Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 301/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

4ο ΤΜΗΜΑ

Αριθμός αποφάσεως 301/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Βασιλική Παπιγκιώτη, Εφέτη, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και από τη Γραμματέα Ε.Δ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την …………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της καλούσας – εφεσίβλητης: …………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αλέξανδρο – Χαράλαμπο Μπαλάσκα.

Του καθού η κλήση – εκκαλούντος: ………………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σωτήριο Καλαμίτση (ΔΕ Σωτήριος Καλαμίτσης Εταιρεία Δικηγόρων).

Συγκοινοποιούμενη: Στην ……………….., η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 26-2-2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2020 αγωγή – προσεπίκληση, ζητώντας τα διαλαμβανόμενα σε αυτή. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 3136/2021 απόφαση, με την οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ο προσεπικαλούμενος, με την από 14-4-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιά ………./2022 έφεσή του (αριθμός κατάθεσης δικογράφου και προσδιορισμού δικασίμου ενώπιον του Εφετείου Πειραιά, ………../2022), δικάσιμος για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε η 7-12-2023, πλην όμως η συζήτησή της ματαιώθηκε. Ήδη με την από 8-2-2024 κλήση της εφεσίβλητης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (αριθμός κατάθεσης δικογράφου …………/2024), η οποία προσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, επαναφέρεται προς συζήτηση η παραπάνω έφεση (συγκοινοποιούμενη και στην εναγόμενη).

