ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Δ΄ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 316 /2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Ε.Δ.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευάγγελο Καλαμπαλίκη (με δήλωση, κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Της ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: …………. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Καραμιζάρη.
Η ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗ – ΕΝΑΓΟΥΣΑ άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά του εναγόμενου – ήδη εκκαλούντος την από 23-1-2023, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης αντίστοιχα (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) …………/26-1-2023, αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄αρ. 3744/2023 οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου (ειδική διαδικασία διαφορών από την οικογένεια, τον γάμο και την ελεύθερη συμβίωση), που έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή.
Ήδη την απόφαση αυτή προσβάλλει ο εναγόμενος – εκκαλών με την κρινόμενη από 14-3-2024 έφεσή του, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………./14-3-2024, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) …………/22-3-2024, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ. ……
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το πινάκιο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις της, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος, ύστερα από δήλωσή του, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσε προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ΄αρ. 3744/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, τον γάμο και την ελεύθερη συμβίωση (άρθρα 592 παρ.3 περ.δ΄, 593-602, 610-613 ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 591 παρ.1 ΚΠολΔ) και εντός της 30ημερης προθεσμίας του άρθρου 518 παρ.1 ΚΠολΔ, καθώς η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στον εκκαλούντα στις 20-2-2024 (όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση επί του αντιγράφου αυτής, της δικαστικής επιμελήτριας Αθηνών …………..) και η ένδικη έφεση κατατέθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 14-3-2024, όπως προκύπτει από την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας έκθεση κατάθεσης. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 19, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ), και μέσα στο πλαίσιο που ορίζεται από αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ). Έχει κατατεθεί δε, από τον εκκαλούντα, το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 εδ.α΄ ΚΠολΔ, παράβολο για την άσκηση της έφεσης, όπως αναφέρεται στην προαναφερθείσα έκθεση κατάθεσής της ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Από το άρθρο 1400 ΑΚ προκύπτει ότι, οι προϋποθέσεις της αξίωσης του συζύγου προς συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου είναι: α) Η λύση ή ακύρωση του γάμου, ή, κατ` ανάλογη εφαρμογή, η συμπλήρωση τριετούς διάστασης των συζύγων, β) η αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου αφότου τελέσθηκε ο γάμος και γ) η συμβολή με οποιονδήποτε τρόπο του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση αυτή της περιουσίας του υπόχρεου. Για την τελευταία είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται τόσο στην αγωγή, όσο και στην απόφαση το είδος της συμβολής, η αξία της και ο αιτιώδης σύνδεσμος αυτής με την αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου. Η συμβολή δε, του δικαιούχου στην αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου μπορεί να συνίσταται, όχι μόνο στην παροχή κεφαλαίου με οποιαδήποτε μορφή, αλλά και στην παροχή υπηρεσιών, αποτιμωμένων σε χρήμα, ακόμη και υπηρεσιών, που παρέχονται στο συζυγικό οίκο, όταν και κατά το μέτρο που αυτές δεν επιβάλλονται από την, κατά τα άρθρα 1389 και 1390 ΑΚ, υποχρέωση συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών (ΑΠ 3/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έτσι, είναι αναγκαία η χρηματική αποτίμηση στην αγωγή των υπηρεσιών αυτών μόνο κατά το μέρος που αυτές υπερβαίνουν το μέτρο το επιβαλλόμενο από την υποχρέωση συμβολής στις οικογενειακές ανάγκες. Όταν, όμως, ζητείται η επιδίκαση του τεκμαιρομένου ποσοστού (1/3) των αποκτημάτων, ο ενάγων θα δικαιούται το 1/3 από την επαύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου, χωρίς να χρειάζεται να επικαλεσθεί και αποδείξει οποιαδήποτε συμβολή του στην αύξηση αυτή, υπό την προϋπόθεση, βέβαια, της επίκλησης και απόδειξης τέτοιας αύξησης της περιουσίας του άλλου συζύγου (ΑΠ 1357/2015, ΑΠ 202/2014, ΑΠ 1977/2008, ΑΠ 438/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, το καθιερούμενο από τη διάταξη του άρθρου 1400 εδ. β` του ΑΚ μαχητό τεκμήριο ότι η συμβολή του δικαιούχου συζύγου ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης της περιουσίας του υπόχρεου, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή, λειτουργεί αμφιμερώς και υπέρ των δύο διαδίκων, με την έννοια ότι αν ο ενάγων ζητήσει με την αγωγή του ποσοστό της αύξησης που αντιστοιχεί σε μεγαλύτερη του 1/3 συμβολή, αυτός υποχρεούται να αποδείξει το μεγαλύτερο του τεκμαρτού ποσοστό της συμβολής του, ενώ ο εναγόμενος μπορεί, κατ` ένσταση, να προβάλει και να αποδείξει ότι ο ενάγων είχε μικρότερη της τεκμαιρόμενης ή και καμία συμβολή. Με τη διάταξη αυτή δεν καθιερώνεται ιδιαίτερος τρόπος υπολογισμού της αξίωσης σε σχέση με το ποσοστό του τεκμηρίου, αλλά απλώς γίνεται κατανομή του βάρους της απόδειξης με βάση μαχητό τεκμήριο, ενώ η αξίωση συμμετοχής στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου είναι μία και ενιαία, οποιοδήποτε ποσοστό, μεγαλύτερο ή μικρότερο του τεκμαιρομένου, συμμετοχής και αν ζητά με την αγωγή ο δικαιούχος σύζυγος. Συνεπώς, εάν ο ενάγων ζητήσει με την αγωγή του μεγαλύτερο του τεκμαιρόμενου ποσοστό και καμιά πραγματική συμβολή του, με τους τρόπους και κατά την αξία που εκθέτει στην αγωγή δεν μπόρεσε να αποδείξει, η αγωγή δεν απορρίπτεται εξ ολοκλήρου, αλλά μόνο κατά το πλέον του ενός τρίτου ποσοστό της αύξησης της περιουσίας του εναγομένου, ενώ, κατά το αντίστοιχο με το ένα τρίτο ποσό, που καλύπτεται από το τεκμήριο, γίνεται δεκτή, εφόσον ο εναγόμενος δεν επικαλέσθηκε ή αν επικαλέσθηκε και δεν απέδειξε ότι η συμβολή του ενάγοντας στην αύξηση της περιουσίας αυτού (εναγομένου) είναι μηδενική ή σε μικρότερο ποσοστό (ΑΠ 3/2016, ΑΠ 156/2010, ΑΠ 164/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, I. Κατράς, «Αγωγές Αστικού Κώδικα και Ενστάσεις», 2010, § 124, Ε2, σελ. 1193, Κ. Παπαδοπούλος, «Αγωγές Οικογενειακού Δικαίου», τομ. Α’, 2001, § 289, σελ. 381, Β. Βαθρακοκοίλης, «Το Νέο Οικογενειακό Δίκαιο», Β’, εκδ. 2000, υπό άρθρο 1400, αρ. 13 και 20). Επίσης, το παθητικό που πρέπει να αφαιρεθεί για να εξευρεθεί η τελική καθαρή αύξηση της περιουσίας, αποτελεί στοιχείο ένστασης (ΑΠ 1357/2015, ο.