Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 312/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ    312/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Λάζαρο Γιαπαλάκη Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο Εφετών Πειραιά και από τη Γραμματέα  Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΕΣ: 1) ……………. και 26)…………… οι οποίοι άπαντες (1-26) εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους Δικηγόρο Ευστάθιο Γραμμένο του Δ.Σ.Α με Α.Μ. ……… (με δήλωση κατ’  άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗ: Ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………..» και το διακριτικό τίτλο «…….», η οποία εδρεύει στον ………… Αττικής, οδός …….., με ΑΦΜ ………, όπως νομίμως εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Αθανάσιο Μπούρλο του Δ.Σ.Α. με Α.Μ……….. (με δήλωση κατ’  άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

Οι ενάγοντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 27-12-2023 αγωγή τους και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου αγωγής ………/2023 η οποία εκδικάστηκε κατά την δικάσιμο της 4-4-2024 κατά την ειδική διαδικασία περιουσιακών-εργατικών διαφορών και εκδόθηκε η με αριθμό 4260/2024 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου η οποία απέρριψε την ένδικη αγωγή ως μη νόμιμη.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες με την με αριθ. εκθ. καταθ. ………../2025 έφεσή τους ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και με αριθμό εκθ. κατ. δικ. …………/2025 ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου της οποίας δικάσιμος ορίστηκε αυτή που αναγράφεται στην αρχή της παρούσης.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Στην προκειμένη περίπτωση φέρεται προς συζήτηση η από με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου ………/2025 έφεση κατά της με αριθμό 4260/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των  περιουσιακών-εργατικών διαφορών αντιμωλία των διαδίκων επί της από με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ……./2023   αγωγής των εναγόντων και ήδη εκκαλούντων κατά της εναγόμενης και ήδη εφεσίβλητης. Η ως άνω έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από τον εφεσίβλητο και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495, 511, 513 § 1 β, 516 και 518 § 1 ΚΠολΔ δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στον πληρεξούσιο δικηγόρο των εκκαλούντων στις 22-1-2025 (βλ. την με αριθμό ……. Ε/22-1-2025 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………), ενώ η έφεση του ασκήθηκε στις 11-2-2025 (βλ την με αριθμό ……./2025 έκθεση κατάθεσης δικογράφου ένδικου μέσου στο Πρωτοδικείο Πειραιά). Δεδομένου ότι δεν απαιτείται η καταβολή του νόμιμου παράβολου κατ’ άρθρο 495 ΚΠΟΛΔ καθόσον στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για εφαρμογή του άρθρου 614 παρ.3 ΚΠΟΛΔ πρέπει να γίνει αυτή τυπικά δεκτή(άρθρο 533 ΚΠΟΛΔ και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των κατ’ ιδίαν λόγων της(άρθρο 524 παρ.1 ΚΠΟΛΔ).

Εξάλλου, με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 1 του ν.  3429/2005″Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμοί (Δ.Ε.Κ.Ο.)” (Α 314) ορίζονται, αντίστοιχα, τα εξής: “1. Για τους σκοπούς του νόμου αυτού, ως “δημόσια επιχείρηση” νοείται κάθε ανώνυμη εταιρεία, στην οποία το ελληνικό δημόσιο δύναται να ασκεί άμεσα ή έμμεσα αποφασιστική επιρροή, λόγω της συμμετοχής του στο μετοχικό της κεφάλαιο ή της χρηματοοικονομικής συμμετοχής του ή των κανόνων που τη διέπουν. 2. Η άσκηση αποφασιστικής επιρροής από το ελληνικό δημόσιο τεκμαίρεται όταν το ελληνικό δημόσιο ή νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου χρηματοδοτούμενα από το ελληνικό δημόσιο ή από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου σε ποσοστό άνω του πενήντα τοις εκατό ή άλλες δημόσιες επιχειρήσεις υπό την έννοια του παρόντος νόμου: α) είναι κύριοι μετοχών που εκπροσωπούν την απόλυτη πλειοψηφία του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου της ή β) ελέγχουν την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου στη γενική της συνέλευση ή γ) δύνανται να διορίζουν το ήμισυ πλέον ενός των μελών του διοικητικού της συμβουλίου ή δ) χρηματοδοτούν την ετήσια δραστηριότητά της σε ποσοστό άνω του πενήντα τοις εκατό”. Με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου του ν. 2175/1993 “Οργάνωση ενιαίου φορέα αστικών συγκοινωνιών στην περιοχή Αθηνών-Πειραιώς και Περιχώρων και άλλες διατάξεις” (Α 211) ορίζονται, αντίστοιχα, ότι “1. Ιδρύεται νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που είναι δημόσια επιχείρηση κοινωφελούς χαρακτήρα, με τη μορφή της ανώνυμης εταιρίας και την επωνυμία “Οργανισμός Αστικών Συγκοινωνιών Αθηνών (Ο.Α.Σ.Α.)” με έδρα την Αθήνα. Ο Ο.Α.Σ.Α. διέπεται από τις διατάξεις της νομοθεσίας για τις ανώνυμες εταιρίες, εκτός αν διαφορετικά ορίζεται στο νόμο αυτόν, τα προεδρικά διατάγματα και λοιπές κανονιστικές πράξεις, που εκδίδονται σε εκτέλεσή του και εποπτεύεται από τον Υπουργό Μεταφορών και Επικοινωνιών. 2. Σκοπός του Ο.Α.Σ.Α. είναι η διεξαγωγή του συγκοινωνιακού έργου με όλα τα μέσα μαζικής μεταφοράς στην περιοχή Αθηνών – Πειραιώς και Περιχώρων, με ιδιαίτερη μέριμνα για την εξυπηρέτηση του επιβατικού κοινού και την ποιότητα ζωής στην περιοχή της αρμοδιότητάς του”. Με τις διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 2 του ιδίου νόμου ορίζονται, αντίστοιχα, ότι “1. Το μετοχικό κεφάλαιο του Ο.Α.Σ.Α. αποτελείται από τα περιουσιακά στοιχεία του καταργούμενου Οργανισμού Αστικών Συγκοινωνιών (Ο.Α.Σ.), όπως αυτά διαμορφώθηκαν μετά τη μεταβίβαση στον Ο.Α.Σ., με το άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. 2078/1992 (ΦΕΚ 139 Α`), της κινητής και ακίνητης περιουσίας της Επιχείρησης Αστικών Συγκοινωνιών (Ε.Α.Σ.)…. 2. Το μετοχικό κεφάλαιο του Ο.Α.Σ.Α. διαιρείται σε ονομαστικές μετοχές ίσης αξίας, που αντιστοιχούν σε ισάριθμες ψήφους. Οι μετοχές αυτές ανήκουν στο Ελληνικό Δημόσιο. 