Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 273/2025

Αριθμός    273 /2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα    

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Δ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ:  1)  ……………… και 3) ………….,  οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Παναγιώτη Χιωτέλη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Εταιρείας με την επωνυμία “………”, που εδρεύει καταστατικά μεν στις Νήσους ………., πραγματικά, όμως, στον Πειραιά Αττικής, επί της οδού ………., όπως νομίμως εκπροσωπείται, 2)  εταιρείας με την επωνυμία “……….”, με καταστατική έδρα στη …….. και νομίμως εγκατεστημένο γραφείο, δυνάμει των διατάξεων του Ν. 89/67, στον Πειραιά Αττικής, επί της οδού …………, όπως νομίμως εκπροσωπείται και 3)  ……….., κατοίκου Πειραιά Αττικής, οδός …………., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Ιωάννη Αθανασιάδη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

 Οι εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς   την από 30.7.2019   (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2019)   αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 1407/2022 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου     οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες  με την από  12.7.2022  (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ………../2022  -ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ …………./2022) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 21η.9.2023, οπότε δεν εισήχθη προς συζήτηση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 260 παρ 4 ΚΠολΔ, περί αυτεπάγγελτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση υποθέσεων, οι οποίες δεν εισήχθησαν προς συζήτηση  λόγω ανωτέρας βίας, που αφορά -εν προκειμένω- τη συμμετοχή των δικαστικών υπαλλήλων σε απεργία της ΑΔΕΔΥ και της Ομοσπονδίας Δικαστικών Υπαλλήλων Ελλάδας, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του ισχύοντος Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς και  δυνάμει της υπ΄ αριθμ 75/2023 Πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, η προκειμένη υπόθεση επαναπροσδιορίσθηκε αυτεπάγγελτα στη δικάσιμο της 15ης.2.2024, μετά δε από αναβολή στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 12.7.2022 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2022 και αριθμό προσδιορισμού ………../2022 έφεση, η οποία στρέφεται κατά της με αριθμό 1407/2022 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των ειδική διαδικασία περιουσιακών: εργατικών διαφορών (άρθρα 621επ. ΚΠολΔ και 82 του ΚΙΝΔ)  αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 30.7.2019 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/2019 αγωγής των ηττηθέντων στον πρώτο βαθμό εναγόντων, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπροθέσμως, ενόψει του ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται την επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως, ούτε προκύπτει από κάποιο στοιχείο αυτή (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της δεν απαιτείται η καταβολή τέλους εφέσεως και το ηλεκτρονικό παράβολο που επισυνάπτεται έχει εκ παραδρομής κατατεθεί.

Με την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου από 30.7.2019 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2019 αγωγή τους, οι ενάγοντες εξέθεταν ότι είναι οι πλησιέστεροι συγγενείς, δηλαδή η σύζυγος και τα τέκνα, του αποβιώσαντος εν ώρα υπηρεσίας την 27.4.2017 Σύριου ναυτικoύ, ……….., Πλοιάρχου στο υπό παναμαϊκή σημαία πλοίο “O”, νηολογίου Παναμά, με αριθμό ΙΜΟ …….., κυριότητας της πρώτης εναγομένης αλλοδαπή εταιρία με έδρα τα νησιά Μάρσαλ, του οποίου τη διαχείριση είχε αναλάβει η δεύτερη εναγόμενη εταιρία με έδρα τη Λιβερία και εγκατάσταση στον Πειραιά, της οποίας ο τρίτος κάτοικος Πειραιά είναι ο νόμιμος εκπρόσωπος. Ότι ο θανών συγγενής τους ναuτoλoγήθηκε το μήνα Οκτώβριο του έτους 2016, δυνάμει συμβάσεως ναυτικής εργασίας, με μηνιαίο μισθό ποσού 6.000 δολαρίων ΗΠΑ και ότι ήδη από την ανάληψη των καθηκόντων του διαπίστωσε ότι οι συνθήκες, υπό τις oποίες καλείτο να παράσχει τις υπηρεσίες του, ήταν επαχθείς και απαιτητικές, γεγονότα τα οποία ανακοίνωνε σε αυτούς (τους οικείους του). Και τούτο διότι στο πλοίο επιβάλλονταν επανειλημμένα κυρώσεις, όπως απαγόρευση απόπλου, λόγω διαπίστωσης παραβάσεων της διεθνούς νομοθεσίας, που αφορούσαν την προστασία της υγείας, της σωματικής ακεραιότητας του πληρώματος, της υγιεινής, της ιατρικής φροντίδας και της πρόληψης ασθενειών, όπως αυτές ειδικότερα εκτίθενται στην αγωγή. Ότι τα ανωτέρω καταδεικνύουν πως οι εναγόμενοι παραβίαζαν τις διατάξεις του νόμου, θέτοντας τη ζωή του πληρώματος σε κίνδυνο, διότι το πλοίο, που εκτελούσε πλόες εντός της Μεσογείου, μεταφέροντας χύδην φορτίο, βρισκόταν σε άσχημη κατάσταση, ήταν πλημμελώς συντηρημένο και αντιμετώπιζε λειτουργικά προβλήματα κατά την εκτέλεση των ναυλώσεων, που αναλάμβανε, δεδομένου ότι πολλές από τις παραβάσεις οδηγούσαν σε κράτησή του και σε καθυστέρηση εκτέλεσης των ταξιδιών και ότι η πρώτη εναγόμενη ασκούσε πιέσεις σε εκείνον και στο πλήρωμα, προκειμένου να εκτελούνται οι ναυλώσεις στο συντομότερο δυνατό χρόνο, με συνέπεια την πρόκληση άγχους και πίεσης στον ίδιο, αναφορικά με το αν θα τα καταφέρει υπό αυτές τις συνθήκες αλλά και για τις τυχόν κυρώσεις, που θα επιβάλλονταν σε βάρος του σε περίπτωση αιφνίδιων ελέγχων ή πιθανής πρόκλησης ατυχήματος, ενόψει του ότι δεν τηρούνταν οι όροι του νόμου σε σχέση με τις ώρες ανάπαυσής του, δεν υφίστατο επαρκής χρόνος ψυχαγωγίας για τον ίδιο και τα μέλη του πληρώματος, η παρεχόμενη τροφή ήταν περιορισμένη και κακής ποιότητας, ο χώρος περίθαλψης του προσωπικού ήταν ανεπαρκής και βρώμικος, οι δυνατότητες παροχής ιατρικής φροντίδας ήταν ανύπαρκτες, ο χώρος εργασίας του πληρώματος βρώμικος και ασφυκτικός και, τέλος, ο ηλεκτρολογικός εξοπλισμός ήταν επικίνδυνος. Ότι συνεπεία των ανωτέρω ο θανών παρείχε τις εργασίες του υπό αντίξοες και ασυνήθιστες με τη φύση του επαγγέλματός του συνθήκες, δεν τρεφόταν σωστά ούτε ξεκουραζόταν επαρκώς, ενώ συγχρόνως όφειλε να μεριμνά ή να αποτρέπει τις ανεπιθύμητες συνέπειες εξαιτίας της κακής κατάστασης του πλοίου. Ότι στις 27.4.2017, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού από το λιμάνι του Πειραιά προς τη Ραβέννα της Ιταλίας κι ενώ το πλοίο αντιμετώπιζε λειτουργικά προβλήματα, που καθιστούσαν την εκτέλεση του ταξιδιού προβληματική, ο προαναφερόμενος ναυτικός κατευθύνθηκε στην καμπίνα του και ότι όταν αναζητήθηκε αργότερα από το πλήρωμα λόγω της παρατεταμένης απουσίας του διαπιστώθηκε ότι είχε καταλήξει λόγω επεισοδίου μυοκαρδίτιδας. Ότι ο θάνατος του συγγενή τους συνδέεται άμεσα με τις προαναφερόμενες δυσμενείς συνθήκες παροχής εργασίας του, οι οποίες οδήγησαν στο επεισόδιο μυοκαρδίτιδας, δεδομένου ότι τόσο την ημέρα του θανάτου του αλλά και κατά το χρονικό διάστημα που είχε προηγηθεί, αυτός τελούσε σε καθεστώς διαρκούς ταραχής, οφειλόμενης στις επικρατούσες στο πλοίο συνθήκες αλλά και στην πίεση, που ασκούσαν οι εναγόμενοι, για να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του παρά τα συνεχή και δυσεπίλυτα προβλήματα, που εμφανίζονταν στο πλημμελώς συντηρημένο πλοίο, με συνέπεια τη δημιουργία έκτακτων δυσμενών συνθηκών, που δεν ήταν συμφυείς με τους συνηθισμένους όρους παροχής εργασίας. Ότι ο θάνατος του συζύγου της πρώτης και πατρός των λοιπών είχε δυσβάσταχτες συνέπειες για τους ίδιους διότι αυτός αποτελούσε το μοναδικό τους στήριγμα οικονομικό, ενώ η απώλειά του δημιούργησε ένα δυσαναπλήρωτο κενό από την έλλειψη αγάπης και στοργής, που τους περιέβαλε. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά αιτήθηκαν να υποχρεωθούν οι εναγόμενoι, ως εις ολόκληρον ευθυνόμενοι, να τους καταβάλουν, ως αποζημίωση, το συνολικό ποσό των 83.147,02 ευρώ και δη στην πρώτη εξ αυτών το ποσό των 33.258,81 ευρώ και σε έκαστο εκ των δεύτερης και τρίτου εξ αυτών το ποσό των 24.944,10 ευρώ με την ισοτιμία δολαρίου – ευρώ κατά τον χρόνο κατάθεσης της αγωγής άλλως κατά τον χρόνο θανάτου του συγγενή τους άλλως κατά τον χρόνο πληρωμής άλλως κατά την ημερομηνία συζήτησης της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, επίσης, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν, ως εις ολόκληρον ευθυνόμενοι, στην πρώτη εξ αυτών το ποσό των 60.000 ευρώ και σε καθένα εκ των δεύτερης και τρίτου το ποσό των 40.000 ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης, που υπέστησαν. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε αναφέροντας τα άρθρα 3, 22, 25 και 37 του ΚΠολΔ ότι έχει τοπική αρμοδιότητα προς εκδίκαση της υπόθεσης λόγω της κατοικίας του τρίτου εναγόμενου στον Πειραιά και επομένως διεθνή δικαιοδοσία. Ακολούθως έκρινε εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο με βάση το άρθρο 25 του ΑΚ ως το στενότερα συνδεόμενο με την ένδικη διαφορά λόγω της ελληνικής ιθαγένειας του νομίμου εκπροσώπου της λιβεριανής διαχερίστριας του πλοίου της πλοιοκτήτριας με έδρα τα νησιά ……. Ακολούθως εφαρμόζοντας τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών έκρινε ορισμένη και νομιμη την αγωγή με έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 3 παρ. 5 του ν. 551/1915, 71, 297 εδ. σ, 299, 330 εδ. β’, 346. 914, 926, 928 εδ.βμ 932 AK, παρ. 1 και 2 ν. 762/1978, και αφού ανέφερε ότι δεν υπόκειται σε τέλος δικαστικού ενσήμου σύμφωνα με το άρθρο 15 του ν. 551/1915 τη εξέτασε κατ’ουσίαν για να την απορρίψει ως ουσιαστικά αβάσιμη κρίνοντας ότι ο θάνατος του ναυτικού εν ώρα υπηρεσίας δεν συνιστούσε εργατικό ατύχημα. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη οι εκκαλούντες συγγενείς του θανόντος για κακή εκτίμηση αποδείξεων παραπονούμενοι για το γεγονός ότι κρίθηκε ότι ο θάνατος του συγγενικού τους προσώπου λόγω μυοκαρδίτιδας κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του στο πλοίο δεν συνιστούσε εργατικό ατύχημα διότι δεν συνδεόταν με τους όρους παροχής της εργασίας του. Ειδικότερα παραπονούνται ότι εκτιμήθηκε εσφαλμένα ­­­η ιατροδικαστική γνωμοδότηση του πραγματογνώμονα Παντελή Αλεξάνδρου και η κατάθεση του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ότι εκτιμήθηκαν εσφαλμένα οι εκθέσεις επιθεώρησης του πλοίου που προσκόμισαν, ότι δεν ελήφθη υπόψη ένορκη βεβαίωση που προσκόμισαν ούτε ως δικαστικό τεκμήριο, εκτίμησε εσφαλμένα την κατάθεση του μάρτυρα των αντιδίκων τους και δεν αιτιολόγησε, μεταξύ άλλων, την επιβολή δικαστικής δαπάνης. Ακολούθως αιτούνται την παραδοχή των λόγων εφέσεως προκειμένου να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και να γίνει δεκτή η αγωγή τους.

