ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 227/2025
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ 2ο
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών, Ευαγγελία Πανταζή – Εφέτη και Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη – Εισηγήτρια, και από την Γραμματέα Ε.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας – ενάγουσας: ……….., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Χρυσούλα Παζά (ΑΜ ….. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).
Της εφεσίβλητης – πρώτης εναγόμενης: της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….» που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ……… και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..», κατόπιν διάσπασης της δεύτερης με απόσχιση του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας και εισφοράς του στη νεοσυσταθείσα πρώτη, της δε διασπώμενης ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….» λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ευστρατία Λημναίου (ΑΜ ………… Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).
Η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 02.02.2018 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2018 και ειδικό …../2018 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 3059/2019 οριστική απόφασή του, κήρυξε εαυτό καθ’ ύλην αναρμόδιο για την εκδίκαση της αγωγής και παρέπεμψε αυτή προς συζήτηση ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 932/2021 μη οριστική απόφασή του, κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της υπόθεσης λόγω μη τελεσιδικίας της ως άνω παραπεμπτικής απόφασης, ενώ με την υπ’ αριθ. 555/2023 οριστική απόφασή του, αφού δίκασε ερήμην του δεύτερου εναγόμενου και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, απέρριψε την αγωγή. Η εκκαλούσα – ενάγουσα προσβάλει την απόφαση αυτή με την από 10.04.2023 έφεσή της που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …../10.04.2023 και ειδικό …../10.04.2023, προσδιορίστηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./10.04.2023 και ειδικό …/10.04.2023, για τη δικάσιμο της 18.04.2024 και μετά από αναβολή για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 555/2023 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αναγκαίως δε, κατ’ άρθρο 513 παρ. 2 του ΚΠολΔ, και κατά της συμπροσβαλλόμενης υπ’ αριθ. 932/2021 μη οριστικής απόφασής του, με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της υπόθεσης λόγω μη τελεσιδικίας της υπ’ αριθ. 3059/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που κήρυξε εαυτό καθ’ ύλην αναρμόδιο για την εκδίκαση της αγωγής και παρέπεμψε αυτή προς συζήτηση ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε ερήμην του δεύτερου εναγόμενου και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, και με την οποία απορρίφθηκε η από 02.02.2018 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2018 και ειδικό …../2018 αγωγή της εκκαλούσας – ενάγουσας, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), καθόσον η εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 555/2023 απόφαση επιδόθηκε στην εκκαλούσα – ενάγουσα την 27.03.2023 (βλ. τη σχετική από 27.03.2023 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή ……….. επί του προσκομιζόμενου αντιγράφου της υπ’ αριθ. 555/2023 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), ενώ η κρινόμενη έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 10.04.2023, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό ……/10.04.2023 και ειδικό ……/10.04.2023 της γραμματέως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, ήτοι εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα – ενάγουσα το παράβολο των 150 ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.
Η ενάγουσα στην από 02.02.2018 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2018 και ειδικό ……../2018 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθετε ότι δυνάμει της υπ’ αριθ. 3816/2012 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς λύθηκε ο γάμος της με τον δεύτερο εναγόμενο, ότι δυνάμει της υπ’ αριθ. …………./15.11.2006 σύμβασης στεγαστικού δανείου που καταρτίσθηκε μεταξύ του δεύτερου εναγόμενου και της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……………», της οποίας καθολική διάδοχος, λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση, κατέστη η πρώτη εναγόμενη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……………..», χορηγήθηκε στον δεύτερο εναγόμενο δάνειο για την ανέγερση διαμερίσματος, επιφάνειας 140 τ.μ., επί του δευτέρου ορόφου της πολυκατοικίας που βρίσκεται στον …………. Αττικής επί της οδού ……….., ότι η ίδια παρέσχε εγγύηση υπέρ του δεύτερου εναγόμενου – πρωτοφειλέτη, για την εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεών του από την ως άνω σύμβαση στεγαστικού δανείου, συνυπογράφοντας την ενσωματωμένη σ’ αυτή σύμβαση εγγύησης, ότι πριν την υπογραφή της σύμβασης, η ίδια είχε καθησυχασθεί από τους υπαλλήλους της δανείστριας Τράπεζας ότι η συνυπογραφή εκ μέρους της σύμβασης εγγύησης είχε τυπικό και επικουρικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι ο δεύτερος εναγόμενος – πρωτοφειλέτης ήταν «καλός πελάτης» και ότι σε κάθε περίπτωση η απαίτηση από τη σύμβαση δανείου ήταν εμπραγμάτως εξασφαλισμένη με την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης επί του ανωτέρω ακινήτου, ότι η ίδια προέβη στη σύναψη της σύμβασης εγγύησης από λόγους ηθικού, οικογενειακού καθήκοντος προς τον δεύτερο εναγόμενο – σύζυγό της, χωρίς να λάβει προηγουμένως ενημέρωση από τους υπαλλήλους της δανείστριας Τράπεζας για τις υποχρεώσεις που αυτή αναλάμβανε ως εγγυήτρια και χωρίς να λάβει αντίγραφο της σύμβασης δανείου και της ενσωματωμένης σ’ αυτή σύμβασης εγγύησης, ότι ο δεύτερος εναγόμενος δεν εκπλήρωνε επί μακρόν τις δανειακές του υποχρεώσεις προς την δανείστρια Τράπεζα, με αποτέλεσμα να καταστεί το δάνειο ληξιπρόθεσμο και να συσσωρευθεί οφειλή ύψους 55.181,79 ευρώ, την 30.11.2017, την οποία ενδεχομένως θα κληθεί η ίδια να καταβάλει, δεδομένου ότι ο δεύτερος εναγόμενος – πρωτοφειλέτης υπέβαλε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Νίκαιας την από 21.02.2013 αίτηση ρύθμισης των χρεών του κατά τις διατάξεις του Ν. 3869/2010, με σκοπό να ρυθμίσει ευνοϊκά την οφειλή του προς την δανείστρια Τράπεζα και να προστατεύσει τα περιουσιακά του στοιχεία, ότι η σύμβαση εγγύησης είναι άκυρη, καθόσον περιέχονται σ’ αυτή καταχρηστικοί, βάσει των διατάξεων του άρθρου 281 του ΑΚ και του άρθρου 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994, και συνεπώς άκυροι, προδιατυπωμένοι Γενικοί Όροι Συναλλαγών (ΓΟΣ), με τους οποίους διαταράσσεται η ισορροπία των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων σε βάρος της ως εγγυήτριας, και ειδικότερα οι όροι 13, 14 και 15 με τους οποίους (α) ο εγγυητής παραιτείται από το ευεργέτημα της διζήσεως (άρθρο 855 του ΑΚ), ευθυνόμενος ως αυτοφειλέτης, καθόσον είναι μεν δυνατή η συμβατική παραίτηση του εγγυητή από την ένσταση αυτή, πρέπει όμως να τονίζεται στον εγγυητή ότι θα ευθύνεται πλέον ως αυτοφειλέτης, ενώ η συνήθης πρακτική των Τραπεζών να αναφέρονται γενικώς στις ενστάσεις από τις οποίες παραιτείται ο εγγυητής, με μνεία μόνο των άρθρων του ΑΚ, χωρίς γραπτή εξειδίκευση του τύπου των ενστάσεων και με ρητή ανάπτυξη των δικαιωμάτων από τα οποία παραιτείται ο εγγυητής ή έστω με προφορική ενημέρωση αυτού, καθιστά αυτή την παραίτηση άκυρη, (β) ο εγγυητής παραιτείται από την ένσταση του άρθρου 862 του ΑΚ, καθόσον είναι μεν επιτρεπτή η συμβατική παραίτηση του εγγυητή από την ένσταση αυτή μέσα στα όρια του άρθρου 332 του ΑΚ, ήτοι μόνο για ελαφρά αμέλεια, πλην όμως όταν περιέχεται σε ΓΟΣ, που δεν αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης, η παραίτηση είναι άκυρη ακόμη και αναφορικά με πταίσμα του δανειστή που οφείλεται σε ελαφρά αμέλεια, (γ) ο εγγυητής παραιτείται από την ένσταση του άρθρου 863 του ΑΚ, καθόσον η παραίτηση του εγγυητή από την ένσταση αυτή δεν δύναται να λάβει χώρα με προδιατυπωμένο ΓΟΣ, (δ) συμφωνείται ότι ο εγγυητής θα ευθύνεται αλληλέγγυα και εις ολόκληρον με τον πρωτοφειλέτη, καθόσον έτσι παραβιάζεται η αρχή του παρεπόμενου χαρακτήρα της εγγύησης σε σχέση με την κύρια οφειλή, ενώ, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι δυνατό με προδιατυπωμένο ΓΟΣ ο εγγυητής να ευθύνεται βαρύτερα από τον πρωτοφειλέτη, ούτε να δεσμεύεται από τη συμβατική μεταβολή της έκτασης της κύριας οφειλής που οδηγεί σε επιβάρυνσή του, χωρίς τη συναίνεσή του, ότι περαιτέρω η δανείστρια Τράπεζα ουδέποτε την ενημέρωσε για την πορεία της ανωτέρω σύμβασης δανείου, ενώ, σύμφωνα με το κεφ. Γ αριθ. 4 της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002, υφίσταται υποχρέωση αυτής για αναλυτική ενημέρωση του εγγυητή ως προς το ύψος της οφειλής κατά κεφάλαιο, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις, εντός 30 ημερών από την περιέλευση του πρωτοφειλέτη σε υπερημερία, με αποτέλεσμα να πληροφορηθεί τυχαία από τους υπαλλήλους της δανείστριας Τράπεζας, το πρώτον τον Δεκέμβριο του έτους 2017, το ύψος των ληξιπρόθεσμων οφειλών του δεύτερου εναγόμενου – πρωτοφειλέτη ποσού 55.000,00 ευρώ, ότι επικουρικώς η σύμβαση εγγύησης είναι ακυρώσιμη λόγω ουσιώδους πλάνης, καθόσον στην προκειμένη περίπτωση η ίδια ως εγγυήτρια υπέγραψε ένα έγγραφο νομίζοντας εσφαλμένα ότι έχει ορισμένο περιεχόμενο, ενώ αυτό περιλάμβανε περιεχόμενο διαφορετικό. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε, κατά προσήκουσα εκτίμηση του αγωγικού αιτήματος, να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της σύμβασης εγγύησης που ενσωματώθηκε στην υπ’ αριθ. ……../15.11.2006 σύμβαση στεγαστικού δανείου, άλλως να ακυρωθεί αυτή λόγω ουσιώδους πλάνης, και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική της δαπάνη. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με την υπ’ αριθ. 3059/2019 οριστική απόφασή του, κήρυξε εαυτό καθ’ ύλην αναρμόδιο για την εκδίκαση της αγωγής και παρέπεμψε αυτή προς συζήτηση ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 932/2021 μη οριστική απόφασή του, κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της υπόθεσης λόγω μη τελεσιδικίας της ως άνω παραπεμπτικής απόφασης, ενώ με την υπ’ αριθ. 553/2023 οριστική απόφασή του, αφού δίκασε ερήμην του δεύτερου εναγόμενου και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, απέρριψε την αγωγή ως προς τον δεύτερο εναγόμενο ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης αυτού, ενώ ως προς την πρώτη εναγόμενη απέρριψε την αγωγή κατά την κύρια βάση της ως μη νόμιμη και κατά την επικουρική βάση της, αφού έκρινε αυτή ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 140-142 του ΑΚ και των άρθρων 70, 176, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ, την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη. Η εκκαλούσα – ενάγουσα προσβάλει την απόφαση αυτή με την από 10.04.2023 έφεσή της για τους περιεχόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή της στο σύνολό της.
Κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994 που έχει τίτλο “προστασία καταναλωτών”, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το Ν. 3587/2007 και πριν την αντικατάστασή του με το Ν. 4512/2018 και έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση αφού η καταχρηστικότητα ενός Γ.Ο.Σ. κρίνεται σύμφωνα με το δίκαιο που ισχύει κατά το χρόνο που γίνεται η χρήση αυτού και όχι κατά το χρόνο που διατυπώθηκε (ΟλΑΠ 15/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 387/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1010/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1242/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 788/2018 ΝΟΜΟΣ), οι όροι που έχουν διαμορφωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις (γενικοί όροι των συναλλαγών) απαγορεύονται και είναι άκυροι αν έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, ο δε καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται. Εκτός από την ανωτέρω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των Γ.Ο.Σ., συνεπεία διατάραξης της συμβατικής ισορροπίας, στην παρ. 7 του ιδίου ως άνω άρθρου 2 παρατίθεται ενδεικτικός κατάλογος ειδικών καταχρηστικών Γ.Ο.Σ., θεωρουμένων κατ’ αμάχητο τεκμήριο καταχρηστικών. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α’ του ιδίου ως άνω Ν. 2251/1994, ως καταναλωτής νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους. Καταναλωτής είναι επίσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας του. Ειδικότερα, καταναλωτής, σύμφωνα με την προαναφερομένη διάταξη του Ν. 2251/1994, που είναι άξιος της σχετικής προστασίας του, είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποκτά το προϊόν ή τις υπηρεσίες για ικανοποίηση όχι μόνο των ατομικών, αλλά και των επαγγελματικών του αναγκών, αρκούντος απλώς και μόνον του γεγονότος ότι είναι ο τελικός αποδέκτης τούτων (ΑΠ 1738/2009 ΝΟΜΟΣ). Τέτοιος δε τελικός αποδέκτης, και όχι ενδιάμεσος, είναι εκείνος, που αναλίσκει ή χρησιμοποιεί το πράγμα σύμφωνα με τον προορισμό του, χωρίς να έχει την πρόθεση να το μεταβιβάσει αυτούσιο ή ύστερα από επεξεργασία σε άλλους αγοραστές, καθώς και αυτός που χρησιμοποιεί ο ίδιος την υπηρεσία και δεν τη διοχετεύει σε τρίτους. Η ανωτέρω έννοια του καταναλωτή, κατά το Ν. 2251/1994, αποσκοπεί στη διεύρυνση του υποκειμενικού πεδίου εφαρμογής των προστατευτικών κανόνων αυτού, διότι οι ορισμοί του προϊσχύσαντος Ν. 1961/1991, που περιόριζαν την έννοια του καταναλωτή σ’ αυτόν που αποκτά προϊόντα ή υπηρεσίες για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών του αναγκών, απέκλειαν ευρύτατες κατηγορίες καταναλωτών. Περαιτέρω, στο πλαίσιο της ελληνικής έννομης τάξης, δεν έχουν θεσπισθεί ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις που να αφορούν αμέσως τις προϋποθέσεις και την έκταση του ελέγχου των ΓΟΣ τραπεζών. Δεδομένης όμως της διαρκούς επέκτασης των μαζικών συναλλαγών με συνέπεια τη συνηθέστατη προσχώρηση του ασθενέστερου οικονομικά μέρους σε μονομερώς διατυπωμένους όρους πρέπει να γίνει δεκτή η επέκταση της προστασίας του καταναλωτή και στις τραπεζικές συναλλαγές. Και τούτο διότι από την ευρεία, ως ανωτέρω, διατύπωση της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α’ του Ν. 2251/1994 δεν συνάγεται πρόθεση του νομοθέτη να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του νόμου τις συναλλαγές αυτές. Εξάλλου, οι συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και η χορήγηση δανείων και πιστώσεων, απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι αναλώνονται με τη χρήση τους. Υπό την εκδοχή αυτή, οι ως άνω τραπεζικές υπηρεσίες είναι παροχές προς τελικούς αποδέκτες, ακόμη και όταν αυτοί είναι έμποροι ή επαγγελματίες και χρησιμοποιούν αυτές για την ικανοποίηση επιχειρηματικών ή επαγγελματικών τους αναγκών, αναλισκόμενες αμέσως από τους ίδιους στο πλαίσιο τραπεζικής συναλλαγής και όχι ενδιάμεσης προς περαιτέρω μεταβίβαση τους. Έτσι υπάγονται στην προστασία του Ν. 2251/1994 όχι μόνο οι τραπεζικές υπηρεσίες, που από τη φύση τους απευθύνονται σε ιδιώτες πελάτες για την εξυπηρέτηση προσωπικών τους αναγκών, αλλά και αυτές που απευθύνονται σε επαγγελματίες, όπως είναι η χορήγηση δανείων και πιστώσεων για την εξυπηρέτηση επαγγελματικών ή επιχειρηματικών αναγκών. Επιπροσθέτως, μέχρι την αντικατάσταση του Ν. 2251/1994 με το Ν. 3587/2007 δεν υπήρχε στην ελληνική έννομη τάξη ρύθμιση προστασίας ως καταναλωτή του εγγυητή γενικώς και ειδικότερα του εγγυητή επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου. Ωστόσο, λόγω του παρεπομένου χαρακτήρα της εγγυητικής σύμβασης έναντι της κύριας οφειλής, κατ’ άρθρο 847 ΑΚ, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όταν ο πρωτοφειλέτης – δανειολήπτης επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου έχει την ιδιότητα του καταναλωτή ως τελικός αποδέκτης τούτου και τυγχάνει προστασίας του άνω νόμου, της ιδίας προστασίας πρέπει να τυγχάνει και ο εγγυητής αυτού, εφόσον η εγγύηση δεν εντάσσεται στο πλαίσιο της επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας του τελευταίου και τούτο διότι δεν δικαιολογείται δυσμενέστερη αντιμετώπιση του εγγυητή από τον πρωτοφειλέτη. Η εκδοχή αυτή ενισχύεται, άλλωστε, και από το γεγονός ότι, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 4 περ. ββ του ιδίου ως άνω νόμου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 5 του Ν. 3587/2007, εντάσσεται ήδη ρητώς στο προστατευτικό πεδίο αυτού και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας του (ΟλΑΠ 13/2015 ΧΡΙΔ 2015. 675, ΑΠ 1137/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1463/2017 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 181 του ΑΚ, δικαιοπραξία της οποίας ένα μέρος είναι άκυρο, παραμένει ισχυρή κατά το υπόλοιπο και μόνον κατ’ εξαίρεση μπορεί να συνάγεται ή να αποδεικνύεται ότι κατά τη βούληση των μερών η ακυρότητα καταλαμβάνει όλη τη δικαιοπραξία, δηλαδή καθιερώνεται ερμηνευτικός κανόνας υπέρ της μερικής ακυρότητας. Η μερική ακυρότητα δεν αναφέρεται στο ουσιώδες περιεχόμενο της δικαιοπραξίας, οπότε θα προκαλούσε ολική ακυρότητα, αλλά σε επί μέρους όρο, ρήτρα, παροχή της δικαιοπραξίας ή και σε μέρος αυτών. Η μερική ακυρότητα δεν σχετίζεται με την αιτία της ακυρότητας, αλλά αφορά την ενέργειά της με συνέπεια να μπορεί να επέλθει ολική ακυρότητα σε περιπτώσεις που ο λόγος της ακυρότητας αφορά ουσιώδες μέρος της δικαιοπραξίας. Αντικείμενο της μερικής ακυρότητας μπορεί να αποτελέσει μόνο η δικαιοπραξία που μπορεί να κατατμηθεί σε περισσότερα μέρη, χωρίς να μεταβάλλεται το είδος της, έτσι ώστε το έγκυρο μέρος να ισχύει ως αυτοτελής δικαιοπραξία μετά την αφαίρεση του άκυρου μέρους. Η ακυρότητα του μέρους συμπαρασύρει όλη τη δικαιοπραξία, εάν συνάγεται ότι τα μέρη δεν θα την επιχειρούσαν χωρίς το άκυρο μέρος. Η εφαρμογή της διάταξης προϋποθέτει, δηλαδή, ότι αμφότερα τα μέρη αγνοούσαν την ακυρότητα των όρων, ότι η θέληση των συμβαλλομένων θα ήταν να μην ισχύσει η σύμβαση χωρίς τους άκυρους όρους, χωρίς να είναι αποφασιστική η θέληση μόνο του ενός συμβαλλόμενου, Για το σκοπό αυτό αναζητείται ερμηνευτικά όχι η πραγματική, αλλά η υποθετική ή εικαζόμενη θέληση που θα είχαν οι δικαιοπρακτούντες κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, αν γνώριζαν την ακυρότητα του μέρους με βάση και τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ, δηλαδή το δικαστήριο συμπληρώνει με νομικό πλάσμα τη θέληση των μερών. Η εξακρίβωση της θέλησης των μερών θα γίνει με βάση τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών και με κριτήρια αντικειμενικά, όπως η φύση της δικαιοπραξίας και ο επιδιωκόμενος σκοπός, αλλά και υποκειμενικά, όπως τα ελατήρια, οι συνήθειες, τα οικονομικά συμφέροντα και οι αξιολογήσεις των δικαιοπρακτούντων κατά τη σύναψη της δικαιοπραξίας (ΑΠ 772/2014 ΧρΙΔ 2014. 680, ΜονΕφΠατρ 364/2017 ΝΟΜΟΣ). Η εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης προϋποθέτει ότι τα μέρη αγνοούσαν την ακυρότητα του μέρους, διαφορετικά δεν θα είχαν περιλάβει το άκυρο μέρος, διότι αν το περιέλαβαν εν γνώσει της ακυρότητας δεν εφαρμόζεται η διάταξη. Όποιος συνεπώς επικαλείται ολική ακυρότητα της δικαιοπραξίας πρέπει να ισχυρισθεί και να αποδείξει ότι τα μέρη δεν θα κατάρτιζαν την όλη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος. Προς τούτο πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει τα περιστατικά από τα οποία θα συναγάγει το δικαστήριο ότι οι δικαιοπρακτούντες – συμβαλλόμενοι είχαν αποδώσει τέτοια σημασία στο άκυρο μέρος (σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν με μνεία μεταξύ άλλων και της επιδιωκόμενης οικονομικής αξίας), ώστε αν κατά το χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας γνώριζαν την ακυρότητά του, δεν θα επιχειρούσαν τη δικαιοπραξία (AΠ 168/2021 ΝΟΜΟΣ). Από το συνδυασμό των ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων (άρθρο 2 παρ. 6 και 8 του Ν. 2251/1994, 181, 200 του ΑΚ) συνάγεται ότι η ακυρότητα ενός Γενικού Όρου Συναλλαγών (ΓΟΣ) δεν επιδρά επί του κύρους όλης της σύμβασης, αλλά είναι μερική, υπό την έννοια ότι άκυρος θεωρείται μόνο ο συγκεκριμένος καταχρηστικός, σύμφωνα με το νόμο, όρος, εκτός αν συνάγεται ότι η σύμβαση δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος (άρθρο 181 του ΑΚ), δηλαδή συνάγεται ότι τα μέρη δεν θα επιχειρούσαν τη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος, αλλά απέβλεπαν σ’ αυτή ως ενιαίο αδιάσπαστο σύνολο (ΑΠ 105/2019 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3061/2021 ΝΟΜΟΣ). Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994, δεν αναγνωρίζεται στον προμηθευτή η δυνατότητα να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης για το λόγο ότι ένας ή περισσότεροι γενικοί όροι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί. Εξ αντιδιαστολής συνάγεται ότι ο καταναλωτής δεν εμποδίζεται να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης, εφόσον βέβαια συντρέχουν οι όροι του άρθρου 181 του ΑΚ. Ως προς το ζήτημα της πλήρωσης του κενού, που δημιουργείται από την ακυρότητα ενός ΓΟΣ, γίνεται δεκτό ότι το σχετικό κενό καλύπτεται καταρχήν με την εφαρμογή του αντίστοιχου κανόνα ενδοτικού δικαίου, εφόσον προβλέπεται σχετική ρύθμιση, διαφορετικά από τη συμπληρωματική ερμηνεία της σύμβασης κατά το άρθρο 200 του ΑΚ (ΑΠ 1060/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 105/2019 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, ο Ν. 2251/1994 περί “προστασίας των καταναλωτών” αποτελεί ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 05.04.1993 “σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές”, στην παράγραφο 1 του άρθρου 3 της οποίας ορίζεται ότι ρήτρα σύμβασης που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική, όταν παρά την απαίτηση της καλής πίστης, δημιουργεί σε βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 8 της ίδιας οδηγίας, τα Κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή διατηρούν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα Οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις σύμφωνες προς τη συνθήκη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή (ΑΠ 828/2018 ΝΟΜΟΣ). Για να υπάρξει κατά το Ν. 2251/1994 καταχρηστικότητα ενός Γενικού Όρου Συναλλαγής (ΓΟΣ), πρέπει αυτός να έχει ως αποτέλεσμα “την σημαντική διατάραξη των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή”. Σε περίπτωση, όμως, που ο επίμαχος όρος απηχεί διάταξη εθνικού δικαίου, αναγκαστικού ή ενδοτικού, τότε εξ ορισμού δεν νοείται διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλομένων ούτε καταχρηστικότητα του συμβατικού όρου. Επομένως, ένας τέτοιος όρος εξ ορισμού αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής του Ν. 2251/1994 (ΟλΑΠ 4/2019 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 851 του ΑΚ, ο εγγυητής ευθύνεται για την έκταση που έχει κάθε φορά η κύρια οφειλή, και ιδίως για τις συνέπειες του πταίσματος ή της υπερημερίας του πρωτοφειλέτη, ενώ κατά το άρθρο 855 του ΑΚ, ο εγγυητής έχει δικαίωμα να αρνηθεί την καταβολή της οφειλής, ωσότου ο δανειστής επιχειρήσει αναγκαστική εκτέλεση εναντίον του πρωτοφειλέτη και αυτή αποβεί άκαρπη (ένσταση διζήσεως), και κατά το άρθρο 857 αριθ. 1 του ΑΚ, ο εγγυητής δεν έχει την ένσταση της διζήσεως: 1. Αν παραιτήθηκε από αυτήν, και ιδίως αν εγγυήθηκε ως αυτοφειλέτης. Η ύπαρξη όρου περιεχομένου σε σύμβαση πίστωσης μεταξύ Τράπεζας και εγγυητή, κατά τον οποίο ο συμβαλλόμενος εγγυητής δηλώνει ότι παραιτείται από το ευεργέτημα (ένσταση της διζήσεως), ευθυνόμενος αλληλεγγύως και για ολόκληρο το ποσό ως αυτοφειλέτης, απηχεί το περιεχόμενο της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 857 του ΑΚ, και κατά συνέπεια, δε νοείται διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλομένων, ούτε καταχρηστικότητα του σχετικού όρου (ΑΠ 1087/2019 ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 847, 851, 857 και 859 του ΑΚ προκύπτει ότι αν ο εγγυητής παραιτήθηκε από την ένσταση διζήσεως δεν έχει το δικαίωμα να αρνηθεί την καταβολή της οφειλής ωσότου ο δανειστής επιχειρήσει αναγκαστική εκτέλεση εναντίον του πρωτοφειλέτη και αυτή αποβεί άπρακτη. Στην περίπτωση αυτή ο δανειστής μπορεί να στραφεί κατά οποιουδήποτε (πρωτοφειλέτη ή εγγυητή). Η άσκηση του δικαιώματος μόνο κατά του εγγυητή δεν κινδυνεύει να χαρακτηριστεί καταχρηστική, εάν δεν συντρέχουν περιστατικά που μπορούν να της προσδώσουν τέτοια μορφή (ΑΠ 99/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1297/1990 ΕλλΔνη 32. 1215, ΕφΛαρ 114/2007 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 6902/1995 ΕλλΔνη 37. 1398). Εξάλλου, κατά την ενδοτικού δικαίου διάταξη του άρθρου 862 του ΑΚ ο εγγυητής ελευθερώνεται, εφόσον από πταίσμα του δανειστή κατέστη αδύνατη η από τον οφειλέτη ικανοποίηση αυτού, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 332 παρ. 1 του ΑΚ είναι άκυρη κάθε εκ των προτέρων συμφωνία, με την οποία αποκλείεται ή περιορίζεται η ευθύνη από δόλο ή βαριά αμέλεια. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι είναι επιτρεπτή η εκ των προτέρων παραίτηση του εγγυητή από το ευεργέτημα που παρέχεται σ’ αυτόν με την πρώτη από τις ανωτέρω διατάξεις, εφόσον κατέστη αδύνατη η ικανοποίηση του δανειστή από ελαφρά αμέλεια του, και περαιτέρω ότι για να ελευθερωθεί ο εγγυητής, ο παραιτηθείς από την εν λόγω ένσταση, πρέπει να συντρέχει δόλος ή βαριά αμέλεια του δανειστή ως προς την αδυναμία ικανοποίησής του από τον πρωτοφειλέτη (ΑΠ 1112/2000 ΕΕμπΔ 2000. 489, ΕφΘεσ 1078/2005 ΕΕμπΔ 2005. 526, ΕφΘεσ 117/2002 ΔΕΕ 2002. 507). Την υπαίτια αυτή συμπεριφορά οφείλει να επικαλεσθεί και να αποδείξει ο εγγυητής, τέτοια δε συμπεριφορά συνιστά, κατά τις περιστάσεις, και η επί μακρόν αμέλεια του δανειστή να επιδιώξει την είσπραξη της απαίτησης του και η εν τω μεταξύ επελθούσα αδυναμία του πρωτοφειλέτη να καταβάλει την οφειλή του (ΑΠ 48/2001 ΔΕΕ 2001. 1011, ΑΠ 573/2001 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1524/1991 ΕλλΔνη 24. 313, ΕφΑθ 3104/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 2788/2009 ΕπισκΕμπΔ 2010. 196, ΕφΛαρ 386/2004 ΕΕμπΔ 2005. 114, ΕφΑθ 7384/2001 ΕλλΔνη 2002. 481). Πταίσμα του δανειστή περί την είσπραξη της απαίτησης εκδηλώνεται είτε με ενέργειες – πράξεις, είτε με παραλείψεις, εξαιτίας των οποίων γίνεται αδύνατη η ικανοποίησή του από τον πρωτοφειλέτη. Στην εγγύηση αορίστου χρόνου ειδικότερα, θεωρείται ότι υπάρχει πταίσμα του δανειστή (και) όταν αυτός αμελεί για ικανό χρόνο να καταδιώξει τον πρωτοφειλέτη, που έπειτα γίνεται αναξιόχρεος, ή αμελεί τη διεξαγωγή της δίκης ή αναγκαστικής εκτέλεσης εναντίον του πρωτοφειλέτη ή παρέχει υπέρμετρες και άκριτες περαιτέρω πιστώσεις στον πρωτοφειλέτη, με συνέπεια την αύξηση του παθητικού του τελευταίου, σε βαθμό που να μην επαρκεί το ενεργητικό της περιουσίας του για την ικανοποίηση των απαιτήσεών του. Εφόσον δε στον ΑΚ δεν περιλήφθηκε ορισμός της βαριάς αμέλειας, στο δικαστή της ουσίας εναπόκειται, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να κρίνει πότε η αμέλεια είναι βαριάς μορφής, αξιολογική κρίση η οποία ελέγχεται αναιρετικά (ΑΠ 1491/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1296/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1073/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 419/2013 ΧρΙΔ 2013. 505). Κατά συνέπεια, σε περίπτωση που ο εγγυητής έχει παραιτηθεί εκ των προτέρων από το ευεργέτημα ελευθερώσεως, πρέπει να επικαλεστεί σαφώς τη συνδρομή δόλου ή βαριάς αμέλειας, καθώς και τα περιστατικά εκείνα, τα οποία, αντικειμενικώς ελεγχόμενα, συγκροτούν την έννοια αυτών, έχοντας και το βάρος απόδειξης των εν λόγω περιστατικών, προκειμένου έτσι να μπορέσει το δικαστήριο να κρίνει το νόμω βάσιμο της ανωτέρω ένστασης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 332 παρ. 1 του ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 862 του ΑΚ, αλλά και ο καθ’ ου να αμυνθεί κατ’ αυτής (ΑΠ 1137/2019 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, ο εγγυητής, εξαιτίας του παρεπόμενου χαρακτήρα της εγγύησης σε σχέση με την κύρια οφειλή, ευθύνεται για την έκταση που έχει κάθε φορά η κύρια οφειλή, με βάση τη σύμβαση μεταξύ δανειστή και πρωτοφειλέτη που είχε καταρτισθεί μέχρι τη σύναψη της εγγύησης, ανεξάρτητα εάν καθίσταται μεγαλύτερη. Εφόσον η διάταξη του άρθρου 851 του ΑΚ είναι ενδοτικού δικαίου, οι συμβαλλόμενοι είναι ελεύθεροι να διαμορφώσουν ελεύθερα κατά τη βούλησή τους την εγγύηση. Έτσι, μπορούν, είτε ταυτόχρονα με τη σύσταση της εγγύησης είτε με μεταγενέστερη σύμβαση, να καθορίσουν την ευθύνη του εγγυητή στενότερα από την άνω διάταξη. Σύμφωνα με αυτά μπορεί να συμφωνήσουν ότι ο εγγυητής αναλαμβάνει την ευθύνη και εγγυάται για ένα μόνο μέρος του χρέους, ακόμη και της κύριας οφειλής, του πρωτοφειλέτη προς το δανειστή. Ο δανειστής, ασκώντας αγωγή κατά του εγγυητή για καταβολή του χρέους που δεν καταβάλει ο πρωτοφειλέτης, πρέπει να επικαλεστεί τη σύμβαση με τον πρωτοφειλέτη, την μεταξύ αυτού και του εγγυητή σύμβαση εγγύησης κατά το περιεχόμενό της, ήτοι την παροχή που αφορά και την έκταση της ευθύνης, το ύψος της οφειλής του πρωτοφειλέτη και την υπερημερία του τελευταίου. Εάν ο δανειστής ισχυρίζεται ότι ο εγγυητής ευθύνεται ως αυτοφειλέτης και για όλη την έκταση της οφειλής, σύμφωνα με το άρθρο 851 του ΑΚ, την ύπαρξη ειδικού συμβατικού, μεταξύ δανειστή και εγγυητή, όρου, με τον οποίο περιορίζεται η ευθύνη του εγγυητή σε μέρος μόνο της οφειλής, πρέπει να επικαλεστεί και αποδείξει ο εγγυητής, δεδομένου ότι αυτός ο ισχυρισμός περιορισμού της ευθύνης συνιστά ένσταση καταλυτική του δικαιώματος του δανειστή (ΑΠ 1486/1997 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ 3038/2023 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η ευθύνη του εγγυητή, η οποία απορρέει από τη μεταξύ αυτού και του δανειστή κάποιου άλλου καταρτισθείσα σύμβαση εγγύησης, σύμφωνα με το άρθρο 847 του ΑΚ, αποτελεί μία νέα αυτοτελή σχέση έναντι της μεταξύ του δανειστή και του πρωτοφειλέτη υφισταμένης, ήτοι μία ανεξάρτητη σύμβαση, με αυτοτελή δικαιώματα και υποχρεώσεις, συναινετική, ετεροβαρή και αφηρημένη, με την έννοια ότι το κύρος της δεν εξαρτάται από το κύρος της τυχόν συνδέουσας τον εγγυητή με τον πρωτοφειλέτη εσωτερικής σχέσης ή από τα αίτια τα οποία οδήγησαν τον εγγυητή σε συνομολόγηση της εγγυήσεως (βλ. Βρέλλη σε Αστικό Κώδικα Α. Γεωργιάδη-Μ. Σταθόπουλου τόμ. IV σελ. 362, ΕφΛαρ 800/2003 Δικογραφία 2004. 