Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 211/2025

Αριθμός    211 /2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα  4ο  

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις   ………………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

  Α) ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……………» και δ.τ. «……..», που εδρεύει στις ……. Αττικής, όπως εκπροσωπείται νόμιμα (Α.Φ.Μ: …… – Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών), η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Ερνέστο-Δημήτριο Τσακαλία (με δήλωση κατ’  άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία «……………….», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της Δικηγόρο Μαρία Άρχου (με δήλωση κατ’  άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

Β) ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΝΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………….» (………..) και το διακριτικό τίτλο «……….», πρώην με την επωνυμία «………..» (………….) και διακριτικό τίτλο «…………» (…………….), η οποία εδρεύει στο …….. Αττικής, με ΑΦΜ …….. Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά και με αρ. ΓΕΜΗ ……., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, αδειοδοτηθείσα από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με τον νόμο 4354/2015, δυνάμει της με αριθμ. 220/1/13.03.2017 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων [υπ’ αριθμ. 880/16.3.2017 ΦΕΚ (τ. Β’), η οποία ενεργεί με την ιδιότητά της ως μη δικαιούχου και μη υπόχρεου διαδίκου, διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……………» (…………), που εδρεύει στην Ιρλανδία, με αριθμό μητρώου …………, όπως εκπροσωπείται νόμιμα. Η ανωτέρω εταιρεία ειδικού σκοπού, κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας υπό την επωνυμία «…………..» (ΑΦΜ …….. ΔΟΥ ΦΑΕ ΑΘΗΝΩΝ), κατόπιν μεταβίβασης στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις Ν. 3156/2003, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της Δικηγόρο Μαρία Άρχου (με δήλωση κατ’  άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ

Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….» που εδρεύει στην Αθήνα, νόμιμα εκπροσωπούμενη, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΚΑΘ’ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………» και δ.τ. «……….» που εδρεύει στις ………….. Αττικής, όπως εκπροσωπείται νόμιμα (ΑΦΜ ………….-Δ.Θ.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών), η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Ερνέστο-Δημήτριο Τσακαλία (με δήλωση κατ’  άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

Η υπό στοιχ Α εκκαλούσα -Β καθ΄ης η πρόσθετη παρέμβαση κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  31/1/2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2019) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.  2118/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  απέρριψε την ανακοπή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η ανακόπτουσα και ήδη  υπό στοιχ Α εκκαλούσα -Β καθ΄ης η πρόσθετη παρέμβαση με την από  7.7.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ  ………/2022-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ………./2022) έφεση, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 1η.6.2023, μετά δε από αναβολή η 6η.6.2024, οπότε δεν εισήχη προς συζήτηση λογω ανωτέρας βίας που αφορά τη διεξαγωγή των εκλογών την 9η.6.2024 για τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, και, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 260 παρ 4 ΚΠΟλΔ και δυνάμει  της υπ΄ αριθμ 50/2024 Πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Δ/νσεως του Εφετείου Πειραιώς, επαναπροσδιορίσθηκε στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η ήδη υπό στοιχ Β αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την από  22.7.2024 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………./2024)  εκουσια αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της υπό στοιχ Α εκκαλούσας-Β καθ΄ης η πρόσθετη παρέμβαση, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε  και η πληρεξούσια δικηγόρος της υπό στοιχ Α εφεσιβλητης-Β υπερ΄ης η πρόσθετη παρέμβαση, αφού έλαβεε τον λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Νόμιμα φέρεται για συζήτηση, με την με αριθμό 50/2024 πράξη του Προέδρου Εφετών Πειραιώς, η από 08.07.2022 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ………/2022  και ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ………../2022  έφεση, κατ’ άρθρο 74 παρ. 2 του ν. 4690/2020, μετά τον ορισμό νέας δικασίμου, ύστερα από τη μη διεξαγωγή της συζήτησής της, κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 06.06.2024,  στην οποία είχε προσδιοριστεί, κατόπιν αναβολής από τη δικάσιμο της 01.06.2023, λόγω αναστολής των εργασιών των δικαστηρίων όλης της χώρας για το χρονικό διάστημα από την 05.06.2024 έως την 12.06.2024 , για τη διενέργεια των εκλογών για τα μέλη του  Ευρωκοινοβουλίου την 09.06.2024.

Νόμιμα φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι : α) η από 08.07.2024 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ………/2022 και ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ……./2022  έφεση  και β) η από 25.07.2024  (αρ. εκ. κατ. ………./2024) ασκηθείσα με ιδιαίτερο δικόγραφο αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία <<……………..>> υπέρ της εφεσίβλητης ανώνυμης  εταιρείας με την επωνυμία  «……………. ενεργούσα εν προκειμένω εν ονόματι και για λογαριασμό της εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία <<………………..” (………..), νόμιμα εκπροσωπούμενης, στην οποία η ως άνω ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…………… όπως εκπροσωπείται νόμιμα, έχει εκχωρήσει και μεταβιβάσει απαιτήσεις της από δάνεια και πιστώσεις, δυνάμει της από 16.02.2024 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων κατ΄ άρθρο 455 Α.Κ και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του ν. 3156/2003 οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν,  λόγω της υπαγωγής τους στην αυτή διαδικασία και της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας και της σχέσης τους ως κυρίου και παρεπόμενου, ενώ περαιτέρω κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης , επί πλέον δε επέρχεται μείωση εξόδων (άρθρο 31 και 246 ΚΠοΛΔ).

