Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 214/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης  214 /2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(3ο ΤΜΗΜΑ)

Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Ελένη Μούρτζη Εφέτη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα E.Δ .

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις …………….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

Της εκκαλούσας : Ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρίας με την επωνυμία «………….» , (ΑΦΜ ………), που εδρεύει στον Άλιμο Αττικής (…………) και εκπροσωπείται νόμιμα , η οποία δεν παραστάθηκε .

Του εφεσίβλητου : ………. , (ΑΦΜ …….), κατοίκου …………. , ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Δημήτριο Ζαράγκα του Χρήστου (ΑΜ ……….. Δ.Σ. Αθηνών) .

Ο εφεσίβλητος με την από 21-11-2023 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/23-11-2023) αγωγή, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζήτησε να γίνει δεκτή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με τη με αριθμό 2426/16-7-2024 απόφασή του έκανε δεκτή την αγωγή και έταξε όσα αναφέρονται σε αυτή. Ήδη η εκκαλούσα με την από 11-10-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/11-10-2024) έφεσή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../5-11-2024, προσδιορίστηκε για την στην αρχή της παρούσας αναφερόμενη δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο, προσβάλλει την απόφαση αυτή .

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσίβλητου ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις που κατέθεσε .

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 524 παρ. 1 και 3 και 272 του Κ.Πολ.Δ., που η τελευταία εφαρμόζεται και στην κατ’έφεση δίκη σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύουν [και δη οι διατάξεις του άρθρου 524 ως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο και το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν 4335/2015, με το άρθρο 28 του Ν 4842/2021 (ΦΕΚ Α 109/13-10-2021 και έναρξη ισχύος από 1-1-2022 σύμφωνα με το άρθρο 120 Ν 4842/2021 και εφαρμόζεται και επί εκκρεμών κατά την 1-1-2022 ενδίκων μέσων σύμφωνα με το άρθρο 116 παρ. 2 β του Ν 4842/2021) και με το άρθρο 20 παρ. 1 του Ν 4912/2022 (ΦΕΚ Α’59/17-3-2022) και ως οι διατάξεις του άρθρου 272 ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν 4335/2015 και ισχύει από 1-1-2016 σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του Ν 4335/2015], ως εκ του χρόνου άσκησης της ενδίκου εφέσεως μετά την έναρξη ισχύος των νόμων αυτών (σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 και 4 του Ν 4335/2015 και με το άρθρο 116 παρ. 2 β του Ν 4842/2021) , συνάγεται ότι επί ερημοδικίας του εκκαλούντος στην κατ’έφεση δίκη και υπό την προϋπόθεση επίσπευσης της συζήτησης από αυτόν ή της νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσής του από τον εφεσίβλητο, η οποία ελέγχεται από το εφετείο και αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού της συζήτησής της (έφεσης), (άρθρο 271 Κ.Πολ.Δ., στο οποίο παραπέμπει η διάταξη του άρθρου 524 §1 του ίδιου Κώδικα), η έφεση, εφόσον είναι παραδεκτή (άρθρο 524 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ. ως ισχύει), απορρίπτεται ερήμην του εκκαλούντος που επιμελήθηκε για τη συζήτηση ή κλητεύθηκε νομίμως γι’αυτή, διότι τεκμαίρεται παραίτηση του εκκαλούντος από την έφεσή του. Η απόρριψη της εφέσεως, λόγω της ερημοδικίας του εκκαλούντος , γίνεται κατ’ ουσία και όχι κατά τύπους, διότι, παρόλο που στην πραγματικότητα οι λόγοι της εφέσεως δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά τους, θεωρείται, κατά πλάσμα του νόμου , ότι είναι αβάσιμοι και για την αιτία αυτή πάντοτε απορριπτέοι, αφού δεν δίδεται στο Δικαστήριο η δυνατότητα εκδόσεως αντίθετης αποφάσεως περί παραδοχής τους (ΟλΑΠ 16/1990 ΝοΒ 1990. 