ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 258/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ 2ο
Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας – εφεσίβλητης – ενάγουσας: της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «………..» που εδρεύει στο ……………. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Αναστασίου (ΑΜ …….. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).
Της εφεσίβλητης – εκκαλούσας – εναγόμενης: της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………..» που εδρεύει στον Πειραιά Αττικής, οδός ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Θεοδώρα Βαϊοπούλου (ΑΜ ……… Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).
Η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 23.04.2021 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2021 και ειδικό ……/2021 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 3807/2023 απόφασή του, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Την απόφαση αυτή εκκαλούν: (Α) Η εκκαλούσα – ενάγουσα με την από 27.04.2024 έφεσή της που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …../29.04.2024 και ειδικό …../29.04.2024 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …../29.04.2024 και ειδικό ……/29.04.2024, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο και (Β) Η εκκαλούσα – εναγόμενη με την από 01.07.2024 έφεσή της που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./01.07.2024 και ειδικό ……/01.07.2024, προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./01.07.2024 και ειδικό …./01.07.2024, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων στο ακροατήριο και την εκφώνησή τους από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσαν δηλώσεις κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 246 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο, σε κάθε στάση της δίκης, μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσότερων εκκρεμών ενώπιον του δικών ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων (βλ. ΑΠ 876/1996 ΕλλΔνη 1996. 1562, ΕφΑθ 2527/2009 ΕλλΔνη 2011. 200). Ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου εκκρεμούν οι από 27.04.2024 και από 01.07.2024, αντίστοιχα, υπό στοιχεία Α’ και Β’ εφέσεις, κατά της υπ’ αριθ. 3807/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε κατά την τακτική διαδικασία, οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, αφού στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης και αναφέρονται στο ίδιο βιοτικό συμβάν, και, επιπρόσθετα, διότι με αυτό τον τρόπο διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων κατ’ άρθρο 246 του ΚΠολΔ.
Οι ένδικες υπό στοιχεία Α’ και Β’ εφέσεις κατά της υπ’ αριθ. 3807/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 23.04.2021 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2021 και ειδικό ……./2021 αγωγή, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον οι εφέσεις ασκήθηκαν μετά την 01.01.2016), εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, η μεν κρινόμενη υπό στοιχείο Α’ από 27.04.2024 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 29.04.2024, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …../29.04.2024 και ειδικό …/29.04.2024 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, η δε κρινόμενη υπό στοιχείο Β’ από 01.07.2024 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 01.07.2024, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό ……/01.07.2024 και ειδικό …./01.07.2024, ήτοι εντός της προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης την 24.11.2023. Επομένως, πρέπει οι υπό στοιχεία Α’ και Β’ εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστεί στη συνέχεια το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους, κατά την ίδια διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό των εφέσεων έχουν κατατεθεί από την εκκαλούσα – ενάγουσα και από την εκκαλούσα – εναγόμενη τα παράβολα των 100,00 ευρώ, που προβλέπονται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.
Με τις διατάξεις, που περιλαμβάνονται στο ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ (άρθρα 249 έως και 294) του Ν. 4072/2012, η ισχύς του οποίου άρχισε από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (πλην ορισμένων διατάξεων που δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω), κατ’ άρθρο 330 παρ. 2 του νόμου, ρυθμίζονται θέματα, που αφορούν στις προσωπικές εμπορικές εταιρείες (ομόρρυθμη, ετερόρρυθμη, αφανή και κοινοπραξία). Ειδικότερα, τα θέματα που αφορούν στην ομόρρυθμη εταιρεία ρυθμίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 249 έως και 270, που περιλαμβάνονται στο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α του Μέρους αυτού. Σύμφωνα με τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 294 του ανωτέρω νόμου, αυτός εφαρμόζεται και στις εταιρίες, οι οποίες κατά την έναρξη της ισχύος του δεν τελούν σε εκκαθάριση ή σε πτώχευση, ενώ από την έναρξη ισχύος του καταργούνται οι διατάξεις των άρθρων 18 – 28, 38, 39, 47 – 50 και 64 του Εμπορικού Νόμου. Ακόμη, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 249 και 268 του Ν. 4072/2012 συνάγεται ότι, αν σε περίπτωση λύσης της εταιρίας οι εταίροι δεν έχουν συμφωνήσει διαφορετικά, τη λύση της εταιρείας ακολουθεί το στάδιο της εκκαθάρισης, κατά το οποίο εφαρμόζονται, ελλείψει ειδικότερης ρύθμισης στο Ν. 4072/2012, οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα για την εταιρεία, ήτοι οι διατάξεις των άρθρων 777 επ. του ΑΚ. Η εκκαθάριση αποσκοπεί στην περάτωση των νομικών σχέσεων, που προήλθαν από τη σύσταση και τη λειτουργία της εταιρίας και ήταν εκκρεμείς, κατά τον χρόνο της λύσης της. Οι εν λόγω σχέσεις ανάγονται: α) είτε σε σχέσεις μεταξύ της εταιρίας και των τρίτων (στις οποίες περιλαμβάνονται και οι εξωεταιρικές σχέσεις μεταξύ εταιρίας και εταίρων, που σ’ αυτή την περίπτωση αντιμετωπίζονται σαν τρίτοι), β) είτε σε σχέσεις από την εταιρική σύμβαση, μεταξύ των εταίρων ή μεταξύ εταίρων και εταιρίας, γ) είτε σε σχέσεις, μεταξύ των εταίρων, ως προς το καθαρό προϊόν της εκκαθάρισης, δηλαδή την ενεργητική εταιρική περιουσία, που απομένει μετά την εκπλήρωση των εταιρικών υποχρεώσεων. Ειδικότερα, κατά το στάδιο της εκκαθάρισης γίνεται η ρευστοποίηση του ενεργητικού, η διαπίστωση και εξόφληση των χρεών, η απόδοση των εισφορών και η διανομή, μεταξύ των εταίρων, του καθαρού ενεργητικού της εταιρικής περιουσίας, που τυχόν