Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 317/2025

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Δ΄ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ   317/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Ε.Δ.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α) Του ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) µε την επωνυµία «ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΣ ΕΘΝΙΚΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (e-ΕΦΚΑ)», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ……….., όπως νόµιµα εκπροσωπείται από τον Διοικητή του, µε ΑΦΜ ……….. ΔΟΥ Δ’ ΑΘΗΝΩΝ [πρώην ΝΠΔΔ µε την επωνυµία «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (ΕΦΚΑ)»] στην προκειµένη δε περίπτωση από τον Διευθυντή του Περιφερειακού ΚΕΑΟ ΠΕΙΡΑΙΑ, που εδρεύει στον Πειραιά Αττικής, οδός …………, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Ανδριάννα Στίγκα.

Των ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Αιόλου αρ. 86, νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιάς της δικηγόρου Ασπασίας Νικητοπούλου [Δ.Ε. ΧΑΡΑΚΤΙΝΙΩΤΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ]. 2) Αυτοτελώς προσθέτως παρεµβαίνουσας ανώνυµης εταιρείας µε την επωνυµία «……………» και τον διακριτικό τίτλο «…………» (πρώην «………….» µε διακριτικό τίτλο «………..»), που εδρεύει στην Αθήνα, ………… (µε αρ. ΓΕΜΗ ……. και ΑΦΜ ………. ΔΟΥ ΦΑΕΕ Αθηνών), όπως εκπροσωπείται νόµιµα, η οποία αποτελεί εταιρεία παροχής υπηρεσιών διαχείρισης απαιτήσεων, σύµφωνα µε τις διατάξεις του ν. 4354/2015 και στην οποία χορηγήθηκε η σχετική άδεια από την Επιτροπή Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεµάτων της Τράπεζας της Ελλάδας, δυνάµει της υπ΄αρ. 326/2/11.9.2019 απόφασης της παραπάνω Επιτροπής (ΦΕΚ 3533/20.9.2019), ενεργούσα µε την ιδιότητά της ως µη δικαιούχος και µη υπόχρεος διάδικος, διαχειρίστρια και πληρεξούσια των απαιτήσεων των οποίων δικαιούχος τυγχάνει η αλλοδαπή εταιρεία µε την επωνυµία «………» (………..), εδρεύουσα στο …….. Ιρλανδίας µε αρ. µητρώου …….., νόμιμα εκπροσωπούµενη, η οποία έχει καταστεί ειδική διάδοχος της ανώνυµης τραπεζικής εταιρείας µε την επωνυµία «…………..», που εδρεύει στον Δήµο Αθηναίων, δυνάµει της από 21.7.2020 σύµβασης πώλησης και µεταβίβασης απαιτήσεων και σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 3156/2003 των άρθρων 455 επ. ΑΚ, και του άρθρου 61 του ν. 4548/2018, υπέρ της ανώνυµης τραπεζικής εταιρείας µε την επωνυµία «…………», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόµιµα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. 3) Αυτοτελώς προσθέτως παρεµβαίνουσας εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων µε την επωνυµία «…………», η οποία εδρεύει στη ……. Αττικής, …….. …. και εκπροσωπείται νόµιµα, µε ΑΦΜ ………, ως διαχειρίστρια απαιτήσεων και ως εντολοδόχου και ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσώπου και αντικλήτου της εταιρείας µε την επωνυµία «……..» (…………), µε έδρα τα ……. Ιρλανδίας και αριθµό καταχώρησης στο µητρώο εταιρειών της Ιρλανδίας ………, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, δυνάµει της από 30 Απριλίου 2020 Σύµβασης Διαχείρισης Επιχειρηµατικών Απαιτήσεων, όπως αυτή καταχωρήθηκε νοµίµως στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών την 30.4.2020 µε αριθµό πρωτοκόλλου …../30.4.2020 (στον τόµ. …. και με α.α. …..), σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 3156/2003, και του υπ’αρ. ………/30.04.2020 Ειδικού Πληρεξουσίου του Συµβολαιογράφου Αθηνών …………, της τελευταίας ως ειδικής διαδόχου της ανώνυµης τραπεζικής εταιρείας µε την επωνυµία «…………..» και τον διακριτικό τίτλο «……….», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, και εκπροσωπείται νόµιµα, µε ΑΦΜ ………. ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών, δυνάµει της από 30 Απριλίου 2020 Σύµβασης Πώλησης και Μεταβίβασης Επιχειρηµατικών Απαιτήσεων, όπως αυτή καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών την 30.04.2020 µε αριθµό πρωτοκόλλου …./30.4.2020 (στον τόμ. … και με α.α. ….), σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 3156/2003 σε συνδυασµό µε το άρθρο 3 του ν. 284412000, µεταξύ των οποίων και η απορρέουσα από την ένδικη έννοµη σχέση, όπως εκπροσωπείται νόµιµα υπέρ της ανώνυµης τραπεζικής εταιρείας µε την επωνυµία «………….», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόµιµα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Χρυσούλα Σταθοπούλου.

