Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 191/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός   191/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Κωνσταντίνα Λέκκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα ΕΔ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας, με την επωνυμία «……………», η οποία εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Μάριο Χαλιακόπουλο.

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) της ανώνυμης εταιρείας, με την επωνυμία «…………..» («…………..»), η οποία εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία κατά τη συζήτηση της υπόθεσης εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κίμωνα Γκιουλιστάνη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 Κ.Πολ.Δ και 2) του Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από το Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, ο οποίος κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, εκπροσωπήθηκε από την Δικαστική Πληρεξουσία Ν.Σ.Κ. Κωνσταντίνα Πάτσιου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 Κ.Πολ.Δ.

Η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα ανώνυμη εταιρεία, με την επωνυμία «………..» άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου, κατά της πρώτης των εφεσιβλήτων – καθής η ανακοπή ανώνυμης εταιρείας, με την επωνυμία «………..» («………»), την από 8-7-2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …………/13.7.2016 ανακοπή με την οποία ζήτησε να ακυρωθεί η από 3.2.2016 ταμειακή βεβαίωση της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά ως εσόδου υπέρ της καθής η ανακοπή και ήδη εφεσιβλήτου εταιρείας, καθώς επίσης και οι επιβληθείσες, εις χείρας τρίτων και δη τραπεζών, σε βάρος της κατασχέσεις τραπεζικών της λογαριασμών. Επί της ανακοπής αυτής, συζητήσεως γενομένης την 24.1.2017 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά την τακτική διαδικασία, εξεδόθη η με αριθμό 3465/2017 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της ανωτέρω ανακοπής, εκ του λόγου ότι, αντίγραφο αυτής δεν κοινοποιήθηκε στον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕΕ και στον Υπουργό Οικονομικών. Ακολούθως, κατόπιν της από 16.2.2018 κλήσεως της ήδη εκκαλούσας – ανακόπτουσας, ενώπιον του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου, επαναφέρθηκε προς συζήτηση η ανωτέρω ανακοπή, η οποία συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά τη δικάσιμο της 24.4.2018, επί της οποίας εξεδόθη η με αριθμό 642/2019 απόφαση του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία η συζήτηση της ανωτέρω ανακοπής κηρύχθηκε εκ νέου απαράδεκτη εκ του λόγου ότι αντίγραφο της κλήσεως και της ανακοπής δεν είχε επιδοθεί στον Υπουργό Οικονομικών, παρά μόνον στον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά. Με την από 5.3.2019 νέα κλήση της ήδη εκκαλούσας – ανακόπτουσας, η οποία κατετέθη ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου με αριθμό δικογράφου ………./14.3.2019 η ανωτέρω ανακοπή συζητήθηκε εκ νέου την 14.1.2020, εξεδόθη δε η με αριθμό 2750/2020 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία, η υπόθεση παραπέμφθηκε να εκδικαστεί κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών. Με την από 4.12.2020 κλήση της ήδη εκκαλούσας – ανακόπτουσας, η οποία κατετέθη ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου την 15.12.2020 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …………../15.12.2020, η ανωτέρω ανακοπή επαναφέρθηκε προς συζήτηση κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών για τη δικάσιμο της 16.3.2021, πλην όμως η συζήτηση αυτής ματαιώθηκε, λόγω τη προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων και επαναπροσδιορίσθηκε προς συζήτηση με τη με αριθμό 2104/20.5.2021 Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του ανωτέρω Δικαστηρίου, για τη δικάσιμο της 21.9.2021, οπότε η ανωτέρω ανακοπή, συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων και  εξεδόθη επ΄ αυτής η με αριθμό 2464/2021 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, με την οποία η ανωτέρω ανακοπή απορρίφθηκε.

Την ανωτέρω απόφαση προσέβαλε η ανακόπτουσα με την από 5-3-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ……./5.4.2022 έφεσή της, η συζήτηση επί της οποίας, με τη με αριθμό ………../5.4.2022 έκθεση κατάθεσης δικογράφου του Δικαστηρίου τούτου, ορίστηκε για τη δικάσιμο της 16.2.2023, πλην όμως η συζήτηση αυτής κατά την εν λόγω δικάσιμο αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 21.9.2023, οπότε η συζήτηση αυτής ματαιώθηκε λόγω ανωτέρας βίας. Ακολούθως, με τη με αριθμό 75/27.9.2023 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά, η άνω έφεση ορίστηκε να συζητηθεί κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (19-9-2024), κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας, αφού έλαβε το λόγο από τη Δικαστή, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των εφεσίβλητων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση κατά τις διατάξεις του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

[Ι] Η υπό κρίση από 5-3-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ………/5.4.2022 έφεση της ηττηθείσας πρωτοδίκως ανακόπτουσας,  κατά της με αριθ. 2464/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1 και 2, 496, 498, 511, 513 παρ. 1β’, 516 παρ. 1, 517 περ. α’,  518 παρ. 2, 520 παρ. 1 και 524 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, ενόψει του ότι κατετέθη στη γραμματεία του ως άνω πρωτοβαθμίου δικαστηρίου την 5-4-2022 και από τα έγγραφα του φακέλου της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, κάτι που ούτε οι διάδικοι ισχυρίζονται, έως δε της καταθέσεως της ένδικης εφέσεως δεν παρήλθε η προβλεπόμενη από την παράγραφο 2 του άρθρου 518 Κ.Πολ.Δ. προθεσμία των δυο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης (8-11-2021). Τυγχάνει δε παραδεκτή από άποψη παθητικής νομιμοποίησης και καθό μέρος ηγέρθη σε βάρος του δευτέρου των εφεσιβλήτων Ελληνικού Δημοσίου, εφόσον, διάδικοι στην κατ` έφεση δίκη είναι τα υποκείμενα στην πρωτόδικη δίκη (άρθρα 516, 517 ΚΠολΔ), η ιδιότητα δε του διαδίκου, ως ενάγοντος και εναγομένου, προκύπτει αποκλειστικώς από την εκκαλουμένη απόφαση ότι δηλαδή δικάσθηκαν με αυτή και ήταν αντίδικοι (Ολ ΑΠ 11/1992 ΕλΔ 1992.759). Επομένως, η  ένδικη έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της.

[ΙΙ] Η ανακόπτουσα νυν εκκαλούσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……………», άσκησε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, κατά της πρώτης εφεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………………», την ένδικη από 8.7.2016 ανακοπή της, όπως αυτή παραδεκτώς διορθώθηκε δια των εγγράφων προτάσεων που η ανακόπτοσυα κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και κατά τη δέουσα εκτίμηση του περιεχομένου του δικογράφου της ένδικης ανακοπής, ισχυρίσθηκε ότι, σε βάρος της βεβαιώθηκε από τη ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιά και επισπεύσθηκε διοικητή εκτέλεση κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ, δια της επιβολής κατασχέσεως εις χείρας τρίτου και δη (μη κατονομαζόμενης στην ανακοπή) τραπεζικής εταιρείας, στην οποία αυτή (ανακόπτουσα) διαθέτει τραπεζικό λογαριασμό και ενδεχομένως, κατά τους ισχυρισμούς της, επεβλήθησαν κατασχέσεις εις χείρας και ετέρων τραπεζικών εταιρειών ως τρίτων, στις οποίες αυτή (ανακόπτουσα) ομοίως διατηρεί τραπεζικούς λογαριασμούς (σελ. 2), για απαίτηση της καθής η ανακοπή εταιρείας, ως πληροφορήθηκε, αφού κατόπιν αιτήσεώς του έλαβε ένα αντίγραφο μιας «Συγκεντρωτικής εικόνας Ατομικών Ανοικτών Οφειλών» από τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, όπου αναφέρονταν οφειλή αυτής προς την καθής εταιρείας, εκ ποσού ευρώ 1.237.861,10, για άγνωστη σε αυτήν (ανακόπτουσα) αιτία (σελ. 1). Η απαίτηση αυτή, κατά την ένδικη ανακοπή της, ως «αντιλαμβάνεται» κατά την ακριβή διατύπωση της ένδικης ανακοπής (σελ. 2) προέρχεται από συναφθείσα μεταξύ αυτής (ανακόπτουσας) και της καθής η ανακοπή ανώνυμης εταιρείας, σύμβαση παραχώρησης χρήσης σε χώρο θαλάσσιας ζώνης λιμένα στην περιοχή Αμπελακίων Σαλαμίνας και του εντεύθεν ανταλλάγματος (μισθώματος) αλλά και λοιπών απαιτήσεων μη προσδιοριζομένων στην ένδικη ανακοπή δια της χρήσης σε συνέχεια της φράσεως «κ.λπ.» (σελ. 2 ένδικης ανακοπής). Για τους διαλαμβανόμενους δε στην ένδικη ανακοπή της λόγους, ζήτησε την ακύρωση (α) της από 3.2.2016 ταμειακής βεβαίωσης με αριθμό ΑΤΒ 748000 της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιώς εσόδου «ΥΠΕΡ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΤΡΙΤΩΝ» (………….) και (β) της επιβληθείσας κατάσχεσης εις χείρας τρίτων, για το ποσό της ανύπαρκτης οφειλής της προς την καθής η ένδικη ανακοπή εταιρεία, ποσού ευρώ 1.237.861,10 καθώς και την καταδίκη της καθής στη δικαστική της δαπάνη. Επί της ανακοπής αυτής, συζητήσεως γενομένης την 24.1.2017 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων (ανακόπτουσας και καθής η ανακοπή ανωτέρω ανώνυμης εταιρείας) εξεδόθη η με αριθμό 3465/2017 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία, κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της ανωτέρω ανακοπής, εκ του λόγου ότι, η ένδικη ανακοπή δεν ασκήθηκε και κατά του Ελληνικού Δημοσίου, νομιμοποιούμενου παθητικώς στην εν λόγω ανακοπή, εφόσον (α) αντίγραφο του εισαγωγικού δικογράφου αυτής (ανακοπής), δεν επεδόθη στον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά και στον Υπουργό Οικονομικών και (β) η ανακόπτουσα δεν ήγειρε την υπό κρίση ανακοπή και κατά του Ελληνικού Δημοσίου. Ακολούθως, κατόπιν κλήσεως της ήδη εκκαλούσας – ανακόπτουσας, ενώπιον του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου, αντίγραφο της οποίας (κλήσεως) δεν προσκομίζεται, επαναφέρθηκε προς συζήτηση η ανωτέρω ανακοπή με την από 16.2.2018 κλήση της. Συζητήσεως γενομένης την 24.4.2018 αντιμωλία των διαδίκων, εξεδόθη η με αριθμό 642/2019 απόφαση του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία η συζήτηση της ανωτέρω ανακοπής κηρύχθηκε εκ νέου απαράδεκτη, εκ του λόγου ότι αντίγραφο της κλήσεως και της ανακοπής, δεν είχε επιδοθεί στον Υπουργό Οικονομικών, παρά μόνον στον Προϊστάμενο της ΔΟ.Υ. ΦΑΕ Πειραιά. Αξίζει να σημειωθεί ότι, στο σκεπτικό της εν λόγω αποφάσεως γίνεται αναφορά «σε κλήση» και «σε ανακοπή κλήσεως», αφού κατά την ακριβή διατύπωσή της αναφέρει «… Ωστόσο, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της ένδικης κλήσεως και ανακοπής κλήσεως δεν κοινοποιήθηκε εμπροθέσμως στον Υπουργό Οικονομικών, αλλά μόνον στον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά…», ενώ παράλληλα το Ελληνικό Δημόσιο αναφέρθηκε στο εισαγωγικό της εν λόγω αποφάσεως ότι ετύγχανε καθού η ανακοπή. Εν τούτοις, στην ίδια απόφαση κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση της ανωτέρω ανακοπής, δίχως σαφή αναφορά ότι, το ανωτέρω Δικαστήριο, εκτίμησε την επιδοθείσα στο Ελληνικό Δημόσιο κλήση όχι ως απλή κλήση προς συζήτηση της ένδικης από 8.7.2016 ανακοπής αλλά και ως ανακοπή σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, μη περιέχουσα μάλιστα διάταξη περί συνεκδίκασης. Ακολούθως, με την από 5.3.2019 κλήση της ήδη εκκαλούσας – ανακόπτουσας, η οποία κατετέθη ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου με αριθμό δικογράφου …………../14.3.2019, αντίγραφο της οποίας δεν προσκομίζεται, η υπόθεση συζητήθηκε εκ νέου την 14.1.2020, αντιμωλία των διαδίκων αναφερομένου μάλιστα ως καθού η ανακοπή και του Ελληνικού Δημοσίου, εξεδόθη δε η με αριθμό 2750/2020 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, το οποίο παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση σε άλλη συνεδρίαση του ιδίου πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών. Με την από 4.12.2020 κλήση της ήδη εκκαλούσας – ανακόπτουσας, η οποία κατετέθη ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου την 15.12.2020 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …………/15.12.2020, αντίγραφο της οποίας δεν προσκομίζεται από τον ανακόπτοντα αλλά προσκομίζεται από το Ελληνικό Δημόσιο και το οποίο παραδεκτώς στο παρόν στάδιο λαμβάνεται υπόψη, η ένδικη ανακοπή επαναφέρθηκε προς συζήτηση ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών για τη δικάσιμο της 16.3.2021, πλην όμως η συζήτηση αυτής ματαιώθηκε, λόγω τη προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων και επαναπροσδιορίσθηκε προς συζήτηση με τη με αριθμό 2104/20.5.2021 Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του ανωτέρω Δικαστηρίου, αντίγραφο της οποίας δεν προσκομίζεται, για τη δικάσιμο της 21.9.2021, οπότε η ανωτέρω ανακοπή, συζητήθηκε αντιμωλία των αρχικών διαδίκων και του Ελληνικού Δημοσίου το οποίο αναφέρεται ως διάδικος, αφού στο εισαγωγικό της εκκαλουμένης αποφάσεως αναφέρεται ως καθού, η από 8.7.2016 ανακοπή, η οποία και απορρίφθηκε. Ειδικότερα, η ένδικη ανακοπή, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη ως προς το Ελληνικό Δημόσιο, εκ του λόγου ότι, η ανωτέρω κλήση προς συζήτηση αυτής δεν επεδόθη στον Διοικητή ΑΑΔΕ και επαλλήλως διότι δεν απεδείχθη επίδοση αυτής (ανακοπής) προς τον Διοικητή της ΑΑΔΕ και τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ., λόγω δε της αναγκαίας ομοδικίας των καθών η ανακοπή, κατά τις διατάξεις του άρθρου 76 ΚΠολΔ, απερρίφθη αυτή στο σύνολό της, ήτοι και καθό μέρος ηγέρθη και ως προς την καθής ανώνυμη εταιρεία. Κατά της απόφασης αυτής, η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα εταιρεία, ως έχουσα έννομο συμφέρον, προκύπτοντος από το διατακτικό της εκκαλουμένης αποφάσεως, παραπονείται με την ένδικη έφεσή της για εσφαλμένη απόρριψη της ένδικης ανακοπής της ως απαράδεκτης και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως με σκοπό, να γίνει δεκτή στο σύνολό της η ένδικη ανακοπή της, να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες με αυτό πράξεις και να καταδικασθούν οι εφεσίβλητοι στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Συγκεκριμένα, με την ένδικη έφεσή της, όπως το περιεχόμενο αυτής δεόντως εκτιμάται, η εκκαλούσα, αφού παραθέτει το διαδικαστικό ιστορικό της εν λόγω υποθέσεως, με αναφορά ότι ήγειρε την από 8.7.2016 ανακοπή της και με την από 16.2.2018  κλήση της εκάλεσε και το Ελληνικό Δημόσιο να παραστεί κατά τη συζήτηση αυτής, πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία νόμου και ειδικότερα [α] με τον πρώτο λόγο έφεσης, εκ του λόγου ότι, εσφαλμένως υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως εφαρμόσθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 36 του Ν. 4389/2016, διότι οι διατάξεις του εν λόγω άρθρου δεν ετύγχαναν εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση, καθόσον η ένδικη ανακοπή της ασκήθηκε δια καταθέσεώς της ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου την 13.7.2016, ήτοι προ της ενάρξεως ισχύος του Ν. 4389/2016 (1.1.2017), οπότε ιδρύθηκε η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, με αποτέλεσμα ενόψει του χρόνου κατάθεσης της ένδικης ανακοπής (13.7.2016) να μην απαιτείτο επίδοση αυτής και στην ανωτέρω Ανεξάρτητη Αρχή και [β] με τον δεύτερο λόγο έφεσης, δια παραπομπής στις προτάσεις τις οποίες το Ελληνικό Δημόσιο κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, εκ του λόγου ότι, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένως εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 91 παρ.1 του ΚΕΔΕ και 28 παρ.7 του Ν. 2759/1998, αφού δέχθηκε ότι παθητικώς νομιμοποιούμενο στην ένδικη ανακοπή ήταν και το Ελληνικό Δημόσιο και περαιτέρω δέχθηκε ότι η επίδοση προς αυτό της ένδικης ανακοπής και της κλήσης προς συζήτηση ήταν απαράδεκτη εκ του λόγου ότι δεν είχαν επιδοθεί νόμιμα σε αυτό, ακολούθως απέρριψε στο σύνολό της την ένδικη ανακοπή, αν και το Ελληνικό Δημόσιο δεν ενομιμοποιείτο παθητικά, ενόψει του ότι οι απαιτήσεις που αφορά η ένδικη διοικητική εκτέλεση αποτελούν απαιτήσεις της καθής η ανακοπή ιδιωτικής εταιρείας, των οποίων το Ελληνικό Δημόσιο έχει επιμεληθεί απλώς την είσπραξη αυτών για λογαριασμό της καθής η ένδικη ανακοπή ιδιωτικής εταιρείας, με αποτέλεσμα να μην απαιτείτο η άσκηση αυτής (ανακοπής) και σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου.