270), είναι δε ανεξάρτητη από τυχόν ιδιότητα του εγγυητή ως μετόχου της πρωτοφειλέτριας εταιρείας ή ως συνεργάτη αυτής, και ως εκ τούτου η τυχόν παύση της ιδιότητας του εγγυητή ως μετόχου της πρωτοφειλέτριας εταιρείας ή η παύση της συνεργασίας αυτού με την πρωτοφειλέτρια εταιρεία, δεν επιφέρει απόσβεση της απορρέουσας οφειλής του από τη σύμβαση εγγύησης (ΕφΑθ 1362/2014 ΔΕΕ 2014. 598). Περαιτέρω, ειδικές ρυθμίσεις αναφορικά με την υποχρέωση της Τράπεζας για διαφώτιση και πληροφόρηση του εγγυητή περιλαμβάνονται ρητώς και στην υπ’ αριθ. 2501/31.10.2002 Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΠΔ/ΤΕ) περί «Ενημέρωσης των συναλλασσόμενων με τα πιστωτικά ιδρύματα για τους όρους που διέπουν τις συναλλαγές τους» (ΦΕΚ Α’ 277/18.11.2002), η οποία έχει εκδοθεί από τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος με βάση την εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 18 παρ. 5 του Ν. 2076/1992 (πριν την κατάργηση της εν λόγω διάταξης από τον Ν. 3601/2007), η οποία (εξουσιοδοτική διάταξη) προέβλεπε ότι: «5. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να θεσπίζει κανόνες σχετικά με τις πληροφορίες και τα στοιχεία που τα εποπτευόμενα από αυτήν πρόσωπα οφείλουν να παρέχουν στους συναλλασσόμενους με αυτά ως προς τους όρους των συναλλαγών τους». Αντίστοιχη εξουσιοδοτική διάταξη περιλήφθηκε και στο άρθρο 25 παρ. 6 του Ν. 3601/2007, όπου πλέον ρητά γίνεται λόγος για την διασφάλιση της διαφάνειας και της σαφήνειας μέσω των παρεχόμενων πληροφοριών και στοιχείων, ενώ η ανωτέρω ΠΔ/ΤΕ διατηρήθηκε σε ισχύ με βάση την διάταξη του άρθρου 92 περ. β’ του Ν. 3601/2007, σύμφωνα με την οποία: «β) Οι αποφάσεις, εγκύκλιοι και διευκρινιστικές οδηγίες που έχουν εκδοθεί από Υπουργούς ή αρμόδιες αρχές, βάσει διατάξεων που καταργούνται στην παράγραφο α’ του παρόντος άρθρου (στις οποίες περιλαμβάνεται και η διάταξη του άρθρου 18 παρ. 5 του Ν. 2076/1992), τροποποιούνται, συμπληρώνονται ή αντικαθίστανται με διατάξεις του παρόντος νόμου, εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι την κατάργηση, τροποποίηση, συμπλήρωση ή αντικατάσταση τους, σύμφωνα με τις αντίστοιχες διατάξεις του παρόντος νόμου». Στην ανωτέρω Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία έχει τροποποιηθεί, συμπληρωθεί και διευκρινισθεί και με μεταγενέστερες αντίστοιχες Πράξεις, ρητά προβλέπονται και βαρύνουν την Τράπεζα υποχρεώσεις τόσο προσυμβατικής διαφώτισης και πληροφόρησης όσο και διαφώτισης και πληροφόρησης κατά την διάρκεια ισχύος της σύμβασης εγγύησης. Στο Κεφάλαιο Α της ανωτέρω ΠΔ/ΤΕ διαλαμβάνονται οι γενικές αρχές, τις οποίες οι Τράπεζες οφείλουν να τηρούν κατά την εκ μέρους τους εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους για πληροφόρηση των πελατών τους. Ειδικότερα, μεταξύ των γενικών υποχρεώσεων που βαρύνουν τα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα στο πλαίσιο της πληροφόρησης και ενημέρωσης των συναλλασσόμενων με αυτά περιλαμβάνονται: α) η υποχρέωση κατάλληλης ενημέρωσης των συναλλασσόμενων για τη φύση και τα χαρακτηριστικά των προσφερόμενων προϊόντων και υπηρεσιών και εν γένει για τους όρους και τις προϋποθέσεις που διέπουν τις τραπεζικές συναλλαγές, β) η παροχή περιοδικής έγγραφης ενημέρωσης στους συναλλασσόμενους κατά τη διάρκεια ισχύος και λειτουργίας των συμβάσεων για τον τρόπο εφαρμογής των όρων που έχουν συμφωνηθεί, γ) η ανταπόκριση εντός εύλογου χρονικού διαστήματος σε αιτήματα συναλλασσόμενων για την παροχή πληροφοριών και διευκρινίσεων σχετικά με την εφαρμογή των συμβατικών όρων, δ) η μέριμνα για την κατάλληλη εκπαίδευση των υπαλλήλων που είναι επιφορτισμένοι με την παροχή εξειδικευμένων πληροφοριών προς το συναλλακτικό κοινό και ε) η διαμόρφωση του περιεχομένου των διαφημίσεών τους σύμφωνα και με τους βασικούς κανόνες διαφάνειας της Πράξης αυτής. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι στις ανωτέρω γενικές υποχρεώσεις των Τραπεζών χρησιμοποιείται ο ευρύς όρος «συναλλασσόμενοι», με αποτέλεσμα να καταλαμβάνονται από αυτόν όλοι οι αντισυμβαλλόμενοι των Τραπεζών, δύναται δε υποστηριχθεί ότι στην έννοια του συναλλασσόμενου εντάσσονται και οι εγγυητές, και ότι κατά συνέπεια οι ανωτέρω γενικές υποχρεώσεις των Τραπεζών ισχύουν και ως προς αυτούς. Ειδικότερα, στην διάταξη του Κεφαλαίου Τ παράγραφος 4 περίπτωση β’ εδάφιο α’ της ανωτέρω ΠΔ/ΤΕ ρητά προβλέπεται ότι : «β) Κατ’ αναλογία με τα ισχύοντα για τους οφειλέτες, τα πιστωτικά ιδρύματα ενημερώνουν κατά την κατάρτιση των σχετικών συμβάσεων τους εγγυητές των δανείων και πιστώσεων για τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνουν». Περαιτέρω, στην παράγραφο 2 του Κεφαλαίου Β1 της ανωτέρω ΠΔ/ΤΕ, διαλαμβάνεται αναλυτική παράθεση των στοιχείων, τα οποία κατ’ ελάχιστον υποχρεούνται τα πιστωτικά ιδρύματα να γνωστοποιούν τόσο στους οφειλέτες όσο και στους εγγυητές κατά την κατάρτιση πιστοδοτικών συμβάσεων, ώστε οι συναλλασσόμενοι με τα πιστωτικά ιδρύματα να σχηματίζουν πριν από τη σύναψη της σύμβασης σαφή εικόνα για τις παρεχόμενες υπηρεσίες και προϊόντα, όταν αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο εξατομικευμένης διαπραγμάτευσης. Στα στοιχεία δε αυτά περιλαμβάνονται πληροφορίες αναφορικά με το ύψος και τα επιμέρους στοιχεία, τα οποία διαμορφώνουν το επιτόκιο, το ύψος των λοιπών επιβαρύνσεων, δαπανών, αμοιβών, εισφορών, τελών κλπ., την έναρξη και την περίοδο εκτοκισμού των δανείων, αναφορικά με τον τρόπο υπολογισμού και το ύψος των τόκων, αναφορικά με την ανάλυση καταβολής των δόσεων, το ύψος του επιτοκίου υπερημερίας και τον τρόπο υπολογισμού των τόκων, τους όρους και τις σχετικές επιβαρύνσεις στις περιπτώσεις τυχόν υπέρβασης από τους δανειοδοτούμενους των συμβατικών ορίων χρηματοδότησης, ζητήματα σχετικά με την πρόωρη εξόφληση ή μετατροπή των όρων του δανείου, σχετικά με την διακύμανση συναλλαγματικής ισοτιμίας, στην περίπτωση δανείων σε συνάλλαγμα ή με ρήτρα συναλλάγματος, κλπ. Κατά συνέπεια, όπως ο πρωτοφειλέτης, έτσι και ο εγγυητής πρέπει να ενημερώνεται αναλυτικά από την Τράπεζα με βάση την ανωτέρω ΠΔ/ΤΕ πριν τη σύναψη της σύμβασης αναφορικά με όλα τα ζητήματα και επιμέρους – ποσοτικά κατά κύριο λόγο – στοιχεία, τα οποία δύνανται να διαμορφώσουν ή να επηρεάσουν κατά κύριο λόγο το ύψος της οφειλής από την αναλαμβανόμενη πίστωση. Μάλιστα, στην ανωτέρω Πράξη ορίζεται ρητά ότι, όταν στάδια των ανωτέρω τραπεζικών συναλλαγών περί χορηγήσεων πιστώσεων πραγματοποιούνται εκτός τραπεζικών καταστημάτων, τα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να ενημερώνουν και για το είδος της συμβατικής σχέσης που διέπει την Τράπεζα με την συνεργαζόμενη επιχείρηση και τα εξ αυτής απορρέοντα δικαιώματα των συναλλασσόμενων. Για την εκπλήρωση δε όλων των ανωτέρω υποχρεώσεων πληροφόρησης, τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται κατά την ανωτέρω Πράξη να επιλέγουν κατάλληλα πρόσωπα για τη διενέργεια της σχετικής ενημέρωσης των συναλλασσόμενων, καθιερώνοντας έτσι υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων να μεριμνούν για την εκπαίδευση των υπαλλήλων τους, ώστε οι τελευταίοι να ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις πληροφόρησης που βαρύνουν τα πιστωτικά ιδρύματα έναντι και των εγγυητών (Γ. Βελέντζα «Ενημέρωση του καταναλωτή στις τραπεζικές συμβάσεις» ΕΤρΑξΧρΔ 2003. 488, του ίδιου «Δίκαιο Τραπεζών και Τραπεζικών Συμβάσεων (Εργασιών)» σελ. 100-101, όπου και εκτενής ανάλυση αναφορικά με την ανωτέρω Πράξη, Καράκωστα «Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή», σελ. 133 επ.). Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι η σχετική υποχρέωση χορήγησης πληροφοριών και στοιχείων ισχύει κατά την ανωτέρω Πράξη, όταν οι παρεχόμενες υπηρεσίες και προϊόντα δεν αποτελούν αντικείμενο εξατομικευμένης διαπραγμάτευσης, καθώς στην αντίθετη περίπτωση προδήλως θεωρείται ότι ο συναλλασσόμενος με την Τράπεζα, εν προκειμένω ο εγγυητής, εισερχόμενος σε διαπραγμάτευση με την Τράπεζα, έχει ενημερωθεί επί των ανωτέρω πληροφοριών, επί των οποίων διαπραγματεύεται, προδήλως δε η ανωτέρω Πράξη αποσκοπεί κατά κύριο λόγο στην ενημέρωση του μη έμπειρου συναλλασσόμενου (Γ. Βελέντζα, «Ενημέρωση του καταναλωτή στις τραπεζικές συμβάσεις» ΕΤρΑξΧρΔ 2003, 487, του ίδιου «Δίκαιο Τραπεζών και Τραπεζικών Συμβάσεων (Εργασιών)» σελ. 9). Για τον λόγο αυτό ορίζεται στο Κεφάλαιο Τ παράγραφος 4 περίπτωση γ’ της ανωτέρω Πράξης ότι τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν δυνατότητα επιλογής του τρόπου ενημέρωσης των συναλλασσόμενων που κατά τεκμήριο διαθέτουν επαρκή εμπειρία. Πέραν, ωστόσο, των ανωτέρω προσυμβατικών υποχρεώσεων πληροφόρησης, προβλέπεται και υποχρέωση διαρκούς πληροφόρησης του εγγυητή από την Τράπεζα κατά την διάρκεια της σύμβασης πιστοδότησης που συνδέει την Τράπεζα με τον πρωτοφειλέτη. Ειδικότερα, στην διάταξη του Κεφαλαίου Γ παράγραφος 4 περίπτωση β’ εδάφιο β’ της ανωτέρω Πράξης ρητά προβλέπεται ότι «Κατά την περιέλευση των οφειλετών σε υπερημερία η ενημέρωση των εγγυητών γίνεται σύμφωνα με την ως άνω παράγραφο 4α.», ενώ σύμφωνα με την παράγραφο 4 περίπτωση α’, στην οποία παραπέμπει η ανωτέρω διάταξη, «α) Επίσης, τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν, ανεξάρτητα από την υποβολή σχετικού αιτήματος, να παρέχουν αναλυτική ενημέρωση στους δανειζόμενους ως προς το ύψος των οφειλών τους (κεφάλαιο, τόκους και πάσης φύσης επιβαρύνσεις) εντός 30 ημερών από την περιέλευσή τους σε υπερημερία». Προβλέπεται, κατά συνέπεια, υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων να ενημερώνουν όχι μόνο τον πρωτοφειλέτη αλλά και τον εγγυητή, αναφορικά με την περιέλευση των πρωτοφειλετών σε υπερημερία και με το ακριβές ύψος της οικείας οφειλής κατά κεφάλαιο, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις, και δη στο σύντομο χρονικό διάστημα των τριάντα ημερών από την περιέλευση του πρωτοφειλέτη σε υπερημερία. Με την ανωτέρω διάταξη επιδιώκεται η άμεση ενημέρωση του εγγυητή αναφορικά με το ενδεχόμενο γέννησης ευθύνης του από τη σύμβαση εγγύησης ως επίσης και αναφορικά με το ενδεχόμενο γέννησης ευθύνης του από τη σύμβαση εγγύησης ως επίσης και αναφορικά με το ύψος της οικείας οφειλής, προκειμένου προδήλως να προληφθεί η υπέρμετρη διόγκωση της ασφαλιζόμενης οφειλής με την επιβολή τόκων υπερημερίας επί των οφειλόμενων ποσών. Από τις διατάξεις της περίπτωσης β’ της παραγράφου 4 του Κεφαλαίου Τ της ανωτέρω Πράξης προκύπτει ότι, σε αντίθεση με όσα προβλέπονται για τους πρωτοφειλέτες, δεν φαίνεται να προβλέπεται ρητά υποχρέωση τακτικής περιοδικής ενημέρωσης του εγγυητή ή ενημέρωσής του κατόπιν σχετικού αιτήματος αναφορικά με την εξέλιξη της κύριας οφειλής, καθώς οι ανωτέρω διατάξεις δεν παραπέμπουν ρητά και στην παράγραφο 2 του Κεφαλαίου Γ της ανωτέρω Πράξης, όπου προβλέπεται η περιοδική ενημέρωση των συναλλασσόμενων με την Τράπεζα. Από το γεγονός ότι ούτε η παράγραφος 2, αλλά ούτε και παράγραφος 3 του ανωτέρω Κεφαλαίου αναφέρονται ρητά μόνο στον πρωτοφειλέτη, αλλά εν γένει σε κάθε συναλλασσόμενο θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι οι σχετικές υποχρεώσεις πληροφόρησης και ενημέρωσης βαραίνουν την Τράπεζα όχι μόνο έναντι του πρωτοφειλέτη, αλλά και έναντι του εγγυητή. Ωστόσο, δεδομένου ότι η παράγραφος 4 του Κεφαλαίου Γ αναφέρεται ρητά στις υποχρεώσεις πληροφόρησης της Τράπεζας έναντι του εγγυητή τόσο σε προσυμβατικό στάδιο, όσο και κατά τη διάρκεια της σύμβασης πιστοδότησης, προκύπτει ερμηνευτικά και κατ’ αντιδιαστολή ότι σκοπός του νομοθέτη της εν λόγω Πράξης ήταν η παροχή στον εγγυητή μόνο της διαλαμβανόμενης στην παράγραφο 4 περίπτωση β’ του Κεφαλαίου Γ ενημέρωσης, και όχι του συνόλου της προβλεπόμενης στην εν λόγω Πράξη ενημέρωσης. Οι αναλυτικά προβλεπόμενες στην ανωτέρω Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος υποχρεώσεις της Τράπεζας για ενημέρωση, μεταξύ άλλων, και των εγγυητών δεν προσδιορίζουν περιοριστικά τις υποχρεώσεις πληροφόρησης της Τράπεζας. Πράγματι, στην παράγραφο 2 του Κεφαλαίου Β εκτίθεται η ελάχιστη απαιτούμενη ενημέρωση, μεταξύ άλλων και του εγγυητή, χωρίς να παρεμποδίζεται η Τράπεζα να παρέχει πρόσθετη ενημέρωση πέραν αυτής. Πολύ περισσότερο, η ανωτέρω Πράξη δεν περιορίζει την πληροφόρηση, την οποία η Τράπεζα υποχρεούται να παρέχει στον εγγυητή δυνάμει άλλων νομικών διατάξεων, είτε κατ’ έκταση, είτε κατά περιεχόμενο (Ψυχομάνη, «Τραπεζικό Δίκαιο – Δίκαιο Τραπεζικών Συμβάσεων», σελ. 74). Τα ανωτέρω προβλέπονται ρητά και στην υπ’ αριθ. 77178/19-07-2004 απόφαση της Επιτροπής Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ Α’ 152/09.08.2004), στην παράγραφο 5 της οποίας ρητά ορίζεται ότι: «α) Η αναφερόμενη στο κεφάλαιο Β της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 ελάχιστη ενημέρωση δεν υποκαθιστά την υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων να περιλαμβάνουν στις συμβάσεις τους σαφείς όρους για τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των αντισυμβαλλομένων τους». Υποστηρίζεται ότι η παραβίαση των υποχρεώσεων της Τράπεζας για ενημέρωση και πληροφόρηση του εγγυητή, που προβλέπονται στην ανωτέρω υπ’ αριθ. 2501/2002 Πράξη, επισύρει πρωτίστως διοικητικής φύσης κυρώσεις σε βάρος των Τραπεζών (Ψυχομάνη, ό.π., σελ. 74). Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, οι διαλαμβανόμενες στην εν λόγω Πράξη υποχρεώσεις των Τραπεζών δύνανται να συμβάλουν στην εξειδίκευση του περιεχομένου των ανωτέρω εκτιθέμενων υποχρεώσεων ενημέρωσης, που πηγάζουν από την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη (άρθρα 281, 288 του ΑΚ), δεδομένου ότι οι ανωτέρω υποχρεώσεις πληροφόρησης αποτελούν την ελάχιστη πληροφόρηση, την οποία κατά την έννομη τάξη υποχρεούνται σε κάθε περίπτωση οι Τράπεζες να παρέχουν στους εγγυητές. Υποχρέωση της Τράπεζας για διαφώτιση και πληροφόρηση του εγγυητή προβλέπεται και στον Κώδικα Τραπεζικής Δεοντολογίας, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ τον Μάρτιο του έτους 1997, κατόπιν έγκρισής του από την Γενική Συνέλευση της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών (πρώην Ένωση Ελληνικών Τραπεζών), όπως αυτός ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο. Ειδικότερα, στην παράγραφο 2 του ανωτέρω Κώδικα ρητά ορίζεται ότι «Οι συναλλαγές κάθε τράπεζας με τους πελάτες της διέπονται από πνεύμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης, και για το λόγο αυτό επιδιώκεται πάντα, και από τα δύο μέρη, η ειλικρινής και συστηματική αλληλοενημέρωση για όλα τα θέματα που αφορούν τη μεταξύ τους σχέση», ως πελάτης δε (ή συναλλασσόμενος) ορίζεται το «φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ένωση προσώπων που πραγματοποιεί εφάπαξ συναλλαγές ή συνάπτει συμβατικές σχέσεις διάρκειας με τράπεζα». Μάλιστα, στο δεύτερο εδάφιο του ανωτέρω ορισμού ρητά ορίζεται ότι «Η ιδιότητα του συναλλασσόμενου θεωρείται ότι υπάρχει όχι μόνο κατά το συμβατικό, αλλά και κατά το προσυμβατικό στάδιο της διερευνητικής επικοινωνίας ή/και διαπραγμάτευσης με την τράπεζα, καθώς και μετά την ολοκλήρωση της συναλλαγής ή τη λήξη της συναλλακτικής σχέσης». Περαιτέρω, στην παράγραφο 42 του ανωτέρω Κώδικα ρητά ορίζεται ότι «Σε περίπτωση κατά την οποία οι πιστοδοτήσεις καλύπτονται με εγγύηση τρίτου συμβαλλομένου προσώπου, οι τράπεζες οφείλουν να πληροφορούν τον εγγυητή σχετικά με τα προβλεπόμενα από τη νομοθεσία δικαιώματα και υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών, και να παρέχουν στον εγγυητή όλη τη σχετική πληροφόρηση και ενημέρωση που δίνουν και στον πιστοδοτούμενο. Στα πλαίσια της πληροφόρησης αυτής πρέπει να επισημαίνεται σαφώς στον εγγυητή η φύση και η έκταση των υποχρεώσεων ή κινδύνων που αναλαμβάνει, και να του γνωστοποιείται η τυχόν επέλευση στο μέλλον των κινδύνων αυτών». Προβλέπεται, επομένως, ρητά από τις ανωτέρω διατάξεις η υποχρέωση της Τράπεζας να παρέχει στον εγγυητή την ίδια πληροφόρηση, την οποία παρέχει, στον πρωτοφειλέτη, ως επίσης και να πληροφορεί τον εγγυητή αναφορικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τόσο του ίδιου του εγγυητή όσο και της Τράπεζας. Μάλιστα, προβλέπεται ρητά η υποχρέωση της Τράπεζας να επισημαίνει στον εγγυητή την φύση και την έκταση των υποχρεώσεων και των κινδύνων, τους οποίους αναλαμβάνει ο εγγυητής πριν τη σύναψη της σύμβασης, ενώ υποχρεούται να ενημερώνει τον εγγυητή και κατά τον χρόνο της περιέλευσης των οικείων κινδύνων, πρωτίστως με την επέλευση του πρωτοφειλέτη σε κατάσταση υπερημερίας και την ενεργοποίηση της υποχρέωσης του εγγυητή να καταβάλει αντί του πρωτοφειλέτη. Ζήτημα τίθεται, ωστόσο, αναφορικά με τις έννομες συνέπειες της παραβίασης των προβλεπόμενων στον Κώδικα Τραπεζικής Δεοντολογίας υποχρεώσεων της Τράπεζας. Η απάντηση στο εν λόγω ερώτημα συνδέεται άμεσα με την θέση, την οποία λαμβάνει κανείς στο ερώτημα αναφορικά με την νομική φύση των διατάξεων του Κώδικα Τραπεζικής Δεοντολογίας, δεδομένου ότι οι εν λόγω διατάξεις έχουν θεσπισθεί από την Ελληνική Ένωση Τραπεζών, αποτελούν δηλαδή κανόνες συμπεριφοράς ενώσεων επαγγελματιών με αμφισβητούμενη νομική φύση. Κατά μία άποψη, δύνανται να θεωρηθούν ως σύμβαση πλαίσιο ή ως Γενικοί Όροι Συναλλαγών στις σχέσεις των Τραπεζών μεταξύ τους. Στις σχέσεις με τους πελάτες τους, όμως, οι διατάξεις του εν λόγω κώδικα δεν αποκτούν αυτόματα συμβατική ισχύ, αλλά απαιτείται να συνδεθούν ως ΓΟΣ με ατομική σύμβαση τράπεζας με πελάτη τους, οπότε και ισχύουν μέσα στα όρια των διατάξεων του Ν. 2251/1994 και των διατάξεων των άρθρων 178, 179, 200 και 281 του ΑΚ. Εφόσον γίνει δεκτό ότι αποτελούν ΓΟΣ στις σχέσεις με τους πελάτες τους, τυχόν παραβίαση των προβλεπόμενων στον εν λόγω Κώδικα υποχρεώσεων πληροφόρησης θα συνιστά πλημμελή εκπλήρωση των υποχρεώσεων της Τράπεζας έναντι του εγγυητή, με συνέπεια η Τράπεζα να υποχρεούται να ανορθώσει κάθε ζημία που απορρέει από την εν λόγω εκ μέρους της πλημμελή εκπλήρωση της οικείας υποχρέωσης (Ψυχομάνη, ό.