Β) Της ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ: Εταιρείας µε την επωνυµία «………..», που εδρεύει στην Αθήνα, ………, με  ΑΦΜ ………. και µε αρ. ΓΕΜΗ ……., νόμιμα αδειοδοτηθείσα από την Τράπεζα της Ελλάδος (Απόφαση υπ΄αρ. 505/20/28.6.2024 της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεµάτων της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ Β 3744/28-6-2024) ως εταιρεία Διαχείρισης Πιστώσεων δυνάµει των διατάξεων του ν. 5072/2023 όπως τροποποιήθηκε και ισχύει και της Πράξης 225/1/30.1.2024 της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος, ενεργούσας υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων, εντολοδόχου, ειδικής πληρεξούσιας και αντίκλητου της δικαιούχου εταιρείας µε την επωνυµία «………..» µε έδρα στην Ιρλανδία, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, κατά τα οριζόµενα στην από 26.09.2024 Σύµβαση Διαχείρισης, όπως αυτή καταχωρήθηκε νόμιμα και αναγγέλθηκε στα δηµόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών µε αριθµό πρωτοκόλλου …/27.9.2024 (στον τομ. …. και με α.α. …..), σύµφωνα µε τον ν. 5072/2023, όπως ισχύει, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Ασπασία Νικητοπούλου [Δ.Ε. ΧΑΡΑΚΤΙΝΙΩΤΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ].

Της ΥΠΕΡ΄ ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Εταιρείας µε την επωνυµία «…………», που εδρεύει στην Αθήνα, …………., µε ΑΦΜ ……… και αρ. ΓΕΜΗ ……….. και έχει νόμιμα αδειοδοτηθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος (Απόφαση υπ΄αρ. 207/1/29.11.2016 της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεµάτων της Τράπεζας της Ελλάδος) ως Εταιρείας Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις δυνάµει των Διατάξεων του ν. 4354/2015, ως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, και της Πράξης 118/19.05.2017 της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως έχει τροποποιηθεί µε την Πράξη 153/8.01.2019 της ίδιας Επιτροπής, στην οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση των απαιτήσεων της εδρεύουσας στην Ιρλανδία εταιρείας µε την επωνυµία «…………» έδρα της στη διεύθυνση …………., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, κατά τα οριζόµενα στο από 6.12.2019 Ιδιωτικό Συµφωνητικό Διαχείρισης Απαιτήσεων (αντίγραφο του οποίου καταχωρίσθηκε νόµιµα στο Δηµόσιο Βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, σύµφωνα µε το άρθρο 10 παρ. 14 και 16 του ν. 3156/2003, µε αριθµό πρωτοκόλλου …../6.12.2019 (στον τόμ. …. και με α.α. …..) και της από 5.12.2019 συµφωνίας των µερών περί των ειδικών όρων παροχής των υπηρεσιών του διαχειριστή, και ενεργούσας στην παρούσα µε την ιδιότητα της εντολοδόχου, ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσώπου και αντικλήτου της δικαιούχου των απαιτήσεων εταιρείας δυνάµει του από 3 Δεκεµβρίου 2019 πληρεξουσίου που επικυρώθηκε από τον Συµβολαιογράφο Δουβλίνου ……….. και φέρει την από 4.12.2019 επισηµείωση της Σύµβασης της Χάγης (Apostil1e) µε αριθµό ……… Στην ως άνω εταιρεία «………..» η Ανώνυµη τραπεζική εταιρεία µε την επωνυµία «………….» η οποία εδρεύει στην Αθήνα, οδός ………., µε αριθµό ΓΕΜΗ ……., πρώην αρ. ΜΑΕ ……… και ΑΦΜ ………..  ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών, όπως εκπροσωπείται νόµιµα, έχει πωλήσει, δυνάµει της από 26 Ιουλίου 2019 σύµβασης αγοραπωλησίας και µεταβιβάσει, δυνάµει της από 6 Δεκεµβρίου 2019 σύµβασης πώλησης και µεταβίβασης απαιτήσεων, ληξιπρόθεσµες απαιτήσεις της από επιχειρηµατικά δάνεια και τα σχετικά παρεπόµενα δικαιώµατα, συµπεριλαµβανοµένων και τυχόν εγγυήσεων και τυχόν άλλων ενοχικών και εµπραγµάτων εξασφαλίσεων, (αντίγραφο της οποίας σύµβασης πώλησης και µεταβίβασης απαιτήσεων καταχωρήθηκε νόµιµα σύµφωνα µε το άρθρο 10 παρ. 8 του ν. 3156/2003 στο Δηµόσιο Βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών µε αριθµό πρωτοκόλλου ……/6-12-20l9 (στον τόµ…. με α.α. ……), η  οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Ασπασία Νικητοπούλου [Δ.Ε. ΧΑΡΑΚΤΙΝΙΩΤΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ].

