Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 268/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός   268/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Κωνσταντίνα Λέκκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΣΩΝ: 1) ………. και 2) …………., οι οποίες, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Γεωργούλα.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Ανώνυμης Ναυτιλιακής Εταιρείας με την επωνυμία “………….”, η οποία εδρεύει στα …….., η οποία κατά την συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο είχε συγχωνευθεί δια απορροφήσεως με την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………….», η οποία ως οιονεί καθολική της διάδοχος, νομίμως εκπροσωπούμενη, εκπροσωπήθηκε, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, από την πληρεξουσία δικηγόρο της Αικατερίνη Πρωτόπαπα [ΜΑΡΙΑ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ], με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Οι εκκαλούσες, ……….. και ……….., ήγειραν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 1.12.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ………./7.12.2020 αγωγή, σε βάρος της ανωτέρω εφεσίβλητης εταιρείας με την επωνυμία “………”, επί της οποίας, συζητήσεως γενομένης την 25.5.2021, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, η με αριθμό 1839/2021 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή  απορρίφθηκε ως αβάσιμη στην ουσία της.

Οι ηττηθείσες στον πρώτο βαθμό ενάγουσες, με την από 4.9.2023 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου ……../4-9-2023 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ………/11-7-2024 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή τους, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, προσβάλλουν την ανωτέρω απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου.

Κατά τη συζήτηση της ένδικης έφεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, η οποία εκφωνήθηκε  με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλουσών, αφού έλαβε το λόγο από τη Δικαστή, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και η πληρεξουσία δικηγόρος της εφεσίβλητης κατέθεσε εμπροθέσμως τις προτάσεις της και παραστάθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, με δήλωση κατά τις διατάξεις του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

[Ι]. Η κρινόμενη από 4.9.2023 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου ……./4-9-2023 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ……./11-7-2024 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση των εκκαλουσών – εναγουσών, η οποία ηγέρθη κατά της υπ’ αριθμ. 1839/2021 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε επί της από 1.12.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ……./7.12.2020 αγωγής, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3, 621 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ), με την οποία απορρίφθηκε η ανωτέρω αγωγή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατά τα άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι, από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία των δύο ετών από της δημοσιεύσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως στις 06.09.2021, ενώ για το παραδεκτό τους, μολονότι ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012 και δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω Νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής, κατετέθη υπό των εκκαλουσών το με αριθμό …………… ηλεκτρονικό παράβολο ποσού εκατό (100) ευρώ. Εφόσον δε, η ένδικη έφεση, αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που είναι καθ’ ύλην, κατά τόπο και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ. α΄ του N.2172/1993), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω, κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, από την υπ’ αριθμ. πρωτ. 3166897/4-12-2023 ανακοίνωση του Υπουργείου Ανάπτυξης – Γενικής Γραμματείας Εμπορίου, Γενική Διεύθυνση αγοράς και προστασίας καταναλωτή, προκύπτει ότι, την 4η-12-2023 καταχωρήθηκε στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ) με Κωδικό Αριθμό Καταχώρισης …….. η υπ’ αριθμ. 3166897/ ΑΠ/ 4-12-2023 απόφαση της ως άνω Γενικής Γραμματείας, με την οποία εγκρίθηκε η συγχώνευση με απορρόφηση της εφεσίβλητης από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……………» και τον διακριτικό τίτλο «……….», με αποτέλεσμα από την ημέρα καταχώρισης της ως άνω απόφασης: α) η απορροφούσα εταιρεία να υποκαθίσταται αυτοδικαίως και χωρίς καμία άλλη διατύπωση σε όλα γενικά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της εφεσίβλητης, με την μεταβίβαση αυτή να εξομοιώνεται με καθολική διαδοχή, β) η εφεσίβλητη να παύει να υφίσταται και γ) οι εκκρεμείς δίκες, όπως η παρούσα, να συνεχίζονται αυτοδικαίως από την απορροφούσα εταιρεία ή κατ’ αυτής χωρίς καμία ειδικότερη διατύπωση από μέρους της για τη συνέχιση και χωρίς να επέρχεται λόγω της συγχώνευσης, βίαια διακοπή της δίκης, δίχως να απαιτείται δήλωση για την επανάληψη της. Επομένως, παραδεκτώς η απορροφούσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………», νομίμως εκπροσωπούμενη και υπό την ιδιότητα της οιονεί καθολικής διαδόχου της εφεσίβλητης, κατέθεσε τις από 19-2-2025 προτάσεις της για συζήτηση της υπό κρίση έφεσης κατά την δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και παρέστη, κατά την συζήτησή της, δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.

[ΙΙ]. Οι ενάγουσες, ……… και ………., με την ένδικη αγωγή τους, όπως αυτή παραδεκτώς, κατ’ άρθρο 224 εδαφ. β΄ ΚΠολΔ, διορθώθηκε με τις πρωτόδικες προτάσεις τους και όπως το περιεχόμενο αυτής δεόντως εκτιμάται, ισχυρίσθηκαν ότι, δυνάμει συμβάσεως ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήφθη στον Πειραιά, στις 25.11.2019, μεταξύ του ήδη αποβιώσαντος την 5.8.2020 πατέρα της πρώτης και συζύγου της δεύτερης αυτών, ……………   και της αρχικώς εναγομένης εταιρείας με την επωνυμία «………», πλοιοκτήτριας του με ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου “Π”, νηολογίου ….. με αριθμό ….., κόρων ολικής χωρητικότητας 15354, ο πρώτος ναυτολογήθηκε στο ανωτέρω πλοίο με την ειδικότητα του ναύτη, έναντι μεικτού μηνιαίου μισθού εκ ποσού ευρώ 2.517,89 πλέον επιδόματος αδείας, υπερωριών και νομίμων προσαυξήσεων. Ότι ο θάνατος του πατέρα και συζύγου αντίστοιχα αυτών, την 5.8.2020, προήλθε από επιπλοκές, κατόπιν εμφράγματος του μυοκαρδίου, το οποίο υπέστη κατά τη διάρκεια της εργασίας του στο ανωτέρω πλοίο την 31.7.2020, ως  αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, μη αναγομένου σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του αποβιώσαντος. Ειδικότερα, ισχυρίσθηκαν ότι, κατά τη διάρκεια εργασίας του αποβιώσαντος συγγενούς τους, δεν ετηρείτο το νόμιμο ωράριο εργασίας, αλλά καθημερινά ο ανωτέρω αποβιώσας εργαζόταν επί πολλές ώρες πέραν του νομίμου ωραρίου ως αναλύεται στην αγωγή, αρχικά κατά τη διάρκεια των επισκευών του πλοίου στις οποίες μετείχε και ακολούθως κατά τη διάρκεια εκτέλεσης με το εν λόγω