απομένει, μετά την εξόφληση των εταιρικών χρεών και την απόδοση των εισφορών. Το στάδιο της εκκαθάρισης ομόρρυθμης εταιρίας δεν παύει, πριν εξοφληθούν όλες οι υποχρεώσεις αυτής και, εάν μετά τη λήξη των εργασιών της εκκαθάρισης διαπιστωθεί η ύπαρξη εταιρικής απαίτησης ή εταιρικού χρέους, τότε επαναλαμβάνονται οι εργασίες εκκαθάρισης και συνεχίζεται η εκπροσώπηση της εταιρίας από τον εκκαθαριστή. Άλλωστε, σκοπός της εκκαθάρισης είναι να περατώσει την εταιρεία ως ένωση προσώπων και ως νομικό πρόσωπο και δη να την αποξενώσει από κάθε περιουσιακό στοιχείο, ώστε η εταιρεία να μην έχει λόγο ύπαρξης. Έτσι η εκκαθάριση περατώνεται όταν πετύχει το σκοπό της, όταν αποξενώσει την εταιρεία από κάθε περιουσιακό στοιχείο. Τότε μαζί με την εκκαθάριση περατώνεται και η εταιρεία, αφού δεν έχει πλέον λόγο ύπαρξης. Ενδέχεται από άγνοια, όμως, να θεωρηθεί ότι η εκκαθάριση περάτωσε το έργο της, και κατ’ ακολουθία να συνταχθεί σχετικός ισολογισμός (άρθρο 268 παρ. 4) και να χωρήσει διαγραφή της εταιρείας από το ΓΕΜΗ (άρθρο 268 παρ. 5 εδ. α’) και μεταγενέστερα να αποκαλυφθεί ότι η εταιρεία εξακολουθεί να έχει δικαιώματα ή και υποχρεώσεις. Στην περίπτωση αυτή γίνεται λόγος για «αναβίωση» της εκκαθάρισης ή για «τυπική λήξη» και «συνέχιση» αυτής. Ενόψει δε του ότι στην πράξη δεν είναι εφικτή η ακριβής πληροφόρηση για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της εταιρείας, επιβάλλεται να γίνει διάκριση ανάμεσα αφενός, στο πέρας της εκκαθάρισης και της εταιρείας και αφετέρου, στο πέρας της διαδικασίας της εκκαθάρισης – ως ακολουθίας νομικών πράξεων που κατευθύνεται στο πέρας της εκκαθάρισης και της εταιρείας. Χάρη στη διάκριση αυτή είναι δυνατό να λάβει χώρα, κατά σύμβαση, περάτωση της διαδικασίας αυτής, με τη σύνταξη ισολογισμού και τη διαγραφή της εταιρείας, ενώ η εταιρεία συνεχίζει να υπάρχει υπό εκκαθάριση, της οποίας η διαδικασία μπορεί να τεθεί και πάλι σε λειτουργία (ΜονΕφΑθ 593/2019 ΝΟΜΟΣ, Κων/νου Παμπούκη, Η εκκαθάριση της ομόρρυθμης εταιρείας, ΔΕΕ 2013, 452-455). Κατά το στάδιο δε αυτό, φορέας των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων της εταιρίας εξακολουθεί να είναι το νομικό πρόσωπο αυτής, το οποίο και κινεί τις σχετικές δίκες εκπροσωπούμενο από τον εκκαθαριστή (ΜονΕφΘες 1172/2020 Αρμ. 2022. 403, ΜονΕφΛαρ 545/2019 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΘες 423/2018 ΝΟΜΟΣ και υπό το προγενέστερο δίκαιο ΑΠ 96/2005 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1410/1996 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2506/2018 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 93/2002 ΔΕΕ 2002. 1253). Στην προκειμένη περίπτωση, η εφεσίβλητη – εκκαλούσα – εναγόμενη ισχυρίζεται ότι η εκκαλούσα – εφεσίβλητη – ενάγουσα ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «……………..» δεν έχει πλέον ικανότητα διαδίκου και ικανότητα παράστασης στο δικαστήριο, ως μη υφιστάμενο νομικό πρόσωπο, αφού, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. πρωτ. ……/18.12.2024 ανακοίνωση της Διεύθυνσης Γ.Ε.ΜΗ., ΙΚΕ, Ο.Ε., Ε.Ε. ΛΟΙΠΩΝ ΥΠΟΧΡΕΩΝ & Υ.Μ.Σ. – Τμήμα Ο.Ε. & Ε.Ε. του Εμπορικού & Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών, την 18.12.2024 καταχωρήθηκε στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο το από 17.12.2024 ιδιωτικό συμφωνητικό λύσης της ομόρρυθμης εταιρείας και θέσης αυτής σε εκκαθάριση, με εκκαθαριστές τον ……… και τη …….., ενώ, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. πρωτ. …………/20.12.2024 ανακοίνωση της Διεύθυνσης Γ.Ε.ΜΗ., ΙΚΕ, Ο.Ε., Ε.Ε. ΛΟΙΠΩΝ ΥΠΟΧΡΕΩΝ & Υ.Μ.Σ. – Τμήμα Ο.Ε. & Ε.Ε. του Εμπορικού & Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών, την 20.12.2024 καταχωρήθηκε στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο ο από 19.12.2024 τελικός ισολογισμός πέρατος εκκαθάρισης της ομόρρυθμης εταιρείας και διαγράφηκε αυτή από το Γενικό Εμπορικό Μητρώο. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, η λύση του νομικού προσώπου δεν θίγει την ικανότητά του να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, συνεπώς και της έννομης σχέσης της δίκης, ούτε και να παρίσταται στο δικαστήριο με όποιον το εκπροσωπεί, αφού και μετά τη λύση της, η νομική προσωπικότητα της εταιρείας λογίζεται υφιστάμενη, εφόσον τούτο απαιτείται για τις ανάγκες και προς το σκοπό της εκκαθάρισης, ενώ και μετά τη λήξη των εργασιών της εκκαθάρισης, εάν διαπιστωθεί ότι υπάρχει κάποια εκκρεμότητα, όπως απαίτηση ή χρέος της εταιρείας, επαναλαμβάνονται και πάλι οι εργασίες της εκκαθάρισης και συνεχίζεται η εκπροσώπηση της λυθείσας εταιρίας από τους εκκαθαριστές αυτής, έστω και αν είχε διαγραφεί από το Γενικό Εμπορικό Μητρώο, λόγω δε του σχετικά συστατικού χαρακτήρα της διαγραφής, δεν θίγεται η νομική προσωπικότητα της ομόρρυθμης εταιρίας, εάν η εκκαθάριση δεν έχει πράγματι περατωθεί. Επομένως, και μόνο το γεγονός της εκκρεμούσας ένδικης υπόθεσης, ήτοι της από 23.04.2021 αγωγής της εκκαλούσας – εφεσίβλητης – ενάγουσας ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «………………» κατά της εφεσίβλητης – εκκαλούσας – εναγόμενης, εμπίπτει στις εργασίες της εκκαθάρισης, αφού αφορά απαίτηση της ομόρρυθμης υπό εκκαθάριση τελούσας εταιρίας, πολύ δε περισσότερο καθόσον η ένδικη αγωγή ήταν ήδη εκκρεμής κατά το στάδιο της εκκαθάρισης και δεν προέκυψε το πρώτον μετά το τυπικό πέρας αυτής, με αποτέλεσμα να παραμένει η ομόρρυθμη εταιρεία σε εκκαθάριση και να υφίσταται η νομική προσωπικότητα αυτής, εκπροσωπούμενη από τους εκκαθαριστές της. Έτσι, παρότι οι ομόρρυθμοι εταίροι, δυνάμει του από 17.12.2024 ιδιωτικού συμφωνητικού, συμφώνησαν να λυθεί η εταιρεία και να τεθεί αυτή σε εκκαθάριση, κατ’ άρθρο 268 του Ν. 4072/2012, και μάλιστα χώρησε και διαγραφή της από το Γενικό Εμπορικό Μητρώο, η ύπαρξη της ανωτέρω εκκρεμότητας, που συνεπάγεται δικαιώματα και υποχρεώσεις γι’ αυτήν, την υποχρεώνει να παραμείνει στο στάδιο της εκκαθάρισης, μέχρι την περάτωση όλων των νομικών σχέσεων και την εξόφληση όλων των απαιτήσεων και των υποχρεώσεών της. Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι, κατά τα προαναφερθέντα, συμφωνήθηκε μεταξύ των ομόρρυθμων εταίρων να λάβει χώρα περάτωση της διαδικασίας της εκκαθάρισης και ακολούθησε διαγραφή της εκκαλούσας – εφεσίβλητης – ενάγουσας ομόρρυθμης εταιρείας από το Γενικό Εμπορικό Μητρώο, δεν σημαίνει ότι η εταιρεία δεν συνεχίζει να υπάρχει υπό εκκαθάριση (βλ. ΜονΕφΠειρ 324/2024 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ 593/2019 ΝΟΜΟΣ).
