Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 181/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ  181/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

2ο ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Νικολέττα Λαμπρίδου, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

Του εκκαλούντος : ……….., για τον εαυτό του ατομικά και ως μέλους και ως νόμιμου εκπροσώπου και διαχειριστή της Κοινοπραξίας Κατασκευής του Δημοσίου Έργου «………….» με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στη ……. Πειραιά, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, ο οποίος εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στυλιανό Μανουσάκη (ΑΜΔΣΠ : ………).

Των εφεσίβλητων : 1) ……….. και 2) ……….., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Γεωργακάκο (ΑΜΔΣΚαλαμάτας : …….).

Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 18-11-2014 με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2014 και ειδικό …/2014 αγωγή λογοδοσίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με τη με αριθμό 4565/2018 μη οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, διέταξε την επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη. Κατόπιν της από 28-5-2021 με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2021 και ειδικό …/2021 κλήσης του ενάγοντος, η υπόθεση εισήχθη προς περαιτέρω συζήτηση και το  πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με τη με αριθμό 2984/2022 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, απέρριψε την αγωγή, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα σε αυτή.

Την απόφαση αυτή προσβάλλει ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 30-11-2022 έφεσή του, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./2022 και ειδικό …../2022 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2022 και ειδικό ……/2022 για τη δικάσιμο της 27ης Απριλίου 2023, οπότε η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Κατά την τελευταία αυτή δικάσιμο η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσαν δηλώσεις κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, αντίστοιχα.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση έφεση του ηττηθέντος ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος κατά των εναγόμενων και ήδη εφεσίβλητων και κατά της με αριθμό 2984/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, αρμοδίως εισάγεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, στην περιφέρεια του οποίου ανήκει το εκδώσαν την εκκαλουμένη απόφαση Πρωτοδικείο (άρθρα 19, 495, 498 ΚΠολΔ), ασκήθηκε δε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με κατάθεση του ένδικου δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την 13-12-2022, ήτοι πριν από επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης (άρθρα 495 παρ. 1, 499 ΚΠολΔ), εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ καταχρηστικής διετούς προθεσμίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης, που έλαβε χώρα την 28-9-2022, καθώς ουδείς των διαδίκων επικαλείται επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 και παρ. 2, 516 παρ. 1, 517 ΚΠολΔ). Για δε το παραδεκτό της εφέσεως έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 παρ. 3 περ. Α (β) ΚΠολΔ παράβολο ποσού 100,00 ευρώ (βλ. τη με αριθμό ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./13-12-2022 έκθεση κατάθεσης του γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με αναφορά στο με αριθμό …………./2022 e-παράβολο ποσού 100,00 ευρώ). Πρέπει επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) η έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω από το παρόν Δικαστήριο, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν (άρθρα 522, 524 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την από 18-11-2014 με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2014 αγωγή του ο ενάγων εξέθετε ότι δυνάμει του με αριθμό ……./3-10-2001 συμβολαίου σύστασης κοινοπραξίας της συμβολαιογράφου Αθηνών …….., συνέστησε με τον ………….., κοινοπραξία με την επωνυμία «…………», με έδρα το Δήμο ………. Αττικής στην οδό …….., προκειμένου να προβούν στην εκτέλεση του έργου «……………», του οποίου αναδείχθηκαν ανάδοχοι εκτέλεσης, ότι η συμμετοχή του καθενός μέλους στα κέρδη και τις ζημίες ορίστηκε κατ’ ισομοιρία σε ποσοστό 50% έκαστος, καθώς και ότι διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος της κοινοπραξίας ορίστηκε ο ίδιος (ενάγων). Ακόμα, ιστορούσε ότι δυνάμει του από 9-10-2001 ιδιωτικού συμφωνητικού τροποποίησης κοινοπραξίας, η σύνθεσή της τροποποιήθηκε, ώστε σε αυτήν θα συμμετείχαν α) ο ενάγων κατά ποσοστό 32%, β) ο ……… κατά ποσοστό 4%, γ) ο …….. ………, πρώτος εναγόμενος, κατά ποσοστό 32% και δ) ο . ………, δεύτερος εναγόμενος, κατά ποσοστό 32%, ότι οι υπόλοιποι όροι του προαναφερόμενου συμβολαίου σύστασης κοινοπραξίας παρέμειναν ισχυροί, ενώ από την αρχή της συνεργασίας τους ο δεύτερος εναγόμενος ήταν ο οικονομικός διαχειριστής ενεργώντας ατομικά και από την 23-12-2003 από κοινού με τον πρώτο εναγόμενο, δυνάμει του με αριθμό ……../23-12-2003 ειδικού πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Παμίσου ………, μέχρι την 14-6-2007, οπότε ο ενάγων ανακάλεσε την πληρεξουσιότητά του προς τον πρώτο εναγόμενο, δυνάμει της με αριθμό ………/14-6-2007 δήλωσης ανάκλησης ενώπιον της συμβολαιογράφου Αμαρουσίου ………. Στη συνέχεια, ανέφερε ότι με την από 18-12-2008 με αριθμό κατάθεσης ………../2008 αγωγή του κατά των εναγόμενων, που άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να εγχειρίσουν στη γραμματεία του άνω δικαστηρίου λογαριασμό με τις εισπράξεις και καταβολές χρημάτων, που αφορούσαν τις χρηματικές δοσοληψίες, που διενήργησαν για λογαριασμό της κοινοπραξίας, δυνάμει της ανακληθείσας πληρεξουσιότητας και εντολής, που τους παρείχε, για τα επικαλούμενα χρονικά διαστήματα για τον καθένα. Ακολούθως, εξέθετε ότι επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε η με αριθμό 1065/2011 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία υποχρέωσε τους εναγόμενους σε λογοδοσία αναφορικά με το χρονικό διάστημα από 9-10-2001 έως 14-6-2007 για το δεύτερο εναγόμενο και από 23-12-2003 έως 14-6-2007 για τον πρώτο εναγόμενο, αντίστοιχα, ότι οι τελευταίοι κατέθεσαν τους σχετικούς λογαριασμούς λογοδοσίας, ότι η υπόθεση εισήχθη προς περαιτέρω συζήτηση κατόπιν σχετικής κλήσης του ενάγοντος, ο οποίος αμφισβήτησε τους κατατεθειμένους λογαριασμούς, πλην όμως, εξεδόθη η με αριθμό 3630/2014 απόφαση, η οποία απέρριψε εν μέρει την αγωγή ως αόριστη. Ισχυριζόταν δε περαιτέρω ότι τους λογαριασμούς λογοδοσίας των αντιδίκων του, τους οποίους ενσωμάτωσε στην κρινόμενη αγωγή του, αμφισβητεί στο σύνολό τους ως αναληθείς, άλλως επικουρικά ως προς τα επιμέρους κονδύλια τους, τα οποία ελέγχονται ως πλασματικά και πλήρως αναξιόπιστα, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην ένδικη αγωγή. Με βάση το ιστορικό αυτό, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, ζήτησε να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να του καταβάλουν με την ιδιότητά του ως διαχειριστή της κοινοπραξίας, ο μεν πρώτος εναγόμενος το ποσό των 20.659,20 ευρώ (64.560 Χ 32%) και ο δε δεύτερος εναγόμενος το ποσό των 193.433,49 ευρώ (604.479,65 Χ 32%), ως διαπιστωθέν κατάλοιπο του λογαριασμού εκάστου αντίστοιχα, καθώς και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Επί της ένδικης αγωγής εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία η με αριθμό 4565/2018 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία διέταξε την επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη. Κατόπιν της από 28-5-2021 με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2021 και ειδικό ……/2021 κλήσης του ενάγοντος, η υπόθεση εισήχθη προς περαιτέρω συζήτηση και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με τη με αριθμό 2984/2022 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν και καταδίκασε τον ενάγοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του πρώτου εναγόμενου, ύψους 450,00 ευρώ, και του δεύτερου εναγόμενου, ύψους 3.900 ευρώ, αντίστοιχα. Κατά της απόφασης αυτής (2984/2022) ο ενάγων και ήδη εκκαλών άσκησε ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου την κρινόμενη έφεσή του, ζητώντας να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, για τους αναφερόμενους στην έφεση λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, με σκοπό να γίνει καθ’ ολοκληρίαν δεκτή η ένδικη αγωγή του.