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η οποία εκφωνήθηκε από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων που παραστάθηκαν ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι διατάξεις των άρθρων 134 και 136 ΚΠολΔ, με τις οποίες καθιερώνεται νόμιμη πλασματική κλήτευση του διαδίκου, με πραγματική επίδοση του εγγράφου στον εισαγγελέα, όταν εκείνος προς τον οποίο γίνεται η επίδοση έχει γνωστή διεύθυνση στο εξωτερικό, εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την κύρωση της από 15 Νοεμβρίου 1965 Διεθνούς Συμβάσεως της Χάγης με τον ν.1334/1983. Η διεθνής αυτή σύμβαση, που κυρώθηκε με το ν. 1334/1983 και έχει την προβλεπόμενη από το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος ισχύ, δεν καταργεί τις περί επιδόσεως διατάξεις του εσωτερικού δικαίου των χωρών που την υπέγραψαν, αλλά αποκλείει να θεωρηθεί ότι ολοκληρώθηκε η πλασματική επίδοση με την απλή παράδοση του επιδοτέου εισαγωγικού της δίκης ή άλλου ισοδύναμου δικογράφου στον εισαγγελέα, όπως ορίζει το άρθρο 136 παρ. 1 ΚΠολΔ, δηλαδή ανεξάρτητα από το αν παραλήφθηκε από το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται κατά τον οριζόμενο στο άρθρο 15 της συμβάσεως τρόπο. Και τούτο για να διασφαλίζεται η περιέλευση του εγγράφου στον παραλήπτη του και να αποφεύγονται έτσι οι πλασματικές επιδόσεις και η ερήμην του διαδίκου διεξαγωγή της δίκης. Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις του άρθρου 15 της πιο πάνω Διεθνούς Συμβάσεως, την οποία έχει επικυρώσει και το Ηνωμένο Βασίλειο, σχετικής με την επίδοση και κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξώδικων πράξεων που αφορούν αστικές και εμπορικές υποθέσεις, η οποία, σύμφωνα με την 3/17-8-1983 ανακοίνωση του Υπουργείου Εξωτερικών, τέθηκε σε ισχύ ως προς την Ελλάδα από 18-9-1983, η απόδειξη της επίδοσης των διαβιβαζόμενων, για σκοπό επίδοσης ή κοινοποίησης, στο εξωτερικό εγγράφων, πρέπει να προκύπτει είτε από το χρονολογημένο και δεόντως επικυρωμένο αποδεικτικό παραλαβής από αυτόν προς τον οποίο απευθύνεται είτε με πιστοποιητικό της αρχής του κράτους προς το οποίο η αίτηση, που να εμφαίνει το γεγονός, τον τόπο και τη χρονολογία της επίδοσης, έτσι που να βεβαιώνεται, όπως ήδη έχει προαναφερθεί, ότι αυτός προς τον οποίο γίνεται η επίδοση ή η κοινοποίηση έλαβε γνώση του προς επίδοση εγγράφου (ΑΠ 105/2014, 1818/2012, 1305/2011, ΑΠ 839/2010, ΝΟΜΟΣ). Ενόψει δε του ότι δεν περιέχεται στην άνω σύμβαση διάταξη, βάσει της οποίας ο χρόνος συντέλεσης της επίδοσης δικαστικής απόφασης προς διαμένοντα σε γνωστή διεύθυνση στην αλλοδαπή να μπορεί να θεωρηθεί μετατιθέμενος στην εκτέλεση της περί επίδοσης αιτήσεως μέσω της αρμόδιας Κεντρικής Αρχής, την πιστοποιούμενη με την προβλεπόμενη από το άρθρο 6 βεβαίωση, εξακολουθεί, συνεπώς και μετά την άνω σύμβαση να ισχύει η διάταξη του άρθρου 136 παρ.  1 ΚΠολΔ, κατά την οποία, στην περίπτωση αυτή η επίδοση θεωρείται συντελεσμένη από την παράδοση της εν λόγω απόφασης στον αρμόδιο Εισαγγελέα ανεξάρτητα από το χρόνο της αποστολής και της λήψης της από το πρόσωπο για το οποίο προορίζεται (ΑΠ 1181/2022 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 5/2022 ΝΟΜΟΣ, ΕφΚαλαμ 38/2022 ΝΟΜΟΣ). Προκειμένου να μπορέσει η χώρα μας να παραμείνει συνεπής προς την ως άνω διεθνή της υποχρέωση, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι στην περίπτωση της Σύμβασης της Χάγης για την επίδοση εισαγωγικών δικογράφων στην αλλοδαπή η