3. Το Ελληνικό Δημόσιο μπορεί να μεταβιβάζει έως το 40% των μετοχών της προηγούμενης παραγράφου σε Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) πρώτου και δεύτερου βαθμού της περιοχής αρμοδιότητας του Ο.Α.Σ.Α. Οι μετοχές του Ο.Α.Σ.Α. ή των εταιριών που ιδρύει κατά το άρθρο 1 παρ. 4 δεν μεταβιβάζονται εκτός Δημοσίου και Ο.Τ.Α.”. Με την παράγραφο 1 του άρθρου 1 του ν. 3920/2011 “Εξυγίανση, αναδιάρθρωση και ανάπτυξη των αστικών συγκοινωνιών Περιφέρειας Αττικής και άλλες διατάξεις” (Α 33), ορίζεται ότι: “Οι δημόσιες συγκοινωνίες, που εκτελούνται μέσα στα όρια της Περιφέρειας Αττικής, όπως αυτή ορίζεται στο ν. 3852/2010 (ΦΕΚ Α 87), εκτός από τις νήσους, οι οποίες εξυπηρετούν το γενικότερο δημόσιο συμφέρον, αναδιαρθρώνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Όπου στον παρόντα νόμο γίνεται μνεία στον “Όμιλο ΟΑΣΑ” ή στις “Εταιρίες του Ομίλου ΟΑΣΑ” νοούνται ο ΟΑΣΑ και οι εταιρίες της παραγράφου 1 του άρθρου 7″ και με την παράγραφο 1 του άρθρου 7 του ιδίου νόμου ορίζεται ότι “Ο ΟΑΣΑ, οι ΟΣΥ και ΣΤΑΣΥ υπάγονται στο ν. 3429/2005(Α 314)”(ΟΛ.ΑΠ 2/2023 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, με το ν. 4354/2015(ΦΕΚ Α` 176) με τίτλο “Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, μισθολογικές ρυθμίσεις και άλλες επείγουσες διατάξεις εφαρμογής της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων” και στο Κεφάλαιο Β με τίτλο “Μισθολογικές ρυθμίσεις των υπαλλήλων του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) πρώτου και δεύτερου βαθμού, των Νομικών Προσώπων Δημοσίου (Ν.Π.Δ.Δ.) και Ιδιωτικού Δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.), καθώς και των Δ.Ε.Κ.Ο. του Κεφαλαίου A του Ν. 3429/2005 (Α` 314) και άλλες μισθολογικές διατάξεις” ορίζεται με το άρθρο 7 παρ.1 ότι “Στις διατάξεις του παρόντος υπάγονται οι μόνιμοι και δόκιμοι πολιτικοί δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς και οι υπάλληλοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου και ορισμένου χρόνου: α)…β)…γ)… δ) των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) πρώτου και δεύτερου βαθμού, ε) των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) στ) των Νομικών Προσώπων Ιδιωτικού Δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.) που ανήκουν στο κράτος, ή σε Ν.Π.Δ.Δ. ή σε Ο.Τ.Α. – κατά την έννοια της επίτευξης κρατικού ή δημόσιου ή αυτοδιοικητικού σκοπού, εποπτείας, διορισμού και ελέγχου της πλειοψηφίας της Διοίκησής τους – ή επιχορηγούνται τακτικά, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, από κρατικούς πόρους κατά πενήντα τοις εκατό (50%) τουλάχιστον του ετήσιου προϋπολογισμού τους, συμπεριλαμβανομένων των Κέντρων Πρόληψης των Εξαρτήσεων και Προαγωγής της Ψυχοκοινωνικής Υγείας…, ζ) των δημοσίων επιχειρήσεων, οργανισμών και ανωνύμων εταιριών (Δ.Ε.Κ.Ο.) που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του κεφαλαίου Α του ν. 3429/2005(Α΄314)… με το άρθρο 11 ότι “1. Για τη μισθολογική εξέλιξη των υπαλλήλων όλων των κατηγοριών, από κατώτερο σε ανώτερο μισθολογικό κλιμάκιο, απαιτείται υπηρεσία ως εξής: α. Για τους υπαλλήλους των κατηγοριών Υ.Ε. και Δ.Ε. υπηρεσία τριών (3) ετών σε κάθε μισθολογικό κλιμάκιο. β. Για τους υπαλλήλους των κατηγοριών Τ.Ε. και Π.Ε. υπηρεσία δύο (2) ετών σε κάθε μισθολογικό κλιμάκιο. 2 Για τη μισθολογική εξέλιξη των υπαλλήλων από το κατώτερο μισθολογικό κλιμάκιο στο αμέσως ανώτερο, απαιτείται να έχει συμπληρωθεί ο καθορισμένος χρόνος υπηρεσίας στο κατώτερο μισθολογικό κλιμάκιο. 3. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο εξέλιξη του υπαλλήλου γίνεται με πράξη του αρμόδιου για το διορισμό οργάνου, που δεν δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 4. α. Ως προϋπηρεσία, που αναγνωρίζεται για την εξέλιξη των υπαλλήλων, που υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος, στα μισθολογικά κλιμάκια του άρθρου 9 του παρόντος, λαμβάνεται η υπηρεσία που προσφέρεται σε φορείς της παραγράφου 1 του άρθρου 7 των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και σε επίσημους θεσμούς και όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης με σχέση εξαρτημένης εργασίας δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου αορίστου ή ορισμένου χρόνου (όπως η παρ. 4.α. αντικαταστάθηκε από τότε που ίσχυσε με το άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 4484/2017 ΦΕΚ Α` 110). β) Απαραίτητη προϋπόθεση για την αναγνώριση των ανωτέρω προϋπηρεσιών, είναι να μην έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί για τη χορήγηση καμίας άλλης οικονομικής παροχής ή αναγνώρισης συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Η αναγνώριση των ανωτέρω προϋπηρεσιών πραγματοποιείται με απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου ή άλλου αρμοδίου οργάνου και τα οικονομικά αποτελέσματα ισχύουν από την ημερομηνία υποβολής της σχετικής αίτησης και όλων των απαραίτητων δικαιολογητικών”, με το άρθρο 26 ότι “1. Κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος, η μισθολογική κατάταξη των υπαλλήλων στα μισθολογικά κλιμάκια του άρθρου 9 πραγματοποιείται σύμφωνα με τα τυπικά τους προσόντα, το χρόνο υπηρεσίας στο φορέα που υπηρετούν, καθώς και το χρόνο υπηρεσίας, που έχει αναγνωριστεί από το φορέα αυτόν, μέχρι και στις 31.12.2015… Με το άρθρο 34 του ανωτέρω νόμου καταργήθηκαν από 1-1-2016 μεταξύ των άλλων και οι διατάξεις των άρθρων 12 έως 25,28,29,30 του ν.4093/2012. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου αυτού το νέο σύστημα αμοιβών υπόκειται απολύτως στις αρχές της δημοσιονομικής προσαρμογής, η τήρηση της οποίας έχει καταστεί ζωτικής σημασίας για την οικονομική και πολιτική επιβίωση της χώρας (ΑΠ 476/2022 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Οι ανωτέρω διατάξεις του νόμου 4354/2015 συνιστούν διατάξεις αμφιμερώς αναγκαστικού δικαίου (βλ. Δ. Ζερδελή Εργατικό Δίκαιο-Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, Έκδοση 2019, παράγραφος 29, σελίδα 1333, Κ. Μπακόπουλος, Συμβολές στο Εργατικό Δίκαιο, έκδοση 2017, σελίδα 129), καθώς αποσκοπούν στην προστασία του γενικότερου δημοσίου συμφέροντος. Τούτο διότι και οι εισαγόμενες με αυτές ρυθμίσεις εντάσσονται σε ένα ευρύτερο σύστημα ρυθμίσεων και μέτρων τα οποία εκτείνονται σε ένα μεγάλο φάσμα τομέων της δημόσιας πολιτικής και αποσκοπούν στην αντιμετώπιση του οξύτατου προβλήματος της διάγνωσης του δημόσιου χρέους και των δημοσιονομικών ελλειμάτων μέσω μεταξύ άλλων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας, μείωσης του κόστους εργασίας και βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της εθνικής οικονομίας. Πρόκειται δηλαδή για μέτρα τα οποία κατά νομοθετική επιλογή ελήφθησαν υπό όλως εξαιρετικές περιστάσεις προ του κινδύνου στάσης πληρωμών και κατάρρευσης της εθνικής οικονομίας με απρόβλεπτες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες(βλ. Ολ. Στε 2307/2014 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ και περί της συνταγματικότητας της συγκεκριμένης). Υπό την φύση τους αυτή ως αμφιμερώς αναγκαστικού δικαίου οι ίδιες ως άνω διατάξεις παρεμβαίνουν στην ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων τόσο σε εταιρίες του δημοσίου ή του ευρύτερου δημοσίου όσο και του ιδιωτικού τομέα. Εξαιτίας δε του γεγονότος ότι οι ίδιες ως άνω διατάξεις συνιστούν διατάξεις αμφιμερώς αναγκαστικού δικαίου που αποβλέπουν στην διασφάλιση του ρυθμιστικού προνομίου του κρατικού νομοθέτη έναντι των κοινωνικών εταίρων, δεν επιτρέπεται για το μέλλον, μετά την έναρξη ισχύος τους (μετά την 1-1-2016), η επαναδιαπραγμάτευση των μισθολογικών ζητημάτων του προσωπικού που υπάγεται στον εν λόγω νόμο, ήτοι και αυτού των Δ.ΕΚ.Ο., τουλάχιστον με κανονισμό εργασίας ή σ.σ.ε. στις επιχειρήσεις που κατά τα ανωτέρω υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής της (βλ. Δ. Ζερδελή ο.π. σελίδα 1333,Κ. Μπακόπουλο ο.π. σελίδα 129). Τέλος, στο άρθρο 7 του ν. 1876/1990 προβλέπεται ότι:1) Οι κανονιστικοί όροι της σύμβασης εργασίας έχουν άμεση και αναγκαστική ισχύ. 2) Οι όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας που αποκλίνουν από τους κανονιστικούς όρους συλλογικών συμβάσεων εργασίας είναι επικρατέστεροι, εφ’ όσον παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στους εργαζόμενους. 3) Όροι εργασίας συλλογικών συμβάσεων εργασίας που είναι ευνοϊκότεροι για τους εργαζόμενους υπερισχύουν των νόμων, εκτός αν πρόκειται για διατάξεις αναγκαστικού δικαίου με αμφιμερή ενέργεια. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η ανώνυμη εταιρία ………….., υπάγεται ως δημόσια επιχείρηση στις διατάξεις του ν. 3429/2005 δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμοί (ΔΕΚΟ) και ότι υπόκειται στις ρυθμίσεις των προαναφερθεισών διατάξεων του νόμου 4354/2015, οι οποίες είναι διατάξεις αμφιμερώς αναγκαστικού δικαίου και οποιαδήποτε καταρτιζόμενη από την ………….. σσε δεν υπερισχύει έναντι αυτών. Με την ένδικη αγωγή όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε ως προς το επώνυμο του έβδομου ενάγοντος από το εσφαλμένο ….. στο ορθό …… και περιορίστηκε με προφορική δήλωση των πληρεξούσιων δικηγόρων τους που καταχωρίστηκε στα πρακτικά και επανέλαβαν στις προτάσεις τους (άρθρο 223,224 ΚΠΟΛΔ) οι ενάγοντες εκθέτουν ότι είναι εργαζόμενοι της εναγόμενης εταιρίας η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα των συγκοινωνιακών έργων έχοντας βασική αρμοδιότητα την εκτέλεση δημοσίου συγκοινωνιακού έργου με επίγεια οδικά μέσα εντός της περιφέρειας Αττικής και υπάγεται στο νομοθετικό καθεστώς που διέπει τις δημόσιες επιχειρήσεις  και οργανισμούς (ΔΕΚΟ), μοναδικός μέτοχος της οποίας είναι ο Οργανισμός Αστικός Συγκοινωνιών Αθηνών (Ο.Α.Σ.Α.) που αποτελεί δημόσια επιχείρηση κοινωφελούς χαρακτήρα, εντασσόμενη στο ίδιο ως άνω νομοθετικό πλαίσιο. Ότι κατόπιν συμμετοχής τους σε διαγωνισμό που προκηρύχθηκε προσλήφθηκαν κατά την αναφερόμενη για έκαστο ημεροχρονολογία αρχικά για δοκιμαστική περίοδο ενός έτους και ακολούθως εντός του έτους 2.021 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και απασχολούνται στην εναγόμενη ως οδηγοί λεωφορείου, εντασσόμενοι στο μισθολογικό κλιμάκιο, με το χρόνο υπηρεσίας και το βασικό μισθό που περιγράφεται σε καθένα από αυτούς. Ότι στην από 11-6-2019 επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας που ίσχυε από 1-1-2019 έως 31-12-2019 και στην από 29-11-2022 επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας που ίσχυσε από 1-1-2022 έως 31-12-2022 τις οποίες σύνηψε η εναγόμενη με το αναφερόμενο σωματείο εργαζόμενων και δη στο άρθρο 2 αυτών προβλέπονται οι προϋποθέσεις αναγνώρισης της προϋπηρεσίας του προσωπικού της εναγόμενης με χρόνο πλήρωσης αυτών την 31-12-2012 λαμβανομένου υπόψη αθροιστικά του χρόνου που διανύθηκε σε ομότιμα και συναφή καθήκοντα σε οποιανδήποτε εργοδότη με σχέση εξαρτημένης εργασίας ή σε ίδιον επάγγελμα συναφούς ειδικότητας, αποδεικνυόμενων με την προσκόμιση βεβαιώσεων του οικείου ασφαλιστικού φορέα, το 1/2 του χρόνου απασχόλησης σε οιανδήποτε ειδικότητα με σχέση εξαρτημένης εργασίας ή σε ίδιον επάγγελμα και μέχρι πέντε έτη κατ’ ανώτατο όριο και ο χρόνος στρατιωτικής θητείας μέχρι του διαστήματος 24 μηνών. Ότι το ως άνω άρθρο που προέβλεπε την ένταξη του προσωπικού σε μισθολογική κλίμακα και την εξέλιξη σε αυτή παρέμεινε ενεργός κανονιστικός όρος και κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2020 έως 31-12-2021 που δεν υπήρχε ενεργή σσε, λόγω της μετενέργειας του και επομένως κατά τον χρόνο της πρόσληψης του που εντοπίζεται εντός του ανωτέρω χρονικού διαστήματος άπαντες υπάγονταν στο πεδίο εφαρμογής σσε έτους 2.019. Ότι οι ανωτέρω σσε που αναγνωρίζουν προϋπηρεσία είτε αυτή έχει διανυθεί στον ιδιωτικό είτε στον δημόσιο τομέα σε συναφή καθήκοντα ή και σε οιανδήποτε ειδικότητα καθώς και τον χρόνο της στρατιωτικής