ΙΙΙ. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 303 ΑΚ, όποιος έχει τη διαχείριση μιας ολικά ή μερικά ξένης υπόθεσης, εφόσον η διαχείριση συνεπάγεται εισπράξεις και δαπάνες, έχει υποχρέωση να λογοδοτήσει. Για τον σκοπό αυτό ο δοσίλογος οφείλει να ανακοινώσει στον δεξίλογο λογαριασμό που να περιέχει αντιπαράθεση των εσόδων και των εξόδων, καθώς και ό,τι προκύπτει από την αντιπαράθεση αυτή και να επισυνάψει τα δικαιολογητικά, εφόσον συνηθίζονται (ΑΠ 1263/2010 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, με την οποία καθιερώνεται η γενική υποχρέωση για εξώδικη ή δικαστική λογοδοσία εκείνου στο πρόσωπο του οποίου συγκεντρώνονται οι προϋποθέσεις του νόμου και ρυθμίζεται ο τρόπος κατά τον οποίο θα εκπληρωθεί στην πράξη η υποχρέωση λογοδοσίας, ο δοσίλογος οφείλει να ανακοινώσει στον δεξίλογο έγγραφο λογαριασμό για τις διαχειριστικές πράξεις και για το χρόνο για τον οποίο ζητείται η λογοδοσία, όπου πρέπει να αναγράφονται λεπτομερώς τα έσοδα και τα έξοδα που έχουν πραγματοποιηθεί κατά το χρόνο της διαχείρισης, καθώς και το κατάλοιπο που προκύπτει από τη διαφορά των δύο σκελών του λογαριασμού, ακόμη δε να επισυνάψει και τα δικαιολογητικά έγγραφα, εφόσον η έκθεσή τους συνηθίζεται, κατά τρόπο ώστε να παρέχεται στον δεξίλογο πλήρης εικόνα της υπόθεσης, που διαχειρίστηκε αυτός (δοσίλογος) και να διευκολύνεται έτσι ο έλεγχος των επί μέρους κονδυλίων (ΑΠ 1122/2006 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5224/2008 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Η τυπική μορφή του εν λόγω λογαριασμού καθορίζεται από την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 303 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία ο λογαριασμός πρέπει να περιέχει την αντιπαράθεση εσόδων και εξόδων, καθώς και το αποτέλεσμα από την αντιπαράθεση αυτήν, ήτοι αν αυτό είναι πιστωτικό υπέρ του δοσιλόγου ή χρεωστικό σε βάρος αυτού. Ειδικότερα, η αντιπαράθεση πρέπει να είναι σαφής και ορισμένη και κατά το δυνατό λεπτομερειακή, για όλο το χρονικό διάστημα της διαχειρίσεως, ώστε να παρέχεται στον δεξίλογο μια πλήρης εικόνα της διαχειρίσεως του δοσιλόγου. Και τούτο για να μπορεί ο μεν δεξίλογος να ελέγξει τα κονδύλια και να εγκρίνει ή αμφισβητήσει μερικά ή και όλα αυτά, το δε δικαστήριο να τα ερευνήσει, διατάζοντας αποδείξεις, αν απαιτείται, σε βάρος των διαδίκων (ΑΠ 700/2021, ΑΠ 1122/2006, ΕφΘεσσαλ 1550/2012 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Εάν ο δοσίλογος δεν προβαίνει εξωδίκως σε ανακοίνωση προς τον δεξίλογο λογαριασμού ή εάν ο λογαριασμός, που ανακοίνωσε ο δοσίλογος, δεν είναι σαφής, ορισμένος και λεπτομερειακός, για όλο το χρονικό διάστημα της διαχείρισης, δεν εκπληρώνεται η ως άνω υποχρέωση του δοσίλογου, ο δε δεξίλογος δικαιούται να επιδιώξει την εκπλήρωση της υποχρέωσης του δοσίλογου για ανακοίνωση του λογαριασμού με αγωγή, στην οποία εφαρμόζονται οι ειδικές διατάξεις των άρθρων 473 – 477 ΚΠολΔ (ΑΠ 527/2022, ΑΠ 977/1997 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 934/1995 ΝοΒ 1997. 1106, ΑΠ 526/1992 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Στην αγωγή λογοδοσίας μπορεί να σωρευθεί όμως, εκτός από το αίτημα καταβολής του καταλοίπου (χωρίς να χρειάζεται να προσδιορίσει αυτό στο δικόγραφο της αγωγής, κατά παρέκκλιση των ορισμών του άρθρου 216 ΚΠολΔ) και αίτημα καταβολής ορισμένου ελλείμματος, αν δεν κατατεθεί ο λογαριασμός ή ο κατάλογος με τα δικαιολογητικά. Το αίτημα αυτό διαφοροποιείται από το αίτημα για την καταβολή του καταλοίπου του λογαριασμού. Ενώ λοιπόν το αίτημα για την καταβολή του καταλοίπου συνέχεται με την κατάθεση του λογαριασμού και μπορεί να συγκεκριμενοποιείται κατά το στάδιο που θα επακολουθήσει, το αίτημα για την καταβολή του πιθανολογούμενου (εικαζόμενου) ελλείμματος, αποτελεί ιδιότυπο (πρόσθετο) μέσο εξαναγκασμού του οφειλέτη και πρόσθετο μέσο εκτέλεσης, το οποίο συντρέχει με τα μέσα εκτέλεσης του άρθρου 946 ΚΠολΔ. Το μέσο αυτό διατάσσεται από το δικαστήριο κατόπιν αίτησης του ενάγοντα, και αποσκοπεί όπως και τα μέσα εκτέλεσης του άρθρου 946 ΚΠολΔ, να κάμψει την άρνηση του οφειλέτη να καταθέσει εντός της ταχθείσας προθεσμίας το λογαριασμό ή τον κατάλογο των στοιχείων, πράξη η οποία δεν μπορεί να επιχειρηθεί από τρίτο πρόσωπο. Η κατά τον τρόπο αυτό δικαστικώς, κατ’ άρθρα 473 επ. ΚΠολΔ, επιδιωκόμενη λογοδοσία αποτελείται από δύο στάδια. Κατά το πρώτο στάδιο, αντικείμενο της υπόθεσης είναι η υποχρέωση προς λογοδοσία και όχι οι λεπτομέρειες του λογαριασμού, δηλαδή των κατ’ ιδίαν εισπράξεων και δαπανών. Προς τούτο, λαμβάνει χώρα ενώπιον του Δικαστηρίου η συζήτηση της ως άνω αγωγής κατά τις γενικές διατάξεις, κατά την οποία ερευνάται εάν υπάρχει υποχρέωση του εναγόμενου για λογοδοσία, που να προκύπτει είτε από το άρθρο 303 ΑΚ είτε από άλλη διάταξη νόμου, ήτοι εάν ο εναγόμενος προέβη σε πραγματική διαχείριση, που συνεπάγεται το ανωτέρω αποτέλεσμα. Περαιτέρω, όταν αποδεικνύεται η υποχρέωση προς λογοδοσία, το Δικαστήριο εκδίδει οριστική υπό αίρεση απόφαση, που διατάσσει λογοδοσία και υποχρεώνει τον εναγόμενο μέσα σε ορισμένη προθεσμία να καταθέσει γραπτό λογαριασμό με αντιπαράθεση των εσόδων και εξόδων, που έγιναν στο πλαίσιο της διαχειριστικής του εξουσίας, καθώς και όλες τις δικαιολογητικές αποδείξεις, ενώ συγχρόνως με την ίδια απόφαση καταδικάζεται σε χρηματική ποινή και σε προσωπική κράτηση, σύμφωνα με το άρθρο 946 ΚΠολΔ. Με την αγωγή λογοδοσίας μπορεί να ζητηθεί, για την περίπτωση που δεν κατατεθεί ο λογαριασμός, να καταβληθεί ορισμένο κατάλοιπο ή έλλειμμα. Από τα παραπάνω σε συνδυασμό και με το άρθρο 216 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, στην περίπτωση που ο δεξίλογος με την αγωγή του σωρεύει και αίτημα (καταψηφιστικό ή αναγνωριστικό) για καθορισμό συγκεκριμένου ελλείμματος ή καταλοίπου του λογαριασμού, θα πρέπει για το ορισμένο του αιτήματος αυτού, να επικαλείται σε αυτήν περιστατικά που να δικαιολογούν την επιδίκασή του (π.χ. πράξεις που ενήργησε ο δοσίλογος στα πλαίσια της γενομένης από αυτόν διαχείρισης και το ποσό της δαπάνης στην οποία υποβλήθηκε γι’ αυτές, καθώς και τις γενόμενες δαπάνες), κάτι που δεν απαιτείται να γίνει λεπτομερειακά (αφού πρόκειται για κονδύλια κατ’ αρχήν άγνωστα στον ενάγοντα), αλλά αρκεί μια γενική περιγραφή τους, ώστε να διαταχθούν σχετικές αποδείξεις και να προσδιορισθεί το κατάλοιπο (ΕφΠατρ 215/2003 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα ΕρμΚΠολΔ, 2000, τόμος Ι, υπό άρθρο 473, παρ. 8, σελ. 839, Μιχαήλ Μαργαρίτης /Άντα Μαργαρίτη Ερμηνεία ΚΠολΔ, 2012, τόμος I, υπό άρθρο 473, αριθμ. 6, σελ. 812). Αν το κατάλοιπο ή έλλειμμα πιθανολογείται, το δικαστήριο, με την απόφαση που διατάζει λογοδοσία, μπορεί να διατάξει, κατά την κρίση του, ως πρόσθετο δικονομικό μέσο – βάρος εξαναγκασμού του δοσίλογου να εκπληρώσει εμπρόθεσμα την υποχρέωση λογοδοσίας (παράλληλα με την απαγγελία προσωπικής κράτησης και την απειλή χρηματικής ποινής), και την καταβολή αυτού του κατάλοιπου ή ελλείμματος (ΑΠ 978/1997, ΕφΠατρ 215/2003, ΕφΠειρ 461/2002 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Αν ο εναγόμενος συμμορφωθεί προς την απόφαση και καταθέσει λογαριασμό ή κατάλογο με όλα τα σχετικά έγγραφα, η οποία κατάθεση γίνεται στη γραμματεία του Δικαστηρίου και, αφού συνταχθεί περί αυτής σχετική έκθεση, τίθεται στον φάκελο της δικογραφίας (ΕφΘεσσαλ 25/1991 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ), η δίκη προχωρεί στο δεύτερο στάδιο, του άρθρου 475 παρ. 2 ΚΠολΔ, κατά το οποίο επιδιώκεται η εξακρίβωση του αποτελέσματος της λογοδοσίας, οι διάδικοι υποβάλλουν τις παρατηρήσεις τους, προσδιορίζουν σαφώς τα κονδύλια του λογαριασμού ή τα στοιχεία του καταλόγου που αμφισβητούν, τις ελλείψεις ή παραλείψεις αυτών και γενικά προβάλλουν όλα τα μέσα επίθεσης και άμυνας που αφορούν το λογαριασμό ή τον κατάλογο. Απαραίτητη προϋπόθεση συνεπώς για την επακολούθηση του δευτέρου σταδίου, είναι η τήρηση της προδικασίας του από τον εναγόμενο-δοσίλογο, δηλαδή η εκπλήρωση της υποχρέωσης προς λογοδοσία, που υλοποιείται με την κατάθεση του λογαριασμού και των σχετικών εγγράφων (ΑΠ 1122/2006 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Το στάδιο αυτό ακολουθείται μόνο όταν στην αγωγή περιέχεται και νόμιμο αίτημα καταβολής του καταλοίπου ή ελλείμματος, ενώ όταν δεν περιέχεται τέτοιο αίτημα, κάθε περαιτέρω διαδικαστική πράξη επιχειρείται χωρίς έννομο συμφέρον, αφού δεν μπορεί να οδηγήσει σε έκδοση απόφασης με διατακτικό διαφορετικό και επωφελέστερο για τον ενάγοντα από το διατακτικό της προηγηθείσης απόφασης που διέταξε τη λογοδοσία (ΑΠ 1263/2010 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Αντιθέτως, αν ο εναγόμενος δεν συμμορφωθεί με την απόφαση που διατάσσει τη λογοδοσία και δεν καταθέσει το λογαριασμό εντός της ταχθείσας προθεσμίας, ή αν ο λογαριασμός που καταθέσει, δεν έχει την προαναφερόμενη λεπτομερή αναγραφή των μερικότερων κονδυλίων, οπότε και ο εναγόμενος δοσίλογος δεν εκπληρώνει την υποχρέωσή του, η απόφαση που έχει εκδοθεί γίνεται οριστική (πλέον χωρίς αίρεση) από την παρέλευση της προθεσμίας που ορίστηκε, ως προς την υποχρέωση λογοδοσίας και την υποχρέωση για καταβολή του πιθανολογημένου ελλείμματος και, όταν τελεσιδικήσει, μπορεί να εκτελεστεί ως προς τις διατάξεις της για τη χρηματική ποινή και την προσωπική κράτηση, όσο και ως προς την υποχρέωση για καταβολή του πιθανολογημένου ελλείμματος, εάν είχε καταδικασθεί ο εναγόμενος στην καταβολή του με την ως άνω απόφαση του πρώτου σταδίου (ΜονΕφΠειρ 209/2023 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς, ΜονΕφΛαρ 192/2020 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ).