καταληκτική προθεσμία κατάθεσης στο Δικαστήριο του αποδεικτικού επίδοσης ή της βεβαίωσης της αρμόδιας αρχής του κράτους εκτέλεσης ότι η αγωγή ή άλλο εισαγωγικό δικόγραφο επιδόθηκε δεν είναι αυτή του γενικού κανόνα του ΚΠολΔ, αφού αυτός έρχεται σε αντίθεση με της υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 15 της Σύμβασης της Χάγης με αποτέλεσμα να μην μπορεί εν προκειμένω να εφαρμοστεί αλλά η εξαίρεση από το γενικό κανόνα που προβλέπεται ρητά ότι η καταληκτική προθεσμία προσκομιδής του είναι η ημερομηνία της τυπικής συζήτησής της αγωγής ή έτερου εισαγωγικού δικογράφου. Τούτο σημαίνει κατά νομική και λογική αναγκαιότητα ότι ο ενάγων ή ο εκκαλών προσκομίζει νομότυπα και εμπρόθεσμα μέχρι την τυπική συζήτηση της αγωγής ή της έφεσης το αποδεικτικό επίδοσης ή την βεβαίωση της αλλοδαπής αρχής ότι η αγωγή ή η έφεση επιδόθηκε (πρβλ. ΠΠρΘεσ 4476/2023, ΕφΔωδ 5/2022, ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 517 ΚΠολΔ, η έφεση απευθύνεται κατ` εκείνων οι οποίοι ήταν διάδικοι στη πρωτόδικη δίκη ή των καθολικών διαδόχων ή των κληροδόχων αυτών. Επί αναγκαστικής ομοδικίας η έφεση πρέπει να απευθύνεται κατά πάντων των ομοδίκων αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Εξάλλου στην παρ. 1 του άρθρου 76 ΚΠολΔ ορίζονται οι περιπτώσεις της αναγκαστικής ομοδικίας, στη δε παρ. 4 του άρθρου 76 ΚΠολΔ ορίζεται ότι η άσκηση ενδίκων μέσων από κάποιον από τους ομοδίκους επάγεται αποτελέσματα και για τους λοιπούς, τούτο δε υπό την έννοια ότι αν αναγκαίος ομόδικος ασκήσει ένδικο μέσο, θεωρούνται εκ του νόμου ως ασκούντες αυτό και οι ομόδικοι εκείνου, παρ’ ότι αδράνησαν. Από τα παραπάνω παρέπεται ότι δεν απαιτείται από το νόμο όπως η ασκουμένη έφεση από κάποιον από τους αναγκαίους ομοδίκους. Απευθύνεται, επί ποινή απαραδέκτου, και κατά των ομοδίκων αφού σε ενάντια περίπτωση ο αναγκαστικός ομόδικος του εκκαλούντος θα εμφανίζεται να έχει ταυτοχρόνως την ιδιότητα του εφεσιβλήτου και του εκκαλούντος, το οποίο λογικώς και νομικώς είναι απαράδεκτο. Εντούτοις, ειδικώς επί αναγκαστικής ομοδικίας που προκύπτει στη δίκη επί διανομής, δεδομένου ότι κατ’ άρθρο 478 ΚΠολΔ είναι αναγκαία η εναγωγή όλων των κοινωνών, τα προεκτεθέντα δεν δύνανται να ισχύουν. Όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 798 και 794 ΑΚ, 479, 480 παρ. 3, 481 αρ. 2, 482 παρ.1, 483, 489 ΚΠολΔ, η αγωγή περί διανομής, η οποία έχει σκοπό τη διάπλαση νέας έννομης σχέσης για κάθε κοινωνό με τη λύση της κοινωνίας, δεν είναι μόνον διαπλαστική αλλά διπλού χαρακτήρα, υπό την έννοια ότι δημιουργεί δίκη κατά την οποία εκ προοιμίου και ανεξαρτήτως αυτής, ο ενάγων είναι συγχρόνως και εναγόμενος, όπως επίσης και έκαστος εναγόμενος είναι ταυτόχρονα αντίδικος του συνεναγομένου του, εφόσον υφίσταται η δυνατότητα οποιοσδήποτε των εναγομένων να υποβάλει αίτηση με βάση της πραγματικής διαφοράς της αγωγής ως προς το επίκοινο δίκαιο και τη διάπλαση αυτού, και σε περίπτωση παραδοχής της αίτησης, να αποβεί η δίκη σε βάρος των λοιπών όχι με την απόρριψη της αγωγής αλλά με τη διάπλασης τη έννομης σχέσης κατά τρόπο διάφορο αυτού που επιδιώκεται με την αγωγή. Κατ’ ακολουθία η δίκη θα καταλήξει σε βάρος του ενάγοντος ή των εναγόντων και του ετέρου ή των λοιπών εναγομένων, οι οποίοι, λόγω της διαπλαστικής ενέργειας της απόφασης που θα εκδοθεί, είναι αντίδικοι προς αλλήλους δεσμευόμενοι,. Ακολούθως η δίκη περί διανομής είναι ομοίως διπλή καθ’ όλη τη πορεία αυτής, συνεπώς και στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας. Το ότι κάποιος ή κάποιοι των κοινωνών ως επιτιθέμενοι ή αμυνόμενοι βρίσκονται σε αντίστοιχη δικονομική θέση κατά την έναρξη του δικαστικού αγώνα σε κάθε στάδιο αυτού είναι απολύτως συμπτωματικό, αφού καθένας τούτων ανεξαρτήτως της θέσεώς του, δύναται να έχει αντίθετα συμφέροντα προς τον έτερο και προβάλλων αυτά να είναι ουσιαστικώς αντίδικος του ετέρου. Επομένως, επί δίκης διανομής, ο εκκαλών εναγόμενος οφείλει, επί ποινή απαραδέκτου, να απευθύνει  την έφεση και κατά του στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας αναγκαίου ομοδίκου του (συνεναγομένου) σύμφωνα με το άρθρο 517 εδ. β ΚΠολΔ, διότι στην ειδική αυτή περίπτωση η παρ. 4 του άρθρου 76 του ιδίου κώδικα κατά την οποία η άσκηση ενδίκων μέσων επάγεται αποτέλεσμα και για τους λοιπούς, δεν εφαρμόζεται. Αληθώς, δεν δύναται να γίνει δεκτό ότι ο ως άνω αναγκαίος ομόδικος λογίζεται εκ του νόμου ως αντιπροσωπευόμενος στην άσκηση της έφεσης υπό του εκκαλούντος, κατά το μέτρο που έχει αντίθετα συμφέροντα προς αυτόν και λόγω του διπλού χαρακτήρα της δίκης αυτής, έχει ουσιαστικά και την ιδιότητα του αντιδίκου (AΠ 1822/2017, ΕφΠειρ 407/2021, 386/2014, ΕφΔωδ 172/2020, ΕφΔυτΜακ 11/2020, ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση με την από 8-2-2024 κλήση της εφεσίβλητης, επαναφέρεται προς συζήτηση η από 14-4-2022 έφεση του εκκαλούντος  – προσεπικαλουμένου, η οποία κατά την ορισθείσα προς συζήτηση δικάσιμο ματαιώθηκε. Με την πιο πάνω κλήση νομίμως κοινοποιείται η έφεση και στην εναγόμενη …………., η οποία είναι κάτοικος εξωτερικού και, συγκεκριμένα, Ηνωμένου Βασιλείου. Προσκομίζεται δε η υπ’ αριθμ. ………./ 1-11-2024 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ………, από την οποία προκύπτει ότι την για την ως άνω εναγόμενη, επιδόθηκε προς τον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά έκθεση κατάθεσης δικογράφου της πιο πάνω κλήσης με πράξη ορισμού συζήτησης, συγκοινοποιήθηκε δε και η από  14-4-2022 έφεση, ώστε να κινηθεί από αυτήν η κατά τη Σύμβαση της Χάγης διαδικασία – η οποία (Σύμβαση) εφαρμόζεται εν προκειμένω δεδομένου ότι η υπό κρίση έφεση ασκήθηκε μετά την 1-1-2021, ημερομηνία κατά την οποία είχε λήξει η ισχύς της μεταβατικής περιόδου της Συμφωνίας για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας- για την επίδοση του αντιγράφου των πιο πάνω αντιγράφων στην εναγόμενη, που εδρεύει στο Ηνωμένο Βασίλειο σε γνωστή διαμονή. Ωστόσο, δεν προσκομίζεται στη συνέχεια, ούτε γίνεται επίκληση στις προτάσεις, αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά, από την οποία να προκύπτει ότι απεστάλησαν σε δύο αντίγραφα, τα δικόγραφα της έφεσης και της κλήσης για επίδοση στο εξωτερικό, σύμφωνα με το άρθρο 5 της Σύμβασης της Χάγης, προς την αρμόδια αλλοδαπή Αρχή για την άμεση επίδοση του ενός αντιγράφου στην εναγόμενη. Ούτε προσκομίζεται από την αρμόδια Αρχή του εξωτερικού, πιστοποιητικό επίδοσης της ένδικης κλήσης και έφεσης, κατά το άρθρο 6 της Σύμβασης της Χάγης. Το ως άνω έγγραφο θα μπορούσε να προσκομιστεί μέχρι την τυπική συζήτηση της υπόθεσης, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, ώστε να θεωρηθεί ολοκληρωμένη η επίδοση των δικογράφων προς την εναγόμενη. Δεν αρκεί η πλασματική επίδοση στον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά, η οποία είναι αρκετή μόνο για την προθεσμία επίδοσης του δικογράφου, κατ’ άρθρο 524 παρ. 1 σε συνδ. με 591 παρ. 1 α’ ΚΠολΔ.