[ΙΙΙ] Ι. Κατά το άρθρο 126 παρ. 1 εδάφ. ε’ του Κ.Πολ.Δ, η επίδοση για το Δημόσιο γίνεται σε εκείνους που το εκπροσωπούν σύμφωνα με το νόμο, κατά δε το άρθρο 85 παρ. 1 του Κ.Ε.Δ.Ε. (ν.δ. 356/1974), σύμφωνα με τις οποίες υπό του τίτλου «Εκπροσώπησις του Δημοσίου» «1. Επί δικών του παρόντος Ν. Διατάγματος το Δημόσιον εκπροσωπεί ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου, καθ` ου στρέφεται και κοινοποιείται παν δικόγραφον επί ποινή απαραδέκτου αυτού. Κατά πάσαν όμως περίπτωσιν επί τη αυτή ως άνω κυρώσει απαιτείται κοινοποίησις του δικογράφου και εις τον Υπουργόν των Οικονομικών. … 2. Κατά τας δίκας ταύτας επιτρέπεται αυτοπροσώπως παράστασις και ενέργεια του οφειλέτου. 3…», επί δικών του νομοθετήματος αυτού, το Δημόσιο εκπροσωπεί ο Διευθυντής του Δημόσιου Ταμείου (ήδη Προϊστάμενος Δ.Ο.Υ.), κατά του οποίου στρέφεται και κοινοποιείται κάθε δικόγραφο με ποινή απαραδέκτου. Σε κάθε, όμως περίπτωση, με την ίδια ως άνω κύρωση, απαιτείται κοινοποίηση του δικογράφου και στον Υπουργό των Οικονομικών. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 4389/2016, οι διατάξεις του οποίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 43 του ίδιου νόμου ισχύουν από την 1η Ιανουαρίου 2017 «Συνιστάται Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή χωρίς νομική προσωπικότητα με την επωνυμία Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) (στο εξής η «Αρχή»), με σκοπό τον προσδιορισμό, τη βεβαίωση και την είσπραξη των φορολογικών, τελωνειακών και λοιπών δημοσίων εσόδων που άπτονται του πεδίου των αρμοδιοτήτων της». Κατά το άρθρο 36 παρ. 1 του ίδιου νόμου «Η Αρχή εκπροσωπείται δικαστικώς και εξωδίκως από τον Διοικητή της και παρίσταται αυτοτελώς, εκπροσωπώντας το Δημόσιο, σε κάθε είδους δίκες που έχουν ως αντικείμενο πράξεις ή παραλείψεις της ή τις έννομες σχέσεις που την αφορούν. Οι επιδόσεις των δικογράφων στις δίκες αυτές γίνονται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις προς τον Διοικητή, αντί του Υπουργού των Οικονομικών. Ειδικώς για την εκπροσώπηση και την επίδοση των δικογράφων σε δίκες που αφορούν σε φορολογικές εν γένει διαφορές και σε διαφορές που αναφύονται κατά είσπραξη των δημοσίων εσόδων, εφαρμόζονται, κατά περίπτωση, οι διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 1 περίπτωση α’, σε συνδυασμό προς το άρθρο 49 (παράγραφοι 2 και 4) και 219 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ. (ν. 2717/1999, Α’ 97) και 85 παρ. 1, εδάφιο πρώτο του ν.δ. 356/1974 (Α’ 90). Η προβλεπόμενη στο άρθρο 85 παρ. 1 εδάφιο δεύτερο του ν.δ. 356/1974 κοινοποίηση στον Υπουργό Οικονομικών γίνεται προς τον Διοικητή, στην Κεντρική Υπηρεσία του ΝΣΚ». Οι διατάξεις αυτές δεν παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας και δεν αντίκεινται στα άρθρα 25 παρ.1 του Συντάγματος, 6 παρ.1, 8 παρ.2, 9 παρ. 2 και 10 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α. (Α.Ε.Δ. 27/2004, Α.Π. 1270/2014, Α.Π. 1801/2012, ΑΠ 126/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ισχύουν δε αν δεν ορίζεται κάτι διαφορετικό από το νόμο (Μιχ. Μαργαρίτη/Άντας Μαργαρίτη, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, έκδ. 2018, υπ’ άρθρο 126, αριθ. 11, σ. 242). Περαιτέρω, με το άρθρο 5 του “Κώδικος Νόμων περί δικών του Δημοσίου” (Διάταγμα 26.6/10.7.1944), ορίζεται ότι “μόνον αι προς τον Υπουργόν Οικονομικών κατά τας διατάξεις του από 24/28 Μαρτίου 1867 και υπό στοιχείο Ρ4Γ νόμον, γενόμεναι κοινοποιήσεις οιουδήποτε δικογράφου επί δικών του Δημοσίου παράγουσι εννόμους συνεπείας. Η διάταξις εφαρμόζεται και όταν το Δημόσιον εκπροσωπείται δικαστικώς εκ μέρους άλλου, πλην του επί των Οικονομικών Υπουργού, είτε και εκ μέρους των διευθυντών ταμείων ή οικονομικών εφόρων ή τελωνών ή ετέρου οποιουδήποτε κρατικού οργάνου, της προς τον Υπουργό Οικονομικών επιδόσεως απαιτουμένης και τότε ως προσθέτου τοιαύτης, επί συνεπεία ακυρότητος αυτεπαγγέλτως εξεταζομένης”. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι, για να είναι έγκυρη η επίδοση προς το Ελληνικό Δημόσιο του σχετικού δικογράφου, πρέπει να γίνει, με ποινή απαραδέκτου στις δίκες του ΚΕΔΕ, ακυρότητας δε στις λοιπές, τόσο στον Υπουργό Οικονομικών, όσο και στο αρμόδιο όργανο και τούτο για μεγαλύτερη εξασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου (ΑΕΔ 27/2004). Σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή αν δεν επιδοθεί το δικόγραφο και στον Υπουργό Οικονομικών, η επίδοση δεν έχει ολοκληρωθεί και δεν παράγει έννομες συνέπειες, με αποτέλεσμα, ανεξαρτήτως βλάβης του Δημοσίου, να επέρχεται απαράδεκτο ή ακυρότητα, η οποία εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο [ΑΠ 244/2024 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 28 παρ. 7 του ν. 2579/1998, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την έναρξη ισχύος του Κ.Δ.Δ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 285 παρ. 2 περ. ζ’ αυτού (ΣτΕ 3523-25/2015, ΣτΕ 2808/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), «στις περιπτώσεις, που υπηρεσίες του Δημοσίου, εφαρμόζοντας τις διατάξεις του ν.δ. 356/1974 (Φ.Ε.Κ. Α’ 190), επιμελούνται για την είσπραξη εσόδων άλλων νομικών προσώπων, υπέρ των οποίων εφαρμόζονται οι διατάξεις αυτές, στις σχετικές δίκες που δημιουργούνται δεν νομιμοποιείται να παρίσταται ως διάδικο το Δημόσιο, αλλά το ενδιαφερόμενο νομικό πρόσωπο». Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του Ν. 4389/2016 συνάγεται ότι, από 01.01.2017 για να είναι έγκυρη η επίδοση δικογράφων, που αφορούν σε φορολογικές υποθέσεις και σε διαφορές που αναφύονται κατά την είσπραξη των δημοσίων εσόδων, απαιτείται αυτή (η επίδοση), με ποινή απαραδέκτου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 85 § 1 εδ. β’ νδ 356/1974, στο οποίο ρητά παραπέμπει η διάταξη του άρθρου 35 § 1 Ν. 4389/2016, να γίνεται τόσο στο αρμόδιο όργανο, που εκπροσωπεί το δημόσιο στη συγκεκριμένη δίκη (όπως στον διευθυντή της αρμόδιας ΔΟΥ στις δίκες του ΚΕΔΕ) όσο και προς τον Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., ενώ καταργήθηκε η υποχρέωση κοινοποίησης προς τον Υπουργό Οικονομικών. Σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή αν δεν επιδοθεί το δικόγραφο και στον Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., η επίδοση δεν έχει ολοκληρωθεί και δεν παράγει έννομες συνέπειες, με αποτέλεσμα, ανεξαρτήτως βλάβης του Δημοσίου ή της παράστασής του ενώπιον του Δικαστηρίου, να επέρχεται απαράδεκτο ή ακυρότητα, η οποία εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (ΕφΠατρ 301/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 325/2020 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΠειρ 538/2020 δημ ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς, ΕφΛαρ 302/2019 ΤΝΠ ΔΣΑ πρβλ σχετ. ΟλΑΠ 34/1988, ΑΠ 1274/2014, ΑΠ 126/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Και τούτο, χωρίς να ασκεί επίδραση πλέον η τυχόν κοινοποίηση του δικογράφου στον Υπουργό Οικονομικών, καθόσον η Α.Α.Δ.Ε. συνιστά ανεξάρτητη Λειτουργικά διοικητική αρχή μη ελεγχόμενη από τον Υπουργό Οικονομικών (ΕφΠατρ 301/2021, ΕφΠειρ 538/2020, ΕφΛαρ 302/2019 ό.π). Τα ανωτέρω ισχύουν και για την περίπτωση επίδοσης δικογράφου πρόσθετης παρέμβασης (πρβλ ΕφΠειρ 1065/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εν τούτοις, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις και ιδίως τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ.1 και 36 παρ.1 του Ν. 4389/2016, προκύπτει ότι η επίδοση προς την ΑΑΔΕ αντί του Υπουργού Οικονομικών αφορά μόνον σε φορολογικές υποθέσεις και σε διαφορές που αναφύονται κατά την είσπραξη των δημοσίων εσόδων, ως τέτοιων θεωρούμενων εκείνων που επιβάλλονται με απόφαση των οργάνων του Δημοσίου, βεβαιούνται στα Δημόσια Ταμεία και εισπράττονται ακολούθως από αυτά. Ως τέτοια δε δεν νοούνται και τα έσοδα των προσώπων που αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 91 του ΚΕΔΕ, των οποίων η είσπραξη ανατίθεται μεν στα δημόσια ταμεία, πλην όμως τα εν λόγω έσοδα ανήκουν εξ υπαρχής σε αυτά και δεν μετατρέπονται σε «δημόσια έσοδα» από μόνο το λόγο ότι εισπράχθηκαν από τα δημόσια ταμεία, αφού άλλωστε και αυτή η είσπραξή τους έγινε επ’ ονόματι και για λογαριασμό των προσώπων αυτών και όχι για λογαριασμό του Δημοσίου, με συνέπεια, στις περιπτώσεις εκείνες που επιδιώκεται η διαμέσου των δημοσίων ταμείων είσπραξη οφειλών των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 91 του Κ.Ε.Δ.Ε.. Έτι περαιτέρω, από τις ανωτέρω διατάξεις και ιδίως τη διάταξη του άρθρου 28 παρ. 7 του ν. 2579/1998, προκύπτει ότι, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες, κατά τις διατάξεις του άρθρου 91 του ΚΕΔΕ η είσπραξη των αναφερομένων στο εν λόγω άρθρο (91 ΚΕΔΕ) απαιτήσεων στα δημόσια ταμεία, διάδικος στις επί των ανακοπών του άρθρου 73 του ΚΕΔΕ δικών, είναι μόνο το υπέρ ου η είσπραξη πρόσωπο – δικαιούχος της απαίτησης, κατά του οποίου πρέπει να στρέφεται το δικόγραφο της ανακοπής [ΑΠ 779/2022 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου]. Αντίθετη εκδοχή, η οποία δηλαδή θα δεχόταν τον χαρακτηρισμό των εσόδων των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 91 παρ. 1 ΚΕΔΕ ως «δημοσίων», θα οδηγούσε στο άτοπο να διεξάγει το Δημόσιο δίκες για λογαριασμό άλλων και εν αγνοία τους, για τις οποίες το ίδιο δεν έχει κάποιο συμφέρον από την έκβασή τους, ευρισκόμενο μάλιστα αυτό σε αδυναμία να αμυνθεί και να προτείνει ενστάσεις και πραγματικά γεγονότα, τα οποία, ενώ δεν είναι γνωστά στο ίδιο (Δημόσιο), είναι γνωστά μόνο στον τρίτο, ερήμην του οποίου θα διεξαγόταν διαδικασία που θα αφορούσε τις δικές του έννομες σχέσεις.