Του  ΚΑΘ’ΟΥ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: ΝΠΔΔ µε την επωνυµία «ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΣ ΕΘΝΙΚΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (e-ΕΦΚΑ)», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ………., όπως νόµιµα εκπροσωπείται από τον Διοικητή του, µε ΑΦΜ …….. ΔΟΥ Δ’ ΑΘΗΝΩΝ, πρώην ΝΠΔΔ µε την επωνυµία «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (ΕΦΚΑ)», στην προκείμενη δε περίπτωση από τον Διευθυντή του Περιφερειακού ΚΕΑΟ ΠΕΙΡΑΙΑ, που εδρεύει στον Πειραιά, οδός ……….., το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Ανδριάννα Στίγκα.

Τo ΕΚΚΑΛΟΥΝ άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 27.11.2019, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης αντίστοιχα (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ……../28.11.2019, ανακοπή κατά των: 1) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……..» και τον διακριτικό τίτλo «………», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ήδη πρώτης εφεσίβλητης και 3) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………..», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα.

Επίσης, ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου, άσκησαν: 1) η ήδη δεύτερη εφεσίβλητη την από 5.4.2021, με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………/6.5.2021, πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της ως άνω τρίτης των καθ΄ών η ανακοπή και 2) η ήδη τρίτη εφεσίβλητη την από 9.9.2012, με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………../10.9.2021, πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της ως άνω πρώτης των καθ΄ών η ανακοπή.

Επί των ως άνω ανακοπής και πρόσθετων παρεμβάσεων, μεταξύ άλλων, εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, η υπ΄αρ. 939/2022 οριστική απόφασή του ανωτέρω Δικαστηρίου, που, συνεκδικάζοντας αυτές, ερήμην των καθ΄ών η ανακοπή, απέρριψε την τελευταία (ανακοπή), γενομένων δεκτών των προσθέτων παρεμβάσεων.

Α. Την απόφαση αυτή προσβάλλει το εκκαλούν – ανακόπτον, με την κρινόμενη από 26.3.2024 έφεσή του κατά των εφεσίβλητων, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………./26.3.2024, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………../29.3.2024, προσδιορίστηκε δε προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ. …….

Β. Περαιτέρω, η προσθέτως παρεμβαίνουσα άσκησε, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, την από 20.3.2025, με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) …………/21.3.2025, εκούσια αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της τρίτης εφεσίβλητης, η οποία προσδιορίστηκε προς συζήτηση επίσης για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ. ……

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της έφεσης και της πρόσθετης παρέμβασης από το οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παρόντων διαδίκων, παρασταθέντες ως ανωτέρω, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ  ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι αναφερόμενες στην αρχή της παρούσας: α) από 26.3.2024, με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………/2024, έφεση και β) από 20.3.2025, με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ……./2025, εκούσια αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση. Των δικογράφων αυτών πρέπει να διαταχθεί η συνεκδίκαση, καθώς η πρόσθετη παρέμβαση τελεί σε σχέση παρεπομένου με την κύρια δίκη της έφεσης (άρθρο 31 ΚΠολΔ).

