Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 212/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ   

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης 212/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(3ο ΤΜΗΜΑ)

Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Ελένη Μούρτζη Εφέτη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από την Γραμματέα E.Δ. .

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις ……………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

Της εκκαλούσας :…………….. , η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Ιδομενέα Γκίκα του Νικολάου (ΑΜ …………  Δ.Σ. Αθηνών), βάσει δηλώσεως .

Της εφεσίβλητης : Ετερόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «…………………», που εδρεύει στον Πειραιά (οδός …………) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε, ούτε κατέθεσε την από το άρθρο 242 ΚΠολΔ δήλωση μη παραστάσεως στο ακροατήριο.

Η εκκαλούσα με την από 6-3-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ …./ΑΚΔ………../6-3-2024) αγωγή, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζήτησε να γίνει δεκτή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με τη με αριθμό 2134/26-6-2024 απόφασή του έκανε κατά ένα μέρος δεκτή την αγωγή. Ήδη η εκκαλούσα με την από 18-7-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ……/ΑΚΕΜ……../22-7-2024) έφεσή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό ΓΑΚ……/ΕΑΚ……./23-7-2024, προσδιορίστηκε για την στην αρχή της παρούσας αναφερόμενη δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο, προσβάλλει την απόφαση αυτή.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά κατέθεσε την από 6-11-2024 μονομερή δήλωσή του, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και προκατέθεσε προτάσεις.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τη με αριθμό …../25-7-2024 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………… , που επικαλείται και προσκομίζει η εκκαλούσα, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κρινομένης έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην εφεσίβλητη (άρθρα 122 επ., 126 παρ.1 περ. γ , 127 παρ. 4 , 129 παρ. 2 , 139 επ. του Κ.Πολ.Δ). Η τελευταία όμως δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την ανωτέρω δικάσιμο όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα κατά τη σειρά του οικείου πινακίου , ούτε υπέβαλε την από το άρθρο 242 ΚΠολΔ δήλωση μη παραστάσεως στο ακροατήριο και επομένως, πρέπει να δικαστεί ερήμην . Η διαδικασία όμως πρέπει να προχωρήσει σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρο 524 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δ) .

