ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 231/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από το Δικαστή Βασίλειο Τζελέπη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τη Διευθύνουσα το Εφετείο Πειραιώς, και από τη Γραμματέα E.Δ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ : Εταιρείας με την επωνυμία <<……..>>, που εδρεύει στη Δημοκρατία της ….., στερούμενης ελληνικού ΑΦΜ, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Πατουλιώτη [ΔΕ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Β. ΣΙΟΥΦΑΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΟΙ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ].
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : Εταιρείας με την επωνυμία «……….»,που εδρεύει στα νησιά …… και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια της δικηγόρο Αγγελική Ζαρόκωστα [ΔΕ ΧΑΤΖΗ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΚΓΟΡΩΝ].
Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 11.7.2024 και με ΓΑΚ/ ΕΑΚ ………./2024 αίτησή της επί της οποίας εκδόθηκε ερήμην της καθής η αίτηση η με αριθμό 1576/2024 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου με την οποία έγινε δεκτή εν μέρει και διετάχθη η άρση της εγγυοδοσίας που δόθηκε υπέρ της αντιδίκου της.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η καθ΄ης η αίτηση και ήδη εκκαλούσα με την από 6.10.2024 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτ………/6.11.2024 και ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετ. ………../6.11.2024 έφεση, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αφού έλαβαν το λόγο από τον Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 699 ΚΠολΔ αποφάσεις που δέχονται ή απορρίπτουν αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων ή αιτήσεις για ανάκληση ή για μεταρρύθμιση των μέτρων αυτών δεν προσβάλλονται με κανένα ένδικο μέσο, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά. Οι αποφάσεις που αναφέρονται στην ως άνω διάταξη είναι εκείνες οι οποίες κατά ρητή διάταξη του ΚΠολΔ εκδίδονται κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. περί ασφαλιστικών μέτρων, όπως οι περιπτώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 378,632 παρ. 2,644 παρ. 2, 912 παρ. 2, 918 παρ. 5, 929 παρ. 3, 938 παρ. 3, 994 και 1019 παρ. 1. Στις περιπτώσεις αυτές είναι προφανές ότι δεν χωρούν ένδικα μέσα σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 699 ΚΠολΔ. Οσάκις όμως διατάξεις του AK ή άλλου νόμου, παραπέμπουν στην διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ το επιτρεπτό ή μη της ασκήσεως του ενδίκου μέσου της εφέσεως κατά της αποφάσεως εξαρτάται εκ του αν με αυτήν δικάστηκε αίτηση περί λήψεως ή ανακλήσεως ασφαλιστικού μέτρου υπό την έννοια του άρθρου 682 ΚΠολΔ, διώκουσα δηλαδή την εξασφάλιση ή διατήρηση δικαιώματος ή την προσωρινή ρύθμιση της καταστάσεως και σε καταφατική περίπτωση δεν χωρεί έφεση κατά της αποφάσεως σύμφωνα με το προαναφερθέν άρθρο 699 ΚΠολΔ. Τουναντίον, αν με την απόφαση δεν διατάσσεται ασφαλιστικό μέτρο με την παραπάνω έννοια, αλλά ρυθμίζεται οριστικώς η διαφορά, τότε η διάταξη του άρθρου 699 ΚΠολΔ δεν έχει εφαρμογή και έφεση επιτρέπεται κατά το γενικό κανόνα των άρθρων 12 παρ. 1 και 511 ΚΠολΔ. Η διάκριση δεν στηρίζεται μόνον στη γραμματική διατύπωση του άρθρου 699 (αποφάσεις δεχόμενες ή απορρίπτουσες αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων ή