1337, ΑΠ 307/2024, ΑΠ 165/2023, ΑΠ 2/2022, ΑΠ 53/2021, ΑΠ 635/2020 , ΑΠ 1478/2019, ΑΠ 1479/2017, ΑΠ 348/2017, ΑΠ 700/2017, ΑΠ 268/2016, ΑΠ 1506/2013 ΝοΒ 2014.353, ΑΠ 1719/2013 ΝοΒ 2014.623). Η απόρριψη αυτή γίνεται οίκοθεν, ανεξάρτητα από την υποβολή αιτήματος από τον εφεσίβλητο, καθώς ο εκκαλών με την απουσία του ή τη μη προσήκουσα παράστασή του θεωρείται ότι παραιτείται από την έφεση και αποδέχεται την απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (ΑΠ 476/2017). Ωστόσο, για την κατ’ ουσίαν απόρριψη της έφεσης ως ανυποστήρικτης, μετά την εξέταση του παραδεκτού της, ελέγχεται προηγουμένως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση της έφεσης και, τελικά, αν μεσολάβησε νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των διαδίκων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 110 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., από την οποία απορρέει η θεμελιώδης δικονομική αρχή της ακρόασης όλων των διαδίκων και η παροχή δυνατότητας σε καθέναν από αυτούς να ακουσθεί από το δικαστήριο και να αναπτύξει τους ισχυρισμούς του. Αν, επομένως, επισπεύδων είναι ο απολειπόμενος διάδικος, τότε δεν απαιτείται κλήτευσή του, ενώ αντίθετα στην περίπτωση που τη συζήτηση επισπεύδει ο παριστάμενος εφεσίβλητος, απαιτείται κλήτευση του εκκαλούντος και αν ο τελευταίος δεν κλητεύθηκε ή δεν κλητεύθηκε νομίμως ή εμπροθέσμως για να παραστεί κατά τη συζήτηση της έφεσης, καθώς και επί αδυναμίας διαπίστωσης του διαδίκου που επισπεύδει τη συζήτηση, κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση της έφεσης (ΕφΠειρ 46/2021, ΕφΑθ 1493/2018, ΕφΔωδ 51/2015). Επίσης, σε περίπτωση που η συζήτηση επισπεύδεται από τον εκκαλούντα ή από τον εφεσίβλητο και προκύπτει νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του εκκαλούντος, ερευνάται το παραδεκτό αυτής και εάν η έφεση, ακόμη και αν ερημοδικεί ο εκκαλών, είναι για οποιονδήποτε λόγο απαράδεκτη, ιδίως εκπρόθεσμη ή λόγω μη καταβολής του παράβολου του άρθρου 495 του Κ.Πολ.Δ., ή λόγω έλλειψης άλλων διαδικαστικών προϋποθέσεων, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη (άρθρο 524 παρ. 3 εδ. α του Κ.Πολ.Δ. ως ισχύει) και όχι ως ανυποστήρικτη, δηλαδή επί της ουσίας, αφού η ερημοδικία του οδηγεί σε απόρριψη της εφέσεως του κατ’ ουσίαν (πρβλ. και την καταργημένη ήδη με το άρθρο 15 Ν 2943/2001 ρύθμιση του άρθρου 531 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. και ήδη 524 παρ. 3 εδ. α, 532 του Κ.Πολ.Δ. ως ισχύουν), οπότε προϋποτίθεται ότι η έφεση κρίθηκε προηγουμένως παραδεκτή και έγινε τυπικά δεκτή (πρβλ. ΑΠ 532/2016, AΠ 341/2015 , ΤρΕφΠειρ 109/2025). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 7 εδ. β Κ.Πολ.Δ., ομοίας διατυπώσεως με την αντίστοιχη για την τακτική διαδικασία διάταξη του άρθρου 524 παρ. 3 εδ. α του Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι μετά την 1-1-2022 και στις ειδικές διαδικασίες σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος, αν ο τελευταίος επισπεύδει τη συζήτηση ή έχει κληθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα να παραστεί σε αυτήν από τον εφεσίβλητο, η έφεση, εφόσον είναι παραδεκτή, απορρίπτεται χωρίς να ερευνηθεί η ουσία της υπόθεσης (ΜΕφΘες 1486/2022 , Ι. Κατρά , ΕρμΚΠολΔ , Δ΄έκδοση , 2023, σελ. 979 , Ν. Λεοντή Ειδικές Διαδικασίες κατά τον ΚΠολΔ, 2η έκδ., σελ. 44-47 , Χ. Απαλλαγάκη -Στ. Σταματόπουλος , ΕρμΚΠολΔ, 2022, τόμος 2, σελ. 1727-1728). Επομένως, η κατ’ουσίαν απόρριψη της έφεσης λόγω ερημοδικίας του εκκαλούντος ισχύει στην τακτική και στις ειδικές διαδικασίες (άρθρο 597 παρ. 7 του Κ.Πολ.Δ.) και ειδικότερα και στην ειδική διαδικασία των περιουσιακών -μισθωτικών διαφορών (άρθρα 614 αριθ. 1, 591 παρ. 7 εδ. β , 615-620 του Κ.Πολ.Δ.).