πλοίο ακτοπλοϊκών δρομολογίων, οπότε δεν ετηρούντο βάρδιες, αλλά ο αποβιώσας εργαζόταν επί πολλές ώρες, χωρίς να αναπαύεται δεόντως. Επιπλέον, κατά τις πρωινές ώρες της 31ης.7.2020, ο ανωτέρω αποβιώσας μετείχε στις εργασίες αποβίβασης του πλοίου στο λιμάνι του Πειραιά, οπότε εργαζόταν στο γκαράζ του πλοίου υπό εξαιρετικά υψηλές θερμοκρασίες έναντι αυτών που επικρατούσαν υπό σκιά, επιβαρυμένος με αναθυμιάσεις από τα οχήματα που μεταφέρονταν με το εν λόγω πλοίο. Περαιτέρω, ακολούθως, αν και περί ώρας 14.00 της ίδιας ημέρας, ενημέρωσε συναδέλφους του ότι δεν νιώθει καλά, αλλά έχει έντονο πόνο στο στήθος, δεν ενημερώθηκε προς τούτο ο Πλοίαρχος του πλοίου, αλλά ο λοστρόμος του πλοίου, προστηθείς υπό της εναγομένης, απέστειλε τον ανωτέρω ήδη αποβιώσαντα πατέρα και σύζυγο των εναγουσών προς ανάπαυση στην καμπίνα του, ακολούθως δε, μολονότι η αδιαθεσία του επέμενε και ήταν εμφανής, δεν κλήθηκε προς τούτο ιατρός ούτε ασθενοφόρο, αλλά ο λοστρόμος του πλοίου έδωσε εντολή σε έτερο συνάδελφο του αποβιώσαντος, υπηρετούντα ως ναύτης στο ίδιο πλοίο, να διακομίσει αυτόν (αποβιώσαντα πατέρα και σύζυγο των εναγουσών) με το ιδικό του όχημα σε ιδιωτικό θεραπευτήριο. Αποτέλεσμα τούτου, δεδομένου ότι το ανωτέρω ιδιωτικό νοσοκομείο δεν δέχθηκε τον ήδη θανόντα πατέρα και σύζυγο των εναγουσών, ήταν να χαθεί πολύτιμος χρόνος στην αναζήτηση νοσοκομείου και εν τέλει, ο θανών ακολούθως, συγγενής τους, να εισέλθει με σοβαρή χρονική καθυστέρηση στο τμήμα εμφραγμάτων δημοσίου νοσοκομείου. Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούμενες κυρίως παραβίαση υπό της εναγομένης και των προστηθέντων αυτής πλοιάρχου, αξιωματικών, ναύκληρου των διατάξεων του άρθρου 10 του ΒΔ 683/1960, όπως η αγωγή διορθώθηκε, με τις οποίες καθιερώνονται ειδικοί όροι ασφαλείας των εργαζομένων, καθώς και ότι η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του πλοιάρχου του πλοίου αλλά και των λοιπών προστηθέντων της εναγόμενης, τελούν σε αιτιώδη συνάφεια με το θάνατο του πατέρα της πρώτης εξ αυτών και συζύγου της δεύτερης εξ αυτών, ζήτησαν, μετά την παραδεκτή εν μέρει τροπή των αγωγικών αιτημάτων από καταψηφιστικά σε αναγνωριστικά: Α) με την κύρια βάση της αγωγής, επικαλούμενες ως νόμιμο λόγο ευθύνης της εναγόμενης την αδικοπραξία, καθώς συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 16 παρ. 1 του Ν. 551/1915: i) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει σε εκάστη εξ αυτών το χρηματικό ποσό των 280.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν από τον θάνατο του πατρός και συζύγου τους αντιστοίχως, ii) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει σε εκάστη εξ αυτών το χρηματικό ποσό των 20.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν από τον θάνατο του πατρός και συζύγου τους αντιστοίχως και iii) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει στην δεύτερη εξ αυτών – σύζυγο του θανόντος, το χρηματικό ποσό των 295.528 ευρώ, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη από την στέρηση του δικαιώματος διατροφής το οποίο διατηρούσε έναντι του θανόντος συζύγου της και Β) με την επικουρική βάση της αγωγής, επικαλούμενες ως νόμιμο λόγο ευθύνης της εναγομένης, πλοιοκτήτριας και εργοδότριας του θανόντος, την εκ του νόμου ευθύνη αυτής (εναγόμενης)  βάσει των διατάξεων του άρθρου 1 του Ν. 551/1915 αλλά και την αδικοπραξία: i) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της αντιδίκου τους να καταβάλει σε εκάστη εξ αυτών το χρηματικό ποσό των 280.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν από τον θάνατο του πατρός και συζύγου τους αντιστοίχως, ii) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει εις εκάστη εξ αυτών το χρηματικό ποσό των 20.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν από τον θάνατο του πατρός και συζύγου τους αντιστοίχως, iii) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει ως οφειλόμενη αποζημίωση του άρθρου 1 του Ν. 551/1915 το χρηματικό ποσό των 28.376,26 ευρώ στην πρώτη εξ αυτών και το ποσό των 18.917,51 ευρώ στην δεύτερη εξ αυτών και iv) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει στην δεύτερη εξ αυτών – σύζυγο του θανόντος, το χρηματικό ποσό των 295.528 ευρώ ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη από την στέρηση του δικαιώματος διατροφής που διατηρούσε έναντι του ήδη θανόντος συζύγου της. Επίσης, ζήτησαν να τους επιδικασθούν τα ως άνω χρηματικά ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα πρόκλησης του ατυχήματος, ήτοι από 1η-8-2020, άλλως από της επιδόσεως της αγωγής και να καταδικασθεί η αντίδικος τους στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων. Με την εκκαλουμένη απόφαση, αφού η ένδικη αγωγή κρίθηκε νόμιμη, ως θεμελιούμενη στις διατάξεις των άρθρων 297 εδ. α’, 298, 299, 330 εδ. β’, 346 εδ. σ’, 914, 922, 928 εδ. β’, 930 παρ. 1 και 3, 932 εδ. γ’ ΑΚ, 1, 3 παρ. 5, 16 ν, 551/1915, άρθρο 10 του β.δ. 683/1960, 70, 176, 219 ΚΠολΔ, πλην (α) του αιτήματος αποζημίωσης λόγω στέρησης διατροφής της δεύτερης ενάγουσας, όσον αφορά την επικουρική βάση της αγωγής, διότι ο παθών εκ του εργατικού ατυχήματος ή ο δικαιούχος αποζημίωσης εξ αυτού δικαιούται, είτε την αποζημίωση του άρθρου 3 του ν. 551/1915, είτε την πλήρη αποζημίωση του κοινού δικαίου, κατά τα άρθρα 297, 298, 914, 922, 928-932 του ΑΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 16 του ν. 551/1915, οι αξιώσεις δηλαδή αυτές συρρέουν διαζευκτικώς, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση επιλογής της μιας απ’ αυτές, αποκλείεται να ζητήσει ταυτόχρονα ή διαδοχικά την άλλη, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 306 ΑΚ και (β) του αιτήματος επιδίκασης τόκων από την επόμενη της επέλευσης του επίδικου συμβάντος, το οποίο κρίθηκε νόμιμο από της επιδόσεως της ένδικης αγωγής, υπολαμβάνοντας ότι η εναγομένη δεν  κατέστη υπερήμερη περί την καταβολή των ανωτέρω ποσών από προηγούμενο χρόνο, συνεπεία προηγούμενης οχλήσεως από τις ενάγουσες. Ακολούθως, κατά την ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι ο θάνατος του συγγενούς των εναγουσών δεν αποτελούσε εργατικό ατύχημα αφού δεν οφειλόταν σε κάποιο απρόβλεπτο και αιφνίδιο γεγονός εξ αφορμής της εργασίας του στο πλοίο της εναγόμενης, καθώς επίσης ότι δεν μπορούσε να συνδεθεί αιτιωδώς με κάποια παράνομη πράξη ή παράλειψη της πλοιοκτήτριας και των προστηθέντων της (Πλοιάρχου και μελών του πληρώματος) και για τον λόγο αυτό απέρριψε την αγωγή ως κατ’ ουσία βάσιμη τόσο κατά την κύρια όσο και κατά την επικουρική της βάση, επιδικάζοντας εις βάρος των εναγουσών τα δικαστικά έξοδα της εναγόμενης τα οποία όρισε στο χρηματικό ποσό των 4.500 ευρώ όσον αφορά στην πρώτη ενάγουσα και στο ποσό των ευρώ 9.000 όσον αφορά στη δεύτερη ενάγουσα. Ήδη οι ενάγουσες, ως έχουσες έννομο συμφέρον εκ του διατακτικού της εκκαλουμένης αποφάσεως, πλήττουν αυτήν (εκκαλουμένη απόφαση) για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων με τον πρώτο λόγο, αλλά και για εσφαλμένη εφαρμογή των διατάξεων περί δικαστικής δαπάνης με το δεύτερο λόγο έφεσης.