Η κρινόμενη από 18-7-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ…./ΑΚΕΜ………/22-7-2024) έφεση που άσκησε η ενάγουσα της από 6-3-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ ……/ΑΚΔ………../6-3-2024) αγωγής, κατά της με αριθμό 2134/26-6-2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο δίκασε ερήμην της εφεσίβλητης την παραπάνω αγωγή κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών -εργατικών διαφορών (άρθρα 614, 621, 622 του Κ.Πολ.Δ.), αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και έχει ασκηθεί στις 22-7-2024, νομότυπα με κατάθεσή της στη Γραμματεία του εκδόσαντος την εκκαλουμένη απόφαση Δικαστηρίου και εμπρόθεσμα, καθόσον η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε με την επιμέλεια της εκκαλούσας, στην εφεσίβλητη, στις 10-7-2024 (βλ. την με αριθ. ………../10-7-2024 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………..) και η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε (στις 22-7-2024) εντός της τριακονθήμερης προθεσμίας από την επομένη της επίδοσης, η οποία (προθεσμία) κινείται και για την επισπεύδουσα διάδικο (άρθρα 19, 144 παρ. 1 και παρ. 2, 145 παρ. 1, 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1 β΄, 516 παρ. 1 , 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 , 520 παρ. 1, 591 του Κ.Πολ.Δ.), ενώ δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου για την άσκησή της (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. στ , 614 αρ. 3 Κ.ΠολΔ., βλ. σχετ. ΑΠ 200/2021, ΑΠ 1191/2019, ΑΠ 117/2019, ΑΠ 1774/2014, ΑΠ 1125/2013). Επίσης για το παραδεκτό της συζήτησης προσκομίζονται από την παριστάμενη εκκαλούσα, αντίγραφο του εισαγωγικού δικογράφου καθώς και τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης και τις εκθέσεις που λήφθηκαν κατ’αυτήν, ενώ η ερημοδικασθείσα πρωτοδίκως αντίδικός της δεν κατέθεσε προτάσεις ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρο 524 παρ. 4 εδ. γ του Κ.Πολ.Δ.) και επιπλέον σημειώνεται ότι παραδεκτώς η εκκαλούσα παρίσταται ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου υποβάλλοντας δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., καθόσον πρόκειται για έφεση που ασκείται από τη μη ερημοδικασθείσα διάδικο (ΑΠ 1040/2013, ΑΠ 158/2010). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η κρινόμενη έφεση και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, με την ίδια διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρα 533 παρ. 1, 591 παρ. 7 εδ. α του Κ.Πολ.Δ.).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 551/1915 “περί ευθύνης προς αποζημίωσιν των εξ ατυχημάτων εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων”, όπως κωδικοποιήθηκε με το Β.Δ. της 24.7/25.8.1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 εδ. α’ του ΕισΝΑΚ, ως ατύχημα από βίαιο συμβάν, το οποίο επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής σε εργάτη ή υπάλληλο των εργασιών ή επιχειρήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 2 του ίδιου νόμου (εργατικό ατύχημα), για το οποίο παρέχεται δικαίωμα αποζημίωσης κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού, θεωρείται κάθε βλάβη του σώματος ή της υγείας, (περιλαμβανομένου και του θανάτου), η οποία είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, μη αναγομένου αποκλειστικά σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, το οποίο και δεν θα συνέβαινε αν δεν υπήρχε η εργασιακή σχέση και η υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες παροχή της εργασίας (ΟλΑΠ 1287/1986, ΑΠ 246/2022, 617/2022). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 16 του ως άνω νόμου 551/1915, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 914 και 932 του Α.Κ., προκύπτει ότι χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης (ή της ψυχικής οδύνης σε περίπτωση θανάτου) οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος, όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας. Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 1 του Ν. 551/1915, κατά την οποία ο παθών σε εργατικό ατύχημα ή, σε περίπτωση θανάτου του, οι προσδιοριζόμενοι στο άρθρου 6 του ίδιου νόμου συγγενείς του, δικαιούνται να εγείρουν την αγωγή του κοινού αστικού δικαίου και να ζητήσουν πλήρη αποζημίωση μόνο όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν επήλθε σε εργασία στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και εξαιτίας της μη τήρησης των διατάξεων αυτών, αναφέρεται μόνο στην επιδίκαση αποζημίωσης για περιουσιακή ζημία και όχι στη χρηματική ικανοποίηση, για την οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη στον ανωτέρω νόμο, οπότε εφαρμόζονται γι’ αυτή μόνο οι γενικές διατάξεις (ΟλΑΠ 1117/1986, ΑΠ 617/2022, ΑΠ 246/2022, ΑΠ 910/2015, ΑΠ 876/2014, ΑΠ 938/2013). Επομένως, για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχημα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (ή, σε περίπτωση θανάτου του, οι συγγενείς του χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης), αρκεί να συνετέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων, με την έννοια του άρθρου 914 του Α.Κ., δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια ή δόλος αυτών και όχι μόνο η ειδική αμέλεια ως προς την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 παρ. 1 του Ν. 551/1915 (ΟλΑΠ 18/2008, ΑΠ 433/2024, ΑΠ 617/2022, ΑΠ 246/2022, ΑΠ 599/2020, ΑΠ 425/2018, ΑΠ 517/2017, ΑΠ 330/2017, ΑΠ 133/2016) . Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 34 παρ.2 και 60 παρ.3 του α.ν. 1846/1951 “περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων”, συνάγεται ότι, εάν ο παθών από ατύχημα, που προκλήθηκε εξαιτίας βιαίου συμβάντος κατά την εκτέλεση της εργασίας του, υπάγεται στην υποχρεωτική ασφάλιση του ΙΚΑ (η ασφάλιση του ΙΚΑ επεκτάθηκε σε όλη την επικράτεια με το άρθρο τρίτο του ν.1305/1982), ο εργοδότης απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση προς αποζημίωση του εργαζομένου, δηλαδή απαλλάσσεται τόσο από την ευθύνη προς αποζημίωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του κοινού δικαίου (Αστικού Κώδικα), όσο και από την προβλεπόμενη, κατά τις διατάξεις του ν. 551/1915, ειδική αποζημίωση, ακόμη και εάν το ατύχημα οφειλόταν στο ότι δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών σχετικών με τους όρους ασφάλειας των εργαζομένων. Μόνο αν το ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων, τότε αυτός υποχρεούται να καταβάλει στον παθόντα τη διαφορά μεταξύ της οφειλόμενης κατά το κοινό δίκαιο αποζημίωσης και του ολικού ποσού των παροχών, που λόγω του ατυχήματος το ΙΚΑ χορηγεί στον εργαζόμενο. Δόλος είναι η γνώση και η θέληση πραγμάτωσης της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος. Κατά την έννοια του όρου, αρκεί και ο ενδεχόμενος δόλος, ο οποίος υπάρχει οσάκις ο δράστης αποφάσισε να προχωρήσει στην πράξη, απλώς ελπίζοντας ότι τελικά δεν θα επέλθει το αξιόποινο αποτέλεσμα. Δεν εντάσσεται στο πεδίο του ενδεχόμενου δόλου η “ενσυνείδητη αμέλεια”, για τη συνδρομή της οποίας απαιτείται όχι ελπίδα αλλά πίστη περί μη επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος . Η ως άνω απαλλαγή αφορά όχι μόνο την περίπτωση που το ατύχημα προκλήθηκε από ενέργεια ή παράλειψη του εργοδότη ή του παθόντος, αλλά και όταν αυτό προκλήθηκε από ενέργεια ή παράλειψη των προστηθέντων από τον εργοδότη, οι οποίοι επίσης καλύπτονται από την απαλλαγή, ενώ καλύπτεται και η περίπτωση της ειδικής αμέλειας, που αφορά, κατά τα προεκτεθέντα, την παράβαση ειδικών διατάξεων για τους όρους ασφάλειας των εργαζομένων. Σε όλες, όμως, τις περιπτώσεις ο παθών από εργατικό ατύχημα και αναλόγως τα μέλη της οικογένειάς του, διατηρούν κατά του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων τις αξιώσεις τους για χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης , εφόσον το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα τους, με την έννοια του άρθρου 914 Α.