π.). Κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό της τελικής περιουσίας, υπό την έννοια του καθορισμού των στοιχείων που την αποτελούν, θεωρείται, επί μεν τριετούς διάστασης των συζύγων, επειδή στο νόμο δεν τίθεται χρονική αφετηρία για την άσκηση της αγωγής και επειδή ο γάμος δεν έχει ακόμη λυθεί ή ακυρωθεί, ο χρόνος άσκησης της αγωγής, στον οποίο πρέπει να γίνει και ο προσδιορισμός της τελικής περιουσίας και ο υπολογισμός της αξίας της και η αναγωγή της αξίας της τυχόν αρχικής περιουσίας, στη δε περίπτωση της λύσης του γάμου με διαζύγιο ή ακύρωσής του, ο χρόνος του αμετακλήτου της σχετικής απόφασης (ΑΠ 955/2022, ΑΠ 182/2021, ΑΠ 1247/2019, ΑΠ 1899/2014, ΑΠ 1557/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για την περαιτέρω, όμως, αναγωγή σε χρήμα, δηλαδή για την εξεύρεση της σε χρήμα τελικής περιουσίας, κρίσιμος είναι ο χρόνος της παροχής της έννομης προστασίας, δηλαδή εκείνος της έγερσης της αγωγής, λαμβανομένης υπόψη, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 224 του ΚΠολΔ και της τυχόν μέχρι της πρώτης, στο ακροατήριο συζήτησης αυτής ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, επερχόμενης διαφοροποίησης (ΑΠ 1557/2008 ό.π.). Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 1400 ΑΚ, με τις οποίες αναγνωρίζεται στον ένα σύζυγο η αξίωση συμμετοχής στην περιουσία που απέκτησε ο άλλος κατά τη διάρκεια του γάμου τους και ρυθμίζεται η άσκηση αυτής, συνάγεται ότι η απαίτηση του συζύγου, που φέρεται ως δικαιούχος, είναι ενοχικής φύσης και έχει ως αντικείμενο, κατ` αρχήν, χρηματική παροχή. Η παροχή αυτή συνίσταται στην αποτίμηση της κατά τη διάρκεια του γάμου περιουσιακής επαύξησης του συζύγου, που φέρεται ως υπόχρεος και στον προσδιορισμό του μέρους αυτής, το οποίο προέρχεται από τη συμβολή του δικαιούχου και πρέπει να επιδικασθεί σ’ αυτόν ως χρηματική ποσότητα. Ύστερα από σχετικό αίτημα του ενός ή του άλλου συζύγου, το δικαστήριο της ουσίας διατηρεί την εξουσία, κατά την ελεύθερη κρίση αυτού και μετά από στάθμιση των εκατέρωθεν συμφερόντων, να διατάξει την απόδοση του μέρους της συμβολής του δικαιούχου συζύγου στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου με αυτούσια παροχή, κατ` ανάλογη εφαρμογή της ΑΚ 297 εδ. β` (ΑΠ 3/2016, ΑΠ Εφ.Δυτ.Μακ.100/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, όμως, και στην περίπτωση αυτή, η αξίωση συμμετοχής δεν αποβάλλει τον ενοχικό της χαρακτήρα και δεν παρέχει στο δικαιούχο δικαίωμα νομής ή κυριότητας επί ακινήτου, το οποίο φέρεται ότι αποτελεί την περιουσιακή επαύξηση του υπόχρεου και επί του οποίου επιδιώκεται η ικανοποίηση της αξίωσης συμμετοχής του δικαιούχου με αυτούσια απόδοση. Παράγει, απλώς, ενοχική υποχρέωση του πρώτου να μεταβιβάσει προς το δεύτερο το μέρος, ή το ποσοστό, του ακινήτου που προήλθε από τη συμβολή του, της οποίας η αναγκαστική εκπλήρωση θα γίνει σύμφωνα με την ΚΠολΔ 949, οπότε και θα αποκτηθεί από τον τελευταίο το αντίστοιχο δικαίωμα νομής ή κυριότητας (Ολ.ΑΠ 28/1996, ΕλλΔνη 38.28, ΑΠ 1740/2002, ΝοΒ 51.1226).
Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα – ήδη εφεσίβλητη, εξέθετε στην ως άνω, με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………/26-1-2023, αγωγή της, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της, ότι, στις 10-5-1970 τέλεσε νόμιμο θρησκευτικό γάμο με τον εναγόμενο, από τον oποίο απέκτησαν τρία, ήδη ενήλικα, τέκνα. Ότι, η έγγαμη συμβίωσή τους διασπάστηκε οριστικά το έτος 2004, όταν ο εναγόμενος εγκατέλειψε τη συζυγική οικία, έκτοτε δε βρίσκονται σε διάσταση, ενώ ο γάμος τους λύθηκε δυνάμει της υπ΄αρ. 1980/2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία έχει καταστεί αμετάκλητη την 1-5-2022. Ότι, κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου τους, ο εναγόμενος δεν διέθετε περιουσιακά στοιχεία, ενώ, κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής τους, αυτός απέκτησε από μη χαριστική αιτία, τα παρακάτω περιουσιακά στοιχεία, όπως περιγράφονται αναλυτικότερα στην αγωγή, ήτοι: α) ένα διαμέρισμα στη νήσο Αίγινα, το οποίο ακολούθως το μεταβίβασε το έτος 1984 και έλαβε το ποσό των 600.000 δραχμών, το οποίο, με βάση τα οικονομικά δεδομένα του χρονικού σημείου αμετάκλητης λύσης του γάμου των διαδίκων, αντιστοιχεί στο ποσό των 23.137,71 ευρώ, β) ένα διαμέρισμα στη νήσο Αίγινα, αξίας 150.000 ευρώ, γ) ένα οικόπεδο με ισόγεια οικία στη θέση ……… της νήσου Σαλαμίνας, αξίας 80.000 ευρώ και δ) ένα όχημα μάρκας Mercedes Ε, έτους πρώτης κυκλοφορίας 2003, η αξία του οποίου ήταν 30.000 ευρώ το έτος 2004 και παρέμεινε η ίδια κατά το χρόνο αμετάκλητης λύσης του γάμου των διαδίκων. Ότι, συνεπώς, η συνολική επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου κατά το χρόνο αμετάκλητης λύσης του γάμου τους, καθώς και κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, ανήρχετο στο ποσό των 283.137,71 ευρώ, κατά τα αναλυτικά επίσης εκτιθέμενα σε αυτήν (αγωγή). Περαιτέρω, η ενάγουσα εξέθετε ότι, στην εν λόγω επαύξηση της περιουσίας του εναγόμενου, έχει συμβάλει και η ίδια, με την παροχή υπηρεσιών στη συζυγική τους οικία, που υπερέβαιναν τα όρια της υποχρέωσής της για συνεισφορά στις οικογενειακές δαπάνες. Ζητούσε δε ακολούθως, ισχυριζόμενη ότι η ίδια συνέβαλε στην επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου κατά ποσοστό 1/3, όπως παραδεκτά περιόρισε το αγωγικό αίτημα από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό (με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, αλλά και με τις πρωτόδικες προτάσεις της), να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου να της καταβάλει το ποσό των 94.379,24 ευρώ, που αντιστοιχεί στην αξία της τεκμαρτής συμβολής της στην αύξηση της περιουσίας του τελευταίου κατά τη διάρκεια του γάμου τους, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Με την εκκαλουμένη απόφασή του, (υπ΄αρ. 3744/2023) το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, πλην της επικουρικής βάσης της, που επιχειρείται να στηριχθεί στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, την οποία απέρριψε ως μη νόμιμη, διότι θεμελιώνεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζεται και η κύρια αγωγική βάση (ως προς το κεφάλαιό της δε αυτό δεν πλήττεται η εκκαλουμένη με την ένδικη έφεση). Στη συνέχεια, το ανωτέρω πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και ως ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε την υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 38.000 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής.
Κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονείται ο εναγόμενος – ήδη εκκαλών, με την κρινόμενη έφεσή του, για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, άλλως τη μεταρρύθμισή της, ώστε να απορριφθεί η ως άνω αγωγή της αντιδίκου του.
Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων (ενός από κάθε πλευρά), ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, καθώς και όλων των εγγράφων που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο στον Ιερό Ναό . ……. στον Πειραιά στις 10-5-1970, από τον οποίο απέκτησαν τρία, ήδη ενήλικα, τέκνα. Η έγγαμη συμβίωσή τους, όμως, δεν εξελίχθηκε ομαλά με αποτέλεσμα την οριστική διάσπασή της στις αρχές του έτους 2004, όταν ο εναγόμενος αποχώρησε από τη συζυγική εστία στον Πειραιά, ενώ ο γάμος μεταξύ των διαδίκων έχει λυθεί με την υπ΄αρ. 198/2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε επί σχετικής αγωγής του εναγόμενου και έχει καταστεί αμετάκλητη την 1-5-2022, καθώς κοινοποιήθηκε στην ενάγουσα την 1-10-2021, χωρίς έκτοτε να έχουν ασκηθεί κατ’ αυτής τακτικά ή έκτακτα ένδικα μέσα. Η αμετάκλητη λύση του γάμου τους συνομολογείται δε και από τους διαδίκους. Περαιτέρω, προέκυψε ότι, κατά τον χρόνο τέλεσης του γάμου των διαδίκων, ως προς τον οποίο αυτοί δεν είχαν επιλέξει το συμβατικό σύστημα της κοινοκτημοσύνης, ο εναγόμενος δεν είχε περιουσιακά στοιχεία. Κατά τη διάρκεια ωστόσο της έγγαμης συμβίωσής τους, αυτός απέκτησε τα κάτωθι ακίνητα: Α) Το υπ’ αρ. 13 διαμέρισμα, επιφάνειας 25,40 τ.μ., του Γ’ ορόφου πολυκατοικίας, κείμενης στη θέση …. της νήσου Αίγινας επί της οδού ………., εντός οικοπέδου έκτασης 2.480 τ.μ., επί του οποίου έχει ποσοστό συνιδιοκτησίας 10,30/000, δυνάμει του υπ΄αρ. …./1974 συμβολαίου αγοραπωλησίας του Συμβολαιογράφου Αθηνών ………., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αίγινας (στον τόμο …. και με αύξ. αρ. …), αντί αναγραφόμενου τιμήματος 130.000 δραχμών. Το ως άνω διαμέρισμα μεταβιβάστηκε ακολούθως από τον εναγόμενο, λόγω πώλησης, δυνάμει του υπ΄αρ. …./30-4-1986 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Πειραιώς …………. που μεταγράφηκε επίσης νόμιμα, αντί τιμήματος 600.000 δραχμών, γεγονός που συνομολογεί η ενάγουσα στην κρινόμενη αγωγή της. Δεν αποδείχτηκε, ωστόσο, από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο, όπως κρίθηκε με την εκκαλουμένη και ως προς το κεφάλαιό της αυτό δεν προσβάλλεται με την ένδικη έφεση, ότι, κατά τον χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής, το τίµηµα που έλαβε ο εναγόµενος από την πώληση του ως άνω ακινήτου σώζεται και παραμένει εις χείρας του. Β) Το υπ΄αρ. 16 διαμέρισμα, επιφάνειας 49,60 τ.μ. του Β΄ ορόφου της ίδιας ως άνω πολυκατοικίας, κείμενης στη θέση … της περιφέρειας του Δήμου Αίγινας, επί της οδού …….., εντός οικοπέδου έκτασης 2.480 τ.μ., επί του οποίου έχει ποσοστό συνιδιοκτησίας 20/000. Το εν λόγω ακίνητο, που έχει λάβει ΚΑΕΚ …………….., περιήλθε κατά πλήρη κυριότητα στον εναγόμενο, με αγορά, δυνάμει του υπ΄αρ. ……./1978 συμβολαίου αγοραπωλησίας του Συμβολαιογράφου Αίγινας ………, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αίγινας (στον τόμο …. και με αύξ. αρ. …….). Η αγοραία αξία του ως άνω διαµερίσµατος, κατά τον χρόνο της αµετάκλητης λύσης του γάµου των διαδίκων, αναγόµενη σε τιµές του χρόνου της άσκησης της αγωγής και της συζήτησης αυτής, εφόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται διαφοροποίησή της µεταξύ των χρονικών αυτών σηµείων και κατόπιν εκτίµησης όλων των επιµέρους προσδιοριστικών στοιχείων, ήτοι θέσης, εµβαδού, παλαιότητας, διαρρύθµισης, χρήσης του διαµερίσµατος, λαµβανοµένων υπόψη των διδαγµάτων της κοινής πείρας σχετικά µε την αγοραία αξία ακινήτων παρόµοιων χαρακτηριστικών, αλλά και της αντικειµενικής αξίας του εν λόγω ακινήτου (η οποία, µε βάση την πράξη