[ΙΙΙ]. Ι. Κατά την έννοια του άρθρου 1 του Ν. 551/1915, που κωδικοποιήθηκε με το ΒΔ της 24-7/25-8-1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ, κατ` άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ, ως ατύχημα από βίαιο συμβάν, που επήλθε σε ναυτικό κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή με αφορμή αυτήν και θεμελιώνει αξίωση αποζημίωσης, θεωρείται κάθε βλάβη που είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, μη αναγομένου αποκλειστικά σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, η οποία δεν θα υπήρχε χωρίς την εργασία και την εκτέλεσή της υπό τις σχετικές περιστάσεις (ΟλΑΠ 1287/1986, ΑΠ 1424/2015). Τούτο συμβαίνει είτε όταν κατά την εκτέλεση της εργασίας διαμορφώθηκαν εκτάκτως δυσμενείς συνθήκες, που δεν είναι συμφυείς προς τους συνηθισμένους όρους παροχής της, είτε όταν η απασχόληση του εργαζόμενου εξακολούθησε, έστω και υπό κανονικές συνθήκες, μετά την εκδήλωση της νόσου, με αποτέλεσμα την επιδείνωσή της, αφού στην τελευταία περίπτωση ο εργοδότης, που οφείλει να ρυθμίζει τα της εργασίας έτσι, ώστε να προστατεύεται η ζωή και η υγεία του εργαζόμενου (ΑΚ 662), δεν μπορεί να αξιώσει τη συνέχιση της απασχολήσεως του ασθενούντος εργαζόμενου και αν δεν τον θέσει εκτός υπηρεσίας, παρότι γνωρίζει την εκδήλωση της νόσου, οι συνθήκες παροχής της εργασίας του καθίστανται εξαιρετικές και ασυνήθιστα δυσμενείς, προσλαμβάνοντας έτσι το χαρακτήρα του βίαιου συμβάντος (ΟλΑΠ 937/1975, ΑΠ 1690/2013, ΑΠ1401/2013). Στην τελευταία περίπτωση, επομένως, βασική προϋπόθεση για τη μετατροπή των κανονικών συνθηκών εργασίας σε ασυνήθιστες και εξαιρετικά δυσμενείς μετά την εκδήλωση της νόσου του εργαζόμενου, είναι η παραβίαση της έναντι αυτού υποχρεώσεως πρόνοιας του εργοδότη και γι’ αυτό ακριβώς δεν υπάρχει τέτοια παραβίαση και, συνακόλουθα, εργατικό ατύχημα με την παραπάνω έννοια, όταν ο εργοδότης δεν γνωρίζει, ούτε αγνοεί υπαίτια, ότι ο εργαζόμενος είναι ασθενής και γενικότερα ότι η κατάσταση της υγείας του δεν επιτρέπει την εξακολούθηση της απασχολήσεώς του [ΑΠ 981/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 16 του ιδίου Νόμου (Ν. 551/1915), προκύπτει ότι, ο παθών από εργατικό ατύχημα έχει δικαίωμα να ασκήσει την αγωγή του κοινού δικαίου και να ζητήσει, σύμφωνα με τα άρθρα 297, 298 και 914 ΑΚ, πλήρη αποζημίωση, μόνον όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν αυτό έλαβε χώρα σε εργασία ή επιχείρηση, στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων, βρίσκεται δε σε αιτιώδη συνάφεια με τη μη τήρηση των διατάξεων αυτών, διαφορετικά, εάν δηλαδή δεν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις αυτές, μπορεί να ασκήσει σχετική αγωγή για την αξίωση αποζημίωσης, κατ` άρθρο 3 του εν λόγω Ν. 551/1915. Τέτοιες δε διατάξεις είναι εκείνες που ειδικώς προβλέπουν τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και ειδικότερα προσδιορίζουν τους όρους που πρέπει να τηρηθούν, μνημονεύοντας συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη της ασφαλείας των εργαζομένων. Τέτοιες δε τυγχάνουν και οι διατάξεις του άρθρου 32 του Ν. 1586/1985 και οι διατάξεις του άρθρου 10 του ΒΔ 683/1960 [ΑΠ 1000/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Επομένως, δεν αρκεί ότι το ατύχημα επήλθε από την μη τήρηση όρων, οι οποίοι επιβάλλονται από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση προνοίας και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, χωρίς να προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου. Έτσι, σε περίπτωση ναυτεργατικού ατυχήματος, ο παθών έχει το δικαίωμα να αξιώσει έναντι του υπόχρεου προς αποζημίωση, είτε την περιορισμένη κατ` αποκοπή αποζημίωση του άρθρου 3 του Ν. 551/1915, είτε την πλήρη αποζημίωση του κοινού δικαίου κατά τα άρθρα 297, 298, 914, 922, 928 και 929 του ΑΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 16 του Ν. 551/1915, εφόσον, όμως, στη δεύτερη περίπτωση, το ατύχημα οφείλεται στη μη τήρηση των διατάξεων ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων και κανονισμών περί ειδικών όρων ασφαλείας των εργαζομένων ή σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του. Συνεπώς, ο παθών έχει επιλεκτικό δικαίωμα να ασκήσει την μία ή την άλλη αξίωση. Οι αξιώσεις δηλαδή αυτές συρρέουν διαζευκτικώς, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση επιλογής της μιας απ` αυτές (κοινού δικαίου ή του Ν. 551/1915) αποκλείεται να ζητήσει ο δικαιούχος ταυτόχρονα ή διαδοχικά την άλλη, κατ` ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 306 ΑΚ, που αφορά την διαζευκτική ενοχή, χωρίς όμως να αποκλείεται η επικουρική άσκηση της μιας σε σχέση με την άλλη, που ασκείται κυρίως (ΑΠ 1000/2018 ο.π.). Τα αμέσως ανωτέρω ισχύουν και σε περίπτωση θανάτου του εργαζομένου, για τα αναφερόμενα στο άρθρο 6 του ίδιου νόμου συγγενικά του πρόσωπα, σε περίπτωση αξίωσης υπ’ αυτών της πλήρους αποζημιώσεως, κατά τις διατάξεις του κοινού αστικού δικαίου [2014/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Πράγματι, από τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 551/1915, προκύπτει ότι, σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος, τα αναφερόμενα στο άρθρο 6 του ίδιου νόμου συγγενικά του πρόσωπα, δικαιούνται να ζητήσουν πλήρη αποζημίωση, κατά τις διατάξεις του κοινού αστικού δικαίου, μόνον όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν ή όταν επήλθε σε εργασία ή επιχείρηση, στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και εξαιτίας της μη τηρήσεως των διατάξεων αυτών. Στην τελευταία περίπτωση οι εν λόγω διατάξεις πρέπει να προβλέπουν ειδικώς τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων, δηλαδή να προσδιορίζουν τους όρους αυτούς, μνημονεύοντας και συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους για την επίτευξη τους και δεν αρκεί να επήλθε το ατύχημα από τη μη τήρηση όρων που επιβάλλονται από την κοινή αντίληψη, την γενική υποχρέωση πρόνοιας (αρθρ.662 ΑΚ) και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, χωρίς να προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου (Ολ.