Οι ένορκες βεβαιώσεις στον Ειρηνοδίκη ή στον συμβολαιογράφο, που προβλέπονταν από το άρθρο 270 παρ. 2 ΚΠολΔ, και ήδη από τα άρθρα 421 – 424 ΚΠολΔ, όπως αυτά αντικαταστάθηκαν με τον Ν.4335/2015 αρχικά και τον Ν. 4842/2021 στην συνέχεια, αποτελούν ιδιαίτερο και αυτοτελές αποδεικτικό μέσο, σε σχέση με τους μάρτυρες και τα έγγραφα, το οποίο αναφέρεται ρητά και στην περιοριστική απαρίθμηση των νόμιμων αποδεικτικών μέσων του άρθρου 339 ΚΠολΔ, και επομένως πρέπει να μνημονεύονται ειδικά στην απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη, η έλλειψη δε της μνείας αυτών δεικνύει ότι αυτές δεν λήφθηκαν υπόψη (ΑΠ 1055/2019, ΑΠ 779/2019,ΑΠ 232/2018, ΑΠ 1105/2005). Η επίκληση από το διάδικο της ένορκης βεβαίωσης πρέπει να γίνεται με τις προτάσεις της συζητήσεως, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση και να είναι ειδική, ούτως ώστε να προκύπτει από αυτή, ο αριθμός της, ο εξετασθείς μάρτυρας και ο εξετάσας αυτόν και να καθορίζεται ότι έλαβε χώρα νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου ή ότι αυτός παραστάθηκε, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση, η εκ της μη κλητεύσεως ακυρότητα θεραπεύεται (ΑΠ 1055/2019, ΑΠ 1461/2013). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 421, 422 και 424 ΚΠολΔ, όπως αυτές ίσχυαν, μετά την τροποποίησή τους με το Ν.4335/2015, ορίζονταν τα εξής: (άρθρο 421) “Οι διάδικοι μπορούν να προσάγουν προαποδεικτικώς ένορκες βεβαιώσεις, εφόσον αυτές λαμβάνονται ενώπιον του ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου της έδρας του δικαστηρίου ή της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα ή ενώπιον του προξένου της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα κατά τη διαδικασία των επόμενων άρθρων”, (άρθρο 422) “1. Ο διάδικος που επιδιώκει τη λήψη ένορκης βεβαίωσης, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο προηγούμενο άρθρο, επιδίδει δύο (2) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από την βεβαίωση στον αντίδικο κλήση, η οποία αναφέρει την αγωγή, το ένδικο βοήθημα ή μέσο, που αφορά η βεβαίωση, τόπο, ημέρα και ώρα που θα δοθεί, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και τη διεύθυνση της κατοικίας του μάρτυρα. 2. Κατά τη βεβαίωση παρίστανται, εφόσον το επιθυμούν, οι διάδικοι. 3. Δεν επιτρέπεται η λήψη ένορκων βεβαιώσεων πάνω από πέντε (5) για κάθε διάδικο και τρεις (3) για την αντίκρουση” και (άρθρο 424) “Ένορκη βεβαίωση, που δίδεται κατά παράβαση των προηγούμενων διατάξεων, δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη στο πλαίσιο της δίκης για την οποία δόθηκε, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων”. Η ευρύτητα της διατύπωσης της τελευταίας διάταξης έδιδε εκ πρώτης όψεως την εντύπωση ότι κατελάμβανε κάθε μια ανεξαιρέτως παρέκκλιση από τις διαδικαστικές προβλέψεις των άρθρων 421-423 ΚΠολΔ. Εν τούτοις ήδη από τα πρώτα στάδια εφαρμογής της επισημάνθηκε ότι ήταν τόσο ευρεία η διατύπωση, ώστε να καταλαμβάνει και απολύτως επουσιώδεις και δευτερεύουσες παρεκκλίσεις, από τις οποίες ουδεμία απολύτως βλάβη προέκυπτε για τον αντίδικο, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης ενώπιον τύποις αναρμοδίου συμβολαιογράφου. Υποστηρίχθηκε λοιπόν, τόσο από τη θεωρία, όσο και από μεγάλο μέρος της νομολογίας των δικαστηρίων της ουσίας ότι σκόπιμο ήταν να περιορισθεί το εύρος της κήρυξης του απαράδεκτου, μόνο στην παράλειψη της κλήτευσης ή στη μη τήρηση της προθεσμίας αυτής, οι δε λοιπές αταξίες της λήψης της ένορκης βεβαίωσης να αξιολογούνται στο πλαίσιο της δικονομικής ακυρότητας, ήτοι να απαγγέλλεται η τελευταία μόνον υπό τους όρους του άρθρου 159 αρ.3 ΚΠολΔ, δηλαδή με τη συνδρομή και επίκληση του στοιχείου της βλάβης. Εξάλλου σύμφωνα με το Ν. 4842/13-10-2021, ο οποίος με το άρθρο 23 τροποποίησε το άρθρο 424 ΚΠολΔ, ως ακολούθως: ” Ένορκη βεβαίωση σε δίκη για την οποία δίδεται δεν λαμβάνεται υπόψη, ούτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, όταν: α) δεν έχει γίνει εμπρόθεσμη κλήση του αντιδίκου, β) δίδεται ενώπιον άλλου από τα αναφερόμενα στο άρθρο 421 όργανα ή σε διαφορετικό τόπο, ημέρα και ώρα από αυτήν που αναφέρεται στην κλήση, γ) η κλήση δεν αναφέρει το ονοματεπώνυμο του μάρτυρα, την αγωγή, το ένδικο βοήθημα ή μέσο, που αφορά η βεβαίωση, τον τόπο, την ημέρα και την ώρα που θα δοθεί, και δ) όταν παραβιάζεται το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 421. Ένορκη βεβαίωση κατά παράβαση των λοιπών διατάξεων λαμβάνεται υπόψη, εκτός αν συντρέχει δικονομική βλάβη του αντιδίκου”. Υπό τη νέα διατύπωση της άνω διάταξης, το πεδίο εφαρμογής της οποίας καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς υποθέσεις, όπως και η παρούσα ένδικη υπόθεση(κατά ρητή πρόβλεψη του άρθρου 116 παρ.1 περ. β’ του Ν.4842/2021, όπως αυτή διορθώθηκε με το άρθρο 65 παρ. 1 Ν. 4871/10-12-2021), καθίσταται σαφές ότι πλέον απαράδεκτο της ένορκης βεβαίωσης απαγγέλλεται αποκλειστικά για τους λόγους που απαριθμούνται περιοριστικά υπό στοιχ. α’ έως δ’ στο άρθρο 424 ΚΠολΔ, ενώ στις λοιπές περιπτώσεις μόνον εφόσον διαπιστώνεται δικονομική βλάβη του αντιδίκου. ..Εξάλλου, η ανωτέρω τροποποίηση της διάταξης του άρθρου 424 ΚΠολΔ έγινε γιατί, όπως αναφέρεται και στην αιτιολογική έκθεση του Νόμου 4842/2021 “η ισχύουσα ρύθμιση είναι δυσανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό της ασφάλειας… με αποτέλεσμα οι διάδικοι να στερούνται ενός σημαντικού αποδεικτικού μέσου για κάποιο επουσιώδες διαδικαστικό σφάλμα, όταν το δικαστήριο θεωρεί (ενν. λόγω αυτού) ότι η ένορκη βεβαίωση είναι ανυπόστατη” (ΑΠ 1278/2023 δημ. σε ιστοσελίδα Αρείου Πάγου). Στη συγκεκριμένη περίπτωση η με αριθμό ………./30.1.2020 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……… δόθηκε σε διαφορετική ημερομηνία από αυτή που κλήθηκαν παραστούν οι αντίδικοι διότι αυτοί κλήθηκαν για τις 11.2.2020 όπως προκύπτει από την επισκόπηση των με αριθμούς …., …. και ……../6.2.2020 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς ……….. Συνεπώς είναι δεδομένη η δικονομική βλάβη την οποία υπέστησαν οι εναγόμενοι καθώς δεν τους δόθηκε η ευκαιρία να παραστούν κατά τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης και ακολούθως η προαναφερόμενη ένορκη βεβαίωση είναι ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο και δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Ορθώς επομένως ερμήνευσε το νόμο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δεν την έλαβε υπόψη του και τα όσα περί του αντιθέτου αναγράφονται στο δεύτερο και τέταρτο λόγο εφέσεως είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Σημειωτέον ότι οι εκκαλούντες δεν επικαλούνται ότι υφίστανται βλάβη από το γεγονός ότι οι αλλοδαποί ναυτικοί που εξετάστηκαν για λογαριασμό των εφεσιβλήτων εξετάστηκαν ενώπιον συμβολαιογράφου Στυλίδας σύμφωνα με προηγούμενη γνωστοποίηση στον αντίκλητο τους δύο μέρες πριν την εξέταση τους (κατ’άρθρο 143 παρ. 1 του ΚΠολΔ), καθώς το πλοίο βρισκόταν στο λιμάνι της Στυλίδας την ημερομηνία εξέτασης τους διότι όπως προαναφέρθηκε λοιπές αταξίες ως προς τη λήψη των ενόρκων βεβαιώσεων λαμβάνονται υπόψη μόνο μετά από επίκληση βλάβης του άλλου διάδικου μέρους.