διοικητικού προσδιορισµού ΕΝΦΙΑ του έτους 2022, είναι 19.998,72 ευρώ), ανέρχεται, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, στο ποσό των 46.000 ευρώ. Το ποσό των 60.000 ευρώ, στο οποίο προσδιορίστηκε η αξία του ακινήτου αυτού, από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη κρίνεται υπερβολικό, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι, όπως προκύπτει από τα σχετικά δημόσια έγγραφα που προσκομίζει ο εναγόμενος – εκκαλών και ειδικότερα από την με αρ. πρωτ. …………./5-5-2009 απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, τμήμα του οικοπέδου στο οποίο είναι κτισμένη η πολυκατοικία στην οποία βρίσκεται το διαμέρισμα αυτό, διεκδικείται από το Ελληνικό Δημόσιο, ως ευρισκόμενο εντός αιγιαλού, στοιχείο που καθιστά δυσχερή την πώλησή του και επηρεάζει δυσμενώς την εμπορική αξία του, πράγμα που δεν προκύπτει ότι αξιολογήθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Όπως ορθά επισημαίνεται δε και στην εκκαλουμένη, οι προσκοµισθείσες εκ µέρους της ενάγουσας αγγελίες από ιστοσελίδα πώλησης ακινήτων στην ευρύτερη περιοχή στην οποία βρίσκεται το ανωτέρω ακίνητο, αφενός μεν αφορούν σε ακίνητα ανεγερθέντα πολλά έτη μετά το επίμαχο, αφετέρου δε, πρόκειται για προτάσεις προς σύναψη πωλήσεων και όχι για πραγματοποιηθείσες µεταβιβάσεις. Από την άλλη πλευρά, η αγοραία αξία του εν λόγω ακινήτου δεν ανέρχεται στο ως άνω ποσό της αντικειμενικής του αξίας, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο εναγόμενος – εκκαλών, καθώς, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας με βάση τα ως άνω προσδιοριστικά στοιχεία του ακινήτου αυτού σε συνδυασμό με τις επικρατούσες στην συγκεκριμένη περιοχή συνθήκες της κτηματαγοράς, η εμπορική αξία υπερβαίνει την αντικειμενική. Γ) Ένα οικόπεδο επιφάνειας 393 τ.μ., με ημιτελές ισόγειο κτίσμα εντός αυτού, επιφάνειας 84 τ.μ. στην περιοχή ….. της νήσου Σαλαμίνας και επί της οδού Νάξου άνευ αριθμού, το οποίο απέκτησε (ο εναγόμενoς), κατά πλήρη κυριότητα με αγορά, ως αγροτεμάχιο, δυνάμει του υπ΄αρ. ………/2002 συμβολαίου αγοραπωλησίας της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (στον τόμο …. και με αύξ. αρ. ….), αντί αναγραφόμενου τιμήματος 16.718,72 ευρώ, που αποτελεί και την αντικειμενική αξία αυτού. Η αγοραία αξία του ως άνω ακινήτου (που έχει λάβει ΚΑΕΚ ……………), κατά τον ως άνω κρίσιμο χρόνο της αµετάκλητης λύσης του γάµου των διαδίκων, αναγόµενη σε τιµές του χρόνου της άσκησης της αγωγής και της συζήτησης αυτής, κατόπιν εκτίµησης όλων των επιµέρους προσδιοριστικών στοιχείων, ήτοι θέσης, εµβαδού, παλαιότητας, χρήσης του, λαµβανοµένων υπόψη των διδαγµάτων της κοινής πείρας σχετικά µε την αγοραία αξία ακινήτων παρόµοιων χαρακτηριστικών, αλλά και της ως άνω αντικειµενικής αξίας του, ανέρχεται, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, στο ποσό των 38.000 ευρώ. Το ποσό των 50.000 ευρώ, στο οποίο προσδιορίστηκε η αξία του ακινήτου αυτού από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κρίνεται υπερβολικό, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι το εντός του εν λόγω οικοπέδου κτίσμα είναι πρόχειρο και ημιτελές. Από την άλλη πλευρά, η αγοραία αξία του εν λόγω ακινήτου δεν ανέρχεται στο ως άνω ποσό της αντικειμενικής του αξίας, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο εναγόμενος – εκκαλών, καθώς, όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, με βάση τα ως άνω προσδιοριστικά στοιχεία του ακινήτου αυτού σε συνδυασμό με τις επικρατούσες στην συγκεκριμένη περιοχή συνθήκες της κτηματαγοράς, η εμπορική αξία υπερβαίνει την αντικειμενική. Τέλος, κατά τη διάρκεια του γάμου του με την ενάγουσα και