Η κρινόμενη έφεση, κατά της υπ΄αρ. 939/24.3.2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και απέρριψε την από 27.11.2019 (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ………/2019) ανακοπή του ανακόπτοντος (ήδη εκκαλούντος), έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.2, 517 εδ.α΄, 591 παρ.1 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έλαβε χώρα, πριν την άσκηση της έφεσης, επίδοση της εκκαλουμένης και από τη δημοσίευσή της έως την άσκηση της έφεσης, δεν έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της διετίας (άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στο πλαίσιο που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19, 522, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ), ερήμην  της δεύτερης εφεσίβλητης. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την υπ΄αρ. ………/23.4.2024 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …….., που προσκομίζει και επικαλείται το εκκαλούν, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της ανωτέρω έφεσης, με την πράξη κατάθεσης, προσδιορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην ως άνω εφεσίβλητη. Ωστόσο, η τελευταία δεν εμφανίσθηκε κατά τη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Πρέπει, επομένως, να δικασθεί ερήμην, αλλά η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρο 524 παρ.4 εδ.α΄ ΚΠολΔ). Δεν απαιτείται δε η κατάθεση του προβλεπόμενου από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ. α΄ ΚΠολΔ παραβόλου, διότι, το εκκαλούν, ως εκ της ιδιότητάς του ως ΝΠΔΔ, δεν υποχρεούται στην καταβολή του εν λόγω παραβόλου (άρθρο 28 παρ.4 ν. 2579/1998).

Επίσης παραδεκτά και νόμιμα έχει ασκηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, με ξεχωριστό δικόγραφο, η αναφερόμενη παραπάνω εκούσια αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της προσθέτως παρεμβαίνουσας υπέρ της τρίτης εφεσίβλητης (άρθρα 80-83 επ. ΚΠολΔ). Πρέπει συνεπώς να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω κατ΄ ουσία, από το παρόν Δικαστήριο, συνεκδικαζόμενη με την κρινόμενη έφεση.

Το ανακόπτον – ήδη εκκαλούν εξέθετε στην ως άνω ανακοπή του, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της, ότι έχει έναντι της αναφερόμενης στην ανακοπή τρίτης μη διαδίκου τις επίσης αναφερόμενες στην ανακοπή χρηματικές απαιτήσεις από τις ειδικότερα διαλαμβανόμενες σε αυτήν αιτίες. Ότι, δυνάμει της υπ΄αρ. ………/2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η πρώτη των καθ΄ών η ανακοπή επέσπευσε σε βάρος ακίνητης περιουσίας ευρισκόμενης στον Πειραιά, ιδιοκτησίας της ανωτέρω οφειλέτιδάς του, πλειστηριασμό, ο οποίος διενεργήθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών . …… στις 4.9.2019, συνταχθείσας της υπ΄αρ. ………/4.9.2019 έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού, καθώς και ότι επιτεύχθηκε πλειστηρίασμα ανερχόμενο στο ποσό των 63.000 ευρώ. Ότι αυτό (ανακόπτον) αναγγέλθηκε στον ως άνω αναγκαστικό πλειστηριασμό για τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στην ανακοπή του. Ότι στη συνέχεια, η παραπάνω συμβολαιογράφος συνέταξε τον ανακοπτόμενο υπ΄αρ. ………/29.20.2019 πίνακα κατάταξης δανειστών, με τον οποίο, αφού προαφαιρέθηκαν τα έξοδα εκτέλεσης, απέμεινε προς διανομή πλειστηρίασμα το οποίο η ίδια συμβολαιογράφος, επί του πλειστηριασμού υπάλληλος, κατένειμε μεταξύ των διαδίκων, όπως εξειδικεύεται στην ανακοπή, χωρίς να ικανοποιηθούν πλήρως οι απαιτήσεις του ανακόπτοντος. Ότι, ο ως άνω πίνακας κατάταξης είναι μη νόμιμος και εσφαλμένος για τους εκτιθέμενους στην ανακοπή λόγους. Επικαλούμενο δε έννομο συμφέρον, το ανακόπτον – ήδη εκκαλούν ζητούσε τη μεταρρύθμιση του ως άνω ανακοπτόμενου πίνακα κατάταξης προκειμένου να καταταγεί το ίδιο στον ως άνω πίνακα για μέρος της απαίτησης του, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της ανακοπής.

