Αριθμός 250 /2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ναυτικό Τμήμα
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Δ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………… ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Νικόλαο Κουντούρη, (ΔΕ ΜΙΚΕΣ Ν. ΚΟΥΝΤΟΥΡΗΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ), (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
ΕΚΚΑΛΟΥΣΩΝ- ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Εταιρείας με την επωνυμία «……….» που εδρεύει στην …… Αττικής, (οδός …………..), (ΑΦΜ ………….) και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) Εταιρείας με την επωνυμία «………..» με δ.τ «……….» (ΑΦΜ ………) που εδρεύει στην ……. Αττικής (οδός ……………) και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Παρασκευά Ζουρντό (ΔΕ ΠΙΣΤΙΟΛΗΣ-ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ) (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Ο εκκαλών-εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 30.12.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2021) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ 3202/2023 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου α) ο ενάγων και ήδη εκκαλών-εφεσίβλητος με την από 24.11.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ………./2023-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ……/2024) έφεσή του και β) οι εναγόμενες και ήδη εκκαλούσες-εφεσίβλητες με την από 14.5.2024 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2024-ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2024) έφεσή τους. Δικάσιμος των ως άνω εφέσεων ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες από 24.11.2023 και 14.5.2024 με αριθμούς κατάθεσης ……./2023 και ……/2024 και προσδιορισμού ……./2024 και ………/2024 εφέσεις κατά της οριστικής με αριθμό 3202/2023 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 621 του ΚΠολΔ), επί της από 30.12.2021 με αριθμό κατάθεσης ……../2021 αγωγής, έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις με κατάθεση αυτής στη Γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αρμοδίως (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) και εμπροθέσμως, αφού η εκκαλουμένη κοινοποιήθηκε σύμφωνα με τη με αριθμό ……./16.4.2024 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς . ………… στις 16.4.2024 οπότε η έφεση του ναυτικού ασκήθηκε πριν την επίδοση και η έφεση των εναγομένων εντός της 30ήμερης προθεσμίας από την επίδοση της εκκαλουμένης (άρθρα 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Ακολούθως οι προαναφερόμενες εφέσεις πρέπει να γίνουν δεκτές κατά το τυπικό τους μέρος και να ερευνηθούν περαιτέρω κατ’ ουσίαν κατά την ίδια παραπάνω ειδική διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι ως προς τις διαφορές αυτές υπάρχει απαλλαγή από το παράβολο εφέσεως του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012, συνεκδικαζόμενες, λόγω της προφανούς συνάφειας αυτών αφού πλήττουν την ίδια απόφαση (άρθρα 246, 524 και 591 ΚΠολΔ).
Με την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου από 30.12.2021 με αριθμό κατάθεσης …………./2021 αγωγή του ο ενάγων εξέθετε ότι ναυτολογήθηκε διαδοχικά τρεις (3) φορές µε την ειδικότητα του θαλαµηπόλου και απασχολήθηκε κατά τα αναφερόµενα στην αγωγή χρονικά διαστήµατα, εντός της χρονικής περιόδου από 8-1-2020 έως 27-8-2020, στο υπό ελληνική σηµαία επιβατηγό – οχηµαταγωγό πλοίο “BS1”, ολικής χωρητικότητας 29.858 κόρων, πλοιοκτησίας της πρώτης εναγοµένης ναυτιλιακής εταιρίας με έδρα την Καλλιθέα Αττικής, αντί των προβλεπόµενων από την οικεία Συλλογική Σύµβαση Ναυτικής Εργασίας Πληρωµάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων έτους 2019 ή, κατά περίπτωση, ανάλογα µε τα εκτελούµενα δροµολόγια, από την ΣΣΝΕ Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019, µηνιαίου µισθού και επιδοµάτων. Ότι παρείχε τις υπηρεσίες του στο εν λόγω πλοίο, που εκτελούσε καθηµερινά τα αναφερόµενα στην αγωγή δροµολόγια, εργαζόµενος ηµερησίως επί 14 ώρες µέχρι τη λύση της τελευταίας συµβάσεώς του µε την πρώτη εναγοµένη, πραγµατοποιώντας και βάρδιες πυρασφάλειας. Ότι κατά τη διάρκεια των ένδικων ναυτολογήσεών του δεν έλαβε τις δικαιούµενες άδειες διανυκτέρευσης. Ότι στη συνέχεια, ναυτολογήθηκε δύο φορές µε την ειδικότητα του θαλαµηπόλου και απασχολήθηκε από 1-11-2020 έως 9-1-2021 και από 14-5-2021 έως 14-9-2021 στο υπό ελληνική σηµαία επιβατηγό – οχηµαταγωγό “BSC'” ολικής χωρητικότητας 8.125,72 κόρων, που ανήκει κατά κυριότητα στη δεύτερη εναγοµένη ναυτιλιακή εταιρία, κατά δε τον εφοπλισµό, την οικονοµική και εµπορική εκµετάλλευση στην πρώτη εναγοµένη επίσης με έδρα την ……. Αττικής, αντί των προβλεπόµενων από την οικεία Συλλογική Σύµβαση Ναυτικής Εργασίας Πληρωµάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων έτους 2019 µηνιαίου µισθού και επιδοµάτων. Ότι παρείχε τις υπηρεσίες του στο εν λόγω πλοίο, που εκτελούσε καθηµερινά τα αναφερόµενα στην αγωγή δροµολόγια, εργαζόµενος και εδώ ηµερησίως επί 14 ώρες µέχρι τη λύση της τελευταίας συµβάσεώς του µε την πρώτη εναγοµένη, πραγµατοποιώντας και βάρδιες πυρασφάλειας. Ότι επιπλέον το ως άνω πλοίο εκτέλεσε και τα αναφερόµενα στην αγωγή δροµολόγια εξπρές, ενώ κατά τη διάρκεια των ένδικων ναυτολογήσεών του δεν έλαβε τις δικαιούµενες άδειες διανυκτέρευσης. Ότι η σύµβαση ναυτικής εργασίας του λύθηκε την 14-9-2021 λόγω διακοπής των πλόων του πλοίου χωρίς να επαναναυτολογηθεί εντός 60 ηµερών από την απόλυση, γι’ αυτό και δικαιούται αποζηµίωση. Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούµενος ότι απασχολήθηκε χωρίς να λάβει το σύνολο των αποδοχών του που αντιστοιχούσαν στις ώρες υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθηµερινές, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες και χωρίς να συνυπολογιστούν αυτές στο σύνολό τους για τον προσδιορισµό και την καταβολή της αναλογίας των επιδοµάτων δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα των επίδικων χρονικών διαστηµάτων, αιτήθηκε κυρίως µε βάση τη σύµβαση εργασίας :του και επικουρικά κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισµού: Α] να υποχρεωθεί η πρώτη εναγοµένη, µε απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να του καταβάλει, για τη ναυτολόγησή του στο πλοίο “BS1′ το συνολικό χρηµατικό ποσό των 12.849 ευρώ, το οποίο ανέλυε ως εξής: α] ποσό 11.592,74 ευρώ για διαφορά αµοιβής υπερωριακής απασχόλησης, β] 1.092,15 ευρώ για διαφορά αναλογίας επιδοµάτων εορτών Πάσχα (505,76 ευρώ) και Χριστουγέννων (586,39. ευρώ) 2020, γ] 164,28 ευρώ για αποζηµίωση λόγω διανυκτερεύσεων που δεν χορηγήθηκαν, και όλα τα παραπάνω έντοκα από την απόλυσή του την 27-8-2020 και επικουρικά από την εποµένη της επίδοσης της αγωγής και Β] να υποχρεωθούν οι εναγόµενες που ευθύνονταν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, η µεν πρώτη ως εργοδότρια και ως ασκούσα τον εφοπλισµό και την εκµετάλλευση του πλοίου, η δε δεύτερη ως κυρία του πλοίου, µε απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να του καταβάλουν, για τη ναυτολόγησή του στο πλοίο “BSC’ το συνολικό χρηµατικό ποσό των 27.784,76 ευρώ, άλλως το ποσό των 26.107,54 ευρώ το οποίο ανέλυε ως εξής: α] ποσό 12.172,94 ευρώ για διαφορά αµοιβής υπερωριακής απασχόλησης, β] 4.221,83 ευρώ για διαφορά αναλογίας επιδοµάτων εορτών Χριστουγέννων 2020 (1.446,39 ευρώ), Πάσχα 2021 (236,98 ευρώ) και Χριστουγέννων 2021 (2.538,46 ευρώ), γ] ποσό 5.714,97 ευρώ ως διαφορά πρόσθετης αµοιβής για δροµολόγια εξπρές, δ) ποσό 438,08 ευρώ για υπόλοιπο αποζηµίωσης λόγω διανυκτερεύσεων που δεν χορηγήθηκαν και ε) ποσό 5.236,94 ευρώ για αποζηµίωση απόλυσης λόγω διακοπής των πλόων και µη επαναναυτολόγησής του εντός 60 ηµερών από την απόλυση, άλλως το ποσό των 3.570,64 ευρώ λόγω µονοµερούς καταγγελίας της σύµβασής του από τον πλοίαρχο χωρίς δική του υπαιτιότητα, και όλα τα ποσά με το νόμιμο τόκο από την απόλυσή του την 14-9-2021 και επικουρικά από την εποµένη της επίδοσης της αγωγής. Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου περιόρισε το καταψηφιστικό αίτηµα στο ποσό των 18.085,94 ευρώ και ειδικότερα διατήρησε καταψηφιστικό το ποσό των 12.849 ευρώ που αφορούσε τα κονδύλια της ναυτολόγησής του στο πλοίο “BS1”, καθώς και το ποσό των 5.236,94 ευρώ με επικουρικό αίτημα αυτό των 3.570,64 ευρώ που αφορούσε την αποζηµίωση απόλυσης της ναυτολόγησής του στο πλοίο “BSC”, ενώ περιόρισε σε έντοκο αναγνωριστικό το υπόλοιπο ποσό των 22.547,82 ευρώ [διαφορά αµοιβής υπερωριακής απασχόλησης ποσού 12.172,94 ευρώ, διαφορά επιδοµάτων εορτών ποσού 4.221,83 ευρώ, διαφορά πρόσθετης αµοιβής για δροµολόγια εξπρές ποσού 5.714,97 ευρώ και υπόλοιπο αποζηµίωσης λόγω µη χορηγηθεισών διανυκτερεύσεων ποσού 438,08 ευρώ] για τη ναυτολόγησή του στο πλοίο “BSC”. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει υλική και τοπική αρμοδιότητα προς εκδίκαση της υπόθεσης κατά την ειδική διαδικασία περί περιουσιακών – εργατικών διαφορών. Έκρινε ορισμένη την αγωγή κατά την κύρια βάση της απορρίπτοντας ισχυρισμό περί του αντιθέτου και ότι αυτή έχει έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346, 361, 481,648,652,653,655,904 ΑΚ, ενώ παρέπεμψε σε διατάξεις του παλαιού ΚΙΝΔ και όχι αυτού που ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της, στο άρθρο µόνο της Υ.Α. 70109/8008 (Εµπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1.82. «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδοµάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιουµένους ναυτικούς», και στις διατάξεις δύο σσνε δηλαδή της ΣΣΝΕ πληρωµάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων έτους 2019, που κυρώθηκε µε την ΥΑ 2242.5-1.5/56040/2019 (ΦΕΚ Β’ 3170/12-8-2019) και της ΣΣΝΕ πληρωµάτων Μεσογειακών – Τουριστικών πλοίων έτους 2019, που κυρώθηκε µε την ΥΑ 2242.5-1.10/56166/2019 (ΦΕΚ Β’ 3097/1-8-2019). Έκρινε νομικά αβάσιμο τον συνυπολογισμό των έκτακτων αμοιβών στις τακτικές αποδοχές και στη συνέχεια δέχθηκε κατά ένα μέρος την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη και αφενός υποχρέωσε αμφότερες τις εναγόμενες, τη δεύτερη ευθυνόμενη μέχρι την αξία του πλοίου να καταβάλουν εις ολόκληρον στον ενάγοντα το ποσό των 3.645,20 ευρώ εντόκως από την 15.9.2021, και επιπλέον την πρώτη εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 2.730,26 ευρώ εντόκως σύμφωνα με τις εξειδικεύσεις στο διατακτικό της εκκαλουμένης, και αφετέρου αναγνώρισε την υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν εις ολόκληρον στον ενάγοντα το ποσό των 12.871,91 ευρώ εντόκως σύμφωνα με τις εξειδικεύσεις στο διατακτικό της απόφασης. Κατά της προαναφερόμενης απόφασης παραπονούνται ήδη αμφότερα τα διάδικα μέρη με τις κρινόμενες εφέσεις τους και τους διαλαμβανόμενους σε αυτές λόγους παραπονούμενα για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου και κακή εκτίμηση αποδείξεων, ο μεν ναυτικός διότι κρίθηκε ότι δεν εργαζόταν επί 14ωρο αλλά μόνο επί 11ωρο ημερησίως με αποτέλεσμα να μην του επιδικαστεί μέρος των υπερωριών που πραγματοποίησε αλλά και να συνυπολογιστούν εσφαλμένα τα επιδόματα εορτών και η αμοιβή για δρομολόγια εξπρές αφού δεν υπολογίστηκε σωστά ο μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής, δεν συνυπολογίστηκαν οι έκτακτες αμοιβές και ο μέσος όρος επιδομάτων εορτών στα δρομολόγια εξπρές, οι δε εναγόμενες διότι κρίθηκε ότι ο ενάγων απασχολείται υπερωριακά ενώ κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε με αποτέλεσμα να υπολογιστούν εσφαλμένα και τα επιδόματα εορτών αλλά και η αμοιβή για δρομολόγια εξπρές και εσφαλμένα κρίθηκε ότι αυτός δικαιούται αποζημίωση απόλυσης και για μη διανυκτερεύσεις, και τέλος ότι εσφαλμένα απορρίφθηκαν οι ισχυρισμοί τους περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος και συμψηφισμού των έκτακτων αμοιβών στις τυχόν οφειλόμενες αμοιβές στο ναυτικό. Ακολούθως ζητούν ο ναυτικός να μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη ώστε γίνει δεκτή συνολικά η αγωγή του και οι εναγόμενες να απορριφθεί συνολικά ενώ αιτούνται και την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση ώστε να τους επιστραφεί το ποσό των 7.947,42 ευρώ που υποχρεώθηκαν ναν καταβάλουν στα πλαίσια του προσωρινά εκτελεστού της απόφασης.
Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου, από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε, από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 16/2006, Δνη 2006/1331 = Δ 2006/1151 = ΝοΒ 2006/1716, ΟλΑΠ 1/1997, Δνη 1997/534 = ΕΕΝ 1997/389 = ΝοΒ 1998/17, ΟλΑΠ 17/1995, Δνη 1995/1531, ΟλΑΠ 62/1990, Δνη 1991/501 = ΕΕΝ 1991/320 = ΝοΒ 1991/389, ΟλΑΠ 2101/1984, ΝοΒ 1985/648, ΟλΑΠ 88/1980, ΝοΒ 1980/1437, ΑΠ 38/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τούτο συμβαίνει ιδίως όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει εύλογα δημιουργηθεί στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 7/2002, ΕΕΝ 2003/168 = ΝοΒ 2003/648, ΟλΑΠ 8/2001, ΝοΒ 49/1814 = Δνη 2001/382 = ΕπισκΕμπΔ 2002/392). Η ανωτέρω διάταξη, όμως, έχει εφαρμογή στην περίπτωση άσκησης δικαιώματος από το δικαιούχο, όταν δηλαδή αυτός επιδιώκει την παροχή έννομης προστασίας για να επιτύχει την πραγματοποίηση της κατάστασης που αρμόζει στο δικαίωμά του και όχι όταν ο αντίδικός του αρνείται, απλά ή αιτιολογημένα, να δεχθεί την ύπαρξη ή την άσκηση του επιδίκου δικαιώματος (ΑΠ 764/2001, ΔΕΕ 2001/1013, ΑΠ 950/1989, Δνη 1991/77, ΑΠ 84/1984, ΝοΒ 1985/239, ΜονΕφΔυτΣτερΕλ 34/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 2243/2012, ΔΕΕ 2012/1031, ΕφΑθ. 8263/2007, ΔΕΕ 2008/1115, ΕφΔωδ. 122/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 871/2002, ΠειρΝομ. 2002/472, ΕφΠειρ. 470/1992, ΕΝαυτΔ 1993/256) ή όταν επικαλείται απλώς νομική αβασιμότητα του αγωγικού δικαιώματος, αποκρούοντας δηλαδή την εφαρμογή του ως μη αναγνωριζόμενου από το νόμο (ΑΠ 1119/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1255/1980, ΝοΒ 29/554, ΕφΔωδ. 171/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘρακ. 221/2000, DIGESTA 2003/36, ΕφΠειρ. 13/1995, Δνη 1996/423 = ΔΕΕ 1995/403), καθόσον, ειδικότερα, εάν μεν το δικαίωμα αυτό είναι νόμιμο, μπορεί να ενασκηθεί και εναντίον της βουλήσεως του υποχρέου, οπότε ελέγχεται βεβαίως ενδεχόμενη καταχρηστικότητα της ασκήσεώς του, εάν, όμως, είναι ανυπόστατο ή αντίκειται στο νόμο, δεν μπορεί εκ μέρους του αμφισβητούντος αυτό να γίνει λόγος περί καταχρήσεως (ΑΠ 1417/1984, ΝοΒ 1985/1002, ΕφΘεσ. 727/2000, Αρμ. 2000/806). Επομένως, ο ισχυρισμός του εναγομένου περί καταχρηστικής ασκήσεως «υποτιθέμενου» δικαιώματος, σε κάθε περίπτωση, δεν αποτελεί ένσταση από το άρθρο 281 ΑΚ, αλλά άρνηση της αγωγής (ΕφΑθ. 966/2010, Δνη 2012/188), η δε διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν έχει εφαρμογή όταν ο διάδικος αρνείται την ύπαρξη του δικαιώματος του αντιδίκου του (ΑΠ 894/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ανεξαρτήτως, όμως, τούτου, από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920, 5 § 1 ΑΝ 539/1945 και 8 § 4 Ν. 4020/1959 συνάγεται γενική αρχή του εργατικού δικαίου, κατά την οποία εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν συγχωρείται και, επομένως, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενομένη κάθε παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα λήψης των προβλεπομένων από το νόμο, τη συλλογική σύμβαση εργασίας ή άλλες κανονιστικές διατάξεις ελαχίστων ορίων των αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και αν γίνεται εκ των υστέρων υπό μορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, όπως άκυρη είναι και η παραίτησή του από άλλα δικαιώματά του, που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση, ανεξαρτήτως μάλιστα αν η αξίωση αυτή έχει ή δεν έχει ακόμη γεννηθεί (ΑΠ 166/2016, ο.π, ΑΠ 1340/2014, ΧρΙΔ 2015/225, ΑΠ 1554/2011, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 691/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εκ τούτου, επειδή δηλαδή η συμφωνία που περιορίζει τα ως άνω δικαιώματα του εργαζομένου είναι για λόγους δημοσίας τάξεως άκυρη, έπεται ότι η παρά την ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας δικαστική επιδίωξή τους δεν μπορεί να αποκρουστεί με την επίκληση της από το άρθρο 281 ΑΚ καταχρηστικότητας (ΜονΕφΠειρ. 71/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 795/2010, ΕΝαυτΔ 2010/385, ΕφΠειρ. 901/2002 δημ. νόμος). Με τον έβδομο λόγο εφέσεως οι εναγόμενες επαναφέρουν τον και αμυντικό ισχυρισμό που προέβαλαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ότι η άσκηση της αγωγής, της οποίας προηγήθηκε επανειλημμένη άμεση και ρητή διαβεβαίωση του ενάγοντος περί ανυπαρξίας οικονομικών απαιτήσεών του κατ’ αυτής, είναι καταχρηστική, καθόσον, ειδικότερα, ο ενάγων ναυτικός με θετικές ενέργειές του τους προκάλεσε την εύλογη βεβαιότητα ότι δεν θα διεκδικήσει τις υπό κρίση αξιώσεις του. Συγκεκριμένα, υποστηρίζουν ότι ο εργαζόμενος ναυτικός υπέγραφε ανεπιφύλακτα τις μηνιαίες καταστάσεις της υπερωριακής απασχόλησής του, ενώ ουδέποτε τις όχλησε για την εξόφλησή τους, αντιθέτως λάμβανε τις οικειοθελείς παροχές και την αμοιβή του για την πέραν της νόμιμης υπερωριακή απασχόλησή του, παραλαμβάνοντας τα σχετικά εκκαθαριστικά σημειώματα των αποδοχών του χωρίς να διατυπώσει επ’ αυτών ποτέ οποιαδήποτε επιφύλαξη. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός δεν είναι νόμιμος όχι μόνον διότι η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν εφαρμόζεται όταν ο εναγόμενος αρνείται το αγωγικό δικαίωμα, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση κατά την οποία οι εναγόμενες ήδη εκκαλούσες παρότι επικαλούνται καταχρηστικότητα κατά την ενάσκηση του επιδίκου δικαιώματος του ενάγοντος αμφισβητούν ταυτόχρονα την ύπαρξη οποιουδήποτε δικαιώματος αυτού του τελευταίου που απορρέει από σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αλλά και επειδή τα επικαλούμενα περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν δύνανται κατά νόμο να συγκροτήσουν το πραγματικό της ιδίας διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, αφού ο ενάγων, για όσους λόγους προαναφέρθηκαν, δεν μπορούσε να στερηθεί του δικαιώματός του στη δικαστική επιδίωξη των νομίμων απαιτήσεών του από την παροχή της εργασίας του. Κρίνοντας όμοια το πρωτοβάθμιο δικαστήριο το οποίο απέρριψε ως νόμω αβάσιμο το σχετικό ισχυρισμό (βλ. 15ο φύλλο εκκαλουμένης) ορθά το νόμο ερμήνευσε και τα όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται στο σχετικό έβδομο λόγο εφέσεως είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 3 § 1 του Ν. 3239/1955 η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με αυτήν την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες. Όμως, όροι ατομικής εργασιακής συμβάσεως ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από αυτούς της συλλογικής σύμβασης είναι επικρατέστεροι. Εκ τούτων συνάγεται ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπόμενων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις πέραν των νομίμων καταβαλλόμενες, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο συνάψεως της ατομικής εργασιακής σύμβασης αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες που θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης. Τα ανωτέρω ισχύουν ομοίως και για αξιώσεις από ναυτική εργασία, που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις (ΑΠ 516/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 465/2009, ΕΝαυτΔ 2009/276). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, Δνη 44/160 = ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208, ΕφΠειρ 391/2009, ΕΝαυτΔ 2009/283, ΕφΠειρ 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008/284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106, Ι. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, § 9, σελ. 69). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού αυτών των τελευταίων (ΜονΕφΠειρ. 369/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία ΣΣΝΕ μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη, ελευθέρως ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες συμβατικές αξιώσεις του ναυτικού. Αντιθέτως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφιστεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες ΣΣΝΕ αποδοχές στην περίπτωση, αλλά μόνον σ’ αυτήν, κατά την οποία υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο ειδικώς και ορισμένως συμφωνηθεί, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον εν λόγω συμψηφισμό, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 213/2016, ΜονΕφΠειρ. 50/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 322/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 221/2015, Δνη 2016/1405, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ο.π., ΤριμΕφΠειρ 185/2012, ΕΝαυτΔ 2012/397, ΤριμΕφΠειρ 471/2011, ΕΝαυτΔ 2011/257, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 60, σελ. 326, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 205). Πρέπει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που δεν εξειδικεύονται οι αποδοχές που καλύπτει ο «κλειστός» μισθός και υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία περί της έννοιας των βουλήσεων που δηλώθηκαν, αν δηλαδή περιλαμβάνονται ή όχι σε αυτόν ορισμένες από τις νόμιμες απαιτήσεις του ναυτικού, ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, δηλαδή, όπως απαιτεί η καλή πίστη λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 1214/2010, ΕφΑΔ 2010/1322, ΑΠ 1746/2009, ΝοΒ 58/729, ΑΠ 142/2003, Δνη 44/1305, ΑΠ 737/2001, Δνη 43/723, ΑΠ 1700/1998, ΕΝαυτΔ 1999/465, ΕφΠειρ. 670/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 457/2000, ΔΕΕ 2000/895).
Η Σ.Σ.Ν.Ε. των μελών των πληρωμάτων των Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019, η οποία υπογράφηκε στις 8.7.2019 και κυρώθηκε στις 24.7.2019 με την υπ’αριθμ. 2242.5-1.10/56166/24.7.2019 Απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως την 1η.8.2019 (Φ.Ε.Κ. τεύχος Β, υπ’αριθμ.3097/1.8.2019), ορίζει στο άρθρο 13 παρ.1 τις ώρες υποχρεωτικής απασχόλησης. Σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη, οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με την παράγραφο 1 εδαφ. α΄ του άρθρου 5, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπου επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού (μισθού ενέργειας). Όπως διευκρινίζεται δε με τη διάταξη του εδαφίου α΄ της ίδιας παραγράφου του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής υπηρεσίας εκ μέρους του. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί, παρά ταύτα εργασία, εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής, αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50%. Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες (άρθρα 10 και 13 παρ. 1), δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανίων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου (άρθρο 10). Στο άρθρο 20 της ίδιας σύμβασης προβλέπεται ότι : «1. Εάν ο ναυτικός διαταχθεί να εκτελέσει πρόσθετη εργασία, πέραν δηλαδή των κεκανονισμένων ωρών, είναι υποχρεωμένος να την εκτελέσει, δεν δύναται όμως η πρόσθετος αυτή εργασία να υπερβαίνει τις τέσσερες ώρες εντός του 24ώρου. 2. Για την πρόσθετη αυτή εργασία ο εκτελέσας αυτήν ναυτικός δικαιούται σε πρόσθετη αμοιβή (υπερωρία) η οποία υπολογίζεται ως εξής: Το ποσόν του μισθού ενεργείας του άρθρου 2 παραγρ.1 διαιρείται δια των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχολήσεως, τούτων εξευρισκομένων δια της διαιρέσεως των εβδομάδων του έτους δια δώδεκα μηνών και του πολλαπλασιασμού του εκ της διαιρέσεως ταύτης προκύπτοντος πηλίκου (4,33) επί τας ώρας της εκάστοτε ισχυούσης εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχολήσεως. Βάσει του ανωτέρω υπολογισμού οι ώρες μηνιαίας υποχρεωτικής απασχολήσεως ανέρχονται εις (173). 3. Για κάθε πρόσθετη εργασία πέραν δηλαδή των κεκανονισμένων ωρών, η υπερωριακή αμοιβή των ναυτικών που προκύπτει από την εφαρμογή της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, προσαυξάνεται κατά ποσοστό 25%. 3α. Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρο 10 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας του άρθρου 2 παραγρ. 1, προσαυξημένου κατά ποσοστό 50%, για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης κατά τα Σάββατα και τις αργίες». Επίσης σύμφωνα με τη ΣΣΝΕ πληρωµάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων έτους 2019, που κυρώθηκε µε την ΥΑ 2242.5-1.5/56040/2019 (ΦΕΚ Β’ 3170/12-8-2019) οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως δηλαδή οκτώ (8) ώρες την ημέρα από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, της εργασίας του Σαββάτου και των αργιών αμειβομένης υπερωριακώς. Το οκτάωρο της Κυριακής πληρώνεται με επίδομα που προβλέπεται στη σύμβαση. Για την πρόσθετη (υπερωριακή) εργασία περί της οποίας, η προκύπτουσα εκ της εφαρμογής της υπερωριακή αμοιβή του ναυτικού προσαυξάνεται κατά 25%. Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρον 18 της σσνε, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή η προσδιοριζόμενη από την παρόντος άρθρου, προσαυξημένη κατά ποσοστό 50% για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου και αργιών. Οι κατωτέρω κατονομαζόμενες θρησκευτικές εορτές θεωρούνται ως ημέρες αργίας. Εργασίες εκτελούμενες κατά τις αργίες αυτές εν πλω και στο λιμάνι αμείβονται υπερωριακώς, σύμφωνα με την παραγρ. 5 του άρθρου 13 της Συλλογικής Σύμβασης… α. Η 1η του Έτους, β. Η εορτή των Θεοφανείων. γ. Η Καθαρή Δευτέρα, δ. Η 25η Μαρτίου, ε. Η Μεγάλη Παρασκευή, στ. Η Δευτέρα του Πάσχα. ζ. Η ημέρα του Αγίου Γεωργίου, η. Η 1η Μαΐου. θ. Η ημέρα της Αναλήψεως. ι. Η 15η Αυγούστου. ια. Η 14η Σεπτεμβρίου, ιβ. Η 28η Οκτωβρίου, ιγ. Η ημέρα του Αγίου Νικολάου. ιδ. Η ημέρα των Χριστουγέννων, ιε. Η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων». Στο άρθρο 20 της προαναφερόμενης σσνε προβλέπονται τα κάτωθι:”1. Εάν ο ναυτικός διαταχθεί να εκτελέσει πρόσθετη εργασία, πέραν δηλαδή των κεκανονισμένων ωρών, είναι υποχρεωμένος να την εκτελέσει, δεν δύναται όμως η πρόσθετος αυτή εργασία να υπερβαίνει τις τέσσαρες ώρες εντός του 24ώρου. 2. Για την πρόσθετη αυτή εργασία ο εκτελέσας αυτήν ναυτικός δικαιούται σε πρόσθετη αμοιβή (υπερωρία) η οποία υπολογίζεται ως εξής: Το ποσόν του μισθού ενεργείας του άρθρου 2 παραγρ.1 διαιρείται δια των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχολήσεως, τούτων εξευρισκομένων δια της διαιρέσεως των εβδομάδων του έτους δια δώδεκα μηνών και του πολλαπλασιασμού του εκ της διαιρέσεως ταύτης προκύπτοντος πηλίκου (4,33) επί τας ώρας της εκάστοτε ισχυούσης εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχολήσεως. Βάσει του ανωτέρω υπολογισμού οι ώρες μηνιαίας υποχρεωτικής απασχολήσεως ανέρχονται εις (173). 3. Για κάθε πρόσθετη εργασία πέραν δηλαδή των κεκανονισμένων ωρών, η υπερωριακή αμοιβή των ναυτικών που προκύπτει από την εφαρμογή της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, προσαυξάνεται κατά ποσοστό 25%. 3α. Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα, και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρο 10 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας του άρθρου 2 παραγρ. 1, προσαυξημένου κατά ποσοστό 50%, για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης κατά τα Σάββατα και τις αργίες”. Επίσης στην εκάστοτε σσνε ορίζεται επακριβώς το ωρομίσθιο της κάθε ειδικότητας με τις προαναφερόμενες προσαυξήσεις. Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 14 των προαναφερθεισών Σ.Σ.Ν.Ε., Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών πλοίων σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι οι ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα. Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι το επίδομα εορτών Χριστουγέννων καταβάλλεται ακέραιο εφόσον η σχέση εργασίας διήρκεσε από 1.5 έως 31.12 και σε διαφορετική περίπτωση καταβάλλονται τα 2/25 του μισθού ή δύο ημερομίσθια για κάθε 19ημερο εργασίας ενώ αναφορικά με το επίδομα εορτών Πάσχα οι ναυτικοί δικαιούνται μισθό 15 μερών, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ής Απριλίου αντιστοίχως, ή 1/15 ημίσεος μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε καθ’ όλο το διάστημα και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ής Απριλίου. Επιπλέον να λεχθεί ότι λαμβάνεται υπόψη ο μισθός που καταβαλλόταν την 15η ημέρα προ του Πάσχα και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβαλλόταν ή έπρεπε να καταβληθεί από την εργοδότρια ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά σε ορισμένα χρονικά διαστήματα, δηλαδή το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, η υπερωριακή αμοιβή, το επίδομα αδείας, η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας, καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές μεταξύ των οποίων είναι και η τροφοδοσία είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως. Τακτικές αποδοχές για την εφαρμογή των διατάξεων της εν λόγω Υπουργικής Απόφασης θεωρούνται ο μισθός καθώς και κάθε άλλη παροχή εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη σαν συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το μισθωτό εργασίας, τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά, κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα του χρόνου. Ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικά στην ανωτέρω Υπουργική Απόφαση : α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος πάγια και τακτικά ανά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικά, γ) οι λοιπές, τακτικά και πάγια, καταβαλλόμενες παροχές στις οποίες συμπεριλαμβάνονται, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜΕφΠειρ. 647/2014, 412/2014, τνπ ΝΟΜΟΣ), η τροφοδοσία, είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτούσια και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (ΜΕφΠειρ. 18/2016, 19/2016, 371/2016, 73/2016, 160/2014, 36/2014, 71/2014, όλες σε τνπ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387), και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της σσνε (ΜΕφΠ 442/2023 δημ. σε ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς). Το κατά τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 και 20 της σσνε πληρώματος των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, μηνιαίως καταβαλλόμενο στα μέλη του κατώτερου πληρώματος των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, στα οποία ανήκουν και τα μέλη του πληρώματος καταστρώματος (ναύκληρος και ναύτες), χρηματικό ποσό ως επίδομα ιματισμού τους για την αντιμετώπιση των δαπανών προμήθειας της καθιερωμένης στολής του Εμπορικού Ναυτικού, την οποία υποχρεούνται να φέρουν, δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των δώρων εορτών (ΜΕφΠειρ 196/2020, 117/2016, 676/2014 δημοσ σε τνπ ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΠειρ 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204, ΜΕφΠειρ 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262), για το λόγο ότι δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, αφού, όπως σαφώς από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται, αιτία της χορήγησής του αποτελεί η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου (ΑΠ 774/2003, ΕΕΔ 2005/237 226/2003, ΕΕΔ 2004/790, ΕφΠειρ 177/2012, ΠειρΝ 2012/354, 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262, ΕφΠειρ283/2009, ΕΝαυτΔ 2009/102, ΜΕφΠειρ 671/2015, 647/2014, 605/2014, σε τνπ ΝΟΜΟΣ και ΜΕφΠειρ 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204).
Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 33 της σύμβασης πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων το οποίο άρθρο τιτλοφορείται “Δρομολόγια Εξπρές”, ορίζεται ότι, σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση των δρομολογίων, πρέπει να προνοείται, από την αρμόδια υπηρεσία του ΥΕΝ και από τους πλοιοκτήτες, η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξι (6) ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο (παρ. 1). Αν κατ` εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατόν ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου (παρ. 2). Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου τέτοια δρομολόγια (Express) για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου, η κατά τη παρ. 7 πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού. Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αυτής αμοιβής, αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται διά του αριθμού 8, το δε πηλίκον αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων, για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή. ‘Ομως, σύμφωνα με τη παρ. 5 του ίδιου άρθρου, ειδικά προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των 5 δρομολογίων κάθε εβδομάδα, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, του, κατά την προαναφερθείσα παρ. 2 προσδιορισμού. Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα αμοιβή υπολογιζόμενη ως εξής: Εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή μετάβαση στο λιμάνι ή τους λιμένας προορισμού και επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών (παρ. 7α). Εάν είναι μικρότερη των 12 ωρών είναι ίση προς το ήμισυ της, ως άνω προβλεπόμενης (παρ. 7β). Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει, καθόσον αφορά την προβλεπόμενη απ` αυτές πρόσθετη αμοιβή ότι αυτή καταβάλλεται εφόσον σε κάθε δρομολόγιο το πλοίο δεν παραμείνει τουλάχιστον έξι ώρες στο λιμάνι αφετηρίας πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο. Κατά τη σαφή δε έννοια της παρ. 1 του άρθρου αυτού, δρομολόγιο νοείται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής, δηλαδή το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας. Η υποχρέωση δε εξάωρης παραμονής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ορίζεται σαφώς ότι πρέπει να γίνεται “πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο”. Με τη διάταξη δε της παρ. 3 του ίδιου άρθρου δίδεται δυνατότητα παραμονής του πλοίου, στο λιμένα προορισμού, για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παρ. 1 αυτού, οπότε στην περίπτωση αυτή δρομολόγιο για το οποίο θα καταβληθεί η πρόσθετη αμοιβή της παρ. 7 θεωρείται εκείνο, για την εκτέλεση του οποίου το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι προορισμού πριν περάσουν έξι τουλάχιστον ώρες από τον κατάπλου στο λιμάνι αυτό. Εξ άλλου, όπως προκύπτει από την παρ. 5 του ίδιου άρθρου, πρόσθετη επίσης αμοιβή καταβάλλεται για τα πέραν των πέντε δρομολογίων κάθε εβδομάδα, προκειμένου περί πλοίων, τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, “ανεξάρτητα από το αποτέλεσμά του, κατά την παρ. 2 προσδιορισμού”. Δηλαδή, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, οι ναυτικοί που εργάζονται σε πλοία που εκτελούν καθημερινώς και περισσότερα από πέντε (5) (κυκλικά) δρομολόγια την εβδομάδα (δηλαδή 6, 7 …) είτε παραμένουν στο λιμάνι 6 ώρες, είτε όχι, λαμβάνουν την πρόσθετη αμοιβή που προβλέπεται στην παρ. 7, για τον καθορισμό της οποίας, δεν γίνεται ο υπολογισμός που προβλέπεται από την προαναφερθείσα παρ. 4 του άρθρου αυτού, αλλά εφόσον η διάρκεια του κάθε δρομολογίου (κυκλικού ταξιδιού) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η πρόσθετη αυτή αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών για κάθε δρομολόγιο, εφόσον δε είναι μικρότερη των 12 ωρών, είναι ίση προς το ήμισυ αυτής, κατά τα προεκτεθέντα. Δηλαδή, αν εκτελούν 6 τακτικά δρομολόγια την εβδομάδα διάρκειας μεγαλύτερης των 12 ωρών το καθένα, λαμβάνουν ως πρόσθετη αμοιβή το 1/30 των ως άνω αποδοχών, αν δε εκτελούν 7 τακτικά δρομολόγια τα 2/30 αυτών. Αν όμως εβδομαδιαίως εκτελούν μόνο πέντε (5) δρομολόγια Express ή λιγότερα των πέντε, τότε έχει εφαρμογή η παρ. 4 του ως άνω άρθρου, οπότε η δικαιουμένη για την εκτέλεση δρομολογίων “Express” πρόσθετη αμοιβή υπολογίζεται κατά το διαγραφόμενο από την παράγραφο αυτή τρόπο, κατά τον οποίον το προκύπτον πηλίκον από τη διαίρεση του αθροίσματος των ωρών πρόωρης αναχωρήσεως του πλοίου, δια του αριθμού 8, αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων αυτών. Τακτικά θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα, κατά τα οποία, το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας σε προκαθορισμένη για κάθε ημέρα ώρα, σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, χωρίς να ασκεί επιρροή, για το χαρακτηρισμό του δρομολογίου ως τακτικού, η ύπαρξη τυχόν καθυστερήσεων, κατά την εκτέλεσή του. Εξάλλου, κατά τη σαφή έννοια της παρ. 1 του πιο πάνω άρθρου, ως δρομολόγιο νοείται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής. Δηλαδή το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας. Η υποχρέωση εξάωρης παραμονής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ορίζεται σαφώς ότι πρέπει να γίνεται μία και μοναδική φορά σε κάθε δρομολόγιο και συγκεκριμένα στο λιμάνι αφετηρίας “πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο”. Η παραπάνω έννοια του δρομολογίου ταυτίζεται με εκείνη η οποία δίδεται και με το άρθρο 1 του Π.Δ. 814/1974 “περί καθορισμού κατηγοριών δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότητος δρομολογήσεως”, στο οποίο, το μεν δρομολόγιο νοείται ως “το κατά ημέρα και ώρα ιδιαίτερο ταξίδι προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής”, ο δε λιμένας αφετηρίας ως “ο λιμήν ή το σημείο εκκινήσεως και επανόδου του επιβατηγού πλοίου κατά την εκτέλεση του δρομολογίου του”. Η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 33 της πιο πάνω Σ.Σ.Ν.Ε. δεν εισάγει διαφορετική ρύθμιση από εκείνη της παρ. 1, με την έννοια ότι το πλοίο πρέπει να παραμείνει 6 ώρες τόσο στο λιμάνι αφετηρίας όσο και στο λιμάνι προορισμού. Δίδεται, όμως, η δυνατότητα, με τη διάταξη αυτή, παραμονής του πλοίου επί εξάωρο για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παρ. 1, είτε στο λιμάνι αφετηρίας είτε στο λιμάνι προορισμού, οπότε, στη δεύτερη περίπτωση, δρομολόγιο, για το οποίο θα καταβληθεί η πρόσθετη αμοιβή της παρ. 7, θεωρείται εκείνο για την εκτέλεση του οποίου το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι προορισμού πριν περάσουν 6 τουλάχιστον ώρες από τον κατάπλου στο λιμάνι αυτό. Το ότι η αμοιβή που προβλέπεται στο άρθρο αυτό καταβάλλεται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο δεν παρέμεινε στο λιμάνι επί 6 ώρες σε κάθε πλήρες ταξίδι του προκύπτει και από τον αναφερόμενο στην παρ. 7 τρόπο υπολογισμού της αμοιβής, όπου ο υπολογισμός γίνεται ανάλογα με την πλήρη διάρκεια του ταξιδιού, δηλαδή από την αναχώρηση του πλοίου έως την επιστροφή του (Εφ.Πειρ.716/2011 ΕΝΔ 2012.107, Εφ.Πειρ.34/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ.768/2005 αδημ. σε νομικό τύπο). Τέλος, με τη διάταξη της παρ. 6 του ίδιου άρθρου 33 ορίζεται ότι οι προαναφερθείσες διατάξεις δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται σε ημερόπλοια, καθώς και σε πλοία δευτερευουσών και τοπικών γραμμών, εκτός εάν τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυχτερινές ώρες, δηλαδή 23.00 μέχρι 7.00 ώρας. Από το περιεχόμενο της διατάξεως αυτής, προκύπτει σαφώς, ότι μ` αυτήν εισάγεται, κατ` αρχή, εξαίρεση, όσον αφορά τα ημερόπλοια, επί των οποίων, συμφωνήθηκε με την ως άνω ΣΣΝΕ να μην ισχύουν και να μην εφαρμόζονται οι προαναφερθείσες διατάξεις για καταβολή πρόσθετης αμοιβής, σε περίπτωση εκτελέσεως δρομολογίων “Express”. Ως ημερόπλοια νοούνται τα πλοία, που εκτελούν ημερινούς πλόες. Σύμφωνα δε με το άρθρο 1 του Κανονισμού “περί ενδιαιτήσεως και καθορισμού αριθμού επιβατών των επιβατηγών πλοίων”, ως ημερινοί πλόες νοούνται οι εκτελούμενοι μεταξύ των ωρών 05.00 έως 22.00 κατά τη θερινή περίοδο και των οποίων η συνολική διάρκεια δεν υπερβαίνει τις 12 ώρες. ‘Ομως, και για τα ημερόπλοια, κατά το τελευταίο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 33 εισάγεται εξαίρεση της ως άνω εξαιρέσεως, σύμφωνα με την οποία και επί των πλοίων αυτών έχουν εφαρμογή όλες οι προαναφερθείσες διατάξεις, εφόσον όμως τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή από 23.00 μμ μέχρι 07.00 πμ, όπως ειδικότερα ορίζεται με τη ΣΣΝΕ αυτή. Επομένως, καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή και στους απασχολουμένους στα ημερόπλοια, τα οποία όμως εκτελούν τα παραπάνω δρομολόγια (Express) μόνον τις νυκτερινές ώρες ή επεκτείνουν τα δρομολόγια τους αυτά, τις ώρες αυτές δηλαδή 23.00 μέχρι 07.00 ώρας (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 1056/1997 Νομολ. Ναυτ. Τμήματος ΕφΠειρ 1996-1997, σελ. 27, ΕφΠειρ 1055/2000, ΕφΠειρ 1056/ 2000, ΕφΠειρ 1206/2000, ΕφΠειρ 207/2001 αδημ). Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 33§ 7 της οικείας σσνε περί αμοιβής για τα δρομολόγια εξπρές που πραγματοποιεί το πλοίο στο σύνολο των μηνιαίων αποδοχών του δικαιούχου συμπεριλαμβάνεται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το ναυτικό εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά (ΜονΕφΠειρ. 317/2018, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 265/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνυπολογίζονται, επομένως, ο μισθός ενέργειας, τα επιδόματα Κυριακών και βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, ο μέσος όρος της αμοιβής που καταβάλλεται τακτικά για επαναλαμβανόμενη υπερωριακή εργασία (ΤριμΕφΠειρ. 53/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124), το επίδομα αδείας (ΜονΕφΠειρ. 317/2018, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 265/2016, ΜονΕφΠειρ. 51/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθώς και ο μέσος όρος των πρόσθετων αμοιβών που εισπράττει ο ναυτικός από τον εργοδότη του, αν αυτές του καταβάλλονται σταθερά και αδιαλείπτως κάθε μήνα (ΜονΕφΠειρ. 57/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ο.π.). Στις μηνιαίες αποδοχές επί των οποίων υπολογίζεται η εν λόγω πρόσθετη αμοιβή, περιλαμβάνονται και τα εορταστικά επιδόματα (δώρα), έστω κι αν κατά το άρθρο 14 της ως άνω ΣΣΝΕ καταβάλλονται «επ’ ευκαιρία των εορτών Χριστουγέννων, Νέου έτους και Πάσχα», εφόσον αυτά καταβάλλονται τακτικώς κάθε μήνα (ΕφΠειρ 235/2024 σε Ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς, όμοια ΕΠ 328/2023 Ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς, Δ. Καμβύση, Ναυτεργατικό Δίκαιο 1977, σελ. 148).
