ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩN
Αριθμός απόφασης 200/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από την Δικαστή Ελένη Πρέντζα, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας – εφεσίβλητης: Εταιρείας με την επωνυμία “………”, που εδρεύει στην ……… Αττικής, οδός ………, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, με ΑΦΜ ….. ΔΟΥ Πλοίων Πειραιά, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της, Μαρίας Σταμούλη (ΑΜ ΔΣΠ ………), με δήλωση (άρθρ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ) και κατέβαλε το με αρ. ………./14.11.2024 γραμμάτιο προείσπραξης του ως άνω ΔΣ.
Του εφεσίβλητου-εκκαλούντος: ………, ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του, Άννας Κοντοσέα (ΑΜ ΔΣΠ ……), δικηγόρου της ΔΕ «Γ. Κοντοσέας και Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία» (ΑΜ ΔΣΠ ……), η οποία (ΔΕ) κατέβαλε το με αρ. ……../21.11.2024 γραμμάτιο προείσπραξης του ως άνω ΔΣ.
Ο εκκαλών – εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, και εναντίον της εφεσίβλητης – εκκαλούσας την από 23-12-2021 (με γενικό αριθμό και αριθμό, αντίστοιχα, έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ………../29.12.2021) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 2992/2022 οριστική απόφαση, την οποία έκανε εν μέρει δεκτή. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν με έφεση αμφότεροι οι εν μέρει ηττηθέντες διάδικοι και ειδικότερα: Α] Η εναγόμενη με την από 11.10.2023 και με γενικό αριθμό κατάθεσης και αριθμό κατάθεσης ένδικου μέσου, αντίστοιχα, στη Γραμματεία του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου, ………./12.10.2023 έφεση και για προσδιορισμό δικασίμου στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, με γενικό και ειδικό, αντίστοιχα, αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……………./1.11.2023. Δικάσιμος, δε, ορίστηκε, με την επιμέλεια της εκκαλούσας ναυτιλιακής εταιρίας η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας (βλ. την με αρ. …………/14.11.2023 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …………., μέλους της Αστικής Εταιρείας Δικαστικών Επιμελητών, με την επωνυμία «…………….», που εδρεύει στην Αθήνα) και με αριθμό πινακίου 3 και Β]Ο ενάγων με την από 23.07.2024 και με γενικό αριθμό κατάθεσης και αριθμό κατάθεσης ένδικου μέσου, αντίστοιχα, στη Γραμματεία του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου, …………./23.07.2024 έφεση και για προσδιορισμό δικασίμου στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, με γενικό και ειδικό, αντίστοιχα, αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./1.08.2024. Δικάσιμος, δε, ορίστηκε, με την επιμέλεια του εκκαλούντος η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας (βλ. την με αρ. ………/03.09.2024 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, ……….) και με αριθμό πινακίου …………. Οι υποθέσεις συνεκφωνήθηκαν από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν αντιμωλία των διαδίκων. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν όπως αναφέρεται ανωτέρω, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί οι ισχυρισμοί τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες αντίθετες εφέσεις: Α] Της εναγόμενης [Α έφεση] από 11.10.2023 και με γενικό αριθμό κατάθεσης και αριθμό κατάθεσης ένδικου μέσου, αντίστοιχα, στη Γραμματεία του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου, ………../12.10.2023 και για προσδιορισμό δικασίμου στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, με γενικό και ειδικό, αντίστοιχα, αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/1.11.2023, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε, με την επιμέλεια της εκκαλούσας ναυτιλιακής εταιρίας η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας (βλ. την με αρ. ………/14.11.2023 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ……….., μέλους της Αστικής Εταιρείας Δικαστικών Επιμελητών, με την επωνυμία «…………..», που εδρεύει στην Αθήνα) και με αριθμό πινακίου 3 και Β]Του ενάγοντος [Β έφεση] από 23.07.2024 και με γενικό αριθμό κατάθεσης και αριθμό κατάθεσης ένδικου μέσου, αντίστοιχα, στη Γραμματεία του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου, ………./23.07.2024 και για προσδιορισμό δικασίμου στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, με γενικό και ειδικό, αντίστοιχα, αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………../1.08.2024, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε, με την επιμέλεια του εκκαλούντος, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας (βλ. την με αρ. ………/03.09.2024 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, ………….) και με αριθμό πινακίου ….., οι οποίες (εφέσεις) στρέφονται εναντίον τής με αρ. 2992/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχτηκε εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμη την από 23-12-2021 (με γενικό αριθμό και αριθμό, αντίστοιχα, έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …………/29.12.2021) αγωγή, του δεύτερου κατά της πρώτης, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατά τα άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ούτε παρήλθε η νόμιμη διετής καταχρηστική προθεσμία από την δημοσίευσή της στις 28.09.2022, ενώ για το παραδεκτό τους, μολονότι ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσης της διαφοράς ως εργατικής. Εφόσον, δε, οι ένδικες υπό Α και Β, αντίστοιχα, εφέσεις αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και την βασιμότητα των λόγων κάθε μίας εξ αυτών, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ.
Με την αγωγή του ο ενάγων – και εκκαλών της υπό Β έφεσης – ισχυρίστηκε ότι δυνάμει συμβάσεων ναυτικής εργασίας, αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν μεταξύ αυτού και της εναγόμενης εταιρείας, πλοιοκτήτριας των, με ελληνική σημαία, επιβατηγών – οχηματαγωγών πλοίων «BSP» κ.ο.χ. 5.664,10 και «BSD» κ.ο.χ. 10.755 ναυτολογήθηκε στα πλοία αυτά στις αναφερόμενες ημεροχρονολογίες με την ειδικότητα του χυτροκαθαριστή, σύμφωνα με την ελληνική σσνε Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019. Ότι κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του εργαζόταν επί 16 ώρες ημερησίως, τα πλοία δε αυτά εκτελούσαν και τα αναφερόμενα στην αγωγή δρομολόγια εξπρές. Ότι διατηρεί σε βάρος της εναγόμενης απαιτήσεις για διαφορά πρόσθετης αμοιβής λόγω υπερωριακής απασχόλησης και δρομολογίων εξπρές, για διαφορά επιδομάτων εορτών του έτους 2020, για αποζημίωση λόγω μη χορηγηθεισών διανυκτερεύσεων και για αποζημίωση απόλυσης, εξαιτίας του ότι μετά τη ληφθείσα εκ μέρους του άδεια ανάπαυσης τριάντα ημερών δεν επαναπροσλήφθηκε από την εναγόμενη. Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει για τις ως άνω αιτίες το συνολικό ποσό των 23.906,86€ και δη το ποσό των 11.794,62€ με το νόμιμο τόκο από 22.7.2020, άλλως από την επίδοση της αγωγής για την ναυτολόγησή του στο πλοίο «BSP» και το ποσό των 12.112,24€ με το νόμιμο τόκο από 15.12.2020, άλλως από την επίδοση της αγωγής για τη ναυτολόγησή του στο πλοίο «BSD», να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγόμενη στη δικαστική του δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη με αρ. 2992/2022 απόφασή του έκρινε ότι η αγωγή αρμόδια καθ’ ύλην και κατά τόπον εισήχθη ενώπιόν του προς συζήτηση (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12, 13, 14 παρ. 2, 16 περ. 2, 33 ΚΠολΔ και 51 παρ. 3Α ν. 2172/1993, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (αρ. 614, 621, 622 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ), ότι είναι ορισμένη και νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341 εδ. α’, 345 εδ. α’, 346, 361, 648 επ. και 904 επ. ΑΚ, 53, 54, 57, 60, 74, 75 και 76 ν. 3816/1958 περί Κ.Ι.Ν.Δ., σε συνδυασμό με τις διατάξεις της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων έτους 2019, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. ΥΑ 2242.5-1.5/56040/2019, που δημοσιεύτηκε στα ΦΕΚ Β 3170/12-8-2019, της Υ.Α. 70109/8008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1.82 «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιούμενους ναυτικούς», 176, 907 και 908 παρ. 1 στοιχ. ε’ ΚΠολΔ. και, περαιτέρω, εξέτασε την αγωγή για την οποία καταβλήθηκε από τον ενάγοντα το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, έκανε αυτήν εν μέρει δεκτή με την παραδοχή, μεταξύ άλλων, ότι η ημερήσια απασχόληση του ενάγοντος ανερχόταν σε δώδεκα (12) ώρες και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δώδεκα χιλιάδων τριακοσίων ογδόντα τεσσάρων ευρώ και δώδεκα λεπτών (12.384,12), με το νόμιμο τόκο κατά τις αναφερόμενες στο σκεπτικό της διακρίσεις, κήρυξε την απόφαση ως προς την ως άνω καταψηφιστική της διάταξη εν μέρει προσωρινά εκτελεστή, για το ποσό των επτά χιλιάδων (7.000) ευρώ και καταδίκασε την εναγόμενη στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, το οποίο όρισε στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότεροι οι εν μέρει ηττηθέντες διάδικοι και, αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την αναδίκαση της υπόθεσης από το Δικαστήριο αυτό και ο μεν εκκαλών – ενάγων της υπό Β΄ έφεσης την παραδοχή ως ουσιαστικά βάσιμης της αγωγής του, η δε εκκαλούσα – εναγόμενη της υπό Α΄ έφεσης, την απόρριψη της αγωγής. Τέλος, η τελευταία υποβάλλει και αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση, κατ’ άρθρο 914 ΚΠολΔ, επειδή κατέβαλε στον ενάγοντα – εκκαλούντα της Β έφεσης το χρηματικό ποσό που η εκκαλουμένη επιδίκασε υπέρ του προσωρινά.
Με το άρθρο 1 § 1 του ΑΝ. 3276/1944 «Περί Συλλογικών Συμβάσεων εν τη Ναυτική Εργασία», που εκδόθηκε στο Κάϊρο και αναδημοσιεύθηκε στην Ελλάδα με τη Συντακτική Πράξη 21/1945, που κυρώθηκε με το ν. 32/1945, ο οποίος δεν τον κατάργησε ρητά, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί, όπως συνάγεται έμμεσα, να ισχύει, ορίζεται ότι «Δύνανται να συνάπτωνται συλλογικαί συμβάσεις μεταξύ οργανώσεων εφοπλιστών και εργατών θαλάσσης εκ των κρινομένων ελευθέρως υπό του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας ως περισσότερον αντιπροσωπευτικών καθορίζουσαι τον μισθόν, τα πολιτικά επιδόματα…», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 5§1 εδ. α΄ του ίδιου νόμου «Συλλογικαί συμβάσεις συναφθείσαι συμφώνως προς τους ορισμούς του παρόντος νόμου, εφόσον ήθελον κυρωθή δι’ αποφάσεως του Υπουργού της Εμπορικής Ναυτιλίας, θεωρούνται ισχυραί και δεσμεύουσι κατά την εν αυταίς χρονικήν διάρκειαν και οιασδήποτε τυχόν άλλας υφισταμένας εργοδοτικάς ή εργατικάς οργανώσεις ως και άπαντας εν γένει τους Έλληνας πλοιοκτήτας και εργάτας θαλάσσης, πληρώματα πλοίων ανηκόντων εις την κατηγορίαν, ήτις προεβλέφθη υπό των συλλογικών συμβάσεων». Οι νομοθετικές αυτές διατάξεις αποτελούν το κανονιστικό πλαίσιο που ρυθμίζει τη σύναψη των συλλογικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), επί των οποίων δεν εφαρμόζεται ο ν. 1876/1990 «Ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 27/8.3.1990), όπως προκύπτει από την όλη διατύπωση και το πνεύμα του, μολονότι ο ίδιος δεν περιέχει σχετική ρητή διάταξη, όπως συνέβαινε με τον προϊσχύσαντα ν. 3239/1955 «Περί του τρόπου ρυθμίσεως των συλλογικών διαφορών εργασίας (ΦΕΚ Α 125/18.5.1955), ο οποίος στο άρθρο 42§3 όριζε ρητά ότι οι διατάξεις του δεν εφαρμόζονται επί της ρυθμίσεως των όρων, των συνθηκών και της αμοιβής της εργασίας των πληρωμάτων των πλοίων της εμπορικής ναυτιλίας (ΑΠ 87/2000, Δνη 2000/967 = ΕΕΔ 2001/231). Επομένως, στις ΣΣΝΕ δεν εφαρμόζονται ούτε οι διατάξεις των §§ 4 και 5 του άρθρου 9 του ν. 1876/1990 για την επιβίωση των κανονιστικών όρων της συλλογικής σύμβασης που έληξε ή καταγγέλθηκε υπό τη μορφή αρχικώς της παράτασης της ισχύος τους για ένα διάστημα και ακολούθως, μετά την παρέλευσή του, της μετενέργειάς τους επί των ατομικών συμβάσεων εργασίας (ΑΠ 1107/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, με τη λήξη της χρονικής διάρκειας της ΣΣΝΕ παύει ευθύς αυτή να ισχύει και τις συνθήκες παροχής και τις αμοιβές της ναυτικής εργασίας ρυθμίζουν στο εξής οι όροι της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας για την υπόλοιπη συμφωνημένη διάρκειά της (Α. Καρδαράς, Συλλογικές Συμβάσεις στη ναυτική εργασία, σε ΔΕΕ 2008/444 επομ. [447]). Συναφώς, αν ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας συναφθεί σε χρόνο μεταγενέστερο της λήξης της ισχύος της τελευταίας σχετικής ΣΣΝΕ το εργασιακό καθεστώς δεν διέπεται πλέον από τη λήξασα ΣΣΝΕ αλλά προσδιορίζεται αυτοτελώς από τους όρους της ατομικής σύμβασης. Το αντίθετο, βέβαια, θα συμβεί αν οι συμβαλλόμενοι στην ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας συμφωνήσουν να καταστούν περιεχόμενο της σύμβασης αυτής οι όροι κάποιας ΣΣΝΕ ή και αυτής που έληξε. Τούτο είναι σύμφωνο με τις αρχές της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης και της ελευθερίας των συμβάσεων, που απορρέουν από τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, από την οποία συνάγεται ότι είναι δυνατόν να συμφωνηθεί εγκύρως λ.χ. το ύψος του μισθού με παραπομπή σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις, οι οποίες καλύπτουν άλλη κατηγορία εργαζομένων ή θέτουν προϋποθέσεις που δεν συγκεντρώνει ο συγκεκριμένος μισθωτός (ΑΠ 1109/2017, ΑΠ 1150/2017, ΑΠ 51/2017, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 228/2014, ΔΕΕ 2014/864, ΑΠ 251/2012, ΑΠ 1494/2010, ΑΠ 637/2004, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 225/2002, ΔΕΕ 2003/331 = ΕΕΔ 2003/1166, ΑΠ 443/1999, Δνη 1999/1559 = ΔΕΝ 2000/151 = ΕΕΔ 2000/567 = ΕπιθΙΚΑ 2000/203, ΑΠ 332/1997, ΔΕΕ 1997/1104 = ΕΕργΔ 1998/696, ΤριμΕφΠειρ. 720/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ. 12/2011, ΕΝαυτΔ 2011/406 = ΕΕμπΔ 2012/365, ΤριμΕφΘεσ. 262/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Γ. Λεβέντης, – Κ. Παπαδημητρίου, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 2011, σελ. 521, Ι. Ληξουριώτης, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2013, σελ. 301). Αν με την ατομική σύμβαση εργασίας έχει γίνει ρητή παραπομπή στους όρους συγκεκριμένης ΣΣΕ, τότε οι όροι αυτοί καθίστανται και θεωρούνται εξαρχής περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης εργασίας σαν να είχαν συμφωνηθεί με ελεύθερη των μερών διαπραγμάτευση σε ατομικό επίπεδο και γενεσιουργός όρος της δεσμευτικότητάς τους είναι η ατομική βούληση του εργοδότη και του προσλαμβανόμενου εργαζόμενου (ΑΠ 256/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Στ. Βλαστός, Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, 2017, αρ. 124, σελ. 263 – 264). Η παραπομπή μπορεί να γίνει και σε ΣΣΝΕ της οποίας η ισχύς έχει ήδη λήξει, καθόσον εν προκειμένω τα μέρη δεν ενδιαφέρει η δεσμευτική της δύναμη αλλά η ποιότητα των κανονιστικών ρυθμίσεων που περιείχε. Για το κύρος της συμφωνίας αυτής δεν απαιτείται η τήρηση τύπου (ΑΠ 567/2004, ΕΕΔ 2005/589, ΕφΑθ. 6808/1994, ΔΕΝ 1995/665 = ΕπιθΑσφΔ 1995/392). Για να καταστεί, όμως, οποιοσδήποτε όρος ΣΣΝΕ και όρος της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας πρέπει η παραπομπή να γίνει σε συγκεκριμένη ΣΣΝΕ και όχι αορίστως στις εκάστοτε ισχύουσες στις σχέσεις του εργοδότη και των ναυτικών ΣΣΝΕ, διότι στην τελευταία περίπτωση θα ισχύει είτε η νεότερη, αν υπάρχει, ΣΣΝΕ, έστω και αν περιέχει δυσμενέστερη για τους ναυτικούς διατάξεις, αφού ρητά συμφωνήθηκε µε την ατομική σύμβαση εργασίας ότι θα εφαρμοστεί η εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ (ΑΠ 277/2009, ΕΕΔ 2010/1353, ΑΠ 860/2010, ΔΕΝ 2010/1061, Δ. Ζερδελής, Εργατικό Δίκαιο – Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2011, αρ. 1050α, σελ. 662) είτε, ελλείψει νεότερης, η τελευταία ισχύσασα ΣΣΝΕ εωσότου συναφθεί νέα ΣΣΝΕ, η οποία για τον ίδιο λόγο θα καταλάβει και την ατομική σύμβαση. Αποτελεί δε, αυτονόητα, ζήτημα πραγματικό το περιεχόμενο της σχετικής συμφωνίας των μερών και το δικαστήριο κρίνει περί αυτού με βάση τους όρους που αποτυπώθηκαν στο έγγραφο της ατομικής συμφωνίας και, σε περίπτωση άτυπης κατάρτισης της σύμβασης ναυτολόγησης, με βάση το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, μεταξύ των οποίων και το ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος (ΜονΕφΠειρ. 160/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή τις αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας του (ΜονΕφΠειρ. 740/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ασχέτως αν αυτές συντάχθηκαν σε συμμόρφωση προς τις επιταγές του Ν. 4254/2014 «Μέτρα στήριξης και ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας στο πλαίσιο εφαρμογής του Ν. 4046/2012 και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 85/7.4.2014), αφού μεταξύ των σκοπών του τελευταίου περιλαμβάνεται και η διευκόλυνση της απόδειξης ότι ο εργαζόμενος έλαβε πράγματι τις συμφωνηθείσες αποδοχές (ΑΠ 1385/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 3 § 1 του ν. 3239/1955 η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με αυτήν την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες. Όμως, όροι ατομικής εργασιακής σύμβασης ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από αυτούς της συλλογικής σύμβασης είναι επικρατέστεροι. Εκ τούτων συνάγεται ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπομένων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις πέραν των νομίμων καταβαλλόμενες, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο σύναψης της ατομικής εργασιακής σύμβασης αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες που θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης. Τα ανωτέρω ισχύουν ομοίως και για αξιώσεις από ναυτική εργασία, που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις (ΑΠ 516/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 465/2009, ΕΝαυτΔ 2009/276). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, Δνη 44/160 = ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208, ΕφΠειρ 391/2009, ΕΝαυτΔ 2009/283, ΕφΠειρ 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008/284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106, Ι. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, § 9, σελ. 69). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού αυτών των τελευταίων (ΜονΕφΠειρ. 369/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπόμενου από την οικεία ΣΣΝΕ μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσό αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη, ελευθέρως ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες συμβατικές αξιώσεις του ναυτικού. Όμως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφιστεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες ΣΣΝΕ αποδοχές, μόνον τότε, όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο ειδικώς και ορισμένως συμφωνηθεί, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον εν λόγω συμψηφισμό, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 213/2016, ΜονΕφΠειρ. 50/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 322/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 221/2015, Δνη 2016/1405, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ 185/2012, ΕΝαυτΔ 2012/397, ΤριμΕφΠειρ 471/2011, ΕΝαυτΔ 2011/257, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 60, σελ. 326, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 205). Πρέπει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που δεν εξειδικεύονται οι αποδοχές που καλύπτει ο «κλειστός» μισθός και υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία περί της έννοιας των βουλήσεων που δηλώθηκαν, αν δηλαδή περιλαμβάνονται ή όχι σε αυτόν ορισμένες από τις νόμιμες απαιτήσεις του ναυτικού, ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, δηλαδή, όπως απαιτεί η καλή πίστη λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 1214/2010, ΕφΑΔ 2010/1322, ΑΠ 1746/2009, ΝοΒ 58/729, ΑΠ 142/2003, Δνη 44/1305, ΑΠ 737/2001, Δνη 43/723, ΑΠ 1700/1998, ΕΝαυτΔ 1999/465, ΕφΠειρ. 670/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 457/2000, ΔΕΕ 2000/895).