π., σελ. 103, Τουντόπουλου, ΔΕΕ 2008. 520). Κατ’ άλλη άποψη, ο Κώδικας Τραπεζικής Δεοντολογίας έχει ενημερωτικό, παιδευτικό και προαιρετικό χαρακτήρα και δεν αναπτύσσει νομική δεσμευτικότητα, ούτε στη σχέση των τραπεζών μεταξύ τους, ούτε στη σχέση των τραπεζών με τους πελάτες τους. Η ανωτέρω θέση θεμελιώνεται τόσο στο προοίμιο του ανωτέρω Κώδικα, όπου αναφέρεται ότι με τη θέσπιση των κανόνων δεοντολογίας επιδιώκεται ο καθορισμός προτύπων καλής τραπεζικής πρακτικής, όπως αυτά διαμορφώνονται από τα συναλλακτικά ήθη, το εθιμικό δίκαιο και τις διεθνώς παραδεδεγμένες αρχές δεοντολογίας, ενώ και στις παραγράφους 24 έως 26 του Κώδικα, στο Κεφάλαιο του Κώδικα με τίτλο «Τήρηση του Κώδικα» αναφέρεται μεν η υποχρέωση κάθε Τράπεζας να θεσπίσει τα πρόσφορα μέτρα και διαδικασίες για την τήρηση των διατάξεων του Κώδικα, δεν περιλαμβάνονται όμως προβλέψεις αναφορικά με την επιβολή τυχόν κυρώσεων σε περίπτωση παραβίασης των διατάξεών του (Γεωργιάδη Στ., «Η ευθύνη της επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών από την παροχή επενδυτικών συμβουλών», σελ. 63, Ψυχομάνη ό.π., σελ. 104). Κατά τρίτη άποψη ο Κώδικας Δεοντολογίας Τραπεζών αποτελεί δήλωση προς το κοινό, που δημιουργεί ένα πραγματικό εμπιστοσύνης σχετικά με την τήρηση συγκεκριμένων κανόνων από τις τράπεζες. Υπό τις ανωτέρω εκδοχές, τυχόν παραβίαση των διατάξεων του Κώδικα και ειδικότερα της θεσπιζόμενης με αυτές υποχρέωσης πληροφόρησης του εγγυητή, δεν θα συνιστά κατ’ αρχήν συμβατική παράβαση, ούτε και παράβαση νόμου, δεδομένου ότι οι διατάξεις του Κώδικα, κατά τις ανωτέρω θέσεις, δεν έχουν ενταχθεί ρητά στη σύμβαση εγγύησης, και ως εκ τούτου δεν αποτελούν ευθέως περιεχόμενο της σύμβασης μεταξύ Τράπεζας και εγγυητή, ενώ δεν έχουν αποκτήσει και νομοθετική ισχύ. Η παραβίαση, ωστόσο, των εν λόγω διατάξεων δεν είναι άμοιρη συνεπειών. Πράγματι, οι εν λόγω κανόνες δύναται να θεωρηθούν ως εξειδίκευση του περιεχομένου των κανόνων της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών στον τραπεζικό τομέα, καταγράφοντας υποχρεώσεις των μερών – και εν προκειμένω της Τράπεζας – οι οποίες θα προέκυπταν ούτως ή άλλως από την υποχρέωση των συμβαλλομένων να τηρούν τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, τόσο κατά το προσυμβατικό (άρθρα 197,198 του ΑΚ), όσο και κατά το συμβατικό στάδιο (άρθρα 288, 281 του ΑΚ), και δη ακόμη και αν οι εν λόγω υποχρεώσεις δεν έχουν αναληφθεί ρητά από τα συμβαλλόμενα μέρη. Κατά συνέπεια, τυχόν παραβίαση των εν λόγω υποχρεώσεων διαφώτισης και πληροφόρησης κατά το προσυμβατικό στάδιο δύναται να θεμελιώσει ευθύνη της Τράπεζας κατά τις διατάξεις των άρθρων 197 και 198 του ΑΚ, ενώ τυχόν παραβίαση της εν λόγω υποχρέωσης, μετά τη σύναψη της σύμβασης εγγύησης, δύναται να συνιστά τόσο παραβίαση παρεπόμενης υποχρέωσης της Τράπεζας απορρέουσας από τη σύμβαση εγγύησης, με αποτέλεσμα τη γέννηση της ενδοσυμβατικής ευθύνης της Τράπεζας, όσο και παραβίαση των γενικών υποχρεώσεων πρόνοιας, ασφάλειας και προστασίας των λοιπών προσώπων και των αγαθών τους, με αποτέλεσμα από την εν λόγω παραβίαση εκ μέρους της Τράπεζας να γεννάται αδικοπρακτική ευθύνη της Τράπεζας κατ’ άρθρο 914 του ΑΚ σε συνδυασμό με άρθρα 281 και 288 του ΑΚ (Τουντόπουλου, ό.π., ΔΕΕ 2008, 519-520, Γεωργιάδη, ό.π., σελ. 64 και σελ. 226 επ. Ψυχομάνη, ό.π., σελ. 104). Τέλος, η υποχρέωση της Τράπεζας για διαφώτιση και πληροφόρηση του εγγυητή μπορεί ευχερώς να θεμελιωθεί και στις διατάξεις του Ν. 2251/1994 περί καταναλωτή, και δη στις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 αυτού (ΜονΕφΑθ 3038/2023 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλούσα – ενάγουσα με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης εκθέτει ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε ως νόμω αβάσιμη την κύρια βάση της αγωγής της κρίνοντας ότι τα ιστορούμενα στην αγωγή, και αληθή υποτιθέμενα, δεν συνιστούν το πραγματικό του επικαλούμενου κανόνα δικαίου του άρθρου 181 του ΑΚ, διότι, εφόσον καταφάσκεται περίπτωση ακυρότητας γενικών όρων των συναλλαγών (ΓΟΣ) της ένδικης σύμβασης εγγύησης, επέρχεται σχετική ακυρότητα των αντίστοιχων όρων, χωρίς αυτό να συμπαρασύρει σε ακυρότητα και την υπόλοιπη σύμβαση, η οποία εξακολουθεί να ισχύει με κάλυψη του κενού από συναφή διάταξη ενδοτικού δικαίου ή, εφόσον αυτή απουσιάζει, με την εφαρμογή του ερμηνευτικού κανόνα των συμβάσεων του άρθρου 200 του ΑΚ, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ειδικότερα: (α) τις διατάξεις του κεφ. Γ αριθ. 4 της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002, οι οποίες προβλέπουν υποχρέωση της δανείστριας Τράπεζας προς αναλυτική ενημέρωση της ίδιας ως εγγυήτριας για την πορεία της υπ’ αριθ. …………./15.11.2006 σύμβασης στεγαστικού δανείου, ως προς το ύψος της οφειλής κατά κεφάλαιο, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις, εντός 30 ημερών από την περιέλευση του δεύτερου εναγόμενου-πρωτοφειλέτη σε υπερημερία, και οι οποίες παραβιάσθηκαν εν προκειμένω με αποτέλεσμα η ίδια να πληροφορηθεί το πρώτον τον Δεκέμβριο του έτους 2017 ότι οφείλει προς την πρώτη εναγόμενη μέρος των ληξιπρόθεσμων οφειλών του δεύτερου εναγόμενου – πρωτοφειλέτη ποσού 55.000,00 ευρώ και (β) τη διάταξη του άρθρου 862 του ΑΚ, καθόσον είναι μεν επιτρεπτή η συμβατική παραίτηση του εγγυητή από την ένσταση αυτή μέσα στα όρια του άρθρου 332 του ΑΚ, ήτοι μόνο για ελαφρά αμέλεια, πλην όμως όταν περιέχεται σε ΓΟΣ, όπως εν προκειμένω στον όρο 13 της υπ’ αριθ. …………/15.11.2006 σύμβασης στεγαστικού δανείου, που δεν αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης, η παραίτηση είναι άκυρη ακόμη και αναφορικά με πταίσμα του δανειστή που οφείλεται σε ελαφρά αμέλεια, στην προκειμένη δε περίπτωση η δανείστρια Τράπεζα επέδειξε βαριά αμέλεια, αφού αμέλησε επί 10 ολόκληρα έτη να επιδιώξει την είσπραξη της απαίτησής της, δεδομένου ότι ο δεύτερος εναγόμενος σταμάτησε από την 21.02.2013 να εκπληρώνει τις δανειακές του υποχρεώσεις. Ο λόγος αυτός της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, η ακυρότητα ενός όρου ή επιμέρους όρων της υπ’ αριθ. ……../15.11.2006 σύμβασης στεγαστικού δανείου και της περιεχόμενης σ’ αυτή σύμβασης εγγύησης, λόγω αντίθεσής τους στο Ν. 2251/1994 ή γενικότερα στο νόμο, δεν επάγεται την ακυρότητα όλης της σύμβασης παρά μόνο του άκυρου όρου ή των άκυρων όρων, και επομένως όταν ζητείται η αναγνώριση της ακυρότητας της σύμβασης στο σύνολό της, πρέπει να εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής τα θεμελιούντα το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 181 του ΑΚ πραγματικά περιστατικά, και ειδικότερα πρέπει να εκτίθεται ότι εάν αμφότεροι οι συμβαλλόμενοι γνώριζαν τη ακυρότητα του όρου ή των επιμέρους όρων της σύμβασης δεν θα προέβαιναν στη σύναψή τους, καθώς και ότι η ακυρότητα του όρου ή των επιμέρους όρων είναι τόσο ουσιώδης ώστε να επιφέρει ολική ακυρότητα της σύμβασης. Στην προκειμένη δε περίπτωση, αν και η ενάγουσα απολαμβάνει καταρχήν της προστασίας του Ν. 2251/1994, λόγω της ιδιότητας της ως καταναλωτή, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, αφού η χορήγηση στεγαστικού δανείου στον δεύτερο εναγόμενο – σύζυγό της, δυνάμει της ένδικης υπ’ αριθ. ………./15.11.2006 σύμβασης, την εκπλήρωση των όρων της οποίας εγγυήθηκε η ενάγουσα, συμπεριλαμβάνεται στις συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες (χορήγηση δανείων και πιστώσεων), που απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι αναλώνονται με τη χρήση τους, συνιστούν, δηλαδή, παροχές προς τελικούς αποδέκτες (βλ. ΑΠ 999/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 368/2019 ΝΟΜΟΣ), η δε ενάγουσα συμβλήθηκε ως εγγυήτρια προς βοήθεια του δεύτερου εναγόμενου – συζύγου της, χωρίς να ενεργεί στο πλαίσιο επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας, ουδόλως εκτίθεται στην αγωγή ότι σε περίπτωση γνώσης της ακυρότητας των επίδικων όρων από την ενάγουσα, ούτε η ίδια, ούτε η αντισυμβαλλόμενή της – πρώτη εναγόμενη θα προέβαιναν στη σύναψη της σύμβασης, καθώς και ότι η ακυρότητα των επίδικων όρων ήταν τόσο ουσιώδης ώστε να καθιστά την σύμβαση