Κ. , δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνο η ειδική αμέλεια ως προς την τήρηση των όρων ασφάλειας του άρθρου 16 παρ. 1 του ν. 551/1915 (ΑΠ 599/2020, ΑΠ 1389/1918, ΑΠ 80/2016 , ΑΠ 19/2014). Ειδικότερα , πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν μπορεί να θεμελιωθεί και στο ότι δεν τηρήθηκαν από αυτούς οι διατάξεις ισχυόντων διαταγμάτων ή κανονισμών, που επιβάλλουν όρους υγιεινής και ασφαλείας για τη διαφύλαξη της υγείας, της σωματικής ακεραιότητας και της ζωής των εργαζομένων (ΑΚ 662). Τέτοια γενικά μέτρα ασφαλείας, που πρέπει να τηρούν όλοι οι εργοδότες, καθορίζονται με το ν. 1568/1985 “περί υγιεινής και ασφάλειας εργαζομένων” (βλ. και ν. 3850/ 2010 “περί κώδικος νόμων για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων”), οι διατάξεις του οποίου εφαρμόζονται σε όλες τις επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις και εργασίες (πλην των αναφερομένων στο άρθρο 1 παρ. 2 αυτού εξαιρέσεων) του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 1 του ν. 1568/1985 (ΑΠ 2006/2022). Στο άρθρο 23 του ν. 1568/1985 ορίζεται ότι «Προστασία από μηχανικούς και ηλεκτρικούς κινδύνους 1. Μηχανές, συσκευές και εργαλεία με την έννοια του νόμου αυτού είναι τα αντικείμενα που χρησιμοποιούνται στους τόπους εργασίας και που κινούνται με οποιαδήποτε άλλη ενέργεια, εκτός από την ανθρώπινη . 2. Οι μηχανές , συσκευές και εργαλεία πρέπει να είναι κατασκευασμένα έτσι, ώστε με την ορθή τοποθέτηση και χρήση τους να μη δημιουργούν κινδύνους για τους εργαζομένους . 3. Οι μηχανές , συσκευές και εργαλεία πρέπει να είναι κατασκευασμένα έτσι ώστε τα κινούμενα στοιχεία τους, που είναι δυνατό να δημιουργήσουν κινδύνους για τους εργαζομένους, να μην είναι προσιτά ή να αποκλείεται τυχαία επαφή μαζί τους στο μέτρο που αυτό δεν παρακωλύει τη λειτουργία και χρήση τους. 4. Αν δεν είναι δυνατό να αποτραπεί η ύπαρξη εξωτερικών και προσιτών στους εργαζομένους περιστρεφόμενων στοιχείων ή στοιχείων μετάδοσης της κίνησης, πρέπει να λαμβάνονται ιδιαίτερα μέτρα προστασίας των εργαζομένων από αυτά . 5. … 6. …. 7. …….» και στο άρθρο 32 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι «Γενικές υποχρεώσεις εργοδοτών – εργαζομένων Α. Ο εργοδότης έχει υποχρέωση : 1. Να λαμβάνει κάθε μέτρο που απαιτείται, ώστε να εξασφαλίζονται οι εργαζόμενοι και οι τρίτοι που παραβρίσκονται στους τόπους εργασίας από κάθε κίνδυνο που μπορεί να απειλήσει την υγεία ή τη σωματική τους ακεραιότητα . 2. Να εφαρμόζει κάθε υπόδειξη των τεχνικών και υγειονομικών επιθεωρητών εργασίας και γενικά να διευκολύνει το έργο τους μέσα στην επιχείρηση. 3. Να επιβλέπει την ορθή εφαρμογή των μέτρων υγιεινής και ασφάλειας της εργασίας . 4. Να λαμβάνει συλλογικά μέτρα προστασίας των εργαζομένων. 5. Να γνωστοποιεί στους εργαζομένους τον επαγγελματικό κίνδυνο από την εργασία τους . 6 . …. 7. …. . 8…….. .9. …..» . Ακόμη, με το π.δ. 17/1996 “περί μέτρων για τη βελτίωση της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία σε συμμόρφωση με τις Οδηγίες 89/391/ΕΟΚ και 91/383/ΕΟΚ”, το οποίο εφαρμόζεται σε όλες τις επιχειρήσεις, εγκαταστάσεις, εκμεταλλεύσεις και εργασίες του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα (βιομηχανικές, γεωργικές, εμπορικές κλπ , άρθρο 1 παρ.3) , ορίζεται στο άρθρο 7 (πρβλ. και άρθρα 4 και 12 του π.δ. 377/1993, που πλέον καταργήθηκε με το άρθρο 20 του π.δ. 57/2010) ότι ο εργοδότης υποχρεούται να εξασφαλίζει την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων ως προς όλες τις πτυχές της εργασίας και να λαμβάνει μέτρα που να εξασφαλίζουν την υγεία και την ασφάλεια τρίτων, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων πρόληψης των επαγγελματικών κινδύνων, ενημέρωσης και κατάρτισης και της δημιουργίας της απαραίτητης οργάνωσης και παροχής των αναγκαίων μέσων (άρθρο 7 παρ. 1 και 5). Επιπροσθέτως, ο εργοδότης οφείλει να εξασφαλίζει τη συντήρηση και την παρακολούθηση της ασφαλούς λειτουργίας μέσων και εγκαταστάσεων, καθώς και να μεριμνά για την επιμόρφωση των εργαζομένων (άρθρο 7 παρ. 6). Μάλιστα, όταν ο εργοδότης αναθέτει καθήκοντα σε έναν εργαζόμενο, πρέπει αφενός να λαμβάνει υπόψη τις ικανότητές του σε θέματα ασφάλειας και υγείας και αφετέρου να φροντίζει ώστε να έχουν πρόσβαση στις ζώνες σοβαρού και ειδικού κινδύνου μόνον οι εργαζόμενοι που έχουν λάβει τις κατάλληλες οδηγίες (άρθρο 7 παρ. 8 β’, δ’) , (ΑΠ 2006/2022). Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 42 του Ν 3850/2010 «Κύρωση του Κώδικα νόμων για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων», ορίζεται ότι «1. Ο εργοδότης υποχρεούται να εξασφαλίζει την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων ως προς όλες τις πτυχές της εργασίας και να λαμβάνει μέτρα που να εξασφαλίζουν την υγεία και ασφάλεια των τρίτων.2….3… 4….5. Στο πλαίσιο των ευθυνών του ο εργοδότης λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων πρόληψης των επαγγελματικών κινδύνων, ενημέρωσης και κατάρτισης, καθώς και της δημιουργίας της απαραίτητης οργάνωσης και της παροχής των αναγκαίων μέσων. 6. Ο εργοδότης υποχρεούται : α) .. ,  β)… , γ) να επιβλέπει την ορθή εφαρμογή των μέτρων υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων, δ) να γνωστοποιεί στους εργαζομένους τον επαγγελματικό κίνδυνο από την εργασία τους , ε)…… , στ) να εξασφαλίζει τη συντήρηση και την παρακολούθηση της ασφαλούς λειτουργίας μέσων και εγκαταστάσεων, ζ) ….. , η) να λαμβάνει συλλογικά μέτρα προστασίας των εργαζομένων και θ) …..» . Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 3 του π.δ. 395/1994 για τις «ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας για τη χρησιμοποίηση εξοπλισμού εργασίας από τους εργαζομένους κατά την εργασία τους σε συμμόρφωση προς την Οδηγία του Συμβουλίου 89/655/ΕΟΚ», ο εργοδότης λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε ο εξοπλισμός εργασίας, που τίθεται στη διάθεση των εργαζομένων μέσα στην επιχείρηση, να είναι κατάλληλος για την προς εκτέλεση εργασία ή κατάλληλα προσαρμοσμένος προς το σκοπό αυτό, προκειμένου να διασφαλίζεται η ασφάλεια και η υγεία των εργαζομένων κατά τη χρησιμοποίησή του (άρθρο 3 παρ.1). Κατά δε την επιλογή του εξοπλισμού εργασίας που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί, ο εργοδότης λαμβάνει υπόψη τις ειδικές συνθήκες και τα χαρακτηριστικά της εργασίας, τους κινδύνους που υπάρχουν στην επιχείρηση, ιδίως στις θέσεις εργασίας, για την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων, τους κινδύνους που ενδέχεται να προστεθούν λόγω της χρησιμοποιήσεως του εν λόγω εξοπλισμού εργασίας, καθώς και έγγραφη γνώμη του τεχνικού ασφαλείας (άρθρο 3 παρ.2), ενώ, όταν δεν είναι δυνατό να εξασφαλιστεί πλήρως , κατά τον τρόπο αυτό, η ασφάλεια και η υγεία των εργαζομένων κατά τη χρησιμοποίηση του εξοπλισμού εργασίας, ο εργοδότης λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα, ώστε να περιορίσει τους κινδύνους στο ελάχιστο (άρθρο 3 παρ. 3) , (ΑΠ 906/2012 , ΑΠ 723/2012). Επίσης, οι διατάξεις του άρθρου 4 του π.δ. 395/1994 ορίζουν ότι, με την επιφύλαξη του άρθρου 3, ο εργοδότης οφείλει να προμηθεύεται ή και να χρησιμοποιεί εξοπλισμό εργασίας, ο οποίος, εάν τίθεται για πρώτη φορά στη διάθεση των εργαζομένων στην επιχείρηση, πρέπει να ανταποκρίνεται στις διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας και στις ελάχιστες προδιαγραφές που προβλέπονται στο εν λόγω π.δ., πρέπει δε να λαμβάνονται από τον εργοδότη τα αναγκαία μέτρα, ώστε ο εξοπλισμός εργασίας, με την κατάλληλη συντήρηση, να διατηρείται σε επίπεδο τέτοιο που να ανταποκρίνεται ανάλογα με την περίπτωση στις διατάξεις της νομοθεσίας καθ’ όλη τη διάρκεια της χρησιμοποιήσεώς του και να επιτυγχάνεται ο επιβαλλόμενος βαθμός ασφάλειας, ενώ σύμφωνα με το άρθρο  9 (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι παρ. 2 .13 , 2.14) του ΠΔ 395/1994 «Ελάχιστες προδιαγραφές που αναφέρονται στο άρθ. 4 παρ. 1.» ορίζεται ότι «2.13. Εάν υπάρχουν κίνδυνοι λόγω επαφής με κινούμενα μηχανικά στοιχεία του εξοπλισμού εργασίας που μπορεί να προκαλέσουν ατυχήματα , πρέπει αυτά να είναι εφοδιασμένα με προφυλακτήρες ή με συστήματα που να εμποδίζουν την πρόσβαση στις επικίνδυνες ζώνες ή να σταματούν την κίνηση των επικινδύνων στοιχείων πριν την πρόσβαση στις επικίνδυνες ζώνες. 2.14. Οι προφυλακτήρες και τα συστήματα προστασίας : 2.14.1. Πρέπει να είναι ανθεκτικής κατασκευής. 2.14.2. Δεν πρέπει να προκαλούν πρόσθετους κινδύνους. 2.14.3. Δεν πρέπει να μπορούν να παρακαμφθούν ή να αχρηστευθούν εύκολα. 2.14.4. Πρέπει να παρακωλύουν στο ελάχιστο την παρακολούθηση των φάσεων εργασίας. 2.14.6. Πρέπει να επιτρέπουν τις απαραίτητες επεμβάσεις για την τοποθέτησή ή / και την αντικατάσταση των στοιχείων του εξοπλισμού εργασίας καθώς και την εκτέλεση των εργασιών συντήρησης. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να επιτρέπουν την πρόσβαση μόνον στον τομέα όπου θα εκτελεστεί η εργασία και, αν είναι δυνατόν , χωρίς να χρειαστεί αποσυναρμολόγηση του προφυλακτήρα ή του συστήματος προστασίας. …..» . Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 7 του ΠΔ 396/1994 «Ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας για τη χρήση από τους εργαζόμενους εξοπλισμών ατομικής προστασίας κατά την εργασία σε συμμόρφωση προς την οδηγία του Συμβουλίου 89/655/ΕΟΚ», ο εργοδότης οφείλει να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων πρόληψης κινδύνων, ενημέρωσης και κατάρτισης, καθώς και της δημιουργίας τη απαραίτητης οργάνωσης και της παροχής των αναγκαίων μέτρων (παρ. 1), μεταξύ των οποίων υποχρεούται να χορηγεί, μεταξύ άλλων, κατάλληλο και κατάλληλα συντηρημένο εξοπλισμού ατομικής προστασίας και να εξασφαλίζει ότι οι εργαζόμενοι έχουν σαφή και πλήρη γνώση των κινδύνων που παραμένουν καθώς και των τρόπων αντιμετώπισής τους, οι δε εργαζόμενοι πρέπει να εκπαιδεύονται επαρκώς στη σωστή χρήση του (παρ. 1 περ. στ , παρ. 2 περ. β και παρ. 3 περ. α και περ. β), στο δε εξοπλισμό κατά το παράρτημα ΙΙΙ του ως άνω ΠΔ/τος (στο οποίο παραπέμπει η διάταξη του άρθρου 9 παρ. 4 αυτού) περιλαμβάνεται η παροχή γαντιών από πλεγμένο μεταλλικό νήμα (6.6.4). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 914 Α.Κ., που ορίζει ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 Α.Κ., προκύπτει ότι προϋποθέσεις της υποχρέωσης προς αποζημίωση είναι : α] ζημιογόνος συμπεριφορά [πράξη ή παράλειψη], β] παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, γ] υπαιτιότητα, δ] ζημία, ε] πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς [νόμιμου λόγου ευθύνης] και αποτελέσματος [ζημίας] . Αν η ζημία οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του παθόντος, δεν οφείλεται αποζημίωση, ενώ αν διαπιστωθεί οικείο πταίσμα αυτού, το δικαστήριο μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 300 Α.Κ., να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στη τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αυτός που προκαλεί επικίνδυνες καταστάσεις, οφείλει, κατά την καλή πίστη να λάβει όλα τα κατά τις περιστάσεις προστατευτικά μέτρα που είναι αναγκαία, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης, της τέχνης και της κοινής πείρας, για την αποτροπή ζημιών τρίτων, έστω και αν η υποχρέωση δεν προβλέπεται από ειδική διάταξη νόμου, διότι αν προβλέπεται, η παράβαση της διάταξης αυτής συνιστά ήδη το παράνομο (ΑΠ 450/2024 , ΑΠ 156/2021). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 298 εδ. β Α.Κ., προκύπτει ότι η απαραίτητη για τη θεμελίωση της αξίωσης αποζημίωσης αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της προκληθείσας ζημίας υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης [άρθρο 298 ΑΚ] ήταν επαρκής, ήτοι ικανή [πρόσφορη], να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα και επέφερε αυτό στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 450/2024). Περαιτέρω, από το άρθρο 71 Α.Κ. προκύπτει ότι το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οργάνων, που, κατά τα άρθρα 65 , 67 και 68 Α.Κ. , το αντιπροσωπεύουν και εκφράζουν τη βούληση του, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έλαβε χώρα κατά την ενάσκηση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και παράγει υποχρέωση προς αποζημίωση. Στην περίπτωση δε που η πράξη ή η παράλειψη του αρμόδιου οργάνου είναι υπαίτια και παράγει υποχρέωση αποζημιώσεως για τον πράξαντα ή παραλείψαντα, ευθύνεται και αυτός εις ολόκληρον με το νομικό πρόσωπο. Έτσι, προϋποθέσεις της κατά τη διάταξη αυτή αυτοτελούς αδικοπρακτικής ευθύνης του νομικού προσώπου είναι : α) πράξη ή παράλειψη, που να μην είναι δικαιοπραξία και να παράγει υποχρέωση αποζημιώσεως με βάση άλλες διατάξεις, όπως είναι εκείνες των άρθρων 914 και 919 Α.Κ. , β) να πρόκειται για πράξη ή παράλειψη των οργάνων που αντιπροσωπεύουν το νομικό πρόσωπο (ως όργανα, κατά τον νομοθετικό λόγο της διάταξης αυτής, νοούνται όχι μόνο τα πρόσωπα που διοικούν το νομικό πρόσωπο κατά τους ορισμούς των άρθρων 65 έως 70 A.K. (καταστατικά όργανα), αλλά και εκείνα των οποίων οι εξουσίες συναλλαγής με τρίτους προσδιορίζονται στο καταστατικό, την συστατική πράξη ή τον κανονισμό λειτουργίας του νομικού προσώπου ακόμα και αν τα πρόσωπα αυτά δεν μετέχουν στη διοίκηση του τελευταίου και γ) η πράξη ή η παράλειψη να έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων, που είχαν ανατεθεί στο όργανο, πρέπει δηλαδή να βρίσκεται σε εσωτερική συνάφεια με την εκτέλεση των καθηκόντων του οργάνου , είναι δε αδιάφορο για την ευθύνη του νομικού προσώπου, αν το όργανο ενήργησε καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων αυτών κατά κατάχρηση της εξουσίας του . Δεδομένου δε, ότι η υπαιτιότητα, η οποία ορίζεται ως “η επιλήψιμη ψυχική κατάσταση ενός προσώπου απέναντι στην παράνομη εξωτερική συμπεριφορά του” προσήκει μόνο σε φυσικά πρόσωπα, το νομικό πρόσωπο δεν αδικοπρακτεί, αλλά ευθύνεται για την αδικοπραξία είτε των οργάνων του, κατ’ άρθρο 71 Α.Κ., είτε των προστηθέντων απ’ αυτό, κατ’ άρθρο 922 A.K. (ΑΠ 450/2024, ΑΠ 1885/2014). Αμέλεια ως μορφή συνυπαιτιότητας, κατά το άρθρο 330 Α.Κ., υπάρχει όταν, εξαιτίας της παράλειψης του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια, που αν κατέβαλε, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου δραστηριότητάς του, θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, αυτός [δράστης] είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος, είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επέλευσής του, ήλπισε όμως ότι θα το αποφύγει [ΑΠ 450/2024, ΑΠ 210/2023, ΑΠ 693/2020]. Περαιτέρω, από το άρθρο 932 Α.Κ. προκύπτει ότι αν το δικαστήριο της ουσίας δεχθεί ότι από αδικοπραξία κάποιου προκλήθηκε ηθική βλάβη στον παθόντα, μπορεί να επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση με σκοπό να επιτευχθεί μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση της ηθικής βλάβης αυτού. Το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης θα καθοριστεί με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, έτσι ώστε ο παθών να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς από το άλλο μέρος να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημίωσης για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα . Κριτήρια δε για τον προσδιορισμό του εύλογου ποσού είναι εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης και κυρίως το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη [στο βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης], η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του παθόντος και οι όλες συνθήκες πρόκλησης του της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν το δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 Α.Κ. εύλογη κρίση του, όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά κατ’ εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στη συγκεκριμένη περίπτωση . Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 Α.Κ. και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκείμενων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του Α.Κ.. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται [κατ’ αρχήν αποκλειστικώς ανέλεγκτα], με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται όμως σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού , η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος [άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος], με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Τούτο, διότι μία απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό ως δήθεν εύλογο, κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει στην πρώτη περίπτωση [όσον αφορά τον παθόντα], το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στη δεύτερη [όσον αφορά τον υπόχρεο], το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μία δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του ”ευλόγου” και συνακόλουθα το ”εύλογο” εμπεριέχεται στο ”ανάλογο”. Άλλωστε, την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μία ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτονο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του (ΑΠ 450/2024). Τέλος, στην αγωγή, με την οποία αξιώνεται η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του παθόντος από τον τραυματισμό του συνεπεία εργατικού ατυχήματος, κατά τις διατάξεις των άρθρων 299, 914, 932 του Α.Κ., πρέπει και αρκεί να αναφέρονται, οι συνθήκες του ατυχήματος, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, υπό τα οποία έλαβε χώρα τούτο, το πταίσμα του εργοδότη ή του υπ’ αυτού προστηθέντος , η ηθική βλάβη και η έκταση αυτής (βλ. ΑΠ 961/2007 ΕλλΔνη 2007.1350).