Η ενάγουσα στην από 23.04.2021 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2021 και ειδικό ……./2021 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθετε ότι δυνάμει του από 26.11.2019 ιδιωτικού συμφωνητικού, το οποίο ήταν άκυρο, αφού δεν τηρήθηκε ο τύπος του συμβολαιογραφικού εγγράφου, συμφώνησε να πωλήσει και να μεταβιβάσει στην εναγόμενη το αναλυτικώς περιγραφόμενο στην αγωγή ακίνητο της πλήρους κυριότητάς της, ήτοι ένα οικόπεδο επιφάνειας 336,68 τ.μ. με το υφιστάμενο σ’ αυτό κτίσμα, εμβαδού 270 τ.μ., αποτελούμενο από ισόγειο κατάστημα με πατάρι και δύο υπόγειες αποθήκες, που βρίσκεται στο Δήμο ….. Αττικής, επί της οδού . …….., αντί τιμήματος 335.000,00 ευρώ, ότι ενώ ορίσθηκαν ως καταληκτικές ημερομηνίες για τη σύναψη του συμβολαιογραφικού προσυμφώνου αγοραπωλησίας η 15.12.2019 και για τη σύναψη του οριστικού συμβολαίου αγοραπωλησίας η 15.01.2020, οι ημερομηνίες αυτές παρατάθηκαν σιωπηρώς με τη συναίνεση της εναγόμενης, η οποία τελούσε σε πλήρη γνώση της πραγματικής και νομικής κατάστασης του πωλούμενου ακινήτου και του γεγονότος ότι απαιτούνταν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, αφενός για την άρση της προσημείωσης υποθήκης που είχε εγγραφεί στο ακίνητο από την Τράπεζα ALPHA BANK και της κατάσχεσης που είχε εγγραφεί σ’ αυτό από το Ελληνικό Δημόσιο, αφετέρου για την έκδοση Διορθωτικής Πράξης Εφαρμογής Σχεδίου Πόλης από την αρμόδια Υπηρεσία Δόμησης – Τμήμα Πολεοδομικού Σχεδιασμού του Δήμου Ελληνικού – Αργυρούπολης, ότι μολονότι η ίδια προέβη σε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες για τη σύναψη του προσυμφώνου και του οριστικού συμβολαίου αγοραπωλησίας, με την έκδοση όλων των απαραίτητων για τη σύνταξη των συμβολαιογραφικών πράξεων εγγράφων, πειθόμενη από τις επανειλημμένες διαβεβαιώσεις της εναγόμενης ότι θα προβούν στην υπογραφή των εν λόγω συμβολαίων, η τελευταία δεν προσήλθε στη συμβολαιογράφο κατά τις ορισθείσες ημερομηνίες σύναψης του συμβολαιογραφικού προσυμφώνου αγοραπωλησίας, αρχικώς την 24.06.2020 και στη συνέχεια την 20.08.2020, επικαλούμενη κώλυμα του νομίμου εκπροσώπου της …………., ματαιώνοντας έτσι παρανόμως και υπαιτίως την κατάρτιση του προσυμφώνου και του οριστικού συμβολαίου αγοραπωλησίας, ότι το ανωτέρω χρονικό διάστημα από τη σύναψη του άκυρου από 26.11.2019 ιδιωτικού συμφωνητικού έως τη ματαίωση της κατάρτισης του προσυμφώνου και του οριστικού συμβολαίου αγοραπωλησίας, ήταν διάστημα διαπραγματεύσεων, κατά το οποίο, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, η εναγόμενη επέδειξε συμπεριφορά αντίθετη προς την καλή πίστη και τα χρηστά συναλλακτικά ήθη, καθόσον παρά τη δοθείσα υπόσχεσή της, από αποκλειστική της υπαιτιότητα, ματαίωσε την κατάρτιση της αγοραπωλησίας του ακινήτου, καίτοι προσκλήθηκε επανειλημμένως προς τούτο, ότι εξαιτίας αυτής της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της εναγόμενης, η ίδια έχει υποστεί περιουσιακή ζημία, η οποία αντιστοιχεί (α) στις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε, ενόψει της συμφωνηθείσας αγοραπωλησίας, για τη σύνταξη του από 19.10.2019 τοπογραφικού διαγράμματος, ποσού 806,00 ευρώ, για την έκδοση πιστοποιητικού ενεργειακής απόδοσης, ποσού 248,00 ευρώ, για τη σύνταξη του υπ’ αριθ. πρωτ. ……/2019 αιτήματος σύνταξης Διορθωτικής Πράξης Εφαρμογής Σχεδίου Πόλης και της συνοδευτικής αυτού Τεχνικής Έκθεσης, για τη διόρθωση του Χρηματικού Καταλόγου ως προς το ορθό όνομα της καταβάλουσας την εισφορά σε γη και χρήμα ενάγουσας εταιρίας, προς την αρμόδια Υπηρεσία Δόμησης – Τμήμα Πολεοδομικού Σχεδιασμού του Δήμου Ελληνικού – Αργυρούπολης, ποσού 1.364,00 ευρώ, για την έκδοση αντιγράφων των τίτλων του πωλούμενου ακινήτου και των πιστοποιητικών μεταγραφής, ιδιοκτησίας, βαρών και μη διεκδίκησης από το αρμόδιο Υποθηκοφυλακείο Παλαιού Φαλήρου και το αρμόδιο Κτηματολογικό Γραφείο Παλαιού Φαλήρου, ποσού 380,00 ευρώ, ήτοι συνολικού ποσού 2.798,00 ευρώ, (β) στα διαφυγόντα κέρδη, ποσού 50.000,00 ευρώ, τα οποία απώλεσε, λόγω απόκρουσης εκ μέρους της ευνοϊκότερης προσφοράς για την πώληση του επίδικου ακινήτου με υψηλότερο τίμημα, ανερχόμενο στο ποσό των 385.000,00 ευρώ και (γ) στα διαφυγόντα κέρδη, ποσού 12.600,00 ευρώ, τα οποία απώλεσε, λόγω αδυναμίας εκμίσθωσης του επίδικου ακινήτου, με πλήρως ανταποκρινόμενο στη μισθωτική του αξία μηνιαίο μίσθωμα ύψους 1.500,00 ευρώ, για χρονικό διάστημα οκτώ μηνών και δώδεκα ημερών, ήτοι από την 19.12.2019 έως την 31.08.2020 (1.500,00 ευρώ Χ 8 μήνες Χ 12 ημέρες = 12.000,00 ευρώ + 600,00 ευρώ), κατά το οποίο παρέδωσε τη χρήση του επίδικου ακινήτου, δυνάμει του από 19.12.2019 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης που καταρτίσθηκε μεταξύ της ενάγουσας και …………., ο οποίος, όμως, δεν ενεργούσε ατομικά, αλλά υπό την ιδιότητά του ως νόμιμος εκπρόσωπος της εναγόμενης εταιρείας, στο όνομα και για λογαριασμό αυτής, αντί του συμφωνηθέντος χαμηλότερου μηνιαίου μισθώματος ύψους 150,00 ευρώ, το οποίο ουδέποτε καταβλήθηκε στην ενάγουσα. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε, κατόπιν παραδεκτού, κατ’ άρθρο 223 του ΚΠολΔ, περιορισμού των αγωγικών αιτημάτων από καταψηφιστικά σε έντοκα αναγνωριστικά, με τις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγόμενης να της καταβάλει τα ανωτέρω ποσά των 2.798,00 ευρώ, των 50.000,00 ευρώ και των 12.600,00 ευρώ, ήτοι το συνολικό ποσό των 65.398,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση και να καταδικασθεί η εναγόμενη στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 3807/2023 οριστική απόφασή του, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 197, 198, 297, 298, 288, 330 και 346 του ΑΚ και 176 του ΚΠολΔ, στη συνέχεια έκανε αυτή εν μέρει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των δύο χιλιάδων διακοσίων ενενήντα οκτώ ευρώ και τριάντα λεπτών (2.298,30 ευρώ), νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται: (Α) Η εκκαλούσα – ενάγουσα κατά το σκέλος κατά το οποίο ηττήθηκε πρωτοδίκως αναφορικά με την απόρριψη ως ουσιαστικά αβάσιμου του αγωγικού κονδυλίου για διαφυγόντα κέρδη, ποσού 50.000,00 ευρώ, τα οποία απώλεσε, λόγω απόκρουσης εκ μέρους της ευνοϊκότερης προσφοράς για την πώληση του επίδικου ακινήτου με υψηλότερο τίμημα, ανερχόμενο στο ποσό των 385.000,00 ευρώ, με την από 27.04.2024 έφεσή της για τον περιεχόμενο σε αυτήν λόγο, που ανάγεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή της κατά το εν λόγω κονδύλιο των 50.000,00 ευρώ και (Β) Η ηττηθείσα πρωτοδίκως εκκαλούσα – εναγόμενη με την από 01.07.2024 έφεσή της για τους περιεχόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, με σκοπό να απορριφθεί η εναντίον της αγωγή.