Από την επανεκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που νόμιμα επικαλούνται και επαναπροσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του, είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς έμμεση απόδειξη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), μερικά από τα οποία μνημονεύονται στη συνέχεια και λαμβάνονται υπόψη στο σύνολό τους, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν δεν γίνεται μνεία σε καθένα από αυτά χωριστά, από τις υπ’ αριθμ. … και …. αμφότερες από 24-3-2022 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων απόδειξης, …………… και ………….., αντίστοιχα, που δόθηκαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Πατρών, ………….., μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη (προ τουλάχιστον 2 εργάσιμων ημερών – άρθρ. 422 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 ν. 4335/2015) κλήτευση της εναγόμενης (εκκαλούσας – εφεσίβλητης) (βλ. για αμφότερες την υπ’ αριθμ. …………./21-3-2022 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, ………….), οι οποίες (ένορκες βεβαιώσεις) σταθμίζονται κατά το μέτρο της γνώσης και τον βαθμό της αξιοπιστίας καθενός από τους μαρτυρούντες, χωρίς το γεγονός ότι αυτοί τυγχάνουν αντίδικοι της εναγόμενης, επειδή έχουν ασκήσει εναντίον της άλλη, δική τους, αγωγή με το ίδιο αντικείμενο να αποκλείει μόνον αυτό την αποδεικτική αξία των λεγομένων τους (ΕφΠειρ 464/2021 ΝΟΜΟΣ), από τις υπ’ αριθμ. … και …… αμφότερες από 28-3-2022 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ανταπόδειξης (της εναγόμενης) ……….. και …….., αντίστοιχα, που δόθηκαν η μεν πρώτη ενώπιον του συμβολαιογράφου Ρόδου, …….., η δε δεύτερη ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης (προ τουλάχιστον 2 εργάσιμων ημερών – άρθρ. 422 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 ν. 4335/2015) κλήτευσης του ενάγοντος (βλ. για αμφότερες την υπ’ αριθμ. …./22-3-2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά ……….), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικά μνημονευόμενα θέματα απόδειξης και εκτιμώνται κατά τα άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ και σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), που λαμβάνονται υπόψιν αυτεπαγγέλτως, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης ναυτικής εργασίας, αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν στον Πειραιά μεταξύ του εκκαλούντος – εφεσίβλητου (ενάγοντος), Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, κατόχου τού με αριθμό μητρώου ……, ναυτικής περιφέρειας Β΄ ναυτικού φυλλαδίου και των νόμιμων εκπροσώπων της εκκαλούσας – εφεσίβλητης (εναγόμενης), ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας, πλοιοκτήτριας των, υπό ελληνική σημαία, επιβατηγών – οχηματαγωγών (Ε/Γ – Ο/Γ) ακτοπλοϊκών πλοίων με την ονομασία «BSP», κοχ 5.664,10, με αριθμ. νηολογίου Πειραιά ……. και υπό διεθνές διακριτικό σήμα ….. και «BSD», κ.ο.χ. 10.755, με αριθμό νηολογίου Πειραιά … και υπό διεθνές διακριτικό σήμα ……, ο εκκαλών – εφεσίβλητος ναυτολογήθηκε στα ως άνω πλοία με την ειδικότητα του χυτροκαθαριστή κατά τις παρακάτω ειδικότερα ημεροχρονολογίες, όπως αποδεικνύεται από τις σχετικές εγγραφές στο ναυτικό του φυλλάδιο: Α]Στο πλοίο «BSP»: 1)από 12.7.2019 μέχρι 1.10.2019, οπότε απολύθηκε λόγω αντικατάστασης ναυτολογίου και μεταφορά σε νέο, 2)από 1.10.2019 έως 8.1.2020, οπότε απολύθηκε λόγω αδείας έως 8.2.2020, 3)από 14.2.2020 μέχρι 29.3.2020, οπότε απολύθηκε λόγω ετήσιας επιθεώρησης, 4)από 13.4.2020 μέχρι 18.5.2020, οπότε απολύθηκε λόγω διακοπής δρομολογίων, 5)από 28.5.2020 μέχρι 22.7.2020, οπότε απολύθηκε λόγω μετάθεσης και Β] Στο πλοίο «BSD»: 1) από 23.7.2020 μέχρι 1.8.2020 οπότε απολύθηκε λόγω αντικατάστασης ναυτολογίου και μεταφορά σε νέο και 2)από 1.8.2020 έως 15.12.2020, οπότε απολύθηκε λόγω αδείας έως 15-1-2021.
Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου (υπό 1.1.) της έφεσής της η εκκαλούσα – εφεσίβλητη (Α΄ έφεση) ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης για λόγους που αφορούν εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων ισχυριζόμενη ότι εσφαλμένα έκρινε ως εφαρμοστέα, κατόπιν συμφωνίας των συμβαλλόμενων μερών, την σσνε του έτους 2019, παρά το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεων του εκκαλούντος – εφεσίβλητου, ναυτικού δεν υπήρχε σε σσνε Ακτοπλοϊας σε ισχύ [η διάρκεια της σσνε έτους 2019 είχε λήξει] και οι διάδικοι είχαν συμφωνήσει ότι σε αυτήν την περίπτωση θα ίσχυε μόνον ο συμβατικός «κλειστός» μισθός, το ύψος του οποίου αναφέρεται ρητά σε κάθε μία από τις επίδικες ναυτολογήσεις. Ενώ με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσής της (υπό 1.2.) για τους ως άνω λόγους παραπονείται πως εσφαλμένα έκρινε η εκκαλουμένη ότι μετενεργεί η σσνε του έτους 2019 που είχε ήδη λήξει η ισχύς της. Επί του λόγου αυτού λεκτέα τα ακόλουθα: Για τις παραπάνω συμβάσεις ναυτικής εργασίας τηρήθηκε έγγραφος τύπος και από τις συγκεκριμένες γραπτές συμφωνίες, αντίγραφα των οποίων προσκόμισε η εκκαλούσα – εφεσίβλητη εταιρεία αποδεικνύεται ότι ο μηνιαίος μισθός του εκκαλούντος – εφεσίβλητου συνομολογήθηκε «κλειστός», ανερχόμενος στο συνολικό [μικτό] χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων εκατόν ενενήντα έξι ευρώ και δεκαοκτώ λεπτών (2.196,18€), πλην των χρονικών περιόδων από 1-6-2020 και 5-11-2020, που συμφωνήθηκε στο ποσό των δύο χιλιάδων εκατόν ογδόντα πέντε ευρώ και ογδόντα τεσσάρων λεπτών (2.185,84€). Κατά το χρονικό διάστημα των ναυτολογήσεων του εκκαλούντος – εφεσίβλητου κατά το έτος 2020 που είναι επίδικο, όπως συνομολογείται από τους διαδίκους δεν είχε συναφθεί και ισχύσει νέα σσνε για τα πληρώματα των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, ενώ η ισχύς των όρων της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019, η οποία κυρώθηκε με την ΥΑ 2242.5-1.5/56040/2019, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Β 3170/12-8-2019 είχε λήξει. Επομένως, κατά το επίδικο έτος 2020 τους όρους παροχής και τα της αμοιβής της εργασίας του εκκαλούντος – εφεσίβλητου, ναυτικού ρύθμιζαν αποκλειστικά οι εντός του έτους 2020 συναφθείσες ατομικές συμβάσεις εργασίας του. Οι όροι των συμβάσεων αυτών, όμως, ταυτίζονταν με τους όρους της ήδη τότε λήξασας προαναφερόμενης σσνε του έτους 2019, που ίσχυε προηγουμένως, έχοντας καταστεί συμβατικό περιεχόμενο καθεμιάς ατομικής συμφωνίας. Τούτο αποδεικνύεται προεχόντως από το γεγονός ότι συνομολογήθηκε «κλειστός» μισθός, η περί του οποίου συμφωνία δεν θα είχε νόημα χωρίς την ύπαρξη ετεροκαθοριζόμενου ελάχιστου ορίου αποδοχών, εκείνου, δηλαδή, που καθορίστηκε συλλογικά, με τη λήξασα σσνε, του έτους 2019. Τούτο επιβεβαιώνεται και από το κείμενο των έγγραφων επίδικων ναυτολογήσεων τού εν λόγω ναυτικού για το έτος 2020, στις οποίες ρητά προβλέπεται ότι: «Ο βασικός μισθός ορίζεται από την εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας της κατηγορίας που υπάγεται το Πλοίο. Όλες οι αποδοχές του Ναυτικού υπόκεινται σε κρατήσεις και εισφορές. Διευκρινίζεται και ρητά συνομολογείται από τα μέρη, ότι στον εν λόγω κλειστό μηνιαίο μισθό συμπεριλαμβάνονται: βασικός μισθός, επίδομα Κυριακών, επίδομα Σαββάτων και αργιών, επίδομα αδείας και τροφοδοσίας, επίδομα υπερωριών, τυχόν επίδομα εταιρίας καθώς και όλα τα διάφορα επιδόματα που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας». Επιπλέον, από τις σχετικές εγγραφές στο ναυτικό φυλλάδιο του εκκαλούντος – εφεσίβλητου, ναυτικού αποδεικνύεται ότι με τις ατομικές του συμβάσεις ναυτολόγησης συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων να του καταβάλλεται, κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, ο μισθός που προβλέπεται στη σσνε, αφού στο οικείο σημείο δίπλα από την ένδειξη «Μισθός» αναγράφονται τα γράμματα «ΣΣ» (δηλαδή Συλλογική Σύμβαση). Ως ισχύουσα σσνε τα μέρη εννόησαν την τελευταία έως τότε ισχύσασα συλλογική σύμβαση, του έτους 2019, όπως συνάγεται από το περιεχόμενο των έγγραφων αποδείξεων πληρωμής της μισθοδοσίας του εκκαλούντος – εφεσίβλητου – μισθωτού που η εκκαλούσα – εφεσίβλητη εργοδότριά του εξέδωσε κατά το έτος 2020, από τις οποίες προκύπτει ότι το ύψος του καταβαλλόμενου μισθού ενέργειας του πρώτου, όπως και των επιδομάτων Κυριακών και βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας αλλά και του απλού ωρομισθίου για την αμοιβή της υπερωριακής απασχόλησης, ανερχόταν στο χρηματικό ποσό που προέβλεπε αντίστοιχα η σσνε του έτους 2019. Συνεπώς, αποδεικνύεται πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η τελευταία εξακολούθησε, έτσι, να εφαρμόζεται, παρά τη λήξη της ισχύος της και να αναπτύσσει δεσμευτική ενέργεια μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, με γενεσιουργό αίτιο τη σύμπτωση της ιδιωτικής τους βούλησης, σύμφωνα με όσα ανωτέρω στην οικεία μείζονα σκέψη της παρούσας αναφέρθηκαν. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως, ότι οι όροι εργασίας και αμοιβής του ναυτικού στο μέτρο που δεν καλύπτονταν από τον συμφωνηθέντα κλειστό μισθό διέπονταν και κατά το έτος 2020 για την επίδικη εργασιακή σχέση από την σσνε του προηγούμενου έτους (2019) ωσάν αυτή να ίσχυε ακόμη και, με την παραδοχή αυτή, επιδίκασε στον εκκαλούντα – εφεσίβλητο τα χρηματικά ποσά για διαφορές αποδοχών υπερωριακής εργασίας [τις οποίες και συνυπολόγισε κατά τον καθορισμό των επιδομάτων εορτών που δικαιούταν αυτός και της πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια εξπρές των επίδικων πλοίων], ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ) και πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμος, ο πρώτος λόγος και κατά τα 2 σκέλη αυτού της έφεσης της εκκαλούσας – εφεσίβλητης (Α΄ έφεση). Με τον πρώτο και τέταρτο λόγο της έφεσής του ο εκκαλών – εφεσίβλητος (Β έφεση) ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων καθ΄ο μέρος αυτή σχετικά με τις πραγματικές ώρες της υπερωριακής του απασχόλησης στα ένδικα πλοία BSP (1ος λόγος) και BSD (4ος λόγος) έκρινε ότι απασχολήθηκε επί 12 ώρες σε αμφότερα τα πλοία και όχι 16 και 15 ώρες αντίστοιχα, όπως ισχυρίστηκε με την αγωγή του. Την ίδια κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου πλήττει και η εκκαλούσα – εφεσίβλητη (Α έφεση) με τον τρίτο λόγο της έφεσής της και ζητεί να εξαφανιστεί, παραπονούμενη για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων που αφορούν: (3.1) τα καθήκοντα και τις ώρες εργασίας του εκκαλούντος – εφεσίβλητου αλλά και την παροχή υπερωριακής εργασίας εκ μέρους του, την οποία αρνείται και (3.2.) τον υπολογισμό των ημερών υπερωριακής εργασίας του ναυτικού που είναι εσφαλμένος, αφού προσμετρήθηκαν και οι ημέρες των ανεκτέλεστων δρομολογίων και η περίοδος ακινησίας του πλοίου BSD. Επί των λόγων αυτών λεκτέα τα ακόλουθα: Σύμφωνα με την σσνε Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων του έτους 2019, οι μηνιαίες μικτές αποδοχές του εν λόγω ναυτικού με την ειδικότητα του χυτροκαθαριστή ανέρχονται για το έτος 2020 στο ποσό των δύο χιλιάδων εκατόν σαράντα πέντε ευρώ και σαράντα έξι λεπτών (2.145,46€) και αναλύονται ως εξής: 1.178,36 ευρώ βασικός μισθός (δηλαδή (α)965,87 ευρώ μισθός ενέργειας + (β) 212,49 ευρώ επίδομα Κυριακών [ποσοστό 22% επί του μισθού ενέργειας] + 599,40 ευρώ αντίτιμο τροφής (19,98 ευρώ ημερησίως) + 36,64 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 367,70 αποδοχές άδειας μετά τροφοδοσίας [ήτοι 1.178,36 ευρώ βασικός μισθός (965,87 ευρώ μισθός ενέργειας + 212,49 ευρώ επίδομα Κυριακών) Χ 1/22 = 53,56 ευρώ (ημερομίσθιο για τον υπολογισμό της άδειας) Χ 5 (ημέρες άδειας) = 267,80 ευρώ + 99,90 ευρώ αντίτιμο τροφής 5 ημερών (19,98 ευρώ ημερησίως Χ 5) = 367,70 ευρώ] = 2.145,46€ μηνιαίες αποδοχές). Οι συνολικές, επομένως, ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του εκκαλούντος – εφεσίβλητου – ναυτικού κατά τις ναυτολογήσεις του το έτος 2020 που όριζε η σσνε 2019 και ανέρχονταν σε 2.145,46€ ήταν κατώτερες από το συμφωνημένο μισθό του [ήτοι συμφωνημένες μικτές αποδοχές: 2.196,18€, ενώ για το διάστημα από 1.6.2020 και 5.11.2020 ανέρχονταν σε 2.185,84€]. Εξάλλου, όπως αποδεικνύεται από τις μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής του εκκαλούντος – εφεσίβλητου, η εργοδότρια τού κατέβαλε για κάθε μήνα πλήρους απασχόλησής του κατ’ αποκοπή αμοιβή για υπερωριακή εργασία. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 παρ. 1 της σσνε, οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες την ημέρα από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, της εργασίας του Σαββάτου αμειβομένης υπερωριακώς. Κάθε εργασία που εκτελείται από τους ναυτικούς εν πλω και στο λιμάνι, πέραν των κανονικών εργασίμων ημερών και ωρών, περιλαμβανομένων και των εργασιών κατάπλου και απόπλου, θεωρείται πρόσθετη (υπερωριακή) και καταβάλλεται στους απασχολούμενους ναυτικούς πρόσθετη αμοιβή. Σημειωτέον ότι, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 3 της σσνε, η προβλεπόμενη σ’ αυτό ιδιαίτερη αμοιβή για τη μέχρι της οκταώρου εργασίας την Κυριακή καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους αυτού υπηρεσίας, μάλιστα, η παρασχεθείσα εντός του οκταώρου εργασία κατά την ημέρα αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά μόνον η πλέον του οκταώρου. Το ωρομίσθιο της απλής υπερωρίας (καθημερινών και Κυριακών – προσαύξηση 25%) ορίστηκε από την ως άνω σσνε σε 6,98 ευρώ και αντίστοιχα της προσαυξημένης για εργασία σε ημέρα αργίας ή Σαββάτου (προσαύξηση 50%) σε 8,37 ευρώ. Ακολούθως, τα γενικά καθήκοντα των χυτροκαθαριστών στα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά πλοία προβλέπονται από το Β.Δ. 683/1960 «Περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί Ελληνικών επιβατηγών πλοίων πεντακοσίων κ.ο.χ. και άνω» (Φ.Ε.Κ. Α’ 158/4-10-1960) και το άρθρο 126 το οποίο ορίζει ότι: «Οι Χυτροκαθαρισταί βοηθούσι τους Μαγείρους, Αρτοποιούς και Ζαχαροπάστας εις τα ειδικά καθήκοντα των, ασχολούμενοι ειδικώτερον εις την σάρωσιν, πλύσιν και καθαρισμόν εν γένει των διαμερισμάτων του μαγειρείου, την πλύσιν και καθαρισμόν και ευθέτησιν των εν αυτώ σκευών εις τας σκευοθήκας, την αφήν της πυράς του μαγειρείου, την μεταφοράν των τροφίμων εκ των τροφαποθηκών και ψυγείων εις το μαγειρείον, τον καθαρισμόν αυτών και συγκέντρωσιν των απορριμμάτων εις ειδικά προς τούτο δοχεία και την απόρριψιν αυτών εις την ανοικτήν θάλασσαν και εν γένει εις πάσαν βοηθητικήν εργασίαν ειδικότητος μαγειρείου ανατιθεμένην αυτοίς υπό του Αρχιμαγείρου». Εξάλλου, τα γενικά καθήκοντα των μαγείρων ορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 123 και 124 του ως άνω ΒΔ σύμφωνα με τις οποίες: «Άρθρο 123: Οι Μάγειροι τελούσιν υπό τας αμέσους διαταγάς και τον έλεγχον του Αρχιμαγείρου προϊσταμένου και βοηθούσιν αυτόν εις την εκτέλεσιν των καθηκόντων του. Ειδικώτερον ο Μάγειρος Α είναι ο πρώτος εν τη ιεραρχία των Μαγείρων μετά τον Αρχιμάγειρον και αναπληροί αυτόν απουσιάζοντα ή κωλυόμενον. Ο Μάγειρος Β είναι ο άμεσος υφιστάμενος του Μαγείρου Α και ο κυριότερος βοηθός αυτού και ο Μάγειρος Γ είναι υπεύθυνος διά την εις αυτόν ανατιθεμένην εργασίαν υπό των Μαγείρων Α και Β» και «Άρθρο 124: «Ειδικά καθήκοντα» Ειδικώτερον, οι Μάγειροι α) επιμελούνται της απολύτου καθαριότητος και καλής συντηρήσεως των διαμερισμάτων του μαγειρείου και των εν αυτοίς σκευών υποχρεούμενοι, όπως επιβλέπωσιν ιδιαιτέρως τα υποκείμενα εις κασσιτέρωσιν και ν’ αναφέρωσιν εγκαίρως εις τον Αρχιμάγειρον περί της εκάστοτε ανάγκης της κασσιτερώσεως αυτών. β) οφείλουσι να είναι απολύτως καθαροί και να φέρωσιν ένδον την κεκανονισμένην ενδυμασίαν και το ειδικόν κάλυμμα της κόμης. γ) επιμελούνται, βοηθούμενοι υπό των χυτροκαθαριστών, της αφής της πυράς του μαγειρείου, της μεταφοράς των τροφίμων εκ των τροφαποθηκών και των ψυγείων εις το μαγειρείον, του καθαρισμού των τροφίμων και της παρασκευής των εδεσμάτων κατά τας οδηγίας και υπό την επίβλεψιν του Αρχιμαγείρου προϊσταμένου». Κατά τα χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησης του εκκαλούντος – εφεσίβλητου στο πλοίο BSP και ειδικότερα από: α)1.1.2020 έως και 8.1.2020, β)14.2.2020 έως και 29.3.2020, γ)13.4.2020 έως και 18.5.2020 και δ)28.5.2020 έως και 22.7.2020, αυτό ήταν ενταγμένο σε ακτοπλοϊκή γραμμή και με αφετηρία το λιμάνι του Πειραιά εκτελούσε τα εξής δρομολόγια.
ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Από 1.1.2020 έως 8.1.2020, από 14.2.2020 έως 29.3.2020 | ||||||||
ΔΕΥΤΕΡΑ & ΤΕΤΑΡΤΗ | ΤΡΙΤΗ & ΠΕΜΠΤΗ | ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ | ||||||
ΛΙΜΑΝΙ | ΑΦ. | ΑΝ. | ΛΙΜΑΝΙ | ΑΦ | ΑΝ. | ΛΙΜΑΝΙ | ΑΦ. | ΑΝ. |
Ηρακλειά | 00.50 | 01.05 | Δονούσα | 00.15 | 00.30 | Δονούσα | 01.05 | 01.20 |
Σχοινούσα | 01.10 | 01.25 | Αιγιάλη | 01.10 | 01.25 | Αιγιάλη | 02.00 | 02.15 |
Κουφονήσι | 01.55 | 02.10 | Αστυπάλαια | 02.50 | 05.15 | Αστυπάλαια | 03.40 | 05.15 |
Κατάπολα | 02.50 | 06.00 | Αιγιάλη | 06.40 | 06.55 | Αιγιάλη | 06.40 | 06.55 |
Κουφονήσι | 06.40 | 06.55 | Δονούσα | 07.35 | 07.50 | Δονούσα | 07.35 | 07.50 |
Σχοινούσα | 07.25 | 07.40 | Νάξος | 09.00 | 09.30 | Νάξος | 09.00 | 09.30 |
Ηρακλειά | 07.45 | 08.00 | Πάρος | 10.15 | 10.45 | Πάρος | 10.15 | 10.45 |
Νάξος | 09.00 | 09.30 | Πειραιάς | 15.00 | 17.30 | Πειραιάς | 15.00 | 17.30 |
Πάρος | 10.15 | 10.45 | Σύρος | 21.10 | 21.25 | Πάρος | 21.45 | 22.00 |
Πειραιάς | 15.00 | 17.30 | Πάρος | 22.30 | 22.50 | Νάξος | 22.45 | 23.05 |
Πάρος | 21.45 | 22.00 | Νάξος | 23.35 | 23.55 | |||
Νάξος | 22.45 | 23.05 | ||||||
ΣΑΒΒΑΤΟ | ΚΥΡΙΑΚΗ | |||||||
ΛΙΜΑΝΙ | ΑΦ. | ΑΝ. | ΛΙΜΑΝΙ | ΑΦ. | ΑΝ. | |||
Ηρακλειά | 00.00 | 00.15 | Κατάπολα | 06.00 | ||||
Σχοινούσα | 00.20 | 00.35 | Κουφονήσι | 06.40 | 06.55 | |||
Κουφονήσι | 01.05 | 01.20 | Σχοινούσα | 07.25 | 07.40 | |||
Κατάπολα | 02.00 | Ηρακλειά | 07.45 | 08.00 | ||||
Νάξος | 09.00 | 09.30 | ||||||
Πάρος | 10.15 | 10.45 | ||||||
Πειραιάς | 15.00 | 17.30 | ||||||
Σύρος | 21.10 | 21.25 | ||||||
Πάρος | 22.30 | 22.50 | ||||||
Νάξος | 23.35 | 23.55 |
ΠΙΝΑΚΑΣ 2: Από 13.4.2020 έως 18.5.2020 | |||||||||
ΤΡΙΤΗ | ΤΕΤΑΡΤΗ | ΠΕΜΠΤΗ | |||||||
ΛΙΜΑΝΙ | ΑΦ. | ΑΝ. | ΛΙΜΑΝΙ | ΑΦ. | ΑΝ. | ΛΙΜΑΝΙ | ΑΦ. | ΑΝ. | |
Πειραιάς | 07.25 | Σύρος | 00.40 | 01.00 | Σύρος | 00.40 | 01.00 | ||
Σύρος | 12.05 | 12.25 | Πειραιάς | 05.40 | 07.25 | Πειραιάς | 05.40 | 07.25 | |
Τήνος | 13.05 | 13.15 | Σύρος | 12.05 | 12.25 | Σύρος | 12.05 | 12.25 | |
Μύκονος | 13.55 | 14.20 | Τήνος | 13.05 | 13.15 | Τήνος | 13.05 | 13.15 | |
Θήρα | 18.10 | 19.00 | Μύκονος | 13.55 | 14.20 | Μύκονος | 13.55 | 14.20 | |
Μύκονος | 22.50 | 23.10 | Θήρα | 18.10 | 19.00 | Θήρα | 18.10 | 19.00 | |
Τήνος | 23.50 | 23.59 | Μύκονος | 22.50 | 23.10 | Νάξος | 21.40 | 22.00 | |
Τήνος | 23.50 | 23.59 | Πάρος | 23.05 | 23.25 | ||||
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ | ΣΑΒΒΑΤΟ | ||||||||
ΛΙΜΑΝΙ | ΑΦ. | ΑΝ. | ΛΙΜΑΝΙ | ΑΦ. | ΑΝ. | ||||
Πειραιάς | 04.35 | 07.25 | Σύρος | 00.40 | 01.00 | ||||
Σύρος | 12.05 | 12.25 | Πειραιάς | 05.40 | |||||
Τήνος | 13.05 | 13.15 | |||||||
Μύκονος | 13.55 | 14.20 | |||||||
Θήρα | 18.10 | 19.00 | |||||||
Μύκονος | 22.50 | 23.10 | |||||||
Τήνος | 23.50 | 23.59 |
Παρατηρήσεις:
- Την Παρασκευή 1.5.2020 το πλοίο παρέμεινε στο λιμάνι του Πειραιά. Αναχώρησε εκ νέου το Σάββατο 2.5.2020 την 07.25 πμ προς Σύρο (αφ. 12.05 – αν. 12. 25) – Τήνο (αφ. 13.05 – αν. 13.15) – Μύκονο (αφ. 13.55 – αν. 14.20) – Θήρα (αφ. 18.15 – αν. 19.00) – Μύκονο (αφ. 22.50 – αν. 23.10) – Τήνο (αφ. 23.50 – αν. 23.59) – Σύρο (αφ. 00.40 της επομένης, Κυριακή 3.5.2020 – αν. 01.00) – Πειραιά (αφ. 05.40).
- Την Τετάρτη 6.5.2020 το πλοίο αναχώρησε από τη Μύκονο την 14.20 μ.μ. προς Νάξο (αφ. 15.45 – αν. 16.00) – Θήρα (αφ. 18.00 – αν. 19.00) – Μύκονο (αφ. 22.50 – αν. 23.10) – Τήνο (αφ. 23.50 – αν. 23.59) – Σύρο (αφ. 00.40 της επομένης Πέμπτη 7.5.2020 – αν. 01.00) – Πειραιά (αφ. 05.40).
Παρατηρήσεις: Την 11.7.2020 και 18.7.2020 το δρομολόγιο διαμορφώθηκε ως εξής: Πειραιάς (αν. 09.00) – Σύρος (αφ. 12.45 – αν. 13.00) – Τήνος (αφ. 13.30 – αν. 13.45) – Μύκονος (αφ. 14.15 – 15.00) – Τήνος (αφ. 15.30 – αν. 15.45) – Σύρος (αφ. 16.15 – αν. 16.45) – Πειραιάς (αφ. 20.30).