θητείας είναι ευνοϊκότερη από τις διατάξεις του άρθρου 11 του νόμου 4354/2015 που περιορίζει την αναγνωριζόμενη προϋπηρεσία που έχει διανυθεί στον δημόσιο τομέα. Ότι επομένως οι παραπάνω σσε ως εμπεριέχουσες ευνοϊκότερες ρυθμίσεις από τις διατάξεις του άρθρου 11 του νόμου 4354/2015 υπερισχύουν του τελευταίου δεδομένου ότι οι διατάξεις του τελευταίου νόμου δεν είναι αναγκαστικού δικαίου με αμφιμερή ενέργεια ώστε να παραμερίζεται η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην διάταξη του άρθρου 7&3 του νόμου 1876/1990. Ότι κατά την υποβολή των αιτήσεων για την πρόσληψη τους από την εναγόμενη είχαν γνωστοποιήσει σ’ αυτή τα πλήρη δικαιολογητικά για την αναγνώριση της προϋπηρεσίας τους σύμφωνα με τους όρους της ανωτέρω εφαρμοστέας σσε, όπως ο χρόνος ασφάλισης η επαγγελματική εμπειρία, η ειδικότητα σε προηγούμενους εργοδότες, ο χρόνος στρατιωτικής θητείας και ο χρόνος προϋπηρεσίας που όφειλε να ανγνωριστεί από την εναγόμενη εξειδικεύεται στην ένδικη αγωγή για κάθε ενάγοντα. Ότι παρόλα αυτά η εναγόμενη δεν αναγνώρισε την εκτιθέμενη σύμφωνα με την σσε προϋπηρεσία τους ειδικά για τους 3 ον, 5 ον, 7 ον, 15 ον, 22ν ον και 23 ον αναγνώρισε μόνο την διανυθείσα στο δημόσιο τομέα προϋπηρεσία τους και δεν τους κατέταξε στο ορθό μισθολογικό κλιμάκιο όπως αυτοί το προσδιορίζουν για τον καθένα τους με αποτέλεσμα να λαμβάνουν μικρότερες αποδοχές από αυτές που θα δικαιούνταν κανονικά. Με βάση τα περιστατικά αυτά ζητούν να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει σε έκαστο την διαφορά μεταξύ των καταβληθεισών και των καταβλητέων βάση της ένταξης του στο ορθό μισθολογικό κλιμάκιο αποδοχών τους του χρονικού διαστήματος από την πρόσληψη εκάστου έως την 31-12-2023 τα παρακάτω ποσά: στον 1 ον 3.600 ευρώ, στον 2 ον 1.150 ευρώ, στον 3 ον 3.060 ευρώ, στον 4 ον 1.800 ευρώ, στον 5 ον 4.980 ευρώ, στον 6 ον 1.140 ευρώ, στον 7 ον 1.800 ευρώ, στον 8 ον 2.880 ευρώ, στον 9 ον 3.360 ευρώ, στον 10 ον 4.080 ευρώ, στον 11 ον 2.280 ευρώ, στον 12 ον 9.000 ευρώ, στον 13 ον ευρώ 2.040 ευρώ, στον 14 ον 6.120 ευρώ, στον 15 ον 1.860 ευρώ, στον 16 ον 4.080 ευρώ, στον 17 ον 3.600 ευρώ, στον 18 ον 3.480 ευρώ, στον 19 ον 5.400 ευρώ, στον 20 ον 1.800 ευρώ, 21 ον 1.620 ευρώ, στον 22 ον 2.880 ευρώ, στον 23 ον 4.140 ευρώ, στον 24 ον 3.600 ευρώ και στον 25 ον 3.600 ευρώ, νομιμοτόκως από το τέλος κάθε μήνα που ήταν καταβλητέος κάθε επιμέρους μισθός, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι πλήρους εξόφλησης, να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει σε έκαστο το ποσό των εναγόντων το ποσό των 20.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση καθώς επίσης να καταδικαστεί η εναγόμενη στην πληρωμή των δικαστικών τους εξόδων. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκδικάζοντας την ένδικη αγωγή κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών την απέρριψε ως μη νόμιμη. Ειδικότερα ανέφερε ότι η εναγόμενη ως δημόσια επιχείρηση υπάγεται στις διατάξεις του νόμου 3429/2005 Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμοί ΔΕΚΟ υπόκειται στις διατάξεις των άρθρων 7 και 11 του νόμου 4354/2015, οι οποίες αποσκοπούν στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος, συνιστούν διατάξεις αμφιμερώς αναγκαστικού δικαίου, με αποτέλεσμα οι επικαλούμενες από τους ενάγοντες επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας που κατήρτισε η εναγόμενη και ρυθμίζουν ευνοϊκότερα τα μισθολογικά ζητήματα των υπαλλήλων της και την μισθολογική τους εξέλιξη δεν μπορούν να υπερισχύσουν έναντι των παραπάνω διατάξεων αφού στην περίπτωση των αμφιμερών αναγκαστικού δικαίου διατάξεων δεν εφαρμόζεται η προβλεπόμενη στην διάταξη του άρθρου 7&3 του νόμου 1876/1990 αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης. Κατά της απόφασης αυτής με την από με αριθμ. Εκθ. Καταθ. …………/2025 έφεση τους παραπονούνται οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες για τους περιεχόμενους στην ανωτέρω έφεση τους λόγους οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης έτσι ώστε να γίνει εν όλω δεκτή η αγωγή τους. Με σχετικό λόγο έφεσης τους οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι η εκκαλουμένη απόφαση δεν εξειδικεύει τον ειδικό λόγο δημοσίου συμφέροντος που καθιστά την συγκεκριμένη διάταξη του άρθρου 11 παράγραφο 4 του νόμου 4354/2015 αμφιμερώς αναγκαστικού δικαίου. Όμως η εκκαλουμένη εξειδικεύει τον λόγο που η ανωτέρω διάταξη αποτελεί διάταξη αμφιμερώς αναγκαστικού δικαίου και το δημόσιο συμφέρον που εξυπηρετεί. Ειδικότερα αναγράφει: Οι ανωτέρω διατάξεις του νόμου 4354/2015 συνιστούν διατάξεις αμφιμερώς αναγκαστικού δικαίου (βλ. Δ. Ζερδελή Εργατικό Δίκαιο-Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, Έκδοση 2019, παράγραφος 29, σελίδα 1333, Κ. Μπακόπουλος, Συμβολές στο Εργατικό Δίκαιο, έκδοση 2017, σελίδα 129)., καθώς αποσκοπούν στην προστασία του γενικότερου δημοσίου συμφέροντος. Τούτο διότι και οι εισαγόμενες με αυτές ρυθμίσεις εντάσσονται σε ένα ευρύτερο σύστημα ρυθμίσεων και μέτρων τα οποία εκτείνονται σε ένα μεγάλο φάσμα τομέων της δημόσιας πολιτικής και αποσκοπούν στην αντιμετώπιση του οξύτατου προβλήματος της διάγνωσης του δημόσιου χρέους και των δημοσιονομικών ελλειμάτων μέσω μεταξύ άλλων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας, μείωσης του κόστους εργασίας και βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της εθνικής οικονομίας. Πρόκειται δηλαδή για μέτρα τα οποία κατά νομοθετική επιλογή ελήφθησαν υπό όλως εξαιρετικές περιστάσεις προ του κινδύνου στάσης πληρωμών και κατάρρευσης της εθνικής οικονομίας με απρόβλεπτες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες(βλ. Ολ. Στε 2307/2014 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ και περί της συνταγματικότητας της συγκεκριμένης). Επομένως καθόσον εξειδικεύεται σαφώς η έννοια του δημοσίου συμφέροντος ο ανωτέρω λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος.