Στην προκείμενη περίπτωση, με την από 6-3-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ …./ΑΚΔ……../6-3-2024) αγωγή, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, ισχυρίστηκε ότι δυνάμει σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, προσλήφθηκε από την εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη, προκειμένου να παρέχει την εργασία της με την ειδικότητα της μαγείρισσας στο εστιατόριο που εκμεταλλεύεται η εναγόμενη και βρίσκεται στο Αιγάλεω Αττικής. Ότι στις 15-5-2023 της ανατέθηκε από την εναγόμενη διά του νομίμου εκπροσώπου της, η εκτέλεση εργασίας που δεν περιλαμβάνεται στα καθήκοντά της και συγκεκριμένα η κοπή κιμά με τη χρήση της υπάρχουσας στο χώρο εργασίας μηχανής κοπής κιμά, η οποία δεν έφερε τα αναγκαία μέτρα ασφάλειας που αναφέρονται στην αγωγή, ενώ δεν είχε εφοδιάσει την ενάγουσα με την κατάλληλη φόρμα εργασίας και τον σχετικό εξοπλισμό, με αποτέλεσμα κατά την εκτέλεση της πρόσθετης αυτής εργασίας να υποστεί τραυματισμό υπό τις ειδικότερα αναφερόμενες στη αγωγή συνθήκες. Ότι αποκλειστικά υπαίτια του ατυχήματος και του τραυματισμού της είναι η εναγόμενη, η οποία από αμέλεια διά των νομίμων εκπροσώπων της δεν έλαβε τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή μέτρα ασφαλείας που επιβάλλονται προς αποτροπή του ατυχήματος κατά την εκτέλεση της συγκεκριμένης εργασίας και τα οποία υποχρεούτο να λάβει ως εργοδότρια και συνδέονται αιτιωδώς με την πρόκληση του τραυματισμού της. Ζητούσε δε με την παραπάνω αγωγή, να υποχρεωθεί η  εναγόμενη με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να της καταβάλει, το ποσό των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από το ένδικο ατύχημα συνεπεία της ως άνω παράνομης και αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση, καθώς και να καταδικαστεί η εναγόμενη στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση, αφού έκρινε την αγωγή παραδεκτή και νόμιμη, μετά από την εκτίμηση των αποδείξεων, έκανε κατά ένα μέρος δεκτή την αγωγή ως ουσία βάσιμη, υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση, κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ και επέβαλε σε βάρος της εναγομένης τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, τα οποία όρισε στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ και επίσης ορίστηκε το παράβολο ερημοδικίας για την ερημοδικασθείσα εναγόμενη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται με την κρινόμενη έφεσή της η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, για τους αναφερόμενους σε αυτή λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το μέρος που απέρριψε το αγωγικό αίτημα, ώστε να γίνει εν όλω δεκτή η αγωγή ως ουσία βάσιμη κατά το αίτημα αυτό και να επιβληθούν σε βάρος της εφεσίβλητης τα δικαστικά της έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας .

Από την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και ειδικότερα από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας (η εναγόμενη λόγω της ερημοδικίας της δεν εξέτασε μάρτυρα), που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, τα οποία η εκκαλούσα νομίμως επικαλείται και επαναπροσκομίζει, καθώς και αυτών που προσκομίζονται μετ’επικλήσεως από την εκκαλούσα το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, καθόσον δεν υφίσταται λόγος απόκρουσης αυτών κατ’άρθρο 529 Κ.Πολ.Δ., και εκτιμώνται όλα τα ανωτέρω, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 1286/2003 ΧρΙΔ 2004.245, ΑΠ 1428/2000 ΕλλΔνη 2000.678), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη δραστηριοποιείται, μεταξύ άλλων, στην παροχή υπηρεσιών παροχής γευμάτων και ποτών από κυλικείο και για το σκοπό αυτό εκμεταλλεύεται και λειτουργεί το κυλικείο που βρίσκεται εντός των εγκαταστάσεων της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………..» , στο …… Αττικής, επί της λεωφόρου ……… . Δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που συνήφθη στις 27-3-2023 μεταξύ της εφεσίβλητης διά του νομίμου εκπροσώπου της ………… και της εκκαλούσας, η τελευταία προσλήφθηκε για να παρέχει την εργασία της ως υπάλληλος με την ειδικότητα της μαγείρισσας, επί πενθήμερο εβδομαδιαία από Δευτέρα έως Παρασκευή και με ωράριο εργασίας από ώρα 7.00 π.μ. έως ώρα 15.00 μ.μ., έναντι μηνιαίων αποδοχών εκ ποσού 780 ευρώ (βλ. την από 24-3-2023 αναγγελία πρόσληψης). Ειδικότερα η εκκαλούσα παρείχε την εργασία της στο προαναφερόμενο κυλικείο της εφεσίβλητης και στα καθήκοντά της περιλαμβανόταν η παρασκευή των εδεσμάτων, η τοποθέτησή τους στο μπουφέ του κυλικείου και ο καθαρισμός του χώρου της κουζίνας. Στις 15-5-2023 και περί ώρα 13.00, ανατέθηκε στην εκκαλούσα από τον ως άνω νόμιμο εκπρόσωπο της εφεσίβλητης, η εργασία της κοπής κιμά με τη χρήση της υπάρχουσας στο χώρο της κουζίνας ειδικής μηχανής κοπής του κιμά, αν και γνώριζε αφενός ότι η εκκαλούσα δεν είχε την απαιτούμενη εμπειρία για την εκτέλεση της εργασίας αυτής η οποία λόγω της χρήσης της ως άνω ειδικής μηχανής απαιτούσε εξειδίκευση και εμπειρία και αφετέρου ότι η εργασία αυτή δεν αναγόταν στα καθήκοντά της, καθώς και ότι μέχρι τότε δεν την είχε χρησιμοποιήσει παρά μόνο της είχε υποδειχθεί η λειτουργία της. Στη μηχανή αυτή κοπής κιμά τα κομμάτια κρέατος τοποθετούνται σε ένα σωλήνα («μπούκα») και η προώθηση γίνεται με τη βαρύτητα, δηλαδή αφήνονται πάνω από το σωλήνα «μπούκα» και αν χρειαστεί προωθούνται με πλαστικό ή ξύλινο πιεστήρα και στη συνέχεια διοχετεύονται στο θάλαμο του κοχλία με τον οποίο προωθούνται με μαχαίρια. Σε εκτέλεση της ανωτέρω εντολής η εκκαλούσα, η οποία φορούσε τη φόρμα εργασίας της (μπλούζα εργασίας του μάγειρα) που διαθέτει μακριά μανίκια, έθεσε σε λειτουργία τη μηχανή κοπής κιμά, η οποία δεν έφερε προφυλακτήρα στην είσοδο του σωλήνα (μπούκα) και άρχισε να τοποθετεί με το δεξί της χέρι κομμάτια κρέατος στο σωλήνα (μπούκα) της μηχανής αυτής προς κοπή και τη χρονική αυτή στιγμή πιάστηκε το μανίκι της φόρμας της από τον περιστρεφόμενο κοχλία της μηχανής και ταυτόχρονα παρασύρθηκε και το δεξί της χέρι, το οποίο σφήνωσε ανάμεσα στον κοχλία και το σωλήνα της μηχανής, με συνέπεια να υποστεί πολτοποίηση -ακρωτηριασμό μέχρι το μέσο του αντιβραχίου. Οι συνάδελφοί της που προσέτρεξαν για να τη βοηθήσουν, απενεργοποίησαν τη μηχανή και αναγκάστηκαν να την αποσυναρμολογήσουν για να ελευθερώσουν το άκρο της που είχε εγκλωβιστεί μέσα στη μηχανή, ενώ η ίδια είχε τις αισθήσεις της και βίωνε αφόρητους πόνους. Στη συνέχεια η εκκαλούσα μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ, στο Γενικό Νοσοκομείο Αττικής «ΚΑΤ», όπου διαγνώστηκε τραυματικός ακρωτηριασμός μεσότητος δεξιού αντιβραχίου, στο επίπεδο μεταξύ αγκώνα και καρπού, για την αντιμετώπιση του οποίου υποβλήθηκε σε χειρουργικό καθαρισμό και διαμόρφωση κολοβώματος μεσότητος δεξιού αντιβραχίου, νοσηλεύτηκε δε για επτά ημέρες (ήτοι από 15-5-2023 έως 22-5-2023), κατά τις οποίες τελούσε υπό αντιβιοτική, αναλγητική και φαρμακευτική αγωγή για νευροπαθητικό πόνο και υπό ψυχολογική υποστήριξη για τη διαχείριση της κατάστασής της κατά τη νοσηλεία της. Κατά την έξοδό της από το νοσοκομείο δόθηκαν οδηγίες για αλλαγές τραύματος σε τακτική βάση και αφαίρεση ραμμάτων, καθώς και έναρξη προετοιμασίας κολοβώματος για πρόθεση, συνεστήθη δε η εξακολούθηση φαρμακευτικής αγωγής για δύο μήνες και αναρρωτική άδεια για ένα μήνα (βλ. την από 13-6-2023 ιατρική βεβαίωση -γνωμάτευση και το από 22-5-2023 ιατρικό εξιτήριο , της ιατρού ……….. του Γ.Ν. Αττικής «ΚΑΤ» και την από 23-5-2023 βεβαίωση της ψυχολόγου του Γ.Ν. Αττικής «ΚΑΤ» , ….. …) . Εξαιτίας του ως άνω ατυχήματος , το οποίο χαρακτηρίστηκε εργατικό (βλ. τη με αριθ. πρωτ. …../2023 έγγραφο της Προϊσταμένης της Τοπικής Διεύθυνσης e-ΕΦΚΑ Α΄Πειραιά), η εκκαλούσα κρίθηκε ανάπηρη εφ’όρου ζωής σε ποσοστό 75% , με κύρια πάθηση τον τραυματικό ακρωτηριασμό και συνυπάρχουσα τη μετατραυματική αγχώδη διαταραχή , σε ποσοστό 75% και 50% αντίστοιχα (βλ. την από 11-10-2023 γνωστοποίηση αποτελέσματος πιστοποίησης αναπηρίας του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Ιατρικής Αξιολόγησης της Γενικής Διεύθυνσης Παροχών και Υγείας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων e-ΕΦΚΑ Τ.Δ. Α Πειραιώς και την από 15-4-2024 βεβαίωση του ψυχολόγου ……….) και για τους λόγους αυτούς η εκκαλούσα λαμβάνει επίδομα αναπηρίας εκ ποσού 389,70 ευρώ μηνιαίως . Το ανωτέρω ατύχημα και ο εξ αυτού προκληθείς τραυματισμός της εκκαλούσας, έλαβε χώρα κατά το χρόνο της εκτέλεσης και με αφορμή την εργασία της και χαρακτηρίζεται ως εργατικό, διότι πρόκειται για συμβάν, που συνέβη από εξωτερικά αίτια, με αφορμή και κατά τη διάρκεια της εργασίας της. Περαιτέρω, την 16-6-2023 διενεργήθηκε έρευνα, για την ανεύρεση των αιτιών, που προκάλεσαν το ένδικο ατύχημα και συντάχθηκε προς τούτο η με αριθ. πρωτ. ……./16-6-2023 έκθεση έρευνας με έλλειψη μέτρων ασφαλείας -μηνυτήρια αναφορά του Επιθεωρητή Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία, ……… , ο οποίος επισκέφτηκε τον τόπο του ατυχήματος. Ο τελευταίος, αφού έλαβε υπόψη την περιγραφή της εκκαλούσας ως προς τις συνθήκες του ατυχήματος και την επίδικη μηχανή κοπής κιμά, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ατύχημα θα είχε αποφευχθεί εάν η λειτουργία της μηχανής κοπής κιμά γινόταν με τη χρήση προφυλακτήρα που τοποθετείται στο δίσκο τροφοδοσίας κοινώς ταψί, ακριβώς πάνω από την είσοδο του κοχλία και εμποδίζει την πρόσβαση στις επικίνδυνες ζώνες και επιπροσθέτως εάν η εργοδότρια είχε λάβει τα αναγκαία μέτρα ώστε η εργαζόμενη να έχει στη διάθεσή της επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τον εξοπλισμό εργασίας και να εκπαιδεύεται επαρκώς για τους κινδύνους που δημιουργούνται κατά τη χρησιμοποίησή του και συγκεκριμένα δεν είχαν τηρηθεί οι διατάξεις του άρθρου 42 του Ν 3850/2010, άρθρου 3, παρ. 2.13 και 2.14, ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι , άρθρου 9 του ΠΔ 395/1994 (ως τροποποιήθηκε με το ΠΔ 89/1999). Τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά αναφορικά με τις συνθήκες τέλεσης του ατυχήματος και τις συνέπειες για την εκκαλούσα, αποδεικνύονται από την προαναφερόμενη έκθεση του Επιθεωρητή Εργασίας, το με αριθ. πρωτ. ……./16-5-2023 αντίγραφο από το βιβλίο αδικημάτων και συμβάντων του Α.Τ. Αιγάλεω και από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα που εξετάστηκε με την επιμέλεια της εκκαλούσας, ο οποίος τυγχάνει φίλος της, δεδομένου ότι κατά τη στιγμή του ατυχήματος δεν αποδείχθηκε ότι υπήρχε κάποιος αυτόπτης μάρτυρας. Από τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά αποδεικνύεται ότι το ένδικο εργατικό ατύχημα και οι από αυτό επελθούσες συνέπειες, οφείλονται σε αποκλειστική υπαιτιότητα (αμέλεια) της εφεσίβλητης διά του ανωτέρω εκπροσώπου -προστηθέντος της, συνιστάμενη σε παραβάσεις της εργατικής νομοθεσίας και δη στη μη τήρηση των όρων ασφαλείας που επιβάλλει ο νόμος, αλλά και των αντίστοιχων όρων, που επιβάλλονται, από την υποχρέωση πρόνοιας του εργοδότη (άρθρο 662 ΑΚ) και την απαιτούμενη, στις συναλλαγές, επιμέλεια, αν και όφειλε με βάση το νόμο και μπορούσε να γνωρίζει τον κίνδυνο τραυματισμού της εργαζόμενης εκκαλούσας λόγω της απειρίας της και λόγω έλλειψης τήρησης των μέτρων ασφαλείας για την αποφυγή ατυχήματος από τη χρήση του εξοπλισμού εργασίας. Η εφεσίβλητη εργοδότρια, αποδείχθηκε , ότι από αμέλεια δεν ενήργησε, σύμφωνα, με τις επιβαλλόμενες, από το νόμο, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, αλλά και την καλή πίστη και τις επικρατούσες αντιλήψεις, υποχρεώσεις της . Ειδικότερα , δεν μερίμνησε, διά των νομίμων εκπροσώπων της, ώστε να εξασφαλίσει την υγεία και την ασφάλεια της εργαζομένης εκκαλούσας, ως προς όλες τις πτυχές της εργασίας της, να λάβει τα αναγκαία, προς τούτο, μέτρα, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων πρόληψης των επαγγελματικών κινδύνων, ενημέρωσης και κατάρτισης, καθώς και να δημιουργήσει την απαραίτητη οργάνωση και να παράσχει τα αναγκαία μέσα, ιδίως δε να επιβλέπει την ορθή εφαρμογή των μέτρων υγείας και ασφάλειας της εργαζόμενης , να γνωστοποιεί σε αυτήν τους κινδύνους από την εργασία της, να παράσχει τις κατάλληλες οδηγίες στην εργαζόμενή της και να εξασφαλίζει τη συντήρηση και την παρακολούθηση της ασφαλούς λειτουργίας μέσων και εγκαταστάσεων, όσο και τις διατάξεις των άρθρων 3 , 4 και 9 του ΠΔ 395/1994, σύμφωνα με τις οποίες ο εργοδότης οφείλει να προμηθεύεται ή και να χρησιμοποιεί εξοπλισμό εργασίας, που να ανταποκρίνεται στις διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας και στις ελάχιστες προδιαγραφές που προβλέπονται στο εν λόγω Π.