ΑΠ 26/1995). Σε κάθε, περίπτωση, εν τούτοις, δηλαδή και όταν ακόμη ο εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση για αποζημίωση, ο παθών από εργατικό ατύχημα διατηρεί την αξίωση για χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, κατά του εργοδότη, εφόσον το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα (δόλο ή αμέλεια οποιασδήποτε μορφής) αυτού ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων, που κρίνεται κατά το κοινό δίκαιο (άρθρα 914, 922, 932 του  ΑΚ), μη απαιτουμένης της συνδρομής του ειδικού πταίσματος της μη τήρησης των επιβαλλομένων όρων ασφαλείας (ΟλΑΠ 1117/1986 NoB 35.891, ΑΠ 1438/2002 ΕλλΔνη 45.716), ενώ η αντικειμενική ευθύνη του εργοδότη κατά τον ν. 551/1915 δεν επεκτείνεται και στη χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, καθόσον γι` αυτήν απαιτείται υπαιτιότητα (ΑΠ 274/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

ΙΙ. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του ΒΔ 683/1960 υπό του τίτλου «Ασθένειαι Ατυχήματα» «1. Ο Πλοίαρχος λαμβάνων γνώσιν ασθενείας ή ατυχήματος τινός των επιβαινόντων μεριμνά ώστε να παρασχεθή αμελλητί εις τον πάσχοντα υπό της υγειονομικής υπηρεσίας, ή ενδεδειγμένη ιατροφαρμακευτική περίθαλψις, εν ελλείψει δε υγειονομικής υπηρεσίας να παρασχεθώσι αμελλητί αι πρώται βοήθειαι αιτούμενος προς τούτον οδηγίας διά του ασυρμάτου. 2. Εν περιπτώσει βαρείας ή παρατεινομένης ασθενείας οφείλει εν συνεννοήσει μετά του ιατρού, εφ` όσον είναι δυνατόν να καταπλεύση εις τον πλησιέστερον λιμένα και να συννενοηθή μετά της Λιμενικής ή Προξενικής και της Υγειονομικής Αρχής ή εν ελλείψει ταύτης μετά της επιτοπίου Αρχής και Υγειονομικής τοιαύτης, διά την εισαγωγήν του πάσχοντος εις νοσοκομείον ή κλινικήν, εάν δε πρόκειται περί μέλους του πληρώματος δέον να έλθη εις επαφήν και μετά του αντιπροσώπου του πλοίου διά την παροχήν αυτώ των μέσων νοσηλείας, συντηρήσεως μετά την εκ του νοσοκομείου ή κλινικής έξοδον και παλιννοστήσεως κατά τας σχετικάς διατάξεις. 3. Ιδιαίτερα όλως προσοχή καταβάλλεται εάν υπάρχη υπόνοια ή σύμπτωμα μεταδοτικής, επιδημικής ή λοιμώδους νόσου διά την απομόνωσιν του ασθενούς διά την απολύμανσιν των ενδιαιτημάτων, σκευών και ειδών κατακλίσεως, άτινα ούτος εχρησιμοποίησε και εν γένει δια την αυστηράν τήρησιν των υγειονομικών διατάξεων και των διαταγών των αρμοδίων αρχών. 4. Καταχωρεί εν τω ημερολογίω του πλοίου έκθεσιν περί παντός ατυχήματος ή ασθενείας επιβαίνοντος μετά προηγουμένην βεβαίωσιν αυτού κατά τας σχετικάς διατάξεις. 5. Ο Πλοίαρχος οφείλει να ζητήση παρά της Λιμενικής ή Προξενικής Αρχής την παρεμπόδοσιν της επιβιβάσεως προσώπων πασχόντων εκ λοιμωδών νόσων. Ωσαύτως δε και δυνοπαθών, τυφλών, παραλύτων, ανηλίκων κάτω των 4 ετών ή άλλων προσώπων εχόντων ανάγκην αμέσου προστασίας εφ` όσον ταύτα δεν συνοδεύονται υπό συγγενών, οικείων ή νοσοκόμου.». Με την τελευταία διάταξη, θεσμοθετούνται ειδικοί κανόνες ασφαλείας των απασχολουμένων στο πλοίο ναυτικών, η μη τήρηση των οποίων παρέχει σ` εκείνον που έγινε ανίκανος προς εργασία από ατύχημα που συνδέεται αιτιωδώς με τη μη τήρηση τους, ή σε περίπτωση θανάτου αυτού, στα κατά νόμο δικαιούμενα πρόσωπα, αξίωση πλήρους αποζημιώσεως [πρβλ. ΑΠ 1000/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Η λήψη εν τούτοις, καθενός συγκεκριμένου, των προβλεπομένων από τη διάταξη του άρθρου 10 του ανωτέρω ΒΔ, μέτρων, εξαρτάται από την προηγουμένη διάγνωση της καταστάσεως του πάσχοντος. Η ορθή διάγνωση αυτής δεν περιλαμβάνεται βέβαια στις υποχρεώσεις του πλοιάρχου, αφού κάτι τέτοιο αποτελεί έργο (και μάλιστα από τα δυσχερέστερα) των ειδικών ιατρών. Εκείνο όμως που επιβάλλεται να πράξει ο πλοίαρχος είναι να διακρίνει ως μέσος συνετός άνθρωπος, αν πρόκειται για συνήθη περίπτωση ή αν επιβάλλεται να ζητήσει προς αντιμετώπιση αυτής ιατρική συνδρομή, προβαίνοντας στις καθοριζόμενες από την παρ. 1 και 2 ενέργειες ή αν πρόκειται για βαρεία ασθένεια να προβεί και στις καθοριζόμενες από την παρ.3 του άρθρου αυτού ενέργειες (ΑΠ 1000/2018 , AΠ 1424/2015, ΑΠ 1690/2013).

[IV] Από την επανεκτίμηση των προσκομισθέντων ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου αποδεικτικών μέσων και από τα παραδεκτώς προσκομιζόμενα από τους διαδίκους το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά την διάταξη του άρθρου 529 παρ. 1 ΚΠολΔ όμοια και ειδικότερα, από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα των εκκαλουσών, που δόθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, τις νομότυπα κατ’ άρθρ. 421 του Κ.Πολ.Δ. ληφθείσες υπ’ αριθμ. …. και …. ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της εφεσίβλητης ……. και …….., οι οποίες δόθηκαν νομίμως ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……. και ύστερα από νομότυπη κλήτευση των εκκαλουσών (βλ.σχετ. την υπ’ αριθμ. ……./2021 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελητού στο Εφετείο Πατρών …………..) όλα ανεξαιρέτως τα νομίμως προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους έγγραφα, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, συμπεριλαμβανομένων και των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 529 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.) και αφού ληφθούν υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεως ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίσθηκε την 25η-11-2019 μεταξύ της αρχικώς εναγομένης και εφεσίβλητης εταιρείας με την επωνυμία «………..» οιονεί καθολικός διάδοχος της οποίας, κατόπιν συγχωνεύσεως κατέστη η ανωτέρω εταιρεία με την επωνυμία «……….», πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου με το όνομα «Π», νηολογίου …… Κρήτης και του …………., πατέρα της πρώτης ενάγουσας και σύζυγος της δεύτερης των εναγουσών, ο τελευταίος προσελήφθη από την ανωτέρω πλοιοκτήτρια εταιρεία προκειμένου να παρέχει τις υπηρεσίες του με την ειδικότητα του ναύτη στο ως άνω πλοίο, έναντι μικτών μηναίων αποδοχών ύψους 2.517.,89 ευρώ. Κατ’ εκείνον τον χρόνο, το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο της ακτοπλοϊκής γραμμής Πειραιάς – Ρόδος μετ’ επιστροφής, προσεγγίζοντας ενδιάμεσα τους λιμένες της Θήρας, της Ανάφης, του Ηρακλείου, της Σητείας, της Κάσου, της Καρπάθου, του Διαφανίου και της Χάλκης και ο …….. απασχολείτο ως ναύτης, στον οποίο είχε ανατεθεί ο χειρισμός του καταπέλτη, κατά τον κατάπλου και τον απόπλου του πλοίου, σε κάθε λιμένα, ενώ ειδικά στους λιμένες του Πειραιά, του Ηρακλείου, της Ρόδου και της Καρπάθου, οπότε η κίνηση ήταν αυξημένη, συμμετείχε στην φόρτωση, έχμαση και εκφόρτωση των οχημάτων. Επίσης, ως μέλος του οργανωμένου πληρώματος του ανωτέρω πλοίου, απασχολείτο και στις εργασίες συντήρησης αυτού, οι οποίες ειδικά το θέρος του έτους 2021 που είναι το κρίσιμο χρονικό διάστημα για την παρούσα υπόθεση, πραγματοποιήθηκαν στο Πέραμα Αττικής, κατά το χρονικό διάστημα από 9-6-2020 έως 15-6-2020, με τα μέλη του κατώτερου πληρώματος, να εργάζονται καθημερινώς από ώρα 08.00 πμ έως 17.00 μμ,, όπως προκύπτει από το αντίγραφο του Ημερολογίου Γέφυρας του πλοίου εκείνων των ημερών. Eπίσης, για το χρονικό διάστημα από τους μήνες Δεκέμβριο του έτους 2019 έως και Ιούλιο του έτους 2020, ο . …… εργάσθηκε κατά μέσο τον Δεκέμβριο του έτους 2019 8,83 ημερησίως, τον Ιανουάριο του έτους 2020 7,9 ώρες ημερησίως, λαμβάνοντας και άδεια διανυκτέρευσης εκτός πλοίου δύο ημερών, τον Φεβρουάριο του έτους 2020 7,7 ώρες ημερησίως, τον Μάρτιο του έτους 2020 7,6 ώρες ημερησίως, λαμβάνοντας και άδεια διανυκτέρευσης εκτός πλοίου τριών ημερών, τον Απρίλιο του έτους 2020 10,8 ώρες ημερησίως, τον Μάιο του έτους 2020 10,27 ώρες ημερησίως, λαμβάνοντας και άδεια διανυκτέρευσης εκτός πλοίου τριών ημερών, τον Ιούνιο του έτους 2020 κατά τις ημέρες που το πλοίο εκτελούσε πλόες και δεν πραγματοποιούντο οι εργασίες συντήρησης 9,2 ώρες ημερησίως ενώ τον Ιούλιο του έτους 2020 8,74 ώρες ημερησίως λαμβάνοντας και άδεια διανυκτέρευσης εκτός πλοίου τριών ημερών (σχετικά έντυπα προσκομιζόμενα υπό της εφεσιβλήτου αρχεία ωρών ανάπαυσης ναυτικών αφορώντα το ανωτέρω χρονικό διάστημα φέροντα την υπογραφή του ανωτέρω ….. …., ο οποίος τοιουτοτρόπως αποδέχθηκε την ακρίβειά τους). Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, τις πρωινές ώρες της 31ης-7-2020, το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο επιστροφής από την Ρόδο και μετά τον απόπλου από τον λιμένα της Θήρας, περί ώρας 03.08 πμ κατευθύνθηκε στον λιμένα του Πειραιά στον οποίο κατέπλευσε περί ώρας 11.18 πμ.. Αμέσως με την άφιξη του πλοίου στο λιμάνι έλαβε χώρα το άνοιγμα του καταπέλτη και ξεκίνησε η αποβίβαση των επιβατών και η εκφόρτωση των οχημάτων, η οποία ολοκληρώθηκε περί ώρας 12.00, σε συνθήκες υψηλής θερμοκρασίας, λόγω των επικρατουσών καιρικών συνθηκών και δη λόγω καύσωνα. Εκείνη την ημέρα, ο ….. . εκτέλεσε κανονικά την υπηρεσία του στο γκαράζ του πλοίου και συνολικά εργάσθηκε επί τέσσερις ώρες, ήτοι από ώρας 00.00 πμ έως ώρας 01.00 πμ κατά την προσέγγιση του πλοίου στον λιμένα της Ανάφης, από ώρας 02.00 πμ έως ώρας 03.00 πμ κατά την προσέγγιση του πλοίου στον λιμένα της Θήρας και από ώρας 11.00 πμ έως ώρας 13.00, κατά τον κατάπλου του πλοίου στον λιμένα του Πειραιά. Τα ανωτέρω αποδεικνύονται από το προσκομιζόμενο από την εφεσίβλητο έντυπο αρχείου ωρών ανάπαυσης ναυτικών εκείνης της ημέρας, στο οποίο βέβαια αναγράφεται ότι ο …………., στον λιμένα του Πειραιά, εργάσθηκε από ώρας 11.00 πμ έως ώρας 15.00 πλην, όμως, η εγγραφή ελέγχεται ως ανακριβής καθώς και από τον μάρτυρα των εκκαλουσών και από τις ένορκες βεβαιώσεις των προσώπων που εξέτασε η εφεσίβλητη προκύπτει ότι ο ………. αποβιβάσθηκε από το πλοίο και επέστρεψε σε αυτό μετά τις 14.00 μμ. Μετά λοιπόν το πέρας της εκφόρτωσης και δεδομένου ότι δεν εκκίνησε αμέσως η προετοιμασία για τον απόπλου, ο ……… αποβιβάσθηκε από το πλοίο προκειμένου να τακτοποιήσει κάποιες προσωπικές του υποχρεώσεις και συγκεκριμένα προκειμένου να επισκεφθεί τον οδοντίατρο του, αλλά και να προμηθευθεί ακτοπλοϊκά εισιτήρια για λογαριασμό της θυγατέρας του – πρώτης ενάγουσας και του συζύγου της, οι οποίοι επρόκειτο να ταξιδέψουν στη νήσο Μήλο. Μάλιστα, περί ώρας 13.20 μμ ο ανωτέρω επικοινώνησε ο ίδιος με τη θυγατέρα του τηλεφωνικά προκειμένου να την ενημερώσει για την αγορά των εν λόγω εισιτηρίων και σε ερώτηση της θυγατέρας του της απήντησε ότι δεν ένιωθε καλά, ότι είχε αισθανθεί μία απλή αδιαθεσία κατά την προηγηθείσα απασχόληση του στο γκαράζ του πλοίου, χωρίς όμως να εκδηλώσει πρόθεση να μεταβεί σε κάποιο νοσοκομείο ή ιατρό πριν την επιστροφή του στο πλοίο. Λίγο μετά τις 14.00 μμ, ο ……… επέστρεψε στο ανωτέρω πλοίο, απευθυνόμενος δε στο ναύκληρο του ανωτέρω πλοίου …….., με τον οποίο διατηρούσε φιλικές σχέσεις, αλλά και σε άλλους συναδέλφους του, τους ανέφερε ότι αισθάνονταν «μία αδιαθεσία» κατ’ ακριβή διατύπωση της περιεχομένης στην ανωτέρω με αριθμό ……../2021 ένορκη βεβαίωση του ανωτέρω ναυκλήρου. Οι ανωτέρω συνάδελφοι του θανόντος τον συμβούλευσαν να επισκεφθεί κάποιο ιατρό, ενόψει του ότι το πλοίο θα αναχωρούσε το απόγευμα και επομένως υπήρχαν τα χρονικά περιθώρια να απουσιάσει για κάποιες ώρες. Ο ανωτέρω δε ναύκληρος του πλοίου, . ……, όπως περί τούτου αυτός κατέθεσε και η κατάθεσή του περιέχεται στην προσκομιζόμενη με αριθμό …../2021 ένορκη βεβαίωση ρώτησε τον ……. αν ήθελε να ενημερώσει σχετικά τον Πλοίαρχο του πλοίου, προκειμένου αυτός να μεριμνήσει για τη μετάβασή του σε κάποιο νοσοκομείο. Ο ……, εκτιμώντας ότι η ατονία και αδιαθεσία την οποία αισθανόταν οφείλονταν στις καιρικές συνθήκες (καύσωνας) που επικρατούσαν εκείνη την ημέρα, όπως ο ίδιος ως άνω μάρτυρας κατέθεσε, του απήντησε ότι δεν ήταν τίποτα. Εν τέλει, όπως ο ίδιος μάρτυρας κατέθεσε, ο ……… απεφάσισε να επισκεφθεί ο ίδιος κάποιο νοσοκομείο. Προκειμένου δε να αποφύγει ενδεχόμενη ταλαιπωρία σε εφημερεύον νοσοκομείο, επέλεξε την ιδιωτική κλινική «………». η οποία βρισκόταν σε απόσταση μόλις 2,6 χλμ από την αποβάθρα Ε2, στην οποία ήταν αγκυροβολημένο το ανωτέρω πλοίο, όπως προκύπτει