Με άλλο λόγο έφεσης οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι οι διατάξεις του νόμου 4354/2015 είχαν σαν αποτέλεσμα την απελευθέρωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων στα μισθολογικά ζητήματα των υπαλλήλων που υπάγονται σ’ αυτά με την κατάργηση του άρθρου 29 παράγραφο 1 του νόμου 4024/2011. Ισχυρίζονται ότι έχει καταργηθεί και ο αναγκαστικός χαρακτήρας του προϊσχύσαντος μισθολογίου του νόμου 4024/2011, γεγονός που συνεπάγεται ότι η αρχή της εύνοιας αναπτύσσει πλήρη ισχύ. Και ως εκ τούτου καταλαμβάνει και την μισθολογική εξέλιξη των υπαλλήλων και συνεπώς και της προϋπηρεσίας τους ισχύουν οι διατάξεις των παραπάνω Ε.Σ.Σ.Ε. Ακόμη ισχυρίζονται ότι η ερμηνευτική προσέγγιση της εκκαλούμενης αντιβαίνει στα άρθρα 5,22 και 25 του Συντάγματος και στο άρθρο 1Π.Π.Π. της Ε.Σ.Δ.Α, σύμφωνα με τα οποία ο περιορισμός της συλλογικής αυτονομίας επιτρέπεται σε όλως εξαιρετικές περιστάσεις για περιορισμένο χρονικό διάστημα, ο δε κανόνας που εισάγει την εξαιρετική ρύθμιση πρέπει να είναι ρητός, σαφής και σε κάθε περίπτωση να ερμηνεύεται με βάση την αρχή της αναλογικότητας.  Ως προς αυτόν τον λόγο λεκτέα είναι τα παρακάτω:

Από τις διατάξεις των άρθρων 1§1, 3§1, 8§3, 10§2 και 16§3 του Ν. 1876/1990″Ελεύθερες διαπραγματεύσεις και άλλες διατάξεις” προκύπτει, ότι η επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας, κατά το κανονιστικό της μέρος, δεσμεύει το σύνολο των εργαζομένων στη συγκεκριμένη εκμετάλλευση, ανεξάρτητα από το αν είναι μέλη της συμβληθείσης συνδικαλιστικής οργάνωσης ή όχι. Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 7 § 1 του Ν.1876/1990, που ορίζει ότι “οι κανονιστικοί όροι της συλλογικής συµβάσεως εργασίας έχουν άμεση και αναγκαστική ισχύ”, σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 22 § 2 του ισχύοντος Συντάγματος, κατά την οποία οι συλλογικές συµβάσεις εργασίας συμπληρώνουν τους καθοριζόμενους από το νόμο γενικούς όρους εργασίας, προκύπτει ότι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις ασκούν, κατά τη σύναψη των Σ.Σ.Ε., νομοθετική (κανονιστική) εξουσία, παραχωρούμενη σ` αυτές από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 22§2 του ισχύοντος Συντάγματος, δηλαδή, είναι φορείς δημόσιας εξουσίας κατά παραχώρηση από το Κράτος και συνεπώς οι Σ.Σ.Ε., ως προς το κανονιστικό τους μέρος, έχουν ισχύ ουσιαστικού νόμου.