αιτήσεις για ανάκληση ή για μεταρρύθμιση των μέτρων αυτών δεν προσβάλλονται με κανένα ένδικο μέσο, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά) αλλά επιβάλλεται και από την έντονη διαφορά των αποφάσεων, οι οποίες τέμνουν οριστικώς την ουσία της διαφοράς και εκείνων, οι οποίες δέχονται ή απορρίπτουν αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων. Τα ασφαλιστικά μέτρα δεν τέμνουν την ουσία της διαφοράς, η οποία θα κριθεί από καθ` ύλην αρμόδιο δικαστήριο, κατά της αποφάσεως του οποίου τα ένδικα μέσα είναι κατά κανόνα παραδεκτά. Αντίθετα όμως οι τέμνουσες κατ` ουσίαν τη διαφορά αποφάσεις και αν ακόμη εκδόθηκαν κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ, αποκτούν δύναμη δεδικασμένου και δεν είναι ορθό τη δεσμευτικότητα αυτή να αποκτούν χωρίς ένδικα μέσα, με τα οποία επιτυγχάνεται επανέλεγχος της υποθέσεως, με το σκοπό επανόρθωσης των τυχόν σφαλμάτων (βλ. Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση, έκδοση Γ, παρ. 147 σελ. 44-45, Χ. Φραγκίστας, Δ 6,545). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 168 (όμοια με τη διάταξη του άρθρου 847 ΚΠολΔ), προκύπτει σαφώς ότι αν επέλθει η περίπτωση για την οποία δόθηκε η εγγύηση, καταπίπτει αυτή υπέρ εκείνου υπέρ του οποίου δόθηκε, μετά από αίτηση, υποβαλλόμενη στο κατά τόπον Μονομελές Πρωτοδικείο ή Ειρηνοδικείο για τις υπ` αυτού διαταχθείσες εγγυήσεις. Από τη διάταξη αυτή σαφώς συνάγεται ότι η απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου ή Ειρηνοδικείου με την οποία διατάσσεται η άρση ή κατάπτωση της εγγύησης, εκδίδεται μεν κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, δεν αποτελεί όμως τέτοιο αφού επιλύει οριστικά τη διαφορά αλλ` απλώς από το νόμο ορίστηκε η κατά τη διαδικασία αυτή εκδίκαση της υπόθεσης για την ταχύτερη λύση της διαφοράς. Για το λόγο αυτό η διάταξη του άρθρου 699 ΚΠολΔ δεν έχει εφαρμογή και κατά της σχετικής απόφασης επιτρέπονται τα ένδικα μέσα που προβλέπει ο νόμος στις κοινές υποθέσεις (βλ. ΑΠ 465/2009, ΑΠ 1669/1988, ΕφΑθ 3003/2000, Εφ Αθ 1991/2007,Εφ Πειρ 169/1998, δημ.ΝΟΜΟΣ).
ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 44 § 2 ν. 3994/2011, αν ασκηθεί έφεση από τον διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Από την αντιπαραβολή της διατάξεως αυτής «αν ασκηθεί έφεση … η απόφαση εξαφανίζεται» προς το άρθρο 535 παρ. του ίδιου Κώδικα «αν ο λόγος της έφεσης κριθεί βάσιμος, η απόφαση … εξαφανίζεται», προκύπτει ότι η εξαφάνιση της ερήμην αποφάσεως επέρχεται με μόνη την άσκηση νομότυπης και εμπρόθεσμης εφέσεως, ανεξαρτήτως αν οι λόγοι αυτής είναι και βάσιμοι κατ` ουσία. Περαιτέρω η διάταξη αυτή, κατά το μέρος με το οποίο προσδιορίζει τα όρια της εξαφανίσεως της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν εισάγει νεωτερισμό, αλλά είναι ταυτόσημη με το περιεχόμενο του άρθρου 522 ΚΠολΔ, με το οποίο εκφράζεται η από μακρού χρόνου ισχύουσα γενική δικονομική αρχή, ότι με την έφεση δεν μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο η υπόθεση στο σύνολο της, αλλά μόνο ως προς τα κεφάλαια εκείνα της πρωτόδικης αποφάσεως που πλήττονται με το εφετήριο και τους πρόσθετους λόγους. Επομένως αν με την έφεση ο εναγόμενος που δικάστηκε πρωτοδίκως ερήμην, προβάλλει ότι η αγωγή είναι νόμω αβάσιμη, αόριστη και απαράδεκτη, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ερευνά τις ως άνω ελλείψεις, χωρίς να εξαφανίσει προηγουμένως την προσβαλλόμενη απόφαση.