από τον προσκομιζόμενο από την εφεσίβλητη εταιρεία ως σχετικό 26 χάρτη. Επειδή, εν τούτοις, ο ίδιος δεν αισθανόταν ικανός να οδηγήσει το αυτοκίνητό του, περί ώρας 14.30 της ίδιας ημέρας, εζήτησε από τον συνάδελφό του και συνυπηρετούντα στο ως άνω πλοίο με την ειδικότητα του ναύτη …….. να τον μεταφέρει αυτός με το ιδικό του αυτοκίνητό στην ανωτέρω ιδιωτική κλινική. Πράγματι, ο . ….., συνοδευόμενος από τον ………., επισκέφθηκε την κλινική «……», από την οποία εν τούτοις, όπως περί τούτου σαφώς κατέθεσε ο ανωτέρω ενόρκως βεβαιώσας ……. (σχετικά με αριθμό ……./18.5.2021 ένορκη βεβαίωση) και η κατάθεσή του κρίνεται πειστική αφού κανένα συμφέρον από την έκβαση της παρούσας δίκης δεν έχει, τον παρέπεμψαν σε νοσοκομείο, διότι ενδεχομένως να έχρηζε εξετάσεων τις οποίες δεν ηδύναντο να του παράσχουν. Πράγματι, ο ανωτέρω ναύτης με το αυτοκίνητο του ………, μετέφερε αυτόν στο εφημερεύον (σχετικά προσκομιζόμενο ως σχετικό 25 από την εφεσίβλητο) και ευρισκόμενο σε απόσταση μόλις 800 μέτρων από την ανωτέρω ιδιωτική κλινική (σχετικά προσκομιζόμενος ως σχετικό 26 από την εφεσίβλητη χάρτης) στο νοσοκομείο «ΤΖΑΝΕΙΟ». Με την άφιξή του στο ανωτέρω νοσοκομείο η αδιαθεσία του …… ήταν πιο έντονη, όπως σχετικά περί τούτου κατέθεσε ο ανωτέρω μάρτυρας ……., ενόψει δε του ότι η κατάσταση της υγείας (του ………) είχε επιδεινωθεί, οι εφημερεύοντες ιατροί απεφάσισαν την άμεση εισαγωγή του σε αυτό. Άμεσα ο ανωτέρω ναύτης ………., επικοινώνησε τηλεφωνικά με την αδελφή του …….. για να την ενημερώσει ότι ο αδελφός της νοσηλεύεται στο «ΤΖΑΝΕΙΟ» και εκείνη με την σειρά της  ειδοποίησε την πρώτη ενάγουσα – εκκαλούσα θυγατέρα του περί τούτου. Ο ίδιος, όπως βεβαίωσε ενόρκως στην ανωτέρω ένορκη βεβαίωσή του, αφού τακτοποίησε τα διαδικαστικά της εισαγωγής του ……….. στο ανωτέρω νοσοκομείο, ενημέρωσε τον Ύπαρχο του πλοίου σχετικά, ο οποίος με τη σειρά του ενημέρωσε τον Πλοίαρχο αυτού, ο οποίος περί ώρας 16.00 μμ προέβη στην σχετική εγγραφή στο ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου. Ακολούθως, οι θεράποντες ιατροί του ανωτέρω νοσοκομείου «ΤΖΑΝΕΙΟ» απεφάσισαν την διακομιδή του …….. στο Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ», το οποίο επίσης εφημέρευε, στο οποίο εισήχθη αρχικά περί ώρας 19.22 μμ στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών και ακολούθως στην Μονάδα Εμφραγμάτων, με διάγνωση οξύ εμφράγματος του μυοκαρδίου. Την επόμενη ημέρα, υποβλήθηκε σε διαδερμική αγγειοπλαστική ενός στεφανιαίου αγγείου, με τοποθέτηση ενδοστεφανιαίου και παρέμεινε νοσηλευόμενος έως την 5η-8-2020 και περί ώρας 23.15 μμ, οπότε απεβίωσε με αναγραφόμενη αιτία θανάτου στο προσκομιζόμενο από 5.8.2020 ιατρικό πιστοποιητικό θανάτου (α) τη σηπτική καταπληξία, ως απότοκος λοίμωξης του αναπνευστικού, συνεπεία εισρόφησης και (β) την καρδιαναπνευστική ανακοπή, με προηγηθείσες αιτίες, που συνετέλεσαν στην επέλευση του θανάτου του, το οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου και το εγκεφαλικό οίδημα ανοξαιμικής εγκεφαλοπάθειας. Από τη συνεκτίμηση του συνόλου των ανωτέρω αποδείξεων δεν απεδείχθη ότι,  ο θάνατος του …….., πατέρα της πρώτης και συζύγου της δεύτερης των εναγουσών, προκλήθηκε από κάποιο απρόβλεπτο και αιφνίδιο γεγονός εξ αφορμής της εργασίας του στο πλοίο της εναγομένης και συγκεκριμένα, δεν απεδείχθη ότι ο θάνατος αυτού ήταν συνέπεια των εξαιρετικά δυσμενών και αντίξοων συνθηκών εργασίας στις οποίες τον είχε υποχρεώσει η εφεσίβλητη να παρέχει τις υπηρεσίες του, κατά το τελευταίο δεκαπενθήμερο του μηνός Ιουλίου του έτους 2020, όπως αβάσιμα υποστήριξαν με την αγωγή τους οι ενάγουσες. Αντίθετα, όπως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, μετά την ετήσια συντήρηση του πλοίου, η οποία ολοκληρώθηκε την 15η-6-2020, ο θανών εργαζόταν το υπόλοιπο του μηνός Ιουνίου επί δέκα (10) ώρες ημερησίως, ενώ τον μήνα Ιούλιο, οπότε κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας είναι αυξημένη η επιβατική κίνηση σε αυτά τα δρομολόγια, απασχολείτο από εννέα (9) έως δέκα (10) ώρες ημερησίως και μόνον την 20η και την 28η Ιουλίου εργάσθηκε επί ένδεκα (11) ώρες καθ’ εκάστη, τον ίδιο δε μήνα έλαβε τρεις (3) άδειες διανυκτέρευσης εκτός πλοίου. Μάλιστα, την προηγούμενη ημέρα του θανάτου του, απεδείχθη ότι, ο ανωτέρω ήδη θανών ναύτης, είχε εργασθεί επί εννέα (9) ώρες, ολοκλήρωσε δε την εργασία του περί ώρας 16.00 μμ, οπότε είχε περιθώριο ξεκούρασης οκτώ (8) ωρών έως ότου αναλάβει εκ νέου υπηρεσία ώρα 00.01 της 31ης Ιουλίου, κατά την οποία απασχολήθηκε στο γκαράζ του πλοίου έως ώρας 02.00 πμ, αναλαμβάνοντας εκ νέου υπηρεσία περί ώρας 11.00 πμ, δηλαδή εννέα (9) ώρες ακολούθως, με αποτέλεσμα να μη δύναται να γίνει δεκτό ότι ο οργανισμός του ανωτέρω θανόντος ήταν εξουθενωμένος συνεπεία της παρασχθείσας εργασίας του, ούτε επίσης ότι αναγκαζόταν να παρέχει τις υπηρεσίες του υπό εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες. Αντιθέτως, βάσει του διακεκομμένου ωραρίου εργασίας του θανόντος αλλά και της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του, το παρόν Δικαστήριο εκτιμά ότι ο θανών εργαζόταν υπό συνθήκες ομαλές και σύμφυτες με τα καθήκοντα τα οποία είχε αναλάβει ως ναυτεργάτης, υπεύθυνος για τον χειρισμό του καταπέλτη και τη φόρτωση – εκφόρτωση των οχημάτων σε κάθε λιμένα προσέγγισης του πλοίου, ενώ οι υψηλές θερμοκρασίες που αναπτύσσονταν στο γκαράζ κατά τον απόπλου και τον κατάπλου του πλοίου σε κάθε λιμένα, αντισταθμίζονταν από τη διάρκεια της εργασίας του θανόντος, που δεν ξεπερνούσε τη μία ώρα σε κάθε ενδιάμεσο λιμένα. Οι ισχυρισμοί εξάλλου των εκκαλουσών ότι η κακή οικονομική κατάσταση της εφεσίβλητης, κατ’ εκείνο το χρονικό διάστημα, είχε ως αποτέλεσμα κακές συνθήκες εργασίας των ναυτικών που υπηρετούσαν στα πλοία της, οι οποίες οδήγησαν στον θάνατο του ……., δεν αποδεικνύονται καθώς, όπως ήδη αποδείχθηκε, ο θανών παρείχε τις υπηρεσίες του υπό συνθήκες ομαλές και σύμφυτες με τα καθήκοντα που είχε αναλάβει ως ναυτεργάτης. Εξάλλου, καμία σχετική απόδειξη δεν προσκομίζεται από την οποία να αποδεικνύεται ότι, το ένδικο συμβάν, σχετίζεται με την εργασία του θανόντος καθόν χρόνο σε αυτό διενεργούντο επισκευές, πλέον του μηνός από το ένδικο συμβάν. Περαιτέρω, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε ότι ο Πλοίαρχος του ανωτέρω πλοίου ενημερώθηκε για την αδιαθεσία και την ατονία την οποία ένιωθε ο θανών κατά την επιστροφή του στο πλοίο από τις εκτός πλοίου προσωπικές του εργασίες, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να θεμελιωθεί παραβίαση του ειδικού όρου ασφαλείας του άρθρου 10 του βδ 683/1960, το οποίο προϋποθέτει γνώση του πλοιάρχου για πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίζει κάποιο από τα μέλη του πληρώματος. Συγκεκριμένα, απεδείχθη ότι, ο θανών με την επιστροφή του στο πλοίο, παραπονέθηκε στο ναύκληρο και τους συναδέλφους του ναύτες ότι νιώθει αδιαθεσία, πλην όμως παρέλειψε να απευθυνθεί στον Πλοίαρχο του ανωτέρω πλοίου, αν και ηδύνατο να πράξει τούτο προκειμένου ο Πλοίαρχος του πλοίου να καλέσει ασθενοφόρο για την μεταφορά του σε κάποιο εφημερεύον νοσοκομείο, προκειμένου να υποβληθεί στον απαραίτητο ιατρικό έλεγχο. Μάλιστα, ο ναύκληρος του ανωτέρω πλοίου, στην προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. ……../2021 ένορκη βεβαίωση, κατέθεσε σχετικά ότι, ο ίδιος ρώτησε τον ήδη θανόντα μόλις πληροφορήθηκε την αδιαθεσίας του, εάν επιθυμούσε να ενημερώσει τον Πλοίαρχο, πλην όμως αυτός (………) του απήντησε ότι δεν χρειάζεται να πράξει τούτο, διότι δεν ήταν κάτι σοβαρό, εκτιμώντας ότι μπορεί και μόνος του να επισκεφθεί κάποια κλινική. Συνεπώς, δεν αποδείχθηκε ότι ο θάνατος του …….. αποτελεί εργατικό ατύχημα ώστε να θεμελιώνεται ευθύνη της εφεσίβλητης βάσει των ανωτέρω διατάξεων του Ν. 551/1915, όπως ορθώς έκρινε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Τέλος, δεν αποδείχθηκε ούτε υπαιτιότητα και δη αμέλεια των προστηθέντων – μελών του πληρώματος του πλοίου της εναγομένης – εφεσίβλητης στην επέλευση του θανάτου του πατέρα της πρώτης ενάγουσας και συζύγου της δεύτερης ενάγουσας, προκειμένου να θεμελιωθεί σε βάρος της ευθύνη με βάση τις περί αδικοπραξίας διατάξεις ως προστήσασα τα ανωτέρω μέλη του πληρώματος για την αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν οι εκκαλούσες από τον θάνατο του πατέρα της πρώτης και συζύγου της δεύτερης. Ειδικότερα, ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του ανωτέρω ναυκλήρου του πλοίου προς ενημέρωση του Πλοιάρχου του πλοίου δεν προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 52 του ΒΔ 683/1960. Με την ίδια διάταξη δεν προκύπτει υποχρέωση ενημέρωσης ούτε του Υπάρχου του πλοίου. Πράγματι, με την ανωτέρω διάταξη προβλέπεται «1. Ο Ναύκληρος είναι ο υπαξιωματικός υπόλογος διά την υπηρεσία του καταστρώματος και το κατώτερον προσωπικόν αυτού. 2. Τελεί υπό τας διαταγάς και τον έλεγχον του `Υπαρχου και του Υποπλοιάρχου και βοηθεί αυτούς διά την διατήρησιν της τάξεως και της πειθαρχίας του κατωτέρου προσωπικού καταστρώματος διά την εσωτερικήν και εξωτερικήν συντήρησιν και καθαριότητα αυτού, και την καθαριότητα, τάξιν και ευπρέπειαν των καταστρωμάτων, του προστέγου, μεσοστέγου και επιστέγου και των ενδιαιτημάτων, λουτήρων, πλυντηρίων και αποχωρητηρίων του πληρώματος. 3. Κατανέμει κατά τας οδηγίας του Υπάρχου εις ένα έκαστον εκ του κατωτέρου προσωπικού καταστρώματος την ειδικήν εργασίαν, εις ην οφείλει ν` απασχοληθή και καθοδηγεί τούτους, ώστε η εργασία να εκτελήται καλώς, ταχέως και με πάσαν δυνατήν οικονομίαν. Επιμελείται της εγκαίρου προσελεύσεως των μελών του κατωτέρου προσωπικού καταστρώματος, εις τας εργασίας των και όπως μη παρατηρήται αδικαιολόγητος εξ αυτής απομάκρυνσις είτε οκνηρία περί την εκτέλεσίν της ή οιαδήποτε αταξία ή παρεκτροπή αναφέρων περί τούτων εις τον `Υπαρχον. Σημαίνει διά των κεκανονισμένων σημάνσεων την έναρξιν και παύσιν της εργασίας μετά δε το πέρας ταύτης μεριμνά διά την περισυλλογήν των εργαλείων, υλικών και λοιπών αντικειμένων και διά την σάρωσιν και ευπρεπισμόν των τόπων της εργασίας και εν γένει του σκάφους. 4. Μεριμνά εν όρμω διά την τοποθέτησιν χοανών εις τα πρυμνήσια, εάν δε το πλοίον είναι παραβεβλημένον εις πάντα τα πεισμάτια προσδέσεως αυτού και διά την έγκαιρον αφήν των κεκανονισμένων φανών αγκυροβολίας. 5. Εν ουδεμιά περιπτώσει ζητεί οδηγίας απ` ευθείας παρά του Πλοιάρχου διά τας εκτελεσθησομένας εργασίας εν τω πλοίω αλλά διά του Υπάρχου, εκτός αφεύκτου ανάγκης.». Σε κάθε περίπτωση, αν και απεδείχθη ότι τόσο ο ανωτέρω Ναύκληρος του εν λόγω πλοίου όσο και έτεροι υπηρετούντες σε αυτό ως ναύτες, ενημερώθηκαν υπό του ανωτέρω ήδη θανόντος ………., με την άφιξή του στο πλοίο ότι νιώθει αδιάθετος, δεν απεδείχθη ότι αντελήφθησαν την έκταση της άσχημης κατάστασης του συναδέλφου τους και παρά ταύτα δεν επιμελήθηκαν για τη φροντίδα του, παραβιάζοντας τοιουτοτρόπως το γενικότερο καθήκον πρόνοιας έναντι του συναδέλφου τους. Τούτο διότι, όπως κατέθεσε ο ανωτέρω ναύκληρος του πλοίου και η κατάθεσή του κρίνεται πειστική, ερώτησε τον ……… προκειμένου να ενημερώσει τον Πλοίαρχο περί τούτου και αυτός αρνήθηκε. Εξάλλου, η φυσική κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο θανών όταν επέστρεψε στο πλοίο, του επέτρεπε να απευθυνθεί ο ίδιος στον Πλοίαρχο ή σε κάποιον άλλον από τους αξιωματικούς του πλοίου, ώστε να επιμεληθούν για την μεταφορά του σε κάποιο νοσοκομείο ή κλινική με ασθενοφόρο. Επιπλέον, ως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, όταν ο …………… εζήτησε από συνάδελφό του να τον συνοδεύσει στην ανωτέρω ιδιωτική κλινική, αυτός πράγματι τον συνόδευσε οδηγώντας το όχημά του, ακολούθως δε όταν από τον ανωτέρω ιδιωτική κλινική συνέστησαν στον ………… να επισκεφθεί ένα νοσοκομείο, ο ίδιος ναύτης συνόδευσε αυτόν άμεσα στο πλησιέστερο εφημερεύον νοσοκομείο. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ότι δεν υφίστατο αδικοπρακτική ευθύνη της εφεσίβλητης, ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις και ως προς αυτό το ζήτημα απορριπτομένου ως αβάσιμου στην ουσία του του πρώτου λόγου έφεσης.

