Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 314/2025

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Δ΄ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ  314/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Ε.Δ.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις …………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Καλτσά (με δήλωση, κατ΄άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).

Της ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυµης τραπεζικής εταιρείας µε την επωνυµία «…………», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός …………, με ΑΦΜ ……………., όπως νόµιµα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ασπασία Νικητοπούλου (Δ.Ε. ΧΑΡΑΚΤΙΝΙΩΤΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ).

Ο ΕΚΚΑΛΩΝ – ΑΝΑΚΟΠΤΩΝ άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εναντίον της εφεσίβλητης – καθ’ής η ανακοπή, την από 11-10-2023, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης αντίστοιχα (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) …………/2023 ανακοπή του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’αρ. 12/2024 οριστική απόφασή του, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, έκανε εν μέρει δεκτή την ως άνω ανακοπή.

Την απόφαση αυτή, κατά το μέρος που δεν έκανε δεκτή την ανακοπή του, προσβάλλει ο  ανακόπτων – ήδη εκκαλών με την ένδικη από 22-3-20224 έφεση, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ……../22-3-2024, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) …………/1-4-2024, προσδιορίστηκε δε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ. ….

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το πινάκιο, η πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις της, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος, ύστερα από δήλωσή του, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσε προτάσεις.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ  ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ΄αρ. 12/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και έκανε εν μέρει δεκτή την από 11-10-2023, κατ΄ άρθρο 933 ΚΠολΔ, ανακοπή των ανακόπτοντος – ήδη εκκαλούντος, έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.2, 517 εδ.α΄, 591 παρ.1 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης και από τη δημοσίευσή της έως την άσκηση της έφεσης, δεν έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της διετίας (άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ).

Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στο πλαίσιο που καθορίζεται από αυτούς (άρθρα 19, 522, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ). Έχει κατατεθεί δε, από τον εκκαλούντα, το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 εδ.α΄ του ΚΠολΔ, παράβολο για την άσκηση της έφεσης, όπως αναφέρεται στην προαναφερθείσα έκθεση κατάθεσης της Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς.

O ανακόπτων – ήδη εκκαλών, ζητούσε με την ως άνω από 11-10-2023, κατ΄άρθρο 933 ΚΠολΔ, ανακοπή του (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ………/2023), την ακύρωση των πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης, που επισπεύσθηκε σε βάρος του από την καθ΄ής η ανακοπή – ήδη εφεσίβλητη και συγκεκριμένα: α) της από 28-6-2023 επιταγής προς πληρωμή κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ΄αρ. …../2023 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, β) της από 7-7-2023 έγγραφης εντολής της πληρεξούσιου δικηγόρου της καθ΄ής ………, μέλους της δικηγορικής εταιρείας ‘…….., προς τη δικαστική επιμελήτρια της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ……., εταίρο της αστικής εταιρείας δικαστικών επιμελητών ‘……….’’ και γ) της υπ΄αρ. …………../31-7-2023 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της ως άνω δικαστικής επιμελήτριας, δυνάμει της οποίας η καθ΄ής η ανακοπή – ήδη εφεσίβλητη, επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση, προς ικανοποίηση της απαίτησής της ύψους 25.655,02 ευρώ, πηγάζουσας από σύμβαση δανείου, επί των περιγραφόμενων στην ανακοπή και στην έκθεση αυτή, δύο αυτοτελών οριζόντιων ιδιοκτησιών κυριότητας του ανακόπτοντος, που βρίσκονται σε πολυώροφη οικοδομή στον Πειραιά στη θέση ………. και επί της οδού ………..