ΙΙ. Από τις διατάξεις του άρθρου 94 Σ. συνάγεται ότι η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, ενώ στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές και οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας. Περαιτέρω, με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 1406/1983 υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας που δεν είχαν υπαχθεί μέχρι τότε και μνημονεύονται ενδεικτικά στην παράγραφο 2, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι υπό στοιχείο ια’ διαφορές που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά την είσπραξη των δημοσίων εσόδων (ν.δ. 356/1954). Όμως, δεν αποτελούν διοικητικές διαφορές ουσίας όλες ανεξαιρέτως οι διαφορές που ανακύπτουν κατά τη διαδικασία είσπραξης των δημοσίων εσόδων, διότι είναι δυνατόν να προέρχονται από έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου μεταξύ του οφειλέτη του Δημοσίου ή των λοιπών προσώπων στα οποία εφαρμόζεται ο ΚΕΔΕ. Κριτήριο για να θεωρηθεί μία τέτοια διαφορά ως διοικητική ή ιδιωτική, αποτελεί η φύση της απαίτησης που αποδεικνύεται από τον τίτλο του άρθρου 2 παρ. 2 του ΚΕΔΕ, ο οποίος αποτελεί το θεμέλιο της διοικητικής εκτέλεσης. Αν η απαίτηση είναι ιδιωτικού δικαίου, τότε και η διαφορά που ανακύπτει κατά την επιδίωξη της αναγκαστικής είσπραξής της είναι ιδιωτική, χωρίς η φύση της να μεταβάλλεται από την παρεμβολή της διοικητικής βεβαιωτικής διαδικασίας από όργανα της διοίκησης και την είσπραξή της από το δημόσιο ταμείο (Βλ. ΑΕΔ 8/1989 Ελλ.Δνη 30.1148), οπότε για την εκδίκασή της έχουν δικαιοδοσία τα πολιτικά δικαστήρια (Βλ. ΑΠ 210/1996, ΕΘ 3138/2004, ΜονΕΠατρ 162/2019, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOΣ). Κατά το άρθρο 91 παρ. 1 του Ν.Δ. 356/1974 «Κ.Ε.Δ.Ε.», όπως ίσχυε και εφαρμόζεται στην κρινόμενη περίπτωση,  προ της καταργήσεώς του με το άρθρο 85 παρ.5 του νέου Κ.Ε.Δ.Ε. ο οποίος  κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν.4978/2022 «Σε όσες περιπτώσεις ανατίθεται στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες η είσπραξη των εσόδων οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, άλλων νομικών προσώπων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή φυσικών προσώπων εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος νομοθετικού διατάγματος. Χρέη υπέρ νομικών προσώπων και τρίτων που εισπράττονται από τις ΔΟΥ για λογαριασμό τους, εφόσον από τις ίδιες διατάξεις των δικαιούχων προβλέπεται επιβάρυνσή τους με προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, πρόστιμα, τόκους υπερημερίας, ΦΠΑ και γενικώς πάσης φύσεως επιβαρύνσεις, αρχόμενες πριν από τη βεβαίωσή τους στις ΔΟΥ, αυτές θα αναγράφονται στον οικείο χρηματικό κατάλογο. Με την εξαίρεση των φόρων και των λοιπών δημοσίων εσόδων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013), για τα οποία εφαρμόζονται μόνον οι διατάξεις του ως άνω Κώδικα, από την ημερομηνία που το χρέος καθίσταται ληξιπρόθεσμο στη Φορολογική Διοίκηση επιβάλλονται επ’ αυτού τόκοι και πρόστιμο εκπρόθεσμης καταβολής, σύμφωνα με το άρθρο 6 του παρόντος. Εφόσον νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου και τρίτοι αποστέλλουν για είσπραξη έσοδά τους στις ΔΟΥ, οφείλουν να έχουν πρόβλεψη για τη δαπάνη των εξόδων για τα αναγκαστικά μέτρα είσπραξης, τα οποία θα λαμβάνονται από τις ΔΟΥ χωρίς προηγούμενη έγκριση». Επίσης, το άρθρο 98 του Ν. 4270/2014, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 34 παρ. 18 του Ν. 4484/2017, ορίζει ότι: «Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται ο χρόνος και η διαδικασία απόδοσης των εσόδων που εισπράττονται υπέρ τρίτων. Με τις αποφάσεις του προηγούμενου εδαφίου ή όμοιες μπορεί να ανατεθεί στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες η είσπραξη των εσόδων ειδικών δημόσιων υπηρεσιών και Ειδικών Ταμείων, εφόσον η είσπραξη των εσόδων τους δεν είναι δυνατή με δικά τους όργανα, καθώς και η είσπραξη εσόδων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, Α.Δ.Α. και τρίτων. Με τις ίδιες αποφάσεις καθορίζεται και το ποσοστό συμμετοχής των ανωτέρω νομικών προσώπων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, Α.Δ.Α. και τρίτων στη δαπάνη για την είσπραξη των εσόδων που εισπράττονται για λογαριασμό τους, το οποίο δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το 20% των εισπραττόμενων εσόδων, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης γενικής ή ειδικής διάταξης». Εξάλλου, κατά τις ανωτέρω προβλέψεις, ήδη με τη με αριθμό 1014959/1175/4.2.1997 (ΦΕΚ Β 112/26.2.1997) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, ανατέθηκε στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες η είσπραξη των εσόδων των αναφερομένων στο άρθρο μόνον της ανωτέρω ΥΑ Λιμενικών Ταμείων, μεταξύ των οποίων και της καθής Ανώνυμης εταιρείας.

Εν προκειμένω, με την εκκαλουμένη απόφαση, η ένδικη ανακοπή, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη όσον αφορά στο Ελληνικό Δημόσιο, εκ του λόγου ότι, η κλήση προς συζήτηση αυτής δεν επεδόθη και στον Διοικητή ΑΑΔΕ και επαλλήλως, διότι δεν απεδείχθη επίδοση αυτής (ανακοπής) προς τον Διοικητή της ΑΑΔΕ και τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ.. Ακολούθως δε, λόγω της, κατά τις διατάξεις του άρθρου 76 ΚΠολΔ αναγκαίας ομοδικίας που κρίθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση ότι υπάρχει μεταξύ των «καθών», η ένδικη ανακοπή απερρίφθη στο σύνολό της, ήτοι και καθό μέρος ηγέρθη και κατά της καθής η ένδικη ανακοπή ανώνυμης εταιρείας. Από το προσκομιζόμενο ως σχετικό 1 από την ανακόπτουσα εταιρεία αντίγραφο της ένδικης από 8.7.2016 ανακοπής της, η οποία κατατέθηκε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά την τακτική διαδικασία την 13.7.2016 (σχετικά με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ……………/13.7.2016), σε συνδυασμό με την προσκομιζόμενη ως σχετικό 2 από την ανακόπτουσα με αριθμό ………… από 1.8.2016 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……….., προκύπτει ότι, το δικόγραφο αυτής (ανακοπής) η ανακόπτουσα απηύθυνε μόνον κατά της ήδη εφεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………….» προς την οποία και κοινοποίησε αυτήν. Ως εκ τούτου, ενόψει του ότι η έννοια του διαδίκου προσδιορίζεται με καθαρώς τυπικά κριτήρια (τυπική έννοια διαδίκου), με αποτέλεσμα διάδικος να είναι αυτός που ζητά έννομη προστασία για λογαριασμό του, καθώς και αυτός εναντίον του οποίου ζητείται η προστασία αυτή, δηλαδή ο αναφερόμενος στο δικόγραφο της αγωγής χωρίς να προσλαμβάνει την ιδιότητα του διαδίκου ο προς ον επιδόθηκε απλώς το εισαγωγικό δικόγραφο (Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία Ι, εκδ. 2003, σελ. 289-290), εν προκειμένω δε η ένδικη ανακοπή δεν απευθύνονταν κατά του Ελληνικού Δημοσίου όπως προκύπτει τόσο από το εισαγωγικό αυτής όσο και από το περιεχόμενό της, διάδικος στην ένδικη ανακοπή κατέστη μόνο η καθής η ανακοπή ανώνυμη εταιρεία, η έννομη δε σχέση της δίκης μεταξύ ανακόπτουσας και Ελληνικού Δημοσίου δεν έχει δημιουργεί δια της εγέρσεως της από 8.7.2016 ανακοπής. Ως εκ τούτου, ορθώς υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, έστω και με διαφορετική αιτιολογία η οποία αντικαθίσταται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), εφόσον το δεδικασμένο που παράγεται αφορά δικονομικά ζητήματα της ένδικης ανακοπής και μόνον, η ένδικη από 8.7.2016 ανακοπή, καθό μέρος αφορά το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο κλήθηκε στη συζήτηση αυτής, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη αφού αυτό, επί της εν λόγω ανακοπής, επί της οποίας απεφάνθη η εκκαλουμένη απόφαση, δεν είχε καταστεί διάδικος (Δ. Κονδύλης, «Το Δεδικασμένο της Πολιτικής Δικονομίας, εκδ. 1983 σελ. 83), η επίδοση δε της ένδικης ανακοπής προς αυτό (Ελληνικό Δημόσιο) η οποία άλλωστε δεν απεδείχθη ότι έλαβε χώρα προσηκόντως, αφού δεν προσκομίζονται σχετικά αποδεικτικά επίδοσης αυτής, δεν ηδύνατο να καταστήσουν και αυτό (Ελληνικό Δημόσιο) διάδικο. Πρέπει επομένως, να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του ο πρώτος λόγος της ένδικης έφεσης όπως αυτός εκτιμήθηκε. Περαιτέρω, εν τούτοις, ενόψει του ότι η επισπευδόμενη ένδικη διοικητική εκτέλεση η οποία προσεβλήθη με την ένδικη ανακοπή αφορούσε απαίτηση της ανωτέρω ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……………..», της οποίας (απαίτησης) οι υπηρεσίες του Ελληνικού Δημοσίου, εφαρμόζοντας τις διατάξεις του ν.δ. 356/1974, επιμελήθηκαν μόνον την είσπραξή της, υπέρ της οποίας εφαρμόζονται οι διατάξεις αυτές, το Ελληνικό Δημόσιο, κατά τις προαναφερόμενες ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 28 παρ. 7 του ν. 2579/1998, δεν ενομιμοποιείτο να παρίσταται ως διάδικος στην ένδικη ανακοπή, αλλά μόνη παθητικώς νομιμοποιούμενη της ένδικης ανακοπής ηδύνατο να είναι η καθής η ανακοπή ανώνυμη εταιρεία ως ενδιαφερόμενο νομικό πρόσωπο (άρθρο 91 παρ.1 του ΚΕΔΕ). Έσφαλε, επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση, κατά τον βάσιμο δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσης όπως αυτός εκτιμήθηκε, κατά την εφαρμογή της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 28 παρ. 7 του ν. 2579/1998, η οποία απέρριψε την ένδικη ανακοπή καθό μέρος ηγέρθη κατά της καθής ανώνυμης εταιρείας «…………….» ως απαράδεκτη, ως ανωτέρω αναλύεται, λόγω του απαραδέκτου της ανακοπής έναντι του Ελληνικού Δημοσίου και της αναγκαίας ομοδικίας, όπως κρίθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση, των διαδίκων και πρέπει η ένδικη έφεση να γίνει δεκτή κατά τούτο, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση καθό μέρος απέρριψε την ένδικη ανακοπή ως προς την εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………………..» (άρθρο 535 ΚΠολΔ) και ακολούθως το παρόν Δικαστήριο να κρατήσει και να δικάσει την ένδικη ανακοπή.