ΙΙΙ. Η υπό κρίση από 6.10.2024 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτ…………/6.11.2024 και ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετ. …………/6.11.2024 έφεση της καθ’ης η αίτηση και ήδη εκκαλούσας κατά της υπ’ αριθμ. 1576/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε ερήμην της καθ’ης η αίτηση, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων(άρθρα 686 επ. ΚΠολΔ), έκανε εν μέρει δεκτή την αίτηση , διέταξε την άρση της εγγυοδοσίας που δόθηκε από την αιτούσα υπέρ της καθής σε εκτέλεση της από 10.8.2023 προσωρινής διαταγής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα εντός της προβλεπόμενης στο νόμο εξηκονθήμερης προθεσμίας δεδομένου ότι η εκκαλούσα έχει έδρα στο εξωτερικό, από την επίδοση της εκκαλουμένης, η οποία έλαβε χώρα την 7.10.2024 (βλ σχετ επισημείωση επίδοσης της απόφασης του Δικαστικού Επιμελητή Εφετείου Θεσσαλονίκης . ….. με ημερομηνία 7.10.2024 σε συνδυασμό με την προαναφερθείσα έκθεση κατάθεσης δικογράφου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/6.11.2024 (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 498, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ.1 του ΚΠολΔ), ενώ έχει καταβληθεί το προσήκον παράβολο κατ’ άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ (βλ. υπ’ αριθμ. …………../2024 παράβολο Δημοσίου). Σημειώνεται ότι με την κρινόμενη έφεση προσβάλλεται η ως άνω απόφαση με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δικάζοντας κατά την προσήκουσα διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, έκρινε τη διαφορά των διαδίκων περί της τύχης της εγγυητικής επιστολής, που διατάχθηκε με την από 10.8.2023 προσωρινή διαταγή του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, όπως αυτή μεταρρυθμίστηκε με την από 16.8.2023 προσωρινή διαταγή του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ως όρος για να επιτραπεί ο απόπλους του στην αίτηση περιγραφομένου πλοίου και κατατέθηκε στη Γραμματεία του ως άνω Δικαστηρίου, ήτοι της με αριθμό …………../25.10.2023 εγγυητικής επιστολής της Τράπεζας Eurοbank ύψους 1.200.000 ευρώ και δέχθηκε εν μέρει την αίτηση της αιτούσας και ήδη εφεσίβλητης, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, καθ` όσον τέμνει κατ` ουσίαν την ως άνω διαφορά των διαδίκων περί της τύχης της εγγυήσεως και δεν αφορά στη λήψη ασφαλιστικού μέτρου κατά την προαναφερθείσα έννοια του άρθρου 682 ΚΠολ. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα – εναγόμενο το παράβολο των 100 ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ με την επισήμανση ότι: α) παρόλο που η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, υπόκειται σε έφεση, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη υπό στοιχείο <<Ι>>, μείζονα σκέψη, καθόσον τέμνει κατ` ουσίαν την ως άνω διαφορά των διαδίκων περί της τύχης της εγγυήσεως και δεν αφορά στη λήψη ασφαλιστικού μέτρου κατά την προαναφερθείσα έννοια του άρθρου 682 ΚΠολΔ και β) σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν στην υπό στοιχείο ΙΙ μείζονα σκέψη της παρούσας το παρόν Δικαστήριο δεν θα προβεί στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης στο πλαίσιο της διατάξεως του άρθρου 528 ΚΠολΔ καθώς με τον μοναδικό λόγο της έφεσης πλήττεται η νομική βασιμότητα του επιλεγέντος με αυτεπάγγελτη ενέργεια του Δικαστηρίου ασφαλιστικού μέτρου.
