Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 248/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ  248/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

2ο ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Νικολέττα Λαμπρίδου, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

Του εκκαλούντος : ………….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλέξανδρο Κεραμιδά (ΑΜΔΣΑ : ………..).

Της εφεσίβλητης : ……………, η οποία εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ευγενία Πηγουνάκη (ΑΜΔΣΑ : ….).

Επί της από 13-1-2022 με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2022 και ειδικό …../2022 αγωγής της ενάγουσας κατά του εναγόμενου εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία η με αριθμό 1632/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα σε αυτή (απόφαση).

Την απόφαση αυτή προσβάλλει ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών με την από 7-8-2023 έφεσή του, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …/2023 και ειδικό …../2023 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2023 και ειδικό …/2023 για τη δικάσιμο της 15ης-2-2024, οπότε η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης.

Στην τελευταία αυτή δικάσιμο η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσαν δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, αντίστοιχα.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση έφεση του ηττηθέντος εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος κατά της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης και κατά της με αριθμό 1632/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, αρμοδίως εισάγεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, στην περιφέρεια του οποίου ανήκει το εκδώσαν την εκκαλουμένη απόφαση Πρωτοδικείο (άρθρα 19, 495, 498 ΚΠολΔ), ασκήθηκε δε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με κατάθεση του ένδικου δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την 9-8-2023, ήτοι εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠολΔ προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης στον εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα, που έλαβε χώρα την 28-7-2023 με επιμέλεια της ενάγουσας, όπως σαφώς ισχυρίζεται ο εκκαλών με την ένδικη έφεσή του και δεν αρνείται ειδικά η αντίδικός του, ενόψει και του ότι το χρονικό διάστημα από την 1η έως την 31η Αυγούστου δεν υπολογίζεται για την προθεσμία του άρθρου 518 παρ. 1 ΚΠολΔ (άρθρα 147 παρ. 2, 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517 ΚΠολΔ). Επίσης, έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα, για το παραδεκτό της εφέσεως, το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 παρ. 3 περ. Α (β) ΚΠολΔ παράβολο, ποσού 100,00 ευρώ (βλ. τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../9-8-2023 έκθεση κατάθεσης του γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αναφορά στο με αριθμό ………/2023 e-παράβολο ποσού 100,00 ευρώ). Πρέπει επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) η έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω από το παρόν Δικαστήριο, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν (άρθρα 522, 524 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την από 13-1-2022 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2022 αγωγή της η ενάγουσα εξέθετε ότι η ίδια και ο εναγόμενος τυγχάνουν συγκύριοι κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου έκαστος, του αναλυτικά περιγραφόμενου κατά θέση και έκταση ακινήτου, κείμενου στη νήσο ….., το οποίο απέκτησαν κατά τον αναφερόμενο στην αγωγή παράγωγο τρόπο και δυνάμει του επικαλούμενου συμβολαιογραφικού τίτλου, που έχει νόμιμα μεταγραφεί. Επίσης, ιστορούσε ότι ήδη από το έτος 2013 ο εναγόμενος κάνει αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου, έχοντας αποκλείσει αυτήν (ενάγουσα) από τη χρήση αυτού, μετά και την εκ μέρους του αλλαγή των κλειδαριών του ακινήτου, καθώς και ότι ο εναγόμενος δεν της αποδίδει την ωφέλεια που αποκομίζει από την αποκλειστική χρήση του επίκοινου ακινήτου, η οποία συνίσταται στη μισθωτική αξία της ιδανικής μερίδας της ενάγουσας. Στη συνέχεια, ισχυριζόταν ότι με βάση την επιφάνειά του, τη θέση του και τα ειδικότερα περιγραφόμενα χαρακτηριστικά του ακινήτου, το μηνιαίο μίσθωμα, σε περίπτωση εκμίσθωσης αυτού σε τρίτους, θα ανερχόταν τουλάχιστον στο ποσό των 900,00 ευρώ και ότι συνακόλουθα, η μισθωτική αξία, που αντιστοιχεί στην ιδανική της μερίδα, ανέρχεται στο ποσό των 450,00 ευρώ μηνιαίως. Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το ποσό των 27.000,00 ευρώ, το οποίο αφορά στην οφειλόμενη αποζημίωση χρήσης, που αντιστοιχεί στην ιδανική της μερίδα, για το χρονικό διάστημα από την 13-1-2017 έως την 12-1-2022, ήτοι για εξήντα (60) μήνες [450 ευρώ Χ 60 μήνες = 27.000,00 ευρώ], με το νόμιμο τόκο από την τελευταία ημέρα εκάστου μηνός της ανωτέρω χρονικής περιόδου της αποκλειστικής χρήσης του κοινού ακινήτου, άλλως από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικαστεί ο αντίδικός της στην εν γένει δικαστική της δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία η προσβαλλόμενη με αριθμό 1632/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, μετά την απόρριψη ως μη νόμιμου του παρεπόμενου αιτήματος τοκοδοσίας από τη λήξη εκάστου μηνός, καθώς τα αξιούμενα ποσά δεν αποτελούν μισθώματα και απαιτείται όχληση του κοινωνού που κάνει αποκλειστική χρήση του κοινού πράγματος, κρίθηκε νόμιμη η αγωγή και έγινε δεκτή αυτή (αγωγή) ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 27.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και έως την ολοσχερή εξόφληση, κηρύχθηκε η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή για το ποσό των 12.000,00 ευρώ και επιβλήθηκε σε βάρος του εναγόμενου η δικαστική δαπάνη της ενάγουσας, η οποία ορίστηκε στο ποσό των 1.200,00 ευρώ. Κατά της παραπάνω απόφασης (1632/2023) παραπονείται ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών, με την υπό κρίση έφεσή του, ζητώντας την εξαφάνισή της, για τους αναφερόμενους στην έφεση λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, προκειμένου να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η εναντίον του ασκηθείσα αγωγή. III. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 785, 786, 787, 792 παρ. 2, 961, 962 και 1113 ΑΚ προκύπτει ότι σε περίπτωση αποκλειστικής χρήσης του κοινού πράγματος από έναν από τους κοινωνούς, δικαιούνται οι υπόλοιποι, και αν δεν πρόβαλαν αξίωση σύγχρησης, να απαιτήσουν απ’ αυτόν που έκανε αποκλειστική χρήση του κοινού, ανάλογη προς το ποσοστό του δικαιώματός τους, μερίδα από το όφελος (καρπούς και γενικότερα ωφελήματα) που αυτός αποκόμισε ή εξοικονόμησε και το οποίο συνίσταται στην αξία της, επιπλέον της ιδανικής του μερίδας, χρήσης του κοινού. Ειδικότερα, προκειμένου περί αστικού ακινήτου, ήτοι ακινήτου που από την κατασκευή του είναι προορισμένο να χρησιμοποιείται για κατοικία ή γραφείο ή κατάστημα, το όφελος αυτό συνίσταται στην, κατά το χρόνο της αποκλειστικής χρήσεως, μισθωτική αξία της μερίδας των εκτός χρήσεως κοινωνών, η οποία δεν αποτελεί μίσθωμα, αφού δεν υπάρχει μισθωτική σχέση, αλλά αποδοτέα, ως αποζημίωση, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, ωφέλεια, που προσδιορίζεται με βάση τη μισθωτική αξία του πράγματος, χωρίς να μεταβάλλεται σε αξίωση απόδοσης μισθωμάτων (ΑΠ 567/2023, ΑΠ 4/2022, ΑΠ 802/2017 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 330 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι αμέλεια, η οποία θεμελιώνει τόσο τη  δικαιοπρακτική όσο και την εξωδικαιοπρακτική ευθύνη εκείνου που από ενέργεια ή παράλειψή του προκλήθηκε ζημία  σε  άλλον, υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή η επιμέλεια την οποία καταβάλλει ο συνετός άνθρωπος μέσα στον κύκλο της επαγγελματικής του δραστηριότητας (ΑΠ 447/2000, ΑΠ 1586/1998 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 300 παρ. 1 εδ. α ΑΚ, «Αν εκείνος που ζημιώθηκε συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία ή την έκτασή της, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της». Από την πιο πάνω διάταξη προκύπτει ότι προϋποθέσεις εφαρμογής της είναι : α) η ύπαρξη υποχρέωσης προς αποζημίωση και β) ο ζημιωθείς να συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία ή την έκτασή της, δηλαδή η συμπεριφορά του να συνδέεται αιτιωδώς με την επέλευση ή την έκταση της ζημίας του (ΑΠ 16/2024 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Κατά δε τη διάταξη του ίδιου άρθρου 300 παρ. 1 εδ. β ΑΚ «Το ίδιο ισχύει και όταν εκείνος που ζημιώθηκε παρέλειψε να αποτρέψει ή να περιορίσει τη ζημία …». Στην προκειμένη περίπτωση, ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι από αποκλειστική υπαιτιότητά της, άλλως από συνυπαιτιότητά της κατά ποσοστό 99%, η αντίδικός του φέρεται να υπέστη την επικαλούμενη από εκείνη ζημία στην περιουσία της, η οποία φέρεται να προέρχεται από την απώλεια του οφέλους, το οποίο μπορούσε να αποκομίσει από τη χρήση του κοινού ακινήτου, καθότι η ενάγουσα, ούσα αμελής και αδιάφορη για το κοινό ακίνητο, ουδέποτε πρόβαλε αξίωση σύγχρησης ή αξιοποίησης αυτού για μεγάλο χρονικό διάστημα και δη από το έτος 2013, οπότε και η ενάγουσα αποχώρησε από την οικογενειακή στέγη, μέχρι και την 1-6-2021, οπότε και άσκησε αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων ζητώντας την προσωρινή ρύθμιση της χρήσης του κοινού ακινήτου, ούτε προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια με σκοπό τη διασφάλιση του οφέλους που μπορούσε να αποκομίσει από τη χρήση του, μολονότι τελούσε σε γνώση του ιδιοκτησιακού του καθεστώτος και παρά το ότι αναφορικά με έτερο ακίνητο ιδιοκτησίας της έχει εκδηλώσει αντίθετη στάση προβαίνοντας σε άσκηση σχετικής αγωγής για την επιδίκαση μισθωμάτων, αλλά και έχει κινηθεί δικαστικά για επιδίκαση διατροφής ατομικά για την ίδια. Ο πιο πάνω προβαλλόμενος ισχυρισμός συνιστά άρνηση της αγωγής κατά το ερειδόμενο στην αποκλειστική υπαιτιότητα σκέλος του, και ένσταση κατά το ερειδόμενο στην επικαλούμενη συνυπαιτιότητα (συντρέχον πταίσμα, άρθρο 300 ΑΚ) σκέλος του, πλην όμως, με το παραπάνω περιεχόμενο η εν λόγω ένσταση τυγχάνει απορριπτέα ως μη νόμιμη, διότι τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν συγκροτούν την έννοια του συντρέχοντος πταίσματος της ενάγουσας στην επέλευση ή την έκταση της επικαλούμενης ζημίας της, την αποκατάσταση της οποίας διεκδικεί με την υπό κρίση αγωγή της, στο μέτρο που η επικαλούμενη από τον εναγόμενο μακρόχρονη παράλειψη της αντιδίκου του να αξιώσει τη σύγχρηση του κοινού ακινήτου δεν μπορεί να της καταλογιστεί ως αμελής συμπεριφορά (άρθρο 330 ΑΚ), πολύ περισσότερο αφού σχετική υποχρέωση δεν έχει η ενάγουσα ούτε από το νόμο ούτε από σύμβαση ούτε με βάση τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών (άρθρο 288 ΑΚ). Άλλωστε, η προγενέστερη άσκηση της αξίωσης σύγχρησης του κοινού ακινήτου από τον κοινωνό που στερείται τη χρήση του, δεν αποτελεί αναγκαίο όρο ή προϋπόθεση για τη μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος προς διεκδίκηση αποζημίωσης χρήσης, αντίθετα μάλιστα, το δικαίωμα αυτό των εκτός χρήσης κοινωνών υφίσταται ακόμα και εάν δεν πρόβαλαν αξίωση σύγχρησης του κοινού, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στην παραπάνω σχετική μείζονα σκέψη (ΑΠ 567/2023, ΑΠ 852/2019 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, η εκκαλουμένη απόφαση, που έκρινε ομοίως, κατ’ αποτέλεσμα δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου, έστω και με εν μέρει ελλιπή αιτιολογία, που παραδεκτά συμπληρώνεται και αντικαθίσταται με τις αιτιολογίες της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 ΚΠολΔ) και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον πρώτο, κατά τη δέουσα εκτίμηση, λόγο έφεσης, με τον οποίο επαναφέρεται ο πρωτοδίκως προβληθείς ισχυρισμός του εναγόμενου περί αποκλειστικής υπαιτιότητας άλλως συνυπαιτιότητας της ενάγουσας, τυγχάνουν απορριπτέα, όπως και ο σχετικός λόγος έφεσης στο σύνολό του.