V]   Κατά το άρθρο 73 του ν.δ. 356/1974 [Κ.Ε.Δ.Ε.] «1. Η προ της ενάρξεως της εκτελέσεως ανακοπή του οφειλέτη ασκείται: α] κατά της εκδοθείσας ατομικής ειδοποίησης, β] κατά του εντάλματος προσωπικής κράτησης, που εκδόθηκε και δεν εκτελέστηκε και γ] κατά του νόμιμου τίτλου, εκδικάζεται δε από το αρμόδιο καθ’ ύλην δικαστήριο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 583 έως 585 ΚΠολΔ. Δια ταύτης επιτρέπεται η προβολή πάσης αντιρρήσεως ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου ως και η αμφισβήτησις του κατ’ ουσίαν βάσιμου της απαιτήσεως του Δημοσίου εφόσον ο προσδιορισμός ταύτης δεν έχει ανατεθή εις δικαστήρια ή εις διοικητικάς επιτροπάς αποφαινόμενος μετά δυνάμεως δεδικασμένου. 2. Η κατά της αρξαμένης εκτελέσεως ανακοπή του οφειλέτου ασκείται πάντοτε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου του τόπου της εκτελέσεως και δια τους κάτωθι περιοριστικώς αναφερόμενους λόγους: α] Εάν η εκτέλεσις εχώρησε βάσει ακύρου τίτλου προς είσπραξιν, β] Εάν το χρέος απεσβέσθη δια καταβολής ή δια συμψηφισμού κατά τις διατάξεις του άρθρου 83 του παρόντος ν. διατάγματος ή συνεπεία διαγραφής, αποδεικνυομένων εγγράφως, γ] Εάν επιγενομένως απεσβέσθη άλλως το χρέος του οφειλέτου, της αποσβέσεως αποδεικνυομένης εγγράφως, δ] Εάν το χρέος παρεγράφη, ε] Εάν ο διωκόμενος ως διάδοχος του υποχρέου δεν είναι ο νόμω υπόχρεος, στ] Εάν ο διωκόμενος δεν υπόκειται εις προσωπική κράτησιν και ζ] Εάν κατά την εκτέλεσιν εχώρησαν παραλείψεις ή ακυρότητες τηρουμένων των εν άρθρω 75 του παρόντος ν. διατάγματος οριζομένων. Αμφισβήτησις άλλη περί της υπάρξεως της οφειλής προς το Δημόσιον είναι απαράδεκτος εν τη διαδικασία ταύτη.» Από τα ανωτέρω, συνάγεται ότι, το συγκεκριμένο άρθρο, παρέχει στον οφειλέτη, ως άμυνα, δύο είδη ανακοπών, και δη την ανακοπή της παρ. 1 πριν από την έναρξη της διοικητικής εκτέλεσης και την ανακοπή της παρ. 2 μετά την έναρξη της διοικητικής εκτέλεσης, η οποία μπορεί να ασκείται τόσο κατά του “νομίμου τίτλου”, όσο και κατά της ταμειακής βεβαίωσης, εφόσον αποτελεί και αυτή εκτελεστή διοικητική πράξη [ΑΠ 175/2024 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου], Η έναρξη δε αναγκαστικής εκτέλεσης εντοπίζεται στην επιβολή κατάσχεσης ή τη σύλληψη του οφειλέτη [ΑΠ 430/2023, ΑΠ139/2018 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου]. Εξάλλου, η ίδια ως άνω διάταξη του άρθρου 73 του ΚΕΔΕ, οριοθετεί την προθεσμία για την άσκηση και των δύο προκείμενων ανακοπών για τους σε αυτές λόγους, ώστε με την έναρξη της διοικητικής εκτέλεσης να λήγει η προθεσμία της πρώτης ανακοπής της παρ. 1 και να αρχίζει η προθεσμία της δεύτερης ανακοπής της παρ. 2 [ΑΠ 430/2023, ΑΠ139/2018 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου]. Η ανακοπή της παρ. 2 του άρθρου 73 του ΚΕΔΕ τυγχάνει απρόθεσμη, καθώς δεν τάσσεται από το νόμο προθεσμία για την άσκησή της ενόσω διαρκεί η εκτέλεση (με εξαίρεση τις περιπτώσεις που η προθεσμία οριοθετείται σε συνδυασμό με το άρθρο 75 § 2 ΚΕΔΕ και λήγει με την πάροδο δέκα ημερών από την επόμενη ημέρα του πλειστηριασμού και της κατακύρωσης για τον οφειλέτη και τους ενυπόθηκους δανειστές) [ΑΠ 302/2024 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ], το δε άρθρ. 934 ΚΠολΔ που καθιερώνει την σταδιακή προσβολή των πράξεων της κοινής αναγκαστικής εκτέλεσης δεν βρίσκει έδαφος εφαρμογής στη διοικητική εκτέλεση λόγω της ειδικής ρύθμισης του ΚΕΔΕ [ΑΠ 991/2019 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου]. Με την ανακοπή της παραγράφου 1 του άρθρου 73 του ΚΕΔΕ, δηλαδή πριν αρχίσει η εκτέλεση, ο ανακόπτων μπορεί, προσβάλλοντας τον νόμιμο τίτλο [ΑΠ 1405/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ], να αμφισβητήσει και το νομικά και ουσιαστικά βάσιμο της απαίτησης για την οποία επισπεύδεται διοικητική εκτέλεση αλλά και τη νομιμότητα του τίτλου. Ειδικότερα, κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 2 του Ν.Δ. 356/1974 “Κώδικας Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.)”, όπως το ΝΔ αυτό ίσχυε κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης ταμειακής βεβαίωσης και εφαρμόζεται στην κρινόμενη περίπτωση κατά το άρθρο 85 παρ. 4 του νέου ΚΕΔΕ (Ν.4978/7-10-2022), που τον κατήργησε, νόμιμο τίτλο για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων αποτελούν: α) Η βεβαίωση κατά τον νόμο και ο προσδιορισμός από τις αρμόδιες διοικητικές ή άλλες αρχές του εισπρακτέου ποσού, του είδους του εσόδου και της αιτίας για την οποία αυτό οφείλεται, δηλαδή η πράξη καταλογισμού χρηματικού ποσού σε βάρος διοικουμένου με δημόσιο έγγραφο, το οποίο εκδίδεται από αρμόδια αρχή και ενσωματώνει την ατομική διοικητική πράξη, β) τα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα, από τα οποία αποδεικνύεται η οφειλή και γ) τα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα, από τα οποία πιθανολογείται η οφειλή, ως προς την ύπαρξη και το ποσό αυτής, κατά την έννοια του άρθρου 347 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Αν δεν υπάρχει ο από το άρθρο 2 του ΚΕΔΕ προβλεπόμενος νόμιμος τίτλος ή αυτός είναι άκυρος, τότε δεν επιτρέπεται και είναι άκυρη η διοικητική εκτέλεση. Η απόδειξη της ύπαρξης του νόμιμου τίτλου βαρύνει εκείνον που επισπεύδει τη διοικητική εκτέλεση, ο οποίος οφείλει να αποδείξει στη δίκη των άρθρων 73 επ. του ΚΕΔΕ τη νόμιμη συγκρότηση των εγγράφων, που θεμελιώνουν τον τίτλο (νομιμότητα της διαδικασίας διοικητικής και ταμειακής βεβαίωσης της οφειλής) καθώς και ότι από τα έγγραφα αυτά αποδεικνύεται ή πιθανολογείται βέβαιη, εκκαθαρισμένη και ληξιπρόθεσμη απαίτηση, δηλαδή τη συνδρομή των προϋποθέσεων για την κίνηση της διοικητικής εκτέλεσης (άρθρα 1, 2, 5, και 7 ΚΕΔΕ). Από αυτόν δε τον τίτλο, με τη συνδρομή των δημοσίων ή ιδιωτικών εγγράφων, που τον συνοδεύουν, αποδεικνύεται ή πιθανολογείται βεβαία και εκκαθαρισμένη απαίτηση. Στο νόμιμο τίτλο πρέπει να αναφέρεται η ακριβής αιτία της οφειλής, ώστε, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, να είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος. Τούτο δε, διότι με βάση τον “νόμιμο τίτλο” είναι δυνατόν να επισπευσθεί αναγκαστική εκτέλεση, χωρίς να έχει προηγηθεί διαγνωστική δίκη και έκδοση δικαστικής απόφασης, που θα καθιστούσε σαφείς την αιτία ή τις επιμέρους αιτίες του (φερόμενου ως) οφειλόμενου συνολικού χρέους. Η ανάγκη αυτή καθίσταται εντονότερη, όταν ο ουσιαστικός καθορισμός του χρέους δεν έγινε από το Ελληνικό Δημόσιο (η δράση του οποίου διέπεται από την αρχή και το τεκμήριο της νομιμότητας), αλλά από τρίτο πρόσωπο [ΑΠ 175/2024 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου]. Από τη βεβαίωση, ως νόμιμο τίτλο εισπράξεως (βεβαίωση υπό ευρεία έννοια), διακρίνεται η ταμειακή βεβαίωση (βεβαίωση υπό στενή έννοια), που είναι αναγκαία για να μπορεί να επιδιωχθεί η είσπραξη της απαίτησης του Δημοσίου, δηλαδή συνιστά τίτλο εκτέλεσης κατά της οποίας μπορεί να ασκείται η ανακοπή του άρθρου 73 παρ. 1 του ν.δ. 356/1974, εφόσον αποτελεί και αυτή εκτελεστή διοικητική πράξη (ΑΠ 1743/2023 Ιστοσελίδα ΑΠ, ΑΠ 134/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο νόμιμος τίτλος δεν συμπίπτει με την ταμειακή βεβαίωση, πλην μεταξύ τους υφίσταται στενή αιτιακή σχέση, ώστε σε περίπτωση που η ταμειακή βεβαίωση δεν στηρίζεται σε νόμιμο τίτλο, όπως σε τίτλο στον οποίο δεν προσδιορίζεται επαρκώς το χρέος, να είναι αυτή ακυρωτέα. Και ναι μεν στον ΚΕΔΕ δεν προβλέπεται κοινοποίηση της ταμειακής βεβαιώσεως στον οφειλέτη, ούτε επιβάλλεται να συνοδεύεται αυτή από τα έγγραφα που συγκροτούν το νόμιμο τίτλο και μάλιστα κατά τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 7 του ΚΕΔΕ, όπως ίσχυε κατά την ένδικη περίοδο, δεν προεβλέπετο ούτε καν κοινοποίηση ατομικής ειδοποίησης υπερημερίας στον οφειλέτη καθού η εκτέλεση, πλην όμως λόγω της στενής αιτιακής της σχέσεως με το νόμιμο τίτλο, αν η ταμειακή βεβαίωση της οφειλής, δεν περιέχει τα καθοριζόμενα στην ως άνω διάταξη στοιχεία, προκειμένου ο οφειλέτης να λάβει επαρκή και ασφαλή γνώση για το είδος του χρέους, το ύψος του, τη χρονολογία βεβαίωσης και γενικά να κατατοπίζεται επαρκώς για την οφειλή του, τότε η έλλειψη αυτή μπορεί να οδηγήσει, κατόπιν ασκήσεως ανακοπής κατά το άρθρο 73 παρ. 1 Κ.Ε.Δ.Ε., στην ακύρωση αυτών, αλλά μόνο με τη συνδρομή των όρων και προϋποθέσεων του άρθρου 75 Κ.Ε.Δ.Ε. σχετικά με το στοιχείο της βλάβης του οφειλέτη του Δημοσίου, δηλαδή, αν και εφόσον η έλλειψη αυτή επέφερε στον οφειλέτη αδυναμία ουσιαστικής ή δικονομικής προστασίας των δικαιωμάτων του, η οποία δύναται να επανορθωθεί μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας της προσβαλλόμενης πράξεως, ιδίως ενόψει της υπάρξεως περισσοτέρων χρεών με διαφορετικές το καθένα συνέπειες για τον οφειλέτη. Ωστόσο, βλάβη με την ανωτέρω έννοια δεν υφίσταται ο οφειλέτης, τόσο στην περίπτωση που η επίδοση της ταμειακής βεβαιώσεως και της ατομικής ειδοποιήσεως συνοδεύεται από τα αναγκαία έγγραφα (δημόσια ή ιδιωτικά), που προσδιορίζουν επαρκώς την οφειλή, όσο και στην περίπτωση που γνωστοποιούνται αυτά στον οφειλέτη με οποιονδήποτε τρόπο, με ή χωρίς αίτησή του, αλλά πάντως πριν από τη λήξη της προθεσμίας ανακοπής κατά της εκτελέσεως, έτσι ώστε να είναι σε θέση να προβάλλει αυτός με δικονομικά παραδεκτό τρόπο τους ισχυρισμούς του κατά της οφειλής και για το λόγο αυτό δεν αρκεί να προσκομίσει το Δημόσιο τα έγγραφα του νόμιμου τίτλου προς απόδειξη της απαιτήσεώς του κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο (ΟλΑΠ 5/2019). Περαιτέρω, με την ανακοπή της παραγράφου 2 του άρθρου 73 του ΚΕΔΕ, ο ανακόπτων δεν δύναται να αμφισβητήσει την νομική και ουσιαστική βασιμότητα της απαίτησης. Εν τούτοις, τυγχάνει παραδεκτός λόγος ανακοπής και στην ανακοπή του άρθρου 73 παρ.2 ΚΕΔΕ, με περιεχόμενο την αμφισβήτηση της ύπαρξης της οφειλής, εφόσον ο λόγος αυτός αμφισβητεί τη νομιμότητα και το δικαίωμα της βεβαίωσης του εσόδου. Πράγματι, κατά τις διατάξεις της περίπτωσης [α] της εν λόγω διατάξεως κατά τις οποίες «2. Η κατά της αρξαμένης εκτελέσεως ανακοπή του οφειλέτου ασκείται πάντοτε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου του τόπου της εκτελέσεως και δια τους κάτωθι περιοριστικώς αναφερόμενους λόγους: α] Εάν η εκτέλεσις εχώρησε βάσει ακύρου τίτλου προς είσπραξιν…» ο ανακόπτων – καθού η εκτέλεση, μπορεί να προβάλλει ακυρότητες του «τίτλου προς είσπραξη» και εν τέλει της νομιμότητας του τίτλου [σχετικά Ι. Μπρίνια, Διοικητική Εκτέλεση, σελ, 770 και 758]. Κατά την ορθότερη άποψη [όμοια ΕΑ 4351/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ] την οποία υιοθετεί και το παρόν Δικαστήριο, μετά την έναρξη της εκτέλεσης, χωρεί ανακοπή του άρθρου 73 παρ.2 ΚΕΔΕ [αντίθετη ΕΑ 1357/2023 κατά την οποία, σε περίπτωση που οι λόγοι της ανακοπής του άρθρ. 73 παρ. 2 ΚΕΔΕ κριθούν βάσιμοι, ακυρώνονται οι σχετικές πράξεις διοικητικής εκτέλεσης, ο δε νόμιμος τίτλος (ταμειακή βεβαίωση) καθίσταται ανενεργός για τον φερόμενο ως οφειλέτη] και κατά της εν λόγω πράξεως (ταμειακή βεβαίωση εν στενή εννοία), ως τίτλου της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται η κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ εκτέλεση, στα πλαίσια της οποίας δύναται να ζητηθεί η ακύρωσή της, εκ του λόγου ότι, σε αυτή αλλά και στον, κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 2 του ΚΕΔΕ, νόμιμο τίτλο μετά των δημοσίων ή ιδιωτικών εγγράφων που τον συνοδεύουν, δεν αποδεικνύεται ή πιθανολογείται βεβαία και εκκαθαρισμένη απαίτηση, όπως επίσης διότι δεν αναφέρεται στις πράξεις αυτές η ακριβής αιτία της οφειλής, ώστε, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, να είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος. Τούτο δε, δοθέντος  ότι στο νόμιμο τίτλο πρέπει να αναφέρεται η ακριβής αιτία της οφειλής, ώστε, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, να είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος.

Εν προκειμένω με την ένδικη ανακοπή της, η ανακόπτουσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «. …………», άσκησε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………», την ένδικη από 8.7.2016 ανακοπή της, με την οποία, όπως αυτή διορθώθηκε και κατά τη δέουσα εκτίμηση του περιεχομένου της, ισχυρίσθηκε ότι, σε βάρος της βεβαιώθηκε από τη ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιά και επισπεύσθηκε διοικητή εκτέλεση κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ, δια της επιβολής κατασχέσεως εις χείρας τρίτου και δη (μη κατονομαζόμενης) τραπεζικής εταιρείας, στην οποία αυτή (ανακόπτουσα) διαθέτει τραπεζικό λογαριασμό και ενδεχομένως, κατά τους ισχυρισμούς της, επεβλήθησαν κατασχέσεις εις χείρας και ετέρων τραπεζικών εταιρειών ως τρίτων, στις οποίες αυτή (ανακόπτουσα) ομοίως διατηρεί τραπεζικούς λογαριασμούς (σελ. 2), για  απαίτηση της καθής η ανακοπή εταιρείας, ως πληροφορήθηκε, αφού κατόπιν αιτήσεώς της έλαβε ένα αντίγραφο μιας «Συγκεντρωτικής εικόνας Ατομικών Ανοικτών Οφειλών» από τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, όπου αναφέρονταν οφειλή αυτής προς την καθής εταιρείας, εκ ποσού 1.237.861,10 ευρώ, για άγνωστη σε αυτήν (ανακόπτουσα) αιτία (σελ. 1). Η απαίτηση αυτή, κατά την ένδικη ανακοπή της, ως η ίδια (ανακόπτουσα) «αντιλαμβάνεται» κατά την ακριβή διατύπωση της ένδικης ανακοπής (σελ. 2), προέρχεται από συναφθείσα μεταξύ αυτής (ανακόπτουσας) και της καθής η ανακοπή ανώνυμης εταιρείας, σύμβαση παραχώρησης χρήσης σε χώρο θαλάσσιας ζώνης λιμένα στην περιοχή Αμπελακίων Σαλαμίνας και του εντεύθεν ανταλλάγματος (μισθώματος) αλλά και λοιπών απαιτήσεων μη προσδιοριζομένων στην ένδικη ανακοπή δια της χρήσης σε συνέχεια της φράσεως «κ.λπ.» (σελ. 2 ένδικης ανακοπής). Για τους διαλαμβανόμενους δε στην ένδικη ανακοπή της λόγους, ζήτησε την ακύρωση (α) της από 3.2.2016 ταμειακής βεβαίωσης με αριθμό ΑΤΒ ….. της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιώς εσόδου «ΥΠΕΡ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΤΡΙΤΩΝ» (……….) και (β) της επιβληθείσας κατάσχεσης εις χείρας τρίτων, για το ποσό της ανύπαρκτης, κατά την ανακοπή, οφειλής της προς την καθής η ένδικη ανακοπή, ποσού ευρώ 1.237.861,10 καθώς και την καταδίκη της καθής στη δικαστική της δαπάνη.