Με την εκκαλουμένη απόφασή του (υπ΄αρ. 12/2024), το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, έκρινε παραδεκτώς κι εμπροθέσμως ασκηθείσα την ανακοπή, πλην του δεύτερου λόγου αυτής, που αφορούσε το κύρος της διαταγής πληρωμής που αποτέλεσε τον εκτελεστό τίτλο βάσει του οποίου επισπεύθηκε η προσβαλλόμενη εκτέλεση, τον οποίο απέρριψε ως απαράδεκτο με το αιτιολογικό ότι μπορεί να προταθεί μόνο με την ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ (εκ παραδρομής αναφέρει 933 ΚΠολΔ). Στη συνέχεια έκανε εν μέρει δεκτή την ανακοπή ήτοι ως προς τον πρώτο λόγο αυτής, με τον οποίο ο ανακόπτων υποστήριζε ότι είναι άκυρη η επιβολή κατάσχεσης διότι παραβιάζεται ο θεμελιώδης κανόνας του άρθρου 927 ΚΠολΔ, με την αιτιολογία ότι, ενώ η δικαστική επιμελήτρια που την επέβαλε είχε εντολή να επιβάλει κατάσχεση στο όνομα και για λογαριασμό της επισπεύδουσας ‘…………..’’, εντούτοις επέβαλε αυτή στο όνομα και για λογαριασμό της εταιρείας διαχείρισης με την επωνυμία .………….., η οποία δρα εν προκειμένω ως διαχειρίστρια απαιτήσεων της εταιρείας ειδικού σκοπού ..………., χωρίς να έχει εντολή προς τούτο, με αποτέλεσμα να υφίσταται δικονομική βλάβη, αφού επέρχεται σ΄ αυτόν (ανακοπτοντα σύγχυση ως προς το πρόσωπο του δανειστή, καθώς δεν ενημερώθηκε, κατ΄ άρθρα 919 παρ.2 και 925 ΚΠολΔ, πριν τη διενέργεια των πράξεων εκτέλεσης για τυχόν μεταβίβαση της απαίτησης, εφόσον δεν του κοινοποιήθηκαν τα έγγραφα της διαδοχής. Ακολούθως, ακύρωσε την ως άνω ανακοπτόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας. Ως προς το κεφάλαιό της δε αυτό δεν πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση με την ένδικη έφεση.

Ήδη κατά της παραπάνω οριστικής απόφασης παραπονείται ο ανακόπτων – εκκαλών, με την κρινόμενη έφεσή του, κατά το μέρος αυτής που απέρριψε τον δεύτερο λόγο της ανακοπής του που αφορούσε στο κύρος της διαταγής πληρωμής, δυνάμει της οποίας επισπεύθηκε η προσβαλλόμενη εκτελεστική διαδικασία, για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της μόνο ως προς το ως άνω κεφάλαιό της, ώστε να γίνει συνολικά δεκτή η ανακοπή του και να ακυρωθούν όλες οι προσβαλλόμενες πράξεις εκτέλεσης.

Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 631, 632 παρ. 1, 633 παρ. 2, 904 παρ. 2, 933 παρ. 3 και 330 ΚΠολΔ, η διαταγή πληρωμής, η οποία δεν φέρει χαρακτήρα δικαστικής απόφασης, αλλά αποτελεί εκτελεστό τίτλο, αποκτά ισχύ δεδικασμένου, όχι μόνο με την τελεσίδικη απόρριψη της ανακοπής που ασκήθηκε κατ΄ αυτής, αλλά και με την άπρακτη πάροδο των προθεσμιών των άρθρων 632 παρ. 1 και 633 παρ. 2 ΚΠολΔ, προς άσκηση ανακοπής, οπότε δεν μπορεί να προσβληθεί, παρά μόνο με αναψηλάφηση. Συνεπώς παράγεται δεδικασμένο, υπό τις εξής προϋποθέσεις: α) αν ο καθ΄ού η διαταγή πληρωμής ασκήσει εμπρόθεσμα ανακοπή (άρθρο 632 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ) και αυτή απορριφθεί τελεσίδικα κατ` ουσία (Ολ.ΑΠ 8/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Νέα επίδοση της διαταγής πληρωμής δεν απαιτείται στην περίπτωση αυτή, αφού κάθε αντίθετη εκδοχή θα προσέκρουε στον σκοπό του νόμου, προκαλώντας ανασφάλεια δικαίου και αδικαιολόγητη παρέλκυση, β) αν, αφού παρέλθει άπρακτη η προθεσμία του άρθρου 632 παρ. 2 ΚΠολΔ ή απορριφθεί, ως απαράδεκτη, η ανακοπή που ασκήθηκε, μετά από την πρώτη επίδοση της διαταγής πληρωμής, γίνει δεύτερη επίδοσή της και δεν ασκηθεί ανακοπή μέσα σε δεκαπέντε εργάσιμες ημέρες (άρθρο 633 παρ. 2 ΚΠολΔ) ή ασκηθεί τέτοια ανακοπή και απορριφθεί τελεσίδικα, για οποιοδήποτε λόγο, ακόμη και ως απαράδεκτη. Σε περίπτωση ύπαρξης τελεσίδικης δικαιοδοτικής κρίσης για το κύρος της διαταγής πληρωμής, παράγεται και αναπτύσσεται πλήρες δεδικασμένο ως προς την εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου, το οποίο καλύπτει τις ενστάσεις που προτάθηκαν, καθώς και εκείνες που μπορούσαν να προταθούν και δεν προτάθηκαν – με την εξαίρεση εκείνων, που στηρίζονται σε αυτοτελές δικαίωμα, που μπορεί να ασκηθεί και με κύρια αγωγή – και αποκλείεται η αμφισβήτηση της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής (Ολ.ΑΠ 5/2020, ΑΠ 1072/2021, ΑΠ 191/2020, ΑΠ 1341/2019, ΑΠ 58/2019, Εφ.Αθ.(Μον). 634/2025 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Όταν ενεργείται αναγκαστική εκτέλεση με βάση διαταγή πληρωμής ο καθ΄ού η εκτέλεση μπορεί να αμυνθεί, ασκώντας παράλληλα την ανακοπή του άρθρου 632 παρ. 1 ΚΠολΔ, κατά της διαταγής πληρωμής και την ανακοπή του άρθρου 933 παρ. 1 ΚΠολΔ, κατά των πράξεων της εκτέλεσης, επικαλούμενος ακόμη και τους ίδιους λόγους, αφού οι αντιρρήσεις που προβάλλονται με την ανακοπή του άρθρου 933 παρ. 1 ΚΠολΔ, μπορεί να αφορούν την τυπική και ουσιαστική εγκυρότητα του εκτελούμενου τίτλου και συνεπώς και την απαίτηση, για την οποία έχει εκδοθεί η διαταγή πληρωμής, εφόσον αυτή δεν έχει αποκτήσει δύναμη δεδικασμένου, κατά τα προαναφερόμενα. Ωστόσο, οποιοσδήποτε λόγος και αν προβάλλεται με την ανακοπή του άρθρου 933 παρ. 1 ΚΠολΔ, το αίτημά της είναι πάντοτε η ακύρωση ορισμένης διαδικαστικής πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης που προσβάλλεται με αυτήν (ΑΠ 792/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Αθ.(Μον). 634/2025 ό.π.).

Στην προκείμενη περίπτωση, ο εκκαλών, με την κρινόμενη έφεσή του, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της, βάλλει κατά της εκκαλουμένης απόφασης ως προς το κεφάλαιο αυτής με το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, απέρριψε ως απαράδεκτο τον δεύτερο λόγο της ανακοπής του, που στρεφόταν κατά του κύρους της ως άνω διαταγής πληρωμής (υπ΄αρ. ……../2023), βάσει της οποίας επισπεύθηκε η προσβαλλόμενη αναγκαστική εκτέλεση.