Στο άρθρο 197 του ΑΚ ορίζεται ότι “κατά τις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη σύμβασης τα μέρη οφείλουν αμοιβαία να συμπεριφέρονται σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη”, ενώ στην πρώτη παράγραφο του επόμενου άρθρου 198 του ΑΚ προβλέπεται ότι “όποιος κατά τις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη σύμβασης προξενήσει υπαίτια στον άλλο ζημία είναι υποχρεωμένος να την ανορθώσει και αν ακόμη η σύμβαση δεν καταρτίστηκε”. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό προς εκείνες του άρθρου 298 του ΑΚ, συνάγονται τα εξής: Προϋποθέσεις της προσυμβατικής ευθύνης είναι: α) ύπαρξη σταδίου διαπραγματεύσεων, το οποίο αρχίζει από τη στιγμή που θα πραγματοποιηθεί η προσέγγιση των προσώπων που ενδιαφέρονται για τη σύναψη ισχυρής μεταξύ τους σύμβασης, για τη διερεύνηση των δυνατοτήτων σύναψης και καθορισμού των όρων αυτής και λήγει είτε με την οριστική διακοπή των διαπραγματεύσεων, είτε με τη σύναψη της σύμβασης (προσυμφώνου ή της κυρίας συμβάσεως) και φυσικά άμα η σύμβαση αυτή περιληφθεί τον τυχόν απαιτούμενο νόμιμο ή δικαιοπρακτικό τύπο κατά τα άρθρα 158 και 159 παρ. 2 του ΑΚ (ΑΠ 12/2006 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5246/1998 ΕλλΔνη 1998. 1353, ΜονΕφΑιγ 34/2020 ΝΟΜΟΣ), β) συμπεριφορά αντίθετη προς την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη κατά το ανωτέρω στάδιο, γ) επέλευση ζημίας, δ) υπαιτιότητα, για την οποία αρκεί και η κατ` άρθρο 330 εδ. β’ του ΑΚ αμέλεια, ε) αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της υπαίτιας αντισυναλλακτικής και κακόπιστης συμπεριφοράς του ζημιώσαντος και της ζημίας. Ειδικότερα, υπό την έννοια των παραπάνω διατάξεων, συμπεριφορά των μερών σύμφωνη με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη είναι η επιβαλλόμενη στα μέρη συναλλακτική ευθύτητα κατά την αντίληψη του έμφρονος συναλλασσομένου, η τήρηση δηλαδή από τα μέρη των τρόπων ενέργειας που γενικώς ακολουθούνται στις εντίμως διεξαγόμενες συναλλαγές, ενώ διαπραγματεύσεις είναι οι προφορικές ή έγγραφες ανταλλαγές απόψεων των ενδιαφερομένων για τη σύναψη σύμβασης, με τις οποίες επιδιώκεται η βαθμιαία προσέγγιση των διαφορετικών αρχικών θέσεών τους σχετικά με τους όρους της υπό συζήτηση συμβάσεως μέχρι και την τελική σύμπτωσή τους ή την αδυναμία τέτοιας σύμπτωσης. Το στάδιο των διαπραγματεύσεων διαρκεί μέχρι την διακοπή τους και τη ματαίωση της σύμβασης ή την κατάρτισή της. Κατά το στάδιο αυτό επιβάλλεται η παροχή διασαφητικών πληροφοριών και εξηγήσεων σε σχέση με το αντικείμενο της σύμβασης και μάλιστα τέτοιων που θα μπορούσαν να ασκήσουν επιρροή στην απόφαση του άλλου, δηλαδή η λεγόμενη υποχρέωση διαφώτισης και προστασίας. Πάντως, η υποχρέωση αυτή της διαφώτισης και προστασίας δεν φτάνει μέχρι το σημείο να επεκτείνεται και σε όσα θέματα το άλλο μέρος θα όφειλε και θα μπορούσε να πληροφορηθεί με δική του επιμελή έρευνα. Η αδικαιολόγητη διακοπή των διαπραγματεύσεων, τότε μόνο αντίκειται στις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, όταν οι διαπραγματεύσεις είχαν ουσιαστικώς περατωθεί με συμφωνία των ενδιαφερομένων επί όλων των αφορώντων τη σύμβαση σημείων και υπολειπόταν η απαιτούμενη από το νόμο ή τη συμφωνία των μερών τυπική κατάρτισή της ή όταν υπήρχαν διαβεβαιώσεις ότι θα καταρτιζόταν η σκοπούμενη σύμβαση (ΑΠ 1100/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 554/2011 ΝΟΜΟΣ). Έτσι, η ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις έχει εφαρμογή και επί ματαίωσης κατάρτισης της σύμβασης σε χρόνο, κατά τον οποίο οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των μερών έχουν τερματισθεί οριστικώς με συμφωνία τούτων επί όλων των αφορώντων τη σύμβαση σημείων και δεν υπολείπεται παρά μόνο η τυπική υπογραφή της σύμβασης, για την οποία ο υπαίτιος της ματαίωσης είχε δώσει στον αντισυμβαλλόμενο σαφείς διαβεβαιώσεις ότι θα πρέπει να θεωρείται αυτή ως βέβαιη (ΑΠ 197/2007 ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση αυτή, ο υπαίτιος της ματαίωσης της σύμβασης είναι υπόχρεος να αποζημιώσει τον άλλον, στον οποίο δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση περί βέβαιης σύναψης της σύμβασης, με συνέπεια να πιστέψει ως επικείμενη την κατάρτισή της. Ως ζημία νοείται το καλούμενο αρνητικό της σύμβασης διαφέρον ή διαφέρον εμπιστοσύνης, δηλ. η ζημία, την οποία υπέστη ο διαπραγματευόμενος, επειδή πίστεψε στην κατάρτιση της σύμβασης και την οποία θα είχε αποφύγει, αν από την αρχή τηρούσε αρνητική στάση και όχι το διαφέρον εκπλήρωσης της σύμβασης, αφού τα μέρη δεν είχαν νομική υποχρέωση για τη σύναψή της. Αποκαθίσταται ιδίως η ζημία που αυτός υπέστη, διότι, πιστεύοντας δικαιολογημένα ότι επίκειται κατάρτιση της σύμβασης, υποβλήθηκε σε δαπάνες ή απέκρουσε άλλη ευκαιρία προς σύναψη παρόμοιας σύμβασης με τους αυτούς ή ευνοϊκότερους όρους (ΟλΑΠ 37/2005 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 347/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 606/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 334/2015 ΝΟΜΟΣ). Η ζημία δε αυτή πρέπει να βρίσκεται σε αιτιώδη σύνδεσμο προς την αθέμιτη ή την αντίθετη συμπεριφορά του άλλου προς τα χρηστά συναλλακτικά ήθη και η υπαίτια συμπεριφορά που προκάλεσε τη ζημία να εκδηλώνεται κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων (ΑΠ 920/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1100/2020 ΝΟΜΟΣ). Το αρνητικό διαφέρον περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την περιουσιακή μείωση (ΕφΑθ 4913/1991 ΕλλΔνη 33. 881), όπως τις δαπάνες για τη σύναψη της σύμβασης (ΕφΑθ 5857/1990 ΕλλΔνη 34. 1629) και την προκαταβολή, εφόσον είναι επακόλουθο του προσυμβατικού πταίσματος (ΑΠ 1303/1984 ΝοΒ 33. 993, ΕφΑθ 8566/2007 ΕλλΔνη 2008. 841). Στην περίπτωση ματαίωσης της κατάρτισης σύμβασης πώλησης, την οποία ο αγοραστής πίστεψε ως επικείμενη και για το λόγο αυτό απέκρουσε άλλη ευκαιρία για την σύναψη αγοράς με τους ίδιους ή παραπλήσιους συγκριτικά όρους με εκείνης που ματαιώθηκε, δικαιούται να ζητήσει τη διαφορά του τιμήματος της αγοράς που απέκρουσε από το μεγαλύτερο, λόγω ανατίμησης, τίμημα μεταγενέστερης αγοράς του ή αυτό που απώλεσε από την απόκρουση άλλης ευκαιρίας για σύναψη όμοιας σύμβασης, με τους ίδιους ή ευνοϊκότερους όρους (ΑΠ 280/2013 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, για την πληρότητα κατ’ άρθρο 216 του ΚΠολΔ της αγωγής αποζημίωσης λόγω ευθύνης από διαπραγματεύσεις, αρκεί να μνημονεύεται στο αγωγικό δικόγραφο η ύπαρξη σχέσης διαπραγματεύσεων, η αντισυναλλακτική συμπεριφορά του εναγόμενου, η υπαιτιότητά του, η ζημία καθώς και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ συμπεριφοράς και ζημίας. Τέλος, αν κάποιος κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων επιδείξει συμπεριφορά αντίθετη με τα χρηστά ήθη, τότε παράλληλα με την ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις θεμελιώνεται κατ’ αυτού και αξίωση από αδικοπραξία, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις των άρθρων 919 και 914 επ. του ΑΚ (ΑΠ 920/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 223/2016 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 159, 166, 180, 369, 513 και 1033 του ΑΚ προκύπτει ότι η σύμβαση για την πώληση και μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου, καθώς και το περί αυτής προσύμφωνο, υπόκεινται στο συστατικό τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου, η μη τήρηση του οποίου συνεπάγεται την απόλυτη ακυρότητα της σύμβασης ή του προσυμφώνου, που θεωρούνται σαν να μην έγιναν. Αν σε εκτέλεση του άκυρου κατά τα ανωτέρω προσυμφώνου καταβλήθηκε ολόκληρο ή μέρος του προσυμφωνηθέντος τιμήματος, αυτό αναζητείται κατά τις διατάξεις των άρθρων 904 επ. του ΑΚ περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΟλΑΠ 2/1987 ΝοΒ 36. 