H από 08.07.2022 κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ………/2022 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2022 /20.07.2022 έφεση της ητηθείσας πρωτοδίκως ανακόπτουσας κατά της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία <<……….>> προς εξαφάνιση της με αριθμό 2118/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών) που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων και απέρριψε την από 31.01.2019  (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2019 ) ανακοπή κατά της καθ΄ ης και ήδη εφεσίβλητης και κατά της από 02/01/2018 επιταγής προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου  πρώτου (α) εκτελεστού απογράφου της  υπ΄ αριθμό …………/2017 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών  και της βάσει των ανωτέρω επιταγής επισπευδόμενης εκτελεστικής διαδικασίας έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ.1 στις 08.07.2022 και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ,  καθότι δεν γίνεται επίκληση, ούτε από στοιχεία του φακέλου προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης στην εκκαλούσα, ενώ δεν παρήλθε διετία από τη δημοσίευση αυτής στις 04.06.2020 μέχρι την κατάθεσή της στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 08.07.2022, άρθρα 495 επ. 511, 513 παρ. 1 β, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο άρθρο ισχύει, με τη διευκρίνιση ότι το χρονικό διάστημα από 07-11-2020 έως 05-04-2021, που διήρκησε η αναστολή της λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων λόγω της πανδημίας covid-19, δεν υπολογίζεται στις προθεσμίες, για την άσκηση των ένδικων μέσων (Με την παρ.1 του άρθρου 74 του Ν. 4690/2020 ορίζεται ότι : “Το χρονικό διάστημα της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας (13.3.2020 – 31.5.2020) δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων, συμβολαιογράφων ως υπαλλήλων του πλειστηριασμού, υποθηκοφυλακείων, κτηματολογικών γραφείων και άλλων τρίτων προσώπων. Μετά τη λήξη της παραπάνω αναστολής οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία…”. Περαιτέρω, με την παρ.1 του άρθρου 83 του Ν. 4790/2021 (Α` 48) ορίζεται ότι “Το χρονικό διάστημα από τις 7.11.2020 έως και την ημερομηνία λήξης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της χώρας, δυνάμει της κοινής υπουργικής απόφασης του άρθρου 11 της από 11.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α` 55), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 2 του ν. 4682/2020 (Α 76), δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων, συμβολαιογράφων ως υπαλλήλων του πλειστηριασμού, υποθηκοφυλακείων, κτηματολογικών γραφείων και άλλων τρίτων προσώπων, καθώς και στις προθεσμίες παραγραφής των συναφών αξιώσεων. Μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος του πρώτου εδαφίου, οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία. Οι προθεσμίες που ανεστάλησαν κατά τα προηγούμενα εδάφια, δεν συμπληρώνονται, εάν δεν παρέλθουν επιπλέον δέκα (10) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους”. Εξάλλου, με την ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 25 του Ν. 4792/2021 (A` 54) ορίζεται ότι “Κατά την αληθή έννοια του άρθρου 83 του Ν. 4790/2021 (Α’ 48), ως ημερομηνία λήξης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων της χώρας για τον υπολογισμό των νόμιμων και δικαστικών προθεσμιών, λογίζεται η ημερομηνία άρσης της αναστολής των προθεσμιών, η οποία επήλθε με τη λήξη ισχύος της υπό στοιχεία Δ1α/Γ.Π.οικ.18877/26.3.2021 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Προστασίας του Πολίτη, Εθνικής Άμυνας, Παιδείας και Θρησκευμάτων, Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Υγείας, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Πολιτισμού και Αθλητισμού, Δικαιοσύνης, Εσωτερικών, Μετανάστευσης και Ασύλου, Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Υποδομών και Μεταφορών, Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και του Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό “Έκτακτα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορονοϊού COVID-19 στο σύνολο της Επικράτειας για το διάστημα από τη Δευτέρα 29 Μαρτίου 2021 και ώρα 6:00 έως και τη Δευτέρα, 5 Απριλίου 2021 και ώρα 6:00″ (Β` 1194), ήτοι η 6.4.2021″. Τέλος, με την επίσης ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 49 παρ. 1 και 2 του Ν. 4963/2022 (Α’149) ορίζεται ότι: ” 1. Κατά την αληθή έννοια του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 74 του ν. 4690/2020 (Α’ 104) και του πρώτου εδάφιου της περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 83 του ν. 4790/2021 (Α’48) ως προθεσμίες άσκησης ενδίκων βοηθημάτων και μέσων που ανεστάλησαν κατά το διάστημα από 13.3.2020 ως 31.5.2020 και από 7.11.2020 έως 5.4.2021, νοούνται και οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 518, της παρ. 5 του άρθρου 545 και της παρ. 3 του άρθρου 564 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας [π.δ. 503/1985, (Α’182) ΚΠολΔ]. 2. Κατά την αληθή έννοια του τρίτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 74 του ν. 4690/2020 και του τρίτου εδαφίου της περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 83 του ν. 4790/2021 ως προθεσμίες άσκησης ενδίκων μέσων των οποίων παρατείνεται η λήξη νοούνται και οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 518, της παρ. 5 του άρθρου 545 και της παρ. 3 του άρθρου 564 ΚΠολΔ”). Επομένως, η έφεση, η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 περ.1 ΚΠολΔ εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου για να δικαστεί με την ίδια ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών ως πρωτοδίκως κατ’ άρθρο 591 παρ.7 ΚΠολΔ, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό του ένδικου μέσου έχει κατατεθεί από την   εκκαλούσα κατ’ άρθρο 495 παρ.3Α στοιχ.β’ του ΚΠολΔ το με κωδικό ……………./2022 e- Παράβολο του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης ποσού 100 ευρώ, εξοφλημένο (βλ. συνημμένα στο εφετήριο αντίγραφα του e- Παράβολου και της από 08.07.2022   βεβαίωσης της Γραμματέως  περί εξόφλησης αυτού).

Με την  από η από 31/1/2019  (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2019) ανακοπή, η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα  η εκθέτει ότι με επίσπευση της καθ΄ ης  η ανακοπή δανείστρίας τράπεζας και με εκτελεστό τίτλο την υπ΄ αριθμ. 10713/2017 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών επιβλήθηκε σε βάρος της κατάσχεση των χρηματικών απαιτήσεων που η πρώτη διατηρεί κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία : «………….» και με τον διακριτικό τίτλο …….. (πρώην ………. και πρώην ………..), από πωλήσεις ποσοτήτων ηλεκτρικού ρεύματος στην τελευταία, ύψους 1.348.779,78 ευρώ ότι η τελευταία αυτή εταιρεία ως τρίτη, υπέβαλε την υπ΄ αριθμ. …../30-1-2019 καταφατική δήλωσή της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς. Ζητούσε  δε, για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτή (ενν. την ανακοπή) την ακύρωση τόσο του με ημερομηνία 18-1-2019 κατασχετηρίου εγγράφου όσο και της προαναφερθείσας καταφατικής δήλωσης της τρίτης εταιρίας  και  την καταδίκη της καθ΄ης η ανακοπή στην πληρωμή της δικαστικής της δαπάνης. Επ’ αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη οριστική απόφασή του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που  απέρριψε την ανακοπή στο σύνολό της . Ήδη  η ανακόπτουσα – εκκαλούσα με την κρινόμενη έφεση της  παραπονείται  για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου  και ζητά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε η ανακοπή  να γίνει  δεκτή στο σύνολό της.