άκυρη στο σύνολό της. Περαιτέρω, είναι μη νόμιμος ο ισχυρισμός της ενάγουσας περί ακυρότητας, λόγω αντίθεσής του στο Ν. 2251/1994, του όρου 13 της υπ’ αριθ. ………../15.11.2006 σύμβασης, με τον οποίο ο εγγυητής παραιτείται από το ευεργέτημα της διζήσεως του άρθρου 855 του ΑΚ, ευθυνόμενος ως αυτοφειλέτης, καθόσον ο όρος αυτός, υπό το προαναφερθέν περιεχόμενό του, εντάσσεται στους δηλωτικούς όρους της επίδικης σύμβασης, δεδομένου ότι ταυτίζεται και απηχεί κατά περιεχόμενο τη διάταξη του άρθρου 857 του ΑΚ, χωρίς να εισάγει απόκλιση από αυτήν και χωρίς να τη συμπληρώνει με επιπλέον ρυθμίσεις, και ως εκ τούτου δεν αποτελεί αντικείμενο δικαστικού ελέγχου, σύμφωνα και προς τη ρητή επιταγή της Οδηγίας 93/13 (βλ. 13η σκέψη του Προοιμίου και το άρθρο 1 παρ. 2 της Οδηγίας), κατά την οποία αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της οι συμβατικές ρήτρες, που απηχούν τις ενδοτικού δικαίου διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας, χωρίς να τροποποιούν το περιεχόμενο τους ή το πεδίο εφαρμογής τους. Ομοίως κρίνεται μη νόμιμος ο ισχυρισμός της ενάγουσας περί ακυρότητας, λόγω αντίθεσής του στο Ν. 2251/1994, του όρου 13 της υπ’ αριθ. ……../15.11.2006 σύμβασης, με τον οποίο ο εγγυητής παραιτείται από την ένσταση του άρθρου 862 του ΑΚ, καθώς και από την ένσταση του άρθρου 863 του ΑΚ, λαμβανομένου υπόψη ότι οι διατάξεις των άρθρων 853 επ. του ΑΚ είναι ενδοτικού δικαίου, και συνεπώς η παραίτηση του εγγυητή από τα δικαιώματά του αυτά, είναι, βάσει της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων, απολύτως έγκυρη, δοθέντος ότι οι διατάξεις για την ευθύνη του εγγυητή είναι ενδοτικού χαρακτήρα, ο συγκεκριμένος δε περί παραίτησης όρος 13, θα μπορούσε να ελεγχθεί μόνο από πλευράς διαφάνειας (βλ. ΑΠ 1087/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 904/2011 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1429/2009 ΕπισκΕμπΔ 2009.1010). Σε κάθε περίπτωση, η παραίτηση της ενάγουσας – εγγυήτριας από τις ενστάσεις της, μεταξύ των οποίων και αυτή του άρθρου 862 του ΑΚ, και η συνεπεία αυτής της παραίτησης δυνατότητα άσκησης του δικαιώματος της πρώτης εναγόμενης – δανείστριας να στραφεί και εναντίον της, δεν συνιστά υπέρμετρη εκμετάλλευση της οικονομικής της θέσης και δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος της πρώτης εναγόμενης, χωρίς να γίνεται επίκληση και άλλων περιστατικών, δυναμένων να προσδώσουν τέτοια μορφή, ώστε να δύναται να κριθεί τυχόν καταχρηστικότητα της άσκησης του εν λόγω δικαιώματος της πρώτης εναγόμενης. Εξάλλου, μόνο το γεγονός ότι στην προκειμένη περίπτωση ήταν προδιατυπωμένος στην ένδικη σύμβαση ο όρος 13 περί παραίτησης της ενάγουσας – εγγυήτριας από την προστασία των ως άνω διατάξεων, και προφανώς αποτελούσε αναγκαία, για την δανείστρια Τράπεζα, συνθήκη, ώστε να προχωρήσει στην παροχή του ένδικου στεγαστικού δανείου, δεν καθιστά αφ’ εαυτού και άνευ ετέρου άκυρη την εγγυητική σύμβαση, πολλώ δε μάλλον, αφού μόνη η παραίτηση της ενάγουσας από τις ως άνω ενστάσεις της, δεν συνιστά, άνευ ετέρου, υπέρμετρη εκμετάλλευση της οικονομικής της θέσης και δεν καθιστά άκυρη, ως αντίθετη στα χρηστά ήθη, την ένδικη εγγυητική σύμβαση, λαμβανόμενου, μάλιστα, υπόψη ότι στο αγωγικό δικόγραφο γίνεται γενικόλογη αναφορά περί εκμετάλλευσης της διαπραγματευτικής υπεροχής της αντισυμβαλλόμενης Τράπεζας, χωρίς να γίνεται επίκληση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, δυνάμενων να προσδώσουν αντίθετη στα χρηστά ήθη μορφή στη δέσμευση της ενάγουσας – εγγυήτριας από την ένδικη σύμβαση, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά την παραίτησή της από τα ως άνω δικαιώματά της (βλ. ΕφΔυτΜακ 25/2019 ΝΟΜΟΣ). Νόμω αβάσιμος κρίνεται και ο ισχυρισμός της ενάγουσας περί ελευθέρωσής της, κατ’ άρθρο 862 του ΑΚ, επικαλούμενη ότι είναι άκυρη, κατ’ άρθρο 332 παρ. 1 του ΑΚ, η παραίτηση αυτής ως εγγυήτριας, με την οποία αποκλείεται ή περιορίζεται η ευθύνη από δόλο ή βαριά αμέλεια της πρώτης εναγόμενης – δανείστριας Τράπεζας, δεδομένου ότι από βαριά αμέλεια της τελευταίας, κατέστη αδύνατη η ικανοποίησή της από τον δεύτερο εναγόμενο – πρωτοφειλέτη, αφού αυτή αμέλησε επί 10 ολόκληρα έτη να επιδιώξει την είσπραξη της απαίτησής της από τον δεύτερο εναγόμενο – πρωτοφειλέτη, ο οποίος διέκοψε από την 21.02.2013 να εκπληρώνει τις δανειακές του υποχρεώσεις. Ειδικότερα, τα επικαλούμενα ως άνω πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύνανται να επιφέρουν την επιδιωκόμενη από την ενάγουσα έννομη συνέπεια της ελευθέρωσής της, κατ’ άρθρο 862 του ΑΚ, αφού δεν στοιχειοθετούν δόλια ή βαριά αμελή συμπεριφορά της πρώτης εναγόμενης που κατέστησε αδύνατη την ικανοποίησή της από τον δεύτερο εναγόμενο – πρωτοφειλέτη, λαμβανομένου υπόψη ότι μόνο η επικαλούμενη από την ενάγουσα αδράνεια της πρώτης εναγόμενης να προβεί στην είσπραξη της απαίτησής της από την περιουσία του δεύτερου εναγόμενου – πρωτοφειλέτη, για τον οποίο εκτίθεται στην αγωγή ότι υπέβαλε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Νίκαιας την από 21.02.2013 αίτηση ρύθμισης των χρεών του, κατά τις διατάξεις του Ν. 3869/2010, με σκοπό να ρυθμίσει ευνοϊκά την οφειλή του προς την δανείστρια Τράπεζα και να προστατεύσει τα περιουσιακά του στοιχεία, δεν συνιστά υπαίτια συμπεριφορά της πρώτης εναγόμενης από δόλο ή βαριά αμέλεια, εξαιτίας της οποίας κατέστη αδύνατη η ικανοποίησή της από τον δεύτερο εναγόμενο – πρωτοφειλέτη, εφόσον δεν γίνεται περαιτέρω επίκληση στην αγωγή εάν ο τελευταίος είχε περιουσία, ούτε ποια ήταν η αξία αυτής της περιουσίας, ούτε ποια συγκεκριμένα μέτρα μπορούσαν να ληφθούν εναντίον του, ενόψει και της υποβολής εκ μέρους του της από 21.02.2013 αίτησης ρύθμισης των χρεών του, κατά το Ν. 3869/2010, και δεν λήφθηκαν, ούτε εάν επήλθε τυχόν απώλεια ή μείωση της αξίας των περιουσιακών του στοιχείων και πότε ακριβώς αυτή επήλθε (βλ. ΕφΑθ 2213/2023 ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον, μη νόμιμος κρίνεται και ο ισχυρισμός της ενάγουσας περί ακυρότητας, λόγω αντίθεσής τους στο Ν. 2251/1994, των όρων 13 και 14 της υπ’ αριθ. …………/15.11.2006 σύμβασης, με τους οποίους συμφωνείται ότι ο εγγυητής θα ευθύνεται αλληλέγγυα και εις ολόκληρον με τον πρωτοφειλέτη, διότι έτσι παραβιάζεται η αρχή του παρεπόμενου χαρακτήρα της εγγύησης σε σχέση με την κύρια οφειλή, καθόσον, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, η διάταξη του άρθρου 851 του ΑΚ είναι ενδοτικού δικαίου, και ως εκ τούτου οι συμβαλλόμενοι είναι ελεύθεροι να διαμορφώσουν ελεύθερα κατά τη βούλησή τους την εγγύηση και να ορίσουν ότι ο εγγυητής θα ευθύνεται για την έκταση που έχει κάθε φορά η κύρια οφειλή. Περαιτέρω, νόμω αβάσιμος κρίνεται και ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι είναι καταχρηστική τυχόν άσκηση του δικαιώματος της πρώτης εναγόμενης να στραφεί εναντίον της, καθόσον αυτή συμβλήθηκε ως εγγυήτρια στην υπ’ αριθ. …………/15.11.2006 σύμβαση στεγαστικού δανείου από λόγους ηθικού, οικογενειακού καθήκοντος προς τον δεύτερο εναγόμενο – σύζυγό της, ενώ ο μεταξύ τους γάμος λύθηκε, δυνάμει της υπ’ αριθ. 3816/2012 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ότι η ίδια θεωρούσε καλόπιστα ότι συμβλήθηκε ως εγγυήτρια, λόγω αυτής της ιδιότητάς της, και ότι θα επερχόταν απαλλαγή από την ευθύνη της, μετά την απώλεια της ιδιότητάς της και τη λύση του μεταξύ τους γάμου, και ότι η πεποίθησή της αυτή ενισχύθηκε από το γεγονός ότι, παρόλο που τα στοιχεία της ήταν γνωστά στην δανείστρια Τράπεζα, ουδέποτε την ενημέρωσε για την κίνηση του τηρούμενου για την εξυπηρέτηση του δανείου λογαριασμού, ενώ τυχαία πληροφορήθηκε από τους υπαλλήλους αυτής, το πρώτον τον Δεκέμβριο του έτους 2017, το ύψος των ληξιπρόθεσμων οφειλών του δεύτερου εναγόμενου – πρωτοφειλέτη ποσού 55.000,00 ευρώ, λαμβανομένου υπόψη ότι τα επικαλούμενα ως άνω πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν καθιστούν καταχρηστική τυχόν άσκηση του δικαιώματος της πρώτης εναγόμενης, κατ’ άρθρο 281 του ΑΚ, δοθέντος ότι, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, η παύση της ιδιότητας της ενάγουσας – εγγυήτριας ως συζύγου του δεύτερου εναγόμενου – πρωτοφειλέτη, δεν επιφέρει απόσβεση της εγγυητικής ευθύνης που αυτή ανέλαβε με την ένδικη υπ’ αριθ. ………./15.11.2006 σύμβαση δανείου, ούτε απόσβεση τυχόν οφειλής της προς την πρώτη εναγόμενη – δανείστρια. Ως εκ τούτου δεν συντρέχει περίπτωση απαλλαγής της ενάγουσας από την εγγυητική της ευθύνη, η οποία θα είχε επέλθει, μόνο εάν κατόπιν έγγραφης συμφωνίας, είχε τροποποιηθεί η σύμβαση σχετικά με την ευθύνη της, με νεότερη καταργητική σύμβαση μεταξύ αυτής ως εγγυήτριας και της πρώτης εναγόμενης ως δανείστριας (βλ. ΑΠ 1506/2005 ΕλλΔνη 2006. 