Ο ως άνω λόγος της έφεσης είναι πράγματι βάσιμος, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προπαρατεθείσα μείζονα σκέψη, καθώς, από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, δεν προκύπτει ότι η εν λόγω διαταγή πληρωμής έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου με έναν από τους παραπάνω τρόπους (ήτοι με την τελεσίδικη απόρριψη ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ κατ΄αυτής, ή με τη δεύτερη επίδοσή της), οπότε παραδεκτά προβάλλονται οι λόγοι που αφορούν το κύρος της (διαταγής), με την ένδικη ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, εφόσον βέβαια ζητείται η ακύρωση όχι της ίδιας αλλά των πράξεων εκτέλεσης, που έλαβαν χώρα με βάση αυτή. Κατ΄ εσφαλμένη λοιπόν εφαρμογή του νόμου το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, απέρριψε τον λόγο αυτόν της ανακοπής ως απαράδεκτο, οπότε πρέπει να εξαφανιστεί ως προς το μέρος της αυτό, κι αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, να εξεταστεί η ανακοπή περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά του παραπάνω λόγου της.

Όταν ο δανειστής έχει το δικαίωμα, σύμφωνα με τους όρους του τοκοχρεωλυτικού δανείου καταβαλλόμενο σε δόσεις, να καταγγείλει τη σχετική σύμβαση πρόωρα, αν δεν πληρωθούν οι δόσεις, τότε όλες οι οφειλόμενες δόσεις του δανείου γίνονται απαιτητές. Με την καταγγελία, επομένως, η σύμβαση του δανείου ως τοκοχρεωλυτικού λύεται και ενεργοποείται o συμβατικός όρος που παρέχει στο δανειστή το δικαίωμα να αξιώσει την άμεση πληρωμή από τον οφειλέτη ολοκλήρου του οφειλομένου κεφαλαίου, καθώς και τόκους υπερημερίας από της καταγγελίας. Όταν, η ως άνω αίρεση πληρωθεί και καταγγελθεί το δάνειο, τότε δεν οφείλονται πλέον δόσεις, αλλά ολόκληρο το τότε ανεξόφλητο κεφάλαιο (ΑΠ 1185/2019, ΑΠ 637/1997 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η καταγγελία, περιέχει δήλωση βουλήσεως (διαπλαστικού χαρακτήρα μονομερή δικαιοπραξία έχουσα ορισμένο λήπτη), όταν προβλέπεται δικαίωμα καταγγελίας εκ του νόμου ή από τη σύμβαση, πρέπει δε αυτή να απευθύνεται και να επιδίδεται σε όλα τα πρόσωπα στα οποία αφορά (Εφ.θεσ.(Μον). 1317,1318/2020, Εφ.Πειρ.(Μον). 231/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, η καταγγελία της σύμβασης είναι το διαπλαστικό δικαίωμα του δικαιούχου, που ασκείται με μονομερή πράξη/δήλωσή του που απευθύνεται προς τον αντισυμβαλλόμενο, έχει δε ως σκοπό τη λύση μιας διαρκούς ενοχικής σχέσης για κάποιον νόμιμο λόγο. Επίσης, η καταγγελία ενεργεί ex nunc (για το μέλλον) και όσο υφίσταται και λειτουργεί μια σύμβαση, παράγει έννομα αποτελέσματα μέχρι να καταγγελθεί. Επομένως το εν λόγω δικαίωμα προς καταγγελία είναι διαπλαστικό αφού χορηγείται η εξουσία, με μονομερή δήλωση, η οποία αποκτά νομική ενέργεια μόλις περιέλθει στον αντισυμβαλλόμενο (ΑΚ 167), να προκαλέσει την άρση (λύση) της σύμβασης για το μέλλον, δηλαδή την κατάργησή της, δημιουργεί δε εφεξής μια νέα έννομη κατάσταση. Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623 και 624 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, μεταξύ των ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων, με τη συνδρομή ή μη των οποίων μπορεί να εκδοθεί διαταγή πληρωμής, είναι αφενός, η ύπαρξη χρηματικής απαίτησης του αιτούντος από ορισμένη έννομη σχέση και, αφετέρου, η απαίτηση αυτή, καθώς και το ποσό της, να αποδεικνύεται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Εάν η απαίτηση ή το ποσό της δεν αποδεικνύεται εγγράφως, ο Δικαστής οφείλει, κατ` άρθρο 628 ΚΠολΔ, να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής, εάν δε, παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης, εκδοθεί διαταγή πληρωμής, τότε αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη, κατά τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής για τον λόγο αυτόν απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξαρτήτως της ύπαρξης και της δυνατότητας απόδειξης της απαίτησης με άλλα αποδεικτικά μέσα (Εφ.Θεσ. 110/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Θεσ.(Μον). 1317 και 1318/2020 ό.π.).