69, ΑΠ 1709/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 828/2003 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 460/2015 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 685/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 54/2007 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ, που εφαρμόζεται σε όλα τα δικαιώματα του ιδιωτικού δικαίου, είτε πηγάζουν άμεσα από το νόμο, είτε από δικαιοπραξία, είτε προέρχονται από κανόνες ενδοτικού δικαίου, είτε από κανόνες δημόσιας τάξης, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, δεν καθιστούν ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου για το δίκαιο και την ηθική, αφού τείνει στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηριστεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με τη δική του (υπόχρεου) συμπεριφορά, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΑΠ 1165/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 529/2017 ΝΟΜΟΣ). Από τις ίδιες διατάξεις του άρθρου 281 του ΑΚ, σε συνδυασμό προς εκείνη του άρθρου 262 παρ. 1 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι για το παραδεκτό της ένστασης περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος από την άποψη χρόνου προβολής της, πρέπει, κατά την πρώτη πρωτοβάθμια συζήτηση της υπόθεσης, να προβάλλονται τα περιστατικά που συγκροτούν την κατάχρηση δικαιώματος από το διάδικο κατά του οποίου ασκείται το δικαίωμα, συγχρόνως δε, να γίνεται επίκληση από τον ενιστάμενο του γεγονότος ότι τα περιστατικά αυτά καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος και να διατυπώνεται αίτημα απόρριψης της αγωγής για την αιτία αυτή, διαφορετικά η ένσταση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη (ΑΠ 1215/2021 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ 4264/2022 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, κατά το άρθρο 300 εδ. α’ του ΑΚ, εάν εκείνος που ζημιώθηκε συνετέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία ή την έκτασή της, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσόν αυτής. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της διέπουσας το δίκαιο αρχής της καλής πίστης, προκύπτει σαφώς ότι όταν στη γένεση ή στην έκταση της ζημίας συνετέλεσε και πταίσμα του ζημιωθέντος, αφήνεται στην ελεύθερη κρίση του δικαστή, σταθμίζοντος τις περιστάσεις και τον βαθμό πταίσματος του ζημιώσαντος και του ζημιωθέντος, είτε να μειώσει το ποσό της αποζημίωσης είτε, αναλόγως της επιρροής που άσκησε η υπαιτιότητα του ζημιωθέντος, να μην επιδικάσει αποζημίωση. Ο λόγος αυτός μείωσης ή άρσης της υποχρέωσης προς αποζημίωση, προβάλλεται υπό μορφή ένστασης από τον εναγόμενο για αποζημίωση, προϋποθέτει συνεπώς, υποχρέωση προς αποζημίωση, για ζημία ενδοσυμβατική, προσυμβατική ή εξωσυμβατική και για το ορισμένο της ένστασης απαιτείται η αναφορά των θεμελιούντων το συντρέχον πταίσμα πραγματικών περιστατικών (ΟλΑΠ 1115/1986 ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 423/1985 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 6/2022 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 131/2013 ΝΟΜΟΣ), χωρίς να είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός του ποσοστού, καθόσον ο ζημιωθείς φέρει το βάρος της δικής του ζημίας (λόγω του συντρέχοντος πταίσματος), τούτου επαφιεμένου στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 1242/2009 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλούσα – εναγόμενη με τον δεύτερο λόγο της υπό στοιχείο Β’ έφεσής της επαναφέρει την υποβληθείσα και πρωτοδίκως ένστασή της περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της εφεσίβλητης – ενάγουσας επικαλούμενη ότι η ίδια κατέβαλε στην τελευταία το ποσό των 6.500,00 ευρώ ως προκαταβολή του συμφωνηθέντος τιμήματος πώλησης του επίδικου ακινήτου, κατά την υπογραφή του από 26.11.2019 ιδιωτικού συμφωνητικού, ότι παρά τις επανειλημμένες προσπάθειές της να της επιστρέψει η εφεσίβλητη – ενάγουσα το ανωτέρω ποσό, μετά τη ματαίωση της κατάρτισης του προσυμφώνου και του οριστικού συμβολαίου αγοραπωλησίας, από αποκλειστική υπαιτιότητα της τελευταίας, αυτή αρνήθηκε και για τον λόγο αυτό εξέδωσε σε βάρος της την υπ’ αριθ. …../2021 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Ειρηνοδικείου Αθηνών, κατά της οποίας η εφεσίβλητη – ενάγουσα άσκησε τη με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/2021 και ειδικό ……/2021 ανακοπή της που απορρίφθηκε με την υπ’ αριθ. 69/2022 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, και τη με αριθμό κατάθεσης γενικό ……./2021 και ειδικό ……/2021 αίτηση αναστολής, που απορρίφθηκε με την υπ’ αριθ. 72/2021 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, ότι άσκησε την ένδικη αγωγή, ενεργώντας παράνομα και καταχρηστικά, αφού πρόβαλε σε βάρος της ανύπαρκτες ανταπαιτήσεις για δήθεν θετική ζημία και διαφυγόντα κέρδη που έχει υποστεί, συνολικού ποσού 65.398,00 ευρώ, προκειμένου αφενός να αποφύγει την επιστροφή του ανωτέρω ποσού των 6.500,00 ευρώ που έλαβε ως προκαταβολή του τιμήματος για την πώληση του επίδικου ακινήτου, αφετέρου να αποκομίσει σε βάρος της παράνομα περιουσιακά οφέλη. Ο ισχυρισμός αυτός της εκκαλούσας – εναγόμενης της υπό στοιχείο Β’ έφεσης ορθώς απορρίφθηκε ως νόμω αβάσιμος με την εκκαλουμένη απόφαση, και ως εκ τούτου το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, καθόσον τα περιεχόμενα σε αυτόν πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύνανται να συγκροτήσουν το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ, καθόσον δεν είναι ικανά να θεμελιώσουν καταχρηστική άσκηση του ενδίκου δικαιώματος, ούτε καθιστούν μη ανεκτή, κατά τις αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου για το δίκαιο και την ηθική, την έγερση των ένδικων αξιώσεων της εφεσίβλητης – ενάγουσας, αφού η εκκαλούσα – εναγόμενη δεν επικαλείται πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι η συμπεριφορά της εφεσίβλητης – ενάγουσας που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μέχρι την άσκηση της κρινόμενης αγωγής, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκηση των ένδικων αξιώσεών της, διότι τείνουν στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγονται επαχθείς συνέπειες για την ίδια. Αντιθέτως, επικαλείται μόνο την άσκηση της ένδικης αγωγής, μετά την έκδοση σε βάρος της εφεσίβλητης – ενάγουσας της