Το χρονικό διάστημα της υπηρεσίας του εκκαλούντος – εφεσίβλητου στο πλοίο BSD, αυτό ήταν ενταγμένο σε Ακτοπλοϊκή γραμμή και εκτελούσε τα πιο κάτω δρομολόγια:
Από 23.7.2020 έως 13.9.2020 | ||||||||||||||||
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ | ||||||||||||||||
ΛΙΜΑΝΙ | ΑΦΙΞΗ | ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ | ||||||||||||||
Πειραιάς | 07.25 | |||||||||||||||
Πάρος | 11.25 | 11.45 | ||||||||||||||
Νάξος | 12.30 | 12.50 | ||||||||||||||
Θήρα | 14.50 | 15.30 | ||||||||||||||
Νάξος | 17.30 | 18.00 | ||||||||||||||
Πάρος | 18.45 | 19.15 | ||||||||||||||
Πειραιάς | 23.15 | |||||||||||||||
Καθημερινά από 14-9-2020 έως 30-9-2020 | ||||||||||||||||
ΛΙΜΑΝΙ | ΑΦΙΞΗ | ΑΝΑΧ. | ||||||||||||||
Πειραιάς | 07.25 | |||||||||||||||
Πάρος | 11.40 | 11.55 | ||||||||||||||
Νάξος | 12.40 | 12.55 | ||||||||||||||
Θήρα | 14.55 | 15.30 | ||||||||||||||
Νάξος | 17.30 | 18.00 | ||||||||||||||
Πάρος | 18.45 | 19.15 | ||||||||||||||
Πειραιάς | 23.25 | |||||||||||||||
Από 1.10.2020 έως 3.11.2020 | ||||||||||||||||
ΔΕΥΤΕΡΑ- ΣΑΒΒΑΤΟ | ΤΡΙΤΗ – ΤΕΤΑΡΤΗ-ΠΕΜΠΤΗ- | ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ | ||||||||||||||
ΚΥΡΙΑΚΗ | ||||||||||||||||
ΛΙΜΑΝΙ | ΑΦΙΞΗ | ΑΝΑΧ. | ΛΙMANI | ΑΦΙΞΗ | ΑΝΑΧ. | ΛΙΜΑΝΙ | ΑΦΕ-Ι | ΑΝΑΧ. | ||||||||
Πειραιάς | 07.25 | Πειραιάς | 07.25 | Πειραιάς | 07.25 | |||||||||||
Πάρος | 11.40 | 11.55 | Πάρος | 11.40 | 11.55 | Πάρος | 11.40 | 11.55 | ||||||||
Νάξος | 12.40 | 12.55 | Νάξος | 12.40 | 12.55 | Νάξος | 12.40 | 12.55 | ||||||||
Θήρα | 14.55 | 15.30 | Ίος | 14.05 | 14.15 | Θήρα | 14.55 | 15.30 | ||||||||
Νάξος | 17.30 | 18.00 | Θήρα | 15.10 | 15.30 | Ίος | 16.25 | 16.40 | ||||||||
Πάρος | 18.45 | 19.15 | Νάξος | 17.30 | 18.00 | Νάξος | 17.50 | 18.00 | ||||||||
Πειραιάς | 23.25 | Πάρος | 18.45 | 19.15 | Πάρος | 18.45 | 19.15 | |||||||||
Πειραιάς | 23.25 | Πειραιάς | 23.25 | |||||||||||||
Στην επίδικη περίπτωση, αποδείχθηκε ότι ο εκκαλών – εφεσίβλητος ναυτικός κατά το ως άνω χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του στα ένδικα πλοία, κατ’ εντολή του μάγειρα Α΄ των ένδικων ως άνω πλοίων, απασχολούνταν σε καθήκοντα που αφορούσαν την προαναφερθείσα ειδικότητά του (άρθρα 126 και 124 υπό γ΄ ΒΔ 683/1960). Ειδικότερα, εκτελούσε τα περιγραφόμενα στα ανωτέρω άρθρα καθήκοντά του, συμμετέχοντας και σε κάθε βοηθητική εργασία ειδικότητας μαγειρείου που του ανατίθετο από τον Μάγειρα Α΄. Όπως καταθέτει ο μάρτυρας ……….., Μάγειρας Α΄ στο πλοίο BSP ο εκκαλών – εφεσίβλητος ως χυτροκαθαριστής τον βοηθούσε στην κουζίνα κατά την προετοιμασία των γευμάτων του πληρώματος, είχε αναλάβει να πλένει τα σκεύη μαγειρικής και να του φέρνει τα υλικά που χρειαζόταν από την αποθήκη ή τα ψυγεία, ξεκινούσε δουλειά στις 6.00 μέχρι τις 14.30 [δηλαδή εργαζόταν 8 ½ ώρες] κάνοντας ενδιάμεσα και διάλειμμα για φαγητό (πρωινό – μεσημεριανό) και καφέ, από τις 14.30 και έπειτα είχε διάλειμμα για ξεκούραση και ξαναέπιανε δουλειά περί ώρα 17.30 έως 20.30. Επομένως με βάση την ως άνω μαρτυρία ο εκκαλών – εφεσίβλητος εργαζόταν καθημερινά 11 ½ ώρες [8 ½ ώρες + 3 ώρες]. Την άνοιξη του 2020 κατά την περίοδο της πανδημίας του κωρονοϊού, ο εκκαλών – εφεσίβλητος είχε αναλάβει για ένα μικρό διάστημα το πόστο στην τραπεζαρία πληρώματος και σέρβιρε στο πλήρωμα τα γεύματά τους. Εκείνο το διάστημα δούλευε το ίδιο ωράριο, όμως, τις ώρες 07.00 με 8.30 (πρωινό), 11.30 με 13.00 (μεσημεριανό) και 17.30 με 19.30 (βραδινό) βρισκόταν στην τραπεζαρία και τις υπόλοιπες ώρες του ωραρίου του στην κουζίνα. Επομένως, και κατά τον χρόνο αυτό, με βάση την ως άνω μαρτυρία, ο εκκαλών – εφεσίβλητος εργαζόταν καθημερινά τουλάχιστον επί 11 ½ ώρες [8 ½ ώρες + 3 ώρες], με τις παραπάνω διακρίσεις απασχολούμενος και στην προετοιμασία των γευμάτων (πρωϊνού, μεσημεριανού και βραδινού) του πληρώματος, που αποτελείτο από 85 άτομα στο 2ο πλοίο. Ενόψει, δε, του ότι η κουζίνα δεν έκλεινε πάντα στην ώρα της αλλά υπήρχε μία καθυστέρηση της τάξης των 30 λεπτών περίπου σε κάθε γεύμα, ημερησίως, σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι όπως αποδεικνύεται από τις καταγραφές των ωρών εργασίας (13) και ανάπαυσης (11) του εκκαλούντος – εφεσίβλητου για τους μήνες Ιούλιο, Αύγουστο και Οκτώβριο του έτους 2020 [κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του στο BSD και μάλιστα εν μέσω της πανδημίας που προκλήθηκε από τον SARS-CoV-2, ο οποίος εξαπλώθηκε και στην Ελλάδα από τις 26 Φεβρουαρίου 2020 και έπειτα], που συνέταξε η εκκαλούσα – εφεσίβλητη εταιρία και επομένως τουλάχιστον οι ως άνω ώρες συνομολογούνται από αυτήν και μάλιστα χωρίς να αναφέρεται καμία διακοπή, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται, χωρίς αυτό να έχει αποτυπωθεί και στις καρτέλες, αποδεικνύεται, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, λαμβανομένων υπόψιν και των ειδικών συνθηκών εργασίας του ναυτικού, δεδομένου ότι απασχολείτο και πριν [με την προετοιμασία] και μετά [με το πλύσιμο των σκευών και την καθαριότητα των χώρων του μαγειρείου] από κάθε παρασκευή των τριών γευμάτων, κατά τη διάρκεια της οποίας παρείχε βοήθεια προς τον προϊστάμενό του, Α΄ Μάγειρα, αποδεικνύεται οι σχετικές εγγραφές στις καταστάσεις μηνιαίων υπερωριών πληρώματος και στα εκκαθαριστικά σημειώματα αποδοχών του εκκαλούντος – εφεσίβλητου, που επικαλείται και προσκομίζει η εκκαλούσα – εφεσίβλητη δεν είναι ακριβείς, όπως βάσιμα ισχυρίζεται ο πρώτος, ο οποίος πράγματι εργαζόταν υπερωριακά, όπως προεκτέθηκε και η τήρηση αυτών είχε μόνον τυπικό χαρακτήρα και ότι αυτός εργαζόταν τουλάχιστον επί δεκατέσσερις (14) ώρες ημερησίως σε αμφότερα τα πλοία της εκκαλούσας – εφεσίβλητης εκτελώντας τα ίδια καθήκοντα. Το ίδιο συνέβαινε, για τους ίδιους ως άνω λόγους και με τις ώρες απασχόλησης του εργαζόμενου ναυτικού, όσον αφορά και τα ανεκτέλεστα δρομολόγια των πλοίων κατά τις αναφερόμενες από την εκκαλούσα – εφεσίβλητη στο πρώτο σκέλος του 2ου λόγου της έφεσή της (υπό 2.1.) ημερομηνίες, λόγω καιρικών συνθηκών, αντικατάστασης δρομολογίων του πρώτου πλοίου (BSP) από το δεύτερο (BSD) καθώς και κατά τη διάρκεια του ετήσιου δεξαμενισμού του τελευταίου (δεύτερο σκέλος του 2ου λόγου έφεσης υπό 2.2.) (βλ. και σχετικές εγγραφές στο ημερολόγιο γέφυρας των πλοίων) διότι δεν αποδείχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμος ο ισχυρισμός της, ότι κατά τη διάρκεια των ανεκτέλεστων δρομολογίων όλο το πλήρωμα μαγειρείου ασχολείτο με την σίτιση του πληρώματος ή με την καθαριότητα του μαγειρείου, ούτε ότι απασχολείτο στο μαγειρείο και ένας βοηθός φροντιστή, ο οποίος αν και υπήρχε ναυτολογημένος στο 2ο πλοίο απασχολείτο στο κατάστημα των …… και τα μπαρ, όπως και το λοιπό προσωπικό μαγειρείου (βλ. καταθέσεις μαρτύρων απόδειξης) και κατά τους πλόες και κατά την ακινησία των πλοίων. Με βάση όλα όσα προεκτέθηκαν και ενόψει ιδίως: α) των συνθηκών και περιστάσεων που επικρατούσαν στα εν λόγω πλοία, τα οποία ήταν δρομολογημένα στις ανωτέρω πολύωρες ακτοπλοϊκές γραμμές, β) της σταθερής καταβολής κάθε μήνα του ένδικου χρονικού διαστήματος χρηματικών ποσών για_αμοιβή υπερωριακής εργασίας, τόσο κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, όσο και κατά τα Σάββατα και τις αργίες, γ) της ειδικότητας του εκκαλούντος – εφεσίβλητου (ενάγοντος) και εντεύθεν της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησής του, δ) του γεγονότος ότι τα ένδικα πλοία διατηρούσαν πλήρη την ανά περίοδο αναγκαία κατά νόμο σύνθεση πληρώματος, κρίνεται ότι κατέστη απαραίτητο, προς εξυπηρέτηση των αναγκών που δημιουργούνταν από τις ως άνω συνθήκες λειτουργίας των πλοίων και στα πλαίσια εκτέλεσης των καθηκόντων τής ειδικότητάς του, αυτός να εργαστεί υπερωριακά, κατά μέσο όρο τις μεν καθημερινές και Κυριακές επί έξι (6) ώρες ημερησίως, τα δε Σάββατα και αργίες επί δεκατέσσερις (14) ώρες ημερησίως και όχι 16 και 15 αντίστοιχα, όπως καθ’ υπερβολή ισχυρίζεται ο τελευταίος. Το γεγονός, εξάλλου, ότι κατά το επίδικο χρονικό διάστημα τα πλοία ταξίδευαν με πλήρη σύνθεση πληρώματος δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς την πραγματοποιούμενη καθημερινά υπερωριακή εργασία του εκκαλούντος – εφεσίβλητου ναυτικού, δεδομένου μάλιστα ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (ΚΔΝΔ, ΦΕΚ Α 261/3.10.1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια αυτού κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν υποδηλώνει ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (ΜονΕφΠειρ. 23/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014 ΝΟΜΟΣ), ενώ και το γεγονός ότι η παραπάνω υπερωριακή εργασία του εκκαλούντος – εφεσίβλητου δεν αναγραφόταν στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, το οποίο τηρούσε η εκκαλούσα – εφεσίβλητη, δια του προεστημένου οργάνου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 107 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και 19 εκάστης των ως άνω ΣΣΝΕ, καθώς και το ότι ο πρώτος υπέγραφε στο εν λόγω βιβλίο χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών αυτού (ΜονΕφΠειρ. 716/2014 ΝΟΜΟΣ). Αλλά και η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον εκκαλούντα – εφεσίβλητο των μισθοδοτικών του καταστάσεων δεν ενέχει, άνευ άλλου τινός, παραίτηση αυτού από τα ως άνω νόμιμα δικαιώματά του. Σε κάθε περίπτωση και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από αυτόν των ως άνω δελτίων μισθοδοσίας και του βιβλίου υπερωριών ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του από την προσφορά της εργασίας του, η παραίτηση αυτή (νοούμενη ως άφεση χρέους) είναι άνευ εννόμου επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα δικαιώματά του που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας, έστω και αν αυτή (παραίτηση) λαμβάνει χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας, είναι άκυρη. Επομένως, πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι οι 2ος και 3ος λόγοι της έφεσης της εκκαλούσας – εφεσίβλητης και να γίνουν εν μέρει δεκτοί ως ουσιαστικά βάσιμοι οι πρώτος και τέταρτος λόγοι της έφεσης του εκκαλούντος – εφεσίβλητου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε διαφορετικά και καθόρισε την υπερωριακή απασχόληση του εκκαλούντος – εφεσίβλητου κατά μέσο όρο τις μεν καθημερινές και Κυριακές επί τέσσερις (4) ώρες ημερησίως, τα δε Σάββατα και αργίες επί δώδεκα (12) ώρες ημερησίως εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει συνεπώς ως προς το κεφάλαιό της αυτό να εξαφανιστεί, να κρατηθεί η αγωγή από το παρόν δικαστήριο και να εκδικάσει ως προς το κεφάλαιο αυτό την υπόθεση (άρθρο 535 ΚΠολΔ). Ακολούθως, ο ενάγων δικαιούται να λάβει ως διαφορές για την προαναφερόμενη υπερωριακή του απασχόληση τα ακόλουθα ποσά, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα γι’ αυτήν ωρομίσθια στην εφαρμοστέα άνω σσνε: Α]Από τη ναυτολόγησή του, το έτος 2020, στο πλοίο BSP κατά τα χρονικά διαστήματα από 1-1-2020 έως 8-1-2020, από 14-2-2020 έως 29-3-2020, από 13-4-2020 έως 18-5-2020 και από 28-5-2020 έως 22-7-2020: α) δεδομένου ότι απασχολήθηκε 21 Σάββατα και 9 αργίες (1-1, 6-1, 2-3, 25-3, 17-4, 20-4, 23-4, 1-5 και 28-5-2020) κατά μέσο όρο 14 ώρες υπερωριακά, το ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων δεκαπέντε ευρώ και σαράντα λεπτών [(21+9)=30 ημέρες Χ 14 ώρες = 420 ώρες Χ 8,37€ η αμοιβή έκαστης υπερωριακής ώρας=3.515,40€), έναντι του οποίου έλαβε 1.848,20€, όπως ο ίδιος ο ενάγων συνομολογεί και προβάλει η εναγόμενη με ένσταση εξόφλησης, οφειλομένου του υπολοίπου ποσού των χιλίων εξακοσίων εξήντα επτά ευρώ και είκοσι λεπτών [3.515,40 – 1.848,20 = 1.667,20€], β) δεδομένου ότι απασχολήθηκε 115 καθημερινές και Κυριακές κατά μέσο όρο 14 ώρες, εκ των οποίων οι 6 είναι υπερωρίες, δικαιούται το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων οκτακοσίων δεκαέξι ευρώ και είκοσι λεπτών (115 ημέρες Χ 6 ώρες = 690 ώρες Χ 6,98€ η αμοιβή έκαστης ώρας= 4.816,20€), έναντι του οποίου έλαβε 81,90€, όπως ο ίδιος ο ενάγων συνομολογεί και προβάλει η εναγόμενη με ένσταση εξόφλησης, οφειλομένου του υπολοίπου ποσού των τεσσάρων χιλιάδων επτακοσίων τριάντα τεσσάρων ευρώ και τριάντα λεπτών [4.816,20 – 81,90 = 4.734,30€]. Συνολικά (α+β) για την αιτία αυτή δικαιούται να λάβει το ποσό των έξι χιλιάδων τετρακοσίων ενός ευρώ και πενήντα λεπτών [1.667,20 + 4.734,30 = 6.401,50 ευρώ]. Β]Από τη ναυτολόγησή του, το έτος 2020, στο πλοίο BSD: Κατά το χρονικό διάστημα από 23-7-2020 έως 15-12-2020): α) δεδομένου ότι απασχολήθηκε 20 Σάββατα και 4 αργίες (15-8, 14-9, 28-10 και 6-12-2020) κατά μέσο όρο 14 ώρες υπερωριακά δικαιούται το ποσό των δύο χιλιάδων οκτακοσίων δώδεκα ευρώ και τριάντα δύο λεπτών (24 ημέρες Χ 14 ώρες = 336 ώρες Χ 8,37€ η αμοιβή έκαστης υπερωριακής ώρας= 2.812,32 ευρώ), έναντι του οποίου έλαβε 1.809,96€ και όχι 1.236,39€ όπως ο ίδιος ο ενάγων συνομολογεί, οφειλομένου του υπολοίπου ποσού των χιλίων δύο ευρώ και τριάντα έξι λεπτών [2.812,32 – 1.809,96 = 1.002,36 ευρώ], β) δεδομένου ότι απασχολήθηκε 122 καθημερινές και Κυριακές κατά μέσο όρο 14 ώρες, εκ των οποίων οι 6 είναι υπερωρίες, δικαιούται το ποσό των πέντε χιλιάδων εκατόν εννέα ευρώ και τριάντα έξι λεπτών (122 ημέρες Χ 6 ώρες = 732 ώρες Χ 6,98€ η αμοιβή έκαστης ώρας =5.109,36 ευρώ), έναντι του οποίου έλαβε 121,44€, οφειλομένου του υπολοίπου ποσού των τεσσάρων χιλιάδων εννιακοσίων ογδόντα επτά ευρώ και ενενήντα δύο λεπτών [5.109,36 – 121,44 = 4.987,92 ευρώ]. Συνολικά (α+β) για την αιτία αυτή ο ενάγων δικαιούται να λάβει το ποσό των πέντε χιλιάδων εννιακοσίων ενενήντα ευρώ και είκοσι οκτώ ευρώ[1.002,36 + 4.987,92 = 5.990,28 ευρώ]. Επομένως, για την υπερωριακή του απασχόληση σε αμφότερα τα πλοία της εναγόμενης δικαιούται να λάβει ο ενάγων καθ΄όλη τη διάρκεια της ναυτολόγησής του συνολικά το ποσό των δώδεκα χιλιάδων τριακοσίων ενενήντα ενός ευρώ και εβδομήντα οκτώ λεπτών [Α+Β = 6.401,50 ευρώ +5.990,28 ευρώ = 12.391,78 ευρώ]. Περαιτέρω, οι ισχυρισμοί της εναγόμενης, που περιέχονται στο πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου της έφεσής της, ότι δηλαδή εσφαλμένα από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έγινε δεκτό ως νόμιμο το κονδύλιο της αγωγής για αναλογία επιδομάτων εορτών 2020, ενώ έπρεπε να απορριφθεί ως μη νόμιμο, εκ του λόγου ότι ο ενάγων καμία πρόσθετη αμοιβή για την ανωτέρω εργασία του δεν δικαιούτο πέραν του «κλειστού μισθού», όπως αυτή ισχυρίστηκε και στα πλαίσια της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου διαδικασίας, εκ του λόγου ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής η ανωτέρω σσνε 2019 πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι και ακολούθως και το σκέλος αυτό του 4ου λόγου της έφεσής της, σύμφωνα με όσα λέχθηκαν παραπάνω κατά την απόρριψη του πρώτου λόγου της έφεσής της, εφόσον αποδείχθηκε ότι τα συμβαλλόμενα μέρη – διάδικοι κατά την κατάρτιση των συμβάσεων ναυτολόγησης συμφώνησαν την εφαρμογή σε αυτές της σσνε πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2019. Περαιτέρω, με τον 2ο και 5ο λόγο της έφεσής του ο ενάγων παραπονείται διότι η εκκαλουμένη με το να δεχθεί ότι εργάστηκε υπερωριακά λιγότερες ώρες από αυτές που ισχυρίστηκε με την αγωγή του στα πλοία της εναγόμενης (12 αντί 15 και 16 αντίστοιχα σε κάθε πλοίο) του επιδίκασε εσφαλμένα και μικρότερα ποσά ως διαφορά επί της αναλογίας των επιδομάτων εορτών και συγκεκριμένα Χριστουγέννων και Πάσχα όσον αφορά το πλοίο BSP και Χριστουγέννων όσον αφορά το πλοίο BSD, για το επίδικο έτος 2020. Αντίστοιχα, με το δεύτερο σκέλος του 4ου λόγου της έφεσης της εναγόμενης αυτή παραπονείται διότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο υπολόγισε τις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος συμπεριλαμβάνοντας σε αυτές κονδύλια που δεν συνυπολογίζονται. Ειδικότερα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα συνυπολογίστηκε το αντίτιμο τροφής, το οποίο δεν δικαιούται ο ενάγων γιατί διατρεφόταν στο πλοίο, το επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας (αποδοχές αδείας), διότι πρόκειται για παροχή που δεν καταβάλλεται σταθερά και πάγια αλλά εξαρτάται από την λόγω των συνθηκών εργασίας χορήγηση ή μη της άδειας στο ναυτικό και τέλος τον μέσο όρο υπερωριακής αμοιβής αν και τέτοια δεν παρείχε ο ενάγων κατά τους ισχυρισμούς της, στη συνέχεια, δε, η εκκαλουμένη επ΄ αυτών των αποδοχών υπολόγισε και τα επιδόματα εορτών. Επί των λόγων αυτών λεκτέα τα ακόλουθα: Από τη διάταξη του άρθρου 14 της εφαρμοστέας άνω σσνε σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14-12-1982 απόφασης του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς του δικαιούμενους ναυτικούς» (Φ.Ε.Κ. B’ 1/07-01-1982), προκύπτει ότι οι ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών αντίστοιχα, εφόσον η σχέση εργασίας διήρκησε καθ’ όλο το διάστημα από την 1η Μαΐου μέχρι την 31η Δεκεμβρίου και από την 1η Ιανουαρίου μέχρι την 30η Απριλίου αντίστοιχα, ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε καθ’ όλο το αντίστοιχο χρονικό διάστημα, τα 2/25 του μηνιαίου μισθού για κάθε δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του μισού (μηνιαίου) μισθού για κάθε οκταήμερο χρονικό διάστημα αντίστοιχα ή ανάλογο κλάσμα σε περίπτωση χρονικού διαστήματος μικρότερο του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου. Για τον υπολογισμό των επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πράγματι καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα προ του Πάσχα αντίστοιχα, ενώ ως καταβαλλόμενος μισθός νοείται το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού. Τακτικές αποδοχές για την εφαρμογή των διατάξεων της άνω Υπουργικής Απόφασης θεωρούνται ο μισθός καθώς και κάθε άλλη παροχή εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη σαν συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το μισθωτό εργασίας, τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά, κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα του χρόνου. Ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικά στην ανωτέρω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος πάγια και τακτικά ανά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικά, γ) οι λοιπές, τακτικά και πάγια, καταβαλλόμενες παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (Εφ.Πειρ. 435/2022, Εφ.Πειρ. 397/2020, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 18/2016, Εφ.Πειρ. 19/2016, Εφ.Πειρ. 371/2016, Εφ.Πειρ. 73/2016, Εφ.Πειρ. 160/2014, Εφ.Πειρ. 36/2014, Εφ.Πειρ. 647/2014, Εφ.Πειρ. 231/2013, Εφ.Πειρ. 377/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), η τροφοδοσία, είτε καταβάλλεται αυτούσια είτε σε χρήμα (Εφ.Πειρ. 463/2022, Εφ.Πειρ. 435/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 496/2015, αδημ, Εφ.Πειρ. 861/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (Α.Π. 1013/2003, Εφ.Πειρ. 463/2022, Εφ.Πειρ. 481/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 430/2014, Εφ.Πειρ. 361/2014, Εφ.Πειρ. 56/2014, Εφ.Πειρ. 83/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και το επίδομα άγονης γραμμής (Εφ.Πειρ. 544/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 464/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, συνυπολογιστέα δεν είναι καταρχήν η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, όταν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (Εφ.Πειρ. 463/2022, Εφ.Πειρ. 220/2022, Εφ.Πειρ. 435/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 164/2014, Εφ.Πειρ. 328/2014, Εφ.Πειρ. 177/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ωστόσο συνυπολογίζεται και η εν λόγω αμοιβή στην περίπτωση που πραγματοποιούνται τακτικά τέτοια δρομολόγια και η αντίστοιχη προς αυτά πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται αδιαλείπτως (Εφ.Πειρ. 463/2022, ό.α, Εφ.Πειρ. 544/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 590/2014, Εφ.Πειρ. 66/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον, νομίμως λαμβάνεται υπ’ όψιν το αντίτιμο τροφής, ασχέτως αν παρέχεται σε χρήμα ή σε είδος, καθόσον αποτελεί μέρος του μισθού και τακτική προσαύξησή του, αποτιμητή σε χρήμα κατά τα οριζόμενα στη σσνε (ΜΕφΠ 496/2015 ΝΟΜΟΣ).