Περαιτέρω  κατά το άρθρο 520 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, οι λόγοι έφεσης πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι και να αναφέρονται σε συγκεκριμένες νομικές ή ουσιαστικές πλημμέλειες που αποδίδονται από τον εκκαλούντα στην προσβαλλομένη με την έφεση οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου. Σφάλματα ή παραλείψεις του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που δεν προσβάλλονται με λόγο έφεσης από τον εκκαλούντα δεν μπορούν να ερευνηθούν αυτεπαγγέλτως από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, του οποίου η εξουσία οριοθετείται κατά τα ανωτέρω από τους λόγους έφεσης και το αίτημα, που στηρίζεται σε αυτούς (ΑΠ 261/2012). Κατά δε το άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ., αν το αιτιολογικό της απόφασης που έχει προσβληθεί με έφεση κρίνεται εσφαλμένο, αλλά το διατακτικό της ορθό, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αντικαθιστά τις αιτιολογίες και απορρίπτει την έφεση. Περαιτέρω, με το άρθρο 536 Κ.Πολ.Δ. ορίζονται: 1. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει έφεση ή αντέφεση 2. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 δεν εφαρμόζονται όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, δικάζει την υπόθεση κατ’ ουσία (ΑΠ 338/2023 δημοσιευμένη σε ιστοσελίδα Αρείου Πάγου). Με τον έκτο λόγο εφέσεως υποβάλλεται το παράπονο για ανεπαρκείς αιτιολογίες της εκκαλουμένης απόφασης. Ο προαναφερόμενος λόγος εφέσεως είναι απορριπτέος ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος διότι η συγκεκριμένη αιτίαση δεν μπορεί να οδηγήσει σε εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης αφού κατά τα προαναφερόμενα αν το παρόν δικαστήριο διαπιστώσει ανεπαρκείς αιτιολογίες θα τις συμπληρώσει και θα απορρίψει την έφεση.