Από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς για πρώτη φορά και ενώπιον του εφετείου, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της έφεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις, που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους, η οποία στην περίπτωση, που ασκείται για πρώτη φορά στο εφετείο, πρέπει, να γίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ. 1 σε συνδυασμό με 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε όλους τους μέχρι της άσκησής της διαδίκους, τουλάχιστον δέκα ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης, που θα εκδοθεί, είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 80 ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υπόθεσης (ΑΠ 1329/2017, ΑΠ 611/2013, ΑΠ 1171/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Σύμφωνα δε, με τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών, που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου, ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες, που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 1485/2006, ΑΠ 91/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου, όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 368/2019 ΕΠοΛΔ  2019.423, ΑΠ 1564/2017, ΑΠ 1731/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρων 76 παρ. 1, 3 και 110 παρ. 2 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας στη δίκη επί εφέσεως, αν κάποιος από τους αναγκαίους ομοδίκους δεν παραστεί πλην, όμως, έχει κλητευθεί νομίμως είτε από τον αντίδικό του, είτε από αναγκαίο ομόδικο, τότε η συζήτηση χωρεί νομίμως και ως προς τον απολιπόμενο αυτόν αναγκαίο ομόδικο (ΑΠ 756/2017, ΑΠ 681/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) αφού, αν και δεν παραστάθηκε, θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από τον αναγκαίο ομόδικο του (ΑΠ 368/2019 ό.π). II. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 περ. γ΄ του ν.4354/2015 «Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων….», «Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις, δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις». Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, «Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α` 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης». Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 του ν.3156/2003, τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται: α) από το προϊόν είσπραξης των επιχειρηματικών απαιτήσεων που μεταβιβάζονται ή β) από δάνεια, πιστώσεις ή συμβάσεις παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων. Ως «ιδιωτική τοποθέτηση» θεωρείται η διάθεση των ομολογιών σε περιορισμένο κύκλο προσώπων, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα εκατόν πενήντα. «Μεταβιβάζων», κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, μπορεί να είναι έμπορος με εγκατάσταση στην Ελλάδα και «αποκτών» νομικό μόνο πρόσωπο – ανώνυμη εταιρία – με σκοπό την απόκτηση  και την τιτλοποίηση των απαιτήσεων (Εταιρία Ειδικού Σκοπού). Η εταιρία καταβάλλει το τίμημα και «τιτλοποιεί» τις απαιτήσεις εκδίδοντας αξιόγραφα «ομολογίες» ονομαστικής αξίας τουλάχιστον 100.000 € η κάθε μία (βλ. παρ. 5 του άρθρου αυτού). Στην πιο απλή μορφή της, η τιτλοποίηση συνίσταται στην εκχώρηση (μεταβίβαση λόγω πωλήσεως) απαιτήσεων από έναν ή περισσότερους τομείς δραστηριότητας μιας εταιρίας προς μια άλλη εταιρία, η οποία έχει ως ειδικό σκοπό την αγορά των εν λόγω απαιτήσεων έναντι τιμήματος. Περαιτέρω, η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων επιχειρηματικών απαιτήσεων καταχωρίζεται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν.2844/2000 (βλ. παρ. 8 του άρθρου αυτού). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στους όρους της σύμβασης, η δε μεταβίβαση (εκχώρηση) αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβάζοντα ή την Εταιρία Ειδικού Σκοπού στον οφειλέτη (βλ. παρ. 9 του ιδίου άρθρου). Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν.2844/2000, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 8 του ιδίου άρθρου. Πριν από την αναγγελία δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση (εκχώρηση) λόγω πώλησης της παρ. 1. Η ανωτέρω καταχώριση γίνεται με δημοσίευση (κατάθεση εντύπου, η μορφή του οποίου καθορίστηκε με την 161337/2003 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης) στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, ως ενεχυροφυλακεία δε έως την ίδρυσή τους με π.δ. ορίζονται τα κατά τόπους λειτουργούντα σήμερα υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία της έδρας των Πρωτοδικείων. Η ratio της δημοσιότητας είναι η ανάγκη προστασίας των καλόπιστων τρίτων ομολογιούχων ή μη (εξομολογιακά αποκτώντων) και επομένως πριν από τη δημόσια καταχώριση της σύμβασης μεταβίβασης (εκχώρησης) λόγω πωλήσεως των τιτλοποιούμένων επιχειρηματικών απαιτήσεων στο αρμόδιο υποθηκοφυλακείο, δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα. Τέλος, κατά την παρ. 11 του ίδιου άρθρου επιτρέπεται μεταγενέστερη συμφωνία για την αναμεταβίβαση στον μεταβιβάζοντα απαιτήσεων που μεταβιβάσθηκαν για τους σκοπούς τιτλοποίησης (ΕφΠατρ. 417/2020 ΕφΛαρ. 275/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, η ανώνυμη εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις με την επωνυμία «…………» και το διακριτικό τίτλο «…………», πρώην με την επωνυμία <<……………. >> και το διακριτικό τίτλο <<……………….>>  η οποία εδρεύει στο ….. Αττικής, επί της οδού …………., με ΑΦΜ ……… Δ.Ο.Υ ΦΑΕ Πειραιά και με αρ. ΓΕΜΗ …….., αδειοδοτηθείσα από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με το νόμο 4354/2015, δυνάμει της με αριθμό 220/1/13.03.2017 Απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων [υπ΄αριθμό 880/16.3.2017 ΦΕΚ (Τ.β΄) με ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 25.07.2024  (αρ. κατ. …………../2024 ) και επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στους διαδίκους της κύριας δίκης (υπέρ ης και καθ’ ου η πρόσθετη παρέμβαση) κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 80, 81, 524 και 591 παρ. 1 περ. β του ΚΠολΔ (βλ. τις μετ’ επίκληση προσκομιζόμενες από την προσθέτως παρεμβαίνουσα : α) υπ’ αριθμ. …. Θ/18.10.2024  έκθεση επίδοσης, του δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών …………,   ως προς την ως άνω υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση και β) υπ’ αριθμ. ….΄/18.10.2024 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………….  προς την  καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση), άσκησε το πρώτον ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εφεσίβλητης, ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………, επικαλούμενη ως έννομο συμφέρον της το γεγονός ότι είναι νόμιμη διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού, με την επωνυμία με την επωνυμία <<……………>>   με έδρα στο …….. Ιρλανδίας, οδός …………, με αριθμό μητρώου ………, νόμιμα εκπροσωπούμενης,  η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………….» όπως εκπροσωπείται νόμιμα,  δυνάμει της από 16.02.2024 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του ν. 3156/2003 ως άνω εφεσίβλητης τραπεζικής εταιρείας, υπέρ και κατά της οποίας ισχύει το δεδικασμένο από την παρούσα δίκη (άρθρ. 325 ΚΠολΔ). Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα μετ’ επίκληση προσκομιζόμενα έγγραφα της δικογραφίας, η προσθέτως παρεμβαίνουσα εταιρεία, η οποία έχει νόμιμα αδειοδοτηθεί κι ελέγχεται από την Τράπεζα της Ελλάδος ως εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.4354/2015, όπως αυτός ισχύει (απόφαση 220/1/13-3-2017 της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων, ΦΕΚ Β` 880/16-3-2017), είναι διαχειρίστρια απαιτήσεων της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας από χορηγήσεις δανείων και πιστώσεων προς οφειλέτες, με την επωνυμία με την επωνυμία <<…………>>   με έδρα στο …….. Ιρλανδίας, οδός …………, με αριθμό μητρώου ………., νόμιμα εκπροσωπούμενης η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………… » όπως εκπροσωπείται νόμιμα  στο πλαίσιο τιτλοποίησης αξιώσεων, δυνάμει σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, περίληψη της οποίας έχει νομίμως καταχωρισθεί κατ’ άρθρο 3 στο Δημόσιο Βιβλίο του ν.2844/2000 και ειδικότερα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, στον τόμο … με αυξ. Αριθμό …. και έλαβε αριθμό πρωτ. ……/16.02.2024 ( αρ, 10 παρ. 8 του ν. 3156/2003, ανέλαβε υπό την ιδιότητα της  ως διαχειρίστρια απαιτήσεων, εντολοδόχου  και ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσωπου και αντικλήτου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας από χορηγήσεις δανείων και πιστώσεων προς οφειλέτες, με την επωνυμία με την επωνυμία <<…………..>>, η μεταβίβαση δε αυτή έχει τα αποτελέσματα της εκχώρησης, ενώ η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο επέχει θέση αναγγελίας της εκχώρησης προς τους οφειλέτες. Στις ως άνω μεταβιβασθείσες απαιτήσεις περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων και οι απαιτήσεις της εκκαλούσας, που απορρέουν από την ένδικη υπ’ αριθμ. …../13.10.2006 ήδη ………- σύμβαση χορήγησης πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, όπως τούτο προκύπτει απι το εκ του παραρτήματος με αρ. πρωτ. …../16.02.2024 από το καταχωρησθέν στα βιβλία ν.2844/2000 τόμος …. και α.α …… στο οποίο η ως άνω σύμβαση έχει λάβει α.α …-…… Την 16.02.2024 διαχειριστής των απαιτήσεων που τιτλοδοτήθηκαν κατέστη η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………. » και το διακριτικό τίτλο «……….. », πρώην με την επωνυμία <<……………>> και το διακριτικό τίτλο <<…………….>>  η οποία εδρεύει στο ……… Αττικής, επί της οδού ……………, με ΑΦΜ …… Δ.Ο.Υ ΦΑΕ Πειραιά και με αρ. ΓΕΜΗ …., αδειοδοτηθείσα από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με το νόμο 4354/2015, δυνάμει της ως άνω  σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων και σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 παρ. 14 και 156 του  ν. 3156/2003, περίληψη της οποίας έχει νομίμως καταχωρισθεί κατ’ άρθρο 3 στο Δημόσιο Βιβλίο του ν.2844/2000 και ειδικότερα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, στον τόμο …. με αυξ. Αριθμό ….. σε συνδυασμό με το από 06.03.2024 πληρεξούσιο του συμβολαιογράφου Ιρλανδίας ……….. (………), νομίμως επικυρωμένο.  Κατόπιν τούτων, η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση, η οποία, σύμφωνα και με τις προαναφερόμενες σκέψεις, έχει σαφώς χαρακτήρα αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, είναι παραδεκτή και νόμιμη κατ’ άρθρο 80 και 83 ΚΠοΔ, με αποτέλεσμα μεταξύ της κυρίας διαδίκου εφεσίβλητης και της προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσας να έχει δημιουργηθεί σχέση επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας καθ’ όσον η ισχύς της εκδοθησόμενης απόφασης, δηλαδή το εξ αυτής δεδικασμένο, καταλαμβάνει και την ίδια, ως ειδική διάδοχο μετά την εκκρεμοδικία και ούτω, νομιμοποιείται η προσθέτως παρεμβαίνουσα προς άσκηση αυτής, κατ’ εφαρμογήν των άνω διατάξεων και του άρθρ. 3 παρ. 2, 4 του ν. 4354/2015. Στην δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας  παραστάθηκαν η εκουσίως αυτοτελώς προσθέτως υπέρ της εφεσίβλητης παρεμβαίνουσα και η καθ’ ης  η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση – εκκαλούσα. Σύμφωνα επομένως και με όσα εκτίθενται στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, η απούσα υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, ανώνυμη τραπεζική εταιρία, με την επωνυμία ανώνυμη Τραπεζική Εταιρεία με την επωνυμία <<………. >>, θεωρείται ότι εκπροσωπείται στην παρούσα ενώπιον του Εφετείου δίκη από την ειδική διάδοχό της, εκουσίως υπέρ αυτής αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα, ανώνυμη εταιρεία, με την επωνυμία «……………….» και το διακριτικό τίτλο «do value Greece»,  με την οποία τη συνδέει ο δεσμός της αναγκαστικής ομοδικίας, δοθέντος ότι κατά τα προεκτεθέντα κλήθηκε νομίμως προκειμένου να παραστεί στην παρούσα δίκη (ΑΠ 267/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, πρέπει η ένδικη εκούσια αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση να ερευνηθεί περαιτέρω, συνεκδικαζόμενη κατά τα εκτεθέντα ανωτέρω με την ως άνω ένδικη έφεση αντιμωλία των διαδίκων, θεωρούμενης της μη παριστάμενης υπέρ ης η παρέμβαση, αντιπροσωπευόμενης από την αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα, με την οποία τελεί σε σχέση αναγκαίας ομοδικίας, γιατί έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης κι επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρο 246 ΚΠολΔ), πέραν του ότι η πρόσθετη παρέμβαση δεν είναι επιδεκτική χωριστής συζήτησης, από εκείνη της εκκρεμούς δίκης, αφού δεν έχει αυτοτέλεια έναντι της αρχικής αγωγής, αλλά εξαρτάται από την κύρια δίκη που ανοίχθηκε με την αγωγή ή το ένδικο μέσο, από την οποία δεν μπορεί να χωριστεί (βλ. σχετ. ΑΠ 1426/2013 και ΕφΑθ 4499/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4355/2002 ΕλλΔνη 2004.206).