IV. Με το άρθρο 281 του ΑΚ ορίζεται ότι: «Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια, που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος, να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου ή από την πραγματική κατάσταση, που δημιουργήθηκε, ή από τις περιστάσεις, που μεσολάβησαν, ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ως αντιτιθέμενη στο περί δικαίου αίσθημα και την ηθική τάξη και προκαλούσα έντονη εντύπωση αδικίας. Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Επίσης, οι πράξεις του υπόχρεου και η κατάσταση πραγμάτων, που διαμορφώθηκε υπέρ αυτού, πρέπει να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστης, οι συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά, δεν συγχωρείται να προβάλλονται προς απόκρουση του δικαιώματος. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου, και όταν ακόμη δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκησή του, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπρόσθετα ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων, που τίθενται με την παραπάνω διάταξη ΑΚ 281. Στην περίπτωση αυτή, η επιχειρούμενη από τον δικαιούχο ανατροπή της κατάστασης, προκαλεί συνέπειες για τον υπόχρεο. Το ζήτημα δε, αν οι συνέπειες που επάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες, που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου, από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματός του. Για την κατάφαση της καταχρηστικότητας, δεν είναι απαραίτητο η άσκηση του δικαιώματος να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες για τον υπόχρεο, θέτοντας σε κίνδυνο την οικονομική του υπόσταση, αλλά αρκεί να έχει δυσμενείς, απλώς, επιπτώσεις στα συμφέροντά του (Ολ ΑΠ 6/2016, Ολ ΑΠ 5/2011, Ολ ΑΠ 7/2002, ΑΠ 28/2017, ΑΠ 207/2014, ΜονΕφΠειρ 375/2021 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι η αντίδικός του προβαίνει σε καταχρηστική άσκηση του δικαιώματός της δια της ένδικης αγωγής της, καθότι από το έτος 2013, οπότε και η ενάγουσα αποχώρησε από την οικογενειακή στέγη, μέχρι και την 1-6-2021, οπότε και άσκησε αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων ζητώντας την προσωρινή ρύθμιση της χρήσης του κοινού ακινήτου, για την κτήση και τη συντήρηση του οποίου ουδόλως έχει συμβάλει καθ’ όλα τα έτη που μεσολάβησαν από την αγορά του (2002), ουδέποτε επέδειξε ενδιαφέρον για το επίκοινο ακίνητο ούτε πρόβαλε αξίωση σύγχρησης σε αυτό, ούτε αναζήτησε οποιοδήποτε όφελος προερχόμενο από τη χρήση αυτού, αρνούμενη έστω και να συζητήσει την επικαλούμενη πρόταση του εναγόμενου για την από κοινού πώληση του ακινήτου, μολονότι κατά το έτος 2021 είχε βρεθεί ενδιαφερόμενος αγοραστής με προσφερόμενο υψηλό τίμημα. Ωστόσο, με το παραπάνω περιεχόμενο ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι τα ιστορούμενα πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύνανται να θεμελιώσουν την εκ του άρθρου 281 ΑΚ καταλυτική της αγωγής ένσταση, καθώς, κατά τα αναφερόμενα στην παραπάνω σχετική μείζονα σκέψη, μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και εν προκειμένω της ενάγουσας, και όταν ακόμη δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον αυτό να ασκηθεί κατ’ αυτού, στοιχείο που, σε κάθε περίπτωση, δεν επικαλείται ο εναγόμενος, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκησή του, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπρόσθετα ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου, εφόσον όμως, αυτή του τελευταίου τελεί σε αιτιώδη σχέση με εκείνη του δικαιούχου και δεν είναι άσχετη με αυτήν, τις οποίες εν προκειμένω δεν επικαλείται ο εναγόμενος, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων, που τίθενται με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση, που έκρινε ομοίως, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν έσφαλε, και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με το δεύτερο, κατά τη δέουσα εκτίμηση, λόγο έφεσης, με τον οποίο επαναφέρεται η πρωτοδίκως προβληθείσα ένσταση του εναγόμενου περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της ενάγουσας για την καταβολή των αναλογούντων στη μερίδα της ωφελημάτων από την αποκλειστική εκ μέρους του εναγόμενου χρήση του κοινού ακινήτου, τυγχάνουν απορριπτέα, όπως και ο σχετικός λόγος έφεσης στο σύνολό του.