IV. Με την από 11.7.2024 με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2024 αίτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων) η αιτούσα εξέθεσε ότι η καθ’ ης κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) την από 8-8-2023 και υπ’ αριθ. εκθ. καταθέσεως ………../9-8-2023 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ζητούσε τη συντηρητική κατάσχεση του πλοίου με την ονομασία “CΤ”, σημαίας Παναμά, πλοιοκτησίας της αιτούσας, για την εξασφάλιση απαίτησης της μέχρι του ποσού του 1.200.000 ευρώ καθώς και την απαγόρευση του απόπλου και της μεταβολής της νομικής και πραγματικής κατάστασης του ως άνω πλοίου μέχρι την έκδοση απόφασης επί της αιτήσεως. Ότι στις 10-8-2023 εκδόθηκε η προσωρινή διαταγή του Προέδρου Υπηρεσίας του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία απαγορευόταν προσωρινά ο απόπλους και η μεταβολή της νομικής και πραγματικής κατάστασης του ως άνω πλοίου, προς εξασφάλιση της πιθανολογούμενης ένδικης απαίτησης, μέχρι τη συζήτηση και υπό τον όρο της συζήτησης της αίτησης στις 7-9-2023. Ότι εν συνεχεία, η εν λόγω προσωρινή διαταγή μεταρρυθμίστηκε δυνάμει της από 16-8-2023 προσωρινής διαταγής του Προέδρου Υπηρεσίας του Πρωτοδικείου Πειραιώς και συμπληρώθηκε με τη δυνατότητα ανάκλησης της προσωρινής διαταγής αυτοδικαίως με την κατάθεση από την αιτούσα εγγυητικής επιστολής αξιόχρεης τράπεζας στην Ελλάδα υπέρ της καθ’ ης, ποσού 1.200.000 ευρώ. Ότι στις 30-10-2023 κατατέθηκε στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου η υπ’ αριθ. …../25-10-2023 εγγυητική επιστολή της Τράπεζας ………….., ποσού 1.200.000 ευρώ, συνταχθείσης σχετικώς της υπ’ αριθ. 9/30-10-2023 έκθεσης κατάθεσης εγγυητικής επιστολής. Ότι εν συνεχεία εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 152/2024 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δυνάμει της οποίας έγινε εν μέρει δεκτή η αίτηση της καθ’ ης και διατάχθηκε η συντηρητική κατάσχεση του ως άνω πλοίου, προς εξασφάλιση της ένδικης απαίτησης της καθ’ ης μέχρι του ποσού του 1,000.000 ευρώ, ενώ προβλέφθηκε η δυνατότητα αντικατάστασης της συντηρητικής κατάσχεσης με την κατάθεση υπέρ της καθ’ ης εγγυητικής επιστολής τράπεζας αξιόχρεης στην Ελλάδα ή γραμματίου του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων ποσού 1.200.000 ευρώ. Ενόψει των ανωτέρω και επικαλούμενη η αιτούσα ότι μεσολάβησε νέο γεγονός που δικαιολογεί την αντικατάσταση της εγγύησης που είχε διαταχθεί με την από 10-8-2023 προσωρινή διαταγή, ζητεί να διαταχθεί η αντικατάσταση της υπ’ αριθ. …./25-10-2023 εγγυητικής επιστολής της Τράπεζας …………., ποσού 1.200.000 ευρώ, με γραμμάτιο του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, ποσού 1.000.000 ευρώ, υπέρ της αντιδίκου. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 1576/2024 οριστική απόφασή του, αφού δίκασε ερήμην της καθ΄ης η αίτηση, απέρριψε ως νόμω αβάσιμο το αίτημα για την αντικατάσταση της προαναφερόμενης εγγυητικής επιστολής Τραπέζης με την αιτιολογία ότι δεν νοείται αντικατάσταση ενός ασφαλιστικού μέτρου από έτερο όταν αυτό δεν είναι πλέον σε ισχύ και ακολούθως εκτιμώντας το δικόγραφο της αίτησης, έκρινε ότι το αίτημα αυτής προς αντικατάσταση της εγγυοδοσίας εμπεριέχεται ως έλασσον το αίτημα σχετικά με την άρση της εγγυοδοσίας, δέχθηκε εν μέρει την αίτηση και διέταξε την άρση της εγγυοδοσίας που είχε δοθεί από την αιτούσα υπέρ της καθ’ης κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό της εκκαλουμένης οριζόμενα. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η απολιπόμενη στο πρώτο βαθμό καθής η αίτηση με την υπό κρίση έφεσή της όπου με το μοναδικό λόγο αυτής που ανάγεται σε κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ζητεί την εξαφάνισή της, με σκοπό να απορριφθεί η από 11.7.2024 αίτηση της εφεσβίλητης εναντίον της.
V. Σύμφωνα με την παρ.1 του άρθρου 692 ΚΠολΔ το δικαστήριο διατάζει τα ασφαλιστικά μέτρα που κατά την κρίση του αρμόζουν σε κάθε περίπτωση και δεν έχει υποχρέωση να διατάξει το μέτρο που ζητείται. Στη διάταξη αυτή καθιερώνεται η αποδέσμευση από το σύστημα της διαθέσεως (106) και η ευχέρεια του δικαστηρίου να διατάξει άλλα από τα ζητούμενα ασφαλιστικά μέτρα, επιλέγοντας κάθε φορά τα καταλληλότερα (παρ. Ι) έπειτα από συνεκτίμηση του συμφέροντος όλων των διαδίκων, περιορίζεται μέσα στον κύκλο των ασφαλιστικών μέτρων, που αντιστοιχούν στο είδος της ζητούμενης προσωρινής δικαστικής προστασίας. Με τον περιορισμό αυτό μπορούν για την εξασφάλιση ή διατήρηση (ή ρύθμιση) του ίδιου δικαιώματος να διαταχθούν με μια ή περισσότερες αποφάσεις και περισσότερα ασφαλιστικά μέτρα, εφόσον είναι αναγκαίο (παρ. ΙΙ, ΙΙΙ) και μάλιστα ασφαλιστικά μέτρα βαρύτερα από τα ζητούμενα. Κατά την ίδια έννοια μπορεί να επιδικασθεί προσωρινά και πλέον του αιτηθέντος. Μεταξύ πάντως ασφαλιστικών μέτρων εξίσου αποτελεσματικών πρέπει να προτιμάται το λιγότερο πιεστικό για τον θιγόμενο. Σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να θίγονται συνταγματικές ελευθερίες και νόμιμα δικαιώματα του αντιδίκου. Περαιτέρω από τις διατάξεις των παρ.1, 2 του άρθρου 688 ΚΠολΔ προκύπτει ότι στο αναγκαίο περιεχόμενο μιας αίτησης ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να περιλαμβάνεται αίτημα για τη λήψη συγκεκριμένου ασφαλιστικού μέτρου που κατατείνει στη διασφάλιση του ασφαλιστέου ουσιαστικού δικαιώματος ή της ρυθμιστέας έννομης σχέσης. Προς τούτο το ζητούμενο ασφαλιστικό μέτρο δεν πρέπει να είναι ασυμβίβαστο προς τα προβαλλόμενα περιστατικά επικείμενου κινδύνου ή επείγουσας περιπτώσεως και να τελεί σε συνάρτηση προς το είδος της προσωρινής δικαστικής προστασίας, που αναλόγως επιτρέπουν. Τέλος πρέπει να σημειωθεί ότι η προαναφερόμενη ευχέρεια του Δικαστηρίου να επιλέξει το ασφαλιστικό μέτρο που προσιδιάζει στη συγκεκριμένη περίπτωση στο πλαίσιο της διατάξεων του άρθρου. 692. 1 ΚΠολΔ δεν οδηγεί σε διάφορο αποτέλεσμα, αφού περιορίζεται μόνο μέσα στον κύκλο της ίδιας κατηγορίας ασφαλιστικών μέτρων και προϋποθέτει ότι η αίτηση μπορεί να κριθεί νόμιμη ως προς το είδος τουλάχιστον της προσωρινής δικαστικής προστασίας που διαγράφει το ζητούμενο (μη νόμιμο) ασφαλιστικό μέτρο (βλ. Κράνη σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα υπ’ αρθρ. 688 και 692 ΚΠολΔ με παραπομπές σε παλαιότερη νομολογία).
VI. Με το μοναδικό λόγο έφεσης η εκκαλούσα – καθής η αίτηση διατείνεται ότι η εκκαλουμένη κατά κακή ερμηνεία και εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 692 παρ.1 ΚΠολΔ, αφού απέρριψε το μόνο αίτημα της ένδικης αιτήσεως ως νόμω αβάσιμο, στη συνέχεια προέβη σε μη επιτρεπόμενη εκτίμηση του υπό κρίση δικογράφου και δέχθηκε εν μέρει την αίτηση διατάσσοντας την άρση της εγγυοδοσίας. Επί του λόγου αυτού πρέπει να λεχθούν τα εξής: Στο πλαίσιο της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων, σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν στην υπό στοιχείο <<V>> μείζονα σκέψη της παρούσας, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο είχε τη δυνατότητα, κατά παρέκκλιση της αρχής της διαθέσεως να διατάξει μέτρο άλλο από αυτό που ζητείται. Η ευχέρεια αυτή του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου να επιλέξει ασφαλιστικό μέτρο διαφορετικό από το ζητούμενο περιορίζεται όμως μέσα στον κύκλο των ασφαλιστικών μέτρων που αντιστοιχούν στο είδος της ζητούμενης προσωρινής δικαστικής προστασίας, η επιλογή δε αυτή προκύπτει από την στάθμιση των αντιτιθέμενων συμφερόντων των διαδίκων μερών που ικανοποιούνται ή διακινδυνεύουν στο πλαίσιο της υπό κρίση περίπτωσης. Ειδικότερα σύμφωνα με τα όσα διαλαμβάνονται τόσο στο δικόγραφο της υπό κρίση αίτησης όσο και σε αυτό της έφεσης, λαμβανομένου υπόψη ότι ως εκ της ερημοδικίας της καθής στο πρώτο βαθμό η απάντηση της επ’ αυτής προβάλλεται το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, σε σχέση με τα συμφέροντα των διαδίκων μερών που διακυβεύονται από τη διαταχθείσα με αυτεπάγγελτη ενέργεια της εκκαλουμένης άρση της επιληφθείσας εγγυοδοσίας πρέπει να αναφερθούν τα εξής: Ως προς την αιτούσα – εφεσίβλητη, η οποία κατ’ αρχήν, ζήτησε, με την αίτησή της, παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας, συνιστάμενη στην αντικατάσταση επιβληθέντος ασφαλιστικού μέτρου με όμοιου αλλά διαφορετικού περιεχομένου εξασφαλιστικού της απαίτησης όρου που διατηρεί η καθ΄ης η αίτηση σε βάρος της αιτούσας που διαγνώστηκε με βάση την 152/2024 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την εκκαλουμένη απόφαση απολαύει προσωρινή δικαστική προστασία ποιοτικά και ποσοτικά διάφορη από αυτή που αιτήθηκε, καθώς ο επιδιωκόμενος σκοπός της αιτούμενης δικαστικής προστασίας, όπως αυτός διαγράφεται από το αίτημα της υπό κρίση αιτήσεως, δεν ήταν η απάλειψη της διαγνωσθείσας με δικαστική απόφαση υποχρέωση εξασφαλίσεως της απαιτήσεως της αντιδίκου της, αλλά η εξακολούθηση αυτής υπό διαφορετικό περιεχόμενο. Επιπλέον η δικαστική προστασία που έλαβε υπερακόντισε όχι μόνο ποιοτικά αλλά και ποσοτικά το είδος της προστασίας που ζήτησε καθώς η άρση της εγγυοδοσίας οδήγησε κατ’ αποτέλεσμα στην εξαφάνιση του ασφαλιστικού μέτρου που είχε τεθεί για την διασφάλιση της ασφαλιστέας αξίωσης της καθ’ ης, οπότε και υπό το πρίσμα αυτό έλαβε σημαντικά ανώτερη δικαστική προστασία από αυτή που ζήτησε και επομένως ευρίσκεται εκτός του κύκλου των ασφαλιστικών μέτρων, που αντιστοιχούν στο είδος της προσωρινής δικαστικής προστασίας που αιτήθηκε. Να σημειωθεί δε ότι η κρίση της εκκαλουμένης ότι το αίτημα για την άρση της εγγυοδοσίας εμπεριέχεται ως έλασσον στο αίτημα σχετικά με την αντικατάσταση της εγγυοδοσίας δεν κρίνεται ορθή αφού η άρση της εγγυοδοσίας, η οποία παρέχει στη προκειμένη περίπτωση ευρύτερη και επωφελέστερη για την αιτούσα δικαστική προστασία, αποτελεί το μείζον αφού με τον τρόπο αυτό η τελευταία απαλλάχθηκε από μια δικαστικά διαγνωσμένη υποχρέωση της προς βλάβη της ασφαλιστέας αξίωσης της καθής η αίτηση. Περαιτέρω ως προς τα άξια προστασίας έννομα συμφέροντα της εκκαλούσας– καθής με την προαναφερόμενη 152/2024 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς προκύπτει ότι έλαβε προσωρινή δικαστική προστασία για τη διασφάλιση της επισβαλούς απαίτησής σε βάρος της αντιδίκου της με την επιβολή εγκύρου και ισχυρού ασφαλιστικού μέτρου αποτελεί το μείζον της προσωρινής δικαστικής προστασίας που μπορούσε να απολαύει με την επισήμανση ότι από την αντιπαραβολή του διατακτικού της άνω απόφασης και του αιτητικού της υπό κρίση αίτησης υπάρχει πλήρης ταύτιση κατά περιεχόμενο των συμφερόντων των διαδίκων που κατατείνει στη διασφάλιση της ασφαλιστέας αξίωσης. Μάλιστα αυτή η ταύτιση συμφερόντων αποτυπώνεται στα δικόγραφα των προτάσεων που κατέθεσαν στο παρόν Δικαστήριο, όπου αμφότερα τα διάδικα μέρη εκφράζουν τη βούληση τους προς αντικατάσταση της υφιστάμενης εγγυοδοσίας υπό τον υποδεικνυόμενο κοινό τρόπο. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε την αίτηση και διέταξε την άρση της επιβληθείσας εγγυοδοσίας εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τη προαναφερόμενη νομική διάταξη, γενομένου δεκτού ως βάσιμου κατ’ ουσίαν του μοναδικού λόγου έφεσης. Πρέπει, επομένως, ενόψει τούτων, να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση και ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και, αφού εξαφανισθεί εν μέρει η εκκαλουμένη, κρατηθεί και ερευνηθεί εξαρχής η υπόθεση (άρθρο 535 του ΚΠολΔ). Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του καταβληθέντος, εκ μέρους της εκκαλούσας ηλεκτρονικού παραβόλου ποσού εκατόν (100,00) ευρώ, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 495 παρ.3 του ΚΠολΔ.
Απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν , τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα μη πληρούντα το νόμο αποδεικτικά μέσα, λαμβανομένων επίσης υπόψη, από όσα ρητώς ή εμμέσως συνομολογούνται από τους διαδίκους (άρθρα 261, 352 του ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ βλ. ΑΠ 48/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η καθ’ ης η αίτηση και ήδη εκκαλούσα κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) την από 8-8-2023 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ζητούσε τη συντηρητική κατάσχεση του πλοίου με την ονομασία “CΤ”, σημαίας Παναμά, πλοιοκτησίας της αιτούσας, για την εξασφάλιση απαίτησης της μέχρι του ποσού του 1.200.000 ευρώ, καθώς και την απαγόρευση του απόπλου και της μεταβολής της νομικής και πραγματικής κατάστασης του ως άνω πλοίου μέχρι την έκδοση απόφασης επί της αιτήσεως. Ακολούθως, συζητήσεως γενομένης, εκδόθηκε η από 10-8-2023 προσωρινή διαταγή του Προέδρου Υπηρεσίας του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία απαγορευόταν προσωρινά ο απόπλους και η μεταβολή της νομικής και πραγματικής κατάστασης του ως άνω πλοίου, προς εξασφάλιση της πιθανολογούμενης ένδικης απαίτησης, μέχρι τη συζήτηση και υπό τον όρο της συζήτησης της αίτησης στις 7-9-2023. Περαιτέρω δυνάμει της από 16-8-2023 προσωρινής διαταγής του Προέδρου Υπηρεσίας του Πρωτοδικείου Πειραιώς μεταρρυθμίστηκε η ανωτέρω προσωρινή διαταγή και συμπληρώθηκε με τη δυνατότητα ανάκλησης της προσωρινής διαταγής αυτοδικαίως με την κατάθεση από την αιτούσα εγγυητικής επιστολής αξιόχρεης τράπεζας στην Ελλάδα υπέρ της καθ’ ης, ποσού 1.200.000 ευρώ. Ότι στις 30-10-2023 κατατέθηκε στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου η υπ’ αριθ. …../25-10-2023 εγγυητική επιστολή της Τράπεζας ……, ποσού 1.200.000 ευρώ, συνταχθείσης σχετικώς της υπ’ αριθ. …../30-10-2023 έκθεσης κατάθεσης εγγυητικής επιστολής. Επιπλέον με την υπ’ αριθ. 152/2024 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, έγινε εν μέρει δεκτή η αίτηση της καθ’ ης και διατάχθηκε η συντηρητική κατάσχεση του ως άνω πλοίου, προς εξασφάλιση της ένδικης απαίτησης της καθ’ ης μέχρι του ποσού του 1,000.000 ευρώ, ενώ προβλέφθηκε η δυνατότητα αντικατάστασης της συντηρητικής κατάσχεσης με την κατάθεση υπέρ της καθ’ ης εγγυητικής επιστολής τράπεζας αξιόχρεης στην Ελλάδα ή γραμματίου του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων ποσού 1.000. 000 ευρώ. Με βάση τα ανωτέρω πλήρως πιθανολογηθέντα πραγματικά περιστατικά η έκδοση της ανωτέρω με αριθμό 12/2024 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς δημιουργεί μεταξύ των διαδίκων νέα πραγματικά δεδομένα σε σχέση με την τύχη της επιβληθείσας εγγυοδοσίας καθώς επιβάλλεται η επιβολή ενός έγκυρου ασφαλιστικού μέτρου προσαρμοσμένου στις απαιτήσεις της άνω απόφασης που επέβαλε αυτό δεδομένου ότι μετά την έκδοση αυτής ο εξασφαλιστικός ρόλος της χορηγθείσας ως άνω εγγυοδοσίας με την προρρηθείσα προσωρινή διαταγή έχει αποδυναμωθεί ως εκ της αυτοδίκαιης παύσης ισχύος της δεσμευτικότητας του περιεχομένου αυτής. Κατά συνέπεια η έκδοση της εν λόγω απόφασης συνιστά μεταβολή των συνθηκών υπό τις οποίες εκδόθηκε η προσωρινή διαταγή που διέταξε την επιβολή της ένδικης εγγυοδοσίας και ως εκ τούτου συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις του άρθρου 696 παρ.3 ΚΠολΔ και πρέπει με απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, να κριθεί η τύχη της εγγυοδοσίας αυτής σε συνδυασμό με την εξασφαλιστική λειτουργία του επιβληθέντος με την 152/2024 απόφαση του άνω Δικαστηρίου ασφαλιστικού μέτρου. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί η κοινή βούληση των διαδίκων μερών για την υπό προϋποθέσεις εξακολούθηση της ασφαλιστικού μέτρου της εγγυοδοσίας, η οποία διατυπώνεται στα δικόγραφα των προτάσεων αμφοτέρων, η οποία εκτιμώμενη από την πλευρά της εκκαλούσας – καθής η αίτηση (βούληση) συνιστά ομολογία κατ’ άρθρο 352 ΚΠολΔ και αποτελεί πλήρη απόδειξη εκείνου που ομολόγησε. Ενόψει των ανωτέρω πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση ως βάσιμη κατ’ ουσίαν κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας αναφερόμενα. Τέλος, μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης και ως προς την περί δικαστικής δαπάνης διάταξη της, τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επανακαθορισθούν και να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας καθώς η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 183, 179, 191.2 Κ.Πολ.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την από 6.10.2024 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτ………./6.11.2024 και ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετ. ……../6.11.2024 έφεση.
Εξαφανίζει τη με αριθμό 1576/2024 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων (Τμήματος Ναυτικών Διαφορών).
Διατάσσει την απόδοση στην εκκαλούσα του παραβόλου άσκησης της έφεσης που μνημονεύεται στο σκεπτικό.
Κρατεί και δικάζει την από 11.7.2024 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/204) αίτηση.
Δέχεται αυτή.
Διατάσσει την αντικατάσταση της εγγυοδοσίας που έχει παρασχεθεί από την αιτούσα υπέρ της καθ’ης η αίτηση δυνάμει της υπ’ αριθ. ………/25-10-2023 εγγυητικής επιστολής της Τράπεζας ……….., ποσού 1.200.000 ευρώ, συνταχθείσης σχετικώς της υπ’ αριθ. ……./30-10-2023 έκθεσης κατάθεσης εγγυητικής επιστολής του Πρωτοδικείου Πειραιώς υπό τον όρο της προγενέστερης κατάθεσης από την αιτούσα στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς Γραμματίου του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων υπέρ της καθ’ης η αίτηση ποσού ενός εκατομμυρίου (1.000.000) ευρώ σύμφωνα με το διατακτικό της 152/2024 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, την 11η Απριλίου 2025 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