Με τις ως άνω πρόσθετες παρεμβάσεις τους, οι προσθέτως παρεμβαίνουσες ζητούσαν, επικαλούμενες έννομο συμφέρον, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σε αυτές, να απορριφθεί η ανωτέρω ανακοπή.

Με την εκκαλουμένη απόφασή του (υπ΄αρ. 939/2022), το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, συνεκδικάζοντας, μεταξύ άλλων, τις ως άνω ανακοπή και παρεμβάσεις, αφού έκρινε ως παραδεκτά και εμπρόθεσμα ασκηθείσες τόσο την ανακοπή όσο και τις πρόσθετες παρεμβάσεις, ακολούθως, γενομένων δεκτών των πρόσθετων παρεμβάσεων, απέρριψε τον μοναδικό λόγο της ανακοπής ως αόριστο και επέβαλε τα δικαστικά έξοδα των δύο αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαινουσών, τα οποία όρισε σε 1.000 ευρώ για έκαστη εξ αυτών, εις βάρος του ανακόπτοντος.

Ήδη κατά της παραπάνω οριστικής απόφασης παραπονείται το ανακόπτον – εκκαλούν, με την κρινόμενη έφεσή του, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της, για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η ανακοπή του, άλλως να επιβληθεί μειωμένη η εις βάρος του δικαστική δαπάνη του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας. Η δε ως άνω αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα υπέρ της τρίτης εφεσίβλητης,  ζητεί την απόρριψη της έφεσης.