[V] Περαιτέρω, με την εκκαλουμένη απόφαση επεβλήθησαν σε βάρος των εναγουσών το σύνολο των δικαστικών εξόδων της εναγομένης, τα οποία υπολογίσθηκαν κατά τις διατάξεις του άρθρου 68 παρ.1 σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 63 παρ.1γ του Ν. 4194/2013. Συγκεκριμένα, με την εκκαλουμένη απόφαση, επιδικάσθηκε για την εν λόγω αιτία το ποσό των ευρώ 4.500 σε βάρος της πρώτης ενάγουσας και το ποσό των ευρώ σε βάρος της δεύτερης ενάγουσας. Ήδη, με τον δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσής τους, οι ενάγουσες πλήττουν την εκκαλουμένη απόφαση ως προς την ανωτέρω διάταξή της, για εσφαλμένη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 176 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ, όπως ο λόγος αυτός εκτιμάται, κυρίως λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν, επικουρικώς δε λόγω της εύλογης αμφιβολίας αυτών περί της εκβάσεως της παρούσας δίκης. Επί του λόγου αυτού εφέσεως, πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 179 του ΚΠολΔ, όπως το δεύτερο εδάφιο προστέθηκε, δυνάμει  των  άρθρων 8 και 120 του Ν.4842/2021 (ΦΕΚ A’ 190/13.10.2021) και κατά την παρ.1β άρθρου 116 του αυτού νόμου (4842/2021), όπως διορθώθηκε με το άρθρο 65 παρ.1 του Ν.4871/2021 εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις [, καθόσον η ένδικη υπόθεση ήταν εκκρεμής κατά τη δημοσίευση αυτού του νόμου (13.10.2021) κατά δε τη διάταξη του άρθρου 116 του ιδίου νόμου (Ν.4842/2021), όπως διορθώθηκε με το άρθρο 65 παρ.1 του Ν.4871/2021 «β) Το …  το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 179, ….., όπως τροποποιούνται με τον παρόντα, εφαρμόζονται και στις εκκρεμείς υποθέσεις.»], «Το δικαστήριο μπορεί να συμψηφίσει όλα τα έξοδα ή ένα μέρος τους, μόνο όταν πρόκειται για διαφορές ανάμεσα σε συζύγους ή σε συγγενείς εξ αίματος έως και τον δεύτερο βαθμό ή όταν η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής. Το δικαστήριο μπορεί επίσης να συμψηφίσει ένα μέρος των εξόδων, εάν, κατ` εκτίμηση των περιστάσεων, υπήρχε εύλογη αμφιβολία για την έκβαση της δίκης.». Από το συνδυασμό δε της ανωτέρω διατάξεως με τις διατάξεις των άρθρων 176, 189, 190 παρ. 3, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι σε περίπτωση που ηττάται ο διάδικος, καταδικάζεται στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του αντιδίκου του, μετά την υποβολή από τον τελευταίο σχετικού αιτήματος, ακόμη και όταν δεν έχει υποβληθεί κατάλογος εξόδων. Η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που ηττήθηκε δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας και είναι συνέπεια της αρχής της ήττας (ΑΠ 859/2002 ΕλλΔνη 44.1290). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 193 του ΚΠολΔ, εφόσον ο διάδικος προσβάλλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλλει και ως προς τη διάταξή της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα. Η διάταξη του άρθρου 193 του ΚΠολΔ, απαιτεί μεν ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και για την ουσία της υπόθεσης, πλην όμως, ο ανωτέρω λόγος δεν ακολουθεί αναγκαίως το αποτέλεσμα του λόγου που αφορά στην ουσία και μπορεί να είναι αβάσιμος ο λόγος που αφορά στην ουσία και βάσιμος ο λόγος που αφορά στα έξοδα. Η άποψη ότι ο τελευταίος ακολουθεί αναγκαίως την τύχη του πρώτου και δεν εξετάζεται στην περίπτωση που είναι αβάσιμος ο λόγος για την ουσία, δεν είναι ορθή, διότι εάν ο λόγος που αφορά στην ουσία της υπόθεσης κριθεί βάσιμος και αλλάξει το αποτέλεσμα της δίκης, αναγκαίως μεταβάλλεται και η επιβολή των δικαστικών εξόδων, χωρίς να χρειάζεται να προβληθεί λόγος εφέσεως για τα έξοδα. Επομένως, η προβολή λόγου εφέσεως ως προς τα έξοδα αποκτά νόημα αν κριθεί αβάσιμος ο λόγος για την ουσία της υπόθεσης και γι΄ αυτό κρίνεται αυτοτελώς (πρβλ. ΑΠ 13/1987 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 462/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ενόψει των ανωτέρω, ο ανωτέρω δεύτερος λόγος έφεσης, παραδεκτά προβάλλεται κατ΄ άρθρο 193 του ΚΠολΔ από τις ενάγουσες – εκκαλούσες, αφού προσβάλλεται, συγχρόνως και η ουσία της υποθέσεως (άρθρο 193 του ΚΠολΔ), είναι δε νόμιμος και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω στην ουσία του. Εν προκειμένω, οι διατάξεις του νόμου που εφαρμόσθηκαν και δη των διατάξεων των άρθρων 1 και 3 του Ν. 551/1915 κατά την έρευνα του ζητήματος αν συνιστούσε εργατικό ατύχημα ο θάνατος του …………. αλλά και του άρθρου 922 ΑΚ για την ευθύνη της εφεσίβλητης για το πταίσμα του προστηθέντος της – ναύκληρου, ήταν ιδιαιτέρως δυσχερής. Επομένως, εσφαλμένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν προέβη σε συμψηφισμό των δικαστικών εξόδων μεταξύ των διαδίκων, εκ του λόγου ότι, η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του κατ’ αποδοχή σχετικού αιτήματος της εναγομένης, επέβαλε σε βάρος των εναγουσών τα δικαστικά έξοδα αυτής (εναγομένης) στο σύνολό τους και δη υποχρέωσε την πρώτη ενάγουσα να καταβάλει ως δικαστική δαπάνη στην εναγομένη το ποσό των ευρώ 4.500 και για την ίδια αιτία υποχρέωσε τη δεύτερη ενάγουσα να καταβάλει στην εναγομένη το ποσό των ευρώ 9.000, έσφαλε περί την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων και συνακόλουθα, πρέπει να γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος εφέσεως ως κατ΄ ουσίαν βάσιμος και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, κατά τούτο, ήτοι αποκλειστικώς ως προς το μέρος της που αφορά τα δικαστικά έξοδα και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό, κατά το ως άνω μέρος της (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), πρέπει να συμψηφισθούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων όσον αφορά την πρωτόδικη δίκη.

Κατόπιν των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς διερεύνηση, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η ένδικη έφεση και περαιτέρω, να γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος της ένδικης έφεσης ως βάσιμος στην ουσία του και δη κατά το μέρος που αφορά τη δικαστική δαπάνη, ως αναλύεται ανωτέρω, να απορριφθεί δε ο πρώτος λόγος έφεσης, ως αβάσιμος στην ουσία του. Ακολούθως, αφού το παρόν Δικαστήριο κρατήσει, πρέπει να δικάσει την ένδικη υπόθεση (άρθρο 535 ΚΠολΔ), καθό μέρος εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη απόφαση και δη μόνον καθό μέρος αφορά την επιδικασθείσα με την εκκαλουμένη απόφαση δικαστική δαπάνη, πρέπει να δικάσει την ένδικη υπόθεση (άρθρο 535 ΚΠολΔ) και περαιτέρω πρέπει να συμψηφισθεί η μεταξύ των διαδίκων δικαστική δαπάνη για την ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου διαδικασία. Λόγω του δυσερμήνευτου των ανωτέρω διατάξεων που εφαρμόσθηκαν, πρέπει να συμψηφισθεί η μεταξύ των διαδίκων δικαστική δαπάνη και στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος για την έφεση παράβολου στις εκκαλούσες (άρθρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την από 4-9-2023 και με αριθμ.κατ. ΓΑΚ …/ ΕΑΚ …/ 4-9-2023 έφεση.

Δέχεται τυπικώς και εν μέρει κατ’ ουσία την έφεση, κατά τα ειδικότερα στο σκεπτικό της παρούσας.

Διατάσσει την επιστροφή του υπ’ αριθμ. ….. παράβολου της έφεσης στις εκκαλούσες.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. 1839/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά το εκκληθέν κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων των διαδίκων, τα οποία επέβαλε εις βάρος των εκκαλουσών και ορίστηκαν στο χρηματικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων (4.500) ευρώ για την πρώτη εκκαλούσα και των εννέα χιλιάδων (9.000) ευρώ για την δεύτερη εκκαλούσα.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 1-12-2020 και με αριθμ. κατ. ΓΑΚ …../ ΕΑΚ …/2020 αγωγή μόνον κατά το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων.

Συμψηφίζει τη μεταξύ των διαδίκων δικαστική δαπάνη, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του, στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, δίχως την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων, την 30.4.2025,

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