Εξάλλου, κατά το άρθρο 7§3 του ίδιου ως άνω Ν.1876/1990, “οι όροι εργασίας συλλογικών συµβάσεων εργασίας, που είναι ευνοϊκότεροι για τους εργαζόμενους, υπερισχύουν των νόµων, εκτός εάν πρόκειται για διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, µε αµφιµερή ενέργεια”. Η τελευταία αυτή διάταξη, καθώς και εκείνη του άρθρου 7§2 του αυτού νόµου, αποτελώντας συνέχεια και μετεξέλιξη της διάταξης του άρθρου 3§ 1 του Ν.3239/1995, που ίσχυε µέχρι την 8/5/1990, συνιστούν, σε συνδυασµό µε τη διάταξη του άρθρου 680 του ΑΚ, νοµοθετική έκφανση της διαπνέουσας το εργατικό µας δίκαιο αρχής της εύνοιας υπέρ των µισθωτών. Από το σύνολο δε των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται, ότι οι επιχειρησιακές συλλογικές συµβάσεις εργασίας, οι οποίες έχουν διφυή χαρακτήρα (κανονιστικό και συμβατικό) και των οποίων οι κανονιστικοί όροι έχουν ισχύ ουσιαστικού νόµου, µη εχόντων, µάλιστα, εφαρμογή επ` αυτών των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ, αφενός µεν δεσμεύουν όλους ανεξαίρετα τους, σε οιαδήποτε επιχείρηση ή εκμετάλλευση του ιδιωτικού ή δηµόσιου τοµέα της οικονομίας, απασχολουμένους, µε σχέση εξαρτηµένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου, υπό την προϋπόθεση ασφαλώς ότι οι συλλογικές αυτές συμβάσεις εργασίας έχουν κατατεθεί νόμιμα στην κατά τόπον αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας της οικείας Νομαρχίας και αφ` ετέρου στις περιπτώσεις σύγκρουσης ή αντίφασης των διατάξεων των εν λόγω συλλογικών συμβάσεων εργασίας με διατάξεις θεσπιζόμενες από ιεραρχικά ανώτερες πηγές ρύθμισης των εργασιακών σχέσεων, όπως π.χ. είναι οι νόμοι, επικρατούν πάντα, ενόψει της προαναφερόμενης αρχής της, υπέρ των μισθωτών, εύνοιας, εκείνες, οι οποίες εμπεριέχουν και θεσπίζουν ευνοϊκότερες, κατ` αποτέλεσμα, για τους εργαζόμενους τους καλυπτόμενους από τη συγκεκριμένη εκάστοτε επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας, ρυθμίσεις, εκτός βέβαια των διατάξεων που τίθενται από τυπικό και ουσιαστικό νόμο, οι οποίες, αποσκοπούσες στην προστασία ή την προαγωγή γενικότερου δημόσιου ή κοινωνικού συμφέροντος και συνιστώσες, ως εκ τούτου, αναγκαστικό δίκαιο με αμφιμερή ενέργεια, μπορούν να θεσπίσουν και να εισαγάγουν όρους ρύθμισης μίας συγκεκριμένης εργασιακής σχέσης, δυσμενέστερους από τους όρους τους προβλεπόμενους από την ισχύουσα γι` αυτήν επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας ή άλλη υποδεέστερη πηγή κανόνων εργατικού δικαίου, χωρίς τούτο να αντίκειται στο άρθρο 22§2 του Συντάγματος. Κατά συνέπεια και πολύ περισσότερο, εάν διάταξη, έχουσα τυπική και ουσιαστική ισχύ νόμου, εμπεριέχει και θεσπίζει όρους ρύθμισης μίας εργασιακής σχέσης ευμενέστερους για τους εργαζόμενους σε σχέση με τους κανονιστικούς όρους, τους προβλεπόμενους από την ιεραρχικά υποδεέστερη, ως πηγή κανόνων δικαίου, επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας, την καλύπτουσα τους εργαζομένους αυτούς, υπερισχύουν και επικρατούν οι ρυθμίσεις της έχουσας τυπική και ουσιαστική ισχύ νόμου διάταξης, μη εχουσών, επομένως, εφαρμογή των σχετικών κανονιστικών διατάξεων της αντίστοιχης επιχειρησιακής συλλογικής σύµβασης εργασίας (Ολ.ΑΠ 26/2007, ΑΠ 127/2012 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 22 του Συντάγματος, η ρύθμιση από τον νομοθέτη κατ` αποκλειστικό τρόπο όρων εργασίας και ζητημάτων που αφορούν τις εργασιακές σχέσεις και, συνακόλουθα, η αφαίρεσή τους από την ύλη της συλλογικής αυτονομίας, που αποτελεί περιεχόμενο της συνδικαλιστικής ελευθερίας, είναι επιτρεπτή όταν συντρέχουν λόγοι δημοσίου και γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, συνδεόμενοι με την λειτουργία της εθνικής οικονομίας και ενόσω αυτοί διαρκούν (πρβλ ΣτΕ 2307/2014, ΣτΕ 2426/1983, 2370/1984, 2289/1987, 2377/1988,4063/1989, 2190/1991,4555/1996 κ.α.)

Περαιτέρω κατά το άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα, είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Με την ως άνω διάταξη ο νομοθέτης επέλεξε να κατοχυρώσει ρητά, από το όλο σύστημα των εγγυήσεων για τα επιτρεπτά όρια των επιβαλλόμενων στα ατομικά δικαιώματα, νομικών περιορισμών, την εγγύηση εκείνη που είναι γνωστή ως αρχή της αναλογικότητας. Η αρχή αυτή, ως γενική αρχή του δικαίου δεσμεύει το νομοθέτη, το δικαστή και τη διοίκηση. Όλα τα μέσα άσκησης της κρατικής εξουσίας ο νόμος, η δικαστική απόφαση και η διοικητική πράξη, πρέπει να πληρούν τα τρία κριτήριά της να είναι δηλαδή α) κατάλληλα, ήτοι πρόσφορα για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, β) αναγκαία, ώστε να προκαλούν τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό στον ιδιώτη ή το κοινό και τέλος γ) υπό στενή έννοια αναλογικά, να τελούν δηλαδή σε εσωτερική αλληλουχία με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της επερχόμενης επ` αυτών βλάβης, (ΟλΑΠ 9/20115, ΟλΑΠ 6/2009, ΑΠ 1056/2020, ΑΠ 1632/2017). Από τα ως άνω συνάγεται, ως γενική νομική αρχή, ότι η έννομη συνέπεια, που είτε προβλέπεται από κανόνα δικαίου κατώτερης τυπικής ισχύος από εκείνες του Συντάγματος, είτε απαγγέλλεται από δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί, σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το αντίστοιχο πραγματικό (ΟλΑΠ 9/2015). Κατ` ακολουθίαν όλων των ανωτέρω συνάγεται ότι, σε περίπτωση συνδρομής σοβαρού λόγου δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος, είναι επιτρεπτός ο περιορισμός των πάσης φύσεως δικαιωμάτων, εάν υπό τις δεδομένες συνθήκες κρίνεται αναγκαίος και πρόσφορος για την εξυπηρέτηση του δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος και συμβατός με τις αρχές της αναλογικότητας (ΑΠ 1632/2017, ΣτΕ 493/2015).