ΙV. Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ανταπόδειξης ……. και της χωρίς όρκο εξέτασης του ενάγοντος, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κατά τη συνεδρίαση της 28ης Φεβρουαρίου 2018 και (οι οποίες) περιέχονται στα με αριθμό 4565/2018 πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που μετ’ επικλήσεως προσκομίζονται, από τη με αριθμό …/21-1-2021 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος δυνάμει της με αριθμό 4565/2018 μη οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς πραγματογνώμονα …………., πτυχιούχου ΑΣΟΕΕ, λογιστή – οικονομολόγου – φοροτεχνικού, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται νόμιμα και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), μερικά από τα οποία μνημονεύονται ειδικά παρακάτω, χωρίς πάντως, να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης (ΑΠ 277/2020, ΑΠ 386/2015 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ), από τη με αριθμό ……….11-5-2015 ένορκη βεβαίωση του ……. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, τη με αριθμό …../25-1-2013 ένορκη βεβαίωση του ……… ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ……….., τη με αριθμό ………./23-2-2011 ένορκη βεβαίωση του ………. ενώπιον της συμβολαιογράφου Παμίσου …….., τη με αριθμό ……./2-2-2009 ένορκη βεβαίωση του . ……… ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ………., τη με αριθμό …../29-7-2008 ένορκη βεβαίωση του ……………. ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ………., τη με αριθμό ………../11-12-2007 ένορκη βεβαίωση του ………… ενώπιον της συμβολαιογράφου Παμίσου ………, που λήφθηκαν μεταξύ των ίδιων διαδίκων στα πλαίσια άλλων πολιτικών μεταξύ τους δικών, οι οποίες παραδεκτά λαμβάνονται υπόψη από το παρόν Δικαστήριο για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 1028/2013, ΑΠ 343/2000 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ), από τις λοιπές, πολιτικές (ενδ. με αριθμό 10145/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς/Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων) και ποινικές (ενδ. με αριθμό 957/2013 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καλαμάτας) αποφάσεις, που εκδόθηκαν μεταξύ των ίδιων διαδίκων στα πλαίσια άλλων μεταξύ τους δικών, οι οποίες παραδεκτά λαμβάνονται υπόψη από το παρόν Δικαστήριο για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 681/2021, ΑΠ 1286/2003 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της με αριθμό ………../3-10-2001 συμβολαιογραφικής πράξης σύστασης κοινοπραξίας της συμβολαιογράφου Αθηνών ………., που κατατέθηκε στη Δ.Ο.Υ. Νίκαιας με αύξοντα αριθμό 91/9-10-2001, ο ενάγων, πολιτικός μηχανικός Τεχνολογικής Εκπαίδευσης, συνέστησε με τον ………., κοινοπραξία με την επωνυμία «………….», σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 35 επ. του ΠΔ 609/1985, με έδρα το Δήμο Νίκαιας Αττικής επί της οδού ………., και αντικείμενο την εκτέλεση του έργου «Κατασκευή κλειστού γυμναστηρίου ………..», με αναθέτοντα φορέα το Δήμο …… ., κατόπιν ανάδειξης της κοινοπραξίας ως ανάδοχου εκτέλεσης του εν λόγω έργου μετά τη συμμετοχή της στο διαγωνισμό της 22ης-8-2001. Διάρκεια της συνιστωμένης κοινοπραξίας ορίστηκε ίση προς τον απαιτούμενο χρόνο για την αποπεράτωση και την τυχόν οριστική παράδοση του ανωτέρω έργου και των τυχόν επεκτάσεών του και διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος της κοινοπραξίας ορίστηκε ο ενάγων, ενώ η συμμετοχή των μελών στις κερδοζημίες της κοινοπραξίας ορίστηκε σε 50% για τον καθένα. Στη συνέχεια, με το από 9-10-2001 ιδιωτικό συμφωνητικό, που νόμιμα κατατέθηκε στη Δ.Ο.Υ. Νίκαιας, όπως προκύπτει από τη με αριθμό πρωτ. …../22-10-2001 βεβαίωση μεταβολής εργασιών μη φυσικού προσώπου της Δ.Ο.Υ. Νίκαιας, τροποποιήθηκε η παραπάνω κοινοπραξία, αφού εισήλθαν σε αυτήν και οι εναγόμενοι και συγκεκριμένα, η συμμετοχή των μελών διαμορφώθηκε ως εξής : ο ενάγων κατά ποσοστό 32%, ο ……… κατά ποσοστό 4%, ο ……….., τοπογράφος μηχανικός, πρώτος εναγόμενος, κατά ποσοστό 32% και ο …………, πολιτικός μηχανικός, αδελφός του ενάγοντος και δεύτερος εναγόμενος κατά ποσοστό 32%, ενώ οι λοιποί όροι της αρχικής συστατικής πράξης της κοινοπραξίας παρέμειναν ως είχαν. Από δε το χρόνο σύστασης της κοινοπραξίας ο εναγόμενος . ……, μέλος της κοινοπραξίας, είχε τον πλήρη οικονομικό έλεγχο και τη διαχείριση των οικονομικών της κοινοπραξίας. Ακολούθως, περιμένοντας την είσπραξη του 8ου λογαριασμού του έργου, δυνάμει του με αριθμό ………/23-12-2003 ειδικού πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Παμίσου ……….., ο ενάγων, κάνοντας χρήση των εξουσιών που είχε από το ανωτέρω με αριθμό ……/3-10-2001 συμβόλαιο σύστασης κοινοπραξίας της συμβολαιογράφου Αθηνών ……… και δη της δυνατότητας να ορίζει και άλλους πληρεξούσιους για τη διενέργεια κάποιων πράξεων, ανέθεσε στον εναγόμενο …….. την εκτέλεση, για λογαριασμό του ως διαχειριστή της κοινοπραξίας, των ειδικότερων πράξεων που σε αυτό αναφέρονται, ήτοι : Να εισπράττει απευθείας παρά του Δημοσίου ή μέσω φυσικού ή νομικού προσώπου δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου οποιοδήποτε χρηματικό ποσό υπό οποιαδήποτε μορφή καταβάλλεται αυτό στην κοινοπραξία λόγω της εκτέλεσης του άνω έργου, χορηγώντας προς τούτο τις απαιτούμενες αποδείξεις ή εξοφλήσεις, εξοφλώντας οποιαδήποτε εντάλματα ή επιταγές και οποιαδήποτε εν γένει χρεόγραφα, οπισθογραφώντας τις επιταγές, να παρίσταται και να εκπροσωπεί την άνω κοινοπραξία ενώπιον όλων των τραπεζών σχετικά με οποιαδήποτε δοσοληψία που έχει σχέση με την ως άνω κοινοπραξία, να καταβάλει φόρους και εισφορές για την εκτέλεση του έργου, να καταβάλει φόρους και εισφορές προς το Δημόσιο και κάθε Οργανισμό κύριας ή επικουρικής ασφάλισης, υπογράφοντας προς τούτο κάθε σχετικό έγγραφο ή απόδειξη, να παραλαμβάνει οποιαδήποτε σχετική επιταγή στο όνομα της κοινοπραξίας ή μετρητά χρήματα υπογράφοντας προς τούτο κάθε σχετικό έγγραφο ή απόδειξη και γενικά να πράττει και οτιδήποτε άλλο είναι απαραίτητο, προκειμένου να εκτελεστούν οι παραπάνω εντολές έστω και αν δεν αναφέρεται ρητά στο ως άνω πληρεξούσιο. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι ο ενάγων ανέθεσε, όπως είχε το δικαίωμα από την ως άνω συμβολαιογραφική πράξη σύστασης της κοινοπραξίας, και με τη σύμφωνη γνώμη των λοιπών μελών της κοινοπραξίας, στον εναγόμενο ……., όλες τις οικονομικές δοσοληψίες της κοινοπραξίας. Η δε ανάθεση των ανωτέρω αρμοδιοτήτων στον εναγόμενο …….. έγινε μετά από αίτημα του έτερου εναγόμενου …… και για τον πρόσθετο λόγο ότι ο …….. ήταν κάτοικος …… Νομού …………….. και εκ της εγγύτητας του τόπου διαμονής του με τον τόπο εκτέλεσης του έργου, είχε τη δυνατότητα άμεσης πρόσβασης στις δημόσιες υπηρεσίες και τράπεζες και επίλυσης τυχόν προβλημάτων. Το έργο παραδόθηκε προσωρινά σε χρήση την 8-4-2004 και υπολείπονταν μόνον διάφορες εργασίες περιβάλλοντος χώρου. Έκτοτε εκκρεμούσε η περαιτέρω χρηματοδότησή του από πόρους της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού, ώστε να καλυφθούν οι επιπλέον δαπάνες, που προέκυψαν από τις τεχνικές βελτιώσεις του έργου, πράγμα που επιτεύχθηκε κατά τα τέλη του έτους 2005. Στις αρχές του έτους 2006 και ενώ η κατασκευή του έργου είχε σχεδόν ολοκληρωθεί, εκδηλώθηκε έντονη διαμάχη του ενάγοντος με τους εναγόμενους, καθότι τα έσοδά του από την κατασκευή του έργου ήταν μέχρι τότε ελάχιστα, σε σχέση με το χρόνο ενασχόλησής του με αυτό. Εξάλλου, μετά την ανάθεση στον εναγόμενο …….. των ανωτέρω οικονομικής φύσης αρμοδιοτήτων σε συνδυασμό και με την από την αρχή διαχείριση των οικονομικών της κοινοπραξίας από τον εναγόμενο …………., ο οποίος είχε εισπράξει και διαχειριστεί όλους τους προηγούμενους λογαριασμούς του έργου, ο ενάγων δεν είχε πλέον «εικόνα» για τα οικονομικά δεδομένα της κοινοπραξίας και σε προφορικές συζητήσεις τους, οι εναγόμενοι δεν του έδιναν πειστικές απαντήσεις. Παράλληλα και κατόπιν ενεργειών του ενάγοντος, επιτεύχθηκε η επέκταση της αρχικής σύμβασης με την υπογραφή της 2ης Συμπληρωματικής Σύμβασης του έργου, συμβατικού αντικειμένου 172.252,29 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ, η οποία υπογράφηκε μεταξύ του ενάγοντος ως εκπροσώπου της κοινοπραξίας και του εργοδότη Δήμου …………….. την 21-9-2006. Στη συνέχεια, ο ………. ως μέλος της κοινοπραξίας, ανακάλεσε, με το με αριθμό ………/2-10-2006 συμβολαιογραφικό έγγραφο του συμβολαιογράφου Αθηνών ………., την πληρεξουσιότητα που είχε παράσχει προς το πρόσωπο του ενάγοντος δυνάμει του ως άνω με αριθμό ……/3-10-2001 συμβολαίου σύστασης της κοινοπραξίας της συμβολαιογράφου Αθηνών …………, ενώ την ανάκληση αυτή γνωστοποίησε και στη Διευθύνουσα Υπηρεσία του έργου, ήτοι την Τεχνική Υπηρεσία Δήμων και Κοινοτήτων (Τ.