υπ’ αριθ. ……./2021 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την οποία επιτάχθηκε αυτή να επιστρέψει στην εκκαλούσα – εναγόμενη το ποσό των 6.500,00 ευρώ, που είχε λάβει ως προκαταβολή του τιμήματος για την πώληση του επίδικου ακινήτου, καθώς και τις δυσμενείς για την ίδια οικονομικές συνέπειες, λόγω της άσκησης της κρινόμενης αγωγής, περιστατικά, όμως, που δεν κρίνονται επαρκή ώστε να καταστήσουν καταχρηστική την άσκηση του ένδικου δικαιώματος της εφεσίβλητης – ενάγουσας. Κατόπιν τούτων, ο δεύτερος λόγος της υπό στοιχείο Β’ έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος στο σύνολό του. Εξάλλου, η εκκαλούσα – εναγόμενη με τον τρίτο λόγο της υπό στοιχείο Β’ έφεσής της επαναφέρει την επικουρικώς υποβληθείσα και πρωτοδίκως ένστασή της περί συντρέχοντος πταίσματος της εφεσίβλητης – ενάγουσας στην επελθούσα ζημία της, διότι η ίδια παρέλειψε να ενημερώσει την εκκαλούσα – εναγόμενη, προκειμένου να αποφύγει ή να περιορίσει την έκταση της ζημίας της, ότι είχε αποκρούσει ευνοϊκότερη προσφορά για την πώληση του επίδικου ακινήτου με υψηλότερο τίμημα, ανερχόμενο στο ποσό των 385.000,00 ευρώ, καθώς και για την εκμίσθωση αυτού με υψηλότερο και ανταποκρινόμενο στη μισθωτική του αξία μηνιαίο μίσθωμα ύψους 1.500,00 ευρώ. Η ένσταση αυτή, που είναι ορισμένη, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, παρόλο που η εκκαλούσα – εναγόμενη, ως υπόχρεη προς αποζημίωση, δεν προσδιόρισε το ποσοστό συνυπαιτιότητας της εφεσίβλητης – ενάγουσας, και νόμιμη, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 300 του ΑΚ, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 221 παρ. 1 εδ. α’ και 222 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι όταν επέλθει, μετά την κατάθεση της αγωγής, εκκρεμοδικία και όσο αυτή διαρκεί, δεν μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε Δικαστήριο νέα δίκη για την ίδια επίδικη διαφορά ανάμεσα στους ίδιους διαδίκους, εφόσον εμφανίζονται με την ίδια ιδιότητα, εάν δε κατά τη διάρκειά της ασκηθεί άλλη αγωγή, ανταγωγή ή κύρια παρέμβαση ή προταθεί ένσταση συμψηφισμού για την ίδια επίδικη διαφορά, αναστέλλεται και αυτεπαγγέλτως η εκδίκασή της, εωσότου περατωθεί η πρώτη δίκη. Για να υπάρχει εκκρεμοδικία πρέπει οι δύο δίκες να ταυτίζονται πλήρως, να έχουν δηλαδή το ίδιο αντικείμενο ή το αντικείμενο της πρώτης να είναι ευρύτερο εκείνου της δεύτερης, οπότε η δεύτερη είναι, κατά λογική αναγκαιότητα, περιττή. Αντίθετα, αν οι δυο δίκες δεν ταυτίζονται πλήρως, είτε διότι έχουν διαφορετικό αντικείμενο, είτε διότι το αντικείμενο της δεύτερης είναι ευρύτερο εκείνου της πρώτης, τότε η δεύτερη δίκη δεν είναι περιττή, αφού με αυτήν ζητείται διαφορετική ή μείζων προστασία από ότι ζητήθηκε με την πρώτη. Για την ύπαρξη της εκκρεμοδικίας απαιτείται να υπάρχει όχι μόνο ταυτότητα ιστορικής και νομικής αιτίας, αλλά και σύμπτωση του αιτήματος των αγωγών (ΑΠ 215/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1327/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1175/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 139/2010 ΝΟΜΟΣ). Όταν το αντικείμενο της μιας δίκης αποτελεί προδικαστικό ζήτημα της άλλης δίκης, δεν υπάρχει ταυτότητα αιτήματος (ΑΠ 1716/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 749/1995 ΝΟΜΟΣ). Για την επιτυχή προβολή της ένστασης εκκρεμοδικίας προϋπόθεση αποτελεί η διεξαγωγή της παλαιάς και νέας δίκης μεταξύ των ίδιων διαδίκων, παρισταμένων με την ίδια ιδιότητα. Τα υποκειμενικά όρια της ένστασης εκκρεμοδικίας, οριοθετούνται με βάση τα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου. Η ένσταση εκκρεμοδικίας προβάλλεται με επιτυχία κατά του ενάγοντος της μεταγενέστερης δίκης στο βαθμό που ο ίδιος θα δεσμεύεται από το δεδικασμένο της απόφασης στην πρώτη δίκη. Η εκκρεμοδικία αποτελεί αρνητική διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο και προτείνεται παραδεκτώς, ως προνομιακός ισχυρισμός, σε κάθε στάση της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας δίκης. Η κρίση του Δικαστηρίου της δεύτερης δίκης ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις της εκκρεμοδικίας οδηγεί σε απόφαση (μη οριστική) αναστολής της δεύτερης δίκης, έστω και αν αυτή διεξάγεται ενώπιον δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, κατ’ άρθρο 222 παρ. 2 του ΚΠολΔ, μέχρι την περάτωση, κατά νόμιμο τρόπο, της πρώτης δίκης (ΑΠ 608/2005 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 124/2008 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, η λήξη της εκκρεμοδικίας επέρχεται με την έκδοση οριστικής απόφασης, καθώς και σε όλες τις περιπτώσεις κατάργησης της δίκης χωρίς έκδοση απόφασης, όπως με την κατάρτιση του δικαστικού συμβιβασμού, ως προς το μέρος της διαφοράς για το οποίο συμβιβάστηκαν οι διάδικοι, με την παραίτηση από το αγωγικό δικόγραφο ή δικαίωμα, καθώς και με την παραδεκτή μεταβολή του αγωγικού αιτήματος (άρθρο 223 του ΚΠολΔ). Δεν επιφέρουν, αντίθετα, λήξη της εκκρεμοδικίας η ματαίωση της συζήτησης ή η διακοπή της δίκης ή η μεταβίβαση του επίδικου αντικειμένου (ΕφΑθ 5191/2023 ΝΟΜΟΣ). Η αναπτυχθείσα εκκρεμοδικία λήγει με την έκδοση οριστικής απόφασης και αναβιώνει με την άσκηση ενδίκων μέσων, όχι όμως με την άσκηση εκτάκτων ενδίκων μέσων, πριν την ευδοκίμησή τους (ΟλΑΠ 38/1996 ΕλλΔνη 1997. 41, ΑΠ 1528/2008 ΕλλΔνη 2011. 1013). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 440 και 441 του ΑΚ συνάγεται ότι το διαπλαστικό δικαίωμα της πρότασης του συμψηφισμού δημιουργείται από τη στιγμή που δύο αντίθετες απαιτήσεις που πληρούν τις προϋποθέσεις του συμψηφισμού θα συνυπάρξουν. Ο δικαιούχος της κάθε απαίτησης έχει, συνεπώς, από το χρονικό αυτό σημείο το δικαίωμα να αποσβέσει την απαίτηση του δανειστή του (κύρια ή ενεργητική απαίτηση), προτείνοντας την ανταπαίτησή του (ή παθητική απαίτηση) σε συμψηφισμό, επέρχεται δε με την πρότασή του απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων στο μέτρο κατά το οποίο καλύπτονται αναδρομικά, ανεξάρτητα από το αν θα γίνει ή όχι αποδεκτή από εκείνον στον οποίο απευθύνεται. Απαίτηση και ανταπαίτηση πρέπει να είναι τέλειες, δηλαδή να είναι ληξιπρόθεσμες, να μην τελούν υπό αίρεση ή προθεσμία, να μην υπόκεινται σε ανατρεπτική ή αναβλητική ένσταση και να είναι αγώγιμες, δηλαδή να μην είναι απλώς φυσικές ενοχές. Ο νόμος δεν απαιτεί, ως όρο του συμψηφισμού, ταυτότητα του νομικού λόγου που στηρίζει τις αμοιβαίες απαιτήσεις ή συνάφεια της αιτίας τους, αλλά ούτε και επιβάλλει η ανταπαίτηση που αντιτάσσεται προς συμψηφισμό να είναι εκκαθαρισμένη. Η πρόταση του συμψηφισμού μπορεί να λάβει χώρα είτε εξώδικα, είτε ενώπιον δικαστηρίου με τη μορφή ένστασης (άρθρο 442 του ΑΚ). Πρόταση συμψηφισμού που γίνεται πριν από τη δίκη ή κατά τη διάρκειά της με εξώδικη δήλωση προς τον αντίδικο του συμψηφίζοντος επιφέρει την απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων από τότε που συνυπήρξαν (ΑΠ 486/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 633/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 435/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 294/2014 Αρμ 2014. 