Από τις διατάξεις των άρθρων 979 παρ.2, 933, 585 παρ.2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 216 παρ. 1 και 217 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης πρέπει να περιέχει, εκτός των στοιχείων που αναφέρονται στα άρθρα 118 και 120 του ιδίου ως άνω Κώδικα, και τους λόγους αυτής, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στον καθ΄ού να αμυνθεί και στο δικαστήριο να ελέγξει την νομική και ουσιαστική βασιμότητα της απαίτησης, καθώς και την ύπαρξη του προνομίου αυτής. Ειδικότερα, η ανακοπή ως εισαγωγικό δικόγραφο της περί την εκτέλεση δίκης, πρέπει να περιέχει ακριβή περιγραφή της απαίτησης της οποίας ζητείται η κατάταξη και του προνομίου της, ήτοι παράθεση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία κατά νόμο θεμελιώνουν την απαίτηση και το προνόμιό της. Η μη παράθεση ή η ελλιπής των περιστατικών τούτων καθιστά την ανακοπή αόριστη και ως εκ τούτου απορριπτέα, μη δυνάμενη της εν λόγω έλλειψης να αναπληρωθεί με τις προτάσεις ή με την αναφορά σε άλλα έγγραφα (ΑΠ 129/2018, ΑΠ 1281/2011, Εφ.Αθ. 98/2025 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Εξάλλου, στο άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 3 του ν. 4335/2015 ‘’Μεταβατικές και άλλες διατάξεις’’ ορίζεται ότι ‘’οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1.1.2016. Ομοίως, οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση (άρθρο όγδοο του παρόντος…) εφαρμόζονται σε πτωχεύσεις που κηρύσσονται μετά την έναρξη ισχύος του, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου ένατου του παρόντος’’. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 43 του ν. 4715/2020, το οποίο φέρει τον τίτλο ‘’Ερμηνευτική διάταξη ως προς το χρόνο εφαρμογής των νόμων 4335/2015 και 4336/2015 σε εκκρεμείς διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης και ήδη κηρυχθείσες πτωχεύσεις’’, ορίζεται στο εδ. α΄ αυτού ότι, κατά την αληθή τους έννοια οι διατάξεις του άρθρου ογδόου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 (δηλαδή οι τροποποιήσεις που επέφερε ο νόμος αυτός στο δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης), δεν έχουν εφαρμογή σε διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης που βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη και σε πτωχεύσεις που είχαν ήδη κηρυχθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του παραπάνω νόμου, στο δε εδ. β΄ ότι για την κατάταξη των πιστωτών στην παραπάνω πρώτη περίπτωση λαμβάνεται υπόψη το δίκαιο που ίσχυε κατά τον χρόνο επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση και της υποβολής της αίτησης για την κήρυξη της πτώχευσης. Σύμφωνα με την ως άνω διάταξη του άρθρου 43 του ν. 4715/2020, που είναι γνήσια ερμηνευτική και ως εκ τούτου έχει αναδρομική δύναμη, το προϊσχύσαν δίκαιο εφαρμόζεται σε όλα τα ζητήματα αναγκαστικής εκτέλεσης, περιλαμβανομένου και του ζητήματος της κατάταξης των δανειστών στο σχετικό πίνακα, όταν η επιταγή με βάση την οποία άρχισε η εκτέλεση, είχε επιδοθεί πριν την 1.1.2016. Ως επιταγή δε, νοείται εκείνη που στηρίζει την περαιτέρω κύρια εκτελεστική διαδικασία, η οποία αρχίζει με την επιβολή κατάσχεσης επί χρηματικών απαιτήσεων, όχι δε τυχόν προηγούμενες επιταγές, κατόπιν των οποίων δεν επακολούθησε κατάσχεση εντός έτους ή και άλλες περαιτέρω πράξεις της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση των δικονομικών τους συνεπειών (άρθρο 926 παρ.2 ΚΠολΔ), ή, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, εκείνες από τις οποίες εγκύρως παραιτήθηκε ο επισπεύδων (ΑΠ 224/2022, ΑΠ 1151/2021, Εφ.Λαμ.(Μον). 97/2023, Εφ.Πειρ.(Μον). 402/2022, Εφ.Πατρ. (Μον). 32/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, με τον μοναδικό λόγο της ανακοπής του, το ανακόπτον – ήδη εκκαλούν εξέθετε ότι, ο ανακοπτόμενος πίνακας κατάταξης πρέπει να μεταρρυθμιστεί, σύμφωνα με τα ειδικότερα αναφερόμενα στην ανακοπή του, διότι η υπάλληλος του πλειστηριασμού εσφαλμένα εφάρμοσε το άρθρο 975 ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με την παρ. 2 του όγδοου άρθρου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α’ 87/23.7.2015), ενώ έπρεπε να εφαρμόσει τις ισχύουσες πριν την εφαρμογή του νόμου αυτού σχετικές διατάξεις, καθώς κρίσιμος χρόνος για το εφαρμοστέο δίκαιο είναι η πρώτη επίδοση επιταγής προς εκτέλεση, η οποία εν προκειμένω έλαβε χώρα πριν την 1.1.2016. Ωστόσο, όπως κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ο ως άνω λόγος της ανακοπής είναι πράγματι απορριπτέος πρωτίστως ως αόριστος. Κι αυτό διότι, όπως σημειώνεται και στην εκκαλουμένη απόφαση,  το ανακόπτον δεν εξειδικεύει στην ανακοπή του εάν η επιταγή προς εκτέλεση, δυνάμει της οποίας πραγματοποιήθηκε η αναγκαστική εκτέλεση, επιδόθηκε μετά την 1.1.2016, προκειμένου το Δικαστήριο να αποφανθεί για το εάν είναι εφαρμοστέες οι διατάξεις του άρθρου 975  ΚΠολΔ, όπως αυτό ίσχυε πριν ή μετά την αντικατάστασή του με την παρ. 2 του όγδοου άρθρου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α’ 87/23.7.2015). Συγκεκριμένα, το ανακόπτον αναφέρει ότι η ως άνω υπ΄αρ. ………../2014 διαταγή πληρωµής του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που αποτελεί του εκτελεστό τίτλo, δυνάµει του οποίου διενεργήθηκε η επίµαχη αναγκαστική εκτέλεση, επιδόθηκε στην καθ΄ής προς εκτέλεση στις 3.11.2014, ήτοι πριν την 1.1.2016, όπως προκύπτει από την υπ΄αρ. ……΄/3.11.2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …………, μετά της συγκοινοποιηθείσας από 29.10.2014 επιταγής προς πληρωμή και εν συνεχεία, επιδόθηκε εκ νέου στις 10.1.2019, όπως προκύπτει από την υπ΄αρ. ……….΄/10.1.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιµελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …………, χωρίς, όμως, να εξειδικεύει δυνάμει ποιας εκ των δύο επιταγών προς εκτέλεση εκκίνησε η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, όπως είναι απαραίτητο (παρά τον περί του αντιθέτου ισχυρισμό του ανακόπτοντος – εκκαλούντος που προβάλει στον πρώτο λόγο της έφεσής του), ώστε να καταστεί δυνατόν να κριθεί ποιο είναι το εφαρμοστέο δίκαιο. Εξάλλου, κατά τα αναφερθέντα στην προπαρατεθείσα μείζονα σκέψη, η αοριστία αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί με άλλα δικόγραφα (προτάσεις κ.λπ.) ή με την αναφορά σε άλλα έγγραφα, όπως επίσης αβάσιμα ισχυρίζεται το εκκαλούν στον ως άνω λόγο της έφεσής του. Πέραν τούτου, ακόμη δηλ. κι αν γινόταν δεκτός ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι δεν απαιτείται για το ορισμένο του ανωτέρω λόγου της ανακοπής, η αναφορά επί τη βάσει ποιας εκ ων δύο επιταγών προς εκτέλεση εκκίνησε η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, καθώς με τον λόγο αυτόν της ανακοπής του υποστηρίζει ότι κρίσιµη είναι η πρώτη επίδοση επιταγής προς εκτέλεση και όχι αυτή που επιστηρίζει την περαιτέρω κύρια εκτελεστική διαδικασία, σε κάθε περίπτωση ο λόγος αυτός είναι, σύμφωνα τα αναλυτικά προεκτεθέντα στην οικεία μείζονα σκέψη,  απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος. Ειδικότερα, όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, οι διατάξεις του άρθρου ογδόου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 (δηλαδή οι τροποποιήσεις που επέφερε ο νόμος αυτός στο δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης) εφαρμόζονται όταν η επιταγή με βάση την οποία άρχισε η εκτέλεση, επιδόθηκε μετά την 1.1.2016, ενώ το προϊσχύσαν δίκαιο εφαρμόζεται σε όλα τα ζητήματα αναγκαστικής εκτέλεσης, περιλαμβανομένου και του ζητήματος της κατάταξης των δανειστών στο σχετικό πίνακα, όταν η επιταγή με βάση την οποία άρχισε η εκτέλεση, είχε επιδοθεί πριν την 1.1.2016. Ως επιταγή νοείται δε εκείνη που στηρίζει την περαιτέρω κύρια εκτελεστική διαδικασία, η οποία αρχίζει με την επιβολή κατάσχεσης επί χρηματικών απαιτήσεων και όχι τυχόν προηγούμενες επιταγές, κατόπιν των οποίων δεν επακολούθησε κατάσχεση εντός έτους ή και άλλες περαιτέρω πράξεις της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση των δικονομικών τους συνεπειών.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 193 ΚΠολΔ, εφόσον ο διάδικος προσβάλλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλλει και ως προς τη διάταξη της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, παραπονούμενος για τον σε βάρος του καταλογισμό τους. Σκοπός της διάταξης είναι να περιορίσει τη δυνατότητα αυτοτελούς άσκησης ένδικων μέσων μόνο για το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και ως προς το κεφάλαιο της ουσίας της υπόθεσης. Η ρύθμιση ισχύει για όλα τα ένδικα μέσα (ΑΠ 226/2020, ΑΠ 207/2020, ΑΠ 1688/2017, ΑΠ 1818/2014, ΑΠ 2193/2013,  ΑΠ 1637/2011, ΑΠ 777/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εντούτοις, το άρθρο 193 του ΚΠολΔ, απαιτεί μεν ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης για την ουσία της υπόθεσης, αλλά ο ανωτέρω λόγος δεν ακολουθεί αναγκαία το αποτέλεσμα του λόγου που αφορά στην ουσία και μπορεί να είναι αβάσιμος ο λόγος που αφορά στην ουσία και βάσιμος ο λόγος που αφορά στα έξοδα (Εφ.Πατρ. 85/2015, Εφ.Πειρ.(Μον). 159/2022  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με τον δεύτερο (και τελευταίο) λόγο της ένδικης έφεσής του, το εκκαλούν υποστηρίζει ότι, σε κάθε περίπτωση, κατ΄εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφαση, επέβαλε εις βάρος του τη δικαστική δαπάνη έκαστης των δύο παρεμβαινουσών – ήδη  δεύτερης και τρίτης των εφεσίβλητων, ύψους 1.000 ευρώ για έκαστη εξ αυτών, ενώ θα έπρεπε να επιβάλει μειωμένα τα εις βάρος του δικαστικά έξοδα σε ποσό που να μην υπερβαίνει τα 300 ευρώ για κάθε μία από τις παρεμβαίνουσες, σύμφωνα με το άρθρο 22 ν. 3693/1957, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην έφεσή του. Ωστόσο κι αυτός ο λόγος της έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η δικαστική δαπάνη ορίζεται μειωμένη μόνο όταν η εκπροσώπηση του διαδίκου ΝΠΔΔ διεξαγεται από μέλος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (ΝΣΚ), και όχι από ιδιώτη δικηγόρο, όπως εν προκειμένω, που το ανακόπτον – εκκαλούν ΝΠΔΔ, δεν εκπροσωπήθηκε από  δικαστικό πληρεξούσιο – μέλος του ΝΣΚ, αλλά (εκπροσωπήθηκε) από ιδιώτη δικηγόρο – μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς, οπότε δεν συντρέχει λόγος επιδίκασης μειωμένων εις βάρος του δικαστικών       εξόδων [(ΑΠ 1081/2023, ΑΠ 62/2022, ΑΠ 18/2020 και άρθρα 30 παρ.1 και 2 ν. 4038/2012 (ΦΕΚ Α΄14/2.2.2012), 19 παρ.1 περ. (β) ν. 2556/1997 (ΦΕΚ Α` 270/24.12.1997), σε συνδυασμό προς το άρθρο 61 παρ.3 ν. 4194/2013 (ΦΕΚ Α΄ 208/ 27.9.2013)]. Συνεπώς, ορθά, κατ΄ αποτέλεσμα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεν επέβαλε μειωμένα τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του εκκαλούντος – ανακόπτοντος, παρά την περί του αντιθέτου αιτιολογία του, την οποία παραδεκτά αντικαθιστά το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 534 ΚΠολΔ).