Η ένδικη ανακοπή με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, αρμόδια εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του πρωτοβαθμίου Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, το οποίο (πρωτοβάθμιο Δικαστήριο) είχε δικαιοδοσία προς διερεύνηση αυτής, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από την καθής η ανακοπή με τις έγγραφες προτάσεις της που κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, καθόσον οι απαιτήσεις της καθής για τις οποίες επισπεύσθηκε η ένδικη εκτέλεση, προέρχονται από έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου, εφόσον αφορά αφενός μεν απαιτήσεις από συμβάσεις παραχώρησης από την καθής ανώνυμη εταιρεία αντί ανταλλάγματος χώρων εντός της χερσαίας ζώνης στην περιοχή Αμπελάκια Σαλαμίνας ήτοι τη διαχείριση της περιουσίας της καθής η ανακοπή εταιρείας και όχι στην πραγματοποίηση συγκεκριμένου σκοπού της αρμοδιότητός της ως εταιρείας κοινωφελούς χαρακτήρα, αφ’ ετέρου δε αποζημίωση που καταλογίσθηκε στην ανακόπτουσα για αυθαίρετη χρήση δημοσίων κτημάτων εφόσον στην ένδικη ανακοπή η ανακόπτουσα εκθέτει ότι «ως αντιλαμβάνεται» η φερόμενη οφειλή της προς την καθής η ανακοπή εταιρεία, προέρχεται από συναφθείσα με αυτήν σύμβαση παραχώρησης χρήσης της θαλάσσιας ζώνης λιμένα στα Αμπελάκια Σαλαμίνας, στα όρια επιρροής της καθής η ανακοπή εταιρεία και του ανταλλάγματος (μισθώματος), επιπλέον δε κατά τα προσκομιζόμενα ως σχετικά 70 και 71 από την καθής η ανακοπή εταιρεία και δη την απόφαση του Προέδρου του ΔΣ της καθής η ανακοπή εταιρείας και το από 22/1/2016 έγγραφο αυτής (καθής η ανακοπή ανώνυμης εταιρείας) το οποίο φέρει τον τίτλο «Αποστολή δικαιολογητικών ληξιπρόθεσμων χρεών σε βάρος της οφειλέτιδας εταιρείας της ……… «…………….», αναφέρεται ότι διαβιβάζεται περιληπτικός χρηματικός κατάλογος βεβαίωσης οφειλών σε βάρος της ανακόπτουσας εταιρείας προς αυτήν «για την κανονική και αυθαίρετη εκμίσθωση υπαίθριων χώρων  κλπ». Περαιτέρω, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, παραδεκτώς με την ένδικη ανακοπή η οποία τυγχάνει ανακοπή του άρθρου 73 παρ.2 του ΚΕΔΕ, εφόσον στο ελάχιστο περιεχόμενο αυτής, γίνεται έστω και αορίστως, ως εκτίθεται ακολούθως, αναφορά ότι έλαβε χώρα κατάσχεση εις χείρας τρίτων και δη τραπεζών και όχι ανακοπή του άρθρου 73 παρ.1 του ΚΕΔΕ ως τιτλοφορείται υπό της ανακόπτουσας, ζητείται η ακύρωση της πράξης ταμειακής βεβαίωσης των απαιτήσεων της καθής η ανακοπή εταιρείας. Αντίθετα, καθό μέρος με την ένδικη ανακοπή ζητείται όπως ακυρωθούν επιβληθείσες, δυνάμει της προσβαλλόμενης πράξης ταμειακής βεβαίωσης, πράξεις αναγκαστικής κατάσχεσης εις χείρας τρίτων και δη τραπεζών, εφόσον η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι πληροφορήθηκε την επιβολή κατάσχεσης σε τραπεζικό λογαριασμό που διατηρεί σε μία τράπεζα, χωρίς αναφορά έτι περαιτέρω προσδιοριστικών στοιχείων, όπως την επωνυμία της τράπεζας εις χείρας της οποίας ως τρίτης επεβλήθη κατάσχεση καθώς επίσης και τον αριθμό του τραπεζικού της λογαριασμού ο οποίος κατησχέθη, περαιτέρω στη σελίδα 2 της ένδικης ανακοπής αναφέρει ότι «ενδεχομένως» και σε άλλες Τράπεζες κοινοποιήθηκε κατασχετήριο, η ένδικη ανακοπή τυγχάνει παντελώς αόριστη και ως τέτοια πρέπει να απορριφθεί, εφόσον από το περιεχόμενο της ανακοπής, δεν προκύπτουν τα προσδιοριστικά στοιχεία των προσβαλλόμενων πράξεων κατασχέσεως, αφού στην ένδικη ανακοπή δεν γίνεται αναφορά ούτε στην επωνυμία των τραπεζικών ιδρυμάτων  εις χείρας των οποίων ως τρίτων, επεβλήθη κατάσχεση σε τραπεζικούς λογαριασμούς της ανακόπτουσας, η οποία (ανακόπτουσα) άλλωστε δεν προσεκόμισε μετ’ επικλήσεως έγγραφα, από τα οποία να προκύπτουν οι επικαλούμενες αναγκαστικές  κατασχέσεις εις χείρας τρίτων, των οποίων την ακύρωση αιτείται. Πράγματι, από τις διατάξεις του άρθρου 585 παρ.2 ΚΠολΔ, το οποίο εφαρμόζεται και στις ανακοπές του άρθρου 73 του ΚΕΔΕ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 118 του ιδίου Κώδικα στις οποίες το εν λόγω άρθρο (585 παρ.2 ΚΠολΔ) παραπέμπει, προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι στο δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχεται το αίτημα αυτής κατά τρόπο ορισμένο και σαφή. Εξάλλου, εφόσον το αίτημα των εν λόγω ανακοπών κατευθύνεται στην ακύρωση ελαττωματικών πράξεων της διοικητικής εκτέλεσης, έχει δηλαδή διαπλαστικό χαρακτήρα, ενόψει της αυτοτέλειας των επιμέρους πράξεων εκτέλεσης, εκάστη εξ αυτών πρέπει να ακυρώνεται με ιδιαίτερη δικαστική κρίση. Επομένως, στο ελάχιστο περιεχόμενο των εν λόγω ανακοπών με την οποία ζητείται η ακύρωση κάποιας πράξης εκτέλεσης πρέπει να προσδιορίζεται η προσβαλλόμενη πράξη κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Εν προκειμένω εν τούτοις, όπως αναφέρεται και ανωτέρω, στην ένδικη ανακοπή, καθό μέρος ζητείται η ακύρωση των κατασχέσεων εις χείρας τρίτων, δεν αναφέρεται, εις χείρας ποίων (ονομαστικά αναφερομένων) τραπεζικών ιδρυμάτων και σε βάρος ποίων τραπεζικών λογαριασμών, τους οποίους αυτή (ανακόπτουσα) διατηρεί στα εν λόγω τραπεζικά ιδρύματα, επεβλήθη αναγκαστική κατάσχεση. Κατόπιν των ανωτέρω, καθό μέρος με την ένδικη ανακοπή ζητείται η ακύρωση της «επιβληθείσας κατάσχεσης εις χείρας τρίτων» αυτή (ένδικη ανακοπή) τυγχάνει απαράδεκτη λόγω αοριστίας και πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω, η ένδικη ανακοπή, καθό μέρος κρίθηκε παραδεκτή, τυγχάνει και εμπρόθεσμη κατά τις διατάξεις 73 παρ.2 σε συνδυασμό με τις διατάξεις 75 του ΚΕΔΕ, ενόψει του ότι, οι διάδικοι δεν επικαλούνται ότι δυνάμει της επισπευδόμενης εκτέλεσης, έως της εγέρσεως της ένδικης ανακοπής έλαβε χώρα κατάσχεση περιουσίας της ανακόπτουσας, στα πλαίσια της ένδικης εκτελεστικής διαδικασίας και παρήλθε προθεσμία δέκα ημερών και σε κάθε περίπτωση τριών μηνών από την επίσπευση πλειστηριασμού σε βάρος της περιουσίας της ανακόπτουσας, κατά τις διατάξεις του άρθρου 75 παρ.2 του ΚΕΔΕ, ενόψει του ότι, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη, η ανακοπή της παρ. 2 του άρθρου 73 του ΚΕΔΕ τυγχάνει απρόθεσμη, καθώς δεν τάσσεται από το νόμο προθεσμία για την άσκησή της ενόσω διαρκεί η εκτέλεση (με εξαίρεση τις περιπτώσεις που η προθεσμία οριοθετείται σε συνδυασμό με το άρθρο 75 § 2 ΚΕΔΕ και λήγει με την πάροδο δέκα ημερών από την επόμενη ημέρα του πλειστηριασμού και της κατακύρωσης για τον οφειλέτη και τους ενυπόθηκους δανειστές) έστω κι αν στα πλαίσια της εν λόγω εκτέλεσης έλαβε χώρα κατάσχεση εις χείρας τρίτων. Τέλος, η ένδικη ανακοπή, τυγχάνει νόμιμη, ως θεμελιούμενη στις διατάξεις των άρθρων 73 παρ.2 και 75 παρ.1 του ΚΕΔΕ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την τυπική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.