Με τον πρώτο και δεύτερο λόγους  της υπό κρίση έφεσης η εκκαλούσα  παραπονείται  για εσφαλμένη απόρριψη του πρώτου λόγου της ανακοπής της , με τον οποίο προσβάλλει το με ημερομηνία 18-1-2019 κατασχετήριο έγγραφο ισχυριζόμενη ότι σύμφωνα με την με ημερομηνία 29-7-2011 σύμβαση πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας που καταρτίσθηκε μεταξύ αυτής και της ως άνω αγοράστριας εταιρίας, (άρθρα 16 και 18 αυτής), τα δικαιώματα της παραγωγού εταιρίας από αυτήν είναι προσωποπαγή καθώς και ότι δεν επιτρέπεται από αυτήν οποιαδήποτε εκχώρηση και μεταβίβαση δικαιωμάτων, εν όλω ή εν μέρει, σε τρίτο πρόσωπο, χωρίς την προηγούμενη έγγραφη συναίνεση της …….. (αγοράστριας) και τη σχετική ενημέρωση του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και της ΡΑΕ.  Ότι οι όροι της εν λόγω συμφωνίας περί ανεκχωρήτου των κατά τα ως άνω απαιτήσεών της εκκαλούσας αποτελούν πιστή αντιγραφή (ενσωμάτωση) της με αριθμό Δ6/Φ1/οικ.1725 απόφασης του Υπουργού Ανάπτυξης: «Καθορισμός τόπου και περιεχομένου συμβάσεων πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται με χρήση Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και μέσω Συμπαραγωγής Ηλεκτρισμού και Θερμότητας Υψηλής Απόδοσης στο Δίκτυο των μη συνδεδεμένων Νήσων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 παρ. 3 του Ν. 3468/2006 (ΦΕΚ Β 48/6-2-2007)» που έχουν ενσωματωθεί στα άρθρα 16 και 18 την ένδικης υπ΄ αριθμό ……./29.07.2011 της ένδικης σύμβασης ηλεκτρικής ενέργειας που τιτλοφορείται «Καθορισμός τόπου και περιεχομένου συμβάσεων πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται με χρήση Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και μέσω Συμπαραγωγής Ηλεκτρισμού και Θερμότητας Υψηλής Απόδοσης στο Δίκτυο των μη συνδεδεμένων Νήσων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 παρ. 3 του Ν. 3468/2006 (ΦΕΚ Β 148/6-2-2007)». Συγκεκριμένα με το άρθρο 16 υπό τον τίτλο << Δικαιώματα απορρέοντα από τη Σύμβαση>> ορίζεται ότι << τα δικαιώματα του Παραγωγού που απορρέουν από την παρούσα σύμβαση είναι προσωποπαγή και ισχύουν για όσο χρονικό διάστημα οι εκδοθείσες άδεις παραγωγής και λειτουργίας ή η απόφαση εξαίρεσης από την υποχρέωση λήψης άδειας παραγωγής είναι επ΄ ονόματi του>>. Με το άρθρο 18 υπό τον τίτλο <<εκχώρηση>> ορίζεται ότι : παρ. 1  <<Με την επιφύλαξη της παρ. 2 δεν επιτρέπεται από τον Παραγωγό οποιαδήποτε εκχώρηση και  μεταβίβαση δικαιωμάτων, εν όλω ή εν μέρει, χωρίς την προηγούμενη έγγραφη συναίνεση του Διαχειριστή Μη συνδεδεμένων νήσων και τη σχετική ενημέρωση του Υπουργείου Ανάπτυξης και της ΡΑΕ… `>> , παρ. 2 <<Επιτρέπεται η εκχώρηση και μεταβίβαση των χρηματικών απαιτήσεων του Παραγωγού που απορρέουν από την παρούσα σύμβαση : α ) προς μία ή περισσότερες Τράπεζες, Ελληνικές ή της αλλοδαπής, νομίμως εγκαταστημένες και λειτουργούσες σε κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και προς μια ή περισσότερες εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης (leasing) που θα χρηματοδοτήσουν την κατασκευή και λειτουργεία του σταθμού. Στην  περίπτωση αυτή η πράξη εκχώρησης και μεταβίβασης κοινοποιείται στο Διαχειριστή Μη συνδεδεμένων νήσων, του Υπουργείου Ανάπτυξης και της αρχής έκδοσης της άδειας εγκατάστασης (ή επέκτασης) και της ΡΑΕ>>. Συνεπώς, η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα με τον παρόντα λόγο ανακοπής της, προβάλλει ισχυρισμό περί ανεκχώρητου και άρα περί ακατάσχετου των απαιτήσεών της από την καταβολή του αντιτίμου πώλησης της προαναφερθείσας ηλεκτρικής ενέργειας  που θεσπίζεται  αφενός από την ως άνω απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, όρος που έχει ισχύ έναντι όλων άρα και έναντι της καθ΄ ης τράπεζας και αφετέρου για λόγους προστασίας της σχετικής επένδυσης που συναρτάται με το δημόσιο συμφέρον, καθώς η πρόθεση του νομοθέτη είναι να διαφυλαχθεί η ταμειακή ρευστότητα των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας μέσω φωτοβολταικών και η δυνατότητα να ανταποκρίνονται στα έξοδα τους που είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της απρόσκοπτης λειτουργίας τους, καθώς επιτρέπει μόνο την κατ΄ εξαίρεση εκχώρηση των σχετικών απαιτήσεων για τη λήψη δανείων που είναι αναγκαία για τη χρηματοδότηση κατασκευής του φωτοβολταικού σταθμού.  Περαιτέρω με το δεύτερο λόγο έφεσης η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη κατ΄ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου έκανε δεκτό ότι το δάνειο για το οποίο επιβλήθηκε η κατάσχεση δόθηκε για τη λειτουργεία του φωτοβολταικού σταθμού, ισχυρισμό που δεν πρότεινε η καθ΄ης η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητη . Ότι  εν προκειμένω η ένδικη κατάσχεση επεβλήθη για απαίτηση απορρέουσα από την με αριθμό 397/2006 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό που η νυν εκκαλούσα εταιρεία με την επωνυμία << ……….>> σύναψε με την τράπεζα με την επωνυμία <<…..>> στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της οποίας υπεισήλθε ως καθολική διάδοχος η νυν εφεσίβλητη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία <<…………. >>  η οποία καταρτίστηκε το έτος 2006  ήτοι  (6) χρόνια πριν τη σύναψη της σύμβασης με τη ……. και την έναρξη λειτουργείας του φωτοβολταικού  σταθμού με την κατασκευή και τη λειτουργεία του οποίου ουδόλως συναρτάται . Το δάνειο που ελήφθη δυνάμει της με αριθμό …/2012 σύμβασης αποκλειστικά για την κατασκευή του φωτοβολταικού σταθμού εξοφλήθηκε το έτος 2017 σύμφωνα με την με αριθμό πρωτοκόλλου …..-……/23.04.2018 βεβαίωση εξόφλησης της καθ΄ ης και ήδη εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία <<…………..>>. Η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι αν η εκκαλουμένη ορθά ερμήνευε και εφάρμοζε το νόμο και ορθά εκτιμούσε τις αποδείξεις θα είχε κάνει δεκτό τον ως άνω λόγο ως νόμιμο και ουσιαστικά βάσιμο.