Από την επανεκτίμηση της από 28-9-2022 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της δικηγόρου ………. που κατατέθηκε την 28-9-2022 στον Δικηγορικό Σύλλογο Πατρών και ελήφθη µε επιµέλεια του ενάγοντος με τις διατυπώσεις των άρθρων 421επ. του ΚΠολΔ, σύμφωνα με τις με αριθμό …. και ……/23-9-2022 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιµελήτριας ………, των με αριθμούς …../26-9-2022 και …/28-9-2022 ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς, που ελήφθησαν µε επιµέλεια των εναγοµένων επίσης με τις διατυπώσεις των άρθρων 421επ. του ΚΠολΔ σύμφωνα με τη με αριθμό …./21-9-2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιµελητή του Εφετείου Αθηνών µε έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………., από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που νόµιµα επικαλούνται και προσκοµίζουν οι διάδικοι και λαµβάνονται υπόψη είτε προς άµεση είτε προς έµµεση απόδειξη για τη συναγωγή δικαστικών τεκµηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), από τις οµολογίες των διαδίκων (άρθ. 261 εδ. β’ και 352 ΚΠολΔ) και από τα διδάγµατα της κοινής πείρας και λογικής που λαµβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη (άρθρ. 336 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγµατικά περιστατικά: Με διαδοχικές συµβάσεις εξαρτηµένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν στον Πειραιά και στην Πάτρα µεταξύ του ενάγοντος, Έλληνα απογεγραµµένου ναυτικού, κατόχου του προσκομιζόμενου ως σχετικό 2 µε αριθµό ……….. ναυτικού φυλλαδίου, και των νοµίµων εκπροσώπων της πρώτης εναγόµενης ανώνυµης ναυτιλιακής εταιρίας, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σηµαία επιβατηγού – οχηµαταγωγού ακτοπλοϊκού πλοίου “BS1”, νηολογηµένου στο λιµένα του Πειραιά µε αύξοντα αριθµό εγγραφής …., ολικής χωρητικότητας 29.858 Κ.Ο.Χ., υπό το διεθνές διακριτικό σήµα ……, ο τελευταίος ναυτολογήθηκε µε την ειδικότητα του θαλαµηπόλου: α] από 8-1-2020 έως 2-2-2020, οπότε απολύθηκε «λόγω ετήσιας επιθεώρησης του πλοίου», β] από 18-2-2020 έως 14-5-2020, οπότε απολύθηκε «αµοιβαία συναινέσει» του µε τον πλοίαρχο και γ] από 1-7-2020 έως 27-8-2020, οπότε απολύθηκε «λόγω αδείας έως 27-9-2020». Κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεων του ενάγοντος το ως άνω πλοίο από 18-2-2020 έως 20-2-2020 είχε διακόψει τα δροµολόγιά του για την εκτέλεση εργασιών ετήσιας επιθεώρησής του, ενώ κατά τα χρονικά διαστήµατα α] από 8-1-2020 έως και 2-2-2020, καθώς και από 29-7-2020 έως και 27-8-2020 εκτελούσε ακτοπλοϊκά δροµολόγια µε αφετηρία το λιµάνι του Πειραιά και β] από 21-2-2020 έως και 14-5-2020 και από 1-7-2020 έως και 28-7-2020 πραγµατοποιούσε δροµολόγια στη γραµµή της Αδριατικής. Δηλαδή ο ενάγων ήταν ναυτολογημένος στο πλοίο αυτό (24+86+58)= 168 μέρες και το πλοίο αυτό εκτελούσε δρομολόγια προς Ιταλία 112 μέρες και ακτοπλοϊκά στο Αιγαίο 56 ημέρες. Ειδικότερα, από 8-1-2020 έως και 2-2-2020 και από 29-7-2020 έως και 27-8-2020, το πλοίο εκτελούσε ακτοπλοϊκά δροµολόγια µε αφετηρία το λιµάνι του Πειραιά ως εξής : Την πρώτη εβδομάδα αναχωρούσε κάθε Δευτέρα, Τετάρτη Παρασκευή και Κυριακή από τον Πειραιά που είχε καταπλεύσει στις 6 και τέταρτο το πρωί στις 9 το βράδυ για Ηράκλειο όπου κατέπλεε στις 6 και τέταρτο την Τρίτη Πέμπτη και Σάββατο για να αναχωρήσει από εκεί στις εννέα το βράδυ. Τη δεύτερη βδομάδα το δρομολόγιο γινόταν αντίστροφα. Το διάστημα από 13.1.2020 έως 2.2.2020 εκτελούσε κυκλικό δρομολόγιο από τον Πειραιά που είχε καταπλεύσει στις 8 και 5 το πρωί τη Δευτέρα στις επτά το απόγευμα για Σύρο Πάτμο Λέρο Κω Ρόδο Κω Λέρο Πάτμο Περαιά στις 8 και 5 τις Τετάρτης για αναχώρηση και πάλι το απόγευμα για το ίδιο δρομολόγιο και επιστροφή στις 8 και 5 το πρωί την Παρασκευή και αναχώρηση για το ίδιο δρομολόγιο στις επτά το απόγευμα και επιστροφή τη Δευτέρα το πρωί. Το διάστημα από 29.7.2020 έως 14.8.2020 έκανε και τοπικό δρομολόγιο στα δωδεκάνησα δηλαδή αναχωρούσε τη Δευτέρα από την Κω όπως είχε καταπλεύσει στις 4.45 το πρωί στις 5.15 το πρωί για Σύμη Ρόδο Σύμη και επιστροφή στην Κω στις 9 παρά 10 το βράδυ, από όπου αναχωρούσε για Πειραιά στις 21.35. Στον Πειραιά κατέπλεε στις 7 το πρωι της Τρίτης και αναχωρούσε στις 5 το απόγευμα για Πάρο Νάξο Θήρα Κω Ρόδο Κω Θήρα Πειραιά στις 9 και 10 το πρωί της Πέμπτης και αναχώρηση στις 5 το απόγευμα για Πάρο Νάξο Βαθύ Κω Ρόδο Κω Βαθύ και επιστροφή στον Πειραιά στις 9.25 το πρωί του Σαββάτου από όπου αναχωρούσε την άλλη μέρα στις 7 το απόγευμα. Κάποια δρομολόγια εκτελέστηκαν με παραλλαγές στις 2.8, 8.8, 9.8, ενώ το διάστημα από 15.8. έως 27.8.2020 εκτελείτο το ίδιο κυκλικό δρομολόγιο χωρίς κατάπλου σε Πάρο και Νάξο. Τροποποιήσεις δρομολογίων υπήρχαν στις 15.8, 16.8.και 22.8. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι από 21-2-2020 έως και 14-5-2020 και από 1-7-2020 έως και 28-7-2020, το πλοίο “BS1” εκτελούσε µεσογειακούς πλόες µε αφετηρία το λιµάνι της Πάτρας προς την Ανκόνα της lταλίας, µε ενδιάµεσο κατάπλου στο λιµάνι της Ηγουµενίτσας. Ειδικότερα, απέπλεε από την Πάτρα στις 17:30, κατέπλεε στην Ηγουµενίτσα στις 22:30 της ίδιας ηµέρας και έφθανε στην Ανκόνα στις 16:00 της επόµενης ηµέρας, όπου, συνήθως, διανυκτέρευε. Από την Ανκόνα αναχωρούσε στις 13:00 της εποµένης και µε ενδιάµεσο κατάπλου στην Ηγουµενίτσα στις 09:30 της επόµενης ηµέρας, επέστρεφε στην Πάτρα, όπου κατέπλεε στις 15:00. Ακολούθως, αναχωρούσε αυθηµερόν από την Πάτρα στις 17:30 για να εκτελέσει εκ νέου το ίδιο δροµολόγιο. Για ένα µικρό διάστηµα, αντί για το λιµένα της Ανκόνας, το πλοίο κατέπλεε στο Μπάρι της lταλίας ως εξής: Απέπλεε από την Πάτρα στις 18:00, κατέπλεε στην Ηγουµενίτσα στις 23:59 της ίδιας ηµέρας και έφθανε στο Μπάρι στις 09:30 της εποµένης, απ’ όπου αναχωρούσε αυθηµερόν στις 19:30 προκειµένου να επιστρέψει στην Πάτρα, όπου κατέπλεε στις 13:00 της εποµένης, αφού προηγουµένως είχε προσεγγίσει το λιµάνι της Ηγουµενίτσας στις 05:30 το πρωί. Σύμφωνα με την ένορκη κατάθεση του …………. θαλαμηπόλου και ναυτολογημένου στο ίδιο πλοίο το διάστημα από 18.11.2019 έως 2.2.2020 και από 26.5.2020 έως 27.8.2020 στο πλοίο ΒS1 ο ενάγων απασχολούνταν µε την ειδικότητα του θαλαµηπόλου είτε στα κυλικεία του πλοίου ως “µπάρµαν” είτε στα ενδιαιτήµατα αυτού ως “διαµεριστής θαλαµηπόλος”. Ο προαναφερόμενος ενόρκως βεβαιώσας είναι πολύ συγκεκριμένος σε αυτά που καταθέτει αναφορικά με την απασχόληση του ενάγοντος. Αναφέρει ειδικότερα ότι αυτός κατά την περίοδο που εργάστηκε ως “µπάρµαν” απασχολήθηκε αρχικά στο κυλικείο του πλοίου µε το ονόµα ”YC” και ακολούθως στο κυλικείο µε το όνοµα “Γ”. Τα καθήκοντά του συνίσταντο στην παρασκευή και προετοιµασία των προς πώληση ειδών κυλικείου, αλλά και τον γενικότερο ανεφοδιασµό του µπαρ µε την αναγκαία ποσότητα τροφίµων και εφοδίων, εξυπηρετώντας τους επιβάτες – πελάτες καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού. Επίσης καταθέτει ότι κατά την περίοδο που ο ενάγων εργάστηκε ως διαµεριστής θαλαµηπόλος ήταν επιφορτισµένος µε τον καθαρισµό και τον ευπρεπισµό συγκεκριµένου αριθµού καµπινών του πλοίου, που δεν ξεπερνούσαν τις 28, φροντίζοντας και για την αλλαγή των κλινοσκεπασµάτων και πετσετών, ενώ ασχολούνταν και µε την καθαριότητα των διαδρόµων έξω από τις καµπίνες. Σηµειώνεται ότι ο ενάγων προέβαινε στον καθαρισµό των καµπινών των επιβατών και πριν από τον κατάπλου στα ενδιάµεσα λιµάνια, όπου αποβιβάζονταν και επιβιβάζονταν επιβάτες, οι οποίοι και εναλλάσσονταν στις καµπίνες και στη συνέχεια συµµετείχε στην υποδοχή των επιβατών είτε συνοδεύοντας αυτούς στις καµπίνες τους είτε υποδεικνύοντας τις θέσεις τους στα σαλόνια του πλοίου. Επιπλέον, κατά τον κατάπλου οπότε και έπρεπε να αποβιβαστούν οι επιβάτες τους αφύπνιζε τους επιβάτες, διερχόµενος από τις καµπίνες τους και τους ενημέρωνε ότι επίκειται ο κατάπλους του πλοίου, και μάλιστα εξυπηρετούσε όσους εκ των επιβατών έχρηζαν βοηθείας για την έξοδό τους. Περαιτέρω, απασχολούνταν στο εστιατόριο “self-serνice” του πλοίου, µεριµνώντας για τον ευπρεπισµό και την τακτοποίηση του χώρου και τον καθαρισµό των τραπεζιών. Κατά τις ηµέρες που το πλοίο παρέµενε περισσότερες ώρες σε λιµάνι οπότε δεν υφίσταντο επιβάτες και πάλι απασχολείται και μάλιστα πέραν του νομίμου ωραρίου του, αφού συµµετείχε σε εργασίες γενικής καθαριότητας των ενδιαιτηµάτων του πλοίου. Πέραν της ως άνω απασχόλησής του, εκτελούσε επί πλέον, κατά τις µεσηµβρινές ώρες, µία βάρδια πυρασφάλειας, διάρκειας 2,5 ωρών, µε θέση εργασίας στη ρεσεψιόν ή στο µπαρ του πλοίου, και με τον τρόπο αυτό πραγματοποιούσε κάθε μήνα έξι ηµερήσιες βάρδιες πυρασφαλείας. Κατά τις ηµέρες που το πλοίο παρέµενε στο λιµάνι δεµένο, κατά τις νυχτερινές ώρες, εκτελούσε µηνιαίως µία νυχτερινή βάρδια πυρασφάλειας διάρκειας 3,5 ωρών, µε θέση εργασίας στη ρεσεψιόν του πλοίου. Ο προαναφερόμενος μάρτυρας καταθέτει ότι οι υπηρετούντες στο πλοίο θαλαμηπόλοι δεν επαρκούσαν για να καλύψουν όλες τις επιστασίες και για το λόγο αυτό οι ώρες εργασίας του ενάγοντος ανέρχονταν σε 14 ώρες ημερησίως. Αντίθετα οι προϊστάμενοι αρχιθαλαμηπόλοι ………. και ………… που καταθέτουν για λογαριασμό των εναγομένων αναφέρουν ότι είναι υπερβολικός ο ισχυρισμός περί 14ωρης εργασίας και ότι η ημερήσια απασχόλησης του ενάγοντος ενίοτε έφτανε τις 9 ή 10 ώρες ημερησίως. Όμως οι προαναφερόμενοι μάρτυρες δεν εξηγούν για ποιο λόγο στα δελτία υπερωριών που προσκομίζουν οι εναγόμενες αναγράφεται 9, 10, 11ώρη και 12ωρη απασχόληση. Ακολούθως κρίνεται από το παρόν Δικαστήριο ότι εφόσον στο βιβλίο υπερωριών αναγράφεται και 12ωρη απασχόληση αυτό ήταν το ωράριο εργασίας του ενάγοντος. Συνακόλουθα, ο ενάγων από την ένδικη ναυτολόγησή του, δεδοµένου ότι απασχολήθηκε υπερωριακά τις 112 ημέρες που το πλοίο εκτελούσε μεσογειακά δρομολόγια: α) επί 12 ώρες για 16 Σάββατα και 6 αργίες, ήτοι για εικοσιδύο (22) ηµέρες, δικαιούται το ποσό των 12X22X9,45 ευρώ= 2.494,80 ευρώ και β) επί 4 ώρες για 90 καθηµερινές και Κυριακές, δικαιούται το ποσό των 4X90X7,88 ευρώ=2.836,80 ευρώ ήτοι το συνολικό ποσό των 5.331,60 ευρώ. Επίσης, κατά την εκτέλεση των βαρδιών πυρασφάλειας, για 3,83 µήνες ναυτολόγησης, πραγµατοποίησε 57,45 ώρες υπερωριακής απασχόλησης (2,5 ώρες Χ 6 βάρδιες Χ 3,83 µήνες), που αμείβονταν προς 7,88 ευρώ η κάθε μία για τις οποίες έπρεπε να λάβει το ποσό των 452,70 ευρώ, όπως ορθά κατά το μέρος αυτό κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Το χρόνο απασχόλησης του ενάγοντος κατά τον οποίο το προαναφερόμενο πλοίο πραγματοποιούσε τα ακτοπλοϊκά δρομολόγια που προαναφέρθηκαν και όχι τα μεσογειακά προς Ιταλία, ο ενάγων απασχολούνταν µε την ειδικότητα του θαλαµηπόλου είτε στα κυλικεία του πλοίου ως “µπάρµαν” είτε στα ενδιαιτήµατα αυτού ως “διαµεριστής, θαλαµηπόλος” εκτελώντας τα ίδια καθήκοντα που περιγράφηκαν αµέσως παραπάνω όσο το πλοίο πραγµατοποιούσε ακτοπλοϊκά δροµολόγια. Επιπλέον, ο ενάγων εκτελούσε µία βάρδια πυρασφάλειας, διάρκειας 2,5 ωρών, µε θέση εργασίας στη ρεσεψιόν ή στο µπαρ του πλοίου, και έτσι πραγματοποιούσε κάθε μήνα έξι ηµερήσιες βάρδιες πυρασφαλείας, όπως ορθά κατά το μέρος αυτό κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Συνακόλουθα, ο ενάγων από την ένδικη ναυτολόγησή του τις 56 ημέρες που το πλοίο εκτελούσε ακτοπλοϊκα δρομολόγια, δεδοµένου ότι απασχολήθηκε υπερωριακά: α) επί 12 ώρες για 7 Σάββατα και 1 αργία, ήτοι για οκτώ (8) ηµέρες, δικαιούται το ποσό των 12X8X10,44 ευρώ= 1002,24 ευρώ και β) επί 4 ώρες για 48 καθηµερινές και Κυριακές, δικαιούται το ποσό των 4X48X8,70 ευρώ= 1670,40 ευρώ ήτοι το συνολικό ποσό των 2.672,64 ευρώ. Επιπλέον ο ενόρκως βεβαιώσας …………… καταθέτει για ημερήσιες βάρδιες πυρασφάλειας διάρκειας 2,5 ωρών η κάθε μια και νυχτερινές διάρκειας 3,5 ωρών η κάθε μία και επομένως ορθώς κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι αυτός για 1,86 µήνες ναυτολόγησης, πραγµατοποίησε α) 27,9 ώρες υπερωριακής απασχόλησης σε ηµερήσιες βάρδιες (2,5 ώρες Χ 6 βάρδιες Χ 1,86 µήνες), που αμείβονται η κάθε μία προς 8,70 ευρώ για τις οποίες έπρεπε να λάβει το ποσό των 242,73 ευρώ και β) 6,51 ώρες υπερωριακής απασχόλησης σε νυχτερινές βάρδιες (3,5 ώρες Χ 1 βάρδια Χ 1,86 µήνες), που αμειβονται προς 8,70 ευρώ η κάθε μία για τις οποίες έπρεπε να λάβει το ποσό των 56,63 ευρώ και συνολικά το ποσό των 299,36 ευρώ. Εποµένως, καθ’ όλη τη διάρκεια απασχόλησής του στο πλοίο “BS1” της πρώτης εναγοµένης, ο ενάγων δικαιούται να λάβει ως αµοιβή υπερωριακής απασχόλησης το συνολικό ποσό των 8.756,30 ευρώ (3497,04 ευρώ για Σάββατα και αργίες + 4.507,20 ευρώ για καθηµερινές και Κυριακές + 752,06 ευρώ για βάρδιες πυρασφάλειας), έναντι του οποίου έλαβε συνολικό ποσό 5.018,27 ευρώ (2.500,36 ευρώ για αµοιβή τις Κυριακές και τις καθηµερινές + 2.517,91 ευρώ για αµοιβή τα Σάββατα και τις αργίες), ως τούτο προκύπτει από τις αποδείξεις µισθοδοσίας του, όπως ορθά κρίθηκε πρωτοδίκως κατά εν μέρει παραδοχή της σχετικής ένστασης εν μέρει εξόφλησης που πρότεινε η εργοδότρια και συνεπώς του οφείλεται το ποσό των 3.738,03 ευρώ.