Με βάση τα παραπάνω, στις νόμιμες τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος ναυτικού θα συνυπολογιστούν ο μέσος όρος της αμοιβής του για υπερωριακή εργασία, η οποία αποδείχθηκε ότι ο ενάγων παρείχε, απορριπτομένων ως ουσιαστικά αβάσιμων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της εναγόμενης και του οικείου λόγου της έφεσής της, η αποζημίωση άδειας, ενόψει του ότι, από τις προσκομιζόμενες και μη αμφισβητούμενες από τους διαδίκους μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του ενάγοντος προκύπτει η κατά τρόπο σταθερό, τακτική, κάθε μήνα καταβολή ποσών γι’ αυτές τις αιτίες, ως άλλωστε δεν αμφισβητείται από την εναγόμενη – εκκαλούσα και το αντίτιμο τροφής, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην οικεία μείζονα σκέψη της παρούσας. Δεν θα συνυπολογιστεί, όμως, στις τακτικές αποδοχές του η πρόσθετη αμοιβή του για δρομολόγια εξπρές, επειδή δεν την λάμβανε αδιαλείπτως και τα δρομολόγια εξπρές δεν πραγματοποιούνταν τακτικά, ενώ και ο ίδιος δεν τη συνυπολογίζει στις τακτικές αποδοχές του στο δικόγραφο της αγωγής του. Κατόπιν τούτων: Α]Οι νόμιμες τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, κατά την διάρκεια της ναυτολόγησής του στο πλοίο BSP ανέρχονται στο ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων έξι ευρώ και πενήντα τεσσάρων λεπτών (3.506,54€) [ήτοι 965,87€ μισθός ενεργείας + 212,49€ επίδομα Κυριακών + 36,64€ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 599,40€ μηνιαίο αντίτιμο τροφής + 367,70€ επίδομα αδείας + 1.324,44 € μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής [6.401,50 ευρώ (δικαιούμενο ποσό για την συνολική υπερωριακή απασχόληση του ναυτικού) δια 145 ημέρες (συνολική διάρκεια της ναυτολόγησής του) επί 30 {6.401,50 : 145 μέρες Χ 30} = 1.324,44 ευρώ]. Κατά συνέπεια: α)Για αναλογία επιδόματος εορτής Πάσχα 2020 και για τα χρονικά διαστήματα από 1.1.2020 έως και 8.1.2020, από 14.2.2020 έως και 29.3.2020 και από 13.4.2020 έως και 30.4.2020 ο ενάγων έπρεπε να λάβει το ποσό των χιλίων τριάντα έξι ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτών (ήτοι: μηνιαίος μισθός 3.506,54€ : 2 Χ 1/15 = 116,88 ευρώ ανά 8ήμερο Χ 8,87 οκταήμερα = 1.036,76 ευρώ). Αφαιρουμένου, δε, του ποσού που συνομολογείται ότι του κατέβαλε η εναγόμενη για την αιτία αυτή ύψους 481,52 ευρώ, δικαιούται να λάβει την διαφορά, εκ ποσού πεντακοσίων πενήντα πέντε ευρώ και είκοσι τεσσάρων λεπτών [1.036,76 – 481,52 = 555,24 ευρώ], β) Για αναλογία επιδόματος εορτής Χριστουγέννων 2020 και για τα χρονικά διαστήματα από 1.5.2020 έως και 18.5.2020 και από 28.5.2020 έως και 22.7.2020 ο ενάγων έπρεπε να λάβει το ποσό των χιλίων ενενήντα ενός ευρώ και είκοσι τριών λεπτών [ήτοι: μηνιαίος μισθός 3.506,54€ Χ 2/25 = 280,52 ευρώ ανά 19ήμερο Χ 3,89 δεκαεννεαήμερα = 1.091,23 ευρώ]. Αφαιρουμένου, δε του ποσού που συνομολογείται ότι του κατέβαλε η εναγόμενη για την αιτία αυτή ύψους 493,70 ευρώ δικαιούται να λάβει την διαφορά, εκ ποσού πεντακοσίων ενενήντα επτά ευρώ και εβδομήντα λεπτών [1.091,23 – 493,70 = 597,53 ευρώ]. Β]Οι συνολικές μικτές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, κατά την διάρκεια της ναυτολόγησής του στο πλοίο BSD ανέρχονται στο ποσό των τριών χιλιάδων τετρακοσίων είκοσι ενός ευρώ και σαράντα έξι λεπτών (3.421,46 ευρώ) [ήτοι 965,87€ μισθός ενεργείας + 212,49€ επίδομα Κυριακών + 36,64€ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 599,40€ μηνιαίο αντίτιμο τροφής + 367,70€ επίδομα αδείας + 1.230,87 € μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής [5.990,28 ευρώ (δικαιούμενο ποσό για την συνολική υπερωριακή απασχόληση του ναυτικού) δια 146 ημέρες εργασίας (συνολική διάρκεια της ναυτολόγησής του 146 ημέρες και όχι 145 που εσφαλμένα υπολόγισε η εκκαλουμένη όπως βάσιμα παραπονείται με τον 5ο λόγο της έφεσής του ο ενάγων) = 41,02€ επί 30 ημέρες {5.990,28 : 146 μέρες Χ 30} = χίλια διακόσια τριάντα ευρώ και ογδόντα επτά λεπτά]. Κατά συνέπεια: Για αναλογία επιδόματος εορτής Χριστουγέννων 2020, δεδομένου ότι ο ενάγων απασχολήθηκε εντός του κρίσιμου χρονικού διαστήματος από 23-7-2020 έως 15-12-2020 (ήτοι επί 146 ημέρες) δικαιούται να λαμβάνει ποσό ίσο με τα 2/25 του συνολικού μηνιαίου μισθού του για κάθε 19 ημέρες εργασίας και δη ποσό δύο χιλιάδων εκατόν δύο ευρώ και δεκατεσσάρων λεπτών (2.102,14€) [3.421,46€ (μηνιαίες αποδοχές) X 2/25 = 273,71 ευρώ X 7,68 δεκαεννεαήμερα [146 μέρες δια 19 =7,68 και όχι επί 7,63 που εσφαλμένα υπολόγισε η εκκαλουμένη, όπως βάσιμα παραπονείται με τον 5ο λόγο της έφεσής του ο ενάγων] = 2.102,14 ευρώ), έναντι του οποίου έλαβε όπως συνομολογείται το ποσό των 964,04€ και επομένως δικαιούται να λάβει την διαφορά ύψους χιλίων εκατόν τριάντα οκτώ ευρώ και δέκα λεπτών [ 2.102,14 – 964,04 = 1.138,10 ευρώ]. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε διαφορετικά κατά τον υπολογισμό της αναλογίας των επιδομάτων εορτών λαμβάνοντας υπόψιν μέσο όρο υπερωριακής εργασίας 12 ωρών αντί των 14 ωρών που έγινε δεκτό από το παρόν Δικαστήριο εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει συνεπώς και ως προς το κεφάλαιό της αυτό να εξαφανιστεί, δεκτών γενομένων εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμων των 2ου και 5ου λόγων της έφεσης του ενάγοντος και απορριπτομένου, αντίστοιχα, του 4ου λόγου έφεσης της εναγόμενης. Περαιτέρω, οι ισχυρισμοί της εναγόμενης, που περιέχονται στο πρώτο σκέλος του πέμπτου λόγου της έφεσής της, ότι εσφαλμένα από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έγινε δεκτό ως νόμιμο το κονδύλιο της αγωγής για διαφορές επιδόματος εξπρές δρομολογίων 2020, ενώ έπρεπε να απορριφθεί ως μη νόμιμο, εκ του λόγου ότι, ο ενάγων καμία πρόσθετη αμοιβή για την αιτία αυτή δεν δικαιούτο πέραν του «κλειστού μισθού», εκ του λόγου ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής η ανωτέρω σσνε 2019 πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι και ακολούθως και το σκέλος αυτό του 5ου λόγου, για όσους λόγους αναφέρθηκαν παραπάνω κατά την απόρριψη του 1ου λόγου της έφεσης της εναγόμενης, εφόσον αποδείχθηκε η εφαρμογή στην επίδικη σύμβαση ναυτικής εργασίας της σσνε πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2019. Περαιτέρω, με το δεύτερο σκέλος του 5ου λόγου (υπό 5.2) της έφεσής της η εναγόμενη παραπονείται για εσφαλμένο υπολογισμό από την εκκαλουμένη του αριθμού των εξπρές δρομολογίων και με το τρίτο σκέλος του 5ου λόγου (υπό 5.3.) για εσφαλμένο προσδιορισμό του ύψους των τακτικών αποδοχών του ενάγοντος, σύμφωνα με όσα ισχυρίστηκε και στον 4ο λόγο της έφεσής της, αφού δεν θα έπρεπε να συνυπολογιστούν σε αυτές τα κονδύλια για αντίτιμο τροφής, επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας και το ύψος του μ.ο. των υπερωριών. Πλην, όμως, η απόρριψη του 4ου λόγου της έφεσης της εναγόμενης για τους λόγους που προαναφέρθηκαν συμπαρασύρει στο ίδιο αποτέλεσμα και το τρίτο σκέλος του 5ου λόγου, κι επομένως πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο. Αντίστοιχα, ο ενάγων με τον τρίτο λόγο της έφεσής του παραπονείται ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη υπολόγισε τον μέσο όρο επί της υπερωριακής του αμοιβής, η οποία λήφθηκε υπόψιν για την εξεύρεση των τακτικών μηνιαίων μικτών αποδοχών του και στη συνέχεια την εξεύρεση της πρόσθετης αμοιβής του για δρομολόγια εξπρές, δεδομένου ότι η εκκαλουμένη έκανε δεκτή 12ωρη υπερωριακή απασχόληση αντί αυτής που ισχυρίστηκε στην αγωγή του. Ο λόγος αυτός πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός, κατά τα κατωτέρω αναφερόμενα και ως ουσιαστικά βάσιμος, σύμφωνα με όσα λέχθηκαν στον 1ο και 4ο λόγο της έφεσης του ενάγοντος που έγιναν εν μέρει δεκτοί ως ουσιαστικά βάσιμοι και αφορούν την αποδειχθείσα υπερωριακή απασχόλησή του επί 14 ώρες ημερησίως. Κατά τα λοιπά και όσον αφορά και το δεύτερο σκέλος του 5ου λόγου της έφεσης της εναγόμενης λεκτέα τα ακόλουθα:
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 της σσνε των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2019, που υπογράφηκε στις 8.7.2019, κυρώθηκε στις 24.7.2019 με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 3170/ 2019) στις 12.8.2019, υπό τον τίτλο «Δρομολόγια Εξπρές», προβλέπεται ότι, σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση των δρομολογίων πρέπει να προνοείται από την αρμόδια Υπηρεσία του Y.Θ.Υ.Ν.ΑΛ. και από τους πλοιοκτήτες η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξι (6) ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης, καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο (παρ. 1). Αν κατ` εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατόν ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο, κατά τη διαδικασία του Ν. 2932/2001 ή του ΚΔΝΔ, η περί εγκρίσεως του οποίου απόφαση κοινοποιείται στην Π.Ν.Ο., καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου πρόσθετη αμοιβή, όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου (παρ. 2). Δρομολόγια για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου η, κατά την επομένη παράγραφο 7, πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού (παρ. 3). Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αμοιβής αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται δια του αριθμού 8, το δε πηλίκο αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή (παρ. 4). Ειδικά, προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των πέντε (5) δρομολογίων κάθε εβδομάδα, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα τού, κατά την προηγούμενη παράγραφο 2, προσδιορισμού (παρ. 5). Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή υπολογιζόμενη, εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή η μετάβαση στο λιμένα ή τους λιμένες προορισμού και η επιστροφή στο λιμάνι αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών (παρ. 7). Δηλαδή, κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, οι ναυτικοί που εργάζονται σε πλοία που εκτελούν περισσότερα από πέντε (5) κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα (6 ή 7), είτε παραμένουν στο λιμάνι αφετηρίας 6 ώρες είτε όχι, λαμβάνουν την πρόσθετη αμοιβή που προβλέπεται στην παρ. 7, η οποία δεν υπολογίζεται κατά την παρ. 4, αλλά όπως ορίζεται στην παρ. 5. Επομένως, λαμβάνουν στην περίπτωση κατά την οποία η διάρκεια του κάθε δρομολογίου (κυκλικού ταξιδιού) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, πρόσθετη αμοιβή ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών για κάθε δρομολόγιο. Δηλαδή, αν εκτελούν 6 τακτικά δρομολόγια την εβδομάδα λαμβάνουν ως πρόσθετη αμοιβή το 1/30 των ως άνω αποδοχών, και, αν εκτελούν 7 τακτικά δρομολόγια, λαμβάνουν τα 2/30. Αν εκτελούν, όμως, πέντε (5) δρομολόγια ή λιγότερα των πέντε (5), τότε έχει εφαρμογή η προαναφερθείσα παρ. 4 του άρθρου αυτού. Τακτικά θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα κατά τα οποία το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας σε προκαθορισμένη για κάθε ημέρα ώρα (έστω και αν η ώρα κάθε ημέρας δεν είναι ίδια, αρκεί να είναι προκαθορισμένη), σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, χωρίς να ασκεί επιρροή, για το χαρακτηρισμό του δρομολογίου ως τακτικού, η ύπαρξη τυχόν καθυστερήσεων κατά την εκτέλεσή του (Εφ.Πειρ.587/2011 ΕΝΔ 2012.19, Εφ.Πειρ.663/2008 αδημ. σε νομικό τύπο, Εφ.Πειρ.34/2008, Εφ.Πειρ.111/2007 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ.540/2006 ΕΝΔ 2006.363, Εφ.Πειρ.148/2006, Εφ.Πειρ.768/2005, Εφ.Πειρ. 740/2005, Εφ.Πειρ.245/2003 αδημ. σε νομικό τύπο). Εξάλλου, κατά τη σαφή έννοια της παρ. 1 του πιο πάνω άρθρου, ως δρομολόγιο νοείται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής. Δηλαδή το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας. Η υποχρέωση εξάωρης παραμονής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ορίζεται σαφώς ότι πρέπει να γίνεται μία και μοναδική φορά σε κάθε δρομολόγιο και συγκεκριμένα στο λιμάνι αφετηρίας “πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο”. Η παραπάνω έννοια του δρομολογίου ταυτίζεται με εκείνη η οποία δίδεται και με το άρθρο 1 του Π.