1306, ΑΠ 782/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 450/2013 ΧρΙΔ 2013. 583, ΑΠ 936/2013, ΝοΒ 2014. 33, ΑΠ 840/2012 ΧρΙΔ 2013. 27, ΑΠ 1460/2012 ΕπισκΕμπΔ 2013. 324). Ως συνύπαρξη των απαιτήσεων, κατά την έννοια των διατάξεων 440 και 441 του ΑΚ, νοείται η παράλληλη ύπαρξη των δύο απαιτήσεων σε κατάσταση ώριμη προς συμψηφισμό αμφοτέρων (ΑΠ 1617/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1626/2006 ΝΟΜΟΣ). Δηλαδή, το διαπλαστικό δικαίωμα της πρότασης του συμψηφισμού δημιουργείται από τη στιγμή που δύο αντίθετες απαιτήσεις, που πληρούν τις προϋποθέσεις του συμψηφισμού, θα συνυπάρξουν (ΑΠ 363/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2111/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 942/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 943/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 980/2009 ΝΟΜΟΣ). Η πρόταση της ένστασης συμψηφισμού δημιουργεί, σύμφωνα με το άρθρο 221 παρ. 2 του ΚΠολΔ, εκκρεμοδικία. Έτσι, αν μετά την πρόταση συμψηφισμού σε δίκη ασκηθεί σε οποιοδήποτε δικαστήριο αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή προβληθεί ένσταση συμψηφισμού, που στηρίζεται στην ίδια απαίτηση ή αν έχει προηγηθεί αγωγή κ.λπ. και ακολουθήσει η σχετική ένσταση συμψηφισμού σε οποιοδήποτε δικαστήριο, θα ανασταλεί αυτεπάγγελτα η εκδίκαση της μεταγενέστερης αίτησης μέχρι την περάτωση της πρώτης δίκης. Κατά συνέπεια, η έλλειψη εκκρεμοδικίας αποτελεί αρνητική διαδικαστική προϋπόθεση, που υπαγορεύεται από λόγους διαφύλαξης της αυθεντίας των δικαιοδοτικών οργάνων από την έκδοση αντιφατικών αποφάσεων. Στη νομολογία υποστηρίχθηκαν δύο απόψεις, κατά την πρώτη, που ταυτίζεται και με την άποψη της θεωρίας, η εκκρεμοδικία έχει ως αποτέλεσμα όχι την απόρριψη, αλλά την αναστολή της εκδίκασης, έως ότου περατωθεί η πρώτη δίκη, της νέας αγωγής, ανταγωγής, κύριας παρέμβασης ή ένστασης συμψηφισμού, και διατάσσεται, όχι μόνο μετά από ένσταση, αλλά και αυτεπαγγέλτως, διότι η διάταξη του άρθρου 222 του ΚΠολΔ έχει τεθεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος (ΑΠ 716/2009 ΝοΒ 2009. 2146, ΑΠ 951/2007 ΝοΒ 2007. 2428, ΑΠ 140/1997 ΕλλΔνη 1997. 1547, ΕφΛαμ 32/2000 ΕλλΔνη 42. 468, Κ. Καλαβρού, Πολιτική Δικονομία, έκδ. 2016, σελ. 499-504, Ν. Νίκα, Πολιτική δικονομία, τόμ. 2, έκδ. 2021, σελ. 267-268 και Παρατηρήσεις I. Δεληκωστόπουλου, ΕΠολΔ 2013. 518 επ. σε ΑΠ 714/2013), η δε αναστολή είναι καθολική, ενώ αν η μεταγενέστερη ασκηθείσα αγωγή ή ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού, με την οποία επανεισάγεται η αγωγική αξίωση, δεν συμπίπτει κατά ποσό με εκείνο της πρώτης αγωγής δεν αναστέλλεται, εκτός αν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 249 του ΚΠΔ (Κ. Μακρίδου στην ΕρμΚΠολΔ, Κεραμέα – Κονδύλη – Νίκα, Τόμος I, άρθρο 222, αριθ. 19-20, σελ. 487- 488, Μ. Μαργαρίτη / Αντ. Μαργαρίτη, ΕρμΚΠολΔ, Τόμος I, άρθρο 222, αριθ. 3-4, σελ. 415). Κατά την κρατούσα πλέον στην νομολογία άποψη, την οποία υιοθετεί και το παρόν δικαστήριο, το από την ανωτέρω διάταξη απαράδεκτο, λόγω εκκρεμοδικίας, αποτελεί μεν εκδήλωση της έννομης σχέσης της δίκης και συνίσταται στο ότι το δικαστήριο δεσμεύεται να μη συζητήσει εκ νέου την ίδια διαφορά μεταξύ των αυτών διαδίκων, πλην όμως η παρά το νόμο παράλειψη του δικαστηρίου να αναστείλει τη διαδικασία, λόγω εκκρεμοδικίας, κατά την προαναφερθείσα διάταξη, μη επιβαλλόμενη από το νόμο, προς κατοχύρωση του αποτελέσματος δικονομικής ακυρότητας ή προς εξασφάλιση της άσκησης δικονομικού δικαιώματος, δεν συνιστά παράλειψη κήρυξης δικονομικού απαράδεκτου, υπό την έννοια της διάταξης του αριθ. 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, διότι η αναστολή αυτή επιβάλλεται από το νόμο απλώς χάριν οικονομίας χρόνου και δαπάνης, καθώς και προς αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, ενδεχόμενο, όμως, που αντιμετωπίζεται από το νόμο με την καθιέρωση λόγου αναψηλάφησης για την τελευταία απόφαση, κατ’ άρθρο 544 παρ. 1 και 549 παρ. 2 του ΚΠΔ (ΑΠ 431/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1374/2012 ΝοΒ 2013. 750, ΑΠ 1393/2010 ΝοΒ 2011. 397, ΑΠ 588/2009 ΝοΒ 2009. 1713, ΑΠ 207/2008 ΕλλΔνη 2008. 1626, ΑΠ 290/2005 ΕλλΔνη 2006. 1383, ΑΠ 1543/2001 Δ 2002. 519, με κριτικές παρατ. Μπέη). Στην προκειμένη περίπτωση από τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι προέκυψε ότι κατόπιν της από 08.02.2021 αίτησης της εναγόμενης εκδόθηκε σε βάρος της ενάγουσας η προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. ……/2021 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την οποία επιτάχθηκε αυτή να καταβάλει στην εναγόμενη το ποσό των 6.500,00 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, για απαίτησή της, που απορρέει από το από 26.11.2019 «ιδιωτικό συμφωνητικό και απόδειξη είσπραξης προκαταβολής ποσού 6.500 ευρώ», το οποίο υπογράφηκε μεταξύ τους και με το οποίο συμφώνησαν την αγοραπωλησία ενός ακινήτου, ιδιοκτησίας της ενάγουσας, ήτοι ενός οικοπέδου επιφάνειας 336,68 τ.μ. με το υφιστάμενο σ’ αυτό κτίσμα, εμβαδού 270 τ.μ., αποτελούμενο από ισόγειο κατάστημα με πατάρι και δύο υπόγειες αποθήκες, που βρίσκεται στο Δήμο ……. Αττικής, επί της οδού ……., ότι κατά της υπ’ αριθ. ………../2021 διαταγής πληρωμής και της από 08.04.2021 επιταγής προς πληρωμή που έχει τεθεί κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της διαταγής πληρωμής, η ενάγουσα άσκησε, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, την προσκομιζόμενη από 08.04.2021 με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/2021 και ειδικό ……/2021 ανακοπή της, κατ’ άρθρα 632 και 933 του ΚΠολΔ, με την οποία ζήτησε την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής και της επισπευδόμενης σε βάρος της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, για τους λόγους που εκτίθενται στο δικόγραφο, μεταξύ των οποίων και ο τέταρτος λόγος ανακοπής, με τον οποίο η ενάγουσα ισχυρίσθηκε ότι η εναγόμενη ευθύνεται λόγω προσυμβατικού πταίσματός της, κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων προς σύναψη της σύμβασης αγοραπωλησίας του ανωτέρω ακινήτου, αφού από αποκλειστική υπαιτιότητά της ματαιώθηκε η κατάρτιση του προσυμφώνου και του οριστικού συμβολαίου αγοραπωλησίας, και ως εκ τούτου υποχρεούται η εναγόμενη να αποκαταστήσει την επελθούσα ζημία της ενάγουσας, συνολικού ποσού 52.300,00 ευρώ, η οποία συνίσταται αφενός στις δαπάνες στις οποίες αυτή υποβλήθηκε, ποσού 2.300,00 ευρώ, ενόψει της συμφωνηθείσας αγοραπωλησίας, για τη σύνταξη τοπογραφικού διαγράμματος, για την έκδοση πιστοποιητικού ενεργειακής απόδοσης, για την υποβολή αιτήματος σύνταξης Διορθωτικής Πράξης Εφαρμογής Σχεδίου Πόλης, για την έκδοση αντιγράφων των τίτλων του πωλούμενου ακινήτου και των σχετικών πιστοποιητικών, αφετέρου στα διαφυγόντα κέρδη, ποσού 50.000,00 ευρώ, τα οποία αυτή απώλεσε, λόγω απόκρουσης εκ μέρους της ευνοϊκότερης προσφοράς για την πώληση του επίδικου ακινήτου με υψηλότερο τίμημα, ανερχόμενο στο ποσό των 385.000,00 ευρώ, ότι επικουρικώς προβάλει σε συμψηφισμό την ανωτέρω ανταπαίτησή της σε βάρος της εναγόμενης, ποσού 52.300,00 ευρώ, για τη ζημία που η ίδια υπέστη κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων, σύμφωνα με τα άρθρα 197-198 του ΑΚ, με την απαίτηση της εναγόμενης σε βάρος της από την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, ποσού 6.500,00 ευρώ, με αποτέλεσμα να επέρχεται πλήρης απόσβεση της επιδικασθείσας με τη διαταγή πληρωμής απαίτησης της εναγόμενης, ότι ο λόγος αυτός της ανακοπής, ο οποίος κρίθηκε νόμιμος, στηριζόμενος στα άρθρα 440 και 442 του ΑΚ, απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμος, όπως και η ανακοπή στο σύνολό της, με την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. 