολΔ, αφού περιέχει τα απαιτούμενα από τον νόμο στοιχεία, κατά τα προεκτεθέντα στην υπό στοιχείο III μείζονα σκέψη, ήτοι σύντομη μνεία του ποσού που οφείλεται, χωρίς, να απαιτείται να εκτίθεται το ιστορικό κάθε κονδυλίου. Ειδικότερα, συνάγεται από την επιταγή η αιτία της απαίτησης, η οποία προκύπτει από το αντίγραφο του τίτλου (ήτοι της υπ΄αρ. ……./2014 διαταγής πληρωμής), κάτω από το οποίο γράφεται η επιταγή, καθώς και η οφειλή κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Εφόσον έχει γίνει ο διαχωρισµός αυτός, η επιταγή παρουσιάζει πληρότητα και απόκειται στον οφειλέτη να ισχυρισθεί και να αποδείξει την απόσβεση της απαίτησης ή την ανακρίβεια των κονδυλίων ή τον εσφαλµένο υπολογισµό ή το παράνοµο των τόκων. Εξάλλου, ούτε ο τρόπος υπολογισµού των οφειλοµένων τόκων, αλλά ούτε και το ποσό αυτών χρειάζεται να αναφέρεται στην επιταγή, παρά τους περί του αντιθέτου αβάσιμους ισχυρισμούς του εκκαλούντος, αφού το ποσοστό του τόκου ορίζεται από τον νόµο και το ποσό των τόκων που θα καταβληθεί, µπορεί να βρεθεί µε απλό µαθηµατικό υπολογισµό βάσει του ποσοστού αυτού και του χρονικού διαστήµατος που θα έχει παρέλθει µέχρι της ηµεροµηνίας εξόφλησης της επιταγής. Ουδόλως δε καθιστά αόριστη την επιταγή το γεγονός της μη αναφοράς σε αυτή ότι έλαβε χώρα πρώτη επίδοση της ως άνω διαταγής πληρωμής, καθώς κάτι τέτοιο δεν απαιτείται. Με τον έκτο λόγο της έφεσής του, ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι κακώς απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη, ο σχετικός (τρίτος) λόγος της ανακοπής του, κατά το πρώτο σκέλος του, με το οποίο υποστήριζε ότι και στην προσβαλλόµενη υπ΄αρ. ……/28.3.2022 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, παρατίθεται το ανωτέρω αναφερθέν απόσπασμα της από 10.2.2022 επιταγής προς εκτέλεση µε συνέπεια να πάσχει από ακυρότητα, διότι ούτε σε αυτή αναγράφεται το συνολικό ποσό της απαίτησης για την οποία επιβάλλεται η κατάσχεση. Ο ανωτέρω, όμως, ισχυρισμός είναι απορριπτέος, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, αφού, ούτε η επιταγή προς πληρωμή και, επομένως, ούτε και η έκθεση κατάσχεσης, πάσχει από αοριστία επειδή δεν αναφέρεται το συνολικό ποσό της απαίτησης. Για τον ίδιο λόγο απορριπτέος τυγχάνει και ο έβδομος (τελευταίος) λόγος της έφεσης, περί εσφαλμένης απόρριψης από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο του (δεύτερου) πρόσθετου λόγου της ανακοπής του, με τον οποίο διατείνεται ότι η από 4.3.2022 έγγραφη εντολή και πληρεξουσιότητα, που δόθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της «………», …………, προς τον δικαστικό επιμελητή ……………, το κείμενο της οποίας εμπεριέχεται στην προσβαλλόμενη ως άνω έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης και έχει ως εξής: «Σου δίνεται η νόμιμη εντολή και πληρεξουσιότητα… να ζητήσεις και να λάβεις από το ως άνω οφειλέτη την απαίτησή μας, όπως αυτή επιτάχθηκε με την παραπάνω επιταγή προς πληρωμή», πάσχει από αοριστία επειδή δεν περιέχει σαφή και καθαρή εντολή είσπραξης ορισμένου ποσού, διότι δεν απαιτείται τέτοια αναφορά συγκεκριμένου ποσού, πέραν του ότι η εντολή αυτή δεν αποτελεί προσβαλλόμενη πράξη εκτέλεσης, αλλά προπαρασκευαστική πράξη. Περαιτέρω, ο εκκαλών με τον έκτο επίσης λόγο της έφεσης, παραπονείται ότι κακώς απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη ο σχετικός (τρίτος) λόγος της ανακοπής του, κατά το δεύτερο σκέλος του, περί καταχρηστικότητας της επιβληθείσας κατάσχεσης. Ειδικότερα, η κατάσχεση επιβλήθηκε για ποσό 50.000 ευρώ, ήτοι για μέρος του επιδικασθέντος κατά τα προεκτεθέντα κεφαλαίου της επίδικης απαίτησης, αναγράφεται δε στην προσβαλλόμενη έκθεση κατάσχεσης (στη σελ. 8 αυτής) ότι: «Γίνεται µνεία ότι το ποσό κατάσχεσης αποτελεί µέρος της συνολικής επαχθείσης απαίτησής µας, µε την ρητή επιφύλαξή µας για την είσπραξη του υπολοίπου επιταχθέντος ποσού µε άλλη