Υ.Δ.Κ.) Νομού …………….., με την από 5-10-2006 σχετική αίτησή του. Ο ενάγων, σε απάντηση αυτής της ενέργειας, με την από 5-11-2006 αίτηση και δήλωσή του, που υποβλήθηκε στη Διευθύνουσα Υπηρεσία του έργου με αριθμό πρωτ. ΤΥΔΚ ……../6-11-2006 (αν και δεν προσκομίζεται, εντούτοις οι εναγόμενοι δεν την αρνούνται ειδικά κατά περιεχόμενο), αφενός επικαλέστηκε τον, κατά την άποψή του, παράνομο χαρακτήρα της ως άνω ανάκλησης του πληρεξουσίου, αφετέρου δήλωσε ότι με βάση την αναγκαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 35 του ΠΔ 609/1985, ο ίδιος (ενάγων) θα παρέμενε νόμιμος εκπρόσωπος της κοινοπραξίας μέχρι να συμφωνήσει αυτός περί του αντιθέτου, κατά τις εφαρμοστέες διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας. Εντωμεταξύ, ο ενάγων είχε προβεί στη σύνταξη και κατάθεση του 10ου λογαριασμού του έργου ποσού 77.859,10 ευρώ στην Επιβλέπουσα Υπηρεσία, ασκώντας συνεχή πίεση στον τότε (από το καλοκαίρι του έτους 2006) εκτελούντα χρέη Προϊσταμένου ΤΥΔΚ . ………, προκειμένου ο τελευταίος να θεωρήσει τον πιο πάνω  λογαριασμό του έργου, για να μπορέσει ο ενάγων να τον εισπράξει. Λόγω όμως, των άνω προβλημάτων, που είχαν ανακύψει μεταξύ των μελών της κοινοπραξίας και ιδίως αναφορικά με τη νόμιμη εκπροσώπησή της, η Επιβλέπουσα Υπηρεσία θεώρησε σκόπιμο να απευθυνθεί στο Δικαστικό Τμήμα της Περιφέρειας Πελοποννήσου ως Προϊσταμένης Αρχής για τη γνωμοδότησή της. Η ΤΥΔΚ κοινοποίησε στον ενάγοντα και στον …… το με αριθμό πρωτ. ……….-22.646 από 8-12-2006 έγγραφό της, σύμφωνα με το οποίο «…Σας κοινοποιούμε το ……./20-12-2006 αντίγραφο εγγράφου γνωμοδότησης του Δικαστικού Γραφείου Τρίπολης σχετικά με τη νομική ισχύ του πληρεξουσίου και της αντίστοιχης ανάκλησης και παρακαλούμε για τις δικές σας ενέργειες, προκειμένου να ορισθεί νέος εκπρόσωπος από κοινού της κοινοπραξίας, άλλως θα θεωρείτε ως νόμιμο εκπρόσωπο της Κ/Ξ τον κ. …………….». Ειδικότερα, σύμφωνα με το περιεχόμενο της ως άνω με αριθμό πρωτ. ………./20-12-2006 έγγραφης γνωμοδότησης του Δικαστικού Γραφείου Τρίπολης, την οποία υπογράφει ο πάρεδρος ΝΣΚ ………., αφενός κρίνονται ως βάσιμοι οι πιο πάνω ισχυρισμοί του ενάγοντος, στηριζόμενοι στις ειδικές διατάξεις του άρθρου 35 του ΠΔ 609/1985, αφετέρου, επειδή σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις όλες οι ενέργειες που αφορούν την κοινοπραξία (εγγυήσεις, ευθύνη, εκπροσώπηση, αντικατάσταση πληρεξουσίου) γίνονται από κοινού και λόγω του προβλήματος λειτουργίας της κοινοπραξίας, που ανέκυψε μετά την ανάκληση της πληρεξουσιότητας, παροτρύνονται τα μέλη της κοινοπραξίας να ορίσουν από κοινού νέο εκπρόσωπο της κοινοπραξίας, διαφορετικά θα γίνεται αποδεκτός ως νόμιμος εκπρόσωπος αυτής ο ενάγων. Ακολούθως, ο εναγόμενος . …… υπέβαλε την από 16-1-2007 αναφορά – καταγγελία του προς τη Δ.Ο.Υ. Μεσσήνης, που έλαβε αριθμό πρωτ. …./17-1-2007, με την οποία, επικαλούμενος ότι από τις αρχές του έτους 2006 ο ενάγων, ενεργώντας αυθαίρετα, υφάρπαξε και εξαφάνισε τα σχετικά βιβλία, έγγραφα και παραστατικά της κοινοπραξίας, αρνούμενος τη συνεργασία με τα υπόλοιπα μέλη της κοινοπραξίας, και μετέφερε την έδρα της κοινοπραξίας από την οδό ……………. στη Νίκαια, πιθανότατα στην οικία του στην οδό ….. στη ….. Νίκαιας, με αποτέλεσμα την αδυναμία διεκπεραίωσης των υποθέσεων της κοινοπραξίας για την κατασκευή του έργου και αφού ενημέρωσε τη Δ.Ο.Υ. για την προαναφερόμενη ανάκληση του πληρεξουσίου, ζήτησε να ενεργήσει η Δ.Ο.Υ. Μεσσήνης, ώστε η αρμόδια Δ.Ο.Υ. Νίκαιας να προβεί στην τακτοποίηση των παραπάνω ατασθαλιών του ενάγοντος, με σκοπό την ομαλοποίηση των διαδικασιών. Ταυτόχρονα, ο εναγόμενος …….., με την από 19-1-2007 εξώδικη δήλωση και πρόσκλησή του προς το Δήμο …………….., κοινοποιηθείσα στον Προϊστάμενο της ΤΥΔΚ Ν. …………….., αφού του γνωστοποίησε την ανωτέρω καταγγελία του προς την Δ.Ο.Υ. Μεσσήνης, ζήτησε από το Δήμο να τον ενημερώσει για το χρόνο και τον τόπο καταβολής των οφειλόμενων στην κοινοπραξία χρηματικών ποσών. Σε απάντηση της άνω καταγγελίας, η Δ.Ο.Υ. Νίκαιας απέστειλε στον ενάγοντα τη με αριθμό πρωτ. ……/9-2-2007 πρόσκληση άρθρου 66 Ν. 2238/1994 και 36 ΠΔ 186/1992 ΚΒΣ, κοινοποιηθείσα την 13-2-2007, με την οποία κλήθηκε να προσκομίσει τα βιβλία, τα στοιχεία και τα παραστατικά των εγγραφών στα βιβλία της ελεγχόμενης κοινοπραξίας για τις χρήσεις 2006 και προγενέστερα. Ο ενάγων προσκόμισε στην υπηρεσία την 27-2-2007 το βιβλίο εσόδων – εξόδων (μηχανογραφικό), με καταχώριση εξόδων μέχρι 31-1-2006 και το τιμολόγιο (χειρόγραφο) με αριθμό 1-50, ενώ δεν προσκομίστηκαν τα παραστατικά αγορών, δαπανών και λοιπών δικαιολογητικών εγγραφών στα βιβλία. Μετά την αποστολή πρόσκλησης άρθρου 66 Ν. 2238/1994 και 36 ΠΔ 186/1992 ΚΒΣ, μέσω της Δ.Ο.Υ. Χολαργού, προς τον εναγόμενο ……. και τη μη συμμόρφωση εκ μέρους του τελευταίου, επιβλήθηκε στην κοινοπραξία πρόστιμο ποσού 1.172,00 ευρώ, με τη με αριθμό 36/30-1-2008 απόφαση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Νίκαιας, διότι κατά τη διαχειριστική περίοδο 1-1-2007 / 31-12-2007 δεν επέδειξε τα βιβλία και στοιχεία, μετά από προηγούμενη πρόσκληση, κατά παράβαση των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 2 και 36 παρ. 1 του ΠΔ 186/1992 (ΚΒΣ). Εντωμεταξύ, οι εναγόμενοι υπέβαλαν την από 14-2-2007 ένστασή τους προς την ΤΥΔΚ  . …………….., με κοινοποίηση μεταξύ άλλων και στο Δικαστικό Γραφείο Τρίπολης και στο Δήμο …………….., αναφορικά με την παράνομη, κατά την άποψή τους, εκπροσώπηση της κοινοπραξίας από τον ενάγοντα, στην οποία επικαλούνταν, μεταξύ άλλων, και την πιο πάνω καταγγελία του εναγόμενου ………. σε βάρος του ενάγοντος προς τις φορολογικές αρχές, ζητώντας να θεωρηθούν άκυρες οι μονομερείς ενέργειες του ενάγοντος προς την υπηρεσία, από την ημερομηνία κατάθεσης της ανάκλησης του πληρεξουσίου, διότι εκείνοι δεν τις εγκρίνουν. Κατόπιν, δυνάμει του με αριθμό …………../22-3-2007 πληρεξουσίου, που συντάχθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Παμίσου …………, οι εναγόμενοι, με βάση την πλειοψηφία συμμετοχής τους στην κοινοπραξία ποσοστού 64%, διόρισαν ως ειδικό πληρεξούσιο, αντιπρόσωπο και αντίκλητό τους τον εναγόμενο ………….., στον οποίο παρείχαν την ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα να εκπροσωπεί την κοινοπραξία και να υπογράφει αντ’ αυτών όλα τα σχετικά έγγραφα και να εισπράττει χρηματικά εντάλματα – λογαριασμούς, που προέρχονται από την εκτέλεση του έργου, να υπογράφει τις σχετικές συμβάσεις – συμφωνητικά εκτέλεσης της εργολαβίας με τον κύριο του έργου και όλα τα σχετικά έγγραφα που έχουν σχέση με την εργολαβία, παράλληλα δε ο εναγόμενος …………. δήλωσε ότι αποδέχεται ρητά και ανεπιφύλακτα το δια του πληρεξουσίου διορισμό του ως εκπροσώπου της κοινοπραξίας, ενώ με το ίδιο ως άνω συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, αναπληρωτής του κατά τα άνω διορισθέντος ως εκπροσώπου της κοινοπραξίας διορίστηκε ο ………, ο οποίος ομοίως δήλωσε ότι αποδέχεται ρητά και ανεπιφύλακτα το δια του πληρεξουσίου διορισμό του ως αναπληρωτού εκπροσώπου της κοινοπραξίας. Έπειτα, το νέο αυτό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, συνταχθέν χωρίς τον ενάγοντα, υποβλήθηκε στην Περιφερειακή Διοίκηση Ν. …………….., στο Δήμο …………….. και στη Δ.Ο.