V. Κατά τα άρθρα 907 και 908 ΚΠολΔ την προσωρινή εκτέλεση της απόφασης διατάζει το δικαστήριο αν το ζητήσει ο διάδικος που νίκησε και εφόσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι ή η καθυστέρηση μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία. Ο λόγος όμως, της έφεσης που αναφέρεται σε σφάλμα της εκκαλουμένης απόφασης σχετικά με την περί προσωρινής εκτέλεσης διάταξή της είναι αλυσιτελής, αφού με την έκδοση της απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου η εκκαλούμενη γίνεται τελεσίδικη και ως εκ τούτου εκτελεστή (ΕφΑθ 1147/2012, ΕφΔωδ 178/2005, ΜονΕφΠειρ 428/2016 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, εκδ. Ε΄, σελ. 222). Συνεπώς, ο τρίτος, κατά τη δέουσα εκτίμηση, λόγος έφεσης, με τον οποίο προσάπτεται σφάλμα στην εκκαλουμένη απόφαση σχετικά με την κήρυξη αυτής προσωρινώς εκτελεστής ως προς το ποσό των 12.000,00 ευρώ, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην πιο πάνω μείζονα σκέψη.

VI. Από τη με αριθμό πρωτ. ΔΣΑ _ΕΒ_…._2022 από 13-5-2022 ένορκη βεβαίωση της ………….. ενώπιον της δικηγόρου Αθηνών ……….. (ΑΜΔΣΑ : ….), η οποία λήφθηκε την 12-5-2022 με επιμέλεια της ενάγουσας μετά τη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου της, όπως προκύπτει από τη με αριθμό …/9-5-2022 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ……….., με συνημμένη την από 3-5-2022 εξώδικη κλήση προς εξέταση μάρτυρα (άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ), την οποία επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα, από τη με αριθμό ………../10-5-2022 ένορκη βεβαίωση του ……….. ενώπιον της συμβολαιογράφου Καλλιθέας …………. . (ως συμβολαιογράφου της κατοικίας του μάρτυρα, κατ’ άρθρο 421 ΚΠολΔ), η οποία λήφθηκε με επιμέλεια του εναγόμενου μετά τη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της αντιδίκου του, όπως προκύπτει από τη με αριθμό …………/5-5-2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …………, με συνημμένη την από 3-5-2022 κλήση (άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ), την οποία επικαλείται και προσκομίζει ο εναγόμενος, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται νόμιμα και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), μερικά από τα οποία μνημονεύονται ειδικά παρακάτω, χωρίς πάντως, να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης (ΑΠ 277/2020, ΑΠ 386/2015 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ), από τις πολιτικές αποφάσεις, που έχουν εκδοθεί μεταξύ των ίδιων διαδίκων στα πλαίσια άλλων μεταξύ τους δικών, τις οποίες οι τελευταίοι επικαλούνται και προσκομίζουν (ήτοι η με αριθμό 5794/2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών / Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων, η με αριθμό 9543/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών / Διαδικασία Γαμικών Διαφορών και η με αριθμό 11083/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών / Τακτική Διαδικασία) και οι οποίες παραδεκτά λαμβάνονται υπόψη από το παρόν Δικαστήριο για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 440/2024, ΑΠ 1286/2003 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ), καθώς και από τις επικαλούμενες και προσαγόμενες φωτογραφίες του επίκοινου ακινήτου, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 παρ. 1 στοιχ. γ, 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Οι διάδικοι είναι πρώην σύζυγοι και συγκύριοι κατά ποσοστό ½ εξ  αδιαιρέτου έκαστος μιας εξοχικής κατοικίας, συνολικής επιφάνειας 330 τ.μ., που έχει ανεγερθεί σε οικόπεδο επιφάνειας 652 τ.