[V]    Από την περιεχομένη στη με αριθμό ……/2016 ληφθείσα ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, ένορκη βεβαίωση της ενόρκως βεβαιώσασας Ελένης Παπαπέτρου, η οποία εξετάσθηκε με επιμέλεια της ανακόπτουσας, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της καθής η ανακοπή ανώνυμης εταιρείας (σχετικά με αριθμό …. από 15.11.2016 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς ……………..) και των εγγράφων που η ανακόπτουσα και η καθής η ανακοπή ανώνυμη εταιρεία προσεκόμισαν, πλην των εγγράφων που προσεκόμισε μετ΄ επικλήσεως το Ελληνικό Δημόσιο ενόψει του ότι η ένδικη ανακοπή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη καθό μέρος ηγέρθη σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου με αποτέλεσμα να μην δύνανται να ληφθούν υπόψη τα με της προτάσεις του επικαλούμενα και προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα και να μην έχουν καταστεί εκ του λόγου τούτου, τα τελευταία, κοινά αποδεικτικά μέσα (άρθρο 346 ΚΠολΔ) [ΑΠ 572/2022], απεδείχθησαν κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, τα ακόλουθα: Δυνάμει της με αριθμό …../11.2.1992 πράξης ΕΕ/…. παραχωρήθηκε στην ανακόπτουσα εταιρεία, έναντι ανταλλάγματος, για χρονικό διάστημα από 1.4.1992 έως 31.3.1997 παραλιακός χώρος της Χερσαίας Λιμενικής Ζώνης στη θέση Πούντα Σαλαμίνας. Αφού εγκρίθηκε από την καθής η ανακοπή εταιρεία η εκτέλεση λιμενικών έργων η, αντί ανταλλάγματος, παραχώρηση των ανωτέρω χώρων στην ανακόπτουσα εταιρεία, παρατάθηκε έως την 31.12.2010. Ο παραχωρηθείς υπό της ανακόπτουσας χώρος χρήσης περιελάμβανε τον αποκαλούμενο από αμφότερους τους διαδίκους «παλαιό χώρο» ο οποίος αφορούσε χερσαίο χώρο επιφάνειας 9.300 τ.μ. και μέτωπο θαλάσσης 200 τρ.μ. και τον αποκαλούμενο από τους διαδίκους «νέο χώρο» ο οποίος αφορούσε χερσαίο χώρο επιφάνειας 4.932 τ.μ. και μέτωπο θαλάσσης 748,30 τρ.μ.. Περαιτέρω, από το έτος 1993, δυνάμει συμβάσεως παραχώρησης που καταρτίσθηκε μεταξύ της καθής η ανακοπή εταιρείας και της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη εταιρείας με την επωνυμία «…………..», παραχωρήθηκε στην τελευταία [«……………..»]  από την καθής η ανακοπή εταιρεία χερσαίος χώρος επιφάνειας 1.975 τ.μ. και μέτωπο θαλάσσης 97 τρ.μ.. Λόγω του γεγονότος ότι οι ανωτέρω εταιρείες δεν ήταν συνεπείς στην καταβολή του συμφωνημένου ανταλλάγματος, γεγονός το οποίο είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία οφειλών αυτών των εταιρειών έναντι της καθής η ανακοπή εταιρείας, με τη με αριθμό 328/19.12.2007 απόφαση του ΔΣ της καθής η ανακοπή εταιρείας, αυτή (καθής η ανακοπή εταιρεία) αποδέχθηκε κοινό αίτημα της ανακόπτουσας εταιρείας καθώς και της εταιρείας με την επωνυμία «……………», περί διακανονισμού των οφειλών τους, με μείωση αυτών στο συνολικό ποσό των ευρώ 531.000, υπό τον όρο καταβολής εντός δέκα πέντε ημερών από τη γνωστοποίηση της εν λόγω αποφάσεως, του ποσού των 200.000 ευρώ. Με την ίδια απόφαση εξουσιοδοτήθηκε ο Διευθύνων Σύμβουλος της καθής η ανακοπή εταιρείας για τον καθορισμό της τμηματικής εξόφλησης του υπολοίπου ποσού των ευρώ 331.000. Παράλληλα, με την ίδια απόφαση του ΔΣ της καθής η ανακοπή, αποφασίσθηκε η αντί ανταλλάγματος παραχώρηση της χρήσης των ανωτέρω χώρων στην ανακόπτουσα από 1.1.2008 έως 31.12.2009. Σε εκτέλεση του ανωτέρω διακανονισμού οφειλής, πράγματι οι ανωτέρω εταιρείας [ανακόπτουσα και εταιρεία «…………..»] προέβαιναν στην καταβολή των εν λόγω δόσεων διακανονισμού, πλην όμως κατέστησαν υπερήμερες περί την καταβολή της δεκάτης έκτης δόσεως διακανονισμού [σχετικά από 20.9.2016 με αριθμό πρωτ. ….. έγγραφο του Τμήματος Επισφαλών απαιτήσεων της καθής η ανακοπή εταιρείας το οποίο προσκομίζεται ως σχετικό 1 από αυτήν στο οποίο αναφέρεται ότι το υπόλοιπο, εκ ποσού ευρώ 331.000 προκύψαντος εκ του ανωτέρω διακανονισμού χρέος, θα καταβάλλονταν σε είκοσι πέντε ισόποσες μηνιαίες δόσεις και ότι δεν κατεβλήθησαν οι εννέα τελευταίες εξ αυτών]. Κατόπιν της από 12.3.2010 αιτήσεως των ανωτέρω εταιρειών [ανακόπτουσας και εταιρείας με την επωνυμία «…………..»], οπότε το σύνολο της οφειλής των παλαιών χρεών ανήρχετο [σχετικά προσκομιζόμενο από 22.4.2010 με αριθ πρωτ.  …… έγγραφο της καθής η ανακοπή εταιρείας, το οποίο προσκομίζεται ως σχετικό 14 από την ανακόπτουσα] συμφωνήθηκε η ρύθμιση εκ νέου των ανωτέρω οφειλών με τη μορφή της συνέχισης καταβολής των εννέα υπολοίπων δόσεων του πρώτου ανωτέρω από έτους 2007 διακανονισμού, καθώς επίσης ενόψει του ότι οι ανωτέρω εταιρείας δεν είχαν καταβάλει και το αντάλλαγμα για τη χρήση των ανωτέρω χώρων κατά το έτος 2009, κατόπιν αιτήσεων των ανωτέρω εταιρειών ρυθμίσθηκε και ο τρόπος αποπληρωμής των εν λόγω χρεώσεων έτους 2009 σε οκτώ μηνιαίες δόσεις. Ακολούθως, απεδείχθη ότι, ενόψει του ότι οι ανωτέρω εταιρείες συνέχιζαν να ποιούνται χρήση των ανωτέρω παραχωρηθέντων χώρων, η καθής η ανακοπή, συνέχισε να χρεώνει αυτές με το συμφωνημένο αντάλλαγμα, μετά δε την 1.1.2011, η καθής η ανακοπή συνέχισε να εκδίδει τιμολόγια αυθαίρετης χρήσης από τις ανωτέρω εταιρείες. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά τους ισχυρισμούς της καθής η ανακοπή εταιρείας [α] αμφότερες οι ανωτέρω εταιρείες [ανακόπτουσα και εταιρεία «……»] είχαν αναλάβει, ενεχόμενες εις ολόκληρον, την καταβολή των δόσεων του διακανονισμού, [β] η ήδη ανακόπτουσα είχε αναλάβει την καταβολή και των χρεών της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη εταιρείας με την επωνυμία «……………..» (σχετικά σελ. 3 του προσκομιζόμενου ως σχετικό 1 εγγράφου του τμήματος επισφαλών απαιτήσεων της καθής η ανακοπή εταιρείας όπου αναφέρεται ότι με την υπ’ αριθμ. 231/18.9.2008 απόφαση του ΔΣ αυτής, αποφασίσθηκε η υπό της ανακόπτουσας σωρευτική αναδοχή χρέους των χρεών της ανωτέρω εταιρείας «……….») και [γ] οι εν λόγω δύο εταιρείες [ανακόπτουσα και εταιρεία με την επωνυμία «………..»] «συνενώθηκαν» (σχετικά σελίδα 2 προσκομιζόμενο ως σχετ. 2 από την καθής η ανακοπή] υπό την επωνυμία «……….». Απεδείχθη επίσης ότι, με τη με αριθμό ….. από 24.11.2010 παραγγελία αναγκαστικής κατάσχεσης της ήδη καθής η ανακοπή εταιρείας επιτάχθηκε δικαστικός επιμελητής να επιβάλλει αναγκαστική κατάσχεση σε βάρος της περιουσίας αμφοτέρων των ανωτέρω εταιρειών [ανακόπτουσας και εταιρείας με την επωνυμία «. . ….»] για χρέη αυτών ύψους, κατά την εν λόγω παραγγελία, εκ ποσού ευρώ 354.543,98, πλέον τόκων και λοιπών προσαυξήσεων, στην οποία (παραγγελία) επισυνάπτονται τρεις πίνακες οφειλών πελατών, στους οποίους (πίνακες) εμφανίζεται η ήδη ανακόπτουσα εταιρεία να οφείλει για τα αναφερόμενα στον σχετικό πίνακα τιμολόγια, αφορώντα χρονικό διάστημα από 14.7.1998 έως 10.12.2007, το συνολικό ποσό των ευρώ 224.789,43, η ανωτέρω μη διάδικος εταιρεία με την επωνυμία «. . …..» για τα αναφερόμενα στον σχετικό πίνακα τιμολόγια, αφορώντα το χρονικό διάστημα από 28.1.2004 έως 10.12.2007, το συνολικό ποσό των ευρώ 23.672,46 και οφειλή πελάτη με την επωνυμία . . ….. με αναφορά εντός παρενθέσεως της επωνυμίας της ανακόπτουσας εταιρείας και της εταιρείας με την επωνυμία «…………», για τα αναφερόμενα στον εν λόγω πίνακα τιμολόγια, αφορώντα το χρονικό διάστημα από 19.6.2009 έως 20.10.2010, το συνολικό ποσό των ευρώ 106.082,09. Πράγματι, κατόπιν της ανωτέρω παραγγελίας, επεβλήθη σε βάρος της ήδη ανακόπτουσας, με τη με αριθμό 263 από 29.11.2010 έκθεση της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιώς ………., κατάσχεση επί πέντε ακινήτων της ήδη ανακόπτουσας εταιρείας. Όπως η καθής η ανακοπή αναφέρει ασκήθηκε ανακοπή εκ μέρους της ήδη ανακόπτουσας κατά του ανωτέρω προγράμματος πλειστηριασμού, αντίγραφο της οποίας δεν προσκομίζεται, η οποία απορρίφθηκε με δικαστική απόφαση η οποία ομοίως δεν προσκομίζεται. Εν τούτοις, όπως η ίδια η καθής η ανακοπή αναφέρει στο προσκομιζόμενο ως σχετικό 1 υπ’ αυτής έγγραφο του Τμήματος Επισφαλών Απαιτήσεων της ιδίας, κατόπιν αιτήσεως της ανακόπτουσας αναβλήθηκε ο ανωτέρω πλειστηριασμό, καθόσον η ανακόπτουσα της κατέβαλε το ποσό των ευρώ 25.000. Η ίδια (καθής η ανακοπή) στο ίδιο έγγραφό της αναφέρει ότι τότε η οφειλή της ανακόπτουσας ανέρχονταν σε ευρώ 359.042,04 πλέον τόκων και το, πέραν του ποσού των ευρώ 25.000 που η ανακόπτουσα της κατέβαλε, υπόλοιπο του ανωτέρω χρέους της ποσό, θα εξοφλείτο σε μηνιαίες δόσεις οι οποίες θα συμφωνούντο. Όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο, από την ανακόπτουσα ως σχετικό 13 και προερχόμενο από αυτήν (ανακόπτουσα εταιρεία), με αριθμό πρωτ. ….. από 4.4.2016 έγγραφο, στην επικεφαλίδα του οποίου αναφέρεται η επωνυμία «…………», με θέμα «Ρύθμιση οφειλής των εταιριών ……………….», η ανακόπτουσα υπέβαλε πρόταση ρύθμισης των χρεών της και δη εζήτησε [α] επαναφορά της με αριθμό …../19.12.2007 ρύθμισης, χωρίς υπολογισμό των ανταλλαγμάτων αυθαίρετης χρήσης εκ ποσού ευρώ 132.000 περίπου, όπως αναφέρει στο εν λόγω έγγραφο, καθώς επίσης χωρίς υπολογισμό τόκων, και περαιτέρω το ανερχόμενο στο ποσό των 108.000 ευρώ περίπου ποσό οφειλής από τον εν λόγω διακανονισμό να αποπληρώσει σε τριάντα έξι δόσεις ύψους 3.000 ευρώ εκάστης, [β] ρύθμιση των τρεχόντων δικαιωμάτων χρήσεως ανερχόμενα κατά την εν λόγω επιστολή σε ευρώ 225.000 σε τριάντα έξι μηνιαίες δόσεις των ευρώ 6.000 εκάστη και τακτική καταβολή των τρεχουσών υποχρεώσεων. Εν τούτοις, δεν προέκυψε ότι πράγματι έλαβε χώρα ρύθμιση της εν λόγω οφειλής. Ακολούθως, απεδείχθη ότι, κατόπιν της ματαιώσεως του ανωτέρω πλειστηριασμού, η καθής η ανακοπή συνέχισε να προβαίνει σε χρεώσεις κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2011 έως και 13.2.2014 ως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις της ανακόπτουσας εταιρείας, για αυθαίρετη χρήση των αναφερομένων στα εν λόγω τιμολόγια χώρων. Η καθής η ανακοπή ισχυρίζεται ότι τα εν λόγω τιμολόγια γνωστοποιούσε στην ανακόπτουσα. Ειδικώς όσον αφορά στα τιμολόγια αυθαίρετης χρήσης χρονικού διαστήματος από 1.1.2013 έως 13.2.2014, τα οποία εξέδωσε σε βάρος της ανακόπτουσας εταιρείας η καθής η ένδικη ανακοπή εταιρεία, η τελευταία επέδωσε στην ανακόπτουσα την 21.3.2014, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη υπ’ αυτής με αριθμό …… από 21.3.2014 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας …………, Με την ίδια έκθεση επίδοσης επεδόθη στην ήδη ανακόπτουσα το με αριθμό πρωτ. ….. από 25.2.2014 έγγραφο της ήδη καθής η ένδικη ανακοπή εταιρείας, με της οποία η τελευταία γνωστοποίησε στην ανακόπτουσα εταιρεία αφενός μεν την απόφαση του ΔΣ αυτής (καθής η ανακοπή εταιρείας) για την έκδοση των συγκοινοποιούμενων τιμολογίων αυθαίρετης χρήσης καθώς επίσης τη λήψη απόφαση διοικητικής αποβολής της ανακόπτουσας από τους παραχωρηθέντες χώρους λόγω ανεξόφλητων ληξιπρόθεσμων χρεών, αφ’ ετέρου δε αυτή (καθής η ανακοπή εταιρεία) καλούσε την ανακόπτουσα όπως της αποδώσει τον χώρο, όπως αυτός περιγράφονταν στην εν λόγω πράξη, εντός δέκα ημερών από τη γνωστοποίηση σε αυτήν του εν λόγω εγγράφου. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, το εν λόγω έγγραφο απευθύνονταν στην εταιρεία με την επωνυμία ……….., πλην όμως τα τιμολόγια αυθαίρετης χρήσης τα οποία κοινοποιήθηκαν στην ανακόπτουσα, εξεδόθησαν αναφέροντας ως οφειλέτρια την επωνυμία της ήδη ανακόπτουσας εταιρείας. Επί του εγγράφου αυτού, απήντησε δια του προσκομιζομένου με αριθμό πρωτ. …… από 31.3.2014 έγγραφου, φέρον στην επικεφαλίδα αυτού «……………..» ο ……….. υπογράφων ως Γενικός Διευθυντής. Στο εν λόγω έγγραφο [α] γίνεται αναφορά στην κοινοποίηση των ανωτέρω τιμολογίων αυθαίρετης χρήσης αφού ο υπογράφων το εν λόγω έγγραφο, αμφισβήτησε αυτά (τιμολόγια) με την επιφύλαξη να επανέλθει με ολοκληρωμένη πρόταση επί των εκκρεμοτήτων, [β] διαμαρτυρήθηκε για την έκδοση τιμολογίων αυθαίρετης χρήσης, αναφέροντας ότι πράγματι καθυστέρησε στην καταβολή των πραγματικώς οφειλομένων μισθωμάτων, πλην όμως τούτο δεν αποτελούσε αυθαίρετη χρήση ώστε να επιβάλλεται ποσό διπλάσιο του ετησίου ανταλλάγματος, αναφέροντας παράλληλα ότι το ύψος του καταλογισθέντος ποσού για αυθαίρετη χρήση παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητος και [γ] αναφέρθηκε σε συνάντηση εκπροσώπων της εν λόγω εταιρείας, με υπηρεσίες της καθής η ανακοπή εταιρείας, την 28.3.2014, οπότε διεπιστώθη λογιστική διαφορά ύψους 380.000 για την περίοδο έως μηνός Δεκεμβρίου 2007, με αποτέλεσμα, κατά το εν λόγω σχετικό, να επιβάλλεται η πλήρης εκκαθάριση του λογαριασμού και της καρτέλας της ανακόπτουσας εταιρείας. Με το ίδιο έγγραφο ο υπογράφων αυτό, αναγνώρισε «τη βάση των υποχρεώσεών» της ανακόπτουσας εταιρείας προς την καθής η ανακοπή εταιρεία, γνωστοποιώντας της ότι θα υποβάλει συνολική πρόταση ρύθμισης και εκ του λόγου τούτου εζήτησε την αναστολή λήψεως τυχόν δυσμενών μέτρων σε βάρος της. Η ανακόπτουσα προσκομίζει την από 1.9.2014 έκθεση του Ορκωτού Ελεγκτή ………., υπό μορφή επιστολής προς την καθής η ανακοπή εταιρεία, την οποία δεν διευκρινίζει εάν πράγματι απέστειλε αυτή στην καθής η ανακοπή, δεδομένου ότι δεν αναφέρει στις έγγραφες προτάσεις της ότι αυτή είναι η έκθεση Ορκωτού Λογιστή που απέστειλε στην καθής η ανακοπή, όπως αναφέρει στην ένδικη ανακοπή της (σελ. 10), στην οποία, ο εν λόγω Ορκωτός Ελεγκτής αναφέρει ότι, από τη μελέτη των εγγραφών των βιβλίων της ανακόπτουσας εταιρείας και της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη εταιρείας με την επωνυμία «……….», σε αντιπαραβολή με τα υπόλοιπα των βιβλίων της καθής η ένδικη ανακοπή εταιρείας, την 1.9.2014, προέκυπτε διαφορά στο κεφάλαιο  οφειλής εκ ποσού ευρώ 143.081,90 εκ του οποίου ποσό ευρώ 118.619,86 αφορούσε υπόλοιπο οφειλής για παλαιά χρέη για τα οποία υπήρχε διακανονισμός και στο οποίο ανήρχετο το υπόλοιπο οφειλής λόγω μη τήρησης της συμφωνίας διακανονισμού και ποσό ευρώ 24.462,04 από καταβολή της ανακόπτουσας προς την καθής η ανακοπή εταιρεία, το οποίο η τελευταία δεν είχε συνυπολογίσει. Επιπλέον, όσον αφορά τους κατ’ εκείνο το χρόνο καθυστερούμενους τόκους εκ ποσού ευρώ [231.200,14 + 19.292,04=] 250.492,18, στο εν λόγω σχετικό έγγραφο αναφέρονταν ότι, η καθής η ανακοπή δεν είχε «προσκομίσει» ανάλυση υπολογισμού δια παραθέσεως επιτοκίου και χρόνου. Όσον δε αφορά στις χρεώσεις των ετών 2011 έως και μηνός Φεβρουαρίου 2014, αναφέρεται ότι, αυτές ήταν διπλάσιες από τις υποχρεώσεις του έτους 2010. Υπό αυτά τα δεδομένα, ο Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της καθής η ανακοπή εταιρείας, ως προκύπτει από το προσκομιζόμενο ως σχετικό 70 έγγραφο, την 21.1.2016  αποφάσισε την αποστολή προς την Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά, για βεβαίωση και είσπραξη ληξιπρόθεσμης απαίτησης της καθής η ένδικη ανακοπή ανώνυμης εταιρείας σε βάρος της ανακόπτουσας εταιρείας, ύψους ποσού ευρώ 1.237.861,70, από δικαιώματα αυτής (καθής η ένδικη ανακοπή ανώνυμης εταιρείας) για την κανονική και αυθαίρετη εκμίσθωση υπαίθριων χώρων κατά την χρονική περίοδο από το έτος 1998 έως και τον μήνα Φεβρουάριου του έτους 2014. Επίσης, από το προσκομιζόμενο ως σχετικό 71 από την καθής η ένδικη ανακοπή ανώνυμη εταιρεία με αριθμό πρωτ. ……/22-1-2016 έγγραφο με θέμα «Αποστολή δικαιολογητικών ληξιπρόθεσμων χρεών σε βάρος της οφειλέτιδας εταιρείας της ……….. «……………» προκύπτει ότι η καθής η ανακοπή εταιρεία, πράγματι διεβίβασε προς την Δ.Ο.Υ Φ.Α.Ε. Πειραιά τα σε αυτήν αναφερόμενα αλλά μη προσκομιζόμενα στην παρούσα δίκη έγγραφα, προκειμένου να επιμεληθεί η ανωτέρω Υπηρεσία του Ελληνικού Δημοσίου, κατά τις προβλέψεις της με αριθμό 1014959/1175/4.2.1997 Απόφασης του Υπουργού Οικονομικών, για την είσπραξη για λογαριασμό της καθής η ένδικη ανακοπή εταιρείας ληξιπρόθεσμων χρεών της ανακόπτουσας εταιρείας προς αυτήν (καθής η ένδικη ανακοπή) προερχόμενα από δικαιώματα αυτής για την κανονική και αυθαίρετη εκμίσθωση υπαίθριων χώρων «κλπ», κατά τη χρονική περίοδο από το έτος 1998 έως και τον μήνα Φεβρουάριο του έτους 2014. Ειδικότερα, κατά το ακριβές περιεχόμενο του εν λόγω σχετικού « … Σύμφωνα με τα παραπάνω σας διαβιβάζουμε: α) Περιληπτικό χρηματικό κατάλογο, εις διπλούν, με συνημμένη την αντίστοιχη σε αυτόν τριπλότυπη περιληπτική κατάσταση βεβαίωσης οφειλών, που αναφέρονται σε ληξιπρόθεσμα χρέη συνολικού ύψους € 1.237.861,10, σε βάρος της εταιρείας «………» (ΑΦΜ ……../ Δ.Ο.Υ Φ.Α.Ε ΠΕΙΡΑΙΑ) από δικαιώματα της Ο.Λ.Π Α.Ε, για την κανονική και αυθαίρετη εκμίσθωση υπαίθριων χώρων, κλπ., κατά τη χρονική περίοδο από το έτος 1998 έως και τον Φεβρουάριο του 2014. Επισημαίνεται ότι, η …………. έχει προχωρήσει πολλές φορές στην λήψη αναγκαστικών μέτρων κατά της ως άνω οφειλέτιδας, όπως πχ. σε κατάσχεση ακίνητης περιουσίας και σε έκδοση Προγραμμάτων Πλειστηριασμού, (το τελευταίο Πρόγραμμα Πλειστηριασμού εκδόθηκε το έτος 2011), με αποτέλεσμα να έχει διακοπεί επανειλημμένα η πενταετής προθεσμία παραγραφής των σχετικών αξιώσεων του ……. και οι ως άνω οφειλές να παραμένουν απαιτητές και διεκδικήσιμες. β) Την υπ’αρ. 2572/21-01-2016 Απόφαση του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου Ο.Λ.Π Α.Ε. γ) Την υπ’ αριθμ. 1014959/1175/4-2-97 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ 112 Β7 26-2-1997) και το αριθμ. ……./12-3-1997 Σήμα του YEN και παρακαλούμε, στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων σας, να μεριμνήσετε για τη βεβαίωση και είσπραξη της συνολικής οφειλής της προαναφερομένης οφειλέτιδας. Τα τυχόν εισπραχθέντα χρηματικά ποσά να κατατεθούν στην Εθνική Τράπεζα, στο Λογαριασμό ……… και ΙΒΑΝ GR ………. και να μας ενημερώσετε σχετικά με την εξέλιξη της πορείας της παραπάνω υπόθεσης.». Τα επισυναπτόμενα στο εν λόγω έγγραφο διαβιβαστικό αναφερόμενα έγγραφα, που απετέλεσαν εν τέλει το νόμιμο τίτλο, δυνάμει του οποίου εξεδόθη η προσβαλλόμενη με την ένδικη ανακοπή πράξη βεβαίωσης εν στενή εννοία της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά, κανείς των διαδίκων δεν προσκομίζει. Ακολούθως, η Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά, όπως αναφέρει η ανακόπτουσα και δεν αμφισβητείται ειδικώς υπό της καθής η ανακοπή,  προέβη στην από 3.2.2016 ταμειακή βεβαίωση οφειλής, με την οποία βεβαιώθηκε σε βάρος της ανακόπτουσας εταιρείας το χρηματικό ποσό του ενός εκατομμυρίου διακοσίων τριάντα επτά χιλιάδων οκτακοσίων εξήντα ενός ευρώ και δέκα λεπτών [1.237.861,10 ευρώ]. Ο νόμιμος τίτλος τα επισπευδόμενης εκτέλεσης, ήτοι ο χρηματικός κατάλογος, τον οποίο η καθής η ένδικη ανακοπή απέστειλε στην ανωτέρω Δημόσια Υπηρεσία μετά των λοιπών ως άνω αναφερομένων εγγράφων, καθώς επίσης και η πράξη ταμειακής βεβαίωσης της ένδικης οφειλής, δεν επεδόθησαν στην ανακόπτουσα εταιρεία,  όπως επίσης δεν επεδόθη σε αυτήν ούτε ατομική ειδοποίηση, ως η ίδια η ανακόπτουσα αναφέρει στην ένδικη ανακοπή της και δεν αμφισβητείται ειδικώς υπό της καθής η ανακοπή εταιρείας. Όπως αναφέρει η ανακόπτουσα και δεν αμφισβητείται ειδικώς υπό της καθής η ανακοπή, αφού κανένα έγγραφο δεν προσκομίζεται, επακολούθησε αναγκαστική κατάσχεση εις χείρας τρίτου και δη εις χείρας μη κατονομαζόμενης στην ένδικη ανακοπή τραπεζικής εταιρείας, στην οποία η ανακόπτουσα διατηρεί τραπεζικό λογαριασμό, χωρίς να προκύπτουν τα ειδικότερα προσδιοριστικά στοιχεία της εν λόγω αναγκαστικής κατάσχεσης. Όπως η ανακόπτουσα ανέφερε με την ένδικη ανακοπή της και ομοίως δεν αμφισβητείται υπό της καθής η ανακοπή, η ίδια (ανακόπτουσα) με αίτησή της αναζήτησε αντίγραφο «Συγκεντρωτικής Εικόνας Ατομικών Ανοικτών Οφειλών» από τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, στην οποία αναφέρονταν χρέος αυτής ποσού ευρώ ενός εκατομμυρίου διακοσίων τριάντα επτά χιλιάδων οκτακοσίων εξήντα ενός ευρώ και δέκα λεπτών [1.237.861,10 ευρώ] με αναγραφόμενη αιτία αυτού στην εν λόγω κατάσταση τη φράση «ΥΠΕΡ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΤΡΙΤΩΝ – ………… 2016, 3.2.2016, 1.237.861,10 ευρώ». Η ανακόπτουσα εταιρεία, στην ένδικη ανακοπή της αναφέρει ότι, η αιτία της ανωτέρω απαίτησης της καθής η ανακοπή της ήταν άγνωστη, αλλά η ίδια πιθανολογεί ότι, προέρχεται από συναφθείσα με αυτήν σύμβαση παραχώρησης χρήσης σε χώρο της θαλάσσιας ζώνης λιμένα στα Αμπελάκια Σαλαμίνας, στα όρια επιρροής της ……… και του εντεύθεν ανταλλάγματος (μισθώματος) κλπ,  καθόσον αναφέρει στη σελίδα 2 της ένδικης ανακοπής της κατ΄ακριβή διατύπωση «… για την οποία ούτε οι τράπεζες, ούτε η ΔΟΥ ΦΑΕΕ Πειραιά, ούτε η ….. μας παρέχουν οποιοδήποτε στοιχείο. Εξ’ όσων πάντως αντιλαμβανόμεθα η ως άνω φερόμενη οφειλή μας προς την ……… σε βάρος της εταιρείας μας, προέρχεται από συναφθείσα με αυτήν σύμβαση παραχώρησης χρήσης σε χώρο της θαλάσσιας ζώνης λιμένα στα Αμπελάκια Σαλαμίνας, στα όρια επιρροής της ……. και του εντεύθεν ανταλλάγματος (μισθώματος) κλπ….». Ακολούθως, στα πλαίσια του πρώτου λόγου ανακοπής, ισχυρίζεται ότι, αυτή (ανακόπτουσα), δραστηριοποιούμενη, σύμφωνα με το καταστατικό της, στον τομέα της ίδρυσης και εκμετάλλευσης ναυπηγείων, ναυπήγησης και επισκευής, ανακατασκευής και συντήρησης ως και διάλυσης παντός είδους πλοίων, σκαφών και πλωτών ναυπηγημάτων εν γένει, ίδρυσης και εκμετάλλευσης ναυπηγείων και σιδηρών πάσης φύσεως κατασκευών, μηχανημάτων και εγκαταστάσεων, μηχανών θαλάσσης, ατμοστρόβιλων και ηλεκτρογεννητριών και ανταλλακτικών, αγοράς και πώληση πλοίων, σκαφών και πλωτών εν γένει ναυπηγημάτων, φύλαξης και συντήρησης πλοίων και πλωτών ναυπηγημάτων, από δεκαετιών είχε συνάψει με την καθής η ένδικη ανακοπή εταιρεία, συμβάσεις παραχώρησης – μίσθωσης, αντί ανταλλάγματος καθοριζόμενου συμβατικά,  μέρους της χερσαίας και θαλάσσιας ζώνης, εντός της Χερσαίας Λιμενικής Ζώνης ………… στη θέση Πούντα Σαλαμίνας και δη επιφάνειας 9.300 μ2 και μετώπου θαλάσσης 200 τρ. μ. και επιφάνεια 4.935 μ2 και μετώπου θαλάσσης 748,3 τρ. μ.. Λόγω της οικονομικής δυσχέρειας εν τούτοις που αντιμετώπισε, συνεπεία της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του έτους 2008, καθυστερούσε εν μέρει ή εν όλω την καταβολή των μισθωμάτων στην καθής η ένδικη ανακοπή εταιρεία. Ότι η καθής η ανακοπή εταιρεία προέβη σε διπλασιασμό του ετήσιου ανταλλάγματος για τις εκτάσεις που της είχε παραχωρήσει, χωρίς προηγούμενη ακρόασή της, χωρίς δε προηγούμενη εκκαθάριση της οφειλής της, χωρίς δικαστική απόφαση η οποία να επιβεβαιώνει την αξίωσής της για μισθώματα και λοιπά ανταλλάγματα χρήσης, η ίδια (καθής η ένδικη ανακοπή εταιρεία), έλαβε τη με αριθμό 33/13.2.2014 απόφαση μέσω του ΔΣ αυτής την οποία της κοινοποίησε σε απροσδιόριστο κατά την ανακοπή χρόνο, με την οποία, κατά την ακριβή διατύπωση της ανακοπής «… είχε αποφασισθεί διπλασιασμός του ετησίου ανταλλάγματος και η πρόθεση διοικητικής αποβολής μας…» καθώς επίσης ότι της κοινοποίησε  τιμολόγια με την οποία την χρέωνε με υπερβολικές χρεώσεις, λόγω αυθαίρετης, δήθεν, χρήσης. Ότι η ίδια (ανακόπτουσα) της απέστειλε τη με αριθμό πρωτ. ……./31.3.2014 επιστολή της κατόπιν της οποίας η καθής η ανακοπή την κάλεσε προκειμένου να προβεί σε διακανονισμό οφειλής, όπως επίσης ότι η ίδια (ανακόπτουσα) της κοινοποίησε έκθεση Ορκωτού Λογιστή με την οποία «κατερρίφθησαν» οι καταλογισμοί και οι χρεώσεις της καθής σε βάρος της. Ισχυρίσθηκε ακολούθως ότι η καθής η ανακοπή αδράνησε σχετικά με την εκκαθάριση του χρέους της, δημιουργώντας της την εντύπωση ότι είχε επιφυλαχθεί (η καθής η ανακοπή) για την οριστικοποίηση της οφειλής της (ανακόπτουσας) και είχε αναστείλει κάθε μέτρο σε βάρος της (ανακόπτουσας). Ούτως εχόντων των πραγμάτων, η καθής η ανακοπή εταιρεία αιφνιδίως, απέστειλε προς τη Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά, προκειμένου να βεβαιωθούν ταμειακά ανεκκαθάριστες, αχρεώστητες, καταχρηστικές και ανύπαρκτες απαιτήσεις της  σε βάρος της (ανακόπτουσας), ανερχόμενες στο ανωτέρω ποσό των ευρώ 1.237.861,10 και να επιβληθεί κατάσχεση στον τραπεζικό της λογαριασμό, χωρίς ουδέποτε να της κοινοποιηθούν σχετικές πράξεις. Με το ιστορικό αυτό, η ανακόπτουσα με τον πρώτο λόγο ανακοπής της ισχυρίσθηκε ότι δεν υπάρχει νόμιμος και ισχυρισμός τίτλος, καθώς επίσης και εκκαθαρισμένη ή αποδεκτή από αυτήν και συμφωνημένη οφειλή της, Σε συνέχεια δε του ιδίου (πρώτου λόγου ανακοπής κατά το πρώτο του σκέλος), με τον δεύτερο λόγο της ένδικης ανακοπής της, ισχυρίσθηκε ότι, η καθής η ένδικη ανακοπή εταιρεία, ουδέποτε πριν ή μετά την ταμειακή βεβαίωση του ανωτέρω ποσού των ευρώ 1.237.861,10 και την επιβληθείσα ηλεκτρονική κατάσχεση των λογαριασμών της, της κοινοποίησε οποιοδήποτε έγγραφο με τον τελικό καταλογισμό του ως άνω ποσού, ούτε την ανάλυση του, ούτε την προέλευση κάθε χρέωσης αναλυτικά, ώστε να ελεγχθούν αυτά, η ορθότητα, το ύψος και τελικώς η νομιμότητα του βεβαιωθέντος ποσού. Εκ του λόγου τούτου, η ταμειακή βεβαίωση είναι εντελώς αυθαίρετη και αόριστη, η άμυνα αυτής δε σε συγκεκριμένες χρεώσεις αλλά και στο συνολικό ποσό είναι αδύνατη, λόγω της αοριστίας του βεβαιωθέντος ποσού με συνέπεια την ουσιαστική και δικονομική της βλάβη.