Υ. Νίκαιας για την έκδοση νέων παραστατικών και την ακύρωση των προηγούμενων. Ωστόσο, σε σύντομο χρονικό διάστημα ο ενάγων προέβη στη με αριθμό ……./14-6-2007 δήλωσή του ενώπιον της συμβολαιογράφου Αμαρουσίου ………….., με την οποία ανακάλεσε την εντολή και πληρεξουσιότητα, που είχε χορηγήσει δυνάμει του προειρημένου με αριθμό …………../23-12-2003 ειδικού πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Παμίσου …………. στον εναγόμενο ………., στον οποίο επιδόθηκε η ανωτέρω δήλωση ανάκλησης την 20-6-2007, όπως και στη συντάξασα συμβολαιογράφο ……….. Συγχρόνως δε με την ανάκληση της χορηγηθείσας πληρεξουσιότητας, ο ενάγων επέδωσε στον εναγόμενο ………. την από 15-6-2007 εξώδικη κλήση του σε λογοδοσία και, επειδή ο εν λόγω εναγόμενος δεν ανταποκρίθηκε στην ανωτέρω πρόσκληση του ενάγοντος,  κατόπιν του επέδωσε την από 3-7-2007 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …./2007 αγωγή λογοδοσίας ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Στη συνέχεια, ο ενάγων άσκησε την από 18-12-2008 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……/2008 αγωγή του κατά των εναγόμενων ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (την οποία έχει πλήρως ενσωματώσει στην κρινόμενη από 18-11-2014 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), με την οποία, αφενός παραιτήθηκε του δικογράφου της προγενέστερης από 3-7-2007 αγωγής του, αφετέρου ζήτησε, μεταξύ άλλων, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να εγχειρίσουν στη γραμματεία του δικαστηρίου, μέσα σε προθεσμία που θα οριστεί με την απόφαση, λογαριασμό με όλες τις εισπράξεις και καταβολές χρημάτων και εν γένει όλες τις χρηματικές δοσοληψίες, που οι τελευταίοι διενήργησαν για λογαριασμό της κοινοπραξίας και δυνάμει της ανακληθείσας πληρεξουσιότητας και εντολής, που τους έδωσε, κατά το χρονικό διάστημα από 9-10-2001 έως 14-6-2007 για τον εναγόμενο ……. και κατά το χρονικό διάστημα από 23-12-2003 έως 14-6-2007 για τον εναγόμενο ………., καθώς και τα παραστατικά, που τις τεκμηριώνουν και να υποχρεωθούν, με την οριστική απόφαση του δικαστηρίου, να του καταβάλουν ως διαχειριστή της κοινοπραξίας το διαπιστωθέν κατάλοιπο του λογαριασμού, ευθυνόμενοι προς τούτο αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος. Επί της εν λόγω αγωγής εκδόθηκε η με αριθμό 1065/2011 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία υποχρέωσε τους εναγόμενους σε λογοδοσία για το αιτούμενο διάστημα, οριζομένης προθεσμίας τεσσάρων (4) μηνών, αρχομένης από την κοινοποίηση της ως άνω απόφασης, για την κατάθεση του λογαριασμού στη γραμματεία του δικαστηρίου, συντασσομένης σχετικής έκθεσης, στον οποίο να περιέχονται όλες οι εισπράξεις και καταβολές χρημάτων κατά το αιτούμενο διάστημα, καθώς και το προκύπτον κατάλοιπο, επισυνάπτοντας και τα απαιτούμενα δικαιολογητικά έγγραφα, με απειλή χρηματικής ποινής 3.000 ευρώ και προσωπική κράτηση διάρκειας πέντε (5) μηνών για την περίπτωση μη συμμόρφωσης με την υποχρέωση. Οι εναγόμενοι κατέθεσαν τον από 3-10-2011 λογαριασμό λογοδοσίας αντίστοιχα έκαστος, σε συμμόρφωση με το διατακτικό της με αριθμό 1065/2011 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, συντασσομένων των με αριθμό …./2011 και …./2011 εκθέσεων κατάθεσης λογοδοσίας από τη γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς αντίστοιχα, τους λογαριασμούς δε αυτούς έχει πλήρως ενσωματώσει στην κρινόμενη από 18-11-2014 αγωγή του ο ενάγων. Μετά δε την κατάθεση των ένδικων λογαριασμών, η υπόθεση εισήχθη προς περαιτέρω συζήτηση, ήτοι κατ’ άρθρο 475 παρ. 2 ΚΠολΔ, στο δεύτερο στάδιο της αγωγής λογοδοσίας, κατά τη δικάσιμο της 6ης-12-2013, κατόπιν της από 16-7-2012 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …../2012 κλήσης του ενάγοντος, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 3630/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία απέρριψε εν μέρει την από 18-12-2008 αγωγή ως αόριστη. Ήδη με την κρινόμενη από 18-11-2014 αγωγή του, ο ενάγων αμφισβητεί τα κονδύλια των λογαριασμών των αντιδίκων του, ώστε να θεωρηθούν αυτοί ως αναληθείς και μη έγκυρες οι λογοδοσίες τους στο σύνολό τους άλλως επικουρικά ως προς τα επιμέρους κονδύλια τους, που ελέγχονται ως πλήρως αναξιόπιστα. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον ένδικο λογαριασμό λογοδοσίας του εναγόμενου ……….., τα έσοδα της κοινοπραξίας κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, όπως προκύπτει από το άθροισμα των χρηματικών ενταλμάτων πληρωμής των εννέα (9) πρώτων λογαριασμών του έργου, ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 720.844,06 ευρώ  (χωρίς ΦΠΑ), τα δε έξοδα αυτής, όπως προκύπτει από τις μηνιαίες καταστάσεις βιβλίων εξόδων και τις περιοδικές δηλώσεις οικοδομοτεχνικού έργου προς το ΙΚΑ, ανέρχονται σε 776.794,83 ευρώ (χωρίς ΦΠΑ). Πλέον συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον ανωτέρω λογαριασμό λογοδοσίας τα έξοδα αναλύονται ως εξής : Α) Ποσά από το βιβλίο εσόδων – εξόδων (τιμολόγια, γενικές δαπάνες κλπ), συνολικά 655.122,06 ευρώ (χωρίς ΦΠΑ), Β) Εργατική δαπάνη συνολικά 114.900,98 ευρώ, Γ) φόροι κοινοπραξίας και χαρτόσημο 6.771,79 ευρώ, συνολικά δηλαδή υπάρχει υστέρηση εσόδων μείον έξοδα, της τάξης των 55.950,77 ευρώ, η οποία, κατά τους ισχυρισμούς του εναγόμενου ………, καλύφθηκε από τον ίδιο (………..). Επίσης, κατά τον ίδιο ως άνω λογαριασμό, κατατέθηκε σε τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος το ποσό των 21.520 ευρώ έως τον Ιούνιο 2004 (ήτοι 20.000 ευρώ και 1.520 ευρώ), ως απολήψεις έναντι μελλοντικών κερδών, για κάλυψη προσωπικών αναγκών, μετά την ομόφωνη απόφαση όλων των μελών της κοινοπραξίας και αντίστοιχο ποσό αποδόθηκε σε έκαστο από τους εναγόμενους. Ενόψει των ανωτέρω, η πραγματική οικονομική κατάσταση της κοινοπραξίας κατά την ελεγχόμενη περίοδο είναι η εξής : έσοδα 720.844,06 ευρώ (χωρίς ΦΠΑ), έξοδα 776.794,83 ευρώ (χωρίς ΦΠΑ) και οφέλη από απολήψεις έναντι μελλοντικών κερδών μελών (3 Χ 21.520 ευρώ = 64.560 ευρώ) και επομένως, σύμφωνα με τον ανωτέρω λογαριασμό, το συνολικό αποτέλεσμα από λογιστικής απόψεως, έως και τον 9ο λογαριασμό, που είναι ο τελευταίος που εισπράχθηκε εντός της ελεγχόμενης περιόδου, ανέρχεται σε αρνητικό υπόλοιπο ίσο με το ποσό των 120.510,77 ευρώ [720.844,06 – 776.794,83 – 64.560], το οποίο, όπως διατείνεται ο εναγόμενος ………., πρέπει να του αποδοθεί από τους επόμενους λογαριασμούς και εισπράξεις του έργου (10ο λογαριασμό και εντεύθεν). Ωσαύτως, σύμφωνα με τον ένδικο λογαριασμό λογοδοσίας του εναγόμενου ……., με βάση τους ίδιους ως άνω υπολογισμούς, παρατίθεται η ίδια ως άνω οικονομική κατάσταση της κοινοπραξίας έως και το τέλος του έτους 2004, με συνέπεια το συνολικό λογιστικό αποτέλεσμα, έως και τον 9ο λογαριασμό, που είναι ο τελευταίος που εισπράχθηκε εντός της ελεγχόμενης περιόδου, να είναι ομοίως αρνητικό, ύψους 120.510,77 ευρώ [720.844,06 – 776.794,83 – 64.560], το οποίο, όπως υποστηρίζει ο εναγόμενος ……….., πρέπει να αποδοθεί στον συνεναγόμενό του …………. από τους επόμενους λογαριασμούς του έργου (10ο λογαριασμό και επόμενους). Την παραπάνω οικονομική κατάσταση της κοινοπραξίας έως το τέλος του έτους 2006, με τα ως άνω επιμέρους οικονομικά στοιχεία (έσοδα, έξοδα, κλπ), επιβεβαιώνει πλήρως και ο λογιστής της κοινοπραξίας ……., στη με αριθμό ……/2-2-2009 ένορκη βεβαίωσή του ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών …………., που λήφθηκε στα πλαίσια της συζήτησης της από 18-12-2008 προγενέστερης αγωγής λογοδοσίας του ενάγοντος. Σε αμφότερους τους ένδικους λογαριασμούς λογοδοσίας, οι δοσίλογοι διευκρινίζουν ότι από το τέλος του έτους 2004 δεν έκαναν αμφότεροι καμία ενέργεια για το έργο ή την κοινοπραξία, διότι αποξενώθηκαν στην πράξη από το έργο και τις διαδικασίες του, με αποτέλεσμα να μην έχουν πρόσβαση σε τιμολόγια ή λοιπά στοιχεία της κοινοπραξίας ούτε στο βιβλίο εσόδων – εξόδων, το οποίο ο ενάγων παρέλαβε από το λογιστή της κοινοπραξίας, για να το επιδείξει στη Δ.Ο.Υ. Νίκαιας. Περαιτέρω, επί της κρινόμενης από 18-11-2014 αγωγής, που συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο της 28ης-2-2018, εκδόθηκε η με αριθμό 4565/2018 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία διέταξε την επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να διενεργηθεί λογιστική πραγματογνωμοσύνη. Συγκεκριμένα, ο διορισθείς δυνάμει της πιο πάνω με αριθμό 4565/2018 απόφασης πραγματογνώμονας ……., πτυχιούχος ΑΣΟΕΕ, λογιστής – οικονομολόγος – φοροτεχνικός, όφειλε, αφού λάβει υπόψη του τα στοιχεία της δικογραφίας, όπως τα έγγραφα που κατέθεσαν προς λογοδοσία οι εναγόμενοι, καθώς και όλα τα έγγραφα, που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι και κάθε άλλο στοιχείο, που τυχόν του εγχειρίσουν οι διάδικοι, τους ισχυρισμούς των τελευταίων, τις εγγραφές και τα δικαιολογητικά των δαπανών και των εσόδων, να προσδιορίσει : α) το αποτέλεσμα που προκύπτει από την αντιπαράθεση των εσόδων και εξόδων, δηλαδή το ύψος του ποσού που αποτελεί το κέρδος ή τη ζημία της κοινοπραξίας και β) εάν οφείλεται κάποιο ποσό στον ενάγοντα, με την ως άνω ιδιότητά του, ως διαπιστωθέν κατάλοιπο των λογαριασμών λογοδοσίας για τα αναφερόμενα στο σκεπτικό της απόφασης χρονικά διαστήματα και σε καταφατική απάντηση σε τι ύψος ανέρχεται το ποσό αυτό. Ο πραγματογνώμονας κατέθεσε τη με αριθμό ……/21-1-2021 έκθεση πραγματογνωμοσύνης, εκτιμώμενη ελεύθερα από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 387 ΚΠολΔ). Ειδικότερα, σύμφωνα με τη δικαστική πραγματογνωμοσύνη, για το χρονικό διάστημα από 9-10-2001 έως 14-6-2007, με βάση το βιβλίο εσόδων – εξόδων της κοινοπραξίας, το συνολικό ποσό των εισπράξεων των ενταλμάτων των εκδοθεισών λογαριασμών της Περιφέρειας Πελοποννήσου, ανέρχεται σε 720.843,97 ευρώ (χωρίς ΦΠΑ), συμπεριλαμβανομένου και του 10ου λογαριασμού δυνάμει του με αριθμό ………./28-12-2004 εντάλματος πληρωμής (βλ. σελ. 5 της ένδικης γνωμοδότησης). Αν στο ανωτέρω ποσό προστεθούν και οι επιστροφές φόρου, που είναι ίσες με 38,00 ευρώ για το έτος 2003 και 1.305,94 ευρώ για το έτος 2004, τότε αθροιστικά τα έσοδα της κοινοπραξίας ισούνται με 722.186,91 ευρώ, μέχρι το τέλος του έτους 2004, καθότι για το υπόλοιπο ελεγχόμενο διάστημα (μέχρι 14-6-2007), δεν εμφανίζονται άλλα έσοδα. Έτι περαιτέρω, για την ίδια ως άνω ελεγχόμενη περίοδο, ήτοι από 9-10-2001 έως 14-6-2007, οι δαπάνες της κοινοπραξίας, με βάση τις καταχωρίσεις του βιβλίου εσόδων – εξόδων, ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 655.122,07 ευρώ, ήτοι για το έτος 2001, 5.906,65 ευρώ, για το έτος 2002, 204.560,44 ευρώ, για το έτος 2003, 364.196,39 ευρώ, για το έτος 2004, 59.832,05 ευρώ, για το έτος 2005, 17.470,66 ευρώ, για το έτος 2006, 3.155,88 ευρώ και για το έτος 2007, 0 ευρώ. Αναφορικά με τις αμφισβητούμενες από τον ενάγοντα δαπάνες της κοινοπραξίας, αποδεικνύονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα: Α1) Ως προς το με αριθμό ……/25-10-2002 δελτίο αποστολής – τιμολόγιο ποσού 20.145 ευρώ πλέον ΦΠΑ, 23.771,10 ευρώ,  το με αριθμό …../25-2-2003 δελτίο αποστολής – τιμολόγιο ποσού 21.000 ευρώ πλέον ΦΠΑ, 24.780 ευρώ, το με αριθμό …../28-3-2003 δελτίο αποστολής – τιμολόγιο ποσού 19.000 ευρώ πλέον ΦΠΑ, 22.420 ευρώ, το με αριθμό …/15-6-2003 τιμολόγιο ποσού 30.445 ευρώ πλέον ΦΠΑ, 35.925 ευρώ και το με αριθμό …../25-1-2005 τιμολόγιο ποσού 5.200 ευρώ πλέον ΦΠΑ, 6.136 ευρώ, έκδοσης του ……… (ξυλουργικές εργασίες, εμπόριο ξυλείας και συναφών υλικών, …….), που αμφισβητούνται από τον ενάγοντα ως αναληθή και πλασματικά, δεν γίνονται αποδεκτά από τον πραγματογνώμονα, διότι δεν υπάρχουν, κατά τη γνώμη του, αποδεικτικά στοιχεία (αποδείξεις είσπραξης του προμηθευτή, αποδείξεις κατάθεσης σε τραπεζικό λογαριασμό του προμηθευτή ή μεταφορά ποσού από τραπεζικό λογαριασμό των εναγόμενων σε λογαριασμό του προμηθευτή), από τα οποία να αποδεικνύεται η συναλλαγή σύμφωνα με το ΠΔ 186/1992 (άρθρο 18 παρ. 2 του ΠΔ 186/1992/ ΚΒΣ, το οποίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 16 παρ. 5 του Ν. 2992/2002, σύμφωνα με το οποίο ειδικά για την απόδειξη της συναλλαγής από το λήπτη του φορολογικού στοιχείου που αφορά αγορά αγαθών ή λήψη υπηρεσιών αξίας 15.000 ευρώ και άνω, απαιτείται η τμηματική ή ολική εξόφληση να γίνεται μέσω τραπεζικού λογαριασμού ή με δίγραμμη επιταγή). Ωστόσο, η πιο πάνω συναλλαγή ως δαπάνη για την κατασκευή του έργου [με εξαίρεση το με αριθμό …./15-6-2003 τιμολόγιο και το με αριθμό ……./25-1-2005 τιμολόγιο, για τα οποία γίνεται εκτενής αναφορά κατωτέρω], σαφώς είναι αληθής και ανταποκρίνεται σε πραγματικό γεγονός, αφού αποδείχθηκε η πώληση των αναγραφόμενων αγαθών και η παροχή των σχετικών υπηρεσιών (κατασκευή ικριωμάτων, κ.α.) στο πλαίσιο εκτέλεσης του ένδικου έργου από τον ανωτέρω επαγγελματία, όπως άλλωστε σημειώνεται ρητά σε κάθε επίδικο δελτίο αποστολής – τιμολόγιο και ως εκ τούτου εσφαλμένα, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, απορρίπτεται από τον πραγματογνώμονα, διότι η απόδειξη της διενέργειας της συναλλαγής με τον ανωτέρω επιτηδευματία δεν διεξάγεται με αμιγώς φορολογικά κριτήρια, ούτε θεωρείται αυτή (συναλλαγή), κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ως ανύπαρκτη, για το λόγο ότι η εξόφληση έγινε κατά παράβαση και δεν ανταποκρίνεται στον απαιτούμενο από τον Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων τύπο του νόμιμου παραστατικού, ενόψει και του ότι βάσει του ΠΔ 186/1992 (ΚΒΣ) [άρθρο 6], όπως ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο εγγραφής των επίμαχων τιμολογίων, δεν καταχωρίζονται οι αποδείξεις είσπραξης και πληρωμής και δεν έχει υποχρέωση η κοινοπραξία να τις φυλάσσει στο αρχείο της, ενώ σε κάθε περίπτωση, η μη προσκόμιση του απαιτούμενου κατά τον Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων αποδεικτικού της συναλλαγής (εξόφληση μέσω τραπεζικού λογαριασμού ή με δίγραμμη επιταγή) δεν οδηγεί άνευ ετέρου στην αποδοχή της μη εξόφλησης του σχετικού τιμολογίου. Άλλωστε, τα επίμαχα αυτά τιμολόγια έχουν καταχωρηθεί ως έξοδα στο βιβλίο εσόδων – εξόδων της κοινοπραξίας και έχουν ληφθεί υπόψη από τις αρμόδιες φορολογικές αρχές κατά τον αντίστοιχο φορολογικό έλεγχο, προκειμένου να υπολογιστεί ο αναλογούν φόρος, που όφειλε να καταβάλει η κοινοπραξία. Σημειωτέον ότι ουδόλως αποδείχθηκε η ύπαρξη τραπεζικού λογαριασμού της κοινοπραξίας ή έκδοση μπλοκ επιταγών της ίδιας ούτε ομοίως αποδείχθηκε ότι ο ενάγων ως διαχειριστής και εκπρόσωπος της κοινοπραξίας εξέδωσε για λογαριασμό της τελευταίας τραπεζικές επιταγές, οπότε δεν αποδείχθηκε δυνατότητα πληρωμής των προμηθευτών μέσω λογαριασμού της κοινοπραξίας. Διευκρινίζεται ωστόσο ότι οι διάδικοι εξέδιδαν επιταγές προς εξόφληση προμηθευτών της κοινοπραξίας από τους ατομικούς τραπεζικούς λογαριασμούς τους. Ενισχυτικό δε της άνω κρίσης του Δικαστηρίου περί της πραγματοποιηθείσας συναλλαγής και της εξόφλησης των πιο πάνω τιμολογίων του …….., είναι το γεγονός ότι δεν αποδείχθηκε ότι υπάρχουν εκκρεμείς οφειλές ούτε ότι έχουν εγερθεί κατά των διαδίκων αξιώσεις καταβολής χρημάτων από την πώληση υλικών ή την παροχή υπηρεσιών για την κατασκευή του ένδικου έργου, σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι η ξυλεία ως βασικό οικοδομικό υλικό, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, δεν χρησιμοποιείται μόνο για καλούπωμα, αλλά και για άλλες σημαντικές εργασίες, καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου, όπως για σκαλωσιές και τα δάπεδά τους, κατασκευές στεγών, σοβατίσματα, βαψίματα και τοποθετήσεις φωτισμών, απορριπτόμενων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του ενάγοντος. Α2) Από την άλλη μεριά, απορριπτέα ως προσχηματική κρίνεται η φερόμενη δαπάνη ποσού 30.445 ευρώ, δυνάμει του επικαλούμενου από τους εναγόμενους με αριθμό …./15-6-2003 τιμολογίου έκδοσης του …….., η οποία φέρεται να αφορά σε 22.945 ευρώ για κατασκευή ερμαρίων επιφάνειας 65 μ2 με τιμή μονάδας 353 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο και σε 7.500 ευρώ για κατασκευή 25 θυρών με τιμή μονάδας 300 ευρώ. Και τούτο διότι αφενός στην Τεχνική Περιγραφή για την κατασκευή του έργου (σελ. 25-26) προβλέπονται μεταλλικά ντουλάπια στα αποδυτήρια αθλητών και προπονητών και ξύλινοι πάγκοι αποδυτηρίου μήκους 6 μέτρων και 2 μέτρων αντίστοιχα και αφετέρου τοποθετήθηκαν 23 ξύλινες πόρτες από τον ……. (κατασκευή – εμπόριο κουφωμάτων, Καλαμάτα), όπως προκύπτει από το με αριθμό …../31-10-2003 τιμολόγιο του τελευταίου, δοθέντος ότι από την κάτοψη και την Τεχνική Περιγραφή του έργου οι εσωτερικές ξύλινες πόρτες είναι συνολικά 23 και όχι 48. Ωσαύτως, απορριπτέα ως προσχηματική κρίνεται η φερόμενη δαπάνη ποσού 5.200 ευρώ, δυνάμει του επικαλούμενου από τους εναγόμενους με αριθμό …/25-1-2005 τιμολογίου έκδοσης του . ……, η οποία φέρεται να αφορά σε κατασκευή δέκα (10) αθλητικών ντουλαπιών, διότι το έργο ήδη είχε παραδοθεί σε χρήση την 8-4-2004, όπως προαναφέρθηκε, αλλά και από το τέλος του έτους 2004 έως τις αρχές του έτους 2006 δεν έγιναν άλλες εργασίες από τους εναγόμενους, όπως οι ίδιοι δήλωσαν, κατά τα προεκτεθέντα, στους ένδικους λογαριασμούς λογοδοσίας. Β) Επιπρόσθετα, οι παραπάνω υπό στοιχεία Α1 παραδοχές αναφορικά με τη βασιμότητα της συναλλαγής ισχύουν και για τη με αριθμό …./10-10-2003 απόδειξη παροχής υπηρεσιών ποσού 4.700 ευρώ πλέον ΦΠΑ, 5.546 ευρώ, τη με αριθμό …/10-3-2003 απόδειξη παροχής υπηρεσιών ποσού 11.200 ευρώ πλέον ΦΠΑ, 13.216 ευρώ, τη με αριθμό …/18-6-2003 απόδειξη παροχής υπηρεσιών ποσού 5.000 ευρώ πλέον ΦΠΑ, 5.900 ευρώ και τη με αριθμό …../28-11-2003 απόδειξη παροχής υπηρεσιών ποσού 4.500 ευρώ πλέον ΦΠΑ, 5.310 ευρώ, έκδοσης του υδραυλικού ………… (υδραυλικές εγκαταστάσεις, …..), οι οποίες έχουν καταχωρηθεί στο βιβλίο εσόδων – εξόδων της κοινοπραξίας και τις οποίες ομοίως αμφισβητεί ο ενάγων και απορρίπτει ο πραγματογνώμονας. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι η συναλλαγή με τον ανωτέρω επιτηδευματία είναι αληθής και αφορά στο επίδικο έργο, όπως άλλωστε σημειώνεται ρητώς σε κάθε επίδικη απόδειξη παροχής υπηρεσιών, για τον πρόσθετο λόγο ότι προέκυψε σαφώς ότι α) έγιναν υδραυλικές εργασίες εξωτερικού δικτύου, σύνδεση της αποχέτευσης του γυμναστηρίου με το αποχετευτικό δίκτυο του Δήμου …………….. και κατασκευή φρεατίων αποχέτευσης, υδραυλικών εγκαταστάσεων χώρων κοινού και 150 – 200 μέτρων εσωτερικού δικτύου από τα αποδυτήρια και τις τουαλέτες κοινού μέχρι το φρεάτιο της πόλης και κατασκευή φρεατίων στον εξωτερικό χώρο του γηπέδου και σύνδεση του κτιρίου με το δίκτυο ύδρευσης του Δήμου …………….., β) κατά το έτος 2004, οπότε παραδόθηκε το έργο προς χρήση την 8-4-2004, οι υδραυλικές εγκαταστάσεις του έργου λειτουργούσαν κανονικά, γ) οι παραπάνω αποδείξεις παροχής υπηρεσιών φέρουν εκάστη την επισημείωση «εξοφλήθη» με την αντίστοιχη υπογραφή του επαγγελματία, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται, οπότε επέχουν θέση εξοφλητικής απόδειξης και συνιστούν νόμιμα αποδεικτικά συναλλαγής ως ιδιωτικά έγγραφα, εφόσον φέρουν ημερομηνία, ποσό και υπογραφή του λαβόντος (άρθρα 443, 445 ΚΠολΔ) και δ) δεν υπερβαίνει κάθε απόδειξη παροχής υπηρεσιών από τις ανωτέρω αναφερόμενες το ποσό των 15.000 ευρώ και άνω, ώστε να απαιτείται κατά τον ΚΒΣ η εξόφληση να γίνεται μέσω τραπεζικού λογαριασμού ή με δίγραμμη επιταγή (άρθρο 18 παρ. 2 του ΠΔ 186/1992/ΚΒΣ). Γ) Ακόμα, οι ανωτέρω υπό στοιχεία Α1 παραδοχές αναφορικά με τη βασιμότητα της συναλλαγής ισχύουν και για το με αριθμό …../22-6-2002 τιμολόγιο πώλησης – δελτίο αποστολής του …… (εμπόριο οικοδομικού σιδήρου και δομικών υλικών, …….), ποσού 3.958,93 ευρώ πλέον ΦΠΑ, 4.671,54 ευρώ, για την προμήθεια σιδήρου, πλέγματος, σύρματος και κόστος μεταφορικών, το οποίο έχει καταχωρηθεί στο βιβλίο εσόδων – εξόδων της κοινοπραξίας και το οποίο ομοίως αμφισβητεί ο ενάγων και απορρίπτει ο πραγματογνώμονας. Άλλωστε, αποδείχθηκε ότι η συναλλαγή με τον ανωτέρω προμηθευτή είναι αληθής και αφορά στο ένδικο έργο, για τον πρόσθετο λόγο ότι η ανάγκη παραγγελίας των σιδήρων από τον τελευταίο προέκυψε, όταν ο ενάγων και ο εναγόμενος ………. ήρθαν σε ρήξη με τον έτερο προμηθευτή σιδήρων («…….), λόγω διαφωνίας ως προς την ποσότητα φορτίου σιδήρου κατά τη μέτρησή του στην παραλαβή (γεγονός που δεν αρνείται ειδικά ο ενάγων), ενώ προέκυψε ότι οι ανωτέρω ποσότητες από τον προμηθευτή ……… προορίζονταν και χρησιμοποιήθηκαν για την ανωδομή και τα περιμετρικά δοκάρια της στέγης και για τις κερκίδες. Επομένως, εσφαλμένα αφαιρέθηκαν από τον πραγματογνώμονα οι προαναφερόμενες υπό στοιχεία Α1, Β και Γ δαπάνες του έργου, που αντιστοιχούν στα εξής επιμέρους ποσά, ήτοι 20.145 ευρώ, 21.000 ευρώ, 19.000 ευρώ, 4.700 ευρώ, 11.200 ευρώ, 5.000 ευρώ, 4.500 ευρώ, 3.958,93 ευρώ, και συνολικά στο ποσό των 70.603,93 ευρώ. Δ) Αντίθετα, ως προς τις καταχωρίσεις δαπανών με στοιχεία 1 έως και 16, όπως εκτίθενται στη σελίδα 7 της πραγματογνωμοσύνης, συνολικού ποσού 17.914,41 ευρώ, από τους προμηθευτές …….., αντίστοιχα, κρίνεται ότι ορθά απορρίφθηκαν από τον πραγματογνώμονα, ως μη έχουσες σχέση με το ένδικο έργο. Αναφορικά δε με τις εν λόγω δαπάνες οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι βάσει της προκήρυξης του έργου (άρθρο 22), η κοινοπραξία ανέλαβε την υποχρέωση να προμηθεύσει την Επιβλέπουσα Υπηρεσία με το απαραίτητο HARDWARE και SOFTWARE για την παρακολούθηση του έργου και για το λόγο αυτό τα σχετικά τιμολόγια είναι απολύτως δικαιολογημένα, καθώς αναφέρονται σε καταστήματα που εμπορεύονται τέτοια είδη, πέραν του ότι και η κοινοπραξία χρησιμοποιούσε αναλώσιμα για τις ανάγκες της. Ωστόσο, ενόψει του ότι δεν προσκομίστηκαν στο Δικαστήριο τούτο τα πιο πάνω δέκα έξι (16) επίμαχα τιμολόγια από κάποιον από τους διαδίκους, δεν δύναται το Δικαστήριο να σχηματίσει ασφαλή δικανική πεποίθηση ως προς τον ως άνω προβαλλόμενο ισχυρισμό των εναγόμενων και ως εκ τούτου, ο σχετικός ισχυρισμός τους τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν. Ε) Αναφορικά με τις αμοιβές εργατών και τις εισφορές προς το ΙΚΑ (εργατική δαπάνη), εμφανίζεται στις υποβληθείσες Αναλυτικές Περιοδικές Δηλώσεις (ΑΠΔ) ως καταβληθέν ποσό αμοιβών και εισφορών στο ΙΚΑ, 114.900,98 ευρώ. Από το εν λόγω ποσό, ο πραγματογνώμονας αφαιρεί το ποσό των 41.788,62 ευρώ, καθότι, κατά τη γνώμη του, δεν γίνονται δεκτές εν μέρει ορισμένες Αναλυτικές Περιοδικές Δηλώσεις, που αφορούν στους εργάτες ………………, αναφορικά με το μήνα Αύγουστο 2002, το μήνα Σεπτέμβριο 2002, το μήνα Νοέμβριο 2002, το μήνα Μάρτιο 2003, το μήνα Οκτώβριο 2003 και το μήνα Νοέμβριο 2003. Ειδικότερα, αναφορικά με την εργατική δαπάνη, επισημαίνονται τα ακόλουθα : 1) Αναφορικά με το μήνα Αύγουστο 2002 και σε σχέση με τους εργάτες ………., ο πραγματογνώμονας αφαιρεί το συνολικό ποσό των 5.261,80 ευρώ, ήτοι 2.913,68 ευρώ για αποδοχές και 2.461,84 ευρώ για εισφορές στο ΙΚΑ των εν λόγω εργατών, διότι, όπως εκθέτει στην πραγματογνωμοσύνη, δεν υπάρχουν αποδείξεις πληρωμής των αποδοχών τους και δεν υπάρχει καταχώριση δαπάνης αποδοχών και εισφορών ΙΚΑ στο βιβλίο εσόδων – εξόδων. Ως προς την εν λόγω απόρριψη δαπανών, λεκτέα τα ακόλουθα : Όπως προκύπτει από την Αναλυτική Περιοδική Δήλωση Οικοδομοτεχνικού Έργου για το μήνα Αύγουστο 2002, που παρελήφθη από το Τοπικό Παράρτημα …………….. του ΙΚΑ την 8-9-2002, στην οποία μνημονεύονται οι ανωτέρω εργάτες ως απασχολούμενοι στο ένδικο έργο κατά το συγκεκριμένο μήνα, σε συνδυασμό με το με αριθμό …… από 27-9-2002 γραμμάτιο είσπραξης του ΙΚΑ, δυνάμει του οποίου καταβλήθηκαν οι εισφορές προς το ΙΚΑ ύψους 7.668,57 ευρώ, για το μήνα Αύγουστο 2002 την 27-9-2002, ποσό (7.668,57 ευρώ) το οποίο ταυτίζεται με το αναγραφόμενο ποσό των καταβλητέων εισφορών ΙΚΑ στην ως άνω Αναλυτική Περιοδική Δήλωση για το μήνα Αύγουστο 2002, εσφαλμένα αφαιρείται από τον πραγματογνώμονα το ποσό των 2.461,84 ευρώ για εισφορές των εν λόγω εργατών στο ΙΚΑ, αφού από τα προεκτεθέντα αποδεικνύεται η καταβολή των οφειλόμενων για το μήνα Αύγουστο 2002 εισφορών στο ΙΚΑ, συμπεριλαμβανομένων και των επίδικων εισφορών ΙΚΑ για τους ανωτέρω εργάτες. Αντίθετα, ορθά απορρίπτεται από τον πραγματογνώμονα το ποσό των 2.913,68 ευρώ για αμοιβές των ανωτέρω εργατών για το μήνα αυτό (Αύγουστος 2002), αφού, όπως επισημαίνεται στην πραγματογνωμοσύνη, δεν υφίστανται αποδείξεις πληρωμής των αποδοχών τους και δεν υπάρχει καταχώριση δαπάνης αποδοχών τους στο βιβλίο εσόδων – εξόδων, ενόψει και του ότι ουδέν έγγραφο προσκομίζεται προς ανταπόδειξη. 2) Ως προς το μήνα Σεπτέμβριο 2002 ο πραγματογνώμονας αφαιρεί το συνολικό ποσό των 16.744,87 ευρώ, για αποδοχές και εισφορές στο ΙΚΑ των εργατών ………, όπως εκθέτει στην πραγματογνωμοσύνη, λόγω έλλειψης Αναλυτικής Περιοδικής Δήλωσης, εσφαλμένα όμως, διότι ήδη προσκομίζεται μετ’ επικλήσεως από τους εναγόμενους η σχετική Αναλυτική Περιοδική Δήλωση Οικοδομοτεχνικού Έργου, για το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2002, που παρελήφθη από το Τοπικό Παράρτημα …………….. του ΙΚΑ την 10-10-2002 και με μνεία των ανωτέρω εργατών ως απασχολούμενων στο ένδικο έργο κατά το συγκεκριμένο μήνα και με μνεία των ημερών απασχόλησης κάθε εργάτη, του ημερομισθίου και των αποδοχών του καθενός. 3) Παρομοίως για το μήνα Νοέμβριο 2002 για τους εργάτες ………….. ο πραγματογνώμονας αφαιρεί το συνολικό ποσό των 4.002,28 ευρώ (για αμοιβές και εισφορές ΙΚΑ), εσφαλμένα όμως, διότι ήδη προσκομίζεται μετ’ επικλήσεως από τους εναγόμενους η σχετική Αναλυτική Περιοδική Δήλωση Οικοδομοτεχνικού Έργου, για το μήνα Νοέμβριο του έτους 2002, που παρελήφθη από το Τοπικό Παράρτημα …………….. του ΙΚΑ την 9-12-2002, με μνεία των ανωτέρω εργατών ως απασχολούμενων στο ένδικο έργο κατά το συγκεκριμένο μήνα και με μνεία των ημερών απασχόλησης κάθε εργάτη, του ημερομισθίου και των αποδοχών του καθενός. 4) Αναφορικά με τον εργάτη ……….., ο πραγματογνώμονας αφαιρεί για το μήνα Νοέμβριο 2002 και το μήνα Μάρτιο 2003 το ποσό των 1.049,10 ευρώ ανά μήνα, ήτοι συνολικά το ποσό των 2.098,20 ευρώ για τους παραπάνω δύο (2) μήνες, εσφαλμένα όμως, καθότι ήδη προσκομίζεται μετ’ επικλήσεως από τους εναγόμενους η σχετική Αναλυτική Περιοδική Δήλωση Οικοδομοτεχνικού Έργου, για το μήνα Νοέμβριο του έτους 2002, που παρελήφθη από το Τοπικό Παράρτημα …………….. του ΙΚΑ την 9-12-2002, καθώς και για το μήνα Μάρτιο του έτους 2003, που παρελήφθη από το ως άνω Παράρτημα του ΙΚΑ την 3-4-2003, όπου αναφέρεται ο συγκεκριμένος εργάτης ως απασχολούμενος για 15 ημέρες κάθε μήνα, με ημερομίσθιο 37,91 ευρώ και μηνιαίες αποδοχές 568,65 ευρώ πλέον συνολικών εισφορών (ασφαλισμένου και εργοδότη) 480,45 ευρώ, ήτοι μικτές αποδοχές 1.049,10 ευρώ. 5) Αναφορικά με τους εργάτες ……. και ……, ο πραγματογνώμονας αφαιρεί για το μήνα Οκτώβριο 2003 το ποσό των 801,99 ευρώ και των 882,23 ευρώ αντίστοιχα, εσφαλμένα όμως, εφόσον ήδη προσκομίζεται μετ’ επικλήσεως από τους εναγόμενους η σχετική Αναλυτική Περιοδική Δήλωση Οικοδομοτεχνικού Έργου, για το μήνα Οκτώβριο του έτους 2003, που παρελήφθη από το Τοπικό Παράρτημα …………….. του ΙΚΑ την 8-11-2003, όπου αναφέρονται οι συγκεκριμένοι εργάτες ως απασχολούμενοι για 12 ημέρες το μήνα, με ημερομίσθιο για τον …. 