Δ. 814/1974 “περί καθορισμού κατηγοριών δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότητος δρομολογήσεως”, στο οποίο, το μεν δρομολόγιο νοείται ως “το κατά ημέραν και ώραν ιδιαίτερον ταξίδιον προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής”, ο δε λιμένας αφετηρίας ως “ο λιμήν ή το σημείο εκκινήσεως και επανόδου του επιβατηγού πλοίου κατά την εκτέλεση του δρομολογίου του”. Η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 33 της πιο πάνω Σ.Σ.Ν.Ε. δεν εισάγει διαφορετική ρύθμιση από εκείνη της παρ. 1, με την έννοια ότι το πλοίο πρέπει να παραμείνει 6 ώρες τόσο στο λιμάνι αφετηρίας όσο και στο λιμάνι προορισμού. Δίδεται, όμως, η δυνατότητα, με τη διάταξη αυτή, παραμονής του πλοίου επί εξάωρο για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παρ. 1, είτε στο λιμάνι αφετηρίας είτε στο λιμάνι προορισμού, οπότε, στη δεύτερη περίπτωση, δρομολόγιο, για το οποίο θα καταβληθεί η πρόσθετη αμοιβή της παρ. 7, θεωρείται εκείνο για την εκτέλεση του οποίου το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι προορισμού πριν περάσουν 6 τουλάχιστον ώρες από τον κατάπλου στο λιμάνι αυτό. Το ότι η αμοιβή που προβλέπεται στο άρθρο αυτό καταβάλλεται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο δεν παρέμεινε στο λιμάνι επί 6 ώρες σε κάθε πλήρες ταξίδι του προκύπτει και από τον αναφερόμενο στην παρ. 7 τρόπο υπολογισμού της αμοιβής, όπου ο υπολογισμός γίνεται ανάλογα με την πλήρη διάρκεια του ταξιδιού, δηλαδή από την αναχώρηση του πλοίου έως την επιστροφή του (Εφ.Πειρ.716/2011 ΕΝΔ 2012.107, Εφ.Πειρ.34/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ.768/2005 αδημ. σε νομικό τύπο). Τέλος, με την παράγραφο 6 του ίδιου άρθρου 33 ορίζεται ότι οι διατάξεις αυτού δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται σε ημερόπλοια, καθώς και σε πλοία δευτερευουσών και τοπικών γραμμών, εκτός αν τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή από 23.00 μέχρι 07.00 (Εφ.Πειρ.517/2011, Εφ.Πειρ.55/2011, Εφ.Πειρ. 764/2010, Εφ.Πειρ.663/2008 αδημ. σε νομικό τύπο). Περαιτέρω, στις τακτικές αποδοχές περιλαμβάνονται ο καταβαλλόμενος μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη, ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, τακτικά κάθε μήνα ή κατ` επανάληψη περιοδικά σε ορισμένα χρονικά διαστήματα, όπως π.χ. το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, ο μέσος όρος της αμοιβής που καταβάλλεται τακτικά για επαναλαμβανόμενη υπερωριακή εργασία (ΤριμΕφΠειρ. 53/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124), το επίδομα αδείας (ΜονΕφΠειρ. 317/2018, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 265/2016, ΜονΕφΠειρ. 51/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η αποζημίωση μη πραγματοποίησης αδείας [ειδικότερα, όσον αφορά τις αποδοχές αδείας, από τις διατάξεις του άρθρου 15 της οικείας σσνε προκύπτει ότι η άδεια, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στη χερσαία εργασία, παρέχεται μόνο αν, κατά την κρίση του πλοιάρχου, οι ανάγκες του πλοίου επιτρέπουν τη χορήγησή της και, σε περίπτωση μη χορήγησης, ο ναυτικός δικαιούται της αποζημίωσης που ορίζεται στην παρ. 2 του άνω άρθρου. Ακριβώς, δε, για το λόγο ότι κατά κανόνα οι συνθήκες της ναυτικής εργασίας δεν επιτρέπουν την παροχή της άδειας in natura, οι επιπλέον αποδοχές που δικαιούται για την περίπτωση αυτή ο ναυτικός προσλαμβάνουν τον χαρακτήρα τακτικού ανταλλάγματος (μισθού) για την παροχή της εργασίας (ΕφΠειρ 504/2022, ΕφΠειρ 288/2022)], ο μέσος όρος των πρόσθετων αμοιβών που εισπράττει ο ναυτικός από τον εργοδότη του, αν αυτές του καταβάλλονται σταθερά και αδιαλείπτως κάθε μήνα (ΜονΕφΠειρ. 57/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ο.π.). καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, μεταξύ των οποίων είναι η τροφοδοσία, είτε παρέχεται σε χρήμα, είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (Α.Π.1013/2003, Εφ.Πειρ.562/2012 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ.500/2012, Εφ.Πειρ.517/2011, Εφ.Πειρ.46/2011 αδημ. σε νομικό τύπο, Εφ.Πειρ.568/2009 ΕΝΔ 2009.267, Εφ.Πειρ. 283/2009 ΕΝΔ 2009.102, Εφ.Πειρ.521/2009, Εφ.Πειρ.348/2008 αδημ. σε νομικό τύπο), το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της πιο πάνω σσνε, εφόσον τακτικά το πλοίο εκτελεί σχετικά δρομολόγια και η πρόσθετη αμοιβή της εργασίας έχμασης (Εφ.Πειρ.500/2012 αδημ., Εφ.Πειρ. 46/2011 ΕΝΔ 2011.97, Εφ.Πειρ.343/2009 αδημ.). Αντιθέτως, το προβλεπόμενο από τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1-3 και 20 της ως άνω Συλλογικής Σύμβασης επίδομα ιματισμού, που δικαιούνται οι ναυτικοί, οι οποίοι αποτελούν το κατώτερο πλήρωμα των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, προς αντιμετώπιση των δαπανών της καθιερωμένης στολής του Εμπορικού Ναυτικού, την οποία υποχρεούνται να φέρουν, δεν οφείλεται, εάν η στολή παρέχεται από τον πλοιοκτήτη και δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, αφού, όπως σαφώς προκύπτει από τις προαναφερθείσες διατάξεις, η κύρια και βασική αιτία χορήγησής του είναι η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου και, συνεπώς, σύμφωνα με τα ανωτέρω, δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές και των επιδομάτων εορτών (Α.Π.774/2003 ΔΕΝ 59.1300, Α.Π.226/2003 ΔΕΝ 59.1138, Εφ.Πειρ.434/2013 (Μον.) Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ.53/2013, Εφ.Πειρ. 661/2012 (Μον.), Εφ.Πειρ.517/2011, Εφ.Πειρ. 500/2011, Εφ.Πειρ.55/2011, Εφ.Πειρ.54/2011 αδημ. σε νομικό τύπο, Εφ.Πειρ.377/2011 ΕΝΔ 2011.262, Εφ.Πειρ.723/2010 αδημ., Εφ.Πειρ.283/2009 ΕΝΔ 2009.102). Αντιθέτως, για την εφαρμογή της παραπάνω § 7 στο σύνολο των μηνιαίων αποδοχών του δικαιούχου δεν συμπεριλαμβάνονται τα εορταστικά επιδόματα (δώρα), καθόσον αυτά δεν περιλαμβάνονται στην έννοια των μηνιαίων αποδοχών, αφού κατά το άρθρο 14 της ως άνω σσνε δεν καταβάλλονται τακτικά κάθε μήνα αλλά «επ’ ευκαιρία των εορτών Χριστουγέννων, Νέου έτους και Πάσχα» (ΕφΠειρ194/2022, 423/2021, 397/2020 ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση αποδεικνύεται ότι σε ορισμένα χρονικά διαστήματα, που υπηρετούσε ο ενάγων στο πλοίο «BSP», πραγματοποιήθηκαν δρομολόγια, που είχαν το χαρακτήρα «εξπρές», δεδομένου ότι, σύμφωνα με τους ανωτέρω πλόες, κατά το χρονικό διάστημα από 18.4.2020 έως 18.5.2020, το επίδικο πλοίο εκτελούσε λιγότερα από πέντε κυκλικά ταξίδια κάθε εβδομάδα, ενώ η διάρκεια του εκάστοτε κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή μετάβαση στον λιμένα ή τους λιμένες προορισμού και επιστροφή στον λιμένα αφετηρίας – άρθ. 33 αρ. 7 υπό α΄ σσνε-) ήταν μεγαλύτερη των δώδεκα ωρών [επομένως η πρόσθετη αμοιβή είναι ίση με το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών –αρθ. 33 αρ. 7 υπό α΄ σσνε-] και επεκτείνονταν και κατά την διάρκεια της νύχτας, από τον κατάπλου δε στο λιμάνι αφετηρίας το πλοίο απέπλεε πριν τη συμπλήρωση παραμονής έξι ωρών σε αυτό. Ειδικότερα, όσον αφορά τις κατωτέρω αναφερόμενες ημέρες «Πέμπτη» για τις οποίες και ο λόγος έφεσης της εναγόμενης, αποδείχθηκε, σύμφωνα με τους προσαγόμενους από αυτήν πίνακες δρομολογίων, ότι τις Πέμπτες 16.4.2020, 30.4.2020, 07.5.2020 και 14.5.2020 το ως άνω πλοίο κατέπλευσε στον Πειραιά στις 04.35 π.μ. – και όχι στις 05.40 πμ που εσφαλμένα ισχυρίζεται ο ενάγων – και απέπλευσε στις 07.25 π.μ.. Επομένως, το πλοίο όσον αφορά τις ημεροχρονολογίες αυτές είχε 3,16 ώρες πρόωρης αναχώρησης [η αλήθεια είναι ότι οι ώρες πρόωρης αναχώρησης είναι 3,10 αλλά θα υπολογιστούν οι περισσότερες, ήτοι οι 3,16 που αναφέρει η εναγόμενη στην έφεσή της, δεδομένου ότι το Δικαστήριο δικαιούται μόνον μετά την υποβολή σχετικού αιτήματος να κρίνει, σύμφωνα με την αρχή του συζητητικού συστήματος) και όχι 4,25 ώρες πρόωρης αναχώρησης, όπως εσφαλμένα αναφέρεται στην εκκαλουμένη και συνεπώς, το σύνολο των ωρών πρόωρης αναχώρησης για όλο το παραπάνω χρονικό διάστημα [από 18.4.2020 έως 18.5.2020] ανέρχεται σε 54,5 και όχι 54,89, όπως εσφαλμένα δέχθηκε η εκκαλουμένη, δεκτού γενομένου του δεύτερου σκέλους του 5ου λόγου της έφεσης της εναγόμενης [υπό 5.2]. Ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι η εκκαλουμένη εκ παραδρομής δεν προσμέτρησε και τις ημερομηνίες 15.4.2020, 16.4.2020 και 17.4.2020 κατά τις οποίες πραγματοποιήθηκαν δρομολόγια εξπρές, δεδομένου ότι το ορθό χρονικό διάστημα πραγματοποίησης αυτών είναι από 13.4.2020 έως και 18.5.2020 και όχι το παραπάνω αναφερόμενο και αληθής υποτιθέμενος απαραδέκτως προβάλλεται με τις έγγραφες προτάσεις του ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου και όχι με λόγο έφεσης και πρέπει να απορριφθεί. Ακολούθως, αποδείχθηκε από το πηλίκο του συνόλου των ωρών των πρόωρων αναχωρήσεων κάθε εβδομάδα δια του αριθμού οκτώ (8), ότι το πλοίο BSP εκτέλεσε συνολικά 6,81 δρομολόγια εξπρές [54,5 δια 8]. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται πρόσθετης αμοιβής για την εν λόγω αιτία, όπως αυτή προβλέπεται στην παράγραφο 7 σε συνδυασμό με την παράγραφο 4 του άρθρου 33 της ως άνω σσνε, ούτως ώστε η δικαιούμενη αμοιβή του για κάθε δρομολόγιο «εξπρές», που πραγματοποιήθηκε ισούται προς το 1/30ο των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του. Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, οι συνολικές μικτές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, ως χυτροκαθαριστή, στο BSP ανέρχονταν, σύμφωνα με την ισχύουσα ως άνω σσνε, στο ποσό των 3.506,54 [ήτοι 965,87€ μισθός ενεργείας + 212,49€ επίδομα Κυριακών + 36,64€ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 599,40€ μηνιαίο αντίτιμο τροφής + 367,70€ επίδομα αδείας + 1.324,44 € μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής]. Συνεπώς, η οφειλόμενη αμοιβή του ενάγοντος για τα 6,81 δρομολόγια εξπρές κατά το χρονικό διάστημα από 18.4.2020 έως 18.5.2020 ανέρχεται στο ποσό των επτακοσίων ενενήντα πέντε ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτών [3.506,54€ Χ1/30 = 116,88€ Χ 6,81 [αριθμός δρομολογίων εξπρές] = 795,98 ευρώ {πρόσθετη αμοιβή δρομολογίων εξπρές}. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται να λάβει για αμοιβή δρομολογίων εξπρές για το ως άνω χρονικό διάστημα το ποσό των 795,98 ευρώκαι για το χρονικό διάστημα από 1.1.2020 έως 08.1.2020 και από 14.2.2020 έως 29.3.2020 [σύμφωνα με το άρθρο 33 παρ. 5 της σσνε] το ποσό των 876,50 ευρώ [κεφάλαιο της εκκαλουμένης που δεν πλήττεται με λόγο έφεσης] και συνολικά το ποσό των 1.672,48 ευρώ [795,98+876,50]. Έναντι του ποσού αυτού έλαβε από την εναγόμενη, όπως συνομολογείται, συνολικά το ποσό των 1.388,83 ευρώ και άρα πρέπει να του επιδικαστεί η διαφορά εκ ποσού διακοσίων ογδόντα τριών ευρώ και εξήντα πέντε λεπτών [876,50 +795,98 ευρώ = 1.672,48 – 1.388,83 = 283,65 ευρώ], ήτοι ποσό κατά τι μεγαλύτερο από το ποσό των 281,96 ευρώ που επιδίκασε η εκκαλουμένη και παρά το γεγονός ότι ο ενάγων δεν έχει προσβάλει με έφεση το κονδύλιο αυτό θα του επιδικαστεί η διαφορά αυτή διότι έχει ήδη γίνει εν μέρει δεκτός ο λόγος έφεσης του ενάγοντος όσον αφορά το κεφάλαιο της υπερωριακής του απασχόλησης, ο μέσος όρος της οποίας συνυπολογίζεται, όπως λέχθηκε, για την εξεύρεση της πρόσθετης αυτής αμοιβής του. Κατόπιν αυτών πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ο 3ος λόγος της έφεσης του ενάγοντος, όσον αφορά το μ.ο. της υπερωριακής αμοιβής του, δεδομένου ότι η εκκαλουμένη έσφαλε ως προς το σημείο αυτό, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα και να απορριφθεί ο λόγος αυτός όσον αφορά την αιτίασή του κατά της εκκαλουμένης για μη προσμέτρηση στις μηνιαίες αποδοχές του, για την εξεύρεση της πρόσθετης αμοιβής εξπρές δρομολογίων, της μηνιαίας αναλογίας των δώρων εορτών. Επίσης, πρέπει να γίνει δεκτό το δεύτερο σκέλος του 5ου λόγου της έφεσης της εναγόμενης, καθ΄ο μέρος δηλαδή αφορά τον αριθμό των δρομολογίων εξπρές που στην πραγματικότητα είναι 6,81 και όχι 6,86, όπως εσφαλμένα έκρινε η εκκαλουμένη, η οποία πρέπει και κατά το κεφάλαιο αυτό να εξαφανιστεί.