αναγκαστική εκτέλεση ή αναγγελία στον ίδιο ή σε άλλο πλειστηριασµό δηλώνοντας ότι ο περιορισµός στο ποσό αυτό έγινε αποκλειστικά και µόνο για την µείωση ων εξόδων». Ο εκκαλών υποστηρίζει ότι ο περιορισμός αυτός του ποσού της κατάσχεσης, δεν δικαιολογείται από κανέναν αντικειµενικό λόγο, πέραν της αποφυγής των εξόδων εκ μέρους της καθ΄ής. Δεδοµένου δε ότι, ως τιµή πρώτης προσφοράς για το κατασχεθέν ακίνητό του, έχει οριστεί το ποσό των 91.500 ευρώ, ήτοι ποσό που υπερκαλύπτει το κεφάλαιο της απαίτησης και τα έξοδα, ο περιορισμός αυτός θα έχει δυσμενείς συνέπειες για τον ίδιο, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στον σχετικό λόγο της ανακοπής και της έφεσής του και ότι, συνεπώς, η διενεργηθείσα κατάσχεση του ακινήτου λόγω του ως άνω περιορισμού του ποσού, αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας, προσκρούει δε στα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, οπότε είναι άκυρη. Ωστόσο, κι ο λόγος αυτός της έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθώς ο ως άνω λόγος της ανακοπής είναι νομικά αβάσιμος, όπως ορθά κρίθηκε με την εκκαλουμένη. Κι αυτό διότι, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα στην οικεία (υπό στοιχείο ΙΙ) μείζονα σκέψη, η κατάσχεση δεν πάσχει, επειδή αυτή επιβλήθηκε για ποσό µικρότερο από το αναφερόµενο στην επιταγή ή το πράγµατι οφειλόµενο, λόγω περιορισµού της απαίτησης, εφόσον ο περιορισµός είναι ορισµένος, όπως εν προκειμένω, αφού, όπως προκύπτει από τα άρθρα 904, 915, 916 και 924 ΚΠολΔ, ακυρότητα δεν υπάρχει και αν ακόµα η κατάσχεση έχει επιβληθεί για ποσό µεγαλύτερο του πράγµατι οφειλόµενου. Η επιβολή, επομένως, εκ μέρους της καθ΄ής η ανακοπή, κατάσχεσης για μικρότερο ποσό από αυτό της επιδικασθείσας με τον εκτελεστό τίτλο απαίτησης, προς αποφυγή εξόδων, η οποία είναι επιτρεπτή, όπως προεκτέθηκε, δεν καθιστά την άσκηση του δικαιώματός της αυτού καταχρηστική, υπό την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, παρά τους περί του αντιθέτου αβάσιμους ισχυρισμούς του ανακόπτοντος – εκκαλούντος. Άλλωστε, όπως επισημαίνεται και στην εκκαλουμένη, η καθ΄ής δικαιούται να αναγγελθεί για το σύνολο της απαίτησής της στη συνέχεια και σε κάθε περίπτωση το ποσό για το οποίο επιβλήθηκε η κατάσχεση δεν είναι προφανώς δυσανάλογο με την αξία του κατασχεθέντος ακινήτου, λαμβανομένου υπόψη ότι θα πρέπει προηγουµένως να συνυπολογιστούν τα έξοδα εκτέλεσης και οι νόμιμοι τόκοι της απαίτησης.

Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν και απέρριψε την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους αυτής, δεν έσφαλε και ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Πρέπει, συνεπώς, μη απομένοντος άλλου λόγου έφεσης προς εξέταση, η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί κατ΄ ουσία και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο ταμείο, του παραβόλου της έφεσης, που κατέθεσε ο εκκαλών, κατ΄άρθρο 495 παρ.3 εδ.ε΄ ΚΠολΔ. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της καθ΄ής η ανακοπή – εφεσίβλητης για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, θα επιβληθούν εις βάρος του ηττηθέντος ανακόπτοντος – εκκαλούντος, όπως ορίζονται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει, αντιμωλία των διαδίκων, την έφεση κατά της υπ΄αρ. 3331/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών).

Δέχεται τυπικά την έφεση και

Απορρίπτει αυτή στην ουσία.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, εις βάρος του εκκαλούντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Διατάσσει να εισαχθεί στο Δημόσιο ταμείο, το κατατεθέν, από τον  εκκαλούντα για την άσκηση της έφεσης, παράβολο (e-παράβολο με αρ. …………../2023, ποσού 100 ευρώ).

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις 7 Απριλίου 2025, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                            H  ΓPAMMATEAΣ