Στην περίπτωση που εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, καθίσταται αναγκαία η προσφυγή στις οικείες διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Eνωσης της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι)», οι οποίες, λόγω του οικουμενικού χαρακτήρα του ανωτέρω Κανονισμού, που ρητώς διατυπώνεται στο άρθρο 2 αυτού, αντικαθιστούν τους εθνικούς κανόνες συγκρούσεως των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής ένωσης, όσον αφορά τις συμβατικές ενοχές που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής τους (δηλαδή για τις συμβάσεις που συνάπτονται μετά την 17-12-2009, κατ’ άρθρον 28 του Κανονισμού), προς ανεύρεση του εφαρμοστέου δικαίου που διέπει τη σχετική διαφορά. Ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 3 του Κανονισμού αυτού τίθεται ο γενικός κανόνας, ότι στις συμβατικές ενοχές εφαρμόζεται, κατ` αρχήν, το δίκαιο που επέλεξαν ελεύθερα τα μέρη, με την επιλογή αυτή, η οποία πρέπει να γίνεται ρητώς ή να συνάγεται σαφώς από τις διατάξεις της σύμβασης ή τα δεδομένα της υπόθεσης, τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να επιλέξουν το εφαρμοστέο δίκαιο στο σύνολο ή σε μέρος μόνο της σύμβασης. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει επιλογή του εφαρμοστέου στη σύμβαση δικαίου, σύμφωνα με το άρθρο 3, το εφαρμοστέο δίκαιο καθορίζεται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 4 του εν λόγω Κανονισμού. Το δίκαιο αυτό (εφαρμοστέο) μπορεί να είναι οποιοδήποτε, ακόμα και δίκαιο που δεν έχει καμία σχέση με την αντίστοιχη σύμβαση. ΄Oμως, η αυτονομία αυτή των συμβαλλομένων, όπως καθιερώνεται από τον ανωτέρω κανονισμό, υπόκειται σε περιορισμούς, οι οποίοι περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, και στις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 3, 9 παρ. 2 και 8 παρ. 1 αυτού, από τις οποίες οι δύο πρώτες αφορούν γενικώς τους κανόνες δημόσιας τάξης του δικαίου που παρουσιάζει το στενότερο σύνδεσμο προς την σύμβαση και του δικαίου του FORUM, ενώ η τελευταία αφορά ειδικούς κανόνες δικαίου δημόσιας τάξης ή κανόνες αναγκαστικού δικαίου που σχετίζονται με τις συμβάσεις εργασίας.΄ Oλες οι ανωτέρω διατάξεις αφορούν κανόνες αναγκαστικού δικαίου, που περιορίζουν, υπό προϋποθέσεις, την αρχή της αυτονομίας των συμβαλλομένων, όταν το δίκαιο που έχει επιλεγεί από τα συμβαλλόμενα μέρη έρχεται σε αντίθεση προς αυτές. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 8 του Κανονισμού αυτού, που αφορά τις ατομικές συμβάσεις εργασίας, ορίζεται ότι «1. Η ατομική σύμβαση εργασίας διέπεται από το δίκαιο που επιλέγουν τα μέρη σύμφωνα με το άρθρο 3. Ωστόσο, η επιλογή αυτή δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να στερήσει τον εργαζόμενο από την προστασία που του εξασφαλίζουν οι διατάξεις από τις οποίες δεν μπορεί να γίνει παρέκκλιση με συμφωνία κατά το δίκαιο που θα ήταν εφαρμοστέο βάσει των παραγράφων 2, 3 και 4 του παρόντος άρθρου, ελλείψει επιλογής. 2. Στο μέτρο που το εφαρμοστέο στην ατομική σύμβαση εργασίας δίκαιο δεν έχει επιλεγεί από τα μέρη, η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία ή, ελλείψει αυτού, από την οποία, ο εργαζόμενος παρέχει συνήθως την εργασία του κατά εκτέλεση της σύμβασης. Η χώρα της συνήθους εκτέλεσης εργασίας δεν θεωρείται ότι μεταβάλλεται όταν ο εργαζόμενος παρέχει την εργασία του σε μια άλλη χώρα προσωρινά. 3. ‘Oταν δεν μπορεί να καθορισθεί το εφαρμοστέο δίκαιο σύμφωνα με την παράγραφο 2, η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας όπου ευρίσκεται η εγκατάσταση της επιχείρησης που προσέλαβε τον εργαζόμενο. 4. ‘Oταν προκύπτει από το σύνολο των περιστάσεων ότι η σύμβαση συνδέεται στενότερα με χώρα άλλη από την προβλεπόμενη στις παραγράφους 2 ή 3, εφαρμόζεται το δίκαιο της άλλης αυτής χώρας». Επίσης, συναφώς με τα ανωτέρω, στην παρ. 2 του άρθρου 9 του ίδιου Κανονισμού ορίζεται ότι «Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού δεν μπορούν να περιορίσουν την εφαρμογή υπερισχυουσών διατάξεων αναγκαστικού δικαίου του δικαίου του δικάζοντος δικαστή». Από τις προαναφερθείσες διατάξεις συνάγεται ότι, σε κάθε περίπτωση δηλαδή είτε έχει γίνει έγκυρη επιλογή εφαρμοστέου δικαίου είτε δεν έχει γίνει θα εφαρμοστούν διατάξεις που εξασφαλίζουν στον εργαζόμενο (ναυτικό) τουλάχιστον ίση προστασία και καθίσταται ανεκτή η εφαρμογή του σε σχέση με τις διατάξεις αναγκαστικού δικαίου ενός (διαζευκτικά) από τα ακόλουθα δίκαια, που τείνουν στην προστασία του (ναυτικού), την οποία αυτός δεν μπορεί να στερηθεί. Ειδικότερα, τα δίκαια αυτά είναι: α)το δίκαιο της χώρας όπου ο εργαζόμενος παρέχει την εργασία του σε εκτέλεση της σύμβασης. Σημειωτέον ότι στη ναυτική εργασία τόπος (όχι απλώς συνήθους αλλά) μόνιμης παροχής εργασίας είναι το πλοίο στο οποίο εργάζεται ο ναυτικός και κατά την κρατούσα διεθνώς άποψη, εφαρμόζεται σχετικώς το δίκαιο της σημαίας του πλοίου «ως ο πιο σεβαστός και παγκόσμιος κανόνας του ναυτικού δικαίου», εκτός αν αυτή είναι σημαία ευκαιρίας με την οποία το πλοίο δεν έχει γνήσιο αλλά χαλαρό και τεχνητό σύνδεσμο, β) το δίκαιο (άλλης) χώρας εκτός από το δίκαιο της χώρας που συμφωνήθηκε, εφόσον από το σύνολο των περιστάσεων συνάγεται ότι η σύμβαση εργασίας (ναυτολόγησης) συνδέεται στενότερα με την άλλη χώρα, γ) το δίκαιο της χώρας όπου βρίσκεται η εγκατάσταση που προσέλαβε τον εργαζόμενο (ναυτικό), αν αυτός δεν παρέχει την εργασία του σε μία μόνο χώρα και δ) το δίκαιο του δικάζοντος δικαστή (FORUM) κατ’ άρθρον 9 παρ. 2 του ανωτέρω Κανονισμού. Οι εν λόγω διατάξεις αφορούν τους αποκαλούμενους «κανόνες αμέσου εφαρμογής» του δικαίου του δικάζοντος δικαστή, που ρυθμίζουν αναγκαστικά τη σχετική περίπτωση, ανεξαρτήτως από το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο. Οι κανόνες αυτοί αναγκαστικού δικαίου προσδιορίζονται στο άρθρο 3 παρ. 3 του ανωτέρω Κανονισμού, δηλαδή εκείνοι από τους οποίους δεν είναι δυνατόν να παρεκκλίνουν οι συμβαλλόμενοι με ιδιωτική συμφωνία. Τέτοιοι κανόνες αναγκαστικού δικαίου είναι εκείνοι που η ίδια η πολιτεία θεσπίζει για λόγους κοινωνικοοικονομικούς (ΑΠ 561/2001 ΕΝΔ 29,283 – ΑΠ 541/2001 ΕΝΔ 29,286 – ΑΠ 654/1997 ΕΝΔ 25,372 – ΑΠ 515/1998 ΕΝΔ 26,375 – ΑΠ 1197/1999 ΕΝΔ 27,355, ΑΠ 668/85, ΕΝΔ 1476, ΕφΠειρ 520/1993, ΕΝΔ 21,431). ‘Oσον αφορά το Ελληνικό δίκαιο στους κανόνες αυτούς αναγκαστικού δικαίου και «αμέσου εφαρμογής», κατά την προεκτεθείσα έννοια, περιλαμβάνεται και ο ν. 551/1915 που παρέχει τη δυνατότητα αξίωσης αποζημίωσης στο ναυτικό ή σε περίπτωση θανάτου του στους συγγενείς του λόγω εργατικού ατυχήματος κατά τη διάρκεια της εργασίας του στο πλοίο και εξ αφορμής αυτής (ΕφΠειρ 229/2016, δημ νόμος και ΕφΠειρ 466/2016 δημ. Νόμος).

Περαιτέρω από τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 551/1915, που κωδικοποιήθηκε με το Β.Δ.της 24-7/25.08.1920, διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (αρθρ. 38 εδ. α` ΕισΝΑΚ) και ισχύει και επί ναυτικής εργασίας (άρθρα 2 του άνω νόμου και 66 εδ. β` του κυρωθέντος με το ν. 3816/1958 Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου), προκύπτει ότι εργατικό ατύχημα, δηλαδή ατύχημα από βίαιο συμβάν, που επέρχεται σε εργάτη ή υπάλληλο των αναφερομένων στο άρθρο 2 του πρώτου ως άνω νόμου επιχειρήσεων, θεωρείται ο θάνατος και ο τραυματισμός του μισθωτού εξαιτίας έκτακτης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, άσχετου προς τη σύσταση του οργανισμού του παθόντος, αλλά συνδεομένου με την εργασία του, λόγω της εμφάνισής του κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την εκτέλεση αυτής (ΟλΑΠ 1287/1986 ΝοΒ 1987.1605, ΑΠ 804/2008, ΑΠ 792/2008, ΑΠ 73/2007). Η ασθένεια του εργαζομένου, η οποία επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής και είχε ως συνέπεια την ολική ή μερική ανικανότητά του προς εργασία, συνιστά εργατικό ατύχημα, μόνον εφ΄όσον προκλήθηκε από γεγονός αιφνίδιο και απρόβλεπτο και είναι άσχετη με την ιδιοσυστασία του οργανισμού του παθόντος και τη βαθμιαία εξασθένηση και φθορά του, λόγω της φύσεως και του είδους της εργασίας και των συνδεομένων με αυτή δυσμενών όρων. Ως ατύχημα που επήλθε εξ αφορμής της παροχής της εργασίας θεωρείται και εκείνο το οποίο δεν αποτελεί μεν άμεση συνέπεια της εκτελέσεως της εργασίας, συνδέεται όμως αιτιωδώς με αυτήν (ΑΠ 792/2008 δημ. νόμος). Υπόχρεος προς αποζημίωση για εργατικό ατύχημα του παθόντος και των εξ αυτού δικαιουμένων προσώπων είναι «ο κύριος της επιχείρησης». Στο πλαίσιο του ναυτεργατικού δικαίου, κύριος της ναυτικής επιχείρησης είναι ο πλοιοκτήτης, εκτός δε αυτού και ο εφοπλιστής, καθώς και ο απλός κύριος του πλοίου, που δεν έχει τον εφοπλισμό (νόθος παθητική εις ολόκληρον ενοχή), ο οποίος ευθύνεται μόνο με το πλοίο (άρθρα 59 και 49 του ν. 5020/2023 ΕφΠειρ 482/2008 ΕΝαυτΔ 2008 401). Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 16 ν. 551/1915 προκύπτει ότι ο παθών από εργατικό ατύχημα έχει επιλεκτικό δικαίωμα να ασκήσει την αγωγή του κοινού δικαίου και να ζητήσει σύμφωνα με τα άρθρα 297, 298 και 914 ΑΚ πλήρη αποζημίωση, μόνον όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν έλαβε χώρα, σε εργασία ή επιχείρηση, στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων, βρίσκεται δε σε αιτιώδη συνάφεια με την μη τήρηση των διατάξεων αυτών, διαφορετικά, εάν δηλαδή δεν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις αυτές, μπορεί ν` ασκήσει μόνο την αγωγή από το ν. 551/1915. Τέτοιες διατάξεις είναι εκείνες, οι οποίες ειδικά προβλέπουν τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και ειδικότερα προσδιορίζουν τους όρους που πρέπει να τηρηθούν, μνημονεύοντας συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη της ασφαλείας των εργαζομένων. Δεν αρκεί δηλαδή ότι το ατύχημα επήλθε από την μη τήρηση όρων, οι οποίοι επιβάλλονται από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση προνοίας και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, χωρίς να προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου (ΟλΑΠ 26/1995 ΕλλΔνη 37.38, ΑΠ 274/2000 ΕλλΔνη 39.105, ΑΠ 1858/2011, ΑΠ 11/2012, ΕφΠειρ 281/2011 δημ. νόμος). Οι αξιώσεις συρρέουν διαζευκτικά, με την έννοια ότι σε περίπτωση επιλογής της μιας απ` αυτές τις αξιώσεις αποζημίωσης αποκλείεται να ζητήσει ταυτόχρονα ή διαδοχικά την άλλη, κατ` ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 306 ΑΚ, που αφορά την διαζευκτική ενοχή. Σε κάθε, όμως, περίπτωση, δηλαδή και όταν ακόμη ο εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση για αποζημίωση, ο παθών από εργατικό ατύχημα διατηρεί την αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης κατά του εργοδότη, εφόσον το εργατικό ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα (δόλο ή αμέλεια οποιασδήποτε μορφής) αυτού ή των προστηθέντων απ` αυτόν προσώπων, που κρίνεται κατά το κοινό δίκαιο (άρθρα 914, 922, 932 ΑΚ), μη απαιτουμένης της συνδρομής του ειδικού πταίσματος της μη τηρήσεως επιβαλλομένων όρων ασφαλείας (ΟλΑΠ 1117/1986 ΝοΒ 35. 891, ΑΠ 1438/2002 ΕλλΔνη 45. 716), ενώ η αντικειμενική ευθύνη του εργοδότη κατά το ν. 551/1915 δεν επεκτείνεται και στη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, καθόσον γι` αυτήν απαιτείται υπαιτιότητα (ΑΠ 274/2000 ό.π.). Είναι βέβαια δυνατή η σώρευση στο ίδιο δικόγραφο αγωγής, εφόσον συνέτρεξαν οι προϋποθέσεις για τη γένεση καθεμίας, τόσο της αξιώσεως για επιδίκαση αποζημιώσεως του ν. 551/1915, όσο και της αξιώσεως για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη ο παθών από εργατικό ατύχημα (ΑΠ 1438/2002 ο.π., ΑΠ 1373/2002 ΕλλΔνη 44. 420, ΕφΠειρ 281/2011 ΕΝΔ 2011/304, ΕφΠειρ 155/2014 δημ. νόμος). Τέλος από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 291 ΑΚ και 6 παρ. 1 ν. 5422/1932, που εξακολουθεί να ισχύει και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (άρθρο 20 ΕισΝΑΚ), επί χρηματικής οφειλής σε αλλοδαπό νόμισμα πληρωτέας στην Ελλάδα, ο οφειλέτης υποχρεούται να την καταβάλει και ο δανειστής δικαιούται να την ζητήσει από 1.1.2001 μόνο σε ευρώ (μετά την αντικατάσταση της δραχμής ως εθνικού νομίσματος με το κοινό αυτό ευρωπαϊκό νόμισμα, σύμφωνα με το άρθρο 1 Ν 2842/2000), με τη συναλλαγματική ισοτιμία αυτού (ευρώ) προς το αλλοδαπό νόμισμα κατά την ημέρα εξοφλήσεως. Οι διατάξεις αυτές, που προϋποθέτουν έγκυρη σε ξένο νόμισμα συμβατική οφειλή, εφαρμόζονται και στις αποζημιωτικές από ενδοσυμβατική ευθύνη αξιώσεις. Αντιθέτως, επί διεπόμενων από το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο αξιώσεων από αδικοπραξία, η αποζημίωση από τη γενόμενη (προς αποκατάσταση της ζημίας) δαπάνη αλλοδαπού νομίσματος είναι εκφραστέα μόνο σε ευρώ, κατά την ισοτιμία που ίσχυε στο χρόνο επαγωγής της ζημίας (ΑΠ Ολ 14/1997,15-16/1996 ΕφΑΘ 773/1999 ΕλλΔνη 38,1036, 38,25 και ΔΕΕ 10,1043 αντιστοίχως), σε περίπτωση δε που δεν έχει αποκατασταθεί αυτή (ζημία), κρίσιμος χρόνος της ισοτιμίας είναι ο της πρώτης συζητήσεως της αγωγής στο ακροατήριο (ΕφΠειρ 145/2009 ΕλλΔνη 51,216, ΕφΠειρ 145/2011 – “Νόμος”).