Δ., εφόσον δε υπάρχουν κίνδυνοι λόγω επαφής με κινούμενα μηχανικά στοιχεία του εξοπλισμού εργασίας που μπορεί να προκαλέσουν ατυχήματα, πρέπει αυτά να είναι εφοδιασμένα με προφυλακτήρες ή με συστήματα που να εμποδίζουν την πρόσβαση στις επικίνδυνες ζώνες, αλλά και του άρθρου 7 του ΠΔ 396/1994, κατά τις οποίες οι εργαζόμενοι στους οποίους έχει ανατεθεί η χρησιμοποίηση του εξοπλισμού πρέπει να εκπαιδεύονται επαρκώς στη σωστή χρήση του, στον οποίο (εξοπλισμό) περιλαμβάνεται η παροχή ειδικών γαντιών. Συγκεκριμένα, η εφεσίβλητη διά του προαναφερόμενου εκπρόσωπου-προστηθέντος της, ανέθεσε στην εκκαλούσα την εργασία κοπής κιμά , που δεν περιλαμβάνεται στα καθήκοντά της και χωρίς η ίδια να διαθέτει εμπειρία ή κατάλληλη εκπαίδευση προς τούτο (που ανάγεται στα καθήκοντα του κρεοπώλη -ΠΔ 126/2000), με τη χρήση της ειδικής μηχανής κοπής κιμά που βρισκόταν στο χώρο εργασίας και η οποία (μηχανή κοπής) δεν διέθετε προστατευτικό εξάρτημα για την αποφυγή επαφής με τα επικίνδυνα μέρη της μηχανής και χωρίς να έχει χορηγήσει στην εκκαλούσα ειδικό προστατευτικό εξοπλισμό για την ίδια (εκκαλούσα) και χωρίς προηγούμενη κατάλληλη εκπαίδευση ως προς τη χρήση της συγκεκριμένης μηχανής και τους κινδύνους της, αφού η εκκαλούσα δεν διέθετε εμπειρία ή κατάλληλη εκπαίδευση ως προς τη χρήση της συγκεκριμένης μηχανής, της οποίας απλά της είχε υποδείξει τη λειτουργία και χωρίς έστω επίβλεψη ή καθοδήγησή της κατά την εκτέλεση της εν λόγω εργασίας. Επιπρόσθετα, και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η εφεσίβλητη διά των νομίμων εκπροσώπων της δεν έλαβε τα κατάλληλα μέτρα, ώστε να πληρούνται οι προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας στους χώρους εργασίας, προκειμένου να εξασφαλίζονται απολύτως οι εργαζόμενοι κατά τη χρήση του εξοπλισμού εργασίας (μηχανής κοπής κιμά) ώστε αποφευχθεί ο τραυματισμός των εργαζομένων και εν προκειμένω της εκκαλούσας. Ειδικότερα : α) δεν φρόντισε να εφοδιάσει τη μηχανή κοπής κιμά με προφυλακτήρα, που τοποθετείται στο δίσκο τροφοδοσίας κοινώς ταψί, ακριβώς πάνω από την είσοδο του κοχλία και εμποδίζει την πρόσβαση στις επικίνδυνες ζώνες και δη σε κινούμενα μηχανικά μέρη, β) δεν έλαβε τα αναγκαία μέτρα ώστε η εκκαλούσα να έχει στη διάθεσή της επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τον εξοπλισμό εργασίας και κατάλληλη εκπαίδευση για τη λειτουργία -χρήση της εν λόγω μηχανής και τους κινδύνους που δημιουργούνται κατά τη χρησιμοποίησή του εξοπλισμού εργασίας και γ) δεν φρόντισε να εφοδιάσει την εκκαλούσα με τον κατάλληλο προστατευτικό εξοπλισμό για την ίδια (κατάλληλη στολή εργασίας και ειδικά προστατευτικά γάντια) κατά την εκτέλεση της εργασίας αυτής (άρθρα 23 παρ. 1 -4 , 32 περ. Α παρ. 1 -5 του ν. 1568/1985 , άρθρο 7 παρ. 1 , 5 , 6 , 8 του π.δ. 17/1996, 42 παρ. 1, 5, 6 περ. γ, δ, στ και η του Ν 3850/2010 , 3 παρ. 1-3 , 4 , 9 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι παρ. 2 .13, 2.14 περ. 1-6 του ΠΔ 395/1994, 7 παρ. 1, παράρτημα ΙΙΙ περ. 6.6.4 ΠΔ 396/1994). Οι ανωτέρω πράξεις και παραλείψεις της εφεσίβλητης , που οφείλονται σε υπαίτια (αμελή) παράβαση των απαιτούμενων μέτρων ασφαλείας και δη στην πλήρη τους έκταση, καθώς και της απαιτούμενης επιμέλειας, που επιβάλλεται κατά τη συναλλακτική και καλή πίστη στον κύκλο της αρμοδιότητάς της, τελούν σε αιτιώδη συνάφεια με το ατύχημα, καθώς και τον συνεπεία αυτού τραυματισμό της εκκαλούσας. Η αμέλεια της εφεσίβλητης συνίσταται στο γεγονός ότι καίτοι μπορούσε δεν κατέβαλε την επιμέλεια και προσοχή που απαιτείται στις συναλλαγές, λαμβάνοντας τα αναφερόμενα στο νόμο , αλλά και επιβαλλόμενα από τις συναλλαγές και τις συνήθειες του ίδιου κύκλου συναλλαγών μέτρα ασφαλείας προς αποφυγή του κινδύνου πρόκλησης οποιουδήποτε ατυχήματος στη συγκεκριμένη εργαζόμενη. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι η εκκαλούσα, γεννηθείσα στις 15-1-1994 , ηλικίας 29 ετών κατά το χρόνο του ατυχήματος, άγαμη και χωρίς πρόβλημα υγείας , λόγω του ακρωτηριασμού του δεξιού χεριού της στο επίπεδο μεταξύ αγκώνα και καρπού, κατέστη μονίμως ανάπηρη και ανίκανη προς χειρωνακτική εργασία, παρουσιάζει δε μετατραυματική συμπτωματολογία και χρήζει ψυχοθεραπευτικής υποστήριξης (βλ. την από 15-4-2024 βεβαίωση του ψυχολόγου αιτίας αυτής έχουν επηρεαστεί οι κοινωνικές συναναστροφές και η κοινωνική δραστηριότητα που έχει ο μέσος υγιής άνθρωπος της ηλικίας της, αφού μετά τον τραυματισμό της διακατέχεται από αισθήματα μειονεκτικότητας για την κατάστασή της και έχει απομονωθεί, όπως κατέθεσε ο μάρτυρας που εξετάστηκε με την επιμέλεια της εφεσίβλητης. Κατά το χρόνο του τραυματισμού της συντηρούσε τον εαυτό της από τις αποδοχές της από την εργασία της και οι συνέπειες του σοβαρού τραυματισμού της δεν θα εξαλειφθούν με την πάροδο του χρόνου, δεν μπορεί να αυτοεξυπηρετηθεί πλήρως και να εργαστεί όπως ένας αρτιμελής άνθρωπος της ηλικίας της, ενώ καθόλη τη διάρκεια της υπόλοιπης ζωής της θα κατέχεται από μόνιμο αίσθημα μειονεκτικότητας λόγω της αδυναμίας της να εργαστεί και να αυτοεξυπηρετηθεί όπως ένας αρτιμελής άνθρωπος, προκαλώντας της σημαντική ψυχική και σωματική ταλαιπωρία. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι η εκκαλούσα, εξαιτίας του επίδικου ατυχήματος και του συνεπεία αυτού τραυματισμού της, υπέστη ηθική βλάβη. Ως εκ τούτου το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τις παραπάνω συνθήκες του ατυχήματος, την αποκλειστική υπαιτιότητα της εφεσίβλητης στην πρόκληση του εργατικού ατυχήματος (αμέλεια), την ηλικία της εκκαλούσας, το μέγεθος, το είδος, τη βαρύτητα, την ένταση και την έκταση της σωματικής βλάβης της και της βλάβης της ψυχικής της υγείας ,  την ψυχική αναταραχή, τους σωματικούς πόνους και την εν γένει στενοχώρια και ταλαιπωρία που δοκίμασε κατά τη διάρκεια της νοσηλείας και της θεραπείας της, καθώς και των συνεπειών της βλάβης γενικά στη σωματική ακεραιότητα και ψυχική υγεία της ανωτέρω παθούσας, ως προεκτέθηκαν, το γεγονός ότι δεν δύναται να ασκήσει πλέον χειρωνακτική εργασία και, τέλος, την κοινωνική, οικονομική και προσωπική κατάσταση των μερών (η μεν εκκαλούσα συντηρείτο μόνο με τις αποδοχές από την εργασία της και πλέον λαμβάνει επίδομα αναπηρίας από τον ασφαλιστικό της οργανισμό, η δε εφεσίβλητη πέραν των λοιπών δραστηριοτήτων της, που έγκειται κυρίως σε υπηρεσίες εκμετάλλευσης προγραμμάτων θεαμάτων και δευτερευόντως σε υπηρεσίες διοργάνωσης ψυχαγωγικών εκδηλώσεων και διάθεσης χώρου καταστήματος για προβολή διατηρώντας εκτός από το προαναφερόμενο κυλικείο και άλλο επί της λεωφόρου ……..) και τις εν γένει περιστάσεις, όπως εκτιμώνται με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, κρίνει ότι πρέπει να επιδικαστεί σε αυτήν το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη. Το ποσό αυτό, μετά τη στάθμιση των κατά νόμο στοιχείων (άρθρο 932 Α.Κ.), κρίνεται δίκαιο και εύλογο και είναι ανάλογο με τις ως άνω συγκεκριμένες περιστάσεις της επίδικης περίπτωσης, κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και την περί δικαίου συνείδηση, με την ηθική βλάβη που αυτή υπέστη, εξαιτίας του τραυματισμού της. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθορίζοντας το οφειλόμενο στην εκκαλούσα – ενάγουσα ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ποσό σε εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ για την ανωτέρω αιτία, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 932 Α.Κ. και εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις, παραβιάζοντας τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας και την αρχή της αναλογικότητας, αφού το εν λόγω ποσό είναι μικρότερο από εκείνα που επιδικάζονται σε ανάλογες περιπτώσεις και προκύπτουν με βάση τα κριτήρια που ανωτέρω παρατίθενται και τις ως άνω συγκεκριμένες περιστάσεις της επίδικης περίπτωσης, όπως εν μέρει βάσιμα παραπονείται η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, με το σχετικό μοναδικό λόγο της έφεσής της. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός εν μέρει ως βάσιμος ο σχετικός λόγος έφεσης και ενόψει της εξαφάνισης της εκκαλουμένης απόφασης, κατά τα κατωτέρω αναφερόμενα, εξαφανίζεται και η περί δικαστικών εξόδων διάταξή της, λαμβάνοντας όμως υπόψη τα αναλογούντα πρωτοδίκως έξοδα για το εκκληθέν κεφάλαιο της πρωτοβάθμιας αποφάσεως, το οποίο απετέλεσε εντεύθεν αντικείμενο της δευτεροβάθμιας δίκης (ΑΠ 456/2011) καθώς και τα έξοδα ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου.

Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω και αφού, δεν υπάρχει άλλος λόγος της έφεσης προς έρευνα, πρέπει, κατόπιν του λόγου της έφεσης που κατά τα ανωτέρω εν μέρει ευδοκίμησε, η έφεση να γίνει δεκτή εν μέρει κατ’ ουσίαν και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της. Ακολούθως, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό (άρθρ. 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) και ερευνηθεί εκ νέου η αγωγή, κατά το ως άνω κεφάλαιο και πρέπει αυτή να γίνει κατά ένα μέρος δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ στην ενάγουσα ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα που έγινε η επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Επίσης, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της εναγομένης -εφεσίβλητης ένα μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας -εκκαλούσα, και για τους δύο (2) βαθμούς δικαιοδοσίας, κατά μερική παραδοχή του οικείου αιτήματος της τελευταίας και ανάλογα με την έκταση της νίκης και ήττας καθενός από τους διαδίκους (άρθρ. 106, 178, 183, 189, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, λόγω της ερημοδικίας της εφεσίβλητης , πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρού­σας από την ερημοδικαζόμενη εφεσίβλητη (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό .

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην της εφεσίβλητης την από 18-7-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ……./ΑΚΕΜ………../22-7-2024) έφεση, κατά της με αριθμό 2134/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία) .

Ορίζει το παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της  παρούσας από την εφεσίβλητη, στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250)  ευρώ .

Δέχεται τυπικά και εν μέρει κατ’ουσίαν την έφεση .

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη με αριθμ. 2134/2024 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία).

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 6-3-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ ……../ΑΚΔ………../6-3-2024) αγωγή .

Δέχεται κατά ένα μέρος την αγωγή.

Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα που έγινε η επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση .

Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης – εφεσίβλητης μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας – εκκαλούσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει σε τέσσερις χιλιάδες πεντακόσια (4.500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 7 Απριλίου  2025 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