Επί του λόγου λεκτέα είναι τα εξής : Η ανακόπτουσα  και ήδη εκκαλούσα εκθέτει ότι στις  29-1-2019 η επισπεύδουσα τραπεζική εταιρεία (ήδη καθ΄ ης η ανακοπή  και ήδη εφεσίβλητη  επέδωσε στην ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα το με ημερομηνία 18-1-2019 κατασχετήριο έγγραφο. Δυνάμει του τελευταίου κατάσχεσε αναγκαστικώς την απαίτηση (καταβολή αντιτίμου από πώληση ηλεκτρικής ενέργειας) που διατηρεί η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία: «…………..» και με τον διακριτικό τίτλο …….. (πρώην …….. και πρώην ……….), για την ικανοποίηση της απαίτησής της, (από χορήγηση πίστωσης), ύψους 1.348.779,78 ευρώ ότι η τελευταία αυτή εταιρία υπέβαλε την με αριθμό ………./30-1-2019 καταφατική δήλωση ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς σύμφωνα με την οποία η πωλήτρια εταιρεία (και συγχρόνως καθ΄ ης η εκτέλεση οφειλέτρια), διατηρεί σε βάρος της απαιτήσεις για την ως άνω αιτία ύψος 42.895,81 ευρώ για ήδη παραχθείσα και τιμολογηθείσα ηλεκτρική ενέργεια καθώς και ότι με βάση την με αριθμό …………/29-7-2011 σύμβαση αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, ενδέχεται να προκύψουν μελλοντικές οφειλές της αγοράστριας, οι οποίες όμως (κατά το χρόνο υποβολής της ως άνω δήλωσης) δεν είναι γνωστές και εκκαθαρισμένες, δεδομένου ότι εξαρτώνται από την ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας που θα εγχύσει στο δίκτυο σύστημα στο μέλλον ο σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας του εν λόγω οφειλέτη και οι οποίες (μελλοντικές απαιτήσεις), υπό την προϋπόθεση της εκ μέρους της πωλήτριας έκδοσης και κατάθεσης των απαιτούμενων φορολογικών στοιχείων και ασφαλιστικών ενημεροτήτων, θα δεσμευθούν υπέρ της επισπεύδουσας μέχρι του συνολικού ύψους των απαιτήσεών της (1.348.779,78 ευρώ).  Οι  όροι  με αριθμό 16 και 18 της ενσωματωθείσας στο δικόγραφο της ανακοπής και της υπό κρίση έφεσης από 29.07.2011 σύμβασης πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας που καταρτίστηκε μεταξύ της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ………… και το διακριτικό τίτλο <<……….>>   και της ανακόπτουσας και ήδη εκκαλούσας  ανώνυμης  εταιρείας με την επωνυμία <<………….>> και το διακριτικό τίτλο <<………….>> αποτελούν ενσωμάτωση της με αριθμό Δ6/Φ1/οικ.1725 απόφασης του Υπουργού Ανάπτυξης που τιτλοφορείται : «Καθορισμός τόπου και περιεχομένου συμβάσεων πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται με χρήση Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και μέσω Συμπαραγωγής Ηλεκτρισμού και Θερμότητας Υψηλής Απόδοσης στο Δίκτυο των μη συνδεδεμένων Νήσων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 παρ. 3 του Ν. 3468/2006 (ΦΕΚ Β 48/6-2-2007)». Συγκεκριμένα με το άρθρο 16 υπό τον τίτλο <<Δικαιώματα απορρέοντα από τη Σύμβαση>> ορίζεται ότι <<τα δικαιώματα του Παραγωγού που απορρέουν από την παρούσα σύμβαση είναι προσωποπαγή και ισχύουν για όσο χρονικό διάστημα οι εκδοθείσες άδεις παραγωγής και λειτουργίας ή η απόφαση εξαίρεσης από την υποχρέωση λήψης άδειας παραγωγής είναι επ΄ ονόματi του>>. Με το άρθρο 18 υπό τον τίτλο << Εκχώρηση>> ορίζεται ότι : παρ. 1  <<Με την επιφύλαξη της παρ. 2 δεν επιτρέπεται από τον Παραγωγό οποιαδήποτε εκχώρηση και  μεταβίβαση δικαιωμάτων, εν όλω ή εν μέρει, χωρίς την προηγούμενη έγγραφη συναίνεση του ….  και τη σχετική ενημέρωση του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και κλιματικής Αλλαγής και της ΡΑΕ. Η παράβαση του παρόντος άρθρου θεμελιώνει δικαίωμα καταγγελίας της παρούσας  συμβάσης και διακοπή της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας από το ……,  παρ. 2 << Επιτρέπεται η εκχώρηση και μεταβίβαση των χρηματικών απαιτήσεων του Παραγωγού που απορρέουν από την παρούσα σύμβαση : α ) προς μία ή περισσότερες Τράπεζες, πρώτης τάξεως Ελληνικές ή της αλλοδαπής, νομίμως εγκαταστημένες και λειτουργούσες σε χώρες  της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και προς μια ή περισσότερες εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης (leasing) που θα χρηματοδοτήσουν την κατασκευή και λειτουργεία του σταθμού. Στην περίπτωση αυτή η πράξη εκχώρησης και μεταβίβασης κοινοποιείται στο Διαχειριστή Μη συνδεδεμένων νήσων, του Υπουργείου Ανάπτυξης και της αρχής έκδοσης της άδειας εγκατάστασης (ή επέκτασης) και της ΡΑΕ>>, δ) προς οποιαδήποτε συνδεδεμένη με τον παραγωγό εταιρεία κατά την έννοια του άρθρου 42ε του κ.ν 2190/1920 που σκοπό έχει την κατασκευή και λειτουργεία σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με την προϋπόθεση της γνωστοποίησης της γενόμενης υποκατάστασης στον Διαχειριστή του Συστήματος, την Αρχή έκδοσης της άδειας εγκατάστασης ή (επέκτασης) και τη ΡΑΕ. Πράξη εκχώρησης και μεταβίβασης που διενεργείται κατά τρόπο διάφορο που προβλέπεται ανωτέρω είναι απολύτως άκυρη και δεν παράγει έννομα αποτελέσματα έναντί του ……… του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και κλιματικής Αλλαγής,  της αρχής έκδοσης της άδειας εγκατάστασης ( ή επέκτασης ) και της ΡΑΕ, παρ. 3  << Στην περίπτωση εκχώρησης και μεταβίβασης σύμφωνα με τα ανωτέρω, ισχύουν οι διατάξεις του Αστικού  Κώδικα περί εκχώρησης, άρθρα 455 επόμενα, για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του εκχωρητή, παρ. 4 <<Σε περίπτωση καταγγελίας της παρούσας σύμβασης δέκα (10) εργάσιμες ημέρες πριν την άσκηση της, σύμφωνα με το άρθρο 17 της παρούσας, το συμβαλλόμενο μέρος που προτίθεται να την καταγγείλει, υποχρεούται να γνωστοποιήσει την πρόθεση του στα πρόσωπα που αναφέρονται στις περιπτώσεις α και β του παρόντος άρθρου … >> . Με βάση τα ανωτέρω εκτεθέντα τόσο ο πρώτος όσο και ο δεύτερος λόγος ανακοπής, τυγχάνουν  απορριπτέοι ως μη νόμιμοι. Τούτο διότι εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι η ως άνω υπουργική απόφαση αναδεικνύει ότι το ρυθμιστικό της πεδίο αφορά αυτόν τον ίδιο τον καθορισμό του τύπου και του περιεχομένου των σχετικών συμβάσεων και δεν αποτελεί  ευθέως, αμέσως και πρωτογενώς νόμιμη ρύθμιση περί ακατασχέτων απαιτήσεων, ώστε να τεθεί ζήτημα εφαρμογής του άρθρου 464 ΑΚ (ανεκχώρητο – ακατάσχετο εκ του νόμου), το οποίο έχει απόλυτη ισχύ, ήτοι αντιτάσσεται κατά παντός. Συνεπώς, η ρύθμιση της κατά τα ως άνω υπουργικής απόφασης δεν καθιερώνει ακατάσχετο των σχετικών απαιτήσεων αλλά αποτελεί πρότυπο των οικείων συναπτόμενων από τους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας συμβάσεων στις οποίες περιέχεται ο όρος αυτός σύμφωνα με τον οποίο δεν επιτρέπεται  -εκτός των οριζομένων εξαιρέσεων – η εκχώρηση και μεταβίβαση των δικαιωμάτων από τον παραγωγό, χωρίς την έγγραφη συναίνεση του διαχειριστή και την ενημέρωση του Υπουργείου και της ΡΑΕ και ο οποίος  έχει ενοχική μόνο ενέργεια αναπτύσσει δηλαδή ισχύ μόνο μεταξύ των συμβαλλομένων μερών και η παράβασή του γεννά ενοχικές μεταξύ τους αξιώσεις και δικαιώματα και δη δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης από το διαχειριστή και ουδόλως αποτελεί ευθέως, αμέσως και πρωτογενώς νόμιμη ρύθμιση περί ακατασχέτων απαιτήσεων, ώστε να τεθεί ζήτημα εφαρμογής του άρθρου 464 ΑΚ (ανεκχώρητο – ακατάσχετο εκ του νόμου), το οποίο έχει απόλυτη ισχύ, ήτοι