Η αγωγή με το περιεχόμενο που προαναφέρθηκε είχε όλα τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που την έκρινε ορισμένη ερμήνευσε ορθά το νόμο. Να σημειωθεί ότι το δίκαιο της Συρίας είναι το εφαρμοστέο ως προς τις προσωπικές σχέσεις των εναγόντων με το θανόντα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 14 και 18 του ΑΚ, αλλά στο αλλοδαπό δίκαιο που κρίνεται εφαρμοστέο δεν περιλαμβάνονται κατ’άρθρο 32 του ΑΚ και οι κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου της αλλοδαπής πολιτείας αλλά εφαρμόζεται κατά τα προαναφερόμενα το ελληνικό δίκαιο. Ακολούθως η αγωγή ήταν νόμιμη ως προς το πρώτο αίτημα της περί της αποζημίωσης με βάση την αντικειμενική ευθύνη του ν. 551/1915 νόμιμη με την ισοτιμία ευρώ δολαρίου κατά το χρόνο της συζήτησης της αγωγής σύμφωνα με τα προαναφερόμενα και ως προς το αίτημα περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης είχε έρεισμα στη διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ. Να σημειωθεί αφενός ότι  σύμφωνα με τον ισλαμικό κώδικα που είναι γνωστός στο παρόν δικαστήριο από άλλες υποθέσεις η ενηλικίωση για αμφότερα τα φύλα επέρχεται με τη συμπλήρωση του 21ου έτους και αφετέρου ότι από το προσκομιζόμενο ως σχετικό 2 σε μετάφραση πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης της οικογενειακής μερίδας του θανόντος αποδεικνύεται ότι οι εκκαλούντες είναι σύζυγος και ενήλικά τέκνα αυτού και συνεπώς δεν παρίσταται ανάγκη κατ’άρθρο 337 του ΚΠολΔ προσκομίσεως του αλλοδαπού δικαίου αφού αποδεικνύεται η κατά το δίκαιο της Συρίας η κατά το εφαρμοστέο Συριακό δίκαιο ύπαρξη του δεσμού της συγγένειας των εκκαλούντων με το θανόντα και συνεπώς αυτοί νομιμοποιούνται ενεργητικά να ασκούν την αγωγή για την ικανοποίηση της ψυχικής τους οδύνης κατ’άρθρο 932 του ΑΚ.  Το ποιος δικαιούται ψυχική οδύνη προσδιορίζεται από την αόριστη νομική έννοια της οικογένειας του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου και ο κύκλος των διακιούμενων προσώπων προσδιορίζεται από το ίδιο το προαναφερόμενο άρθρο 932 του ΑΚ (ΑΠ 581/2010 δημ. νομος).