Οι διατάξεις της ΠΥΣ 6/2012 με την οποία αναστέλλεται η ισχύς διατάξεων νόμου, όρων συλλογικών συμβάσεων ή διαιτητικών αποφάσεων οι οποίες προβλέπουν αύξηση μισθών και ημερομισθίων με προϋπόθεση την πάροδο ορισμένου χρόνου εργασίας (υπηρεσιακές ωριμάνσεις), δεν αντιβαίνουν στις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1, 22, 23, και 25 παρ. 1 του Συντάγματος. Ειδικότερα από τις άνω συνταγματικές διατάξεις προκύπτει ότι η ρύθμιση των αποδοχών των μισθωτών αποτελεί το πρώτο και κύριο θέμα των συλλογικών διαπραγματεύσεων και δεν μπορεί να γίνεται από τον νόμο κατά τρόπο αποκλειστικό, να αφαιρεθεί δηλαδή από την ύλη της συλλογικής συμβάσεως, εκτός αν τούτο επιβάλλεται από λόγους γενικότερου συμφέροντος και ενόσω αυτοί διαρκούν. Οι ρυθμίσεις της επίμαχης διάταξης ου άρθρου 4 της ΠΥΣ περιορίζουν το πεδίο της συλλογικής αυτονομίας καθώς και μισθολογικά και εν γένει εργασιακά δικαιώματα των μισθωτών. Εντάσσονται όμως σε ένα σύστημα ρυθμίσεων και μέτρων που αποσκοπούν, κατά αναφερόμενα στις άνω εισηγητικές εκθέσεις, στην αντιμετώπιση του οξύτατου προβλήματος της διόγκωσης του δημοσίου χρέους και των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, μέσω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας της μείωσης του κόστους εργασίας, της καταπολέμησης της ανεργίας και της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Κατά την κρίση δε του Δικαστηρίου, το οποίο στερείται της εξουσίας ελέγχου των νομοθετικών επιλογών, τα μέτρα αυτά, που λήφθηκαν υπό τις εκτεθείσες όλως εξαιρετικές περιστάσεις, δηλαδή προ του κινδύνου στάσης πληρωμών και κατάρρευση της εθνικής οικονομίας με απρόβλεπτες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες, δικαιολογούνται από τη συνδρομή, λόγων υπέρτερου κοινωνικού συμφέροντος. Ενόψει τούτων, τα μέτρα αυτά στο πλαίσιο του οριακού ελέγχου συνταγματικότητας της ρύθμισης δεν παρίστανται ως μη πρόσφορα και μάλιστα προδήλως, για την επίτευξη των επιδιωκομένων με αυτά σκοπών, ούτε μπορεί να θεωρηθούν ότι δεν ήταν αναγκαία, για την επίτευξη των άνω δημοσιονομικών στόχων, προς διάσωση της οικονομίας από στάση πληρωμών και κατάρρευση, η οποία θα είχε απρόβλεπτες κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες και βεβαίως θα έθετε σε σοβαρότατο κίνδυνο και την απόλαυση των δικαιωμάτων όλων των φυσικών και νομικών προσώπων. Ούτε θίγουν τον πυρήνα των δικαιωμάτων που απορρέουν από τα άρθρα 22 παρ. 1 και 2 και 23 του Συντάγματος, εφόσον η συνδικαλιστική ελευθερία και το δικαίωμα της απεργίας δεν θίγονται και οι θεσμοί της συλλογικής αυτονομίας διατηρούνται κατά τρόπο ώστε να παρέχεται στους μισθωτούς η δυνατότητα να διεκδικούν τη βελτίωση της θέσης τους και την άμβλυνση των δυσμενών συνεπειών της οικονομικής κρίσης και των επίμαχων μέτρων. Κατ` ακολουθία δεδομένου ότι με τις προαναφερόμενες διατάξεις του Ν. 4095/2012, α) ο καθορισμός από το νόμο κατώτατου μισθού και κατώτατου ημερομισθίου συνδέεται με την περίοδο οικονομικής προσαρμογής και β) επιβάλλεται η θέσπιση με πράξη υπουργικού συμβουλίου διαδικασίας νόμιμου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου για τους εργαζόμενους ιδιωτικού δικαίου, ο οποίος κατά την αιτιολογική έκθεση του νόμου συνιστά την αφετηρία επί της οποίας οικοδομούνται συμφωνημένα μεταξύ των κοινωνικών εταίρων επίπεδα αμοιβών σε κλαδικό όμοιο επαγγελματικό και επιχειρησιακό επίπεδο είναι ανεκτή συνταγματικά η ρύθμιση της ανωτέρω διατάξεως της ΠΥΣ 6/2012 και των αντίστοιχων ρητρών του Μνημονίου, στο πλαίσιο εφαρμογής του παραπάνω Κυβερνητικού προγράμματος έως τη λήξη του ήτοι μέχρι τέλους 2016 και πάντως για διάστημα τριετίας από την έκδοση της προσβαλλομένης ΠΥΣ 6/2012, της αναστολής ισχύος εκτεινομένης στους σχετικούς όρους όλων των μορφών συλλογικών συμβάσεων, ήτοι κλαδικών, ομοιοεπαγγελματικών και επιχειρησιακών (ΟλΣτΕ 2307/2014, ΟλΣτΕ 668/2012, ΣτΕ 493/2015, ΑΠ 594/2021 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος 1975, όπως τούτο ισχύει μετά την αναθεώρηση με το από 6/17 Απριλίου 2001 Ψήφισμα της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής (Α 85), ορίζεται ότι “τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας”. Η εν λόγω αρχή της αναλογικότητας, η οποία κατατείνει στην εκλογίκευση των επαχθών παρεμβάσεων της κρατικής εξουσίας στα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα του ανθρώπου και πολίτη, παραβιάζεται όταν η συγκεκριμένη κρατική παρέμβαση δεν είναι: α) πρόσφορη για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκεται με αυτήν, β) αναγκαία για την επίτευξη τούτου, με την έννοια ότι το αυτό αποτέλεσμα δεν μπορεί να επιτευχθεί με ένα ανώδυνο ή ηπιότερο μέσο και γ) αναλογική “εν στενή εννοία”, δηλαδή να τελεί σε εσωτερική αλληλουχία προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην είναι ποιοτικά και ποσοτικά κατώτερη από τη βλάβη που προκαλείται (ΟλΑΠ 6/2018, ΟλΑΠ 27/2008). Από το συνδυασμό, δε, της ως άνω διάταξης και των διατάξεων των άρθρων 4 παρ. 5, 25 παρ. 4, 79 παρ. 1 και 106 παρ. 1 του Συντάγματος, συνάγεται ότι σε περιπτώσεις παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, ο κοινός νομοθέτης δύναται να θεσπίσει μέτρα περιστολής των δημόσιων δαπανών που συνεπάγονται σοβαρή οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού και, ιδίως, όσων λαμβάνουν μισθό ή σύνταξη από το δημόσιο ταμείο, λόγω της άμεσης εφαρμογής και αποτελεσματικότητας των επιβαλλόμενων σε βάρος τους μέτρων για τον περιορισμό του δημόσιου ελλείμματος. Η δυνατότητα, όμως, αυτή δεν μπορεί να είναι απεριόριστη, αλλά έχει ως όριο τις αρχές της αναλογικότητας, της ισότητας στην κατανομή των δημόσιων βαρών και του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, οι οποίες επιτάσσουν το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής να κατανέμεται μεταξύ όλων των κατηγοριών απασχολουμένων τόσο στον δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα, όπως, επίσης, και των ασκούντων ελευθέριο επάγγελμα, δεδομένου, μάλιστα, ότι η βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών είναι προς όφελος όλων.