Περαιτέρω από το ίδιο αποδεικτικό υλικό αποδείχθηκε ότι ο ενάγων ναυτολογήθηκε µε την ειδικότητα του θαλαµηπόλου α] από 1-11-2020 έως και 9-1-2021, οπότε απολύθηκε «λόγω ασθενείας» και β] από 14-5-2021 έως και 14-9-2021, οπότε απολύθηκε «λόγω ετήσιας επιθεώρησης του πλοίου» στο πλοίο BSC κυριότητας της δεύτερης εναγομένης και εφοπλισμού της πρώτης από 1.11.2020 έως 9.1.2021 και από 14.5.2021 έως 14.9.2021 δηλαδή για 70 + 124 = 194 μέρες. Το πλοίο αυτό, κατά την περίοδο απασχόλησης του ενάγοντος ναυτικού, εκτελούσε δροµολόγια σε γραµµές ενταγµένες στο γενικό δίκτυο ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών. Αυτό ήταν ημερόπλοιο αλλά επέκτεινε τα δρομολόγια κατά τις νυχτερινές ώρες. Κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεων του ενάγοντος το ως άνω πλοίο πραγµατοποιούσε ακτοπλοϊκά δροµολόγια µε αφετηρία είτε το λιµάνι του Πειραιά είτε άλλο λιμάνι του Αιγαίου, ως κατωτέρω θα εκτεθούν, χωρίς να αµφισβητούνται από τις εναγόµενες: Ειδικότερα ί] Κατά το χρονικό διάστηµα από 1-11-2020 έως 3-11-2020: το πλοίο αναχωρούσε την Κυριακή από Λήμνο την Κυριακή στις 1 και πέντε τη νύχτα για Μυτιλήνη, Χίο, Βαθύ, Καρλόβασι, Φούρνους, Εύδηλο, Μύκονο, Σύρο, Πειραιά όπως κατέπλεε στις 11 και τέταρτο το βράδυ αι αναχωρούσε από εκεί στις 4 το απόγευμα της Δευτέρα για Σύρο, Τήνο, Μύκονο, Εύδηλο και επιστροφή στον Πειραιά από όπου αναχωρούσε στις τέσσερις το απόγευμα της Τρίτης για Σύρο Μύκονο και Άγιο Κήρυκο. Το διάστημα από 4.11.2020 έως 5.1.2021 εκτελούσε δρομολόγιο από Πειραιά στις 7.25 το πρωί για Πάρο, Νάξο, Θήρα, Νάξο, Πάρο και επιστροφή στον Πειραιά το ίδιο βράδυ τη Δευτέρα στις 23.25. Το ίδιο δρομολόγιο εκτελούσε και το Σάββατο ενώ όλες τις υπόλοιπες μέρες τις εβδομάδας στο δρομολόγιο συμπεριλαμβανόταν και η Ιος με τις ίδιες ώρες αναχώρησης και επιστροφής στο λιμάνι αφετηρίας. Το διάστημα από 6 έως 9.1 εκτελούσε δρομολόγιο από Πειραιά την Τετάρτη στις 7 και 25 το πρωί για Σύρο, Τήνο, Μύκονο, Νάξο, Θήρα, Μύκονο, Τήνο, Σύρο και άφιξη στον Πειραιά στα 5.40 την Πέμπτη και αναχώρηση στις 7 και 25 για το ίδιο δρομολόγιο, επιστροφή την Παρασκευή και αναχώρηση για το ίδιο δρομολόγιο και επιστροφή το Σάββατο για αναχώρηση για το ίδιο δρομολόγιο. Το διάστημα από 14.5 έως 17.5.το πλοίο αναχώρησε την Παρασκευή στις 3 το μεσημέρι από Πειραιά για Σύρο, Τήνο, Μύκονο, Εύδηλο, Φούρνους, Καρλόβασι, Βαθύ, Χίο, Μυτιλήνη, Λήμνο, Θεσσαλονίκη και επιστροφή στον Πειραιά με κατάπλου στα ίδια λιμάνια αντίστροφα και το δρομολόγιο ολοκληρωνόταν στις 7 το πρωί τη Δευτέρα. Το διάστημα από 17.5.2021 έως 6.6.2021 η εβδομάδα περιλάμβανε δύο κυκλικά δρομολόγια από Πειραιά τη Δευτέρα στις 4 το απόγευμα προς Βαθύ με ενδιάμεσους σταθμούς Σύρο, Τήνο, Μύκονο, Εύδηλο, Φούρνους, Καρλόβασι και επιστροφή, την Τρίτη προς Καβάλα με όλους τους παραπάνω σταθμούς και κατάπλου την Τετάρτη, επιστροφή στον Πειραιά την Πέμπτη και αναχώρηση για Θεσσαλονίκη την Παρασκευή με όλους τους προαναφερόμενου ενδιάμεσους σταθμούς και επιστροφή στη Σύρο την Κυριακή. Τον Ιούνιο το δρομολόγιο ήταν κυκλικό με αναχώρηση τη Δευτέρα από το Καρλόβασι μετά τα μεσάνυχτα για Φούρνους, Άγιο Κήρυκο, Πάτμο, Μύκονο, Πειραιά, Μύκονο, Εύδηλο επιστροφή στο Καρλόβασι στις 10 το βράδυ αναχώρηση για κυκλικό δρομολόγιο προς Βαθύ, Χίο, Μυτιλήνη, Καβάλα και επιστροφή από όλα τα λιμάνια για κατάπλου στο Καρλόβασι στις 6 και τέταρτο το πρωί της Τετάρτης αναχώρηση για Εύδηλο, Πειραιά, Μύκον, Άγιο Κήρυκο, Φούρνους και επιστροφή στο Καρλόβασι την Πέμπτη 1.25 τη νύχτα αναχώρηση αμέσως για Βαθύ, Χίο, Μυτιλήνη, Λήμνο, Καβάλα και επιστροφή στο Καρλόβασι στις 9 και 20 το πρωί της Παρασκευής αμέσως αναχώρηση για Φούρνους, Άγιο Κήρυκο, Πειραιά, Μύκονο, Πάτμο, Άγιο Κήρυκο, Φούρνους και επιστροφή στο Καρλόβασι το Σάββατο το πρωί λίγο πριν τις 7 και αναχώρηση για Βαθύ, Χίο, Οινούσσες, Μυτιλήνη, Λήμνο, Καβάλα και επιστροφή από όλα τα λιμάνια με κατάπλου στο Καρλόβασι την Κυριακή 10 λεπτά πριν τα μεσάνυχτα, ενώ παρατηρήθηκε μικρή τροποποίηση στο δρομολόγιο της 11.6.2021. Τέλος από 28.6.2021 έως 6.9.2021 το πλοίο αναχωρούσε από την Κω στη μια τα ξημερώματα της Δευτέρας για Νίσυρο, Τηλο, Ρόδο Καστελόριζο και επιστροφή μέσω όλων των προαναφερόμενων λιμανιών στην Κω και κατάπλου στις εννέα το βράδυ, άμεση εντός μισαώρου αναχώρηση για Κάλυμνο, Ανστυπάλαια, Πειραιά, Πάτμο, Λειψούς, Λέρο, Κάλυμνο, Σύμη, Ρόδο, Κάρπαθο, Κάσο, Ρόδο, Σύμη και επιστροφή στην Κω στις 10 το βράδυ της Τετάρτης, άμεση αναχώρηση εντός μισαώρου για Κάλυμνο, Λέρο, Λειψούς, Πάτμο, Πειραιά, Άγιο Κήρυκο, Φούρνους, Πάτμο, Λειψούς, Κάλυμνο και επιστροφή στην Κω στις 2 παρά 10 τα ξημερώματα άμεση αναχώρηση εντός 35 λεπτών για Νίσυρο, Τήλο, Σύμη, Ρόδο, Καστελόριζο και επιστροφή στην Κώ μέσω όλων των προαναφερόμενων λιμανιών στις 22.20 το βράδυ, άμεση αναχώρηση εντός μισαώρου για Κάλυμνο, Λειψούς, Πάτμο, Φούρνους, Άγιο Κηρυκο, Πειραιά, Μύκονο, Μεστά Χίου, Σιγρί και επιστροφή στην Κάλυμνο το βράδυ της Κυριακής μετά από κατάπλου στα Μεστά τη Μύκονο τον Πειραιά και την Αστυπάλαια. Διαφοροποιήσεις υπήρξαν στο δρομολόγιο της 17.8.2021. Τέλος από 7.9.2021 έως 14.9.2021 το δρομολόγιο ξεκινούσε από το Καρλόβασι στη μια και είκοσι τα ξημερώματα της Τρίτης για Βαθύ και επιστροφή στη συνέχεια άμεσα για Εύδηλο, Μύκονο, Σύρο, Τήνο, Πειραιά, Σύρο, Μύκονο, Άγιο Κήρυκο, Φούρνους και επιστροφή στο Καρλόβασι στη μια και τέταρτο τα ξημερώματα της Τετάρτης, άμεση αναχώρηση για Βαθύ, Χίο, Οινούσσες, Μυτιλήνη, Λήμνο, Καβάλα και επιστροφή στο Καρλόβασι μέσω όλων των προαναφερόμενων λιμανιών στις 13.20 την Πέμπτη, άμεση αναχώρηση για Φούρνους, Άγιο Κήρυκο, Μύκονο, Σύρο, Πειραιά και επιστροφή στο Καρλόβασι μέσω όλων των προαναφερόμενων λιμανιών πλέον Ευδήλου λίγο μετά τα μεσάνυχτα τα ξημερώματα του Σαββάτου, άμεση αναχώρηση για Βαθύ, Χίο, Μυτιλήνη, Λήμνο, Θεσσαλονίκη και επιστροφή στο Καρλόβασι μέσω όλων των παραπάνω στις τρεις παρά είκοσι την Κυριακή το μεσημέρι άμεση αναχώρηση για Φούρνους, Εύδηλο, Μύκονο, Σύρο, Πειραιά και επιστροφή στο Καρλόβασι μέσω όλων των προαναφερόμενων λιμανιών στη μια τη νύχτα της Τρίτης. Κατά την απασχόληση του στο παραπάνω πλοίο ο ενάγων απασχολούνταν µε την ειδικότητα του θαλαµηπόλου στα κυλικεία του πλοίου ως “µπάρµαν”. Απασχολήθηκε αρχικά στο εσωτερικό κυλικείο του πλοίου και ακολούθως στο εξωτερικό κυλικείο. Αυτός ήταν επιφορτισμένος με τον καθαρισµό και ανεφοδιασµό του µπαρ µε την αναγκαία ποσότητα τροφίµων και εφοδίων, στην εξυπηρέτηση των επιβατών καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, καθώς και στον ευπρεπισµό των τραπεζιών στο κατάστρωµα, όταν εργαζόταν στο εξωτερικό µπαρ και στον ευπρεπισµό του σαλονιού κατά την εργασία του στο εσωτερικό µπαρ. Και τότε εκτελούσε βάρδιες πυρασφάλειας σύμφωνα με τον προαναφερόμενο ενόρκως βεβαιώσαντα, διάρκειας 2,5 ωρών, τη μέρα µε θέση εργασίας στη ρεσεψιόν ή στο µπαρ του πλοίου, πραγµατοποιώντας µηνιαίως έξι ηµερήσιες βάρδιες και µία νυχτερινή βάρδια πυρασφάλειας διάρκειας 3,5 ωρών, µε θέση εργασίας στη ρεσεψιόν του πλοίου. Και τότε η ημερήσια απασχόληση του ανερχόταν σε 12 ώρες ημερησίως κατά την ουσιαστική κρίση του παρόντος δικαστηρίου. Ακολούθως με βάση την εφαρμοστέα από 8.7.2019 ΣΣΝΕ Πληρωµάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019, πρέπει να λάβει τα ακόλουθα ποσά δεδοµένου ότι απασχολήθηκε υπερωριακά: ι) επί 12 ώρες για 27 Σάββατα και 8 αργίες, ήτοι για τριάντα πέντε ηµέρες, δικαιούται το ποσό των 12X35X10,44 ευρώ = 4.384,80 ευρώ, και επειδή έλαβε το ποσό των 3.004,86 ευρώ όπως ορθά κρίθηκε πρωτοδίκως κεφάλαιο το οποίο δεν πλήττει ο ναυτικός και του οφείλεται το υπόλοιπο των 1.379,94 ευρώ και ιι) επί 4 ώρες για 133 καθηµερινές και 26 Κυριακές, δικαιούται το ποσό των 4X159X8,70 ευρώ= 5.533,20 ευρώ έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 1.328,11 ευρώ όπως ορθά κριθηκε πρωτοδίκως κεφάλαιο το οποίο δεν πλήττει ο ναυτικός και του οφείλεται το υπόλοιπο των 4.205,09 ευρώ. Να σημειωθεί ότι κατά εν μέρει παραδοχή του σχετικού πρώτου λόγου εφέσεως των εναγομένων που ισχυριζόμενες ότι ο ενάγων δεν τέλεσε υπερωριακή απασχόληση καθημερινά όπως εκτίθεται στην αγωγή παραπονούνται για κακή εκτίμηση αποδεικτικού υλικού το παρόν δικαστήριο μπορεί να μεταρρυθμίσει την εκκαλουμένη απόφαση που επιδίκασε περισσότερα του αιτηθέντος διότι έκρινε ότι ο ενάγων απασχολήθηκε υπερωριακά και για 39 Σάββατα και αργίες και για 203 καθημερινές και Κυριακές παρόλο που αυτός ήταν ναυτολογημένος στο προαναφερόμενο πλοίο μόνο 194 ημέρες συνολικά (βλ. σελ 23 της αγωγής). Επίσης, κατά την εκτέλεση των βαρδιών πυρασφάλειας, για 6,46 µήνες ναυτολόγησης, πραγµατοποίησε α) 96,90 ώρες υπερωριακής απασχόλησης σε ηµερήσιες βάρδιες (2,5 ώρες Χ 6 βάρδιες Χ 6,46 µήνες), που αμείβονται η κάθε μία προς 8,70 ευρώ για τις οποίες έπρεπε να λάβει το ποσό των 843,03 ευρώ και β) 22,61 ώρες υπερωριακής απασχόλησης σε νυχτερινές βάρδιες (3,5 ώρες Χ 1 βάρδια Χ 6,46 µήνες), που αμείβονται η κάθε μία προς 8,70 ευρώ για τις οποίες έπρεπε να λάβει το ποσό των 196,70 ευρώ και συνολικά το ποσό των 1.039,73 ευρώ. Συνακόλουθα, από την ένδικη ναυτολόγησή του στο πλοίο “BSC”, ο ενάγων δικαιούται να λάβει ως αµοιβή υπερωριακής απασχόλησης το συνολικό ποσό των 6.624,76 ευρώ (1.379,94 ευρώ για Σάββατα και αργίες +4.205,09 ευρώ για καθηµερινές και Κυριακές + 1.039,73 