Από την επανεκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που νομότυπα εξετάσθηκαν ενώπιον των πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ιατρoδικαστή ………….. και αρχιπλοιάρχου ………., όλων των εγγράφων, που προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως μεταξύ των οποίων και αυτά της αυτεπάγγελτης προανάκρισης, από τις με αριθμό …/27.9.2019 και ………../27.9.2019 ένορκες βεβαιώσεις, που ελήφθησαν ενώπιον της συμβολαιογράφου ………… μετά από προηγούμενη κλήτευση τουλάχιστον δύο ημερών σύμφωνα με τη με αριθμό …………./24.9.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς ………….., ενώ δεν θα ληφθεί υπόψη ως ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο ένορκη βεβαίωση στην οποία δεν κλητεύθηκε νομότυπα το άλλο διάδικο μέρος, όπως ήδη προαναφέρθηκε κατά την εξέταση του δευτέρου και τετάρτου λόγου εφέσεως, και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από 5.10.2016 σύμβασης ναυτικής εργασίας, που συνήφθη στον Πειραιά, μεταξύ του συζύγου της πρώτης ενάγουσας και πατρός των λοιπών εναγόντων σύμφωνα με το από 13.2.2020 απόσπασμα οικογενειακής κατάστασης και της δεύτερης εναγόμενης αλλοδαπής εταιρείας αφετέρου, αυτός προσλήφθηκε, για να εργασθεί υπό την ειδικότητα του Πλοιάρχου στο υπό σημαία Παναμά φορτηγό πλοίο “ΜΝ O, με αριθμό ΙΜΟ ……, κυριότητας της πρώτης των εναγομένων, του οποίου τη διαχείριση κι εκμετάλλευση είχε αναλάβει η δεύτερη εξ αυτών, της οποίας ο τρίτος ήταν κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, νόμιμος εκπρόσωπος σύμφωνα με το με αριθμό πρωτ. …………./12.22020 έγγραφο του Τμήματος Ναυτιλιακών Εταιρειών της Διεύθυνσης Ποντοπόρου Ναυτιλίας του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, έναντι μηνιαίου μισθού 6.000 δολαρίων Η.ΠΑ. Το συγκεκριμένο πλοίο εκτελούσε πλόες εντός της Μεσογείου, μεταφέροντας χύδην φορτίο. Στις 26.4.2017, το πλοίο είχε παραμείνει στο λιμάνι του Πειραιά για διάστημα δύο ημερών και στη συνέχεια, θα αναχωρούσε για τη Ραβέννα της Ιταλίας. Προηγήθηκε η προμήθεια των απαραίτητων εφοδίων, ο ανεφοδιασμός με πετρέλαιο και μετά την επιτόπου επιβίβαση του πλοιοκτήτη και ενός εκπροσώπου της διαχειρίστριας του πλοίου εταιρείας, αυτό απέπλευσε στις πέντε το απόγευμα. Κατά την αναχώρηση του πλοίου ο Πλοίαρχος βρισκόταν στη γέφυρα μαζί με τον Ανθυποπλοίαρχο και μετά την άπαρση της άγκυρας αποχώρησε προς ανάπαυση και αντικαταστάθηκε από τον Υποπλοίαρχο. Στις οκτώ το βράδυ ανέλαβε και πάλι καθήκοντα στη γέφυρα του πλοίου μέχρι τα μεσάνυχτα, οπότε αναλάμβανε βάρδια ο Ανθυποπλοίαρχος. Αφού παρείχε τις απαραίτητες οδηγίες, αναχώρησε για την καμπίνα του προς ανάπαυση. Περί ώρα 00.15 πμ οπότε το πλοίο έπλεε στη θαλάσσια περιοχή κοντά στην Ύδρα ο Ανθυποπλοίαρχος χρειάστηκε βοήθεια κι αναζήτησε τον Πλοίαρχο καλώντας τον τηλεφωνικά τρεις φορές, χωρίς να λάβει απάντηση. Ακολούθως ενημέρωσε τον Υποπλοίαρχο ο οποίος έδωσε εντολή στον ναύτη, που εκτελούσε βάρδια να μεταβεί στην καμπίνα του Πλοιάρχου. Επειδή η θύρα ήταν κλειδωμένη από μέσα και ο Πλοίαρχος δεν ανταποκρινόταν άνοιξαν τη θύρα με το κλειδί γενικής χρήσης (master key) και αντίκρισαν τον Πλοίαρχο ξαπλωμένο στον καναπέ απνοϊκό και με παγωμένα άκρα. Ο Yπoπλoίαρχoς επικοινώνησε με τους αρμόδιους υπαλλήλους της διαχειρίστριας εταιρείας και τον πλοιοκτήτη απ’ τους οποίους έλαβε την εντολή να καταπλεύσουν στον όρμο της Νεάπολης Λακωνίας (βλ. προσκομιζόμενα σχετικά 5α,β,γ,δ,και ε των καταθέσεων στην αυτεπάγγελτη προανακριση των ……………). Ο ναυτικός μεταφέρθηκε μετά τη με αριθμό ……………../27.4.2017 έγγραφης παραγγελίας του Λιμεναρχείου Νεάπολης Βοίων, στο Γενικό Νοσοκομείο Κορίνθου και στη συνέχεια διενεργήθηκε νεκροψία – νεκροτομή, σύμφωνα με την οποία ο θάνατος του συγγενούς των εναγόντων επήλθε συνεπεία μυοκαρδίτιδας, σύμφωνα με τη με αριθμό  πρωτ. ….-α15,3.2018 ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας νεκροτομής της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Ναυπλίου και Καλαμάτας). Κατά τη διανεργηθείσα τοξικολογική εξέταση ανιχνεύθηκε στο αίμα του θανόντος η ουσία “διλπαζέμη” σε θεραπευτικές συγκεντρώσεις, σύμφωνα με τη με αριθμό πρωτ. …./10.11,2017 Έκθεση τοξικολογικής εξέτασης του Εργαστηρίου Ιατροδικαστικής Τοξικολογίας της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, δραστική ουσία η οποία χρησιμοποιείται θεραπευτικά για το καρδιαγγειακό σύστημα. Αντίθετα δεν ανιχνεύθηκαν κανναβινοειδή, διεγερτικά του κεντρικού νευρικού συστήματος, κατασταλτικά του κεντρικού νευρικού συστήματος, ούτε οπιούχα, ούτε αιθυλική αλκοόλη. Περαιτέρω από τη μακροσκοπική και μικροσκοπική εξέταση της καρδιάς διαπιστώθηκε υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια και πνευμονικό οίδημα – πνευμονική συμφόρηση και εντοπίσθηκαν αλλοιώσεις αποδράμουσας μυoκαρδίτιδας με σuνυπάρχοuσες εστίες ενεργού μυoκαρδίτιδας, σύμφωνα με την με αριθμό πρωτ. ……../2018 Ιστολογική εξέταση του Α’ Εργαστηρίου Παθολογικής Ανατομικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. O ιατροδικαστής ……. τεχνικός σύμβουλος των εναγόντων στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ανέλυσε την ιδιωτική γνωμοδότηση του. Στη γνωμοδότηση του αυτή δεν αναφέρθηκε στην  υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια που διαπιστώθηκε από την προαναφερόμενη ιστολογική εξέταση, αφού σε αυτή δεν γίνεται αναφορά στα ευρήματα υπερτροφικής μυοκαρδιοπάθειας που διαπιστώθηκαν από την ιστολογική εξέταση. Αυτός αναφέρθηκε μόνο στην αναφερόμενη ως αιτία θανάτου μυοκαρδίτιδα και την αποσυνέδεσε με τα λεγόμενα του από την υπέρταση από την οποία έπασχε ο θανών. Σύμφωνα λοιπόν με την ιδιωτική του γνωμοδότηση, η μυοκαρδίτιδα αποτελεί πρωτοπαθές φλεγμονώδες μυοκαρδιακό νόσημα που εντοπίζεται αποκλειστικά στον καρδιακό μυ και δεν είναι αποτέλεσμα ισχαιμίας ή βαλβιδοπάθειας ή υπέρτασης. Η υπέρταση, αναφέρει ο προαναφερόμενος ιατροδικαστής, είναι χρόνιο νόσημα και δεν έχει σχέση με την ανάπτυξη φλεγμονής στο μυοκάρδιο. Γνωμοδοτεί δε ότι οι ενεργές εστίες φλεγμονής που διαπιστώθηκαν μπορεί να οφείλονται σε ιογενή ή βακτηριακή λοίμωξη. Στα ευρήματα όμως της υπερτροφικής μυοκαρδιοπάθειας αναφέρονται οι εφεσίβλητοι εναγόμενοι, καθώς ισχυρίζονται ότι ο θάνατος του ναυτικού οφείλεται σε ασθένεια που εκδηλώθηκε λόγω της προδιάθεσης του οργανισμού του. Ειδικότερα σύμφωνα με το προσκομιζόμενο ως σχετικό 10 από τους εφεσίβλητους η μυοκαρδιοπάθεια είναι κατά βάση γενετική νόσος οφείλεται δηλαδή σε κάποιο ή κάποια ελαττωματικά γονίδια που προκαλούν αυτή τη διαταραχή στον καρδιακό μυ. Κληρονομείται κατά τον αυτοσωματικό επικρατούντα χαρακτήρα και πολλοί ασθενείς με υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια δεν έχουν καθόλου συμπτώματα τα οποία μπορεί να εμφανιστούν σε οποιαδήποτε ηλικία. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν αίσθημα βάρους στο στήθος, δύσπνοια, αδυναμία και κόπωση κλπ. Οι εφεσίβλητοι προσκομίζουν επιπλέον την από 5.2.2020 ιατρική γνωμάτευση του ειδικού καρδιολόγου Πειραιώς …………….. σύμφωνα με την οποία “ο θανών είχε μακροχρόνια προϋπάρχουσα καρδιακή νόσο (υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια) και για το λόγο αυτό λάμβανε αμιγώς καρδιολογικό φάρμακο” και ότι “εντός των αναμενόμενων ήταν η νοσηρή κατάσταση του μυοκαρδίου του να οδηγήσει στο θάνατο του, ακόμα και από μια απλή λοίμωξη”. Αναφορικά με το σωματότυπο του θανόντος 65χρονου ναυτικού αποδεικνύεται ότι αυτός ήταν εύσωμος αφού είχε ύψος 1,75 μέτρα βάρος 105 κιλών και κατά την ιατρική εξέταση για να λάβει το διεθνές πιστοποιητικό του διαπιστώθηκε πίεση 139/80. Περαιτέρω όπως προεκτέθηκε ήδη κατά την εξέταση του στο ακροατήριο ο τεχνικός σύμβουλος των εναγόντων αφού ανέπτυξε την τεχνική του έκθεση αναφορικά με την μυοκαρδίτιδα αναφέρθηκε και στην υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια. Συγκεκριμένα σύμφωνα με την κατάθεση του η μυοκαρδίτιδα εισβάλλει και προκαλεί φλεγμονη στο μυοκάρδιο. Αποτελεί μια σπάνια νόσο και τα άτομα με πιο αυξημένη ευαλωτότητα είναι αυτά σε καταστάσεις στρες, οι άντρες νεαρής και μέσης ηλικίας τα παιδιά και οι γυναίκες. Μπορεί να οφείλεται σε πολλές αιτίες με πιο συχνές τις τις ιογενεις λοιμωξεις τις βακτηριακές αιτίες, τις τοξίνες, τις αντιδράσεις ευαισθησίας από φάρμακα, από ιονίζουσα ακτινοβολία και, τέλος, από διάφορες αυτοάνοσες παθήσεις. Τα συμπτώματα ποικίλουν ανάλογα με τη φλεγμονή στο μυοκάρδιο ή την αδυναμία του καρδιακού μυ, που έπεται της φλεγμοvής. Μεγάλο ποσοστό ασθενών παραμένουν ασυμπτωματικοί λόγω της κάλυψης των εκδηλώσεων της μυοκαρδίτιδας από τα συμπτώματα της γενικής λοίμωξης, σε άλλες περιπτώσεις εμφανίζονται συμπτώματα καρδιακής ανεπάρκειας με αιφνίδια δύσπνοια ή δύσπνοια, που εκδηλώνεται σιγά – σιγά, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις ασθενών οι αρρυθμίες εκδηλώνονται με συγκοπή ή ακόμα και με αιφνίδιο θάνατο. Για τη διάγνωση της απαιτείται εξέταση αίματος, ηλεκτροκαρδιογράφημα το οποίο όμως παρουσιάζει αλλοιώσεις μη ειδικές, υπερηχοκαρδογράφημα, ακτινογραφία θώρακος, καρδιακή τομογραφία μαγνητικού συντονισμού, ψηφιακή στεφανιογραφία στους ενήλικες και ενδοκαρδιακή βιοψία. Ο προαναφερόμενος πραγματογνώμονας που εξετάστηκε για λογαριασμό των εκκαλούντων τονίζει στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ότι η υπέρταση που είχε ο θανών