μ., κείμενο στη θέση «………….» (περιοχή …), στη νήσο της …, το οποίο απέκτησαν λόγω πώλησης δυνάμει του με αριθμό ……../5-3-2002 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αίγινας ………., που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αίγινας (τόμος …. με αύξοντα αριθμό ……). Ειδικότερα, η επίκοινη εξοχική κατοικία είναι μία πολυτελής μεζονέτα, πλήρως εξοπλισμένη και επιπλωμένη, εκτεινόμενη σε τρία επίπεδα, ήτοι στο υπόγειο, επιφάνειας 130 τ.μ., στο ισόγειο, επιφάνειας 120 τ.μ. και στον πρώτο όροφο, επιφάνειας 80 τ.μ., διαθέτει δε, πισίνα και κήπους, διαμορφωμένους σε επίπεδα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος αρνείται την οποιαδήποτε σύγχρηση του ανωτέρω ακινήτου στην ενάγουσα και πρώην σύζυγό του, ήδη από το έτος 2013, οπότε η έγγαμη συμβίωσή τους διακόπηκε, έχοντας μάλιστα αλλάξει κλειδαριές, με αποτέλεσμα η ενάγουσα να στερείται την πρόσβαση στην κοινή εξοχική τους κατοικία. Σημειωτέον ότι ο εναγόμενος ρητά συνομολογεί την εκ μέρους του αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου, όπως προκύπτει από την από 30-8-2021 εξώδικη δήλωση και διαμαρτυρία του, που κοινοποίησε στην ενάγουσα την 6-9-2021 (βλ. αυτή), ήτοι σε χρόνο ήδη πριν την άσκηση της ένδικης αγωγής (17-1-2022), δήλωση την οποία επαναλαμβάνει και με τις έγγραφες προτάσεις του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (βλ. σελ. 2) [άρθρο 352 παρ. 1 ΚΠολΔ]. Εξάλλου, κατόπιν της από 1-6-2021 αίτησης της ενάγουσας, εκδόθηκε η με αριθμό 5794/2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων), με την οποία, αφού πιθανολογήθηκε ότι ο εναγόμενος αποκλείει την ενάγουσα από τη χρήση του κοινού ακινήτου κατά το λόγο της ιδανικής της μερίδας, ρυθμίστηκε προσωρινά η χρήση του επίκοινου ακινήτου ως εξής : Η ενάγουσα θα κάνει χρήση της εξοχικής κατοικίας τους μονούς μήνες για το έτος 2022, τους ζυγούς μήνες για το έτος 2023 κ.ο.κ. εναλλάξ κατ’ έτος προσωρινά και ο εναγόμενος θα κάνει χρήση αυτής τους ζυγούς μήνες για το έτος 2022, τους μονούς μήνες για το έτος 2023 κ.ο.κ. εναλλάξ κατ’ έτος προσωρινά. Στη συνέχεια και σε εκτέλεση της ανωτέρω απόφασης την 18-2-2022 η ενάγουσα παρέλαβε από τον εναγόμενο τα κλειδιά της εξοχικής τους κατοικίας (βλ. την από 18-2-2022 απόδειξη παραλαβής των κλειδιών του ακινήτου, που υπογράφουν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αντίστοιχα). Επιπρόσθετα, ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι αφενός η επίδικη κατοικία αποκτήθηκε με δικά του χρήματα καθ’ ολοκληρίαν, αφετέρου ότι ο ίδιος συντηρεί αποκλειστικά το κοινό ακίνητο. Οι ανωτέρω ισχυρισμοί όμως, αλυσιτελώς προβάλλονται και δεν ασκούν έννομη επιρροή στην παρούσα δίκη αναφορικά με το ότι η ανωτέρω οικία είναι κοινό ακίνητο των διαδίκων και γεννιέται εξ αυτού δικαίωμα σύγχρησής του από αμφότερους τους διαδίκους, κατά το λόγο της μερίδας τους. Επομένως, δεδομένου ότι ο εναγόμενος κάνει αποκλειστική χρήση του επίδικου κοινού ακινήτου, κατέχοντας το κοινό πράγμα κατά το πέραν της μερίδας του ποσοστό και στερώντας την ενάγουσα από τη χρήση αυτού, σύμφωνα με το μερίδιο που αντιστοιχεί στο δικό της ποσοστό εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας, η ενάγουσα έχει δικαίωμα να αξιώσει από τον εναγόμενο την αποζημίωση χρήσης, που αντιστοιχεί στο αγωγικώς αιτούμενο χρονικό διάστημα, ήτοι από την 13-1-2017 έως και την 12-1-2022, προηγούμενη ημέρα σύνταξης της ένδικης αγωγής. Η δε αποζημίωση, που δικαιούται η ενάγουσα, συνίσταται στην, κατά το χρόνο της αποκλειστικής χρήσης, μισθωτική αξία της μερίδας της εκτός χρήσης κοινωνού, η οποία αποτελεί την αποδοτέα ωφέλεια και η οποία οφείλεται ακόμα και εάν δεν πρόβαλε αξίωση σύγχρησης του κοινού ακινήτου και είναι αδιάφορο εάν παρεμποδίστηκε ή όχι σε αυτήν, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω σχετική μείζονα σκέψη. Περαιτέρω, για την ανεύρεση της μισθωτικής αξίας του επίκοινου ακινήτου η ενάγουσα προσκομίζει μετ’ επικλήσεως, ως συγκριτικά στοιχεία, οκτώ (8) αγγελίες από γνωστή