ευρώ για βάρδιες πυρασφάλειας). Συνεπώς θα πρέπει να εξαφανιστεί το σχετικό κεφάλαιο της εκκαλουμένης απόφασης που έκρινε μόνο για 11ωρη υπερωριακή απασχόληση κατά εν μέρει παραδοχή του σχετικού λόγου εφέσεως του ναυτικού, αλλά και εν μέρει παραδοχή του λόγου εφέσεως των εναγομένων που παραπονέθηκαν για κακή εκτίμηση αποδεικτικού υλικού διότι κρίθηκε ότι ο ενάγων απασχολήθηκε μόνο για 242 μέρες υπερωριακά δηλαδή λιγότερες σε αριθμό από αυτές που έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, και θα κρατήσει το παρόν δικαστήριο να αναδικάσει κατά το κεφάλαιο αυτό την υπόθεση (άρθρο 535 του ΚΠολΔ). Να σημειωθεί ότι με το δεύτερο λόγο εφέσεως οι εναγόμενες επαναφέρουν ισχυρισμό που πρότειναν πρωτοδίκως, όπως προκύπτει από τα πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με τον οποίο αιτείται να καταλογιστεί στο ως άνω ποσό της αμοιβής λόγω υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος το ποσό των 1.582,19 ευρώ για το διάστημα που υπηρέτησε στο πρώτο πλοίο και το ποσό των 2.171,97 ευρώ για το διάστημα που υπηρέτησε στο δεύτερο πλοίο, ποσά τα οποία ο ναυτικός έλαβε ως «έκτακτες αμοιβές» του με τη συμφωνία να συμψηφίζονται με τις υπερωρίες που πραγματοποιούσε. Όμως από την επισκόπηση των πανομοιότυπων ατομικών συμβάσεων εργασίας του ναυτικού αποδεικνύεται ότι συμφωνήθηκε ρητά στην παράγραφο 4 του άρθρου “Μισθοί” μόνο ότι “ο Ναυτικός δεν θα δικαιούται οποιαδήποτε άλλη πληρωμή πέραν του κατά το ως άνω ποσού του κλειστού μισθού του” και στο άρθρο των συμπληρωματικών όρων στον αριθμό 1 ότι “κάθε ποσό που καταβάλει η εταιρία στο ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το ναυτικό υπερωρίες η άλλες υποχρεώσεις της εταιρίας σχετικά με την παρούσα σύμβαση” και στην παράγραφο 4 ότι “σε περίπτωση που για οποιαδήποτε αιτία πιστωθούν στο λογαριασμό μισθοδοσίας του ναυτικού ποσά που δεν δικαιούται αυτός, είτε γιατί δεν προβλέπονται από την παρούσα σύμβαση εργασίας, είτε γιατί δεν πραγματοποιήθηκε η εργασία του, είτε γιατί δεν δικαιολογείται το πιστωθέν ποσό από την όλη εργασιακή σχέση, η εταιρία ή ο πλοίαρχος δικαιούται να καταλογίσει τα αχρεωστήτως πιστωθέντα ποσά στον επόμενο λογαριασμό μισθοδοσίας”. Από την ένορκη βεβαίωση του …….. αποδεικνύεται ότι τα ποσά που καταχωρούντο ως έκτακτες αμοιβές αφορούν ποσοστό 7% επί των εισπράξεων στων εστιατορίων. Αυτό αποδεικνύεται και από τις αποδείξεις μισθοδοσίας του ναυτικού από τις οποίες φαίνεται ότι τα ποσά αυτά στη στήλη εκτάκτων αμοιβών είναι διαφορετικά κάθε φορά. Στη συγκεκριμένη περίπτωση με βάση τα συμφωνηθέντα στις ατομικές συμβάσεις εργασίας δεν προβλέφθηκε μεταξύ των διαδίκων ότι, τα εκάστοτε καταβαλλόμενα ποσοστά επί των καθαρών πωλήσεων των αναφερομένων στο παράρτημα προϊόντων κυλικείου και εστιατορίου του ανωτέρω πλοίου, θα συμψηφίζονται με τυχόν απαιτήσεις του ενάγοντος για την υπερωριακή του απασχόληση (βλ. ad hoc ΜονΕφΠειρ 522/2024 δημοσιευμένη σε ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς). Από τα παραπάνω δεν αποδεικνύεται λοιπόν ότι συμφωνήθηκε συμψηφισμός κατά τον ισχυρισμό της εργοδότριας, αφού σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας το επιμίσθιο αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη, ελευθέρως ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες συμβατικές αξιώσεις του ναυτικού και συνεπώς μπορεί να συμψηφιστεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες ΣΣΝΕ αποδοχές μόνον αν υπήρξε σχετική συγκεκριμένη συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές, διότι διαφορετικά αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο ειδικώς και ορισμένως συμφωνηθεί, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον εν λόγω συμψηφισμό, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου. Τα συμφωνηθέντα στις ατομικές συμβάσεις του εργαζόμενου δεν αποτελούν συγκεκριμένη συμφωνία συμψηφισμού αφού δεν καθορίζουν συγκεκριμένα το ποσό που θα συμψηφιστεί και δεν αρκεί η παραπομπή στις νόμιμες αποδοχές που ορίζονται από τις σσνε των οποίων μάλιστα αμφισβητείται ενίοτε η μετενέργεια. Δεν συνέτρεξαν, επομένως, εν προκειμένω οι νόμιμες προϋποθέσεις του επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο έκρινε ότι για το συμψηφισμό αυτών των “έκτακτων αμοιβών” απαιτείται ορισμένη και ειδική συμφωνία καταλογισμού και ότι τα παραπάνω ερμηνευόμενα με τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, δεν επιτρέπουν οποιονδήποτε συμψηφισμό, εφόσον δεν προσδιορίζονται ειδικά και ορισμένα οι υπέρτερες αποδοχές του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με πραγματοποιούμενες υπερωρίες του ή με άλλες συμβατικές υποχρεώσεις της εργοδότριας, ορθά ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και τα όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται στο σχετικό δεύτερο λόγο εφέσεως των εναγομένων, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
Όπως προαναφέρθηκε κατά το χρονικό διάστηµα της απασχόλησής του ενάγοντος από 4.11.2020 έως και 5.1.2021, το ανωτέρω πλοίο είχε τακτικές αναχωρήσεις από το λιµάνι αφετηρίας του, τον Πειραιά, προς τα νησιά του Αιγαίου και επιστροφή, όπως αυτά αναλυτικά περιγράφονται ανωτέρω, τα οποία επεκτείνονταν και κατά τις νυκτερινές ώρες, η δε διάρκειά τους υπερέβαινε τις 12 ώρες. Συγκεκριµένα, πραγµατοποιούσε επτά (7) κυκλικά δροµολόγια εβδοµαδιαίως και εποµένως ο ενάγων δικαιούται να λάβει αµοιβή για τα πέραν των πέντε (5) δροµολογίων κάθε εβδοµάδα (άρθρο 33 παρ. 5 της εφαρµοστέας ΣΣΝΕ), ήτοι για 2 εξπρές δροµολόγια ανά εβδοµάδα και λαµβάνοντας υπόψη τις εννέα εβδοµάδες απασχόλησής του, δικαιούται αµοιβή για συνολικά 18 εξπρές δροµολόγια. Να σημειωθεί ότι οι εναγόμενες δεν αμφισβητούν τα δρομολόγια ούτε ότι οφείλεται για το συγκεκριμένο αριθμό δρομολογιών αμοιβή, αλλά παραπονούνται ότι αβασίμως σύμφωνα με όσα ήδη προαναφέρθηκαν ότι εσφαλμένα συνυπολογίστηκε υπερωριακή αμοιβή διότι ο ενάγων δεν απασχολείτο υπερωριακά. Ο ενάγων παραπονείται διότι δεν συνυπολογίστηκαν οι προαναφερόμενες έκτακτες αμοιβές και η αναλογία επιδομάτων εορτών στην οφειλόμενη αμοιβή για εξπρές δρομολόγια και ότι δεν συνυπολογίστηκε ορθά η μέση υπερωριακή αμοιβή. Το πρώτο σκέλος του συγκεκριμένου λόγου εφέσεως είναι απορριπτέο ως αβάσιμο διότι η αμοιβή για δρομολόγια εξπρές υπολογίζεται με βάση τις τακτικές μόνο αποδοχές. Το δεύτερο σκέλος του λόγου εφέσεως κρίνεται αβάσιμο στη συγκεκριμένη περίπτωση διότι ναι μεν κατά την απόψη που ακολουθεί αυτό το δικαστήριο τα επιδόματα εορτών συνυπολογίζονται στην αμοιβή για εξπρές δρομολόγια, όπως ήδη προαναφέρθηκε στη νομική σκέψη, πλην όμως όταν καταβάλλονται τακτικά κάθε μήνα και όχι όταν το προηγούμενο έτος ο ναυτικός ήταν ναυτολογημένος σε άλλο πλοίο και συνεπώς κατά το μέρος αυτό αντικαθίσταται κατ’άρθρο 534 του ΚΠολΔ η αιτιολογία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που έκρινε ότι τα εποδόματα εορτών δεν συνυπολογιζονται στην αμοιβή για εξπρές δρομολόγια. Το τρίτο σκέλος του σχετικού λόγου εφέσεως θα γίνει δεκτό κατ’ουσίαν και θα εξαφανιστεί το σχετικό κεφάλαιο της εκκαλουμένης απόφασης προκειμένου να υπολογιστεί η οφειλόμενη για εξπρές δρομολόγια αμοιβή με τη σωστή αναλογία υπερωριών. Ακολούθως ως αµοιβή για κάθε ένα εξπρές δροµολόγιο που εκτέλεσε το πλοίο κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του, ο ενάγων δικαιούται να λάβει το 1/30 των συνολικών µηνιαίων αποδοχών του (άρθρο 33 παρ. 7 περ. α), ήτοι [µισθός ενεργείας 1.204,77 ευρώ + επίδοµα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του µισθού ενεργείας 265,05 ευρώ + µηνιαίο αντίτιµο της σε είδος παρεχόµενης τροφής 599,40 ευρώ + επίδοµα βαριάς καί ανθυγιεινή εργασίας 36,64 ευρώ + επίδοµα αδείας µετά τροφοδοσίας 433,95 ευρώ + κατά µέσο όρο µηνιαία υπερωριακή αµοιβή 1694,49 (ετησίως 4.384,80 +5.533,20 +1039,73= 10957,73 : 194 ηµέρες Χ 30)= 4234,30 ευρώ) 4.234,30 ευρώ Χ1/30 = 141,14 ευρώ. Εποµένως, για τα ως άνω 18 συνολικά εξπρές δροµολόγια έπρεπε να λάβει 2540,52 ευρώ (141,14 Χ 18). Επιπλέον, κατά τα χρονικά διαστήµατα από 6.1.2021 έως 9.1.2021 και από 17.5.2021 έως 14.9.2021 το ως άνω πλοίο, κατά την εκτέλεση των προγραµµατισµένων του δροµολογίων, όπως αυτά αναλυτικά εκτέθηκαν ανωτέρω, διαρκούσαν πάνω από 12 ώρες έκαστο και επεκτείνονταν και κατά τις νυχτερινές ώρες, πραγµατοποιούσε λιγότερες από πέντε αναχωρήσεις την εβδοµάδα από το λµάνι αφετηρίας του, τον Πειραιά και αναχωρούσε από την αφετηρία του πριν από τη συµπλήρωση 6ωρης παραµονής σε αυτήν και ως εκ τούτου πραγµατοποιούσε εξπρές δροµολόγια κατά την έννοια του άρθρου 33 της ΣΣΝΕ, για καθένα εκ των οποίων ο ενάγων έπρεπε να λάβει το 1/30 των συνολικών µηνιαίων αποδοχών του. Σύμφωνα με την εκκαλουμένη απόφαση της οποίας η σχετική κρίση δεν προσβάλλεται με λόγο εφέσεως κατά το μέρος αυτό οι ώρες πρόωρης αναχώρησης ήταν 135,34 οι οποίες διαιρούμενες με 8 έχουν ως πηλίκο 16,92 δρομολόγια και συνεπώς για την αιτία αυτή ο ενάγων θα έπρεπε να λάβει 16,92 χ 141,14 = 2.388,08 ευρώ. Εποµένως, καθ’ όλη τη διάρκεια της υπηρεσίας του στο ως άνω πλοίο ο ενάγων έπρεπε να λάβει πρόσθετη αµοιβή για τα εξπρές δροµολόγια το συνολικό ποσό των 4.928,60 ευρώ έναντι του οποίου οι εναγόµενες του κατέβαλαν 1.197,57 ευρώ όπως καθ’υποφοράν αναφέρεται στην αγωγή και εποµένως του οφείλουν τη διαφορά των 3.731,03 ευρώ.