131), γεγονός όμως που δεν επικαλείται στην αγωγή της, ενώ, σε κάθε περίπτωση, δεν επικαλείται ότι είχε υποβληθεί σχετικό αίτημα εκ μέρους της, το οποίο θα εναπόκειτο στη διακριτική ευχέρεια της πρώτης εναγόμενης ως δανείστριας, και μόνο εφόσον αυτή έκρινε ότι υφίστατο επαρκής εξασφάλιση των απαιτήσεών της από την ένδικη σύμβαση δανείου. Τέλος, μη νόμιμος κρίνεται και ο ισχυρισμός της ενάγουσας, με τον οποίο επικαλείται παραβίαση των διατάξεων του κεφ. Γ αριθ. 4 της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002, λόγω έλλειψης αναλυτικής ενημέρωσής της για την πορεία της υπ’ αριθ. ……./15.11.2006 σύμβασης στεγαστικού δανείου εκ μέρους της πρώτης εναγόμενης – δανείστριας Τράπεζας, ως προς το ύψος της οφειλής κατά κεφάλαιο, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις, εντός 30 ημερών από την περιέλευση του δεύτερου εναγόμενου – πρωτοφειλέτη σε υπερημερία, καθόσον τυχόν παράβαση εκ μέρους των προστηθέντων υπαλλήλων της πρώτης εναγόμενης της υποχρέωσης ενημέρωσης της ενάγουσας – εγγυήτριας, όπως αυτή επιβάλλεται από την ΠΔ/ΤΕ 2501/2002, το περιεχόμενό της οποίας αναφέρεται στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ως απόρροια της εφαρμογής της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, αφορά στις γενικές υποχρεώσεις διαφώτισης και προστασίας των αντισυμβαλλομένων της Τράπεζας, πλην όμως δεν έχει ως συνέπεια την ακυρότητα της ένδικης εγγυητικής σύμβασης, όπως αβασίμως υποστηρίζει η ενάγουσα, αλλά δημιουργεί ενδεχομένως, με τη συνδρομή και των λοιπών προϋποθέσεων των οικείων διατάξεων, αξίωση προς αποζημίωση αυτής κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως και απέρριψε την κύρια βάση της αγωγής ως νομικά αβάσιμη, έστω και με ελλιπή αιτιολογία που συμπληρώνεται από αυτή της παρούσας (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, και συνεπώς ο πρώτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα – ενάγουσα παραπονείται για την απόρριψη της κύριας βάσης της αγωγής της, πρέπει να απορριφθεί.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 847 του ΑΚ, με τη σύμβαση εγγύησης ο εγγυητής αναλαμβάνει απέναντι στο δανειστή την ευθύνη ότι θα καταβληθεί η οφειλή. Στη σύμβαση αυτή εφαρμόζονται οι κοινές για τη σύμβαση διατάξεις, στις οποίες περιλαμβάνονται και εκείνες που αφορούν τα ελαττώματα της δήλωσης βούλησης. Μεταξύ των τελευταίων είναι και η διάταξη του άρθρου 140 του ΑΚ, σύμφωνα με την οποία, αν κάποιος καταρτίζει δικαιοπραξία και η δήλωσή του δεν συμφωνεί, από ουσιώδη πλάνη, με τη βούλησή του, έχει δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας, ενώ με τη διάταξη του άρθρου 141 του ΑΚ διευκρινίζεται ότι η πλάνη είναι ουσιώδης όταν αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την όλη δικαιοπραξία, ώστε, αν το πρόσωπο γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε τη δικαιοπραξία. Επομένως, πλάνη είναι η εσφαλμένη γνώση της απαιτούμενης για τον προσδιορισμό της βούλησης του δηλούντος πραγματικής κατάστασης, προς την πλάνη δε με την παραπάνω έννοια, εξομοιώνεται και η έλλειψη γνώσης (άγνοια) της πραγματικής κατάστασης, όταν δεν είναι συνειδητή εκ μέρους του δηλούντος. Η πλάνη κατά τη δήλωση της βούλησης, δηλαδή η διάσταση μεταξύ δήλωσης και βούλησης, συνεπεία εσφαλμένης γνώσης από τον δηλούντα της απαιτούμενης για τον προσδιορισμό της βούλησης πραγματικής κατάστασης, παρέχει στον πλανηθέντα το δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας, όταν είναι ουσιώδης. Η πλάνη αυτή μπορεί να αφορά ακόμη και στο περιεχόμενο της δήλωσης, έστω και αν έχει σχέση με το δίκαιο, δηλαδή με το είδος της δικαιοπραξίας ή τη νομική ενέργεια κάποιου όρου ή με τις έννομες συνέπειες της δήλωσης (ΑΠ 335/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1211/2008 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 157 του ΑΚ, όταν περάσουν δύο χρόνια από τη δικαιοπραξία επέρχεται απόσβεση του δικαιώματος για ακύρωση. Αν η πλάνη εξακολούθησε και μετά τη δικαιοπραξία, η διετία αρχίζει από τότε που πέρασε η κατάσταση αυτή. Σε καμιά περίπτωση δεν επιτρέπεται ακύρωση όταν περάσουν είκοσι χρόνια από τη δικαιοπραξία. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι μετά την πάροδο διετίας, και σε κάθε περίπτωση εικοσαετίας από τη δικαιοπραξία, αποκλείεται η ακύρωση αυτής λόγω πλάνης, τόσο με αγωγή όσο και με ένσταση, αφού η προθεσμία αυτή του άρθρου 157 του ΑΚ είναι αποσβεστική, με αποτέλεσμα να επέρχεται απόσβεση του διαπλαστικού δικαιώματος προς ακύρωση της δικαιοπραξίας (ΑΠ 1283/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1447/2010 ΝΟΜΟΣ). Κατά δε το άρθρο 280 του ΑΚ, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως αποσβεστική προθεσμία που τάσσει ο νόμος. Έτσι, το δικαστήριο, εφόσον από το αποδεικτικό υλικό προκύπτει η πάροδος της τασσομένης από το νόμο προθεσμίας, χωρίς αίτηση ή ένσταση του εναγόμενου, απορρίπτει την αγωγή ή ένσταση που στηρίζεται στο δικαίωμα που έχει αποσβεστεί (ΑΠ 716/2023 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 745/2017 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1951/2023 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο της υπό κρίση έφεσης, η εκκαλούσα – ενάγουσα ισχυρίζεται ότι έσφαλε η εκκαλουμένη απόφαση που απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την επικουρική βάση της αγωγής, με την οποία επικαλέσθηκε ότι η ένδικη σύμβαση εγγύησης είναι ακυρώσιμη λόγω ουσιώδους πλάνης, καθόσον στην προκειμένη περίπτωση η ίδια ως εγγυήτρια υπέγραψε ένα έγγραφο νομίζοντας εσφαλμένα ότι έχει ορισμένο περιεχόμενο, ενώ αυτό περιλάμβανε περιεχόμενο διαφορετικό. Ο εξεταζόμενος ισχυρισμός της ενάγουσας περί ακυρωσίας της υπ’ αριθ. …………../15.11.2006 σύμβασης, λόγω ουσιώδους πλάνης της ίδιας ως εγγυήτριας, ανεξαρτήτως της αοριστίας της αγωγής ως προς την επικουρική βάση της, αφού δεν γίνεται επίκληση στο δικόγραφο ότι η πλάνη της ενάγουσας – εγγυήτριας ήταν ουσιώδης σε σημείο, μάλιστα, τόσο σπουδαίο για την όλη δικαιοπραξία, ώστε εάν γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης εγγύησης, κρίνεται απορριπτέος και ως ουσιαστικά αβάσιμος, αφού από την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης την 15.11.2006, έως την επίκληση του ισχυρισμού αυτού, το πρώτον, με την κρινόμενη από 02.02.2018 αγωγή της ενάγουσας, η οποία κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, την 02.02.2018, με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2018 και ειδικό …./2018, και επιδόθηκε στην πρώτη εναγόμενη την 08.02.2018 (βλ. την υπ’ αριθ. …………/08.02.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ……….), έχει παρέλθει χρονικό διάστημα δώδεκα ετών, χωρίς να γίνεται στην αγωγή σαφής και ορισμένη επίκληση διατήρησης της κατάστασης πλάνης της ενάγουσας – εγγυήτριας και μετά την κατάρτιση της επίδικης δικαιοπραξίας, και συνεπώς το διαπλαστικό δικαίωμα περί ακύρωσης της σύμβασης εγγύησης, λόγω ουσιώδους πλάνης της ενάγουσας – εγγυήτριας, προτείνεται απαραδέκτως, καθώς έχει υποπέσει στη διετή αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 157 του ΑΚ, την οποία το παρόν Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως, κατ’ άρθρο 280 του ΑΚ (βλ. ΑΠ 562/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 812/2019 ΝΟΜΟΣ). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως και απέρριψε την επικουρική βάση της αγωγής ως ουσιαστικά αβάσιμη, έστω και με διάφορη αιτιολογία που αντικαθίσταται από αυτή της παρούσας (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, και συνεπώς ο δεύτερος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα – ενάγουσα παραπονείται για την απόρριψη της επικουρικής βάσης της αγωγής της, πρέπει να απορριφθεί.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η από 10.04.2023 έφεση κατ’ ουσίαν, τα δε δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης – πρώτης εναγόμενης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων που εφαρμόστηκαν, αλλά και διότι εκτιμωμένων των περιστάσεων υπήρχε εύλογη αμφιβολία ως προς την έκβαση της δίκης (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ, όπως το πρώτο άρθρο τροποποιήθηκε με το άρθρο 116 παρ. 1β’ του Ν. 4842/2021 και διορθώθηκε με το άρθρο 65 παρ. 1 του Ν. 4871/2021 ΦΕΚ Α’ 246/10.12.2021 και εφαρμόζεται και σε εκκρεμείς υποθέσεις ως ειδικότερο του άρθρου 533 παρ. 2 του ΚΠολΔ), ενώ πρέπει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο κατ’ άρθρο 495 του ΚΠολΔ το παράβολο για το παραδεκτό της έφεσης που προκατέβαλε η εκκαλούσα – ενάγουσα, λόγω της ήττας της.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 10.04.2023 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 555/2023 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, και κατά της συνεκκαλουμένης υπ’ αριθ. 932/2021 μη οριστικής απόφασής του, οι οποίες εκδόθηκαν ερήμην του δεύτερου εναγόμενου και αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.
Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου υπέρ Δημοσίου υπ’ αριθ. …………../2023, συνολικού ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ που προκατέβαλε η εκκαλούσα – ενάγουσα.
Συμψηφίζει, στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, μεταξύ της εκκαλούσας – ενάγουσας και της εφεσίβλητης – πρώτης εναγόμενης.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 19.03.2025 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 11.04.2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