συγκεκριμένα το έτος 2003, ο εναγόμενος απέκτησε ένα ΙΧΕ αυτοκίνητο μάρκας Μercedes E, τύπου C200, sportscoupe compressor 1.998 c.c., έτους πρώτης κυκλοφορίας 2003, αντί τιµήµατος 18.000 ευρώ, έχοντας λάβει δάνειο από την Εµπορική Τράπεζα, το οποίο, έχει ήδη εξοφλήσει. Το όχημα, όμως, αυτό, βρίσκεται από το έτος 2014 σε ακινησία, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από τον εναγόμενο υπ΄αρ. ……/2014 δήλωση ακινησίας προς τη Ε΄ΔΟΥ Πειραιώς, έχει δε υποστεί βλάβες για την επισκευή των οποίων απαιτείται το συνολικό ποσό των 1.782,50 ευρώ (βλ. σχετικά την προσκομιζόμενη επίσης από τον εναγόμενο από 24-6-2021 προσφορά εργασιών της εταιρείας «………….», όπου αναφέρονται αναλυτικά οι απαιτούμενες εργασίες επισκευής του και η αξία κάθε μίας από αυτές). Λαμβανομένων υπόψη των ως άνω στοιχείων σχετικά με την παλαιότητα και την κατάσταση του οχήματος, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, η εµπορική αξία του ως άνω αυτοκινήτου κατά τον χρόνο άσκησης καθώς και συζήτησης της κρινόµενης αγωγής, κρίνεται από το παρόν Δικαστήριο ότι ανέρχεται στο ποσό των 3.000 ευρώ και όχι στο ποσό των 4.000 ευρώ, που προσδιορίστηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αλλά ούτε στο ποσό των 2.000 ευρώ, που υποστηρίζει ο εναγόμενος – εκκαλών.
Κατ΄ ακολουθία των προαναφερθέντων, η τελική αύξηση της περιουσίας του εναγόμενου, διαρκούντος του γάμου του με την ενάγουσα ανέρχεται σε 87.000 ευρώ (46.000 + 38.000 + 3.000 ευρώ) και όχι σε 114.000 ευρώ, που εκτιμήθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη, γενομένου εν μέρει δεκτού ως βάσιμου, του σχετικού πρώτου λόγου της έφεσης, αναφορικά με την εκτιμώμενη αξία των ως άνω περιουσιακών στοιχείων του εναγόμενου. Η δε ενάγουσα, η οποία δεν εργαζόταν κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου της με τον εναγόμενο, τεκμαίρεται ότι συνέβαλε στην αύξηση αυτή, κατά 1/3, με την παροχή των υπηρεσιών της στο συζυγικό οίκο, αποτιμωμένων σε χρήμα, οι οποίες υπερβαίνουν την επιβαλλόμενη, από τα άρθρα 1389 και 1390 του ΑΚ, υποχρέωση συνεισφοράς της στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών. Ειδικότερα, ήταν αυτή που κυρίως φρόντιζε για την ανατροφή των τριών τέκνων τους, ασχολείτο με τη φροντίδα των τελευταίων, καθώς και με τις οικιακές εργασίες, ήτοι με το μαγείρεμα, το καθάρισμα της συζυγικής οικίας, το πλύσιμο και το σιδέρωμα των ρούχων κ.α., έτσι ώστε ο εναγόμενος έμεινε απερίσπαστος από την εκπλήρωση της αντίστοιχης υποχρέωσής του σε συνεισφορά στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών και εξοικονόμησε δαπάνες και δυνάμεις που συνέβαλαν στην προαναφερθείσα επαύξηση της περιουσίας του. Τα παραπάνω προκύπτουν και από τη σαφή και πειστική κατάθεση της μάρτυρα της ενάγουσας, η οποία είναι αδερφή αυτής και έχει ιδία γνώση των οικογενειακών συνθηκών καθ΄όλη τη διάρκεια του γάμου των διαδίκων, ενώ η μάρτυρας του εναγόμενου, με την οποία διατηρεί φιλική σχέση από το έτος 2000 περίπου, δεν έχει ιδία αντίληψη των συνθηκών αυτών. Η επικαλούμενη από τον εναγόμενο βοήθεια, την οποία προσέφερε η μητέρα του στην ενάγουσα σχετικά με τις οικιακές εργασίες κατά τα πρώτα χρόνια του γάμο τους, αληθής υποτιθέμενη, δεν αναιρεί το γεγονός της ανωτέρω αναφερθείσας συμμετοχής της ενάγουσας στην κάλυψη των οικογενειακών αναγκών και της οικιακής φροντίδας. Δεν αποδείχθηκε, συνεπώς, ο ισχυρισμός-ένσταση του εναγόμενου, που πρόβαλε πρωτοδίκως και επαναλαμβάνει με τον δεύτερο και τελευταίο λόγο της έφεσής του, το βάρος απόδειξης του οποίου φέρει ο ίδιος, περί µηδενικής, συμβολής της ενάγουσας, ή σε κάθε περίπτωση σε ποσοστό πολύ μικρότερο