δεν είχε σχέση με τη μυοκαρδίτιδα και δεν τον επιβάρυνε και ότι κατά την κρίση του, ο θανών έπαθε λοίμωξη και για το λόγο αυτό απεβίωσε από μυοκαρδίτιδα. Βέβαια ο προαναφερόμενος μάρτυρας, ενώ διευκρινίζει ότι ακόμη και αν υφίστατο υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια αυτή δεν ήταν η αιτία θανάτου, ότι ο θανών δεν είχε μεγαλοκαρδία και ότι αυτός μεριμνούσε για την αρτηριακή του υπέρταση λαμβάνοντας αγωγή, δεν δύναται να προσδιορίσει το είδος της λοίμωξης από την οποία πιθανολογεί ότι αυτός προσβλήθηκε, ούτε να τοποθετήσει χρονικά την προσβολή του θανόντος από λοίμωξη, αφού όπως αναφέρει χαρακτηριστικά “δεν είναι σίγουρος ότι προσβλήθηκε από τη λοίμωξη στο βαπόρι”. Επομένως ούτε ο μάρτυρας των εναγόντων ειδικός πραγματογνώμων ιατροδικαστής μπορεί να συνδέσει την λοίμωξη από την οποία πιθανολογεί ότι προσβλήθηκε ο θανών με το χώρο εργασίας και τις αναφερόμενες στην αγωγής συνθήκες που επικρατούσαν στο χώρο αυτό για τις οποίες θα γίνει λόγος παρακάτω. Αυτός διατυπώνει συμπέρασμα εξ αποκλεισμού και αυτό δεν εισφέρει αποδεικτικά στο βαθμό που απαιτείται στην παρούσα δίκη, αφού το δικαστήριο δεν αρκείται σε πιθανολόγηση αλλά σε διαμόρφωση πλήρους δικανικής πεποιθήσεως μέσω της αποδείξεως. Εξάλλου αναφερόμενος ο ίδιος στην υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια από την οποία έπασχε ο θανών και για την οποία λάμβανε φαρμακευτική αγωγή αναφέρεται ακριβώς στην προδιάθεση του οργανισμού του παθόντος να νοσήσει λόγω της φύσεως και του είδους της εργασίας και των συνδεομένων με αυτή δυσμενών όρων, και αυτά τα πραγματικά περιστατικά δεν μπορούν να υπαχθούν σε βίαιο και απρόβλεπτο γεγονός που προκάλεσε την ασθένεια του ναυτικού από την οποία επήλθε ο θάνατος του. Περαιτέρω και αναφορικά με τις συνθήκες της παροχής εργασία του θανόντος οι ενάγοντες προσκομίζουν μετ’επικλήσεως, μη μεταφρασμένες πρόχειρες εκτυπώσεις από το διαδίκτυο που αφορούν ελέγχους του πλοίου από το έτος 2016. Οι αναφερόμενες στις πρόχειρες καταστάσεις ελλείψεις λχ στην πυρασφάλεια, στα συστήματα έκτακτης ανάγκης και στα βοηθητικά μηχανήματα εκτιμώνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αλλά δεν μπορούν να οδηγήσουν αβασάνιστα στο συμπέρασμα ότι ο θανών ναυτικός υπέστη την ώρα που ξεκουραζόταν στην καμπίνα του ανακοπή και απεβίωσε λόγω των ανωτέρω ελλείψεων στην πυρασφάλεια ή στα βοηθητικά μηχανήματα, αφού αυτό έρχεται σε αντίθεση ακόμη και με τα αναφερόμενα του πραγματογνώμονος των εκκαλούντων που εκτιμά ότι ο θάνατος οφείλεται στη λοίμωξη που υπέστη. Σε κάθε περίπτωση εν προκειμένω δεν αποδείχθηκαν τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στην αγωγή κατά την οποία το πλοίο στο οποίο ήταν ναυτολογημένος ο θανών ήταν πλημμελώς συντηρημένο και αντιμετώπιζε λειτουργικά προβλήματα κατά την εκτέλεση των ναυλώσεων, που αναλάμβανε και ότι δεν τηρούνταν οι διατάξεις του νόμου αναφορικά με τις ώρες ανάπαυσης και ψυχαγωγίας των ναυτικών. Επίσης δεν αποδείχθηκε ότι η παρεχόμενη τροφή ήταν περιορισμένη και κακής ποιότητας, ότι ο χώρος περίθαλψης του προσωπικού ήταν ανεπαρκής και βρώμικος, ότι οι δυνατότητες παροχής ιατρικής φροντίδας ήταν ανύπαρκτες, ο χώρος εργασίας του πληρώματος βρώμικος και ασφυκτικός και, τέλος, ότι ο ηλεκτρολογικός εξοπλισμός ήταν επικίνδυνος. Ειδικότερα σύμφωνα με την κατάθεση του ……….. αρχικαπετάνιου στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στα λιμάνια γίνονται επιθεωρήσεις από τις αρχές και ένα βαπόρι δεν αποπλέει αν αποδειχθούν προβλήματα στο χώρο εργασίας και ο συγκεκριμένος ναυτικός ο οποίος ήταν ο πλοίαρχος και συνεπώς δεν είχε προϊστάμενο στο χώρο εργασίας του ουδέποτε παραπονέθηκε στον προαναφερόμενο μάρτυρα για προβλήματα στο παραπάνω πλοίο που είχε όλα τα πιστοποιητικά του σε ισχύ. Ειδικά  την ημέρα του θανάτου του αλλά και κατά το χρονικό διάστημα που είχε προηγηθεί, δεν αποδείχθηκε ότι ο θανών  τελούσε σε καθεστώς διαρκούς ταραχής, που οφειλόταν σε δυσμενείς συνθήκες παροχής εργασίας ούτε αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενοι τον πίεζαν με αποστολή ηλεκτρονικών μηνυμάτων ή με άλλο τρόπο να εκπληρώσει εργασιακές υποχρεώσεις που δεν ήταν συμφυείς με τους συνηθισμένους όρους παροχής εργασίας με συνέπεια να έχουν δημιουργηθεί δυσμενείς συνθήκες παροχής εργασίας. Συγκεκριμένα τόσο το επίδικο διάστημα αλλά και συνολικά το χρόνο ναυτολόγησης του, δεν αποδεικνύεται από το αποδεικτικό υλικό ότι αυτός υπέβαλε παράπονα σε λιμενικές αρχές, αλλά ούτε στα γραφεία της εταιρίας απέστειλε κάποιο ηλεκτρονικό μήνυμα ως είχε δικαίωμα και υποχρέωση αιτούμενος βελτίωση των συνθηκών των εργαζόμενων στο πλοίο. Τέλος και δύο εργαζόμενοι στο πλοίο, οι ……. και ………… ναύτης και ανθυποπλοίαρχος αντίστοιχα, αναφέρουν ότι ο πλοίαρχος εκτελούσε το νόμιμο οκτάωρο του και η υπερωριακή του απασχόληση δεν ξεπερνούσε τις 3 ώρες κάθε φορά όταν το πλοίο ήταν εν πλώ σε αναμονή η σε φορτοεκφόρτωση, και οι ένορκες αυτές βεβαιώσεις επιβεβαιώνονται από τα ωράρια εργασίας και υπερωριών που προσκομίζονται ως σχετικό 6 από τους εφεσίβλητους. Από τους ίδιους ενόρκως βεβαιώσαντες αποδεικνύεται ότι το πλοίο ήταν καθαρό και η τροφοδοσία επαρκής γεγονός που επιβεβαιώνεται και από την από 21.4.2017 κατάσταση προμηθειών του συγκεκριμένου πλοίου που έχει λάβει χώρα πριν το θάνατο του ναυτικού. Τέλος πρέπει να σημειωθεί και το εξής: ο ασθενής ναυτικός αποτελεί ο ίδιος βασική πηγή πληροφόρησης, αφού αυτός γνωστοποιεί την ένταση και το είδος των συμπτωμάτων της ασθενείας του. Σε αυτήν την περίπτωση ακόμη και οι κανονικές, συνθήκες εργασίας μπορούν να μετατραπούν σε ασυνήθιστες και εξαιρετικώς δυσμενείς, όταν μετά την εκδήλωση της ασθένειας του εργαζομένου συνεχίζεται η από αυτόν παροχή της εργασίας, κατά παράβαση της υποχρεώσεως πρόνοιας του εργοδότη, με αποτέλεσμα την περαιτέρω επιδείνωση της κατάστασής του ενώ αντίθετα δεν υφίσταται εργατικό ατύχημα, όταν ο εργοδότης δεν γνωρίζει, ούτε αγνοεί υπαίτια, ότι ο εργαζόμενος είναι ασθενής και, γενικότερα, ότι η κατάσταση της υγείας του δεν επιτρέπει την εξακολούθηση της απασχολήσεως του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο συγκεκριμένος ναυτικός παρόλο που το πλοίο είχε παραμείνει επί διήμερο στο λιμάνι του Πειραιά πριν αναχωρήσει για τη Ραβέννα Ιταλίας, ουδέν ανακοίνωσε στην εργοδότρια δηλαδή στην πλοιοκτήτρια ή τους προστηθέντες της διαχειρίστριας του πλοίου καθώς ούτε αυτός είχε προφανώς καταλάβει ότι ήταν ασθενής.  Κατόπιν όλων των προαναφερόμενων αποδεικνύεται ότι η ασθένεια του ναυτικού, η οποία εκδηλώθηκε αναμφισβήτητα εντός του πλοίου κατά τη διάρκεια της παροχής εργασίας και επέφερε το θάνατο του, παρόλο που εκδηλώθηκε ξαφνικά, δεν μπορεί να υπαχθεί στην έννοια του έκτακτου και βίαιου γεγονότος. Τούτο δε διότι με δεδομένο ότι το τελευταίο 48ωρο πριν το θάνατο του ναυτικού το πλοίο βρισκόταν στο λιμάνι του Πειραιά δεν μπορεί να αποκλειστεί το γεγονός ο πλοίαρχος να εξήλθε του πλοίου, και συνεπώς δεν μπορεί να συνδεθεί με απόλυτη βεβαιότητα η λοίμωξη από την οποία ενδεχομένως αυτός προσβλήθηκε με το χώρο του πλοίου. Αλλά και αν ακόμη μπορούσε να συνδεθεί η λοίμωξη με το χώρο του πλοίου, κάτι που επίσης δεν αποδείχθηκε κατά τα προαναφερόμενα, η εμφάνιση του προβλήματος υγείας του ναυτικού που οδήγησε στο θάνατο του λόγω μυοκαρδίτιδας οφειλόταν στην προδιάθεση του οργανισμού του δηλαδή την μακροχρόνια προϋπάρχουσα καρδιαγγειακή νόσο (υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια) και δεν ήταν  άσχετη με την ιδιοσυστασία του οργανισμού του παθόντος και τη βαθμιαία εξασθένηση και φθορά του, λόγω της φύσεως και του είδους της εργασίας και των συνδεομένων με αυτή δυσμενών όρων. Επομένως η ασθένεια αυτή δεν προκλήθηκε εξ αφορμής της παροχής της εργασίας αυτής, πέραν του ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αποδείχθηκαν ούτε έκτακτες δυσμενείς συνθήκες κατά την παροχή εργασίας που δεν είναι συμφυείς προς τους συνηθισμένους όρους παροχής της. Ακολούθως, επειδή ο θάνατος του ναυτικού δεν συνδέεται αιτιωδώς με την εκτέλεση της ναυτικής εργασίας, δεν μπορεί να υπαχθεί στην έννοια του εργατικού ατυχήματος του άρθρου 1 του ν. 551/1915 δεν θεμελιώνεται κατ’ουσίαν η αξίωση των συγγενικών του προσώπων να λάβουν τις προβλεπόμενες από το πραναφερόμενο νομοθέτημα αποζημιώσεις με βάση την αντικειμενική ευθύνη του εργοδότη. Αναφορικά με το σωρευόμενο αίτημα περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης να αναφερθεί ότι από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα δεν αποδεικνύεται βαθμός αμελείας της εργοδότριας και των προστηθέντων αυτής ώστε να καθίσταται βάσιμη η αξίωση αυτή. Κρίνοντας το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι η ασθένεια του ναυτικού που επέφερε το θάνατο του δεν συνιστά εργατικό ατύχημα και ότι ακολούθως δεν οφείλονται τα ποσά που οι εκκαλούντες αιτήθηκαν με βάση το ν. 551/1915 και το άρθρο 932 του ΑΚ ορθά ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις  δηλαδή την κατάθεση και πραγματογνωμοσύνη του τεχνικού συμβούλου των εκκαλούντων, τις εκθέσεις επιθεώρησης του πλοίου και όλα τα προσκομιζόμενα υποστατά αποδεικτικά μέσα και τα όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται στον πρώτο τρίτο και πέμπτο λόγο εφέσεως είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