αντιτάσσεται κατά παντός. Δηλαδή η παραβίαση της απαγόρευσης αυτής, κατά την βούληση των μερών, έχει ενοχική ενέργεια και δεν επιδρά στο κύρος της διάθεσης (177 ΑΚ), έτσι ώστε η αθέτησή της επάγεται ενδοσυμβατικές κυρώσεις (αξίωση αποζημίωσης και δικαίωμα για καταγγελία της συμφωνίας). Εξάλλου,  δεν συντρέχει εν προκειμένω κάποιος λόγος δημοσίου συμφέροντος,  ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για ανεκχώρητο εκ του νόμου (464 ΑΚ) όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εκκαλούσα, διότι όπως προαναφέρθηκε σύμφωνα με την ως  άνω υπουργική απόφαση περί καθορισμού του τύπου και του περιεχομένου των σχετικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται – εκτός των οριζομένων εξαιρέσεων – η εκχώρηση και μεταβίβαση των δικαιωμάτων από τον παραγωγό, χωρίς την έγγραφη συναίνεση του διαχειριστή και την ενημέρωση του Υπουργείου και της ΡΑΕ, λόγω του ιδιαίτερου αντικειμένου της πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η σταθερότητα στις οικείες  συμβατικές σχέσεις και να αποφεύγονται μονομερείς μεταβολές  ως προς τον φορέα των δικαιωμάτων από τη σχετική σύμβαση που είναι ο  παραγωγός. Για το λόγο αυτό ο διαχειριστής αποκτά δικαίωμα καταγγελίας για τυχόν παράβαση του σχετικού όρου. Συνεπώς, τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμός  ο ισχυρισμός της εκκαλούσας περί του ότι σύμφωνα με την ως άνω  υπουργική απόφαση δεν επιτρέπεται η εκχώρηση και μεταβίβαση δικαιωμάτων από τον παραγωγό, χωρίς την έγγραφη συναίνεση του διαχειριστή και την ενημέρωση του αρμόδιου Υπουργείου και της ΡΑΕ για λόγους δημοσίου συμφέροντος που συνίστανται στην προστασία της σχετικής επένδυσης που συναρτάται με το δημόσιο συμφέρον και ειδικότερα για να  διαφυλαχθεί η ταμειακή ρευστότητα των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας μέσω φωτοβολταικών και η δυνατότητα να ανταποκρίνονται στα έξοδα τους που είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της απρόσκοπτης λειτουργίας τους.  Περαιτέρω, όπως προαναφέρθηκε με βάση το άρθρο 18 παρ. 2 α  της εν λόγω σύμβασης προβλέπεται η κατ΄  εξαίρεση δυνατότητα εκχώρησης των χρηματικών απαιτήσεων της ανακόπτουσας στις εξής περιπτώσεις: α) προς μία ή περισσότερες τράπεζες ή εταιρίες χρηματοδοτικής μίσθωσης (leasing) με σκοπό (προφανώς εννοείται) την πληρωμή υποχρεώσεων από παροχές πιστώσεων οι οποίες δόθηκαν για την κατασκευή και λειτουργία του σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, υπό τον πρόσθετο όρο ότι η σχετική πράξη εκχώρησης θα κοινοποιείται στην αγοράστρια εταιρία. Στην προκειμένη περίπτωση  η απαίτηση για την οποία επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση (ήτοι η απαίτησης της επισπεύδουσας – καθ΄ ης η ανακοπή τράπεζας και ήδη εφεσίβλητης) προέρχεται από την με αριθμό ……/2006 σύμβαση πίστωσης με ανοιχτό λογαριασμό και την πρόσθετη πράξη αυξήσεως του ορίου αυτής, ενώ το δάνειο που είχε χορηγηθεί  για την κατασκευή του σταθμού που είχε λάβει από την δικαίοπάροχο της δανείστριας τράπεζα (….) έχει ήδη εξοφληθεί και επομένως κατά τους ισχυρισμό  της ανακόπτουσας και ήδη εκκαλούσας δεν πληρούται αυτή η εξαίρεση. Πλην όμως η πρόβλεψη της εξαίρεσης στη σύμβαση δεν αναφέρεται  μόνο στο δάνειο για την έναρξη της λειτουργίας της επιχείρησης αλλά και σε οποιοδήποτε άλλο δάνειο το οποίο σχετίζεται με την επιχειρηματική δραστηριότητα της οφειλέτριας  και δη για την εν γένει συνέχιση της λειτουργίας του φωτοβολταικού αυτού. Πρόκειται εν προκειμένω για συμφωνία περί εκχωρητού της απαίτησης από τη σύμβαση πίστωσης ανοικτού λογαριασμού που εξακολούθησε να υφίσταται παρά την αλλαγή του επιχειρηματικού αντικειμένου από την ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα  η οποία αρχικά είχε ως επιχειρηματική δραστηριότητα τις εκδόσεις βιβλίων και μεταγενέστερα δραστηριοποιήθηκε επιχειρηματικά στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας  την οποία και εξυπηρετούσε (ο ανοικτός  λογαριασμός) και δη τη συνέχιση της λειτουργίας του φωτοβολταικού σταθμού,  οπότε εμπίπτει στις εξαιρέσεις περί εκχωρητού. Για την ικανοποίηση αυτής ακριβώς της απαίτησης επισπεύδεται η διαδικασία κατάσχεσης στα χέρια τρίτου. Άρα η απαίτηση της ανακόπτουσας και ήδη εκκαλούσας  της τρίτης είναι κατασχετή, διότι προβλέφθηκε και ως εκχωρητή. Άλλωστε για τη σύνδεση του δανείου αυτού με την εμπορική δραστηριότητα της ανακόπτουσας, ισχύει και το κατά το άρθρο 8 παρ. 2 ΒΔ 1835 περί αρμοδιότητας των εμποροδικείων τεκμήριο εμπορικότητας. Εφόσον η σύμβαση πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό είχε συναφθεί  από έμπορο (η ανακόπτουσα είναι ανώνυμη εταιρία και άρα κατά το τυπικό σύστημα είναι έμπορος, άρθρο 1 Ν. 2190/1920 και ήδη 1 παρ. 2 Ν. 4548/2018) τεκμαίρεται (μαχητό τεκμήριο) ότι εξυπηρετεί τις ανάγκες της εμπορίας της. Η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα δεν ανέτρεψε το τεκμήριο αυτό. Η πίστωση με ανοικτό λογαριασμό (για την  οποία επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση) συνδέεται με τη λειτουργία του σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και άρα επιτρέπεται η πωλήτρια να εκχωρήσει, αντί καταβολής των χρεών της (419 ΑΚ), τις απαιτήσεις της κατά των αγοραστών της από το αντίτιμο πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας, αφού εμπίπτει  στις εξαιρέσεις περί εκχωρητού. Επομένως επιτρεπτά μπορεί αυτές όχι μόνο να εκχωρηθούν συμβατικά (361, 455 επ. ΑΚ) αλλά και να κατασχεθούν από τους δανειστές της (982 επ ΚΠολΔ). Εκτός αυτού και η ίδια η σύμβαση αναφορικά με το ζήτημα του αντίτάξιμου του ανεκχωρήτου έναντι άλλων πλην των συμβαλλομένων μερών είναι σαφής: στο άρθρο 18 παρ. 2 της σύμβασης προβλέπεται ότι: «πράξη εκχώρησης και μεταβίβασης που διενεργείται κατά τρόπο διάφορο που προβλέπεται ανωτέρω είναι απολύτως άκυρη και δεν παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι της …….., του Υπουργείου Περιβάλλοντος Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, της Αρχής έκδοσης της άδειας εγκατάστασης (ή επέκτασης) και της ΡΑΕ», Δηλαδή με βάση τον ανωτέρω συμβατικό όρο (361 ΑΚ) η ακυρότητα της εκχώρησης αντιτάσσεται στις μεταξύ των μερών σχέσεις καθώς και έναντι των προσώπων που αναφέρεται ανωτέρω, όχι όμως έναντι των κατασχόντων δανειστών. Σε κάθε δε περίπτωση η συμφωνία περί ανεκχωρήτου (466 ΑΚ) δεν αντιτάσσεται έναντι των τελευταίων. Η δε εξέταση της συνδρομής της οριζόμενης από την  παρ. 2 του 18 εξαίρεσης περί των προϋποθέσεων υπό τις οποίες  επιτρέπεται η εκχώρηση και η μεταβίβαση των χρηματικών απαιτήσεων του Παραγωγού από το Δικαστήριο, κατά την εξέταση της νομικής βασιμότητας της κρινόμενης ανακοπής, δεν συνιστά αντένσταση, ούτε απαιτεί την προβολή ιδιαίτερου ισχυρισμού προς τούτο από την καθ΄ης και ήδη εφεσίβλητη, όπως αβασίμως επικαλείται η εκκαλούσα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που προέβη στις ίδιες παραδοχές και απέρριψε τον πρώτο  λόγο της ως άνω ανακοπής ως μη νόμιμο, δεν έσφαλλε, παρά τα περί του αντιθέτου διατεινόμενα από την εκκαλούσα καθώς ορθά ερμήνευσε το Νόμο, απορριπτόμενου του σχετικού λόγου της υπό κρίση εφέσεως.