του 1/3 και συγκεκριμένα 5%, στην ως άνω επαύξηση της περιουσίας του κατά τη διάρκεια του γάμου τους, απορριπτομένου του ισχυρισμού αυτού και επομένως και του ανωτέρω λόγου της έφεσης, ως ουσιαστικά αβάσιµου. Κατά τα προεκτεθέντα δε στη μείζονα σκέψη, ενόψει ότι γίνεται δεκτό ότι η συμμετοχή της ενάγουσας ανέρχεται στο υπό του νόµου τεκμαιρόμενο ποσοστό του 1/3 της συνολικής περιουσιακής επαύξησης του εναγόμενου, δεν είναι αναγκαίο να αναφερθεί η σε χρήµατα απoτίµηση των υπηρεσιών της ενάγουσας στο πλαίσιο λειτουργίας του συζυγικού οίκου, πέραν της υπό των διατάξεων των άρθρων 1389 και 1390 ΑΚ επιβαλλοµένης υποχρέωσης συµβολής στις οικογενειακές ανάγκες. Επομένως, οφείλεται στην ενάγουσα από τον εναγόμενο, σύμφωνα με τα παραπάνω, για την ως άνω αιτία της συμβολής της στην αύξηση της περιουσίας του τελευταίου κατά τη διάρκεια του γάμου τους, το ποσό των 29.000 ευρώ (87.000 ευρώ Χ 1/3).
Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, στο βαθμό που κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν, ήτοι ως προς την εκτίμηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων τα οποία ο εναγόμενος – εκκαλών απέκτησε κατά τη διάρκεια του γάμου του με την ενάγουσα – εφεσίβλητη και συνακόλουθα ως προς το ύψος της αξίας του τεκμαρτού από τον νόμο ποσοστού της συμβολής της τελευταίας (1/3) στην αύξηση της περιουσίας του (εναγόμενου), εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση, κατά μερική παραδοχή του ανωτέρω πρώτου λόγου της, ως και κατ΄ ουσία βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και, αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικασθεί κατ΄ ουσία, να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή κι ως ουσιαστικά βάσιμη, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα και να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει στην ενάγουσα, το ανωτέρω ποσό των 29.000 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, θα συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας αυτών κι ανάλογα με την έκταση αυτής (άρθρα 178, 183 ΚΠολΔ) και θα επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας – εφεσίβλητης εις βάρος του εναγόμενου-εκκαλούντος, όπως προσδιορίζονται στο διατακτικό, ενώ, τέλος, θα διαταχθεί η απόδοση στον εκκαλούντα του κατατεθέντος από αυτόν παραβόλου της έφεσης, που επίσης αναφέρεται στο διατακτικό (άρθρο 495 παρ.3 εδ.ε ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει την έφεση, αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την έφεση κατά το τυπικό και ουσιαστικό της μέρος.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄αρ. 3744/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία διαφορών από την οικογένεια, τον γάμο και την ελεύθερη συμβίωση.
Κρατεί την από 23-1-2023, με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ.) …………/26-1-2023, αγωγή.
Δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση.
Απορρίπτει ό,τι έκρινε ως απορριπτέο.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Αναγνωρίζει την υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των είκοσι εννέα χιλιάδων (29.000) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Επιβάλλει μέρος από τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας – εφεσίβλητης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, εις βάρος του εναγόμενου – εκκαλούντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου της έφεσης (e-παράβολο με αρ. ………../2024, ποσού 100 ευρώ) στον καταθέσαντα αυτό εκκαλούντα.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 19 Μαϊου 2025, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓPAMMATEAΣ