ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 219/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Αποτελούμενο από τoν Δικαστή Λάζαρο Γιαπαλάκη Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο Εφετών Πειραιά και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΚΑΛΩΝ-ΕΚΚΑΛΩΝ: ………… και ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Παρρή του Δ.Σ.Α. με Α.Μ. ………… με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠΟΛΔ.
ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗ: ΤΗΣ Ετερόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία ………… με το δ.τ. ……….. η οποία εδρεύει στον Πειραιά, οδός ………, με ΑΦ.Μ. ……….., η οποία εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία δεν παραστάθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 14-7-2021 αγωγή του και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου αγωγής ………./2021 η οποία εκδικάστηκε κατά την δικάσιμο της 30-11-2021 κατά την ειδική διαδικασία περιουσιακών-εργατικών διαφορών και εκδόθηκε η με αριθμό 612/2024 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου η οποία απέρριψε την αγωγή του.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την με αριθ. εκθ. καταθ. …../2024 έφεσή του ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και με αριθμό εκθ. κατ. δικ. ……../2024 ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου της οποίας δικάσιμος ορίστηκε η 7-11-2024. Την ανωτέρω δικάσιμο εκδικάστηκε η ένδικη έφεση και εκδόθηκε η με αριθμό 627/2024 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς η οποία κήρυξε την συζήτηση της ένδικης έφεσης απαράδεκτη διότι η εφεσίβλητη δικάστηκε ερήμην και ο εκκαλών δεν προσκόμισε τις προτάσεις της εφεσίβλητης ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Δυνάμει της από 28-1-2025 κλήσης ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης κλήσης ……/2025 επανήλθε προς συζήτηση η με αριθ. εκθ. καταθ. ………../2024 έφεσή του ανωτέρω εκκαλούντος κατά της εφεσίβλητης δικάσιμος της οποίας ορίστηκε αυτή που αναγράφεται στην αρχή της παρούσης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος κατέθεσε εμπρόθεσμα τις προτάσεις του και παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ. ενώ η εφεσίβλητη δεν εκπροσωπήθηκε και δεν κατέθεσε προτάσεις.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρεται προς περαιτέρω συζήτηση η με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …………/2024 έφεσή δυνάμει της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης κλήσης ………../2025.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 271 και 524 παρ. 1 και 4ΚΠΟΛΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίηση του ΚΠΟΛΔ με τον Ν. 4335/2015, δεδομένου ότι η έφεση ασκήθηκε το έτος 2024 ( άρθρο ένατο παρ. 2 Ν. 4335/2015) , ήτοι μετά την 1-1-2016, προκύπτει ότι σε περίπτωση ερημοδικίας του εφεσίβλητου κατά την συζήτηση της κατ’ έφεση δίκης, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο οφείλει να ερευνήσει ποιο από τα διάδικα μέρη είναι εκείνο που επισπεύδει τη συζήτηση της έφεσης. Εφόσον βεβαιωθεί ότι τη συζήτηση την επισπεύδει ο εκκαλών και ο εφεσίβλητος απουσιάζει, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τη συζήτηση της με αριθμό κατάθεσης ………../2024 έφεσης, κατά τη δικάσιμο που σημειώνεται ανωτέρω κατά την οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση στη σειρά της, από το οικείο πινάκιο, δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου η εφεσίβλητη. Από την με αριθμό …. Ι/29-1-2025 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ……… την οποία προσκομίζει και επικαλείται ο εκκαλών προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση κλήσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσης επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην εφεσίβλητη η οποία ούτε εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο στη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου. Επομένως, πρέπει, να δικαστεί ερήμην(άρθρα 122 επ., 126 παρ.1, 127, 129, 139 επ. 226 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δ). Το δικαστήριο, ωστόσο θα προχωρήσει στη συζήτηση της Στην προκειμένη περίπτωση φέρεται προς συζήτηση η από 4-7-2024 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου ……./2024 έφεση κατά της με αριθμό 612/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία περιουσιακών-εργατικών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων επί της από 15-7-2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …………/2021 αγωγής του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος κατά της εναγόμενης και ήδη εφεσίβλητης. Η ως άνω έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από τον ενάγοντα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495, 511, 513 § 1 β, 516 και 518 § 2ΚΠολΔ δεδομένου ότι η απόφαση δημοσιεύτηκε στις 22-2-2024 και η ένδικη έφεση ασκήθηκε στις 8-7-2024(βλ. την με αριθμό …………./8-7-2024 έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου στον Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά) καθόσον δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης. Δεδομένου ότι δεν απαιτείται η καταβολή του νόμιμου παράβολου κατ’ άρθρο 495 ΚΠΟΛΔ καθόσον στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για εφαρμογή του άρθρου 614 παρ.3 ΚΠΟΛΔ πρέπει να γίνει αυτή τυπικά δεκτή(άρθρο 533 ΚΠΟΛΔ και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των κατ’ ιδίαν λόγων της(άρθρο 524 παρ.1 ΚΠΟΛΔ).
Με την με αριθμό έκθεση κατάθεσης δικογράφου ………./2021 αγωγής ο ενάγων εκθέτει ότι προσλήφθηκε από την εναγόμενη εταιρία στις 1-6-2019 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου για να εργαστεί ως φύλακας του κατασχεμένου ελληνικής σημαίας πλοίου Ε/Γ-Τ/Ρ Π με αριθμό νηολογίου Πειραιά ……., το οποίο βρισκόταν στην Μαρίνα Αλίμου. Ότι εργάστηκε έως τις 16-4-2021 οπότε η εναγόμενη τον απέλυσε ακύρως χωρίς να τηρήσει τον έγγραφο τύπο και χωρίς να καταβάλει την οφειλόμενη αποζημίωση. Ότι ειδικότερα η εναγόμενη τον ενημέρωσε στις 15-4-2021 ότι το πλοίο εκπλειστηριάστηκε και ότι αυτός έπρεπε να εμφανιστεί στα γραφεία της εταιρίας στις 20-4-2021 για να υπογράψει τα έγγραφα της απόλυσης του και να λάβει την αποζημίωση απόλυσης του. Ότι στις 19-4-2021 διαγνώστηκε θετικός στον ιό RNA SARS-COV-2 (COVID-19) και τέθηκε σε απομόνωση. Ότι αυτός ενημέρωσε σχετικά την εναγόμενη και ζήτησε να μεταθέσουν την συνάντηση τους, διότι δεν ήταν δυνατόν να εμφανιστεί στα γραφεία της εταιρίας. Ότι στις 22-4-2021 του επιδόθηκε έγγραφο αναγγελίας οικειοθελούς αποχώρησης χωρίς αυτός να έχει δηλώσει τέτοια πρόθεση. Ότι εξάλλου αυτός έπρεπε να εργάζεται επί έξι ημέρες την εβδομάδα για οκτώ ώρες ημερησίως αλλά ασχολείτο κατά κανόνα επί 48 συνεχόμενες ώρες τουλάχιστον επί δύο φορές την εβδομάδα και συγκεκριμένα λάμβανε την βάρδια φύλαξης στις 10:00 και παρέδιδε στις 10:00 της μεθεπόμενης ημέρας. Ότι κατά την διάρκεια της απασχόλησης του ξεκουραζόταν κατά το χρονικό διάστημα από 24:00 έως ώρα 06:00 εντός του φυλασσόμενου πλοίου ώστε η εργασία του να είναι διαθέσιμη σε κάθε περίπτωση που αυτή απαιτείτο. Ότι στα πλαίσια των καθηκόντων του λάμβανε κάθε πρόσφορο μέσο για την αποφυγή κλοπών και φθορών, την αποφυγή απόκρυψης ή λάθρα απόπλου και την διαρκή ενημέρωση των επισπευδόντων δανειστών και των λιμενικών αρχών σχετικά με την κατάσταση του πλοίου. Ότι το σκάφος δεν διέθετε ηλεκτρικό ρεύμα και νερό και στις 25-7-2019 λόγω των δυσμενών συνθηκών παροχής της εργασίας του υπέστη θερμοπληξία και διακομίστηκε στο νοσοκομείο, όπου του παρασχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες ενώ έμεινε κλινήρης για μία εβδομάδα. Ότι η εναγόμενη δεν του κατέβαλλε αποζημίωση για μη ληφθείσα άδεια ετών 2019, 2020 και 2021, την αμοιβή υπερεργασίας, την αποζημίωση για κατ’ εξαίρεση υπερωρίας και την προσαύξηση για την εργασία τις Κυριακές και αργίες. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά και κατόπιν νομότυπης τροπής των αγωγικών αιτημάτων από καταψηφιστικά σε αναγνωριστικά που έλαβε χώρα με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του ενάγοντος που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και περιλαμβάνεται στο δικόγραφο των προτάσεων του (άρθρο 223 εδάφιο β ΚΠΟΛΔ) ζητεί να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγόμενης να του καταβάλει το ποσό των 41.407,83 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως από της επίδοσης της αγωγής και το ποσό των 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την συμπεριφορά της εναγόμενης και των άθλιων συνθηκών εργασίας με τον νόμιμο τόκο από της επίδοσης της αγωγής, άλλως επικουρικώς σε περίπτωση που δεν γίνει δεκτό το αίτημα όπως του επιδικαστούν μισθοί υπερημερίας λόγω ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγόμενης να του καταβάλει το ποσό των 35.952,63 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως από της επίδοσης της αγωγής και το ποσό των 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης με τον νόμιμο τόκο από της επίδοσης της αγωγής, όπως τα ανωτέρω κονδύλια αναφέρονται στην αγωγή, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή καθώς επίσης να καταδικαστεί η εναγόμενη στην πληρωμή της δικαστικής του δαπάνης. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκδικάζοντας την ένδικη αγωγή κατά την ειδική διαδικασία περιουσιακών-εργατικών διαφορών την έκρινε ορισμένη και εν μέρει νόμιμη απορρίπτοντας ως μη νόμιμο το κονδύλιο περί χρηματικής ικανοποίησης του ενάγοντος για την ηθική βλάβη που υπέστη από την συμπεριφορά της εναγόμενης και των άθλιων συνθηκών εργασίας με τον νόμιμο τόκο από της επίδοσης της αγωγής, απέρριψε την ένδικη αγωγή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής με την από με αριθμ. Εκθ. Καταθ. 635/353/2024 έφεση του παραπονείται ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών για τους περιεχόμενους στην ανωτέρω έφεση του λόγους οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης έτσι ώστε να γίνει εν όλω δεκτή η ένδικη αγωγή.
Από τις διατάξεις των άρθρων 648 και 669 § 1 ΑΚ , 1 Ν. 2112/1920 και 5 § 3 Ν.3198/1955, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 § 4 Ν. 2556/1997, προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής και αναιτιώδης δικαιοπραξία και θεωρείται έγκυρη εφόσον γίνει εγγράφως, καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση και έχει καταχωριστεί η απασχόληση στα τηρούμενα από το ΙΚΑ μισθολόγια ή έχει ασφαλιστεί ο απολυμένος, άλλως η καταγγελία θεωρείται σαν να μην έγινε (οράτε ΑΠ 1106/2000 ΔΕΝ 2001 σ. 19, 1169/1999 ΔΕΝ 2000 σ. 72, ΕφΑΘ 6411/2011 ΕλλΔνη 2013 σ. 1067, 7668/2000 ΔΕΝ 2003 σ. 1397 και μελέτη σε ΔΕΝ 1998 σ. 652). Ο δε εργοδότης που αρνείται έκτοτε να αποδεχθεί την εργασία του μισθωτού του, γίνεται υπερήμερος (349, 350 ΑΚ) και υποχρεούται στην καταβολή του μισθού (άρθρο 656 ΑΚ). Ο μισθωτός, αντίστοιχα, δικαιούται να εμμείνει στην ακυρότητα της καταγγελίας και να ζητήσει τους μισθούς του ή εν όψει του ότι η ακυρότητα της καταγγελίας τάσσεται υπέρ αυτού και είναι, επομένως, σχετική να απαιτήσει απλώς την αποζημίωση του Ν.2112/1920, δυνάμενος να ενώσει στο ίδιο δικόγραφο της αγωγής προς συνεκδίκαση και τα δύο αιτήματα (218 ΚΠΟΛΔ), εφόσον το δεύτερο τούτων προβάλλει επικουρικά, για την περίπτωση απόρριψης του πρώτου άρθρου (άρθρου 219 ΚΠΟΛΔ). Επίσης, από τις διατάξεις των άρθρων 669 § 2 του ΑΚ, 1 του Ν.2112/1920, του ΒΔ 16/18.7.1920 και 1 και 5 Ν. 3198/1955προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και, συνεπώς, το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζομένου. Από τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 281, 299, 914 και 932 ΑΚ και άρθρου μόνου του ΑΝ 690/1945 προκύπτει ότι, κατά πρώτον, χρηματική ικανοποίηση παρέχεται, με την συνδρομή απαραιτήτως και του στοιχείου της υπαιτιότητας, και στις περιπτώσεις παρανόμων ενεργειών (πράξεων ή παραλείψεων) του εργοδότη, με τις οποίες προσβάλλεται η προσωπικότητα του εργαζομένου υπό οποιανδήποτε εκδήλωσή της (σωματική, ψυχική, πνευματική, κοινωνική), (παραβάλλατε ΟλΑΠ 8/2008 ΕλλΔνη 2008 σ. 388), κατά δεύτερον, ότι η μη εκπλήρωση από τον εργοδότη της υποχρέωσής του για πληρωμή του μισθού που απορρέει από τη σύμβαση εργασίας αποτελεί ποινικό αδίκημα. Με την παράλειψη, όμως, της πληρωμής αυτού (ολικά ή εν μέρει) ο εργαζόμενος δεν χάνει τις καθυστερούμενες αποδοχές και συνεπώς δεν υπάρχει ζημία που να έχει αιτία την παράνομη, σε σχέση με τον ΑΝ 690/1945, συμπεριφορά του εργοδότη. Επομένως, η μη εκπλήρωση από τον εργοδότη της υποχρέωσής του για την καταβολή των ενοχικώς οφειλομένων αποδοχών και η παρακράτησή τους απ` αυτόν δεν συνιστά αδικοπραξία και, κατά περαιτέρω συνέπεια, δεν θεμελιώνει ούτε αξίωση για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη λόγω προσβολής της προσωπικότητας, αφού και αυτή προϋποθέτει αδικοπραξία [οράτε ΑΠ 1114/2013 ΕλλΔνη 2014 σ. 392 (πολιτική), 950/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 106/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ (ποινικές), ΑΠ 1017/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 547/2007 ΊΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 4910/2009 ΕλλΔνη 2011 σ. 551 και τις εκεί παραπομπές σε παλαιότερη νομολογία, ΕφΠατρών 60/2007 ΊΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΘεσ 15198/2010 Αρμ 2011 σ. 812].
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης του ο εκκαλών παραπονείται ότι εσφαλμένα η εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε ως μη νόμιμο το αίτημα του περί επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής βλάβης που αυτός υπέστη διαρκούσης της εργασιακής σχέση του με την εναγόμενη και δη για παραβιάσεις της εργατικής νομοθεσίας που αφορούν την χορήγηση κανονικής άδειας σ’ αυτόν, των άθλιων συνθηκών εργασίας που αυτός αντιμετώπισε κατά την διάρκεια της εργασίας του με την εναγόμενη και τις οποίες εξειδικεύει στην έφεση του, το εξαντλητικό ωράριο που ξεπερνούσε τις 48 ώρες εβδομαδιαίως, του ότι η εναγόμενη δήλωσε προσχηματικά ότι ο εκκαλών είχε οικειοθελώς αποχωρήσει από την εργασία του ενώ αυτή είχε δηλώσει ρητά στον ενάγοντα ότι του καταγγέλλει την σύμβαση εργασίας του και μάλιστα διαρκούσης της απομόνωσης του λόγω της ασθένειας του από κορονοϊό, όπως επίσης και ότι η εναγόμενη αδικαιολόγητα αρνείτο την αποδοχή των υπηρεσιών του. Όμως όπως προελέχθη ανωτέρω ο ενάγων με τις ανωτέρω πράξεις της εναγόμενης αναφέρεται σε παραβιάσεις συμβατικών υποχρεώσεων της εναγόμενης προς τον ίδιο οι οποίες ως αναφέρθηκε στην νομική σκέψη της παρούσης δεν θεμελιώνουν από μόνες του τις προϋποθέσεις της αδικοπραξίας.
Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης που νομότυπα εξετάστηκαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, των εγγράφων που προσκομίζει και επικαλείται ο εκκαλών και την εν γένει αποδεικτική διαδικασία αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που συνήφθη μεταξύ του ενάγοντος και της εναγόμενης εταιρίας ο ενάγων προσλήφθηκε για να εργαστεί ως φύλακας στο με ελληνική σημαία πλοίο Ε/Γ/ΤΡ πλοίο Π που ήταν κατασχενεμένο και ελλιμενισμένο στην Μαρίνα του Αλίμου, έναντι μηνιαίων αποδοχών 650 ευρώ. Δεν αποδείχτηκε ότι ο μηνιαίος μισθός του ανερχόταν στο ποσό των 750 ευρώ όπως ισχυρίζεται ο ενάγων διότι πέραν της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος του ενάγοντος δεν επιβεβαιώνεται και από έγγραφα μισθοδοσίας του όπως τραπεζικές καταθέσεις του μισθού του στις οποίες προέβαινε η εναγόμενη και τις οποίες δεν προσκομίζει ο ενάγων. Αντικείμενο της εργασίας του ήταν η φύλαξη του πλοίου προς αποτροπή πρόσβασης σε αυτό μη δικαιούμενων προσώπων, πράξεων φθοράς ή κλοπής και καταστροφής λόγω καιρικών συνθηκών. Διέμενε εντός του πλοίου όπου όφειλε να διεξαγάγει περιπολίες και να βρίσκεται σε εγρήγορση, ώστε σε περίπτωση κινδύνου να ειδοποιήσει την εταιρία. Το ωράριο του το μοιραζόταν με άλλους δύο φύλακες που εναλλάσσονταν σε βάρδιες. Στις 15-4-2021 ενημερώθηκε από την εναγόμενη ότι το πλοίο πουλήθηκε και έπρεπε να το εγκαταλείψει, συνθήκη για την οποία ήταν ενήμερος από τον χρόνο σύναψης της σύμβασης. Πράγματι προτάθηκε στον ενάγοντα να εργαστεί σε άλλο πλοίο της εναγόμενης πλην όμως αυτός αρνήθηκε. Στην συνέχεια η εκπρόσωπος της εναγόμενης τον ειδοποίησε να εμφανιστεί στα γραφεία της εταιρίας στις 20-4-2021 προκειμένου να υπογράψει την απόλυση του και να λάβει την οφειλόμενη αποζημίωση του. Ο ενάγων αποδείχτηκε ότι στις 19-4-2021 ασθένησε με κορονοϊό και τέθηκε σε απομόνωση, ενημερώνοντας την εναγόμενη ότι δεν θα μπορούσε να προσέλθει στα γραφεία της εταιρίας στις 20-4-2021 και ότι θα έπρεπε να μεταθέσουν την συνάντηση τους για μετά την λήξη της απομόνωσης του. Όμως στις 22-4-2021 η εναγόμενη αντί να προβεί σε έγγραφη καταγγελία της εργασιακής σχέσης του ενάγοντος καταβάλλοντας του την νόμιμη αποζημίωση αυτή επέδωσε στον ενάγοντα την από 22-4-2021 αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησης του χωρίς να υπάρχει μεταξύ τους κάποια τέτοια συμφωνία. Μετέπειτα ο ενάγων προέβη σε καταγγελία σε βάρος της εναγόμενης για διαφορές δεδουλευμένων μισθών ενώπιον της Επιθεώρησης Εργασίας. Το γεγονός ότι ο ενάγων απολύθηκε από την εναγόμενη και δεν παραιτήθηκε οικειοθελώς ενισχύεται από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα της εναγόμενης Αλέξανδρου Χιώτη ο οποίος ρητά καταθέτει ότι καίτοι ο ίδιος (ενάγων) είχε προσφύγει στην επιθεώρηση εργασίας έγινε πρόταση από την εναγόμενη για την επαναπρόσληψη του πλην όμως αυτός αρνήθηκε. Η εναγόμενη όμως δεν προέβη στην λύση της εργασιακής του σχέσης σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ.3 του νόμου 3198/1955 αλλά συνέχιζε να χαρακτηρίζει την αποχώρηση του ως οικειοθελή αποχώρηση. Ως εκ τούτου όπως προελέχθη και στην μείζονα σκέψη της παρούσης η εναγόμενη κατήγγειλε άκυρα την σύμβαση εργασίας του ενάγοντος καθόσον δεν τήρησε τον έγγραφο τύπο και δεν του κατέβαλλε την οφειλόμενη αποζημίωση κατ’ άρθρο 5 παρ. 3 το νόμου 3198/1955. Αποδείχτηκε ότι η ένδικη αγωγή κατατέθηκε στην γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 15-7-2021 και επιδόθηκε στην εναγόμενη στις 16-7-2021(βλ. την από ……/ 16/7/2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ……………) εντός της τρίμηνης αποκλειστικής προθεσμίας από της λύσεως της σχέσης εργασίας του ενάγοντος με την εναγόμενη που πραγματοποιήθηκε στις 16-4-2021. Συνεπώς οφείλονται στον ενάγοντα μισθοί υπερημερίας μηνών από 17-4-2021-31-12-2021. Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω ο μηνιαίος μισθός του ενάγοντος κατά τον χρόνο της απόλυσης του ανερχόταν στο ποσό των 650 ευρώ μηνιαίως. Επομένως του οφείλεται το ποσό των 5.525 ευρώ (650*8 μήνες=5.200 ευρώ+ 650/2=325) ως μισθοί υπερημερίας του για το ένδικο διάστημα. Δεν αποδείχτηκε όμως ότι η εναγόμενη οφείλει δεδουλευμένες αποδοχές στον ενάγοντα καθόσον όπως προκύπτει από την εκκαλουμένη ο ίδιος έχει υπογράψει δήλωση ότι του έχουν καταβληθεί όλες οι οφειλόμενες αποδοχές και δεν διατηρεί αξίωση σε βάρος της εναγόμενης γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τον μάρτυρα της εναγόμενης και λογιστή της ………….. Από την ανωτέρω δήλωση δεν προέκυψε ότι ο ενάγων εργάστηκε ημέρες και ώρες για τις οποίες δεν πληρώθηκε, άλλωστε δε η εναγόμενη στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στα σχετικά των προτάσεων της με αριθμό 8, 9, 10 προσκομίζει αποδείξεις πληρωμής ετών 2019-2021 από τις οποίες κατά την αναγραφή της εκκαλουμένης προκύπτει ότι ο ενάγων έχει εισπράξει τις νόμιμες προσαυξήσεις του για εργασία σε αργίες και Κυριακές ενώ έχει εισπράξει και τα δώρα εορτών. Η κατάθεση της μάρτυρος απόδειξης η οποία κατέθεσε περί εξαντλητικών ωραρίων και άθλιων συνθηκών εργασίας δεν κρίνεται πειστική διότι δεν θα μπορούσε να έχει ίδια γνώση αυτών, δοθέντος ότι εργαζόταν σε άλλη εταιρία και δεν είχε τα ίδια ωράρια με τον ενάγοντα. Επομένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που εκτίμησε ότι ο ενάγων έχει οικειοθελώς αποχωρήσει εκ της εργασίας του και ότι δεν του οφείλονται μισθοί υπερημερίας από την εναγόμενη εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις διότι θεώρησε την αποχώρηση του ενάγοντος από την εναγόμενη ως οικειοθελή αποχώρηση αντί του ορθού νομικού χαρακτηρισμού ως απόλυση η οποία καθόσον δεν καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση είναι άκυρη, οφειλομένων στον ενάγοντα του νόμιμου μισθού υπερημερίας του αιτούμενου χρονικού διαστήματος. Πρέπει, συνεπώς, κατά τον βάσιμο περί τούτου σχετικό λόγο της με αριθμό ………./2024 έφεσης όπως παραπάνω αναφέρθηκε, αυτή (εκκαλουμένη) να εξαφανισθεί ως προς τα προαναφερθέντα κεφάλαιά της. Ακολούθως, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η με αριθμό …………../2024 έφεση και ως βάσιμη και κατ΄ ουσία κι αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό, να ερευνηθεί η ένδικη αγωγή, μέσα στα πλαίσια που εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα και ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωριστεί η ακυρότητα της από 16-4-2021 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 5.525 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους μισθός κατέστη απαιτητός και μέχρι πλήρους εξόφλησης. Ακόμη πρέπει να ορισθεί το παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας αποφάσεως από την απολειπόμενη εφεσίβλητη (άρθρα 501, 502 παρ.1 και 505 παρ. 2 του ΚΠΟΛΔ). Τέλος μέρος της δικαστικής δαπάνης του εκκαλούντος της ένδικης έφεσης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της εφεσίβλητης (άρθρα 178, 183 ΚΠΟΛΔ) κατά τα ειδικότερα εκτεθέντα στο διατακτικό της παρούσης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εφεσίβλητης την από με αριθμ. Εκθ. δικ. ………./2024 έφεση.
ΟΡΙΖΕΙ παράβολο για την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας ποσό διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικώς και κατ’ ουσίαν την με αριθμ. Κατ. …………/2024 έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. 612/2024 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει επί της ουσίας την από με αριθμ. εκθ. κατ. δικ. …………../2021 αγωγή.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει αυτή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την ακυρότητα της από 16-4-2021 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος από την εναγόμενη.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των πέντε χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι πέντε (5.525) ευρώ με τον νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους μισθός κατέστη απαιτητός και μέχρι πλήρους εξόφλησης.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εφεσίβλητης μέρος της δικαστικής δαπάνης του εκκαλούντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας την οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 8 -4-2025, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓPAMMATEAΣ