Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 320/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης 320/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(3ο ΤΜΗΜΑ)

Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Ελένη Μούρτζη Εφέτη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα Ε.Δ .

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις ………….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

Των εκκαλούντων : 1) ………. και 2) ………… , οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, Παναγιώτη Κοσκινά του Χρήστου (ΑΜ …….. Δ.Σ. Πειραιώς) , βάσει δηλώσεως .

Του εφεσίβλητου : ……………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, Πασχάλη Μόσχο του Χρήστου (ΑΜ ………. Δ.Σ. Πειραιώς) .

Ο εφεσίβλητος με την από 23-11-2023 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./23-11-2023) αγωγή, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζήτησε να γίνει δεκτή . Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με τη με αριθμό 1389/24-4-2024 απόφασή του έκανε κατά ένα μέρος δεκτή την αγωγή και έταξε όσα αναφέρονται σε αυτή . Ήδη οι εκκαλούντες με την από 14-6-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/14-6-2024) έφεσή τους, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./3-7-2024, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 10-10-2024 και γράφτηκε στο πινάκιο, προσβάλλουν την απόφαση αυτή . Κατά τη δικάσιμο αυτή το Δικαστήριο ανέβαλε τη συζήτηση της υπόθεσης για την στην αρχή της παρούσας αναφερόμενη δικάσιμο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλούντων δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά κατέθεσε την από 3-12-2024 μονομερή δήλωσή του, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και προκατέθεσε προτάσεις, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσίβλητου παραστάθηκε στο ακροατήριο, ανακάλεσε προφορικά την εκ του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. από 4-12-2024 δήλωσή του, δήλωσε προφορικά την παράστασή του και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις που κατέθεσε .

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 524 παρ. 1 και 2 και 528 Κ.Πολ.Δ., που ισχύουν και στη διαδικασία των περιουσιακών -εργατικών διαφορών στην κατ’έφεση δίκη (άρθρο 528 εδ. α , 591παρ.1 , 614 παρ. 3 , 621 επ. του Κ.Πολ.Δ.), προκύπτει ότι η προφορική συζήτηση ενώπιον των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων είναι υποχρεωτική μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε από το διάδικο που δικάστηκε στον πρώτο βαθμό ερήμην, οπότε, με την τυπική παραδοχή της έφεσης, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας εξαφανίζεται η πρωτόδικη απόφαση μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, χωρίς να απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της έφεσης και αναδικάζεται η υπόθεση από το Εφετείο, η συζήτηση ενώπιον του οποίου γίνεται πλέον προφορικά. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή, που είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση ενώπιον του Εφετείου, δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. και έτσι δεν είναι επιτρεπτή η παράσταση κατά τη συζήτηση με κοινή δήλωση των διαδίκων, που υπογράφεται από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους ή με δήλωση του ενός ή ορισμένων μόνο πληρεξουσίων ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση. Η απαγόρευση της παραστάσεως με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου στην περίπτωση του άρθρου 528 Κ.Πολ.Δ. ισχύει, όχι μόνο για το διάδικο, ο οποίος δικάστηκε στον πρώτο βαθμό ερήμην, αλλά και για τον αντίδικό του, ο οποίος κανονικά είχε παραστεί στον πρώτο βαθμό. Τούτο σαφώς προκύπτει από τις προαναφερόμενες διατάξεις, διότι διαφορετικά προφορική συζήτηση δε νοείται, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα της εκατέρωθεν ακροάσεως και κατ’ αντιδικία συζητήσεως της υποθέσεως (άρθρ. 20 παρ. 2 Συντ.), αλλά και επιβάλλεται για να εξασφαλίζεται η ισότητα των όπλων (άρθρ. 110 Κ.Πολ.Δ.) και η αρχή της δίκαιης δίκης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (ΑΠ 286/2023, ΑΠ 131/2022, ΑΠ 635/2020, ΑΠ 1478/2019, ΑΠ 476/2017, ΑΠ 11/2016, ΑΠ 93/2013, ΑΠ 280/2012, ΑΠ 652/2011, ΑΠ 866/2008). Εκ τούτων παρέπεται ότι όταν ασκείται έφεση από διάδικο που δικάστηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό, μετά την έναρξη της ισχύος του ν.2915/2001 ήτοι από 1.1.2002 και εντεύθεν, ουδέποτε δύναται να παραλειφθεί η προφορική συζήτηση της υπόθεσης  αφού αυτή είναι κατά τα παραπάνω υποχρεωτική και συνεπώς δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 Κ.Πολ.Δ. και δεν ισχύει ως εκ τούτου η ευχέρεια των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων να προκαταθέσουν δήλωση ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης (ΑΠ 1478/2019). Η υποβολή τέτοιας δήλωσης από μη παριστάμενο πληρεξούσιο δικηγόρο διαδίκου κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, για την οποία είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση, συνιστά μη προσήκουσα παράσταση αυτού έστω και αν έχει καταθέσει προτάσεις, συνεπαγόμενη την ερημοδικία του και ως εκ τούτου, σύμφωνα με όσα αναφέρονται παραπάνω, οι προτάσεις του και οι σε αυτές περιεχόμενοι αυτοτελείς ισχυρισμοί, καθώς και τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, δεν λαμβάνονται υπόψη (ΑΠ 1478/2019, ΑΠ 93/2013, ΑΠ 251/2009). Έτσι, σε περίπτωση έφεσης κατά το άρθρο 528 του K.Πολ.Δ., εάν κατά την προφορική συζήτηση παρίσταται προσηκόντως ο εφεσίβλητος, πλην όμως ο εκκαλών και ερήμην δικασθείς σε πρώτο βαθμό καταθέσει προτάσεις και δεν παραστεί κατά την εκφώνηση της έφεσης, έχοντας υποβάλει σχετική δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ. 2 K.Πολ.Δ., αυτός δεν λαμβάνει κανονικά μέρος στη συζήτηση της έφεσης, θεωρείται δικονομικά απών και συνεπώς δικάζεται ερήμην και η έφεσή του απορρίπτεται κατ’ουσίαν (άρθρο 591 παρ. 7 εδ. β Κ.Πολ.Δ., ΑΠ 1478/2019, ΑΠ 11/2016). Ειδικότερα, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 524 παρ. 1 και 3 και 272 του Κ.Πολ.Δ., που η τελευταία εφαρμόζεται και στην κατ’έφεση δίκη σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύουν, συνάγεται ότι επί ερημοδικίας του εκκαλούντος στην κατ’έφεση δίκη και υπό την προϋπόθεση επίσπευσης της συζήτησης από αυτόν ή της νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσής του από τον εφεσίβλητο, η οποία ελέγχεται από το εφετείο και αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού της συζήτησής της (έφεσης), (άρθρο 271 Κ.Πολ.Δ., στο οποίο παραπέμπει η διάταξη του άρθρου 524 §1 του ίδιου Κώδικα), η έφεση, εφόσον είναι παραδεκτή (άρθρο 524 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ. ως ισχύει), απορρίπτεται ερήμην του εκκαλούντος που επιμελήθηκε για τη συζήτηση ή κλητεύθηκε νομίμως γι’αυτή, διότι τεκμαίρεται παραίτηση του εκκαλούντος από την έφεσή του. Η απόρριψη της εφέσεως, λόγω της ερημοδικίας του εκκαλούντος, γίνεται κατ’ ουσία και όχι κατά τύπους, διότι, παρόλο που στην πραγματικότητα οι λόγοι της εφέσεως δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά τους, θεωρείται, κατά πλάσμα του νόμου, ότι είναι αβάσιμοι και για την αιτία αυτή πάντοτε απορριπτέοι, αφού δεν δίδεται στο Δικαστήριο η δυνατότητα εκδόσεως αντίθετης αποφάσεως περί παραδοχής τους (ΟλΑΠ 16/1990 ΝοΒ 1990. 1337, ΑΠ 307/2024, ΑΠ 165/2023, ΑΠ 2/2022, ΑΠ 53/2021, ΑΠ 635/2020, ΑΠ 1478/2019, ΑΠ 1479/2017, ΑΠ 348/2017, ΑΠ 700/2017, ΑΠ 268/2016, ΑΠ 1506/2013 ΝοΒ 2014.353, ΑΠ 1719/2013 ΝοΒ 2014.623). Η απόρριψη αυτή γίνεται οίκοθεν, ανεξάρτητα από την υποβολή αιτήματος από τον εφεσίβλητο, καθώς ο εκκαλών με την απουσία του ή τη μη προσήκουσα παράστασή του θεωρείται ότι παραιτείται από την έφεση και αποδέχεται την απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (ΑΠ 476/2017). Ωστόσο, για την κατ’ ουσίαν απόρριψη της έφεσης ως ανυποστήρικτης, μετά την εξέταση του παραδεκτού της, ελέγχεται προηγουμένως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση της έφεσης και, τελικά, αν μεσολάβησε νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των διαδίκων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 110 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., από την οποία απορρέει η θεμελιώδης δικονομική αρχή της ακρόασης όλων των διαδίκων και η παροχή δυνατότητας σε καθέναν από αυτούς να ακουσθεί από το δικαστήριο και να αναπτύξει τους ισχυρισμούς του. Αν, επομένως, επισπεύδων είναι ο απολειπόμενος διάδικος, τότε δεν απαιτείται κλήτευσή του, ενώ αντίθετα στην περίπτωση που τη συζήτηση επισπεύδει ο παριστάμενος εφεσίβλητος, απαιτείται κλήτευση του εκκαλούντος και αν ο τελευταίος δεν κλητεύθηκε ή δεν κλητεύθηκε νομίμως ή εμπροθέσμως για να παραστεί κατά τη συζήτηση της έφεσης, καθώς και επί αδυναμίας διαπίστωσης του διαδίκου που επισπεύδει τη συζήτηση, κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση της έφεσης (ΕφΠειρ 46/2021, ΕφΑθ 1493/2018, ΕφΔωδ 51/2015). Επίσης, σε περίπτωση που η συζήτηση επισπεύδεται από τον εκκαλούντα ή από τον εφεσίβλητο και προκύπτει νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του εκκαλούντος, ερευνάται το παραδεκτό αυτής και εάν η έφεση, ακόμη και αν ερημοδικεί ο εκκαλών, είναι για οποιονδήποτε λόγο απαράδεκτη, ιδίως εκπρόθεσμη ή λόγω μη καταβολής του παράβολου του άρθρου 495 του Κ.Πολ.Δ., ή λόγω έλλειψης άλλων διαδικαστικών προϋποθέσεων, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη (άρθρο 524 παρ. 3 εδ. α του Κ.Πολ.Δ. ως ισχύει) και όχι ως ανυποστήρικτη, δηλαδή επί της ουσίας , αφού η ερημοδικία του οδηγεί σε απόρριψη της εφέσεως του κατ’ ουσίαν (πρβλ. και την καταργημένη ήδη με το άρθρο 15 Ν 2943/2001 ρύθμιση του άρθρου 531 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. και ήδη 524 παρ. 3 εδ. α, 532 του Κ.Πολ.Δ. ως ισχύουν), οπότε προϋποτίθεται ότι η έφεση κρίθηκε προηγουμένως παραδεκτή και έγινε τυπικά δεκτή (πρβλ. ΑΠ 532/2016 , AΠ 341/2015 , ΤρΕφΠειρ 109/2025). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 7 εδ. β Κ.Πολ.Δ., ομοίας διατυπώσεως με την αντίστοιχη για την τακτική διαδικασία διάταξη του άρθρου 524 παρ. 3 εδ. α του Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι μετά την 1-1-2022 και στις ειδικές διαδικασίες σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος, αν ο τελευταίος επισπεύδει τη συζήτηση ή έχει κληθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα να παραστεί σε αυτήν από τον εφεσίβλητο, η έφεση , εφόσον είναι παραδεκτή, απορρίπτεται χωρίς να ερευνηθεί η ουσία της υπόθεσης (ΜΕφΘες 1486/2022, Ι. Κατρά, ΕρμΚΠολΔ, Δ΄έκδοση , 2023, σελ. 979, Ν. Λεοντή Ειδικές Διαδικασίες κατά τον ΚΠολΔ, 2η έκδ. , σελ. 44-47 , Χ. Απαλλαγάκη -Στ. Σταματόπουλος, ΕρμΚΠολΔ, 2022, τόμος 2 , σελ. 1727-1728). Επομένως, η κατ’ουσίαν απόρριψη της έφεσης λόγω ερημοδικίας του εκκαλούντος ισχύει στην τακτική και στις ειδικές διαδικασίες (άρθρο 597 παρ. 7 του Κ.Πολ.Δ.) και ειδικότερα και στη δίκη του ενδίκου μέσου της έφεσης στην ειδική διαδικασία των περιουσιακών -εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αριθ. 3, 591 παρ. 1, παρ. 7 εδ. β , 524 παρ. 4 , 621-622 του Κ.Πολ.Δ., Χ. Απαλλαγάκη -Στ. Σταματόπουλος (Α.Πλεύρη) σε ΕρμΚΠολΔ , έκδ. 2022, Τόμος ΙΙ, σελ. 2020 παρ. 11) .

Στην προκείμενη περίπτωση, εισάγεται προς συζήτηση η από 14-6-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../14-6-2024) έφεση των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων, κατά της με αριθμό 1389/24-4-2024  οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το οποίο δίκασε, ερήμην των εναγομένων την από 23-11-2023 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/23-11-2023) αγωγή του ήδη εφεσίβλητου, με την οποία επικαλούμενος ότι από αποκλειστική υπαιτιότητα των εναγομένων προκλήθηκε εργατικό ατύχημα στον αναφερόμενο στο δικόγραφο της αγωγής τόπο, χρόνο και υπό τις εκτιθέμενες συνθήκες , που είχε ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό του, ζήτησε, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας το συνολικό ποσό των 90.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και ως αποζημίωση κατ’άρθρο 931 Α.Κ. , με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, καθώς και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων. Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση εκδικάζοντας με την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614, 621, 622 του Κ.Πολ.Δ.), με την οποία, κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη η αγωγή, μετά την εκτίμηση των αποδείξεων, έγινε κατά ένα μέρος δεκτή ως ουσία βάσιμη, υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι να καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας στον ενάγοντα το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, κηρύχθηκε η απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 10.000 ευρώ και καταδικάστηκαν οι εναγόμενοι στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, τα οποία ορίστηκαν στο ποσό των 1.000 ευρώ. Κατά της ανωτέρω απόφασης οι εναγόμενοι άσκησαν την ένδικη έφεση, που αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 περ. α του Κ.Πολ.Δ.) και ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος την ως άνω απόφαση Δικαστηρίου στις 14-6-2024 (άρθρα 144 παρ. 1, 495 παρ. 1 και 2, 511 , 513 παρ. 1 β΄, 516 παρ. 1,  517 εδ. α΄, 518 παρ. 2, 520 παρ. 1 και 591 του Κ.Πολ.Δ.), καθόσον ο παριστάμενος εφεσίβλητος δεν επικαλείται ούτε από τα διαδικαστικά έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης, από τη δημοσίευση της οποίας (24-4-2024) μέχρι την άσκηση της ένδικης έφεσης (14-6-2024), δεν παρήλθε η προθεσμία των δύο (2) ετών και επίσης, ενώ δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου για την άσκησή της (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. στ, 614 αρ. 3 Κ.ΠολΔ., βλ. σχετ. ΑΠ 200/2021, ΑΠ 1191/2019, ΑΠ 117/2019, ΑΠ 1774/2014, ΑΠ 1125/2013). Περαιτέρω, από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου, προκύπτει ότι κατά την στην αρχή της παρούσας αναφερόμενη δικάσιμο, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο, οι εκκαλούντες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., ενώ ο εφεσίβλητος παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του, ο οποίος ανακαλώντας προφορικά την εκ του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. από 4-12-2024 δήλωσή του, δήλωσε προφορικά την παράστασή του στο ακροατήριο. Η με την παραπάνω δήλωση παράσταση των εκκαλούντων δεν είναι, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, προσήκουσα, δεδομένου ότι, λόγω της ερημοδικίας τους στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, όφειλαν, για να θεωρηθούν προσηκόντως παριστάμενοι στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, κατά τον οποίο είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση της υπόθεσης, να εκπροσωπηθούν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους και όχι να παραστούν με δήλωση αυτού, κατά το άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., η συζήτηση δε ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου είναι προφορική και για τους εκκαλούντες και ως εκ τούτου μόνη η υποβολή τέτοιας δηλώσεως, χωρίς την αυτοπρόσωπη παρουσία του πληρεξούσιου δικηγόρου τους, συνεπάγεται την ερημοδικία αυτών, αφού η παράστασή τους είναι μη προσήκουσα, κατά την αυτεπάγγελτη εξέταση του Δικαστηρίου τούτου. Κατόπιν των ανωτέρω, εφόσον πρόκειται περί εφέσεως κατά αποφάσεως που είχε εκδοθεί ερήμην των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων, οπότε σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, επιβάλλεται η παράσταση των διαδίκων στο ακροατήριο μετά ή διά του πληρεξουσίου τους δικηγόρου, οι εκκαλούντες που δεν παραστάθηκαν προσηκόντως διά ή μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., πρέπει να δικαστούν ερήμην. Περαιτέρω, από τις προσκομιζόμενες από τον παριστάμενο εφεσίβλητο με αριθμούς ………΄και …….΄/15-7-2024 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ………….., προκύπτει ότι τη συζήτηση για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο επισπεύδει ο εφεσίβλητος (άρθρα 498, 499, 524 παρ. 1 και παρ. 3 εδ. α , 272 παρ. 2 , 271 παρ. 1 και 2 , 591 του Κ.Πολ.Δ.), καθόσον αντίγραφο της έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 10-10-2024, κατά την οποία η εκδίκαση της υπόθεσης αναβλήθηκε για την στην αρχή της παρούσας αναφερόμενη δικάσιμο, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στους εκκαλούντες (άρθρα 591, 498 παρ. 2, 122 επ. , 126 περ. α, 128 παρ. 1-3, 139, 140 του Κ.Πολ.Δ.) και, επομένως, ενόψει και του ότι η αναβολή της συζήτησης και η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο θεωρείται ως κλήτευση ως προς όλους τους διαδίκους και στην κατ’έφεση δίκη (άρθρα 498 παρ. 2 , 226 παρ. 4 εδ. δ΄του Κ.Πολ.Δ.) και συνεπώς δεν χρειάζεται νέα κλήση των απολειπόμενων κατ’ αυτή διαδίκων εφόσον αυτοί είχαν νόμιμα κλητευθεί να παραστούν κατά την αρχική δικάσιμο (ΑΠ 241/2015, ΑΠ 1507/2014, ΑΠ 111/2013,  ΑΠ 1794/2012, ΑΠ 354/2011, ΑΠ 281/2011, ΑΠ 1379/2009, ΑΠ 136/1999), όπως εν προκειμένω οι εκκαλούντες, οι οποίοι κατά τα προεκτεθέντα δεν παρίστανται προσηκόντως και πρέπει να δικασθούν ερήμην, εφόσον δε η έφεσή τους ασκήθηκε παραδεκτά και οι εκκαλούντες ερημοδικούν, η έφεση απορρίπτεται (άρθρα 591 παρ. 7 εδ. β , 524 παρ. 3 εδ. α΄, 272 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, πρέπει, η κρινόμενη έφεση, να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη (άρθρο 591 παρ. 7 εδ. β του Κ.Πολ.Δ.), χωρίς να ακολουθήσει περαιτέρω έρευνα των λόγων της και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου , του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση της οποίας υποβλήθηκε με τις κατατεθείσες προτάσεις του σχετικό νόμιμο αίτημα, σε βάρος των εκκαλούντων λόγω της ήττας τους (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.) , όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Τέλος, λόγω της ερημοδικίας των εκκαλούντων, πρέπει να οριστεί το παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από τους ερημοδικαζόμενους εκκαλούντες (άρθρα 501, 502 παρ.1 και 505 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην της εκκαλούντων την από 14-6-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../14-6-2024) έφεση , κατά της με αριθμό 1389/2024 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών -εργατικών διαφορών) .

Ορίζει το παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από τους εκκαλούντες , σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ .

Απορρίπτει την έφεση .

Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας , τα οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ .

Κρίθηκε , αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 19 Μαΐου 2025 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους .

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