Στην προκείμενη περίπτωση , εισάγεται προς συζήτηση η από 11-10-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../11-10-2024) έφεση της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, κατά της με αριθμό 2426/16-7-2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το οποίο δίκασε ερήμην της εναγομένης την από 21-11-2023 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/23-11-2023) αγωγή του ήδη εφεσίβλητου, με την οποία επικαλούμενος καθυστέρηση στην καταβολή των μισθωμάτων για τα έτη 2020-2023 συνολικού ποσού 48.000 ευρώ από δυστροπία της εναγομένης μισθώτριας των αναφερομένων στην αγωγή μισθίων ακινήτων (διαμερισμάτων), ζήτησε να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη οφείλει να του καταβάλει για τα οφειλόμενα μισθώματα το συνολικό ποσό των 48.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της συμφωνηθείσας δήλης ημέρας για την καταβολή κάθε επιμέρους ετήσιου μισθώματος, να διαταχθεί με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόδοση σε αυτόν της χρήσης των μισθίων ακινήτων από την εναγόμενη και κάθε τρίτου που έλκει τα δικαιώματά του από αυτή, καθώς και να καταδικαστεί η εναγόμενη στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων. Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση εκδικάζοντας με την ειδική διαδικασία των περιουσιακών -μισθωτικών διαφορών (άρθρα 614 αριθ. 1, 591 παρ. 7 εδ. β , 615-620 του Κ.Πολ.Δ.), με την οποία, αφού κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη η αγωγή, έγινε δεκτή ως ουσία βάσιμη λόγω του τεκμηρίου ερημοδικίας της εναγομένης, αναγνωρίστηκε η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των σαράντα οκτώ χιλιάδων (48.000) ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της δήλης ημέρας πληρωμής κάθε μισθώματος, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στη σχετική διάταξη, υποχρεώθηκε η εναγόμενη και οποιοσδήποτε τρίτος αντλεί τα δικαιώματά του από αυτή να αποδώσουν στον ενάγοντα τη χρήση των αναφερομένων στη σχετική διάταξη μισθίων ακινήτων, κηρύχθηκε η απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς την τελευταία αυτή διάταξη, καταδικάστηκε η εναγόμενη στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, τα οποία ορίστηκαν στο ποσό των 1.450 ευρώ και επίσης ορίστηκε το παράβολο ερημοδικίας. Κατά της ανωτέρω απόφασης η εναγόμενη άσκησε την ένδικη έφεση, που αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 περ. α του Κ.Πολ.Δ.) και ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος την ως άνω απόφαση Δικαστηρίου στις 11-10-2024 (άρθρα 144 παρ. 1, 495 παρ. 1 και 2, 511 , 513 παρ. 1 β΄, 516 παρ. 1,  517 εδ. α΄, 518 παρ. 2, 520 παρ. 1 και 591 του Κ.Πολ.Δ.), καθόσον η παριστάμενη εφεσίβλητη δεν επικαλείται ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης, από τη δημοσίευση της οποίας (16-7-2024) μέχρι την άσκηση της ένδικης έφεσης (11-10-2024), δεν παρήλθε η προθεσμία των δύο (2) ετών και επίσης, έχει κατατεθεί το απαιτούμενο παράβολο που προβλέπεται στο άρθρο 495 παρ. 3 εδ. α στοιχ. Α περ. β και παρ. 3 εδαφ. β του Κ.Πολ.