Κατόπιν των παραπάνω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν και απέρριψε την ανακοπή, επιβάλλοντας τα δικαστικά έξοδα των προσθέτως παρεμβαινουσών εις βάρος του ηττηθέντος ανακόπτοντος ως ανωτέρω, δεν έσφαλε και ορθώς εφάρμοσε τον νόμο. Πρέπει, συνεπώς, μη απομένοντος άλλου λόγου έφεσης προς εξέταση, η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί κατ΄ουσία, γενομένης δεκτής της πρόσθετης παρέμβασης. Δεν θα οριστεί δε παράβολο ανακοπής ερημοδικίας ως προς την ερημοδικασθείσα δεύτερη εφεσίβλητη, διότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 979 παρ.2 εδ.γ΄ ΚΠολΔ, κατά της απόφασης αυτής δεν προβλέπεται η άσκηση ανακοπής ερημοδικίας. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των παρόντων διαδίκων θα συμψηφιστούν συνολικά μεταξύ τους, λόγω του δυσερμήνευτου, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρα 183, 179 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει, ερήμην της δεύτερης εφεσίβλητης και κατ΄ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, τις αναφερόμενες στο σκεπτικό α) από 26.3.2024 έφεση κατά της 939/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών) και β) από 20.3.2025 εκούσια αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της τρίτης εφεσίβλητης.

 Δέχεται τυπικά την έφεση.

Απορρίπτει αυτήν στην ουσία.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ουσίαν την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα συνολικά μεταξύ των παρόντων διαδίκων.

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις 19 Μαϊου 2025, απόντων των διαδίκων και του πληρεξούσιου δικηγόρου τους.

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                            H  ΓPAMMATEAΣ