ιστοσελίδα του διαδικτύου προς μίσθωση ακινήτων, τόσο διαμερισμάτων όσο και μονοκατοικιών, σε διάφορες περιοχές της Αίγινας, με αιτούμενο ποσό μίσθωσης από 900,00 ευρώ έως και 3.000,00 ευρώ μηνιαίως, με την επισήμανση όμως, ότι τα προσφερόμενα προς μίσθωση αυτά ακίνητα διαφέρουν από το επίδικο ακίνητο ως προς την επιφάνεια, τη θέση και την εν γένει κατάστασή τους, πέραν του ότι δεν προέκυψε αν αυτά πράγματι μισθώθηκαν και σε ποιο ποσό ανήλθε το συμφωνηθέν μίσθωμα. Λαμβανομένων δε υπόψη των πιο πάνω συγκριτικών στοιχείων, που αφορούν την ευρύτερη επίδικη περιοχή και με δεδομένα α) ότι το επίδικο ακίνητο βρίσκεται στο νησί της Αίγινας, το οποίο απέχει πολύ λίγο από τον Πειραιά και έχει μεγάλη επισκεψιμότητα καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, β) ότι το ακίνητο έχει ανοικοδομηθεί μετά το έτος 2002, ήτοι δεν πρόκειται για παλιά οικοδομή, γ) ότι είναι πολυτελούς κατασκευής, όπως προκύπτει από τις φωτογραφίες που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η ενάγουσα, διαθέτοντας πισίνα και μεγάλο και καλοδιατηρημένο κήπο, έχει ιδιαίτερα μεγάλη επιφάνεια, 330 τ.μ., εκτεινόμενη σε τρία επίπεδα, με θέα τη θάλασσα, η μισθωτική αξία του επίκοινου ακινήτου ανέρχεται, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, στο ποσό των 900,00 ευρώ ανά μήνα και ως εκ τούτου, η μισθωτική αξία της μερίδας της ενάγουσας, σύμφωνα με το ποσοστό συνιδιοκτησίας της, ανέρχεται στο ποσό των 450,00 ευρώ μηνιαίως (900 ευρώ Χ ½). Άρα, για το επίδικο χρονικό διάστημα των πέντε (5) ετών, ήτοι από την 13-1-2017 έως και την 12-1-2022, η ενάγουσα δικαιούται ως αποζημίωση χρήσης το συνολικό ποσό των 27.000,00 ευρώ, ήτοι 450,00 ευρώ Χ 60 μήνες. Κατ’ ακολουθίαν, πρέπει η υπό κρίση αγωγή, η οποία είναι νόμιμη (άρθρα 297, 298, 340, 345, 346, 785, 786, 787, 788, 792 παρ. 2, 961, 962, 1113 ΑΚ, 176 ΚΠολΔ), να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος για την παραπάνω αιτία να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 27.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

VII. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του (1632/2023) δέχθηκε την αγωγή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 27.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, ορθά κατ’ αποτέλεσμα το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και δεν έσφαλε, έστω και με εν μέρει ελλιπείς αιτιολογίες, που παραδεκτά συμπληρώνονται και αντικαθίστανται με τις αιτιολογίες της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 ΚΠολΔ). Συνακόλουθα, τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον εκκαλούντα με τους σχετικούς λόγους έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα κατ’ ουσίαν, όπως και η υπό κρίση έφεσή του στο σύνολό της. Τέλος, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος, λόγω της ήττας του, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του νόμιμου σχετικού αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας, ενώ πρέπει και να διαταχθεί η εισαγωγή του προαναφερόμενου παραβόλου, που κατατέθηκε από τον εκκαλούντα για την άσκηση της έφεσης (βλ. τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./9-8-2023 έκθεση κατάθεσης του αρμόδιου γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς), στο Δημόσιο Ταμείο, διότι απορρίφθηκε η ένδικη έφεσή του, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσίαν την έφεση κατά της με αριθμό 1632/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία).

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του αναφερόμενου στο σκεπτικό παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την 28η Απριλίου 2025, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                         Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