Συνακόλουθα, μετά την εν μέρει παραδοχή του συναφούς λόγου εφέσεως περί κακής εκτίμησης αποδεικτικού υλικού ως προς το ύψος των μηνιαίων αποδοχών αφού ο ενάγων απασχολήθηκε υπερωριακά περισσότερες ώρες από αυτές που δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση θα επαναπροσδιοριστούν με άλλο μέσο όρο υπερωριακής αμοιβής πρωτίστως τα επιδόματα εορτών, κατά εν μέρει παραδοχή του σχετικού λόγους εφέσεως του ναυτικού ενώ θα απορριφθεί ο σχετικός λόγος εφέσεως των εναγομένων με τον οποίο αυτές ισχυρίζονται ότι δεν έπρεπε να συνυπολογιστεί υπερωριακή απασχόληση στα επιδόματα εορτών διότι δεν πραγματοποιήθηκε. Ο ενάγων δικαιούται: Για αναλογία δώρου Πάσχα 2020 και για το χρονικό διάστηµα της ναυτολόγησης του από 8.1.2020 έως και 2.2.2020, κατά οποίο το πλοίο εκτελούσε ακτοπλοϊκά δροµολόγια, το 1/15 του µισού µηνιαίου µισθού του για κάθε 8 ηµέρες εργασίας. Με δεδομένο ότι με βάση την οικεια σσνε του έτους 2019 οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος το ένδικο χρονικό διάστημα ανέρχονται σε ποσό [µισθός ενεργείας 1.204,77 ευρώ + επίδοµα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του µισθού ενεργείας 265,05 ευρώ + µηνιαίο αντίτιµο της σε είδος παρεχόµενης τροφής 599,40 ευρώ + επίδοµα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 ευρώ + επίδοµα αδείας µετά τροφοδοσίας 433,95 ευρώ + µέσος όρος µηνιαίας υπερωριακής αµοιβής 1592,14 (2972 ευρώ (1002,24+1670,4+299,36): 56 ηµέρες ναυτολόγησης που εκτελούνταν ακτοπλοϊκά δρομολόγια Χ 30)] = 4.131,95 Χ 1/2 = 2065,976 ευρώ: 15 = 137,73 Χ 3,25 οκταήµερα, έπρεπε να λάβει το ποσό των 447,63 ευρώ έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 247,76 ευρώ, σύμφωνα με την ορθή κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και συνεπώς οφείλεται το ποσό των 199,87 ευρώ. Επίσης, δεδοµένου ότι οι µηνιαίες αποδοχές του ανέρχονταν σε 4.131,95 ευρώ ii) Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2020 και για το χρονικό διάστηµα της ναυτολογήσεώς του από 29.7.2020 έως και 27.8.2020, δικαιούται τα 2/25 του συνολικού µηνιαίου µισθού του για κάθε 19 ηµέρες εργασίας, ήτοι 4.131,95 Χ 2/25 = 330,56 Χ 1,57 δεκαεννιαήµερα της ανωτέρω χρονικής περιόδου, έπρεπε να λάβει 518,97 ευρώ έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 279,13 ευρώ σύμφωνα με την ορθή κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και συνεπώς οφείλεται το ποσό των 239,84 ευρώ. Εποµένως, για υπόλοιπο αναλογίας επιδοµάτων εορτών έτους 2020 για το ως άνω χρονικό διάστηµα απασχόλησής του στο πλοίο της πρώτης εναγοµένης ο ενάγων δικαιούται το ποσό των 439,71 ευρώ (239,84 + 199,87).
Για αναλογία επιδόματος εορτών Χριστουγέννων 2020 και για το χρονικό διάστηµα της ναυτολογήσεώς του από 1-11-2020 έως και 31-12-2020, τα 2/25 του συνολικού µηνιαίου µισθού του για κάθε 19 ηµέρες εργασίας, ήτοι [µισθός ενεργείας 1.204,77 ευρώ + επίδοµα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του µισθού ενεργείας 265,05 ευρώ + µηνιαίο αντίτιµο της σε είδος παρεχόµενης τροφής 599,40 ευρώ + επίδοµα βαριάς καί ανθυγιεινή εργασίας 36,64 ευρώ + επίδοµα αδείας µετά τροφοδοσίας 433,95 ευρώ + κατά µέσο όρο µηνιαία υπερωριακή αµοιβή 1694,49 (ετησίως 4.384,80 +5.533,20 +1039,73= 10957,73 : 194 ηµέρες Χ 30)= 4234,30 ευρώ + µέσος όρος αµοιβής δροµολογίων εξπρές 762,21 ευρώ (4.928,96 ευρώ ετησίως αµοιβή δροµολογίων εξπρες :194 ηµέρες απασχόλησης Χ 30) = 4996,51 Χ 2/25 = 399,72 Χ 3,21 δεκαεννιαήµερα της ανωτέρω χρονικής περιόδου, έπρεπε να λάβει 1.283,10 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 515,91 ευρώ όπως κρίθηκε ορθά με την εκκαλουμένη απόφαση και δεν προσβάλλεται με λόγο εφέσεως η σχετικής κρίση και συνεπώς του οφείλεται για τον παραπάνω αιτία το ποσό των 767,19 ευρώ. ίί) Για αναλογία δώρου Πάσχα 2021 δικαιούται το 1/15 του µισού µηνιαίου µισθού του για κάθε 8 ηµέρες εργασίας και δεδοµένου ότι οι µηνιαίες αποδοχές του ανέρχονταν σε 4996,51 ευρώ ως προελέχθη, έπρεπε να λάβει το ποσό των 186,53 ευρώ[4996,51 : 1/2 =2.498,25:15 =166,55 Χ 1,12 οκταήµερα] και ίίί] Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2021 και για το χρονικό διάστηµα της ναυτολογήσεώς του από 14-5-2021 έως και 14-9-2021, δικαιούται να λάβει το ποσό των 2586,19 ευρώ[399,72 Χ 6,47 δεκαεννιαήµερα], έναντι έλαβε το ποσό των 1.132,20 ευρώ όπως κρίθηκε ορθά με την εκκαλουμένη απόφαση και δεν προσβάλλεται με λόγο εφέσεως η σχετική κρίση και συνεπώς του οφείλεται ακόμη το ποσό των 1.453,99 ευρώ. Eπoµένως, για υπόλοιπο αναλογίας επιδοµάτων εορτών έτους 2020 και 2021 για το ως άνω χρονικό διάστηµα απασχόλησής του στο πλοίο “BSC” ο ενάγων δικαιούται το ποσό των 2.407,71 ευρώ (767,19 + 186,53 + 1.453,99).
Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 16 της προαναφερόμενης ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε. πληρωμάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων του έτους 2019, κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει την υπηρεσία των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά το μήνα κατά τους μήνες Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους υπόλοιπους μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμάνι αφετηρίας ή στο λιμάνι προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν. Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχομένη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο, δηλαδή το 1/22 του μισθού ενεργείας. Για την παρεχόμενη ως άνω άδεια διανυκτερεύσεως θα γίνεται από τον Πλοίαρχο μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου που θα επικυρώνεται από την Λιμενική Αρχή. Οι εναγόμενες επικαλούνται τις καταθέσεις των αρχιθαλαμηπόλων που κατέθεσαν ότι ο ενάγων έπαιρνε άδεια διανυκτέρευσης. Όμως οι εναγόμενες θα έπρεπε απλά να προσκομίσουν τις σχετικές εγγραφές από τα ημερολόγια του πλοίου και δεν το έπραξαν. Επομένως αβασίμως παραπονούνται με το σχετικό πέμπτο λόγο έφεσης και συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι στον ενάγοντα οφείλεται η προβλεπόµενη αποζηµίωση διανυκτέρευσης, η οποία είναι ίση µε το 1/22 του µισθού ενεργείας του για έκαστη µη ληφθείσα άδεια διανυκτέρευσης και επιδίκασε για το διάστημα ναυτολόγησης στο πλοίο “BS1” ποσό 27,37 ευρώ διότι έκρινε ότι ο ενάγων έπρεπε να είχε λάβει αποζημίωση για 3 διανυκτερεύσεις και συνολικά 164,28 ευρώ (1.204,77 ευρώ Χ 1/22 Χ 3) και είχε λάβει μόνο 136,91 ευρώ και για το έτος 2021 που δικαιούτο άδεια µία (1) φορά τους µήνες Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέµβριο έτους 2021 και δύο (2) φορές τους µήνες Νοέµβριο, Δεκέµβριο έτους 2020, Ιανουάριο και Μάιο 2021, εκ των οποίων του χορηγήθηκαν δύο άδειες την 25-12-2020 και την 1-1-2021, όπως ανέφερε στην αγωγή έπρεπε να λάβει σύμφωνα με το αγωγικό του αίτημα 8 άδειες και άρα δικαιούται αποζηµίωση ποσού 438,08 ευρώ (1,204,77 ευρώ Χ 1/22 Χ 8) και επειδή έλαβε το ποσό των 142,37 ευρώ, γι’ αυτό και δικαιούται το υπόλοιπο των 295,71 ευρώ. Ακολούθως ο σχετικός πέμπτος λόγος εφέσεως κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος.
Περαιτέρω ειδικώς, επί επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων οι ΣΣΝΕ, που συνάπτονται για να καθορίσουν τους όρους εργασίας και αμοιβής των πληρωμάτων τους, περιλαμβάνουν παγίως, από το έτος 1993 τουλάχιστον, διάταξη (άρθρο 27), η οποία επαναλήφθηκε και ΣΣΝΕ 2019, ορίζουσα ότι: «Σε περίπτωση διακοπής των πλόων για οποιονδήποτε λόγο, πέραν των εξήκοντα [60] ημερών, καταβάλλεται στο πλήρωμα σε περίπτωση απόλυσής του αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές είκοσι δύο [22] ημερών». Ο όρος «διακοπή των πλόων», του οποίου γίνεται χρήση στη διάταξη αυτή, έχει την ίδια έννοια με τον όρο «διακοπή των εγκεκριμένων δρομολογίων» του άρθρου 174 ΚΔΝΔ και σημαίνει την προσωρινή παύση των δρομολογίων που έχουν εγκριθεί για συγκεκριμένη χρονική περίοδο και, αν δεν είχε μεσολαβήσει ο λόγος της διακοπής τους που προβλέπεται στο άρθρο 173 ΚΔΝΔ, θα μπορούσαν να συνεχιστούν μέχρι του πέρατος ισχύος της εγκριτικής τους πράξης (ΜονΕφΠειρ. 138/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 329/2003, ΔΕΕ 2004/82). Η ίδια διάταξη της ανωτέρω ΣΣΝΕ κρίθηκε νομολογιακά ευμενέστερη τόσο για τους ναυτικούς, που δικαιούνται αποζημιώσεως αν δεν επαναπροσληφθούν σε πλοίο που συνεχίζει τους πλόες του μετά τη διακοπή τους, ανεξαρτήτως αν η αιτία της διακοπής αυτής περιλαμβάνεται η όχι στην περιοριστική απαρίθμηση του άρθρου 173 ΚΔΝΔ, όσο και για τους εργοδότες, αφού παρατείνει το χρόνο υποχρεωτικής (και άνευ δικαιώματος αποζημιώσεως) αναμονής των ναυτικών για την επαναπρόσληψή τους στις εξήντα [60] ημέρες, λαμβάνοντας υπόψη την ισόχρονη ανοχή του νόμου για τη διακοπή των εγκεκριμένων δρομολογίων στην, συνηθέστερη στην πράξη, περίπτωση της υποβολής του πλοίου στην ετήσια επιθεώρησή του, που, όπως εκτέθηκε, συνιστά παροπλισμό του κατά την έννοια του άρθρου 77 ΚΙΝΔ [ΜΕΠ 464/2021 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ]. Εν τούτοις, όπως ορίζεται και στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 4948/2022, η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 173 του ΚΔΝΔ (ΝΔ 187/1973), καταργήθηκε σιωπηρά με τις διατάξεις του άρθρου δεύτερου παρ.4 και άρθρου έκτου παρ.1 έως και 5 του Ν. 2932/2001, καθώς επίσης καταργήθηκε και η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 174 του ΚΔΝΔ (ΝΔ 187/1973) με τις διατάξεις του άρθρου τετάρτου α παρ.6 και άρθρου έκτου παρ.6 έως 8 του Ν. 2932/2001, διατάξεις (άρθρα πρώτο έως ένατο, ενδέκατο και εικοστό όγδοο παρ.1 του Ν. 2932/2001), οι οποίες ήδη καταργήθηκαν με το άρθρο 48 περ.γ του Ν. 4948/2022. Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις του άρθρου Τρίτου του ν. 2932/2001 υπό τον τίτλο «Τακτική δρομολόγηση –Προϋποθέσεις», προβλέφθηκε ότι «1. Η δρομολόγηση επιβατηγού και οχηματαγωγού, επιβατηγού ή φορτηγού πλοίου γίνεται για περίοδο ενός έτους, που αρχίζει την 1η Νοεμβρίου (τακτική δρομολόγηση).». Κατά τις διατάξεις του άρθρου έκτου του ιδίου Νόμου, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 Ν. 4676/2020 (ΦΕΚ A 67/19.3.2020) υπό τον τίτλο «Εκτέλεση και διακοπή δρομολογίων» «1. Η εκτέλεση των δρομολογίων που ανακοινώνονται είναι υποχρεωτική. 2. Ο πλοιοκτήτης ή περισσότεροι πλοιοκτήτες από κοινού δεν μπορούν να μεταβάλουν μονομερώς τα δρομολόγια, ούτε τον προγραμματισμένο χρόνο διακοπής τους. Η μεταβολή των δρομολογίων, συμπεριλαμβανομένης της δρομολογιακής γραμμής και του προγραμματισμένου χρόνου διακοπής τους, επιτρέπεται αν υποβάλλουν σχετικό αίτημα και κριθεί, με απόφαση του Υπουργού, ύστερα από γνώμη του Σ.Α.Σ., ότι δεν διαταράσσεται η εξυπηρέτηση της γραμμής, ούτε δημιουργούνται διακρίσεις σε βάρος άλλων πλοιοκτητών, με την αποδοχή του αιτήματος. Για τη διατύπωση της γνώμης προς το αρμόδιο όργανο του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, το Σ.Α.Σ. δεσμεύεται από τις αρχές που προβλέπονται στον Κανονισμό Αρχών και Λειτουργίας του Σ.Α.Σ. … 3. Διακοπή εκτέλεσης των δρομολογίων επιτρέπεται: α) Για χρονικό διάστημα μέχρι 60 ημέρες εντός του οποίου διενεργείται υποχρεωτικά, εφόσον απαιτείται, και η ετήσια επιθεώρηση του πλοίου. Το χρονικό αυτό διάστημα δύναται: i) Να αυξηθεί με απόφαση των αρμόδιων αρχών για λόγους ανωτέρας βίας, όπως γενική ή μερική απεργία, εμπορικός αποκλεισμός εισαγωγής ή μεταφοράς αναγκαίων υλικών, φυσικές καταστροφές, που επηρεάζουν άμεσα την πρόοδο και την αποπεράτωση των εργασιών του πλοίου, για ίσο χρονικό διάστημα διάρκειας των λόγων αυτών, ύστερα από αίτημα του πλοιοκτήτη από το οποίο προκύπτει επαρκώς και τεκμηριωμένα η επέλευση και η διάρκεια των λόγων ανωτέρας βίας. ιι) Να κατανεμηθεί ανεξαρτήτως του συνολικού αριθμού ημερών ανά πλοίο ως ακολούθως: … β) Για αποκατάσταση ζημίας ή βλάβης και για χρονικό διάστημα που κρίνεται αναγκαίο γι` αυτήν. γ) Για εκτέλεση μετασκευών ή διαρρυθμίσεων ή αντικατάσταση των κύριων μηχανών πρόωσης ή εργασιών ευρείας έκτασης συντήρησης του πλοίου. Οι εργασίες αυτές πρέπει να εκτελούνται μόνο κατά τη διάρκεια της προγραμματισμένης ακινησίας για ετήσια επιθεώρηση και κατά παράταση αυτής για τριάντα (30) ακόμα ημέρες, αν κρίνεται αναγκαία η συνέχιση τους και εφόσον οι συγκοινωνιακές ανάγκες της γραμμής το επιτρέπουν. Το χρονικό αυτό διάστημα μπορεί να αυξηθεί με απόφαση των αρμόδιων αρχών για λόγους ανωτέρας βίας, όπως γενική ή μερική απεργία, εμπορικός αποκλεισμός εισαγωγής ή μεταφοράς αναγκαίων υλικών, φυσικές καταστροφές, που επηρεάζουν άμεσα την πρόοδο και την αποπεράτωση των εργασιών του πλοίου, για ίσο χρονικό διάστημα διάρκειας των λόγων αυτών, ύστερα από αίτημα του πλοιοκτήτη από το οποίο προκύπτει επαρκώς και τεκμηριωμένα η επέλευση και η διάρκεια των λόγων ανωτέρας βίας. δ) Λόγω εξαιρετικής ανάγκης ή ανωτέρας βίας ή άλλης σοβαρής αιτίας, όπως δυσμενών καιρικών συνθηκών ή έκτακτης επιθεώρησης. Αμέσως μετά την άρση του γεγονότος το πλοίο εκτελεί τα δρομολόγια του κατά τον ενδεδειγμένο σύμφωνα με τις περιστάσεις τρόπο. 