Το άρθρο 193 του ΚΠολΔ στο οποίο ορίζεται ότι δεν επιτρέπεται προσβολή της απόφασης με ένδικο μέσο ως προς τα έξοδα, αν δεν περιλαμβάνει και την ουσία της υπόθεσης, απαιτεί μεν ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και για την ουσία της υπόθεσης, πλην όμως ο λόγος για τα έξοδα δεν ακολουθεί αναγκαίως το αποτέλεσμα του λόγου που αφορά στην ουσία της υπόθεσης και ως εκ τούτου δύναται να είναι αβάσιμος ο λόγος που αφορά στην ουσία και βάσιμος ο λόγος που αφορά στα έξοδα. Η άποψη ότι ο τελευταίος ακολουθεί αναγκαίως την τύχη του πρώτου και δεν εξετάζεται στην περίπτωση που είναι αβάσιμος ο λόγος για την ουσία, δεν είναι ορθή, γιατί αν ο λόγος που αφορά στην ουσία κριθεί βάσιμος και αλλάξει το αποτέλεσμα της δίκης, αλλάζει αναγκαίως και η επιβολή των δικαστικών εξόδων, χωρίς να χρειάζεται να προβληθεί λόγος έφεσης για τα έξοδα (βλ σχετικά Εφ. Δωδεκαννήσου 64/2017 τνπ νόμος). Επομένως, η προβολή λόγου εφέσεως ως προς τα έξοδα αποκτά νόημα μόνο αν κριθεί αβάσιμος ο λόγος για την ουσία της υπόθεσης και γι’ αυτό κρίνεται αυτοτελώς (ΕφΑθ 1407/2024, ΕφΠατρ 85/2015 δημ. Νόμος). Τούτο δε διότι ως ουσία της υπόθεσης κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης νοείται καθετί που κρίθηκε και δεν υπάγεται στην έννοια των δικαστικών εξόδων, ανεξάρτητα αν αφορά σε ουσιαστικό ή δικονομικό ζήτημα. Σκοπός της διάταξης αυτής είναι να περιορίσει τη δυνατότητα αυτοτελούς άσκησης ένδικων μέσων μόνο για το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, στα οποία περιλαμβάνεται κατ` άρθρο 189 παρ. 1 ΚΠολΔ και η αμοιβή του δικηγόρου, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και ως προς το κεφάλαιο της ουσίας της υπόθεσης (ΑΠ 226/2020, ΑΠ 207/2020, ΑΠ 1688/2017, ΑΠ 1818/2014, ΑΠ 2193/2013) και η αποτροπή εξαναγκασμού του ανώτερου δικαστηρίου για έρευνα της ουσίας της υπόθεσης, από την προσβολή και μόνο της απόφασης για τα έξοδα, η κρίση για την επιδίκαση των οποίων συνάπτεται με την ουσία της υπόθεσης (ΑΠ 1004/2023, ΑΠ 617/2008 δημ. νόμος). Με τον τελευταίο λόγο έφεσης και τα δύο σκέλη αυτού (αναφέρεται ως έβδομος και όγδοος λόγος) οι εκκαλούντες παραπονούνται παραδεκτώς αφού πλήττουν ταυτόχρονα με την προβολή αυτού του λόγου και την ουσία της υπόθεσης για το ότι τους επιβλήθηκε η δικαστική δαπάνη των εναγομένων χωρίς να υποβάλει το παράπονο ότι αυτή είναι υπέρμετρη ή ότι έγινε κατά παράβαση των άρθρων 58, 63 παρ. 1β και 68 παρ. 1 του κώδικα περί δικηγόρων. Επομένως ο σχετικός λόγος εφέσεως είναι απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του. Σε κάθε περίπτωση κατά τη διάταξη του άρθρου 176 του ΚΠολΔ ο διάδικος που ηττήθηκε καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα του αντιδίκου του χωρίς να υποχρεούται το δικαστήριο να αιτιολογήσει γιατί δεν εφαρμόζει τις διατάξεις 178 και 179  του ΚΠολΔ, περί συμψηφισμού της δικαστικής δαπάνης εν όλω ή εν μέρει. Επομένως κατ’ορθή εφαρμογή του νόμου το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επέβαλε στους εκκαλούντες ενάγοντες λόγω της ήττας τους τα δικαστικά έξοδα και τα όσα περί του αντιθέτου αναγράφονται στα δύο σκέλη του τελευταίου λόγο έφεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

Ακολούθως των ανωτέρω και εφόσον δεν υφίσταται άλλος λόγος προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη, και τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων μερών λόγω εύλογης αμφιβολίας των εκκαλούντων ως προς την έκβαση της δίκης (άρθρο 179  του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων την από 12.7.2022 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2022 και αριθμό προσδιορισμού ………../2022 έφεση, κατά της με αριθμό 1407/2022 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 30.7.2019 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2019 αγωγής

Δέχεται τυπικά την έφεση και την απορρίπτει κατ’ουσίαν

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων μερών

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις  2 Μαΐου 2025,  χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