Επιπλέον, με την από 26-2-2020 αγωγή – προσεπίκληση της ενάγουσας, με την οποία προσεπικλήθηκε ο εδώ εκκαλών, ζητούσε να διαταχθεί η λύση της κοινωνίας, με την δια πλειστηριασμού πώληση των περιγραφόμενων στο δικόγραφο ακινήτων, ώστε να λάβουν η ενάγουσα, η οποία είναι συγκυρία κατά ποσοστό 3/8 εξ αδιαιρέτου και η εναγόμενη, η οποία είναι, επίσης, συγκυρία κατά ποσοστό 3/8 εξ αδιαιρέτου και ψιλή κυρία κατά ποσοστό 2/8 εξ αδιαιρέτου, το πλειστηρίασμα που θα επιτευχθεί κατά τα ποσοστά συγκυριότητάς τους και ο προσεπικαλούμενος, ο οποίος είναι επικαρπωτής των 2/8 εξ αδιαιρέτου, το ποσοστό που αντιστοιχεί στο βεβαρημένο μερίδιό του. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχτηκε εν μέρει την αγωγή. Στη συνέχεια, όπως προαναφέρθηκε, ο προσεπικαλούμενος – επικαρπωτής άσκησε την κρινόμενη έφεση, με την οποία ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή της εφεσίβλητης – ενάγουσας. Η δε τελευταία, με την προαναφερόμενη κλήση επαναπροσδιορισμού, συγκοινοποίησε την έφεση και στην εναγόμενη, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Επειδή δε η δίκη περί λύσης της κοινωνίας και περί διανομής είναι διπλή σε όλη τη διαδρομή της, άρα και ενώπιον του δευτέρου βαθμού, δεν δύναται να εκπροσωπηθεί από τον παρόντα αναγκαίο ομόδικό της, ο οποίος, άλλωστε, είναι επικαρπωτής σε ποσοστό 2/8 εξ αδιαιρέτου και όχι στο συνολικό ποσοστό που ανήκει στην εναγόμενη. Επομένως, βάσει όλων των αναφερόμενων ανωτέρω, πρέπει, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 15 της Σύμβασης της Χάγης, να αναβληθεί η συζήτηση της υπόθεσης έως ότου προσκομισθεί η προβλεπόμενη από το άρθρο 6 της ιδίας Σύμβασης βεβαίωση της κεντρικής Αρχής του Ηνωμένου Βασιλείου ή άλλης αρμόδιας Αρχής της χώρας αυτής (μεταφρασμένη στην ελληνική γλώσσα) περί πραγματικής επίδοσης της υπό κρίση έφεσης και κλήσης επαναπροσδιορισμού στην εναγόμενη, είτε έγγραφο από το οποίο να αποδεικνύεται η διαβίβαση των ως άνω επιδοτέων εγγράφων σε αυτήν. Τέλος, διάταξη περί δικαστικών εξόδων δε θα περιληφθεί, διότι το Δικαστήριο δεν αποφάσισε οριστικά για ολόκληρο ή μέρος της δίκης (άρθρο 191 παρ. 1 ΚΠολΔ) ενώ παράβολο ανακοπής ερημοδικίας ως προς την ερημοδικαζόμενη εναγόμενη δεν ορίζεται, παρά το ότι σε ανακοπή ερημοδικίας υπόκεινται και οι μη οριστικές αποφάσεις, όπως η παρούσα, λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος εκ μέρους της για την άσκηση του ως άνω ένδικου μέσου.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση ερήμην της εναγόμενης.

ΑΝΑΒΑΛΕΙ την έκδοση της οριστικής απόφασης μέχρι να προσκομισθεί είτε βεβαίωση (μεταφρασμένη στην ελληνική γλώσσα) περί πραγματικής επίδοσης στην εναγόμενη της υπό κρίση έφεσης και κλήσης επαναπροσδιορισμού, είτε έγγραφο από το οποίο να αποδεικνύεται η διαβίβαση των ως άνω επιδοτέων εγγράφων σε αυτήν.

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στον Πειραιά, στις   9.5.2025

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                             H ΓPAMMATEAΣ