4. Για την ακινησία του πλοίου στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου, απαιτείται εγγραφή στο ημερολόγιο του πλοίου και θεώρηση αυτής από τη λιμενική αρχή. Για τις περιπτώσεις β` και γ` απαιτείται και αίτηση του πλοιοκτήτη, καθώς και έγκριση του Υπουργείου, η οποία δίνεται ύστερα από γνωμάτευση του Κλάδου Ελέγχου Εμπορικών Πλοίων ότι συντρέχουν λόγοι που δικαιολογούν την ακινησία. 5. Με απόφαση του Υπουργού, ύστερα από αίτηση του πλοιοκτήτη και γνώμη του Σ.Α.Σ., μπορεί να ορίζεται ειδικότερα η διακοπή εκτέλεσης δρομολογίων: α) μέχρι σαράντα πέντε συνεχόμενες ημέρες, εφόσον οι συγκοινωνιακές ανάγκες της γραμμής καλύπτονται από τα ήδη δρομολογημένα πλοία, β) σε γραμμή ή γραμμές μικρών αποστάσεων με εποχιακή μόνο κίνηση. Το αίτημα διακοπής εκτέλεσης δρομολογίων της περίπτωσης α` της παραγράφου αυτής και μέχρι τη σύγκληση του Σ.Α.Σ. μπορεί να γίνεται αποδεκτό από υφιστάμενα όργανα, εξουσιοδοτημένα με απόφαση του Υπουργού. 6. Ο πλοιοκτήτης υποχρεούται να έχει το πλοίο στελεχωμένο, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις περί οργανικής σύνθεσης πληρώματος κατά το χρόνο δραστηριοποίησης του, εκτός από το χρονικό διάστημα διακοπής εκτέλεσης δρομολογίων της παραγράφου 5, των περιπτώσεων α` και γ` της παραγράφου 3 και της περίπτωσης β` της παραγράφου 3 μετά την πάροδο τουλάχιστον δεκαπέντε (15) ημερών και εφόσον διαρκεί η βλάβη ή η ζημία. 7. Εάν ο πλοιοκτήτης παραβεί τις πιο πάνω υποχρεώσεις, ανεξάρτητα από την επιβολή άλλων κυρώσεων, επιβάλλεται κάθε μήνα στον πλοιοκτήτη, με απόφαση της Λιμενικής Αρχής του αφετήριου λιμένα δρομολογίων του πλοίου, πρόστιμο ίσο προς τη μισθοδοσία, που θα καταβαλλόταν με βάση την οικεία Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας, στους ελλείποντες από την οργανική σύνθεση πληρώματος ναυτικούς, προσαυξημένο κατά είκοσι τοις εκατό (20%). Από το ποσό του προστίμου ποσοστό σαράντα τοις εκατό (40%) αποδίδεται στο Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο (Ν.Α.Τ.) υπέρ του Κεφαλαίου Ανεργίας και Ασθένειας Ναυτικών (Κ.Α.Α.Ν.). 8. Οι ναυτικοί που απολύονται λόγω διακοπής εκτέλεσης δρομολογίων δεν δικαιούνται την προβλεπόμενη από τις κείμενες διατάξεις αποζημίωση, αν ναυτολογηθούν στο πλοίο αμέσως μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος διακοπής εκτέλεσης δρομολογίων ή αν δεν αποδεχθούν την επαναυτολόγησή τους με τους ίδιους, όπως πριν την απόλυση τους, όρους.». Με την αμέσως ανωτέρω διάταξη επομένως, σε περίπτωση διακοπής των πλόων δρομολογημένου πλοίου, όπως εν προκειμένω, για χρονικό διάστημα μέχρι 60 ημέρες εντός του οποίου διενεργείται υποχρεωτικά, εφόσον απαιτείται, και η ετήσια επιθεώρηση του πλοίου, ο εργοδότης (πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής) ενέχεται σε αποζημίωση του απολυόμενου, μόνον εφόσον δεν τον επαναπροσλάβει αμέσως μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος των εν λόγω εξήντα [60] ημερών από την απόλυσή του συνεπεία της υποβολής του πλοίου στην ετήσια επιθεώρησή του. Για τον υπολογισμό εξάλλου της εν λόγω αποζημιώσεως απολύσεως, σε συνάφεια με τα ισχύοντα και υπό το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς, λαμβάνονται υπόψη ο καταβαλλόμενος μισθός κατά τον τελευταίο μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, η υπερωριακή αμοιβή, η αποζημίωση μη πραγματοποιηθείσας αδείας, τα επιδόματα εορτών, ως και κάθε άλλη παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τακτικώς, καθ’ έκαστο μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς, καθ’ ορισμένα χρονικά διαστήματα (ΕφΠειρ 214/2024 δημοσιευμένη σε ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς ΕφΠειρ 283/2009 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, με περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων απολύθηκε την 14-9-2021 λόγω διακοπής των δροµολογίων του πλοίου για ετήσια επιθεώρηση, δεδοµένου ότι η διακοπή διήρκεσε για περισσότερο από 60 ηµέρες και ο ενάγων δεν ναυτολογήθηκε κατά το διάστηµα αυτό, ο τελευταίος δικαιούται ως αποζηµίωση το ποσό των 3.664,11 ευρώ (4996,51: 30 Χ 22). Η αποζημίωση προσδιορίζεται με βάση τις τακτικές αποδοχές δηλαδή την ορθή μέση υπερωριακή αμοιβή όπως προαναφέρθηκε κατά εν μέρει παραδοχή του σχετικού λόγου εφέσεως του ναυτικού ενώ δεν θα συνυπολογιστούν οι έκτακτες αμοιβές όπως αυτός αβάσιμα ισχυρίζεται. Οι εναγόμενες δε επικαλούνται την ένορκη βεβαίωση του …………. ο οποίος καταθέτει ότι 20-30 μέρες μετά κληθήκαν για να επαναπροσληφθούν όλοι οι ναυτικοί στο πλοίο για να συνεχίσει αυτό το δρομολόγιο του. Η κατάθεση του προαναφερόμενου ενόρκως βεβαιώσαντα δεν αρκεί για να καταστήσει αβάσιμη την αξίωση του συγκεκριμένου ναυτικού προς λήψη της σχετικής αποζημίωσης απόλυσης διότι είναι πολύ γενική. Οι εναγόμενες θα έπρεπε να προσκομίσουν έστω ένα ηλεκτρονικό μήνυμα προς τον ναυτικό που τον καλούν να επαναναυτολογηθεί. Συνεπώς ο σχετικός λόγος εφέσεως κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος.
Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα από τη ναυτολόγηση του στο πλοίο BsI πλοιοκτησίας της πρώτης ενάγουσας ο ενάγων δικαιούται συνολικά 4.205,11 ευρώ (ως υπόλοιπο υπερωριακής αμοιβής 3.738,03 ευρώ, υπόλοιπο άδειας διανυκτέρευσης 27,37 ευρώ και ως υπόλοιπο επιδομάτων εορτών 439,71 ευρώ (239,84 + 199,87)) κονδύλια τα οποία οφείλει μόνο η πρώτη εναγομένη και τα οποία παρέμειναν καταψηφιστικά, ενώ σύμφωνα με το κεφάλαιο της εκκαλουμένης που δεν επλήγη το ποσό των 239,84 ευρώ οφείλεται εντόκως από 1.1.2021. Αντίστοιχα από τη ναυτολόγησή του στο πλοίο “BSC” ο ενάγων δικαιούται να λάβει το συνολικό ποσό των 16.723,32 [6.624,76 ευρώ (1.379,94 ευρώ για Σάββατα και αργίες +4.205,09 ευρώ για καθηµερινές και Κυριακές + 1.039,73 ευρώ για βάρδιες πυρασφάλειας) για διαφορά αµοιβής υπερωριακής απασχόλησης + 3.731,03 ευρώ για διαφορά δρομολογίων εξπρές + 2.407,71 ευρώ (767,19 + 186,53 + 1.453,99) για υπόλοιπο αναλογίας επιδοµάτων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων έτους 2020 και 2021 + 295,71 για υπόλοιπο αποζηµίωσης µη χορηγηθεισών διανυκτερεύσεων + 3.664,11 για αποζηµίωση απόλυσης). Από αυτά που οφείλουν αμφότερες οι εναγόμενες η δεύτερη κυρία του πλοίου μόνο μέχρι του ποσού της αξίας του πλοίου μόνο το τελευταίο κονδύλιο παρέμεινε καταψηφιστικό ενώ σύμφωνα με το κεφάλαιο της εκκαλουμένης που δεν επλήγη το ποσό των 1.453,99 ευρώ οφείλεται εντόκως από 1.1.2022.
Ακολούθως των ανωτέρω και εφόσον δεν υφίσταται άλλος λόγος προς έρευνα πρέπει να γίνουν κατά τα ανωτέρω δεκτές κατά ένα μέρος αμφότερες οι από 24.11.2023 και 14.5.2024 με αριθμούς κατάθεσης ……./2023 και 5508/309/2024 και προσδιορισμού …../2024 και ………./2024 εφέσεις (αφού κατά εν μέρει παραδοχή του πρώτου λόγου εφέσεως των εναγομένων επαναπροσδιορίστηκαν μειώθηκαν οι μέρες κατά τις οποίες είχαν τελεστεί υπερωρίες δεδομένου ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο είχε επιδικάσει περισσότερα των του αιτηθέντος). Στη συνέχεια θα πρέπει να εξαφανιστεί στο σύνολο της για το ενιαίο της εκτέλεσης η εκκαλουμένη απόφαση (ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48,1507, Σ.Σαμουήλ «Η έφεση» έκδ. Ε΄σελ. 430-431 παρ. 1143) αφού εφόσον όταν εξαφανίζεται ολικά ή εν μέρει η εκκαλούμενη απόφαση, εξαφανίζεται και το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, ολικά και στις δύο περιπτώσεις, στην μεν πρώτη ως αναγκαίο επακόλουθο της εξαφανίσεως της αποφάσεως, στη δε δεύτερη εν όψει της αναγκαιότητος ενιαίου καθορισμού των δικαστικών εξόδων ως προς όλα τα κεφάλαια της αποφάσεως (ΑΠ 192/1998 ΕλΔ 39.825), και το παρόν δικαστήριο να κρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει στην ουσία της (άρθρο 535 παρ.1 του ΚΠολΔ) τη με αριθμό 10917/5119/2021 αγωγή αυτή εφόσον αρμοδίως (άρθρα 16, 25 παρ. 2, 33 Κ.Πολ.Δ., 51 Ν. 2172/1993) και παραδεκτώς εισήχθη στο Δικαστήριο, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, και έχει νόμιμο έρεισμα σε όλες τις προαναφερόμενες διατάξεις και επιπλέον σε εκείνες των άρθρων 361, 648 επ. 340, 341 εδ. α’, 345 εδ. α’, 346 ΑΚ, 59, 63, 165επ. και 292 του ν. 5020/2023. Η αγωγή θα πρέπει να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος ως ουσιαστικά βάσιμη και α) να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 4.205,11 εντόκως ως εξής: ως προς το ποσό των 239,84 ευρώ από την 1.1.2021 και ως προς το υπόλοιπο ποσό εντόκως από 28.8.2020, β) να υποχρεωθούν αμφότερες οι εναγόμενες, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, η μεν δεύτερη ως κυρία του πλοίου, μόνον δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία αυτού, η δε δεύτερη ως ασκούσα τον εφοπλισμό και την οικονομική εκμετάλλευση αυτού (κατά το επίδικο διάστημα), όπως αναφέρθηκε και στην αρχή της παρούσας, να του καταβάλουν το συνολικό ποσό των 3.664,11 ευρώ εντόκως από την 15.9.2021 και μέχρι την εξόφληση και γ) να αναγνωριστεί ότι αμφότερες οι εναγόμενες, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, η μεν δεύτερη ως κυρία του πλοίου, μόνον δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία αυτού, η δε δεύτερη ως ασκούσα τον εφοπλισμό και την οικονομική εκμετάλλευση αυτού (κατά το επίδικο διάστημα), όπως αναφέρθηκε και στην αρχή της παρούσας, να του καταβάλουν 13.059,21 ευρώ [6.624,76 ευρώ για διαφορά αµοιβής υπερωριακής απασχόλησης + 3.731,03 ευρώ για διαφορά δρομολογίων εξπρές + 2.407,71 ευρώ για υπόλοιπο αναλογίας επιδοµάτων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων έτους 2020 και 2021 + 295,71 για υπόλοιπο αποζηµίωσης µη χορηγηθεισών διανυκτερεύσεων) με το νόμιμο τόκο ως εξής: ως προς το ποσό των 1.453,99 ευρώ εντόκως από την 1.1.2022 και ως προς το υπόλοιπο ποσό εντόκως από την 15.9.2021. Το αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση κρίνεται συνακόλουθα απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο αφού το χρηματικό ποσό της τελεσίδικης καταψήφισης υπερβαίνει αυτό που έχει καταβληθεί ως προσωρινά εκτελεστό στο ναυτικό. Μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας βαρύνουν, μετά την υποβολή σχετικού αιτήματος, εις ολόκληρον αμφότερες τις εναγόμενες λόγω της εν μέρει ήττας τους κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 178 παρ. 1, 191 παρ. 2 και 183 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων τις από 24.11.2023 και 14.5.2024 με αριθμούς κατάθεσης ……./2023 και ……./2024 και προσδιορισμού …/2024 και ……./2024 εφέσεις κατά της με αριθμό 3202/2023 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε αντιμωλία, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών επί της από 30.12.2021 με αριθμό κατάθεσης ………../2021 αγωγής,
Απορρίπτει ό,τι έκρινε ως απορριπτέο στο σκεπτικό
Δέχεται τυπικά και εν μέρει κατ’ουσίαν τις εφέσεις
Εξαφανίζει τη με αριθμό 3202/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς
Κρατεί και αναδικάζει την υπόθεση επί της με αριθμό ………./2021 αγωγής
Δέχεται κατά ένα μέρος τη με αριθμό ……../2021 αγωγή
Υποχρεώνει την πρώτη εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων διακοσίων πέντε ευρώ και έντεκα λεπτών (4.205,11) εντόκως ως εξής: ως προς το ποσό των διακοσίων τριάντα εννέα ευρώ και ογδόντα τεσσάρων λεπτών (239,84) ευρώ από την 1.1.2021 και ως προς το υπόλοιπο ποσό εντόκως από 28.8.2020,
Υποχρεώνει τις εναγόμενες, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, η δεύτερη μόνον δια του πλοίου BSC και μέχρι την αξία αυτού, να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των τριών χιλιάδων εξακοσίων εξήντα τεσσάρων ευρώ και έντεκα λεπτών (3.664,11) ευρώ εντόκως από την 15.9.2021 και μέχρι την εξόφληση, και
Αναγνωρίζει ότι αμφότερες οι εναγόμενες, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, η δεύτερη μόνον δια του πλοίου BSC και μέχρι την αξία αυτού, να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των δεκατριών χιλιάδων πενήντα εννέα ευρώ και είκοσι ενός λεπτών (13.059,21) ευρώ με το νόμιμο τόκο ως εξής: ως προς το ποσό των χιλίων τετρακοσίων πενήντα τριών ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτών (1.453,99) ευρώ εντόκως από την 1.1.2022 και ως προς το υπόλοιπο ποσό εντόκως από την 15.9.2021.
Επιβάλει στις εκκαλούσες εφεσίβλητες εναγόμενες ένα μέρος των δικαστικών εξόδων του εκκαλούντος εφεσιβλήτου ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, δηλαδή συνολικά το ποσό των οκτακοσίων πενήντα (850) ευρώ το οποίο τις βαρύνει εις ολόκληρον
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 28 Απριλίου 2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