39,80 ευρώ και μηνιαίες αποδοχές 477,60 ευρώ πλέον συνολικών εισφορών (ασφαλισμένου και εργοδότη) 404,63 ευρώ, ήτοι μικτές αποδοχές 882,23 ευρώ και με ημερομίσθιο για τον ……. 36,18 ευρώ και μηνιαίες αποδοχές 434,16 ευρώ πλέον συνολικών εισφορών (ασφαλισμένου και εργοδότη) 367,83 ευρώ, ήτοι μικτές αποδοχές 801,99 ευρώ. 6) Αναφορικά με τους εργάτες ……. και ….., ο πραγματογνώμονας αφαιρεί για το μήνα Νοέμβριο 2003 το ποσό των 334,16 ευρώ και των 882,23 ευρώ αντίστοιχα, εσφαλμένα όμως, εφόσον ήδη προσκομίζεται μετ’ επικλήσεως από τους εναγόμενους η σχετική Αναλυτική Περιοδική Δήλωση Οικοδομοτεχνικού Έργου, για το μήνα Νοέμβριο του έτους 2003, που παρελήφθη από το Τοπικό Παράρτημα …………….. του ΙΚΑ την 5-12-2003, όπου αναφέρονται οι συγκεκριμένοι εργάτες ως απασχολούμενοι για 5 και 12 ημέρες το μήνα αντίστοιχα, με ημερομίσθιο για τον …… 36,18 ευρώ και μηνιαίες αποδοχές 180,90 ευρώ πλέον συνολικών εισφορών (ασφαλισμένου και εργοδότη) 153,26 ευρώ, ήτοι μικτές αποδοχές 334,16 ευρώ και με ημερομίσθιο για τον …….. 39,80 ευρώ και μηνιαίες αποδοχές 477,60 ευρώ πλέον συνολικών εισφορών (ασφαλισμένου και εργοδότη) 404,63 ευρώ, ήτοι μικτές αποδοχές 882,23 ευρώ. 7) Αναφορικά με το συνολικό ποσό ύψους 8.325,63 ευρώ (εργατικά 4.512,78 ευρώ και εισφορές ΙΚΑ 3.812,85 ευρώ), που αναγράφεται στο συγκεντρωτικό πίνακα δαπανών ΙΚΑ (ο οποίος συνοδεύει τους ένδικους λογαριασμούς λογοδοσίας), για το μήνα Σεπτέμβριο 2002, το οποίο ο πραγματογνώμονας απορρίπτει, διότι, κατά τη γνώμη του, το ποσό αυτό αφορά το μήνα Αύγουστο 2002 και έχει συνυπολογιστεί, όπως άλλωστε αποδεικνύεται από την ημερομηνία υποβολής (10-9-2002) και την ημερομηνία είσπραξης από το ΙΚΑ (27-9-2002), λεκτέα τα ακόλουθα : Όπως προκύπτει από την Αναλυτική Περιοδική Δήλωση Οικοδομοτεχνικού Έργου για το μήνα Αύγουστο του έτους 2002, που παρελήφθη από το Τοπικό Παράρτημα …………….. του ΙΚΑ την 8-9-2002 και από την Αναλυτική Περιοδική Δήλωση Οικοδομοτεχνικού Έργου για το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2002, που παρελήφθη από το Τοπικό Παράρτημα …………….. του ΙΚΑ την 10-10-2002, σε συνδυασμό με το με αριθμό 075985 από 27-9-2002 γραμμάτιο είσπραξης του ΙΚΑ, δυνάμει του οποίου καταβλήθηκαν οι εισφορές προς το ΙΚΑ ύψους 7.668,57 ευρώ, για το μήνα Αύγουστο 2002 την 27-9-2002, ποσό (7.668,57 ευρώ) το οποίο ταυτίζεται με το αναγραφόμενο ποσό των καταβλητέων εισφορών ΙΚΑ στην ως άνω Αναλυτική Περιοδική Δήλωση για το μήνα Αύγουστο 2002, οι αμοιβές των εργατών και οι αντίστοιχες εισφορές προς το ΙΚΑ για το μήνα Σεπτέμβριο 2002 είναι απολύτως διακριτές από εκείνες του μηνός Αυγούστου 2002, χωρίς να τίθεται ζήτημα συνυπολογισμού κάποιου ποσού του μηνός Αυγούστου 2002, και ως εκ τούτου, οι αμοιβές εργατών ποσού 4.512,78 ευρώ και οι εισφορές προς το ΙΚΑ ποσού 3.812,85 ευρώ, όπως τα ποσά αυτά αναγράφονται στην πιο πάνω Αναλυτική Περιοδική Δήλωση μηνός Σεπτεμβρίου 2002, ήτοι συνολικού ποσού 8.325,63 ευρώ, εσφαλμένα απορρίπτονται από τον πραγματογνώμονα. 8) Αναφορικά με το συνολικό ποσό ύψους 2.455,23 ευρώ (εργατικά 1.330,99 ευρώ και εισφορές ΙΚΑ 1.124,24 ευρώ), που αναγράφεται στο συγκεντρωτικό πίνακα δαπανών ΙΚΑ (ο οποίος συνοδεύει τους ένδικους λογαριασμούς λογοδοσίας), για το μήνα Δεκέμβριο 2001, το οποίο ο πραγματογνώμονας απορρίπτει, διότι, κατά τη γνώμη του, πέραν των ανωτέρω προβλημάτων, δεν υπάρχει καταγραφή σε Αναλυτική Περιοδική Δήλωση, λεκτέα τα ακόλουθα: Όπως προκύπτει από τη με αριθμό …… από 28-1-2002 απόδειξη είσπραξης του ΙΚΑ, καταβλήθηκε στο ΙΚΑ το ποσό των 1.124,29 ευρώ για εισφορές μηνός Δεκεμβρίου 2001 την 28-1-2002 και ως εκ τούτου, οι εισφορές προς το ΙΚΑ ποσού 1.124,24 ευρώ (ως άνω ακριβές ποσό 1.124,29 ευρώ), όπως το τελευταίο αυτό ποσό αναγράφεται στην πιο πάνω απόδειξη είσπραξης του ΙΚΑ, εσφαλμένα απορρίπτονται από τον πραγματογνώμονα. Αντίθετα, οι αμοιβές εργατών ύψους 1.330,99 ευρώ για το μήνα Δεκέμβριο 2001, όπως το εν λόγω ποσό αναγράφεται στο συγκεντρωτικό πίνακα δαπανών ΙΚΑ, ορθά απορρίπτονται από τον πραγματογνώμονα, διότι ουδόλως προσκομίζονται η Αναλυτική Περιοδική Δήλωση του αντίστοιχου μηνός ούτε σχετικές αποδείξεις πληρωμής των αποδοχών τους. Κατ’ ακολουθίαν απάντων των ανωτέρω, το σύνολο των δαπανών της κοινοπραξίας ανέρχεται σε (655.122,07 – 30.445 – 5.200 – 17.914,41 =) 601.562,66 ευρώ, προερχομένων από τιμολόγια και σε (114.900,98 – 2.913,68 – 1.330,99 =) 110.656,31 ευρώ, που αφορά σε αμοιβές εργατών και εισφορές προς το ΙΚΑ και συνεπώς, η διαφορά μεταξύ εσόδων και εξόδων, που αποτελεί το κέρδος ή τη ζημία της κοινοπραξίας, ισούται με [722.186,91 – (601.562,66 + 110.656,31) = 722.186,91 – 712.218,97 =] 9.967,94 ευρώ, ήτοι η κοινοπραξία παρουσίασε κέρδος κατά το χρονικό διάστημα από 9-10-2001 έως 14-6-2007, συνολικού ποσού 9.967,94 ευρώ. Κατά συνέπεια, υφίσταται ως κατάλοιπο των λογαριασμών λογοδοσίας κατά τον ως άνω χρόνο ποσό ύψους 9.967,94 ευρώ, από το οποίο οφείλεται στον ενάγοντα υπό την ως άνω ιδιότητά του, ποσό 3.189,74 ευρώ, που αντιστοιχεί στο ποσοστό συμμετοχής του στις κερδοζημίες της κοινοπραξίας (9.967,94 Χ 32%). Εξάλλου, για τον υπολογισμό του ανωτέρω ποσού δεν έχει ληφθεί υπόψη ο εισπραχθείς και ο καταβληθείς ΦΠΑ, γιατί ως έμμεσος φόρος επιβάλλεται στις συναλλαγές, εισπράττεται από τις επιχειρήσεις και καταβάλλεται στο κράτος και έτσι, δεν αφορά την κοινοπραξία, όπως διευκρινίζει ο πραγματογνώμονας, απορριπτόμενων των σχετικών αιτιάσεων του ενάγοντος. Περαιτέρω, οι εναγόμενοι ήδη έχουν καταβάλει στον ενάγοντα έναντι μελλοντικών απολήψεων το ποσό των 21.520 ευρώ, κατά το βάσιμο σχετικό ισχυρισμό τους, όπως προαναφέρθηκε ανωτέρω στην παρούσα, καθότι αποδείχθηκε ότι κατατέθηκε από τον εναγόμενο ………. σε τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος την 24-12-2003 (ανακριβώς αναφέρουν οι τελευταίοι την 23-12-2003) και την 14-7-2004 το ποσό των 20.000 ευρώ και των 1.520 ευρώ, αντίστοιχα. Από την άλλη μεριά, ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι ο ίδιος επέστρεψε το ποσό αυτό, με κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό του εναγόμενου …………, πέραν της αοριστίας του, αφού δεν αναφέρεται σαφώς ο χρόνος καταβολής του επικαλούμενου ποσού, τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν, καθόσον από τα τρία (3) προσκομιζόμενα γραμμάτια είσπραξης της Τράπεζας Αττικής προκύπτει μόνο το όνομα του δικαιούχου του λογαριασμού (…………..), ενώ δεν προκύπτουν τα στοιχεία ταυτότητας του καταθέτη των χρηματικών ποσών, όπως άλλωστε υπογραμμίζει σχετικά και ο πραγματογνώμονας. Άρα, αποδείχθηκε ότι τελικά οι εναγόμενοι ουδέν οφείλουν να καταβάλουν στον ενάγοντα ως κατάλοιπο των επίδικων λογαριασμών λογοδοσίας και συνακόλουθα, πρέπει η κρινόμενη αγωγή να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν.

V. Μετά ταύτα, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του (2984/2022) απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, ορθά κατ’ αποτέλεσμα το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και δεν έσφαλε, έστω και με εν μέρει ελλιπείς αιτιολογίες, που παραδεκτά συμπληρώνονται και αντικαθίστανται με τις αιτιολογίες της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμα τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από τον εκκαλούντα με τους σχετικούς πρώτο και δεύτερο λόγους της έφεσης, κατά τα προεκτεθέντα, και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι προς έρευνα, πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Τέλος, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος, λόγω της ήττας του, τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του νόμιμου σχετικού αιτήματος των τελευταίων (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας, καθώς επίσης, και να διαταχθεί η εισαγωγή του προαναφερόμενου παραβόλου, που κατατέθηκε από τον εκκαλούντα για την άσκηση της έφεσης (βλ. τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………………/13-12-2022 έκθεση κατάθεσης του αρμόδιου γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς), στο Δημόσιο Ταμείο, καθότι η ένδικη έφεσή του απορρίφθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση κατά της με αριθμό 2984/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία), κατ’ ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του αναφερόμενου στο σκεπτικό παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την  26η Μαρτίου 2025, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