Δ. (δυνάμει του με αριθ. …………../2024 ηλεκτρονικού παραβόλου ποσού 100 ευρώ), όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση του Γραμματέα επί του δικογράφου της έφεσης. Περαιτέρω, από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου, προκύπτει ότι κατά την στην αρχή της παρούσας αναφερόμενη δικάσιμο, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο, η εκκαλούσα δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε κατέθεσε έγγραφη δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ενώ ο εφεσίβλητος εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, μολονότι τη συζήτηση επισπεύδει ο εφεσίβλητος, καθόσον αντίγραφο της έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την ανωτέρω δικάσιμο, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην εκκαλούσα (άρθρα 591, 498 παρ. 2, 122 επ., 126 περ. γ , 128 παρ. 4 , 129 παρ. 2, 139, 140 του Κ.Πολ.Δ.), όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη μετ’επικλήσεως από τον παριστάμενο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης εφεσίβλητο με αριθμό …….΄/13-11-2024 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………. . Από τα παραπάνω, προκύπτει ότι η συζήτηση της κρινόμενης έφεσης, η οποία ασκήθηκε παραδεκτά, γίνεται με επιμέλεια του εφεσίβλητου (άρθρα 498, 499, 524 παρ. 1 και παρ. 3 εδ. α , 272 παρ. 2 , 271 παρ. 1 και 2 , 591 του Κ.Πολ.Δ.) και επομένως, εφόσον η εκκαλούσα αν και κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα ερημοδικεί, η έφεση απορρίπτεται (άρθρα 591 παρ. 7 εδ. β , 524 παρ. 3 εδ. α΄, 272 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, πρέπει , η κρινόμενη έφεση, να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη (άρθρο 591 παρ. 7 εδ. β του Κ.Πολ.Δ.), χωρίς να ακολουθήσει περαιτέρω έρευνα των λόγων της και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση της οποίας υποβλήθηκε με τις κατατεθείσες προτάσεις του σχετικό νόμιμο αίτημα, σε βάρος της εκκαλούσας λόγω της ήττας της (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Επίσης, λόγω της απόρριψης της έφεσης και της ήττας της εκκαλούσας, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από την εκκαλούσα κατά την άσκηση της έφεσης παραβόλου, στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. ε του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό και τέλος, λόγω της ερημοδικίας της εκκαλούσας, πρέπει να οριστεί το παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από την ερημοδικαζόμενη εκκαλούσα (άρθρα 501, 502 παρ.1 και 505 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην της εκκαλούσας την από 11-10-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/11-10-2024) έφεση, κατά της με αριθμό 2426/16-7-2024 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών -μισθωτικών διαφορών).

Ορίζει το παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από την εκκαλούσα, σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ .

Απορρίπτει την έφεση.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από την εκκαλούσα κατά την άσκηση της ως άνω έφεσης και αναφερόμενου στο σκεπτικό της παρούσας, παραβόλου .

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ .

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 7 Απριλίου  2025 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