Με τον ως άνω δεύτερο λόγο της ανακοπής του, ο ανακόπτων – ήδη εκκαλών ισχυρίζεται ότι δεν του επιδόθηκε, εκ μέρους της καθ΄ής, καταγγελία της επίδικης σύμβασης τοκοχρεωλυτικού δανείου, αλλά η από 8-11-2022 απλή επιστολή – δήλωση προς αυτόν γνωστοποίησης του κλεισίματος του λογαριασμού του δανείου, με αποτέλεσμα να δημιουργείται διαδικαστικό απαράδεκτο για την έκδοση της διαταγής πληρωμής στην οποία βασίστηκε η επισπευδόμενη εκτέλεση με αποτέλεσμα την ακυρότητα των προσβαλλόμενων πράξεων της τελευταίας, καθόσον δεν υπάρχει ληξιπρόθεσμη απαίτηση, η οποία έχει σαν προϋπόθεση την καταγγελία της σύµβασης. Επικουρικά δε, ο ανακόπτων υποστηρίζει ότι είναι άκυρη η εν λόγω διαταγή πληρωµής, διότι η καθ΄ής προσκόµισε την ανωτέρω από 8-11-2022 εξώδικη δήλωση σε απλή φωτοτυπία χωρίς να είναι νόμιμα επικυρωµένη, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην ανακοπή του.

Ο λόγος αυτός της ανακοπής, που παραδεκτά, κατά τα προεκτεθέντα προβάλλεται όσον αφορά το αίτημα ακύρωσης των ως άνω υπό στοιχείο α΄ και γ΄ προσβαλλόμενων πράξεων εκτέλεσης [καθώς η υπό στοιχείο β΄ πράξη (ήτοι η από 7-7-2023 έγγραφη εντολή), δεν αποτελεί πράξη εκτέλεσης αλλά προπαρασκευαστική πράξη αυτής και δεν προσβάλλεται αυτοτελώς], είναι νομικά -σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη- αλλά και ουσιαστικά βάσιμος. Κι αυτό διότι, όπως προκύπτει από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, στην ένδικη διαταγή πληρωμής επισυνάπτεται μόνο η από 8-11-2022 εξώδικη δήλωση και μάλιστα σε απλή φωτοτυπία μη επικυρωμένη, (επιδοθείσα στον ανακόπτοντα στις 6-12-2022 δυνάμει της υπ΄αρ. …./6-12-2022 έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ………), η οποία αποτελεί απλή επιστολή ενημέρωσης κλεισίματος του λογαριασμού της ένδικης σύμβασης τοκοχρεωλυτικού δανείου (με αρ. ……. σε συνδυασμό με την πρόσθετη πράξη αυτής), βάσει της οποίας εκδόθηκε η υπ΄αρ. …………/2023 διαταγή πληρωμής, δυνάμει δε της τελευταίας επισπεύθηκε η επίδικη εκτελεστική διαδικασία. Στην ως άνω από 8-11-2022 επιστολή αναφέρεται μεν ότι η καθ΄ής η ανακοπή προέβη σε καταγγελία της σύμβασης στις 2-11-2022, χωρίς, ωστόσο, η αναφερόμενη αυτή καταγγελία να επισυνάπτεται στα έγγραφα τα οποία προσκομίστηκαν για την έκδοση της επίμαχης ανωτέρω διαταγής πληρωμής και χωρίς, επίσης, να προκύπτει από κανένα άλλο έγγραφο το περιεχόμενό της. Σημειωτέον ακόμη ότι, ούτε ενώπιον του πρωτοβάθμιου, αλλά και του παρόντος Δικαστηρίου, προσκομίστηκε η επικαλούμενη από την καθ΄ής στην ανωτέρω από 8-11-2022 εξώδικη δήλωσή της, από 2-11-2022 καταγγελία. Από τα παραπάνω, όμως, έγγραφα στα οποία στηρίχθηκε η Δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς για να εκδώσει την εν λόγω διαταγή πληρωμής, δεν αποδεικνύονται η απαίτηση της καθ΄ής και κυρίως εάν αυτή έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη, δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 9 της ανωτέρω σύμβασης, μόνο σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης γίνεται ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και το μη ληξιπρόθεσμο μέρος του δανείου και δύναται να επιδιωχθεί η είσπραξη του συνόλου της οφειλής και συνεπώς τα ανωτέρω έγγραφα δεν αποτελούσαν νόμιμα αποδεικτικά μέσα, ώστε να εκδοθεί βάσει αυτών έγκυρη διαταγή πληρωμής. Η ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, οδηγεί σε ακυρότητα, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στην οικεία μείζονα σκέψη, και τις πράξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης, η οποία επισπεύθηκε δυνάμει της διαταγής αυτής. Παρέλκει δε η εξέταση του επικουρικού σκέλους του ως άνω λόγου της ανακοπής.

 Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν κι απέρριψε τον ως άνω λόγο της ανακοπής ως απαράδεκτο, εσφαλμένα εφάρμοσε τον νόμο, όπως προεκτέθηκε. Πρέπει, συνεπώς, κατά τον βάσιμο περί τούτου λόγο της έφεσης, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση. Ακολούθως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση κι ως ουσιαστικά βάσιμη κι αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο τούτο και ερευνηθεί κατ΄ ουσία, (πρέπει) να γίνει δεκτή η ένδικη ανακοπή και ως προς τον λόγο της αυτόν, σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερθέντα και να ακυρωθούν οι ως άνω προσβαλλόμενες (υπό στοιχ. α΄ και γ΄) πράξεις εκτέλεσης, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης. Τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, θα συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω του δυσερμήνευτου, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ), καθώς επίσης θα διαταχθεί η απόδοση του αναφερόμενου επίσης στο διατακτικό παραβόλου της έφεσης, στον καταθέσαντα αυτό εκκαλούντα (κατ΄άρθρο 495 παρ. 3εδ.ε ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει, αντιμωλία των διαδίκων, την έφεση.

Δέχεται την έφεση τυπικά και κατ΄ ουσία.

Εξαφανίζει την υπ΄αρ. 12/2024 οριστική απόφαση του Μονομελούς  Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών), κατά το μέρος αυτής που απέρριψε τον δεύτερο λόγο της από 20-3-2017 και με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) …………/2023 ανακοπής του ανακόπτοντος – εκκαλούντος.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την ως άνω ανακοπή ως προς τον παραπάνω λόγο της.

Δέχεται αυτήν.

  Ακυρώνει τις πράξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης, που επισπεύθηκε από την καθ΄ής εις βάρος του ανακόπτοντος, δυνάμει της  υπ΄αρ. …./2023 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και συγκεκριμένα, την από 28-6-2023 επιταγή προς πληρωμή κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ανωτέρω διαταγής πληρωμής και την υπ΄αρ. ……../31-7-2023 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών …….., εταίρο της αστικής εταιρείας δικαστικών επιμελητών ………………

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Διατάσσει την απόδοση στον εκκαλούντα του, κατατεθέντος από αυτόν, παραβόλου της έφεσης (e-παράβολο με αρ. …………../2024, ποσού 100 ευρώ).

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις  16 Μαϊου 2025, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                              H  ΓPAMMATEAΣ