69/2022 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την οποία επικυρώθηκε η υπ’ αριθ. ……./2021 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Ειρηνοδικείου Αθηνών και η από 08.04.2021 επιταγή προς πληρωμή που έχει τεθεί κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της διαταγής πληρωμής, ότι κατά της υπ’ αριθ. 69/2022 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, η ενάγουσα άσκησε την προσκομιζόμενη από 02.02.2022 έφεσή της που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/2022 και ειδικό ……/2022 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/2022 και ειδικό ……../2022, για τη δικάσιμο της 23.05.2025, με την οποία παραπονείται, μεταξύ άλλων, με τον τέταρτο λόγο της έφεσής της, για την απόρριψη του τέταρτου λόγου της ανακοπής της και της επικουρικώς προβληθείσας ένστασης συμψηφισμού. Κατόπιν τούτων, προέκυψε ότι η άσκηση εκ μέρους της ενάγουσας, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, της προγενέστερης, από 08.04.2021 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/2021 και ειδικό ……/2021 ανακοπής της, κατ’ άρθρα 632 και 933 του ΚΠολΔ, η οποία επιδόθηκε στην εναγόμενη την 12.04.2021 (βλ. τη σχετική από 12.04.2021 επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας ………… επί του προσκομιζόμενου αντιγράφου της από 08.04.2021 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2021 και ειδικό ……/2021 ανακοπής) και με την οποία προβλήθηκε ο ανωτέρω τέταρτος λόγος ανακοπής και η επικουρικώς προβληθείσα ένσταση συμψηφισμού, έχει επιφέρει τα αποτελέσματα της εκκρεμοδικίας, καθόσον, όπως προκύπτει από τα δικόγραφα της από 08.04.2021 ανακοπής και της κρινόμενης από 23.04.2021 αγωγής, που επιδόθηκε στην εναγόμενη την 24.06.2021 (βλ. τη σχετική από 24.06.2021 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή …………. επί του προσκομιζόμενου αντιγράφου της από 23.04.2021 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/2021 και ειδικό ……../2021 αγωγής), υφίσταται αφενός ταυτότητα διαφοράς, αφού υπάρχει ταυτότητα ιστορικής και νομικής αιτίας, δεδομένου ότι και στην υπό κρίση αγωγή της ενάγουσας, που ερείδεται ομοίως στην παράβαση των διατάξεων των άρθρων 197-198 του ΑΚ εκ μέρους της εναγόμενης, συμπεριλαμβάνονται τα κονδύλια για τις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε η ενάγουσα, ενόψει της συμφωνηθείσας αγοραπωλησίας, ποσού 2.798,00 ευρώ, και για τα διαφυγόντα κέρδη, τα οποία αυτή απώλεσε, λόγω απόκρουσης εκ μέρους της ευνοϊκότερης προσφοράς για την πώληση του επίδικου ακινήτου με υψηλότερο τίμημα, ποσού 50.000,00 ευρώ, αφετέρου ταυτότητα διαδίκων, αφού η προγενέστερη εκκρεμής ανακοπή της νυν ενάγουσας στρέφεται ομοίως κατά της νυν εναγόμενης. Επιπλέον προέκυψε ότι επί της προγενέστερης από 08.04.2021 ανακοπής της ενάγουσας, με την οποία προβλήθηκε ο ανωτέρω τέταρτος λόγος ανακοπής και ο επικουρικός ισχυρισμός περί συμψηφισμού της επιδικασθείσας σε βάρος της ενάγουσας, με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, απαίτησης της εναγόμενης, ποσού 6.500,00 ευρώ, με τη ληξιπρόθεσμη και ομοειδή χρηματική ανταπαίτηση της ενάγουσας σε βάρος της εναγόμενης, ποσού 52.300,00 ευρώ, η οποία είναι ταυτόσημη, κατά περιεχόμενο και αίτημα, με την ένδικη απαίτησή της, της οποίας ζητεί την αναγνώριση με την υπό κρίση από 23.04.2021 αγωγή της, δεν έχει ακόμη εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση, αλλά εκκρεμεί η εκδίκαση της από 02.02.2022 έφεσης της ενάγουσας, κατά της υπ’ αριθ. 69/2022 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Μετά ταύτα, και εφόσον το Εφετείο έχει την εξουσία, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 του ΚΠολΔ) να ερευνήσει, και χωρίς ειδικό παράπονο, το ορισμένο, το νόμω βάσιμο και τις διαδικαστικές προϋποθέσεις της αγωγής, μεταξύ των οποίων και την ένσταση εκκρεμοδικίας, πριν ακόμη εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση, όταν ο εκκαλών παραπονείται για άλλο λόγο (π.χ. για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων), και να την απορρίψει ως αόριστη ή μη νόμιμη ή να την αναστείλει, μετά την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης, καθόσον στην περίπτωση αυτή δεν επιτρέπεται υποκατάσταση αιτιολογίας, αφού οδηγεί σε διαφορετικό αποτέλεσμα ως προς το διατακτικό (βλ. ΜονΕφΘες 101/2014 ΝΟΜΟΣ), στην προκείμενη δε περίπτωση, η εκκαλούσα – ενάγουσα της υπό στοιχείο Α’ έφεσης παραπονείται για την ουσιαστική απόρριψη του αγωγικού κονδυλίου των 50.000,00 ευρώ και η εκκαλούσα – εναγόμενη της υπό στοιχείο Β’ έφεσης παραπονείται για την μερική παραδοχή του αγωγικού κονδυλίου των 2.798,00 ευρώ, πρέπει να γίνουν δεκτές κατ’ ουσίαν οι υπό στοιχεία Α’ και Β’ εφέσεις και αφού εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, να διακρατηθεί και να δικαστεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και να ανασταλεί αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, η εκδίκαση της από 23.04.2021 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……../2021 και ειδικό …../2021 αγωγής, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 222 παρ. 2 του ΚΠολΔ, εωσότου περατωθεί τελεσίδικα η δίκη που ανοίχθηκε με την προγενέστερη από 08.04.2021 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……./2021 και ειδικό ……../2021 ανακοπή της εκκαλούσας – ενάγουσας, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών. Δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται, καθόσον η παρούσα ως προς τη διάταξη της αυτή είναι μη οριστική (βλ. ΜονΕφΘες 101/2014 ΝΟΜΟΣ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις από 27.04.2024 και από 01.07.2024, αντίστοιχα, υπό στοιχεία Α’ και Β’ εφέσεις, κατά της υπ’ αριθ. 3807/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν τις υπό στοιχεία Α’ και Β’ εφέσεις.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.
Κρατεί και δικάζει την από 23.04.2021 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……./2021 και ειδικό ……/2021 αγωγή.
Αναστέλλει την εκδίκαση της από 23.04.2021 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……./2021 και ειδικό ……./2021 αγωγής, εωσότου περατωθεί τελεσίδικα η δίκη που ανοίχθηκε με την προγενέστερη από 08.04.2021 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/2021 και ειδικό ……/2021 ανακοπή της εκκαλούσας – ενάγουσας, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 30.04.2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