Συνεπώς, ο νομοθέτης, εκτιμώντας τις εκάστοτε επικρατούσες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες και λαμβάνοντας υπόψη τη δημοσιονομική κατάσταση της Χώρας, δύναται, καταρχήν, να προβαίνει σε αναμόρφωση του μισθολογίου των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων του ευρύτερου δημόσιου τομέα, εισάγοντας νέες ρυθμίσεις, η συνταγματικότητα των οποίων υπόκειται σε οριακό μόνο έλεγχο εκ μέρους του δικαστή (ΟλΑΠ 1/2021, ΟλΣτΕ 1307/2019, ΟλΣτΕ 481/2018). Με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., που κυρώθηκε (μαζί με τη Σύμβαση) με το ν.δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυξημένη έναντι των κοινών νόμων ισχύ, ορίζεται ότι “Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ει μή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους, υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός κράτους όπως θέση εν ισχύι νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων”. Στην έννοια της περιουσίας που προστατεύεται από την ως άνω διάταξη εμπίπτουν οι δεδουλευμένες αποδοχές του δημοσιοϋπαλληλικού δικαίου και η προσδοκία για τη μελλοντική καταβολή τους, εφόσον υφίσταται επαρκής νομική βάση στο εθνικό δίκαιο για την ικανοποίηση των σχετικών αξιώσεων, πλην, όμως, με τη διάταξη αυτή δεν κατοχυρώνεται δικαίωμα σε διαρκή απόληψη αποδοχών και συντάξεων συγκεκριμένου ύψους (ΕΔΔΑ, απόφαση της 19.4.2007 ………. κατά Φινλανδίας, απόφαση της 20.3.2012 ………… κατά Ρουμανίας, απόφαση της 7.5.2013, …………. και ……… κατά Ελλάδος) εκτός αν συντρέχει περίπτωση διακινδύνευσης της αξιοπρεπούς διαβίωσης του ενδιαφερομένου (ΟλΣτΕ 1307/2019, ΟλΣτΕ 481/2018), ούτε θίγεται το δικαίωμα του κράτους να νομοθετεί με τον τρόπο που κρίνει αναγκαίο, στα πλαίσια του γενικού δημοσίου συμφέροντος, δεδομένου ότι ο νομοθέτης χαίρει ευρείας διακριτικής ευχέρειας σχετικά με τον καθορισμό της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής και των προτεραιοτήτων ως προς την κατανομή των περιορισμένων πόρων του κράτους (ΕΔΔΑ, απόφαση της 7.5.2013, ….. και ….. κατά Ελλάδος).

Συνεπώς με βάση τα προαναφερόμενα και τα λεκθέντα στην μείζονα σκέψη της παρούσης είναι αμφιμερώς αναγκαστικές οι διατάξεις που αποβλέπουν στην σταθεροποίηση και ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας, στην βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, στην προστασία της υγείας, στην μείωση της ανεργίας. Στο πλαίσιο της πρόσφατης δημοσιονομικής κρίσης που αντιμετώπισε η χώρα μας η αποκλειστική ρύθμιση από τον νομοθέτη ζητημάτων που αφορούν τις εργασιακές σχέσεις και συνακόλουθα η αφαίρεση αυτών των ζητημάτων αυτών από την ρυθμιστική ύλη των σσε είναι δυνατή όταν συντρέχουν λόγοι δημοσίου και γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος. Ως λόγος δε γενικότερου συμφέροντος που δικαιολογούν ακόμη και σε μείωση των αποδοχών ή αναστολή ή απαγόρευση αυξήσεων είναι η ανάγκη για μείωση του κόστους εργασίας, η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και των ελληνικών προϊόντων, η μείωση της ανεργίας, η μείωση του δημοσιονομικού ελλείματος, η μείωση του πληθωρισμού και ο περιορισμός του ανοίγματος του ισοζυγίου πληρωμών. Ακόμη η εκτίμηση των λόγων γενικότερου συμφέροντος υπόκειται σε οριακό μόνο δικαστικό έλεγχο. Ο οριακός αυτός δικαστικός έλεγχος γίνεται με βάση την αρχή της αναλογικότητας και σκοπό έχει να κρίνει αν τα μέτρα του νομοθέτη που λαμβάνονται συνήθως υπό έκτακτες περιστάσεις είναι προφανώς μη πρόσφορα ή μη αναγκαία για να επιτύχουν το σκοπό που επιδιώκουν και αν τα μέτρα αυτά θίγουν τον πυρήνα των δικαιωμάτων από τα άρθρα 22 και 23 του Συντάγματος. Ακόμη η διάταξη του άρθρου 11 παράγραφο 4 το νόμου 4354/2015 που αφορά την προϋπηρεσία που αναγνωρίζεται είναι όπως προελέχθη ανωτέρω διάταξη αμφιμερώς αναγκαστικού δικαίου με αποτέλεσμα να αποκλείεται η εφαρμογή της ευνοϊκότερης ρύθμισης στους εργαζόμενους μέσω ευνοϊκότερων σσε. Επομένως η εκκαλούμενη που απέρριψε την ένδικη αγωγή ως μη νόμιμη με την αιτιολογία ότι η εναγόμενη ως δημόσια επιχείρηση υπάγεται στις διατάξεις του νόμου 3429/2005 Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμοί ΔΕΚΟ υπόκειται στις διατάξεις των άρθρων 7 και 11 του νόμου 4354/2015, οι οποίες αποσκοπούν στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος και οι οποίες συνιστούν διατάξεις αμφιμερώς αναγκαστικού δικαίου, με αποτέλεσμα οι επικαλούμενες από τους ενάγοντες επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας που κατήρτισε η εναγόμενη και ρυθμίζουν ευνοϊκότερα τα μισθολογικά ζητήματα των υπαλλήλων της και την μισθολογική τους εξέλιξη δεν μπορούν να υπερισχύσουν έναντι των παραπάνω διατάξεων αφού στην περίπτωση των αμφιμερών αναγκαστικού δικαίου διατάξεων δεν εφαρμόζεται η προβλεπόμενη στην διάταξη του άρθρου 7&3 του νόμου 1876/1990 αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο. Αυτό διότι η εκκαλουμένη ως προελέχθη ανωτέρω ορθά εξειδίκευσε το δημόσιο συμφέρον που εξυπηρετεί το άρθρο 11 παράγραφο 4 του νόμου 4354/2015, ορθά εκτίμησε ότι οι διατάξεις των άρθρων 7 και 11 αποτελούν διατάξεις αμφιμερώς αναγκαστικού δικαίου που δεν αντίκειται στα άρθρα 5,22,25 του ισχύοντος Συντάγματος και του πρώτου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΔΑ, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν στην μείζονα σκέψη της παρούσης και που ισχύουν στην προκείμενη περίπτωση, ότι οι εκκαλούντες είναι εργαζόμενοι της εφεσίβλητης και ως εκ τούτου αυτή υπάγεται στο ν. 3429/2005(Α 314)”(ΟΛ.ΑΠ 2/2023 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και στην οποία ισχύει η παραπάνω διάταξη. Συνεπώς με βάση τα παραπάνω πρέπει να απορριφθούν οι παραπάνω λόγοι έφεση και η ένδικη έφεση στο σύνολο της. Η δικαστική δαπάνη των διαδίκων πρέπει να συμψηφιστεί μεταξύ τους στο σύνολο τους (άρθρο 179 ΚΠΟΛΔ) λόγω του δυσερμήνευτου του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ` ουσίαν την με αριθμό ……./2025 έφεση κατά της με αριθμό 4260/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία περιουσιακών διαφορών-εργατικών διαφορών). Συμψηφίζει εν όλω την δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του στον Πειραιά στις  15-5-2025 απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