Στις διατάξεις των άρθρων 68 – 81 ν. 3816/1958 «Περί Κυρώσεως Κώδικος Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου ΚΙΝΔ» (ΦΕΚ Α 32/28.2.1958) καταστρώνονται οι προβλεπόμενοι από αυτόν λόγοι λύσης της σύμβασης ναυτικής εργασίας, εφαρμοζομένων παραλλήλως των ρυθμίσεων του κοινού δικαίου επί των μη ρυθμιζόμενων περιπτώσεων. Οι λόγοι αυτοί διαρθρώνονται σε δύο [2] κατηγορίες και, συγκεκριμένα, αφενός μεν σ’ εκείνους που επιφέρουν αυτόματα τη λύση της σύμβασης με τη συνδρομή ορισμένων γεγονότων (άρθρα 68, 70, 71) και αφετέρου σ’ εκείνους που ανάγονται στη βούληση των συμβαλλομένων (άρθρα 69 και 72 – 74), οι οποίοι λειτουργούν ύστερα από ενέργεια ενός μόνον από αυτούς (Ι. Ρόκας – Γ. Θεοχαρίδης, Ναυτικό Δίκαιο, 2015, αρ. 148, σελ. 80, Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, 1989, σελ. 155 επομ.). Πέραν, όμως, αυτών είναι δυνατή η λύση της σύμβασης ναυτολόγησης με τη θέληση αμφοτέρων των συμβαλλόμενων (Α. Κιάντου – Παμπούκη, οπ., Γ. Μικρούδης, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, σε ΕΕΔ 66/449 επομ. [454, υποσ. 49]), στα πλαίσια της συμβατικής ελευθερίας και της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης που σε νομοθετικό επίπεδο θεμελιώνονται στην διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ. Η λύση αυτή της σύμβασης ναυτικής εργασίας, με κοινή συναίνεση, δεν προβλέπεται στον ΚΙΝΔ, ο οποίος προνοεί μόνο για τη λύση της με τη θέληση του ενός συμβαλλομένου, προς την οποία και συνάπτει έννομες συνέπειες. Τέτοια συνέπεια προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 76, κατά την οποία ο απολυόμενος ναυτικός δικαιούται αποζημίωσης, εκτός άλλων, στην περίπτωση κατά την οποία, χωρίς τούτο να δικαιολογείται εξαιτίας παραπτώματός του, ο πλοίαρχος καταγγέλλει τη σύμβαση της ναυτολόγησής του. Περίπτωση λύσης της σύμβασης με κοινή συναίνεση ανακύπτει και όταν, κατ’ εφαρμογή των σχετικών διατάξεων της εκάστοτε ισχύουσας σσνε, ο ναυτικός λαμβάνει την προβλεπόμενη από αυτήν άδεια ανάπαυσης, οπότε η σύμβασή του λύνεται με την αποδοχή εκ μέρους του πλοιάρχου σχετικής αίτησής του, δηλαδή με τη σύμπτωση των δηλώσεων της βουλήσεώς τους κατά τα άρθρα 185, 189 και 192 ΑΚ (πρβλ ΟλΑΠ 25/1998, Δνη 1998/798 = ΔΕΝ 2000/382 = ΕΕμπΔ 1998/610 = ΕΕΝ 1998/634 = ΕΕΔ 1999/86 = ΕΝαυτΔ 1998/263 = ΝοΒ 1999/231, ΟλΑΠ 32/1997, Δνη 1997/1528 = ΕΕΝ 1997/431 = ΕΝαυτΔ 1998/369 = ΝοΒ 1998/198). Πράγματι, όπως [και] από τις διατάξεις του άρθρου 15 της ως άνω σσνε προκύπτει, η άδεια του ναυτικού, σε αντίθεση προς ό,τι συμβαίνει στη χερσαία εργασία, παρέχεται κατ’ αίτησή του μόνο αν, κατά την κρίση του πλοιάρχου, οι ανάγκες του πλοίου επιτρέπουν την χορήγησή της και σε περίπτωση μη χορήγησής της ο ναυτικός δικαιούται της αποζημίωσης που ορίζεται νόμιμα (ΜονΕφΠειρ. 83/2014, ο.π., Δ. Καμβύσης, Ιδιωτικόν Ναυτικόν Δίκαιον, 1982, άρθρο 60, σελ. 192). Στην ίδια αυτή περίπτωση της, με κοινή συναίνεση, λύσης της σύμβασης ναυτολόγησης, δεν οφείλεται στον απολυόμενο λόγω λήψης άδειας ναυτικό η αποζημίωση του άρθρου 76 ΚΙΝΔ (ΕφΠειρ. 111/2007, ΕΝαυτΔ 2007/406, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος Ι, 2004, άρθρο 75, σελ. 385), αφού για την εφαρμογή της διάταξης αυτής προϋποτίθεται μονομερής λύση της σύμβασης επερχόμενη με καταγγελία της εκ μέρους του πλοιάρχου (ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ο.π, ΕφΠειρ. 288/2011, ΠειρΝομ. 2012/173). Άλλως έχει το πράγμα και η αποζημίωση του άρθρου 76 ΚΙΝΔ εξακολουθεί να οφείλεται, όταν η λήψη της άδειας ανάπαυσης του ναυτικού εμφανίζεται ως προσχηματικός (τυπικός) λόγος της απόλυσής του, ο οποίος υποκρύπτει σιωπηρή μονομερή καταγγελία της σύμβασής του. Στην περίπτωση αυτή, τον προσχηματικό χαρακτήρα του εμφανιζόμενου λόγου απόλυσης, οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο ναυτικός που ενάγει για τη λήψη της αποζημίωσής του, το δε γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από τη μη επαναυτολόγησή του μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος διάρκειας της άδειάς του, παρά τις οχλήσεις του ναυτικού για την επαναπρόσληψή του (ΜονΕφΠειρ. 443/2015, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 741/2005, ΕΝαυτΔ 2005/444). Τέλος, σε περίπτωση απόλυσης ναυτικού που λαμβάνει χώρα σε λιμένα του εσωτερικού, συνεπεία καταγγελίας της σύμβασής του από τον πλοίαρχο, η αποζημίωσή του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 75 εδαφ. τελευταίο και 76 εδαφ. α ΚΙΝΔ, ισούται με τις πάσης φύσης πάγιες και σταθερές αποδοχές του δεκαπέντε (15) ημερών κατά το χρόνο της απόλυσής του και για τον υπολογισμό της λαμβάνονται υπόψη ο καταβαλλόμενος μισθός κατά τον τελευταίο μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης (μισθός ενέργειας), το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, η υπερωριακή αμοιβή του, η αποζημίωση αδείας, τα επιδόματα εορτών και κάθε άλλη παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του τακτικά καθ’ έκαστο μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά καθ’ ορισμένα χρονικά διαστήματα (ΜονΕφΠειρ. 351/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204, ΕφΠειρ. 172/2008, ΕΝαυτΔ 36/100, ΕφΠειρ. 719/2006, ΕΝαυτΔ 34/355, βλ. και Δ. Καμβύση, ο.π., άρθρο 76, σελ. 265), το άθροισμα των οποίων διαιρείται δια δύο [2] (ΜονΕφΠειρ. 71/2014, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 231/2013, ο.π.). Η αποζημίωση του άρθρου 76 ΚΙΝΔ δεν θεωρείται μισθός και δεν υφίσταται ως προς αυτή δήλη ημέρα καταβολής. Για το λόγο αυτό η νόμιμη τοκοφορία της σχετικής απαίτησης αρχίζει από την όχληση του οφειλέτη και, αν τέτοια δεν έχει προηγηθεί, από την επίδοση της αγωγής (ΜονΕφΠειρ. 19/2016, ο.π., ΤριμΕφΠειρ. 66/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 676/2010, ΕΝαυτΔ 2011/105).
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι ο ενάγων στις 15.12.2020 απολύθηκε από το πλοίο BSD, στο λιμάνι του Πειραιά, με καταχωρημένη αιτία απόλυσης, στο φυλλάδιό του, «λόγω αδείας» έως 15.1.20021 [και όχι 15.2.2021 όπως εσφαλμένα αναγράφει η εκκαλουμένη], η οποία επικυρώθηκε από την αρμόδια λιμενική αρχή. Μετά, δε, το πέρας της άδειάς του ο ενάγων αν και όχλησε την εναγόμενη προκειμένου να επαναυτολογηθεί, η τελευταία του είπε μεν να περιμένει, πλην, όμως, τελικά, δεν προέβη σε κατάρτιση σύμβασης ναυτικής εργασίας με αυτόν, αρνούμενη με τον τρόπο αυτό την εκ νέου ναυτολόγησή του. Ως εκ τούτου, ο ενάγων δικαιούται να λάβει ως αποζημίωση απόλυσης τις αποδοχές 15 ημερών, σύμφωνα με τα άρθρα 72, 75 και 76 ΚΙΝΔ, ενόψει του ότι στην πραγματικότητα η σύμβασή του λύθηκε με μονομερή καταγγελία από τον πλοίαρχο του πλοίου, κατ΄ άρθρο 72 ΚΙΝΔ, χωρίς δικό του παράπτωμα. Ο προβληθείς και πρωτοδίκως ισχυρισμός της εναγόμενης, τον οποίο επαναφέρει με τον έβδομο λόγο της έφεσής της κατά το πρώτο σκέλος αυτού (υπό 7.1) [σημειώνεται ότι έκτος λόγος έφεσης στο δικόγραφο της εναγόμενης δεν υπάρχει, άρα εκ παραδρομής προφανώς αναγράφεται σε αυτήν «7ος λόγος έφεσης», ενώ στην ουσία είναι ο έκτος], ότι ο ενάγων δεν επιδίωξε την επαναυτολόγησή του, μετά τη λήξη της άδειάς του και δεν ανέμενε την επαναπρόσληψή του στα πλοία της αλλά ο ίδιος επέλεξε να αναζητήσει εργασία σε διαφορετικό κλάδο και όχι ως ναυτικός, όπως κατέθεσε και ο μάρτυρας απόδειξης, ………………… και άρα η μη επαναπρόσληψή του οφείλεται σε δική του υπαιτιότητα, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Ειδικότερα, σύμφωνα με τον ως άνω μάρτυρα που κατέθεσε στην με αρ. …………./2022 ένορκη βεβαίωσή του αποδεικνύεται ότι ο ενάγων μετά τη λήξη της άδειάς του πράγματι ζήτησε από την εναγόμενη να επαναυτολογηθεί χωρίς, όμως, αποτέλεσμα. Εντούτοις, ο ενάγων αν και περίμενε μήνες χωρίς να τον ειδοποιήσει η εναγόμενη τελικά βρήκε χερσαία εργασία. Ομοίως καταθέτει μετά λόγου γνώσης και ο έτερος μάρτυρας απόδειξης, …………, στην με αρ. ………../2022 ένορκη βεβαίωσή του ότι ο ενάγων όταν τελείωσε η άδειά του ζήτησε να επαναυτολογηθεί και του είπαν να περιμένει αλλά τελικά δεν τον ειδοποίησαν ποτέ. Εξάλλου, η εναγόμενη δεν ενίσχυσε τον ισχυρισμό της από κανένα αποδεικτικό μέσο, όπως ευχερώς θα μπορούσε να πράξει αποδεικνύοντας ότι η ίδια κάλεσε τον ενάγοντα να επαναπροσληφθεί, προσκομίζοντας έγγραφη πρόσκληση προς αυτόν με οποιονδήποτε τρόπο μετά το πέρας της άδειάς του και αυτός αρνήθηκε ή αδιαφόρησε. Επίσης, ο ενάγων τις εν λόγω απαιτήσεις του άσκησε εντός της σύντομης ενιαύσιας προθεσμίας του άρθρου 289 παρ. 1 ΚΙΝΔ και οι περί καθυστέρησης ισχυρισμοί της εναγόμενης πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που κατέληξε στο ίδιο (απορριπτικό της ένστασης) συμπέρασμα, με παρόμοια αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο κρινόμενος υπό 7.1. λόγος της έφεσης της εναγόμενης. Περαιτέρω με τον υπό 7.2 λόγο έφεσής της η εναγόμενη διαμαρτύρεται διότι κατά τους ισχυρισμούς της η εκκαλουμένη έσφαλε κατά τον υπολογισμό της αποζημίωσης απόλυσης που επιδίκασε στον ενάγοντα, καθώς υπολόγισε ως μηνιαίες αποδοχές αυτού το ποσό των €3.385,41 περιλαμβάνοντας αμοιβές και επιδόματα που δεν δικαιούται (βλ. 5ο λόγο έφεσης), ήτοι αντίτιμο τροφής €599,4, επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας €367,7 και μέσο όρο αμοιβής για υπερωριακή εργασία €1.203,3. Άλλως και όλως επικουρικά ισχυρίζεται ότι η εκκαλούμενη έπρεπε να υπολογίσει την αποζημίωση απόλυσης με βάση τον κλειστό μηνιαίο μισθό που προέβλεπε η τελευταία σύμβαση ναυτικής εργασίας του ενάγοντος, ύψους 2.185,84 ευρώ. Αντίστοιχα, ο ενάγων με τον 6ο λόγο της δικής του έφεσης διαμαρτύρεται για τον λόγο ότι η εκκαλουμένη εσφαλμένα υπολόγισε τις αποδοχές του προκειμένου να εξευρεθεί το δικαιούμενο ποσό για την αποζημίωση απόλυσής του, κρίνοντας λιγότερα ποσά ως μέσο όρο μηνιαίας υπερωριακής αμοιβής του, σύμφωνα με τους αγωγικούς ισχυρισμούς περί παροχής υπερωριακής εργασίας του στο πλοίο αυτό επί 15 ώρες ημερησίως και χωρίς να συμπεριλάβει σε αυτές (τις αποδοχές) τη μηνιαία αναλογία των επιδομάτων εορτών. Ενόψει όσων ήδη έγιναν παραπάνω δεκτά, περί της διάρκειας της ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος στο πλοίο της εναγόμενης και της συνολικής υπερωριακής του απασχόλησης, εσφαλμένος κρίνεται ο υπολογισμός, από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, με βάση τις οποίες υπολογίζεται η αποζημίωση του άρθρου 76 εδ. α΄ ΚΙΝΔ, εφόσον σε αυτές (αποδοχές) συνυπολογίστηκε εσφαλμένα ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του με την παραδοχή ότι εργαζόταν επί 12 ώρες ημερησίως. Εξάλλου, στον εν λόγω υπολογισμό συμπεριλαμβάνεται σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αμέσως παραπάνω νομική σκέψη της παρούσας και η αναλογία των επιδομάτων εορτών, που, στην ένδικη περίπτωση, αφορά μόνον την αναλογία του επιδόματος εορτής Χριστουγέννων, του έτους 2020, σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 14 § 3 της ως άνω σσνε, όπως βάσιμα υποστηρίζει ο ενάγων με τον σχετικό λόγο της έφεσής του, που ανέρχεται στο ποσό των εκατόν εβδομήντα πέντε ευρώ και δεκαεπτά λεπτών [2.102,14 ευρώ αναλογία ΔΧ/2020 δια 12= 175,17 ευρώ]. Επομένως πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός εν μέρει ως βάσιμος ο 6ος λόγος της έφεσης του ενάγοντος και για τους ίδιους λόγους και όσα έχουν ήδη γίνει δεκτά ως προς την εφαρμογή στην επίδικη περίπτωση της σσνε 2019 να απορριφθεί ο 7ος λόγος υπό 7.2 και κατά το επικουρικό σκέλος του λόγος της έφεσης της εναγόμενης και να εξαφανιστεί και κατά το κεφάλαιο αυτό η εκκαλουμένη απόφαση. Κατόπιν αυτών κατά τη ναυτολόγηση του ενάγοντος στο πλοίο BSD οι πάσης φύσης πάγιες και σταθερές αποδοχές δεκαπέντε (15) ημερών κατά το χρόνο της απόλυσής του ήτοι το ποσό της αποζημίωσης απόλυσής του ανέρχεται σε χίλια επτακόσια ενενήντα τέσσερα ευρώ και επτά λεπτά [3.588,14 ευρώ(μηνιαίες αποδοχές: μισθός ενέργειας 965,87€ + επίδομα Κυριακών 212,49€ + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40€ + επίδομα αδείας 367,70€ + μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής 1.230,87€ + μηνιαία αναλογία επιδόματος εορτής Χριστουγέννων 175,17€) δια 2 [ήτοι επί 15/30] = 1.794,07 ευρώ]. Με τον έβδομο λόγο της έφεσής του ο ενάγων παραπονείται για την απόρριψη από την εκκαλουμένη του αιτήματός του για καταβολή αποζημίωσης για μη χορηγηθείσες άδειες διανυκτερεύσεων. Επί του λόγου αυτού πρέπει να αναφερθούν τα εξής: Σύμφωνα με το άρθρο 16 της οικείας σσνε ορίζεται ότι: «1. Κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει την υπηρεσία των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά το μήνα κατά τους μήνες Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους υπόλοιπους μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμένα αφετηρίας ή στο λιμένα προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν. 2. Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχόμενη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο, δηλαδή, το 1/22 του μισθού ενεργείας της παρ. 1 του άρθρου 1. 3. Για την παρεχομένη ως άνω άδεια διανυκτερεύσεως θα γίνεται από τον Πλοίαρχο μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου που θα επικυρώνεται από την Λιμενική Αρχή». Στην προκειμένη περίπτωση, από την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και ιδίως των καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης, οι οποίοι συνυπηρέτησαν κατά διαστήματα με τον ενάγοντα στο άνω πλοίο, αποδείχθηκε ότι κατά τη διάρκεια των επίδικων ναυτολογήσεων του τελευταίου δεν χορηγούνταν σ’ αυτόν οι ως άνω καθοριζόμενες διανυκτερεύσεις εκτός πλοίου που δικαιούνταν ανά μήνα. Άλλωστε και ο μάρτυρας ανταπόδειξης δεν κατέθεσε ότι του χορηγούνταν διανυκτερεύσεις, ούτε προσδιόρισε τέτοιες χρονικά. Επιπλέον, η εναγόμενη δεν προσκόμισε αντίγραφα του ημερολογίου γέφυρας του πλοίου με τις συνημμένες αιτήσεις του ενάγοντος για διανυκτέρευση και τις σχετικές εγγραφές από τον πλοίαρχο, ούτε προσδιόρισε τις ημερομηνίες κατά τις οποίες τυχόν χορηγήθηκαν διανυκτερεύσεις. Όμως, εάν πράγματι του είχαν χορηγηθεί άδειες διανυκτέρευσης, θα ήταν αναμενόμενο να είχε καταχωρηθεί τούτο στο ημερολόγιο του πλοίου και να είχε επικυρωθεί η σχετική εγγραφή από την αρμόδια Λιμενική Αρχή, όπως επιτάσσει η παρ. 3 του άρθρου 16 της εφαρμοζόμενης άνω σσνε, προς κατοχύρωση και της εναγόμενης εργοδότριας ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση έλαβαν χώρα οι επικαλούμενες διανυκτερεύσεις. Ενόψει αυτών, οφείλεται στον ενάγοντα η προβλεπόμενη αποζημίωση διανυκτέρευσης ως εξής: α) κατά τα χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησής του στο πλοίο BSP: κατά τον μήνα Ιούλιο του έτους 2020 από 1 διανυκτέρευση και τους μήνες Ιανουάριο, Φεβρουάριο, Μάρτιο, Απρίλιο, Μάιο και Ιούνιο του έτους 2020 από 2 διανυκτερεύσεις και συνολικά έπρεπε να του χορηγηθούν 13 διανυκτερεύσεις. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται να λάβει ως αποζημίωση για μη χορήγηση κάθε μίας εκ των ως άνω διανυκτερεύσεων το 1/22 του μισθού ενεργείας του, που ανέρχεται σε σαράντα τρία ευρώ και ενενήντα λεπτά (ήτοι μισθός ενεργείας 965,87€Χ 1/22 = 43,90 ευρώ) και συνολικά για δεκατρείς (13) μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις το ποσό των πεντακοσίων εβδομήντα ευρώ και εβδομήντα λεπτών [43,90Χ13=570,70 ευρώ], β) κατά τα χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησής του στο πλοίο BSD: κατά τους μήνες Αύγουστο και Σεπτέμβριο του έτους 2020 από μία (1) διανυκτέρευση και τους μήνες Οκτώβριο, Νοέμβριο και Δεκέμβριο του έτους 2020 από δύο (2) διανυκτερεύσεις και συνολικά έπρεπε να του χορηγηθούν οκτώ (8) διανυκτερεύσεις, οι οποίες δεν του χορηγήθηκαν. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται να λάβει ως αποζημίωση για μη χορήγηση κάθε μίας εκ των ως άνω διανυκτερεύσεων το 1/22 του μισθού ενεργείας του, που ανέρχεται σε σαράντα τρία ευρώ και ενενήντα λεπτά (ήτοι μισθός ενεργείας 965,87€Χ 1/22 = 43,90 ευρώ) και συνολικά για οκτώ (8) μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις το ποσό των τριακοσίων πενήντα ενός ευρώ και είκοσι λεπτών [43,90Χ8=351,20 ευρώ]. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του κατέληξε σε διαφορετική κρίση απορρίπτοντας το εν λόγω κονδύλιο ως ουσιαστικά αβάσιμο έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος ο 7ος λόγος της έφεσης του ενάγοντος. Με τον 8ο λόγο έφεσης ο ενάγων διαμαρτύρεται ισχυριζόμενος ότι εσφαλμένα δέχθηκε η εκκαλουμένη ότι η εναγόμενη υποχρεούται να του καταβάλει τις επιδικασθείσες απαιτήσεις του από την υπηρεσία του στο πλοίο BSD νομιμοτόκως από την 15.1.2021, ενώ, έπρεπε να δεχθεί ότι υποχρεούται να τις καταβάλει σε αυτόν από την απόλυσή του από το πλοίο αυτό, την 15.12.2020, ως δήλη ημέρα, κατά άρθρο 346, 655 ΑΚ και 14 σσνε. Επί του λόγου αυτού λεκτέα τα ακόλουθα: Για τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα τάσσεται από το νόμο (άρθρο 11 της προαναφερθείσας υπ’ αριθμ. 70109/8008/1982 ΥΑ) επακριβώς καθορισμένη ημέρα καταβολής (η 31η Δεκεμβρίου, η 30η Απριλίου και η τελευταία το αργότερο του οικείου έτους ημέρα), ώστε με μόνη την πάροδο της δήλης αυτής ημέρας να επέρχονται οι συνέπειες της υπερημερίας του εργοδότη και να οφείλεται κατά τα άρθρα 341 και 345 ΑΚ ο τόκος υπερημερίας (ΑΠ 1649/2012, ΑΠ 796/2011, ΑΠ 201/2008, όλες σε ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 524/2014 ΝΟΜΟΣ). Ακολούθως: α) το ποσό των πεντακοσίων ενενήντα επτά ευρώ και πενήντα τριών λεπτών (597,53€) και β)το ποσό των χιλίων εκατόν τριάντα οκτώ ευρώ και δέκα λεπτών (1.138,10€), που δικαιούται, όπως κρίθηκε παραπάνω, ο ενάγων να λάβει από την εναγόμενη για την ναυτολόγησή του στα πλοία της εναγόμενης BSP και BSD, αντίστοιχα και αφορούν διαφορές επί της αναλογίας του επιδόματος εορτής Χριστουγέννων, του έτους 2020, πρέπει να του καταβληθεί με το νόμιμο τόκο από την 31.12.2020 (δήλη ημέρα κατά το νόμο) και όχι από την 15.1.2021, όπως εσφαλμένα έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, σύμφωνα με όσα στην αμέσως παραπάνω μείζονα σκέψη της παρούσας αναφέρθηκαν. Περαιτέρω, για την ναυτολόγηση του ενάγοντος στο πλοίο της εναγόμενης BSP η διαφορά επί της αναλογίας του επιδόματος εορτής Πάσχα, ποσού 555,24€ που δικαιούται να λαμβάνει από την εναγόμενη πρέπει να του καταβληθεί με το νόμιμο τόκο, ενόψει της αρχής της διάθεσης του αντικειμένου της δίκης, από την 22.7.2020 και όχι από τη δήλη ημέρα που προβλέπει ο νόμος (30.4.2020), διότι δεν υπάρχει σχετικό αίτημα από τον ενάγοντα αλλά αυτός το ζητά με την αγωγή του από 22.7.2020. Εξάλλου, η επικαλούμενη, στον ερευνώμενο λόγο έφεσης, διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 της εφαρμοζόμενης σσνε, όπου ορίζεται ότι «Κατά την απόλυσή του ο Ναυτικός δικαιούται και την καταβολή της αναλογίας του Δώρου Εορτών» αφορά στην υποχρέωση του εργοδότη να καταβάλει στον απολυόμενο ναυτικό, μεταξύ άλλων επιδομάτων και τα δώρα εορτών του έτους απόλυσης, υπολογιζόμενων κατ’ αναλογία των ημερών που εργάστηκε και όχι ότι το κονδύλιο αυτό καθίσταται τοκοφόρο από την ημερομηνία απόλυσης, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει ο εκκαλών αιτούμενος μη νόμιμα να αναγνωριστεί τόκος από την 15.12.2020 και συνεπώς πρέπει το σκέλος αυτό του λόγου της έφεσης να απορριφθεί ως μη νόμιμο. Περαιτέρω, η έναρξη της τοκοφορίας των λοιπών απαιτήσεων του ενάγοντος που έγιναν κατά τα παραπάνω εν μέρει δεκτές ως ουσιαστικά βάσιμες, πλην του κονδυλίου της αποζημίωσης απόλυσης –όπως θα λεχθεί παρακάτω, πρέπει να του επιδικαστούν με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λύσης την 15.12.2020 της τελευταίας σύμβασης ναυτολόγησής του, δηλαδή από την 16.12.2020, που αποτελεί κατά νόμο δήλη ημέρα. Τέλος, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, στη νομική σκέψη της παρούσας, η αποζημίωση του άρθρου 76 ΚΙΝΔ δεν θεωρείται μισθός και δεν υφίσταται ως προς αυτή δήλη ημέρα καταβολής. Για το λόγο αυτό η νόμιμη τοκοφορία της σχετικής απαίτησης αρχίζει από την όχληση του οφειλέτη και, αν τέτοια δεν έχει προηγηθεί, από την επομένη της επίδοση της αγωγής (ΜονΕφΠειρ. 19/2016, ΤριμΕφΠειρ. 66/2013 ΝΟΜΟΣ). Επομένως, το ποσό της αποζημίωσης απόλυσης, ύψους 1.794,07€ πρέπει να καταβληθεί στον ενάγοντα με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της ένδικης αγωγής, που έλαβε χώρα την 31.12.2021 [βλ. την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τον ενάγοντα με αρ. …………../31.12.2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, ……….] δηλαδή από την 1.1.2022. Συνεπώς, πρέπει και κατά το κεφάλαιο αυτό να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, αφού γίνει δεκτός ως εν μέρει ουσιαστικά βάσιμος ο 8ος και τελευταίος λόγος της έφεσης του ενάγοντος.
Κατά το άρθρο 346 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 4055/2012, που ισχύει από 2.4.2012: «Ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή ή η διαταγή πληρωμής για το ληξιπρόθεσμο χρέος (τόκος επιδικίας). Το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι δύο (2) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας, όπως ο τελευταίος ορίζεται εκάστοτε από το νόμο ή με δικαιοπραξία. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει, εάν πριν από τη συζήτηση της αγωγής ο οφειλέτης αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως, ή εάν δεν ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, αντιστοίχως. Με αίτημα του εναγόμενου το δικαστήριο δύναται, κατ’ εξαίρεση, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να επιδικάσει την απαίτηση με το νόμιμο ή συμβατικό τόκο υπερημερίας. Η εξαίρεση ισχύει, ιδίως, για τις κατ’ εύλογη κρίση του δικαστηρίου επιδικαζόμενες χρηματικές απαιτήσεις. Από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης που επιδικάζει εντόκως χρηματική οφειλή το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει εάν δεν ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της οριστικής απόφασης». Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές αυξάνεται το ποσοστό των τόκων επιδικίας, προκειμένου να περιοριστούν η φιλοδικία και η άσκοπη απασχόληση των δικαστηρίων από δικαστικούς αγώνες που δεν έχουν ουσία, ενώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο οφειλέτης που, μεταξύ των άλλων, πριν από τη συζήτηση της αγωγής, αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως. Αν μάλιστα εμμένει να αντιδικεί, μολονότι ηττήθηκε πρωτοδίκως, διακινδυνεύει περαιτέρω αύξηση του επιτοκίου επιδικίας, γι’ αυτό και εδώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο διάδικος που ηττήθηκε, αν αποδεχθεί την οριστική απόφαση και τερματίσει την αντιδικία. Η εξαίρεση που προβλέπεται επιτρέπει στο δικαστή να σταθμίσει εκείνες τις περιπτώσεις που ο εναγόμενος ευλόγως αντιδικεί, επειδή πρόκειται για απαίτηση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης (π.χ. ηθική βλάβη) ή επειδή προβάλλεται βάσιμη ένσταση συμψηφισμού (βλ. την αιτιολογική έκθεση του Ν. 4055/2012). Έτσι, ο νόμιμος τόκος, μετά την επίδοση της αγωγής, είναι πλέον ο (αυξημένος) τόκος επιδικίας. Σημειώνεται, ότι δεν απαιτείται ρητή μνεία γι’ αυτό στη δικαστική απόφαση, ενώ, αντίθετα, απαιτείται ρητή αναφορά σ’ αυτήν, όταν το δικαστήριο κατ’ εξαίρεση επιδικάζει την απαίτηση με το νόμιμο ή το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας. Επομένως, κατά τη σαφή πρόθεση του νομοθέτη, ο τόκος υπερημερίας πρέπει να επιδικάζεται μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο οφειλέτης χρηματικής απαίτησης ευλόγως αντιδικεί, δεδομένου ότι μοναδικό κριτήριο για την εξαίρεση από την επιδίκαση τόκου επιδικίας είναι το εύλογο ή μη της αντιδικίας (ΑΠ 375/2021, ΑΠ 609/2020, ΑΠ 308/2019, ΑΠ 1207/2017, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και συνακόλουθα για την κατ’ εξαίρεση επιδίκαση τόκων υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής απαιτείται ρητό αίτημα του εναγόμενου και εύλογη αντιδικία (ΑΠ 1465/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1114/2018, ΧρΙΔ 2019/597, ΜονΕφΠειρ. 485/2022, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο).
Στην προκειμένη περίπτωση, με το πρώτο σκέλος του όγδοου (8ου) και τελευταίου λόγου της έφεσης η εναγόμενη ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημά της για επιδίκαση τόκων υπερημερίας αντί τόκων επιδικίας, κρίνοντας ότι δεν επικαλέστηκε, ούτε αποδείχθηκαν ειδικές προς τούτο περιστάσεις, παρά το γεγονός ότι προέβαλε αιτιολογημένα ισχυρισμό εύλογης αντιδικίας με τον ενάγοντα και ένσταση μερικής εξόφλησης. Επίσης, με το δεύτερο σκέλος του λόγου αυτού ισχυρίζεται ότι η διάταξη της εκκαλουμένης για επιδίκαση τόκων είναι ασαφής, διότι επιδικάζει νόμιμους τόκους χωρίς να διευκρινίζει αν αυτοί είναι υπερημερίας ή επιδικίας, ενόψει, δε του άρθρου 346 ΑΚ που ορίζει ότι τόκοι επιδικίας μπορούν να επιδικαστούν μόνο μετά την άσκηση της αγωγής σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η ένδικη αγωγή ασκήθηκε με επίδοση του δικογράφου της την 31.12.2021, δηλαδή πολύ πριν από την κριθείσα τοκοφορία των απαιτήσεων του ενάγοντος θα έπρεπε κατ΄ εφαρμογή του άρθ. 346 ΑΚ να είχε διευκρινίσει ότι τα κονδύλια αυτά επιβαρύνονται με τόκο υπερημερίας μέχρι το χρόνο άσκησης της αγωγής και έκτοτε με τόκο επιδικίας. Ο λόγος αυτός παραδεκτά κατά τα ανωτέρω προβάλλεται και είναι νόμιμος, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν. Κρίνεται, δε, και ουσιαστικά βάσιμος, καθόσον με βάση όσα έγιναν επί της ουσίας δεκτά η αντιδικία της εναγόμενης αποδεικνύεται εύλογη, δεδομένου ότι βάσιμα αμφισβήτησε την έκταση των επίδικων αγωγικών αξιώσεων, όπως επιβεβαιώνεται και από την παραδοχή ως ουσιαστικά βάσιμης της ένστασης μερικής εξόφλησης που πρότεινε αλλά και από το τελικό συνολικό ποσό που επιδικάζεται στον ενάγοντα, ύψους 17.682,27€ σε σύγκριση με το αιτούμενο με την αγωγή του ποσό συνολικού ύψους 23.906,86€. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που επιδίκασε τόκους επιδικίας εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει και κατά το κεφάλαιό της αυτό να εξαφανιστεί, τα ποσά δε που οφείλονται στον ενάγοντα πρέπει να του επιδικαστούν με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας, κατά τις ειδικότερες πιο κάτω διακρίσεις. Κατ’ ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων και δεδομένου ότι δεν προβάλλεται από τους διαδίκους άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθούν όσα κρίθηκαν απορριπτέα και να γίνουν εν μέρει δεκτές ως ουσιαστικά βάσιμες οι συνεκδικαζόμενες εφέσεις, κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους τους, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το μη ανατραπέν μέρος της, για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτέλεσής της (ΑΠ 748/1984, Δνη 1985/642, ΜονΕφΠειρ. 8/2024, ΜονΕφΘεσ. 174/2018, ΜονΕφΠειρ. 16/2017, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ. 700/2011, ΕΝαυτΔ 2012/113), συμπεριλαμβανομένης τής, περί της επιβολής δικαστικών εξόδων, διάταξής της και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν επανεκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα: (1) Ως διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης σε αμφότερα τα πλοία της το συνολικό ποσό των δώδεκα χιλιάδων τριακοσίων ενενήντα ενός ευρώ και εβδομήντα οκτώ λεπτών {ήτοι 6.401,50 [BSP] + 5.990,28 [BSD] =12.391,78€}, (2) Ως διαφορά επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα το ποσό των δύο χιλιάδων διακοσίων ενενήντα ευρώ και ογδόντα επτά λεπτών {ήτοι 555,24€ + 597,53€ διαφορά ΔΠ και ΔΧ αντίστοιχα, έτους 2020, στο BSP + 1.138,10 διαφορά ΔΧ στο BSD = 2.290,87€], (3) Ως διαφορά πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές στο BSP το ποσό των διακοσίων ογδόντα τριών ευρώ και εξήντα πέντε λεπτών (283,65€), (4) Ως αποζημίωση για μη χορηγηθείσες άδειες διανυκτερεύσεων το ποσό των εννιακοσίων είκοσι ενός ευρώ και ενενήντα λεπτών {570,70€ στο BSP + 351,20€ στο BSD = 921,90€] και (5) Ως αποζημίωση απόλυσης (BSD) το ποσό των χιλίων επτακοσίων ενενήντα τεσσάρων ευρώ και επτά λεπτών (1.794,07€) και συνολικά, για όλες τις παραπάνω αιτίες (υπό 1 έως 5), το ποσό των δεκαεπτά χιλιάδων εξακοσίων ογδόντα δύο ευρώ και είκοσι επτά λεπτών {12.391,78€ + 2.290,87€ + 283,65€ + 921,90€ + 1.794,07€ =17.682,27€}, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της λύσης (15.12.2020) της τελευταίας σύμβασης ναυτολόγησής του, δηλαδή από 16.12.2020, που αποτελεί κατά νόμο δήλη ημέρα για όλα τα επιδικαζόμενα κονδύλια εκτός από τα κονδύλια: Α] της διαφοράς της αναλογίας επιδόματος (α) εορτής Χριστουγέννων, σε αμφότερα τα πλοία, για τα οποία οφείλεται τόκος υπερημερίας από την 31.12.2020, (β)επιδόματος Πάσχα από 22.7.2020 και Β]του κονδυλίου για την αποζημίωση απόλυσης για το οποίο οφείλεται τόκος υπερημερίας από την επομένη της επίδοσης της ένδικης αγωγής (δηλαδή από 1.1.2022) και όλα τα παραπάνω ποσά πρέπει να καταβληθούν μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Κατόπιν αυτών, παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση του υποβληθέντος με το δικόγραφο της έφεσης αιτήματος της εναγόμενης για επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από την εκ μέρους της καταβολή στον ενάγοντα του χρηματικού ποσού των επτά χιλιάδων (7.000 €) ευρώ, το οποίο η εκκαλουμένη απόφαση κήρυξε προσωρινά εκτελεστό και το οποίο η εναγόμενη θεμελιώνει στις διατάξεις των άρθρων 525 § 3 και 914 ΚΠολΔ, διότι το προαναφερόμενο χρηματικό ποσό της τελεσίδικης καταψήφισης (17.682,27€) υπερβαίνει το καταβληθέν. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα από τους διαδίκους πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ τους κατά ένα μέρος, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας τους και να επιβληθεί μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος σε βάρος της εναγόμενης (άρθρα 106, 176, 178, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις εφέσεις.
Δέχεται αυτές τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν.
Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.
Κρατεί και αναδικάζει την αγωγή κατ’ ουσίαν.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσόν των δεκαεπτά χιλιάδων εξακοσίων ογδόντα δύο ευρώ και είκοσι επτά λεπτών {17.682,27€}, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας κατά τις αναφερόμενες στο σκεπτικό διακρίσεις και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση.
Απορρίπτει αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.
Επιβάλλει σε βάρος της εναγόμενης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο καθορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων, στις 2 Aπριλίου 2025.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