Ο λόγος αυτός ανακοπής, καθό μέρος πλήττεται η προσβαλλόμενη ταμειακή βεβαίωση εκ του λόγου ότι ουδέποτε γνωστοποιήθηκαν στην ανακόπτουσα εταιρεία και μάλιστα από την καθής η ανακοπή εταιρεία, έγγραφα από τα οποία να προκύπτει αναλυτικά η χρέωση του εν λόγω ποσού, τυγχάνει μη νόμιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος, εφόσον κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, για την εγκυρότητα της επισπευδόμενης εκτέλεσης, αλλά και της έκδοσης της εν στενή εννοία ταμειακής βεβαιώσεως δεν απαιτείτο προηγούμενη κοινοποίηση εκ μέρους της καθής η ανακοπή ή της επιμελούμενης για την είσπραξη της εν λόγω απαίτησης Δημόσιας Υπηρεσίας, στην ανακόπτουσα εταιρεία, εγγράφων αποδεικτικών της απαίτησης της καθής η ανακοπή εταιρείας, όπως δεν απαιτείτο επίδοση του νομίμου τίτλου και των συνοδευτικών αυτήν εγγράφων, καθώς επίσης επίδοση της πράξης βεβαίωσης της εν λόγω οφειλής και μάλιστα επί ποινή ακυρότητας. Καθό μέρος εν τούτοις πλήττεται η προσβαλλόμενη εκτελεστή πράξη βεβαίωσης εν στενή εννοία της ένδικης οφειλής, ως αόριστη, προφανώς ως προς την περιγραφή της οφειλής της ανακόπτουσας προς την καθής η ανακοπή εταιρεία, για την οποία επισπεύδεται η ένδικη εκτέλεση, αφού σαφώς στα πλαίσια του δευτέρου λόγου ανακοπής η ανακόπτουσα αναφέρει ότι ουδέποτε πριν ή μετά την προσβαλλόμενη ταμειακή βεβαίωση της κοινοποίηθηκε οιοδήποτε έγγραφο με τον τελικό καταλογισμό του ποσού της οφειλής της, ανάλυσης αυτού με προσδιορισμό της προέλευσης εκάστης χρεώσεως αναλυτικά, επικαλούμενη παράλληλα, ότι υφίσταται βλάβη στην άμυνά της, ουσιαστική και δικονομική, ο λόγος αυτός, τυγχάνει νόμιμος κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας.

Εν τούτοις, η καθής η ένδικη ανακοπή, η οποία κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη, έχει το βάρος απόδειξης της νομιμότητας του τίτλου της,  νόμιμος τίτλος δε δεν υπάρχει, κατά το άρθρο 2 παρ. 2 εδάφ. α’ του ΚΕΔΕ και στην περίπτωση κατά την οποία δεν αναφέρεται στη “βεβαιωτική” πράξη κατά τρόπο σαφή και εύληπτο η αιτία της οφειλής, ώστε σε περίπτωση αμφισβήτησης να είναι δυνατός ο γενόμενος με την κατά το άρθρο 73 του ΚΕΔΕ ανακοπή δικαστικός έλεγχος [ΑΠ 488/2017 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου], δεν προσεκόμισε την προσβαλλόμενη ταμειακή βεβαίωση της ένδικης απαίτησής της, καθώς επίσης  δεν προσεκόμισε ούτε το νόμιμο τίτλο, δυνάμει του οποίου έλαβε χώρα η ταμειακή βεβαίωση της υπό κρίση οφειλής [χρηματικούς καταλόγους μετά των τυχόν συνοδευτικών αυτών δημοσίων ή ιδιωτικών εγγράφων, από τα οποία πιθανολογείται η επίδικη οφειλή της, ως προς την ύπαρξη και το ποσό αυτής, κατά την έννοια του άρθρου 347 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας]. Τα εν λόγω έγγραφα, δεν προσεκόμισε ούτε η ανακόπτουσα. Ειδικότερα, η καθής η ανακοπή εταιρεία, ως ειδικότερα αναλύεται ανωτέρω, προσεκόμισε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ως προς την απόδειξη της νομιμότητας της διαδικασίας εκτέλεσης [α] την απόφαση του Προέδρου του ΔΣ αυτής, ως σχετικό 70, με την οποία αποφασίσθηκε η αποστολή της οφειλής στην οικεία Δ.Ο.Υ προς βεβαίωσή της και είσπραξη αυτής, καθώς επίσης [β] το διαβιβαστικό αποστολής εγγράφων (σχετικά προσκομιζόμενο σχετικό 71), χωρίς αυτό να συνοδεύεται από τα αποσταλέντα εν τέλει, συνημμένα στο εν λόγω διαβιβαστικό, έγγραφα. Συγκεκριμένα, στο εν λόγω διαβιβαστικό γίνεται αναφορά ότι διαβιβάζεται περιληπτικός χρηματικός κατάλογος με τριπλότυπη κατάσταση βεβαίωσης οφειλών της ανακόπτουσας από δικαιώματα αυτής για την κανονική και αυθαίρετη εκμίσθωση υπαίθριων χώρων κλπ, κατά τη χρονική περίοδο από το έτος 1998 έως και τον Φεβρουάριο του 2014. Εν τούτοις, τόσο ο περιληπτικός χρηματικός κατάλογος, όσο και η τριπλότυπη κατάστασης βεβαίωσης οφειλών δεν προσκομίζεται. Παράλληλα, θα πρέπει να σημειωθεί ότι στο εν λόγω διαβιβαστικό, αναφέρεται ότι, η συνολική εκ ποσού ευρώ 1.237.861,10 οφειλή της ανακόπτουσας εταιρείας προς αυτήν (καθής η ανακοπή εταιρεία) για την οποία αυτή (καθής η ανακοπή εταιρεία) επεδίωξε την επίσπευση της ένδικης διοικητικής εκτέλεσης, αφορά πλείονας της μίας απαιτήσεις και δη απαιτήσεις προκύπτουσες από (α) την κανονική εκμίσθωση υπαίθριων χώρων, [β] την αυθαίρετη εκμίσθωση υπαίθριων χώρων και [γ] «κλπ.», δίχως έτερα προσδιοριστικά στοιχεία της λέξεως «κλπ», από την οποία όμως εξυπονοείτε ότι η ένδικη οφειλή αφορά και απαιτήσεις της καθής η ανακοπή σε βάρος της ανακόπτουσας για έτερες, μη προσδιοριζόμενες παντελώς αιτίες. Κατά συνέπεια, η έχουσα το βάρος απόδειξης της νομιμότητας του τίτλου της καθής η ένδικη ανακοπή εταιρεία, δεν απέδειξε ότι η προσβαλλόμενη πράξη βεβαίωσης εν στενή εννοία (εκτελεστός τίτλος της επισπευδόμενης εκτέλεσης) ή ο νόμιμος τίτλος, δυνάμει του οποίου επισπεύδεται η ένδικη εκτέλεση, περιγράφει με επάρκεια τος είδος των απαιτήσεων της οφειλής της ανακόπτουσας προς την καθής η ένδικη ανακοπή, αλλά και το ύψος εκάστης των επιμέρους απαιτήσεων και μάλιστα κατά κεφάλαιο και τόκους. Τις εν λόγω πράξεις, ήτοι την προσβαλλόμενη πράξη και τον νόμιμο τίτλο μετά των συνοδευτικών σε αυτό δημοσίων και ιδιωτικών εγγράφων δεν προσκομίζει ούτε η ανακόπτουσα, η οποία μάλιστα ισχυρίζεται ότι ουδέποτε έλαβε γνώση αυτών, γεγονός που δεν αμφισβητείται από την καθής η ένδικη ανακοπή. Επίσης, η ανακόπτουσα αμφισβητεί τις εν λόγω απαιτήσεις και ιδίως το ύψος αυτών. Περαιτέρω, ως αναλύεται στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, εάν ούτε στην ταμειακή βεβαίωση, ούτε στον νόμιμο τίτλο στον οποίο αυτή στηρίζεται, δεν προσδιορίζεται επαρκώς το χρέος, αυτή (ταμειακή βεβαίωση) τυγχάνει ακυρωτέα. Και ναι μεν όπως αναφέρεται στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας δεν απαιτείται κοινοποίηση της ταμειακής βεβαίωσης όπως επίσης δεν επιβάλλεται να συνοδεύεται αυτή από τα έγγραφα που συγκροτούν το νόμιμο τίτλο, πλην όμως προϋποτίθεται η ύπαρξη του νομίμου τίτλου και των συνοδευτικών σε αυτό εγγράφων προς απόδειξη της απαίτησης του, ώστε να είναι σε θέση ο οφειλέτης και εν προκειμένω η ανακόπτουσα να προβάλλει κατά τρόπο παραδεκτό τους ισχυρισμούς της κατά της οφειλής, ενόψει μάλιστα ότι τα επίδικα χρέη είναι περισσότερα του ενός, επιπλέον δε ο ουσιαστικός καθορισμός της ένδικης οφειλής δεν έγινε από το Ελληνικό Δημόσιο, η δράση του οποίου διέπεται από το τεκμήριο της νομιμότητας, αλλά από τρίτο πρόσωπο και δη την καθής η ανακοπή ιδιωτική εταιρεία, χωρίς μάλιστα να έχει προηγηθεί διαγνωστική δίκη μεταξύ των διαδίκων. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, η ανακόπτουσα, προ της ασκήσεως της ένδικης ανακοπής της, δεν έλαβε γνώση ούτε της ταμειακής βεβαίωσης ούτε του νομίμου τίτλου δυνάμει του οποίου επισπεύδεται η ένδικη διοικητική εκτέλεση, ως η ίδια αναφέρει στην ανακοπή της και δεν αμφισβητείται ειδικώς υπό της καθής η ανακοπή εταιρείας. Τοιουτοτρόπως, δεν έλαβε γνώση των επιμέρους προσδιοριστικών στοιχείων της ένδικης οφειλής της, για την οποία επισπεύδεται εκτέλεση, τόσο ως προς την αιτία της όσο και ως προς το ύψος της, το οποίο η ίδια (ανακόπτουσα) μάλιστα αμφισβητεί. Ακόμη δε κι αν ανέτρεχε στον διοικητικό φάκελο της αρμόδιας, για την είσπραξη των εν λόγω απαιτήσεων, διοικητικής αρχής, δεν θα ηδύνατο εν προκειμένω, αφού δεν απεδείχθη ότι πράγματι η προσβαλλόμενη πράξη βεβαίωσης αλλά και ο νόμιμος τίτλος περιέγραφαν επαρκώς την ένδικη οφειλή, να λάβει γνώση αυτής κατά τα προσδιοριστικά της στοιχεία, ώστε να είναι σε θέση να προβάλλει με δικονομικά παραδεκτό τρόπο τους ισχυρισμούς της κατά της ένδικης οφειλής. Και πράγματι η καθής η ανακοπή, προσκομίζει σειρά εγγράφων από τα οποία προκύπτουν απαιτήσεις της σε βάρος της ανακόπτουσας, μέρος των οποίων αμφισβητήθηκε από την ανακόπτουσα, πλην όμως δεν απέδειξε, αφού αμφισβητήθηκε από την ανακόπτουσα, ότι στην προσβαλλόμενη πράξη βεβαίωσης, ή έστω στον νόμιμο τίτλο η ένδικη οφειλή της, περιγράφονταν επαρκώς ως προς την αιτία της και το ύψος αυτής. Θα πρέπει δε να σημειωθεί ότι, η απόδειξη της ύπαρξης του νόμιμου τίτλου, η οποία ως προελέχθη, βαρύνει εκείνον που επισπεύδει τη διοικητική εκτέλεση, αποδεικνύεται ή πιθανολογείται βέβαιη, εκκαθαρισμένη και ληξιπρόθεσμη, μόνον από τα έγγραφα που συγκροτούν τον τίτλο, χωρίς να μπορεί να συμπληρωθεί από έγγραφα που προσκομίζονται για πρώτη φορά στο Δικαστήριο [ΑΠ 780/2023 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου]. Ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, εφόσον η βλάβη της ανακόπτουσας εταιρείας, η οποία στερήθηκε τη δυνατότητα ουσιαστικής και δικονομικής προστασίας της, δεν μπορεί να καλυφθεί με άλλον τρόπο παρά μόνον με την κήρυξη της ακυρότητας της προσβαλλόμενης πράξεως, καθώς επίσης, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, λόγος ανακοπής κατά της επισπευδόμενης διοικητικής εκτέλεσης κατά τις διατάξεις του άρθρου 73 παρ.2 περ. α του ΚΕΔΕ μπορεί να είναι και οι ακυρότητες «του τίτλου προς είσπραξη», πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο ανωτέρω πρώτος λόγος ανακοπής κατά το πρώτο του σκέλος και δεύτερος λόγος ανακοπής, καθό μέρος οι λόγοι αυτοί κρίθηκαν παραδεκτοί, όπως αυτοί εκτιμήθηκαν και γενομένης δεκτής της ένδικης ανακοπής, πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη από 3.2.2016 ταμειακή βεβαίωση με αριθμό ΑΤΒ ………… της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιώς εσόδου «ΥΠΕΡ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΤΡΙΤΩΝ» (……….).

Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της όσον αφορά στο εφεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, να γίνει δε δεκτή ως βάσιμη στην ουσία της όσον αφορά στην εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………………..», κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο σκεπτικό της παρούσας. Περαιτέρω, πρέπει, όσον αφορά στην εφεσίβλητη αμέσως ανωτέρω ανώνυμη εταιρεία, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και το παρόν Δικαστήριο να κρατήσει και δικάσει την ένδικη από 8-7-2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ………../13.7.2016 ανακοπή (άρθρο 535 ΚΠολΔ) και αφού γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι στην ουσία τους οι πρώτος κατά το πρώτο σκέλος του και δεύτερος λόγοι ανακοπής, όπως αυτοί εκτιμήθηκαν, καθό μέρος κρίθηκαν παραδεκτοί, ως αναλύεται στο σκεπτικό της παρούσας, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη από 3.2.2016 ταμειακή βεβαίωση με αριθμό ΑΤΒ ………. της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιώς εσόδου «ΥΠΕΡ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΤΡΙΤΩΝ» (…………). Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου άσκησης της ένδικης έφεσης στην εκκαλούσα (άρθρο 495 ΚΠολΔ). Τέλος, και δεδομένου ότι με την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, εξαφανίζεται και η διάταξη περί δικαστικής δαπάνης, πρέπει να συμψηφισθεί η μεταξύ της ανακόπτουσας και της πρώτης εφεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας δικαστική δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, καθώς επίσης να συμψηφισθεί η μεταξύ της ανακόπτουσας – εκκαλούσας και του δευτέρου εφεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου, δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει στην ουσία της την ένδικη έφεση, όσον αφορά στο δεύτερο εφεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, κατά τα ειδικότερα στο σκεπτικό της παρούσας.

Συμψηφίζει τη μεταξύ της ανακόπτουσας και του δευτέρου εφεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.

Δέχεται τυπικά και στην ουσία της την ένδικη έφεση όσον αφορά στην πρώτη των εφεσιβλήτων ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………..».

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη με αριθμό 2464/2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εξεδόθη κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών.

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου άσκησης της ένδικης έφεσης το οποίο κατέβαλε η εκκαλούσα, στην τελευταία.

Κρατεί και δικάζει την από 8-7-2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …………../13.7.2016 ανακοπή.

Δέχεται αυτή ως εν μέρει βάσιμη στην ουσία της.

Ακυρώνει την προσβαλλόμενη από 3.2.2016 ταμειακή βεβαίωση με αριθμό ΑΤΒ ………. της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιώς εσόδου «ΥΠΕΡ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΤΡΙΤΩΝ» (…………).

Συμψηφίζει τη μεταξύ της ανακόπτουσας – εκκαλούσας και της πρώτης εφεσίβλητης – καθής η ανακοπή εταιρείας δικαστική δαπάνη.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, δίχως την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων στον Πειραιά την 31.3.2025.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