Εξάλλου με την ένταξη των σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από … στο Σύστημα Μεταφοράς ή στο Δίκτυο Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας επιδιώκονται σκοποί δημοσίου συμφέροντος, αναγόμενοι, μεταξύ άλλων, στην προστασία του περιβάλλοντος, την ενίσχυση της οικονομίας και την συμβολή στην βιώσιμη ανάπτυξη. Ως εργαλείο όμως για την ένταξη των σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από … στο Σύστημα ή το Δίκτυο ο νομοθέτης δεν επέλεξε την μονομερή εξουσιαστική πράξη διοικητικής αρχής ή διφυούς νομικού προσώπου, ενεργούντος ως φορέως δημόσιας εξουσίας, αλλά, όπως προσήκει σε καθεστώς μερικής έστω απελευθέρωσης της αγοράς, τη σύμβαση που καταρτίζεται μεταξύ του κατόχου της οικείας άδειας παραγωγής και της … … (ή της … ……, στην περίπτωση που οι εγκαταστάσεις παραγωγής συνδέονται με το Δίκτυο των Μη Διασυνδεδεμένων Νησιών), η οποία χαρακτηρίζεται μάλιστα από τον νόμο ως “σύμβαση πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας” (άρθρο 12 παρ. 1 ν. 3468/2006). Το γεγονός ότι ουσιώδη στοιχεία της συναπτόμενης σχέσης, μεταξύ των οποίων και το τίμημα της ηλεκτρικής ενέργειας που εγχέεται στην “δεξαμενή” της χονδρεμπορικής αγοράς, καθορίζονται, και πάλι για λόγους δημοσίου συμφέροντος, από τον νομοθέτη, με αποτέλεσμα την αντίστοιχη περιστολή της συμβατικής ελευθερίας των εμπλεκομένων μερών, δεν αναιρεί τον χαρακτήρα της ως συμβατικής σχέσης, όπως άλλωστε συμβαίνει και με τις συνήθεις συμβάσεις προσχωρήσεως. Ανεξαρτήτως του ότι δεν πρόκειται κατά κυριολεξία για σύμβαση πώλησης, όπως ρυθμίζεται από τα άρθρα 513 επ. ΑΚ, αλλά για άλλη σύμβαση, που περιλαμβάνει ειδικότερους όρους, ενόψει των χαρακτηριστικών και ιδίως της ιδιάζουσας θέσης της … ….., η οποία ενεργεί κατά κύριο λόγο ως λειτουργός της αγοράς και όχι ως πραγματικός αγοραστής, δεν είναι ο πραγματικός χρήστης του προϊόντος ούτε καταβάλλει την αμοιβή στον παραγωγό από ιδίους πόρους, αλλά την αποδίδει μέσω του Ειδικού Λογαριασμού, η συναπτόμενη μεταξύ του παραγωγού ηλεκτρικής ενέργειας από … και της … …. σχέση αποτελεί ιδιόρρυθμη σύμβαση του ιδιωτικού δικαίου κατά το κρατούν οργανικό κριτήριο, εφόσον δεν συμβάλλεται το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (Ολ.Σ.τ.Ε. 1944/2021, Α.Π 489/2024 Α.Π.2043/2022 Α.Π.560/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ).

Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης έφεσης, η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα παραπονείται  για εσφαλμένη απόρριψη του  δεύτερου  λόγου της ανακοπής της, με τον οποίο ισχυρίζεται ότι η προκειμένη αναγκαστική κατάσχεση εις χείρας τρίτου που επέβαλε η καθ΄ης η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητη είναι άκυρη διότι οι απαιτήσεις που διατηρεί σε βάρος της τρίτης αγοράστριας εταιρείας από την πώληση ηλεκτρικού ρεύματος εξαρτώνται από αντιπαροχή. Συνεπώς, οι εξαρτώμενες από αντιπαροχή και ως μέλλουσες οι εν λόγω απαιτήσεις θα έπρεπε να κατασχεθούν με την διαδικασία των άρθρων 1022 επ. ΚΠολΔ (κατάσχεση ειδικών περιουσιακών στοιχείων) και όχι με αυτή των άρθρων 982 επ. ΚΠολΔ. Με το περιεχόμενο αυτό ο προκείμενος λόγος τυγχάνει απορριφθεί ως μη νόμιμος. Και τούτο διότι με βάση τους όρους της από έτους 2011 σύμβασης την οποία η ανωτέρω ενσωματώνει στο δικόγραφο της ανακοπής της σε συνδυασμό με την επίσης (ενσωματωμένη στο ίδιο δικόγραφο) καταφατική δήλωση της τρίτης αγοράστριας εταιρίας, ως προς μεν το ποσό των 42.895,81 ευρώ (οφειλόμενο αντίτιμο της αγοράστριας εταιρείας για ήδη καταναλωθείσες ποσότητες ρεύματος) η κατασχεθείσα απαίτηση είναι ήδη ληξιπρόθεσμη και άρα ορθά κατασχέθηκε με τη διαδικασία των άρθρων 982 επ. ΚΠολΔ, ως προς δε τις μελλοντικές απαιτήσεις της ανακόπτουσας οι οποίες εξαρτώνται από την ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας που θα παραχθούν και θα εκχυθούν στο ενέργειας, αγνώστου μέχρι στιγμής ύψους, και ορθά ακολουθήθηκε η διαδικασία των άρθρων 982 επ. ΚΠολΔ. Και τούτο διότι  εκτός του ότι κατάσχονται και οι μέλλουσες απαιτήσεις αρκεί να είναι γεγενημένη η βασική άλλως δικαιοπαραγωγική έννομη σχέση από την οποία πρόκειται στο μέλλον να προκύψουν οι χρηματικές απαιτήσεις της πωλήτριας (καθ΄ ης η εκτέλεση οφειλέτριας) καθώς επίσης αρκεί να είναι προσδιορισμένο και το πρόσωπο του οφειλέτη έστω και δεν είναι εκ των προτέρων γνωστό το οφειλόμενο ποσό,  η αξίωση της ανακόπτουσας και ήδη εκκαλούσας δεν εξαρτάται από αντιπαροχή, καθόσον η τελευταία έχει ήδη εκπληρώσει την δική της παροχή , ούτε  υφίσταται υποχρέωση ταυτόχρονης εκπλήρωσης των παροχών. Το ότι δεν καθίστανται εκ των προτέρων γνωστές  οι ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας που θα παραχθούν και θα καταναλωθούν ώστε να υπολογισθεί επακριβώς το οφειλόμενο τίμημα, τούτο σε καμία περίπτωση καθιστά την αξίωση της εκκαλούσας εξαρτώμενη από αντιπαροχή, αφού η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα  έχει εκπληρώσει την δική της παροχή. Εξάλλου,  ενόψει των χαρακτηριστικών και ιδίως της ιδιάζουσας θέσης της ανώνυμης  εταιρείας με την επωνυμία <………….>> και το διακριτικό τίτλο ……… (πρώην ……….. πρώην …………… , ενεργεί κατά κύριο λόγο ως λειτουργός της αγοράς και όχι ως πραγματικός αγοραστής, δεν είναι ο πραγματικός χρήστης του προϊόντος ούτε καταβάλλει την αμοιβή στον παραγωγό από ιδίους πόρους, αλλά την αποδίδει μέσω του Ειδικού Λογαριασμού, καθώς επιφορτίζεται με τις αρμοδιότητες και εκκαθάρισης συναλλαγών και συνεπώς δεν οφείλει τίμημα στον παραγωγό το οποίον εξοφλείται με χρέωση του λογιαρισμού των εκπροσώπων φορτίου, κατά τα εκτιθέμενα στη ως άνω μείζονα σκέψη της παρούσας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο,  που προέβη στις ίδιες παραδοχές και απέρριψε τον πρώτο  λόγο της ως άνω ανακοπής πρωτίστως ως μη νόμιμο, με ελλιπή εν μέρει αιτιολογία που συμπληρώνεται παραδεκτά κατ΄ αρθρο 534 ΚΠΟΛΔ  δεν έσφαλλε, παρά τα περί του αντιθέτου διατεινόμενα από την εκκαλούσα καθώς ορθά ερμήνευσε το Νόμο, απορριπτόμενου του σχετικού λόγου της υπό κρίση εφέσεως. Ενόψει των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίση έφεση, να απορριφθεί στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη και να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του e-παραβόλου που αναφέρεται στο σκεπτικό της παρούσας, ποσού εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε από την  εκκαλούσα, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας  και να επιβληθεί σε βάρος της εκκαλούσας η δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης και της αυτοτελώς προσθετώς παρεμβαίνουσας  του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας λόγω  της  ήττας  της   (άρθρο  176 ΚΠΟΛΔ), κατόπιν σχετικού αιτήματος τους κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας (άρθρα 106, 176, 183 ΚΠΟΛΔ). Όσον αφορά στην υπό κρίση πρόσθετη παρέμβαση δεν θα περιληφθεί διάταξη στο διατακτικό, καθόσον αυτή δεν περιέχει ίδιο αίτημα, το οποίο να πρέπει να δεχθεί ή να απορρίψει (ούτε καν σιωπηρά) το Δικαστήριο τούτο, αλλά απλώς διευρύνει τα όρια της εκκρεμούς διαδικασίας, αποτέλεσμα το οποίο επέρχεται αμέσως μετά την άσκησή της (βλ. ΑΠ 715/1998 ΕλλΔνη 40.630, ΕφΠατρ 58/2021 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 111/2016 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5722/2011 ΕλλΔνη 53. 822, ΕφΑθ 6524/1996 ΕλλΔνη 38. 929).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΔΙΚΑΖΕΙ  αντιμωλία των λοιπών διαδίκων την  από 08.07.2024 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ………/2022 και ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ………/2022  έφεση κατά της με αριθμό 2119/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και την  από 25.07.2024   (αρ. εκ. κατ. ………./2024) ασκηθείσα με ιδιαίτερο δικόγραφο αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση της Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία <<…………….>>  υπέρ της εφεσίβλητης ανώνυμης  εταιρείας με την επωνυμία  «…………… >> .

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν την έφεση .

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης και της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500,00) ευρώ. για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας .

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου ποσού εκατό (100,00) ευρώ,  που καταβλήθηκε εκ μέρους της εκκαλούσας κατά την άσκηση της ως άνω  έφεσης .

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις  7 Απριλίου 2025,  χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